Αρχείο ετικέτας Χριστιανική Ευρώπη

A-νόητη ύπαρξη και συνύπαρξη

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα πέτυχε να χωρίσει την κοινωνία από τη θρησκεία. Αιώνες ολόκληρους (τους «μέσους» ή «σκοτεινούς» αιώνες) οι κοινωνικοί θεσμοί, ο πολιτικός βίος, κάθε μορφή οργάνωσης της συλλογικότητας στη Δύση, είχε αυτονόητα υποταχθεί στην κυρίαρχη θρησκευτική ιδεολογία – συχνά και στη θεσμική εκπροσώπηση της θρησκείας. Ήταν για τον δυτικό άνθρωπο μια ιστορική εμπειρία άκρως αρνητική, πρώτη εμπειρία ολοκληρωτισμού (: αστυνόμευσης των ηθών και των πεποιθήσεων).

Από αντίδραση σε αυτή την εμπειρία, η θρησκεία στη δυτική νεωτερικότητα έγινε ιδιωτική υπόθεση. Είναι ατομική επιλογή, αφορά σε ατομικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, ατομικές συναισθηματικές ικανοποιήσεις. Δεν έχει τίποτα να κάνει με την οργάνωση της συλλογικότητας, δεν πρέπει να επηρεάζει, ούτε στο ελάχιστο, τους κοινωνικούς θεσμούς, τον πολιτικό βίο. Βασικό γνώρισμα των δυτικού τύπου κοινωνιών είναι ο χωρισμός θρησκείας και εξουσίας, Εκκλησίας και κράτους, «ιερού» και «κοσμικού».

Αποτέλεσμα του χωρισμού και συνέπεια της ιδιωτικοποίησης είναι η ραγδαία παρακμή των θρησκειών στα πλαίσια των δυτικού τύπου κοινωνιών. Ειδικά ο Χριστιανισμός, που ήταν η κυρίαρχη στη Δύση θρησκεία, εμφανίζει δραματική συρρίκνωση. Δεν πρόκειται για θριαμβευτική νίκη του αθεϊσμού, πρόκειται για πλημμυρίδα αδιαφορίας: για το φαινόμενο «θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε.

Οι θρησκευτικοί θεσμοί προσπάθησαν πανικόβλητοι να αντιδράσουν. Δεν διανοήθηκαν, βεβαίως, να αντισταθούν στην ιδιωτικοποίηση της θρησκείας – ο δυτικός Χριστιανισμός, με πρωτοπόρους τον Αυγουστίνο, τον Αλκουίνο, τον Άνσελμο, είχε «εσωτερικεύσει» την πίστη, δηλαδή την είχε μεταβάλει από εκκλησιαστικό (κοινωνούμενων σχέσεων) γεγονός σε ατομοκεντρικών επιτευγμάτων (ορθοφροσύνης και αυτοκυριαρχίας) επίτευγμα. Ήταν αγωνιώδης η προσπάθεια να προσαρμοστεί και ο Χριστιανισμός, ως ατομική θρησκευτική επιλογή, στους όρους της Νεωτερικότητας: Να εξορθολογιστεί, να βάλει στην άκρη τα «μυθολογικά» του στοιχεία (Entmythologisierung), να αποδείξει τη χρηστική του ωφελιμότητα.

Έτσι, ο λόγος του νοήματος της ύπαρξης και της ελευθερίας που γνωρίζεται ως ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, αλλοτριώθηκε σε χρησιμοθηρικό κήρυγμα, σε υστερικά «πρέπει» και «οφείλεις», δηλαδή σε ουτοπική δεοντολογία. Έγινε λόγος ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός, καταιγισμός έντυπης προπαγάνδας στην υπηρεσία διόρθωσης των κοινωνικώς εσφαλμένων. Αγνοήθηκε προκλητικά κάθε εμπειρικό έρεισμα της μεταφυσικής ελπίδας.

Φυσικά, ο «εκσυγχρονισμός» του κηρύγματος δεν ανέκοψε τη ραγδαία επέκταση του ορθολογικού μηδενισμού και αμοραλισμού, την περιφρόνηση της θρησκείας. Ποιος αξιοπρεπής άνθρωπος δέχεται να παρηγορήσει την υπαρξιακή του αγωνία με το γεγονός ότι η «θρησκεία» του έχει θαυμαστή φιλανθρωπική δραστηριότητα και ηθικοπλαστικές πρωτοβουλίες; Ποιος δέχεται να εξαρτήσει την εντιμότητά του και το ήθος του από την «καθοδήγηση» ιδεόληπτων προπαγανδιστών; Ποιο νέο παιδί θα δεχθεί να «ψυχαγωγηθεί» τραγουδώντας γλυκερά θρησκευτικά ασμάτια σε μουσική ροκ;

Στην Ελλάδα, την πραγματικότητα του θρησκευτικού αποχρωματισμού, πραγματικότητα της «εκκοσμίκευσης», τη συσκοτίζει και την αποκρύβει μια εθνικιστική ρητορεία, τελευταίο απομεινάρι του επίσημου κρατικού μας πατριωτισμού. Αποτύχαμε ολοφάνερα στο πρόταγμα, να έχει ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός Ελληνισμός οργανική συνέχεια ιστορικής ύπαρξης στη Νεωτερικότητα. Μπήκαμε στη Νεωτερικότητα συναινώντας στη ριζική και ολοκληρωτική αλλαγή της ιστορικής μας υπόστασης και ταυτότητας – αρνηθήκαμε την πόλη-κράτος και τη μεσαιωνική της συνέχεια: τις αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες, δεχθήκαμε να υποκατασταθεί η πολιτική κοινωνία των σχέσεων με τις συμβατικές κατασφαλίσεις των «ατομικών δικαιωμάτων».

