Αρχείο ετικέτας Θρησκεία

ΘΕΣΕΙΣ, ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ: ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Θ. Ι. ΡΗΓΙΝΙΩΤΗ: «Επιστολή προς τον σκεπτόμενο άθεο»

Του Γ. Μ. ΒΑΡΔΑΒΑ· Θεολόγου 3ου ΓΕΛ Ηρακλείου
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Λεξίτυπον» το νέο πόνημα του γνωστού θεολόγου εκ Ρεθύμνης Θ. Ι. Ρηγινιώτη με τίτλο: «Επιστολή προς τον σκεπτόμενο άθεο». Η προβληματική που απασχόλησε το συγγραφέα στο μυθιστόρημα του Εναντίον του Θεού (εκδόσεις Όμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο 2006, βλ. σχετικό σημείωμα μας για το βιβλίο στην εφημερίδα «Πατρίς», αρ. φ. 17991/20-12-2006, σελ. 16) εδώ επεκτείνεται και διευρύνεται σε μια εξαντλητική διαπραγμάτευση. Στόχος του συγγραφέα είναι να πραγματώσει έναν οιονεί διάλογο με τον «σκεπτόμενο άθεο» της εποχής μας. Ο παραπάνω όρος δεν χρησιμοποιείται τυχαία από το συγγραφέα, δοθέντος του γεγονότος, ότι υπάρχουν άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως «άθεοι» αλλά εμφορούνται από τέτοιο βαθμό φανατισμού και καχυποψίας που καθιστούν απαγορευτική κάθε καλοπροαίρετη απόπειρα διαλόγου. Τα άτομα αυτά εμμένοντας με δογματισμό στις αθεϊστικές τους βεβαιότητες ουσιαστικά εγκλωβίζονται στην «απόλυτη αλήθεια» της «πίστης» τους στην ανυπαρξία του Θεού. Το οντολογικό ερώτημα, ωστόσο, είναι διαχρονικό και δεν προσφέρεται για επιδερμικές προσεγγίσεις ή ιδεολογικοποιημένες απολυτοποιήσεις του τύπου «άσπρο-μαύρο». Πέραν τούτου, σαφώς υπάρχουν και καλοπροαίρετοι άνθρωποι που μπορεί να δηλώνουν άθεοι, άθρησκοι, άπιστοι, αγνωστικιστές, σχετικιστές, σκεπτικιστές κ.α.π. (δικαίωμα τους βεβαίως, ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε, δεν είναι εδώ Ιράν, όπως διατείνονται ορισμένοι) αλλά είναι ανοικτοί έμπρακτα στο διάλογο και τη γόνιμη ανταλλαγή επιχειρημάτων και απόψεων. Οι συγκεκριμένοι έχουν μια αρετή: έχουν μάθει να ακούνε και να σέβονται τη γνώμη του άλλου, ακόμα κι αν διαφωνούν· είναι με άλλα λόγια απροκατάληπτοι,γεγονός καθόλου αυτονόητο στους χαλεπούς καιρούς μας. Για να μην παρεξηγηθούμε, οι ανωτέρω παρατηρήσεις ισχύουν ενίοτε και για όσους δηλώνουν «ένθεοι», «πιστοί» κ.α.π., που δεν έχουν διάθεση να ακούσουν την αντίθετη άποψη αλλά θωρακίζονται πίσω από τις «βεβαιότητες» τους. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι εν λόγω έχουν κατασκευάσει έναν χριστιανισμό «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» τους, έναν χριστιανισμό φονταμενταλιστικό και παραδοσιαρχικό, που δεν έχει καμιά σχέση με τον αυθεντικό χριστιανισμό.
Ο συγγραφέας προσπάθησε με τρόπο τω όντι εξαντλητικό να παρουσιάσει στα δοκίμια του την αυθεντική ορθοδοξία (αποστασιοποιούμενος επιτυχημένα από τις πολυποίκιλλες παραφθορές της), δίδοντας τη ζωντανή μαρτυρία της στους ρευστούς μετανεωτερικούς καιρούς μας. Είναι νομίζουμε γνωστό ότι λάθος εικόνα περί ορθοδοξίας έχουν διαμορφώσει τόσο οι «ένθεοι», όσο και οι «άθεοι». Οι πρώτοι εμμένουν σε μια παραδοσιαρχία που εκβάλλει στη λογική των αλήστου μνήμης θρησκευτικών οργανώσεων ή σε έναν πιετισμό προτεσταντικού τύπου ή σε έναν υφέρποντα φονταμενταλισμό που εγγίζει τα όρια του παλαιοημερολογητισμού. Φαίνεται, ωστόσο, να απουσιάζει η μέση οδός αφού από την άλλη πλευρά υπάρχει η λεγόμενη «εκσυγχρονιστική» μερίδα που εμμένει σε μια ελιτίστικη πρόσληψη της θεολογίας, καθιστώντας την τελευταία «θεολογία του σαλονιού», μια θεολογία για λίγους και εκλεκτούς θεολογίζοντες, στα όρια της σέκτας, μη έχουσα σχέση με τα προβλήματα, τα βάσανα, τις ανάγκες και τις πνευματικές ανησυχίες του λαού μας. «Αλλά ταύτα περιττά», καθότι γνωστά για να θυμηθώ την εισαγωγή του βιβλίου (σελ. 11). Από την άλλη πλευρά, η μερίδα των «αθέων» προσλαμβάνει στη συντριπτική της πλειοψηφία το χριστιανισμό με τους όρους της δυτικής σκέψης και διανόησης αγνοώντας το κοσμοσυστημικό ελληνικό παράδειγμα: αγνοούν πεισματικά και με ιδεολογική προκατάληψη το γεγονός ότι στον ελληνικό χώρο ποτέ δεν βιώσαμε φεουδαρχία, ιερά εξέταση, θρησκευτικούς πολέμους κ.α.π. αλλά αντιθέτως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας άκμασαν οι ελληνικές κοινότητες, τα λεγόμενα κοινά, που όπως επαρκώς έχει αποδείξει ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης ήταν αυτοδιοίκητες, ήταν «κοινωνίες εν ελευθερία». Όλα αυτά αγνοούνται παντελώς και υιοθετούνται μεταπρατικά τα δυτικά ιδεολογήματα (E. Hobsbawm, B. Anderson, J. P.Fallmerayer κλπ)
Ο συγγραφέας δεν αγνοεί ότι ζούμε σε καιρούς μεταχριστιανικούς (βλ. σελ. 11) αλλά εκείνο που θέλει να μεταδώσει στον αναγνώστη είναι η αυθεντική ορθοδοξία, η πνευματική κληρονομιά της καθ’ ημάς Ανατολής, η παρακαταθήκη της νηπτικής και ασκητικής θεολογίας των αγίων, των οσίων και όλων όσοι διέβησαν τη χαρισματική οδό μέσω των τριών σταδίων (κάθαρση, φωτισμός, θέωση, βλ. μεταξύ πολλών, σελ. 221 κ.ε.), που όμως δεν πρέπει να απολυτοποιούνται, ούτε να ιδεολογικοποιούνται.