Οι «ηγετικές» κοινωνικές ομάδες (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες) δείχνουν να ξέρουν για την «εκκλησία του δήμου» και την «εκκλησία των πιστών» μόνο αφελείς παιδαριωδίες ή τυποποιημένα ιδεολογήματα, που τους άφησε ως ανάμνηση ένα ανιαρό μάθημα «θρησκευτικών» στο σχολείο. Αλλά, μια σοβαρή μελέτη των φαινομένων τόσο του «θρησκευτικού αποχρωματισμού» της κοινωνίας όσο και της παράλληλης «εκκοσμίκευσης» των εκκλησιαστικών θεσμών, μπορεί να γίνει με βάση το υλικό του «επίσημου» κηρυγματικού και κατηχητικού λόγου. Να μελετηθούν, λ.χ., οι εγκύκλιοι και τα επίσημα περιοδικά της Ιεράς Συνόδου και των επιμέρους επισκοπών και «μητροπόλεων», συνεντεύξεις και αρθρογραφία επισκόπων, προγράμματα εκκλησιαστικών ραδιοφωνικών σταθμών.

Ίσως μια δημοσκόπηση, με προκλητικά ερωτήματα, ειδικά στους επισκόπους, θα μπορούσε να καταδείξει το πραγματικό μέγεθος της αλλοτρίωσης: «Τι ακριβώς σημαίνει για σας η “αιώνια ζωή” που κηρύττετε; Σημαίνει μιαν επ’ άπειρον παράταση κάθε ατομικής ύπαρξης; Δεν νιώθετε πανικό στη σκέψη να υπάρχετε ατελεύτητα, για δισεκατομμύρια χρόνια, έστω πανευτυχής; Γιατί κάποτε η Εκκλησία μιλούσε για “αλλαγή” του “τρόπου της ύπαρξης”; Ποια εμπειρία του χρόνου και ποια του χώρου προεικονίζει η εκκλησιαστική λατρεία και Τέχνη; Ποια η διαφορά του εκκλησιαστικού γεγονότος της “σωτηρίας” από την ατομική σωτηρία της θρησκευτικής φλυαρίας; Τι είδους “σωτηρία” θα απολαμβάνει μια μάνα αν το παιδί της κολάζεται;».

Τα κηρύγματα σήμερα μιλάνε μόνο για κανόνες συμπεριφοράς και όχι για πληρότητα της ύπαρξης;

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Όταν η θεολογία ακολουθεί «λαχανιασμένη»

Του ΜΑΝΩΛΗ ΒΑΡΔΗ

Με αφορμή την κρίση της επιδημίας γίναμε μάρτυρες της προσπάθειας κάποιων «γνωστών» θεολογικών και εκκλησιαστικών κύκλων για μία νέα μορφή προσέγγισης της Εκκλησίας προς τον κόσμο. Η αιχμή του δόρατος ήταν η αλλαγή του τρόπου της Θείας Μετάληψης, προκειμένου και να γίνει σεβαστή η αρχαία παράδοση και να μη θιγεί η ευαισθησία των κοσμικών χριστιανών.

Αυτές οι κινήσεις κάτι δηλώνουν. Αίφνης πληροφορήθηκα ότι στα γαλλικά πλέον ως γλώσσα της Θείας Λειτουργίας στους (Ρωμαιο-) Καθολικούς, το μυστήριο της Μετάνοιας μετατρέπεται σε μυστήριο της «συμφιλίωσης», από την «τελευταία μετάληψη» περνάμε στο «ευχέλαιο των ασθενών», ενώ στο μυστήριο του γάμου έχει παύσει να αναγιγνώσκεται το εδάφιο της Επιστολής προς Εφεσίους που ζητά την υποταγή της γυναίκας στον άνδρα (Roy, 2020: 78). Κατ’ αντιστοιχία με τις δικές μας «συμπάθειες» στον «Πράσινο Πατριάρχη» ή στους μορφωμένους αρχιερείς, οι (Ρωμαιο-) Καθολικοί αγαπούν τους «καλούς Πάπες» (όπως ο Ιωάννης ΚΓ΄ ή ο Φραγκίσκος), και στηλιτεύουν τους αντιδραστικούς Πάπες όταν αυτοί λησμονούν τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού (όπως ο Ιωάννης- Παύλος Β΄ και ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄).