Eνθυμούμενος τις πολυποίκιλλες παραφθορές του χριστιανισμού ο συγγραφέας παραθέτει τα παρακάτω σοφά λόγια του π. Ι. Ρωμανίδη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Αν η Ορθοδοξία ήταν αυτή που διδάσκουν τα νεοελληνικά εγχειρίδια, εγώ σήμερα θα ήμουν άθεος».Αξίζει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τις καίριες επισημάνσεις του Χρήστου Γιανναρά: «Ἄν ὁ Θεὸς ὁριζόταν μὲ τοὺς κανόνες τῆς συλλογιστικῆς τῶν Σχολαστικῶν, μὲ τὶς ἐπιταγὲς ἀναγκαιότητας τοῦ νευτώνειου κοσμοειδώλου, μὲ τὶς κανονιστικὲς ἀπαιτήσεις ἤ ἠθικὲς σκοπιμότητες τῶν Διαφωτιστῶν, θὰ ἦταν «θεὸς» ὑποδεέστερος καὶ τῆς ἔκπληξης τοῦ ὑποατομικοῦ πεδίου. Τὸ συμπαντικὸ θαῦμα καὶ δράμα τῆς ἐλευθερίας μεταγραμμένο σὲ ψευδαισθήσεις εἰδωλοποιημένης αὐτάρκειας. Κι ὁ ἔρωτας κενὸ στολισμένο αἰσθήματα». (Χρ. Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2003, σελ.101)
Το βιβλίο περιλαμβάνει δοκίμια του συγγραφέα που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα και ιστοσελίδες στο διαδίκτυο αλλά έχουν ξαναδουλευθεί και πήραν την τελική τους μορφή στο εν λόγω έργο.
Στο Α’ μέρος του βιβλίου (σελ. 15-125) με τίτλο «Η περί Θεού επιστήμη» ο συγγραφέας προσπαθεί να προσεγγίσει το περί Θεού ερώτημα μέσα από την ορθόδοξη προοπτική. Αναλύονται εξαντλητικά πλήθος συναφών θεμάτων εκ των οποίων σταχυολογούμε ελάχιστα μόνο εν συνεχεία: α) Ο νεώτερος αθεϊσμός (σελ. 18-22), β) Η γνώση του Θεού (σελ. 19, 45 κ.ε. και αλλ.), γ) Ορθοδοξία και Δύση (σελ. 22-28), δ) Περί αγάπης (σελ. 28 κ.ε., σελ. 40 κ.ε. και αλλ.), ε) Ήθος και ηθικισμός (σελ. 30-39), στ) Το ασκητικό βίωμα στο χριστιανισμό (σελ. 50 κ.ε., σελ. 59 κ.ε.), ζ) Η αποφατική θεολογία (σελ. 52), η) Η θεολογία ως θεοπτία (σελ. 55), θ) Ψευδείς πνευματικές εμπειρίες στην ορθοδοξία (σελ. 73 κ.ε.), ι) Η διάκριση των πνευμάτων (σελ. 90 κ.ε.), ια) Περί πίστεως (σελ. 105 κ.ε.).
Στο Β΄ μέρος του βιβλίου (σελ. 129-232) με τίτλο «Ιχνηλασίες σε μύθους και αλήθεια» ο συγγραφέας αναφέρεται σε ορισμένους αντιχριστιανικούς μύθους, τους οποίους και ανατρέπει τεκμηριωμένα, ενώ παράλληλα τον απασχολούν δογματικά και λειτουργικά θέματα. Ο πιο κλασικός εξ αυτών των μύθων, που επανέφερε στο προσκήνιο προ ετών η -ήδη ξεπερασμένη- μόδα του «ντανμπραουνισμού», αναφέρει ότι δήθεν ο χριστιανισμός που ξέρουμε πήρε την τελική του μορφή στην Α’ Οικουμενική σύνοδο της Νικαίας (325) από τον Μ. Κωνσταντίνο. Ο συγγραφέας ανατρέπει με πλήρη τεκμηρίωση τον εν λόγω μύθο (σελ. 129-134).
Τα ζητήματα της τριαδολογίας και της χριστολογίας, που αποτελούν την πεμπτουσία της ορθοδόξου διδασκαλίας, απασχολούν ιδιαίτερα το συγγραφέα (σελ. 135-162). Αναφέρεται αναλυτικά στις μαρτυρίες για την Αγία Τριάδα της Βίβλου (Παλαιάς και Καινής Διαθήκης) και στις μαρτυρίες των πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων της μεταποστολικής εποχής.
Το ακανθώδες ζήτημα των σχέσεων θρησκείας και επιστήμης απασχολεί ιδιαίτερα το συγγραφέα (βλ. σελ. 162-182), ο οποίος αναφέρεται στην εικονολογική γλώσσα του βιβλίου της Γενέσεως, στους ποικίλλους ανθρωπομορφισμούς αλλά και στις σχετικές αναφορές της πατερικής ερμηνευτικής, χωρίς να παραλείπει να αναφερθεί στο απαράδεκτο του δημιουργισμού και του εξ ΗΠΑ ορμώμενου «ευφυούς σχεδιασμού» (σελ. 179). Παράλληλα τονίζει ότι θρησκεία και επιστήμη έχουν διακριτούς ρόλους και δεν πρέπει να εμπλέκεται η μια στα ζητήματα της άλλης. Διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει απόλυτη εμμένεια στις επιστημονικές διατυπώσεις (πρβλ π.χ. κβαντομηχανική, εντροπία, απροσδιοριστία κλπ): «(…) ο επιστημονικός κόσμος συνειδητοποιεί ότι υπάρχει μια πλευρά της πραγματικότητας -η πιο θεμελιώδης- απρόσιτη στην ανθρώπινη κατανόηση, καθότι εντελώς διαφορετική από την καθημερινή μας εμπειρία(…)» (σελ. 171). Κατά συνέπεια η ενδεχομενικότητα και η πιθανότητα αμβλύνουν τις όποιες θετικιστικές βεβαιότητες, όπως χαρακτηριστικά έχει επισημάνει ο γνωστός φυσικός Paul Davies: «Η επιστήμη, μέσω της κβαντικής μηχανικής, έχει σχεδόν διαψεύσει τον ισχυρισμό ότι «κάθε συμβάν έχει μια αιτία». (…) Η συμπεριφορά των υποατομικών σωματιδίων είναι γενικά απρόβλεπτη. Δεν γίνεται να είστε σίγουροι τι πρόκειται να κάνει ένα σωματίδιο από τη μια στιγμή στην άλλη» (Paul Davies, Θεός και μοντέρνα φυσική, β’ έκδοση, εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα 2009, σελ. 67).
Το συγγραφέα απασχολούν ακόμη καίρια θέματα λειτουργικής θεολογίας (σελ. 182-197), ιεραποστολικής στην Αφρική (Ουγκάντα- Κένυα, σελ. 197-207) και σωτηριολογίας (ένα σημαντικό δοκίμιο που δημοσιεύεται στις σελ. 208-232). Σχετικά με τη «μέση κατάσταση των ψυχών» (σελ. 225 κ.ε.) υπενθυμίζουμε ότι συνιστά θεολογούμενο για την ορθόδοξη εκκλησία.
Στον Επίλογο του βιβλίου δημοσιεύεται μια λίαν ενδιαφέρουσα «Επιστολή σε γονιό, που η έφηβη κόρη του είναι έγκυος» (σελ. 233-237) και ακολουθεί αναλυτική Βιβλιογραφία. 
Συνελόντι ειπείν, το βιβλίο αποτελεί ένα εξαιρετικό οδηγό για τον αυθεντικό χριστιανισμό μακριά από παραφθορές, παραναγνώσεις, «ιδιωτικές θεολογίες», θεολογισμούς, ηθικισμούς και εστετισμούς. Θα κλείσουμε με μια σπουδαία φράση του συγγραφέα: «(…) ο άνθρωπος καθώς γίνεται άγιος, είναι ουσιαστικά ελεύθερος, άσχετα από τις εξωτερικές συνθήκες ζωής του» (σελ. 33, υποσημείωση 24). Τεράστιο το διακύβευμα. Αντέχετε;
[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα», αρ. φ. 15808/13-7-2019, σελ. 42].