Τα επιχειρήματα είναι πολλά και, ω του θαύματος, ομοιάζουν στις δύο πλευρές του χριστιανικού κόσμου. Πολλοί και από τις δύο πλευρές ομνύουν στο όνομα του Ντίτριχ Μπονχέφερ (1906-1945) και της «θεολογίας του κοσμικού κόσμου». Πιστός, πλέον, σήμερα δεν μπορεί παρά να σημαίνει να υπάρχεις «για τους άλλους», όπου η ηθική υπερέχει κάθε θεολογίας της «αλήθειας» (Roy, 2020: 77). Ο Θεός μιλά «κοσμικά» και ο κόσμος επαναλαμβάνει. Ζούμε εποχές που η Εκκλησία τρέχει ασθμαίνουσα να προλάβει τον κόσμο, υιοθετώντας όλες του τις ευαισθησίες. Είναι χαρακτηριστικό το σκίτσο του Plantu στη Le Monde της δεκαετίας του 1980, το οποίο απεικονίζει μία παραδοσιακή οικογένεια μπροστά στην τηλεόραση: τη στιγμή που ανακοινώνεται μια παρέμβαση του Πάπα, η μητέρα λέει στον σύζυγο «Τρέχα γρήγορα να βάλεις τα παιδιά για ύπνο, πάλι για σεξ θα μιλήσει» (Roy, 2020: 189).

Σε κοινωνικό επίπεδο η μετάλλαξη των μεταπολεμικών «προοδευτικών χριστιανών» έχει ήδη ολοκληρωθεί. Κινήματα εργατών- ιερέων και η Θεολογία της Απελευθέρωσης που φιλόδοξα συμπορεύονταν με κινήσεις διαμαρτυρίας, πλέον επικεντρώνονται στα μείζονα ζητήματα των αμβλώσεων, του γάμου των ομοφυλοφίλων και της μετανάστευσης. Ως εάν η κοινωνική και ταξική δυναμική των «προοδευτικών χριστιανών» των μεταπολεμικών δεκαετιών να «εξατμίστηκε» σε ένα συνονθύλευμα ελευθεριακού φιλελευθερισμού.

Αυτό το θεολογικό- ίσως και εκκλησιαστικό «λαχάνιασμα»- επιτείνεται ακόμη περισσότερο, καθώς η «άλλη πλευρά», αυτή των κοσμικών χριστιανών, δηλαδή των κατ’ όνομα μόνο χριστιανών, που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνιών, φεύγει τρέχοντας ιλιγγιωδώς προς νέες ανθρωπολογικές και κοινωνικές θεωρήσεις (απόλυτη βιολογικοποίηση της ζωής, my body is my business, δικαίωμα στην ευθανασία). Η αδιαφορία και η έλλειψη στοιχειώδους θρησκευτικής μόρφωσης αυτών των μαζών- ακόμα και ο Πολ Ποτ θα ήξερε περισσότερη θεολογία, δεν σημαίνει ηρεμία ούτε πολιτισμό. Μόλις οι μάζες αυτές στα όρια της καθημερινής υστερίας εντοπίσουν τον εχθρό τους, επιτίθενται λυσσαλέα. Και ο εχθρός δεν είναι οι mainstream χριστιανοί, δηλαδή αυτοί οι αδιάφοροι και «έχω με άλλα να ασχολούμαι», αλλά όσοι πιστοί της Εκκλησίας επιμένουν, σε πείσμα της κουλτούρας της εποχής, να θέλουν να δομήσουν την ζωή τους στα πλαίσια της δογματικής πίστης. Αυτοί οι κατ’  αυτούς «ζηλωτές» είναι στόχος, διότι δεν θέλουν να αποδεχτούν την αυτό- εκκοσμίκευση της θεολογίας και της Εκκλησίας (Roy, 2020: 101). Τους αντιμετωπίζουν ως ευθεία αμφισβήτηση της κυρίαρχης τους ιδεολογίας, στην οποία έχουν ήδη αφομοιωθεί (οπότε δεν υπάρχει πρόβλημα) οι «προοδευτικοί» και «χαλαροί» χριστιανοί. Οι επιθέσεις είναι πάντοτε αποτελεσματικές: ξεκινούν από δυσφήμηση, κατηγορίες για «αμορφωσιά» και λαϊκισμό, και συνεχίζονται με αποκλεισμούς από κάθε θεσμικό φορέα έκφρασης απόψεων, φθάνοντας μέχρι και το «μπλοκάρισμα» πανεπιστημιακών θέσεων.

«Βρισκόμαστε ενώπιον της δημιουργίας δύο παράλληλων κόσμων που δεν έχουν πια κοινές αξίες: για τους πιστούς το μόνο που μετράει είναι η πίστη, ενώ οι άνθρωποι του κοσμικού κόσμου γνωρίζουν πλέον τόσο λίγα για την θρησκεία, ώστε να θεωρούν ότι ο πιστός είναι στην καλύτερη περίπτωση κάποιος ελαφρώς περίεργος, και στη χειρότερη κάποιος φανατικός» (Roy, 2020: 105).

Η Ευρώπη είναι χριστιανική;

Αναφορές από Roy Olivier, Η Ευρώπη είναι χριστιανική;, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2020.

ΠΗΓΗ

Αντίφωνο