«Ο κινηματογράφος ως μορφή Τέχνης». Project – Ερευνητική Εργασία· ΤΑΞΗ: Β΄ Λυκείου



Λήψη αρχείου

Με επιτυχία ολοκληρώθηκε η Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Θρησκευτική Εκπαίδευση και Σύνταγμα – Συγκλίσεις και Πολώσεις»

πάνελ 1 φογγ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Συνάντηση με θέμα «Θρησκευτική Εκπαίδευση και Σύνταγμα – Συγκλίσεις και Πολώσεις» διοργάνωσε ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος ‘Καιρός’ σε συνεργασία με το Τμήμα Θεολογίας, το Κέντρο Αριστείας ‘Jean Monnet’ της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η εκδήλωση φιλοξενήθηκε στο Α’ Αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το απόγευμα της Τρίτης 9 Απριλίου 2019. Την Επιστημονική ημερίδα χαιρέτισαν ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου Θεόδωρος Γιάγκου, ο Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας καθηγητής Λειτουργικής Παναγιώτης Σκαλτσής και η Αντιπρόεδρος του ‘Καιρού’, θεολόγος-εκπαιδευτικός Αικατερίνη Πενιρτζή-Ζαχαράκη.

Η εκδήλωση άρχισε με τις τοποθετήσεις ειδικών, επί του θέματος, προσκεκλημένων. Πρώτη μίλησε η αν. καθηγήτρια Θρησκειολογίας του Τμήματος Θεολογίας (ΑΠΘ) Αγγελική Ζιάκα, με θέμα: «Η κατανόηση της πολλαπλότητας του θρησκευτικού φαινομένου στα Νέα Προγράμματα του Μαθήματος των Θρησκευτικών», κατά την οποία υποστήριξε την πολλαπλή ωφελιμότητα του μαθήματος για το ελληνικό σχολείο και την ελληνική κοινωνία, ενός μαθήματος συμπεριληπτικού χωρίς διακρίσεις θρησκευτικού και ομολογιακού χαρακτήρα, και με διάθεση συμφιλιωτική μεταξύ των μαθητών και των διαφορετικών πολιτισμικών και λοιπών ‘ταυτοτικών’ τους αναφορών. Ακολούθησε η τοποθέτηση της αν. καθηγήτριας Συγκριτικής Εκπαίδευσης (ΕΚΠΑ) Εύης Ζαμπέτα, με θέμα «Ο χαρακτήρας του Μαθήματος των Θρησκευτικών μετά τις πρόσφατες αλλαγές: κοσμικός ή ομολογιακός;», κατά την οποία ισχυρίσθηκε ότι ο χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών παραμένει κατά κύριο λόγο ομολογιακός και με τα Νέα Προγράμματα Σπουδών. Η αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου (ΑΠΘ) Λίνα Παπαδοπούλου, στην εισήγησή της με θέμα «Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος», υποστήριξε τον σεβασμό της θρησκευτικής συνείδησης καθώς και τις επιφυλάξεις της κατά πόσο στο μάθημα των Θρησκευτικών οι εκπαιδευτικοί θεολόγοι σέβονται την προσωπικότητα και τη διαφορετικότητα του κάθε μαθητή, χωρίς ιδεολογικές εξουσιαστικές τάσεις και συμπεριφορές. Υποστήριξε δε το δικαίωμα των απαλλαγών και του μη κρατικού παρεμβατισμού. Ο Δρ. Νομικής και Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων Στέργιος Κοφίνης, με θέμα «Το μάθημα των θρησκευτικών ενώπιον του δικαστή», αποτύπωσε την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το μάθημα των θρησκευτικών ενώπιον του δικαστή με τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ, αλλά και τις προσφυγές εναντίον του από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικά ομάδες, τον μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, την Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) και γονείς από τη μια και την Ένωση Αθέων και γονείς από την άλλη. Περισσότερες επεξηγήσεις επί του θέματος για την δικαστική περιπέτεια και τη φύση των αγωγών κατά του μαθήματος των Θρησκευτικών έδωσε ο επίκ. καθηγητής Αστικού Δικαίου (ΕΚΠΑ) και Δικηγόρος του ‘Καιρού’ Παναγιώτης Νικολόπουλος, με την παρέμβαση του οποίου έκλεισε ο κύκλος των τοποθετήσεων. Ο κ. Νικολόπουλος υποστήριξε σθεναρά τη θέση ότι αν και φαινομενικά οι δύο ομάδες που κινούνται κατά των Ν. Φακέλων του ΜτΘ αλλά και το θέμα των απαλλαγών, εκκινούν από τελείως διαφορετικά ιδεολογικά κριτήρια και πεποιθήσεις, στην ουσία συγκλίνουν ως προς τους στόχους, που είναι η αποδυνάμωση ή η κατάργηση του μαθήματος στο ελληνικό δημόσιο σχολείο.

κοσμήτορας 2 + κοινό

Ακολούθησε ζωηρή συζήτηση την οποία διηύθυνε, όπως και το σύνολο της εκδήλωσης, ο αν. καθηγητής Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου του Τμήματος Θεολογίας (ΑΠΘ) Νίκος Μαγγιώρος. Κατά τη συζήτηση τοποθετήθηκαν πολλοί συνάδελφοι θεολόγοι της Β΄βάθμιας και Γ΄βάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και ένα μέρος νομικών που παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, η οποία ολοκληρώθηκε γύρω στις 9μμ. Οι τοποθετήσεις εστίαζαν κυρίως στον τρόπο που ο σύγχρονος κόσμος διαλέγεται με παλαιές θεολογικές ιδέες και πολώσεις γύρω από τον χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών αλλά και της θεολογίας. Η συζήτηση έκλεισε με την τελευταία τοποθέτηση από το ακροατήριο ενός νομικού και θεολόγου, ο οποίος αφού συνεχάρη τον ‘Καιρό’ για το άνοιγμα και την ικανότητα συζήτησης με πολλούς διαφορετικούς χώρους, κάτι το οποίο είναι μάλλον αδύνατον για τον «σκληρό» πυρήνα των εκφραστών της ΠΕΘ, όπως χαρακτηριστικά είπε, υπεραμύνθηκε της διαφύλαξης του ατομικού δικαιώματος απέναντι στο κράτος και του δικαιώματος των απαλλαγών.

ΠΗΓΗ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: “Θρησκευτική Εκπαίδευση και Σύνταγμα: Συγκλίσεις και Πολώσεις”

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος “ΚΑΙΡΟΣ», το Κέντρο Αριστείας Jean Monnet «Ευρωπαϊκός Συνταγματισμός και Θρησκεία” και η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διοργανώνουν Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: “Θρησκευτική Εκπαίδευση και Σύνταγμα: Συγκλίσεις και Πολώσεις” την Τρίτη, 9 Απριλίου 2019 και ώρα: 17:30 στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (Α΄ Αμφιθέατρο – β΄ όροφος).

Πρόγραμμα

17:30 Χαιρετισμοί

18:00 Εισηγήσεις

Αγγελική Ζιάκα, Αν. Καθ. Θρησκειολογίας ΑΠΘ, Η κατανόηση της πολλαπλότητας του θρησκευτικού φαινομένου στα Νέα Προγράμματα του Μαθήματος των Θρησκευτικών

Εύη Ζαμπέτα, Αν. Καθ. Συγκριτικής Εκπαίδευσης ΕΚΠΑ, Ο χαρακτήρας του Μαθήματος των Θρησκευτικών μετά τις πρόσφατες αλλαγές: κοσμικός ή ομολογιακός;

Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθ. Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος

Στέργιος Κοφίνης, Δρ. Νομικής, Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων, Το μάθημα των θρησκευτικών ενώπιον του δικαστή

Παρεμβαίνει ο Παν. Νικολόπουλος, Επικ. Καθ. Αστικού Δικαίου ΕΚΠΑ

19.30 Συζήτηση

Συντονίζει ο Νίκος Μαγγιώρος, Αν. Καθ. Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου ΑΠΘ

Συνάντηση με θέμα: «Ο Χριστιανισμός στο Σύγχρονο Κόσμο»

ΚαιρόςΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ» και το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. διοργανώνουν συνάντηση με θέμα: «Ο Χριστιανισμός στο Σύγχρονο Κόσμο» την Παρασκευή 5 Απριλίου 2019 στις 17.00 στο αμφιθέατρο Α΄ της Θεολογικής Σχολής.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

17.00. Έναρξη – Προσέλευση Συναδέλφων

17:1.5 Χαιρετισμοί:

Θεόδωρος Γιάγκου, Καθηγητής Κανονικού Δικαίου, Κοσμήτορας Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Παναγιώτης Σκαλτσής, Καθηγητής Λειτουργικής, Πρόεδρος Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ

Χρήστος Καρακόλης, Καθηγητής Καινής Διαθήκης ΕΚΠΑ, Πρόεδρος Καιρού

Παρεμβαίνουν:

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Καθηγητής Παλαιάς Διαθήκης ΑΠΘ, Η ευθύνη των μελών της Εκκλησίας για Οικουμενική προσέγγιση στην Ελλάδα.

Στυλιανός Τσομπανίδης, Καθηγητής Οικουμενικής Κίνησης ΑΠΘ, Ο ανοικτός Ορίζοντας των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών προς την πολύμορφη Οικουμένη.

Φώτιος Διαμαντής, Δάσκαλος, Θεολόγος και Συντονιστής Εκπαίδευσης, Η συνεισφορά του Μαθήματος των Θρησκευτικών στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής.

18:30. Συζήτηση

Συντονίζει η Μαρία Συργιάνη, Δρ Θεολογίας, πρ. Σχολική Σύμβουλος Θεολόγων.

Ξανά για τις θρησκείες;

Του Θ. Π. ΤΑΣΙΟΥ· Συγγραφέα – Καθηγητή στο ΕΜΠ

Η διαπιστωμένη στροφή πολλών κοινωνιών προς τις θρησκείες κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ευλόγως αναζωπύρωσε και τις μελέτες για το θρησκευτικό φαινόμενο – όπως αναζωπύρωσε και τις αγωνιστικές εκδηλώσεις αθεΐας. Πολύ δε περισσότερο που ορισμένοι θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί, απειλούν ήδη πολλαπλώς τα πολιτισμικά και τα οικονομικά κεκτημένα των «δυτικών» κοινωνιών. Ήταν, λοιπόν, επίκαιρο το αναλυτικό άρθρο του καθηγητή Στ. Βιρβιδάκη στη φιλόξενη στήλη «Στοχαστικός Βίος» της Καθημερινής (20/1/2019). Στον τόσο παραγωγικό απόηχο εκείνου του άρθρου γράφτηκαν οι απόψεις που ακολουθούν.

Για τις ανάγκες αυτών εδώ των απόψεων, χρειάζεται νομίζω να θυμηθούμε πρώτα ότι ο βασικός ορισμός της «Θρησκείας» αναφέρεται ευθέως στην «πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις και στην αντίστοιχη απόδοση λατρείας». Σε φιλοσοφικότερη γλώσσα, μια θρησκεία σχετίζεται με την «Υπέρβαση», με «ό,τι νοείται μεν, αλλ’ είναι απρόσιτο στη γνώση».

Επομένως, η επιστημονική ακριβολογία δεν θα ενεθάρρυνε την ακόλουθη (αθέλητα βέβαια) νομιμοποίηση μιας τεράστιας εννοιολογικής σύγχυσης: Λεπτομερείς ρυθμίσεις κοινωνικής συμπεριφοράς, ως κανόνες συμβιωτικότητας, προκύπτουν βέβαια από τη μακραίωνη πείρα της κοινωνικής ομάδας. Είναι, πάντως, κατανοητό ότι η μυθοποιητική ανάγκη των αρχέγονων κοινωνιών (ή και η σκοπιμότητα των εξουσιαστικών τους ομάδων), προσδίδει κύρος στους υπό διαμόρφωση κανόνες, αποδίδοντάς τους σε δήθεν εντολές θεοτήτων. Αυτή η (βάναυση, πάντως) εργαλειακή εκμετάλλευση του καθαρού θρησκευτικού φαινομένου έχει συμβεί πλειστάκις μέσα στην Ιστορία. Υποστηρίζω, όμως, ότι ο σύγχρονος στοχασμός έχει να κερδίσει σε σαφήνεια και ερμηνευτική διεισδυτικότητα εάν εξαρχής διακρίνει τον όρο του θρησκεύεσθαι από τις («καταχρηστικώς θρησκευτικές») εντολές κοινωνικής συμπεριφοράς· για τον απλούστατο λόγο ότι καθώς είναι τελείως διαφορετικής κατηγορίας και προελεύσεως, δεν χωράνε μέσα στον κοινό όρο «Θρησκεία» – αφήνω δε που συχνότατα υπονομεύουν το κύρος της ίδιας της θεότητας, όπως λ.χ. η αχαλίνωτη ανδροκρατία που χαρακτηρίζει τις περισσότερες από αυτές τις «δήθεν-θρησκευτικές» παραδόσεις.

Υποστηρίζουμε, λοιπόν, ότι η μακραίωνη ανάδειξη αξιών οργάνωσης του βίου δεν γίνεται γενικώς μέσω της θρησκείας. Η δε υπακοή στις δήθεν – θρησκευτικές εντολές, δεν θα συγχέεται με τις αξίες· θα είναι απλώς αποτέλεσμα εξωγενών αμοιβών ή απειλών.

Χάρις σε αυτήν τη στοιχειώδη διασάφηση, η θρησκευτική πίστη διατηρείται αλώβητη από τις κοινωνικές μεταβολές και τις ιστορικές συγκυρίες που μεταβάλλουν τους κανόνες συμπεριφοράς, το δε κοινωνικό γίγνεσθαι δεν κινδυνεύει από κανέναν δήθεν-θρησκευτικό φανατισμό – θα κινδυνεύει από τις αποφάσεις της ίδιας της κοινωνίας. Αυτή βεβαίως η εμφανώς ευχολογική διατύπωση δεν μπορεί να επηρεάσει το ιστορικό παρελθόν του τλήμονος πλανήτη μας, όπου πολλές θρησκείες βάλλουν και βάλλονται, εξαιτίας ακριβώς της βάναυσης σύγχυσης που προαναφέρθηκε.

Ας σημειωθεί, δε, παρεμπιπτόντως ότι και η φαρέτρα των άθεων στοχεύει (ευστοχότατα συνήθως) τις αθλιότητες δήθεν-θρησκευτικών κοσμικών παραδόσεων – κι όχι βέβαια το αδιαμφισβήτητο γεγονός ατόμων το οποίο λέγεται «θρησκευτική εμπειρία». Άλλωστε, κατά τη γνώμη μου, και ο εν ονόματι της επιστήμης αυτοπροσδιορισμός προσώπου ως «αθέου» (αντί ως «αγνωστικιστή»), πάσχει επιστημολογικώς, αφού δηλώνει ρητήν πίστιν, που αφορά φαινόμενα τα οποία ευρίσκονται εξ ορισμού εκτός του πεδίου παρατήρησης ή πειράματος. Κι είναι γνωστόν ότι τα λογικά μέσα αδυνατούν να αποδείξουν την ύπαρξη ή την ανυπαρξία θεού.

Θα περιλάβω και αυτές τις περί αθεΐας παρατηρήσεις στα πλεονεκτήματα που φαίνεται να παρέχει η στοιχειώδης διασάφηση που υπενθυμίσαμε στην §2. Ύστερα από αυτά, η τρομοκρατία ή και οι ομαδικές σφαγές τις οποίες υπέστη (και υφίσταται) η ανθρωπότητα εξαιτίας άγριων «δήθεν-θρησκευτικών» παραδόσεων, θα υπόκεινται σε μια ευστοχότερη ερμηνευτική όταν θα αποδίδονται στις ποικίλες μορφωτικές, οικονομικές, πολιτικές συνθήκες που εγέννησαν (και τροφοδοτούν ίσως και σήμερα) αυτές τις παραδόσεις. Κάπως σχετική είναι και η περίπτωση μιας προ 30ετίας μελέτης του γράφοντος περί του βέλτιστου ύψους της δωρεάν βοηθείας των ανεπτυγμένων χωρών προς τον «Τρίτο Κόσμο»: Η μελέτη εκτιμούσε αδρομερώς ότι η βοήθεια αυτή χρειαζόταν να είναι δεκαπλάσια της τότε παρεχόμενης, προκειμένου να αποφευχθούν κίνδυνοι των ανεπτυγμένων χωρών εισαγόμενοι από τον «Τρίτο Κόσμο», από αιτίες, όπως: επιδημίες, μαζική μετανάστευση, τοπικοί πόλεμοι κ.ά. Φευ…

Ωστόσο, ανεξαρτήτως των φοβερών αυτών δήθεν – θρησκειογενών φαινομένων, παραμένει το ερώτημα το οποίο τόσο προσφυώς επανέφερε ο καθηγητής Στ. Βιρβιδάκης, περί «θρησκείας χωρίς Θεό». Και πρέπει αμέσως να παραδεχθούμε ότι ενδεικτικώς μόνον γίνεται σε αυτήν την περίπτωση λόγος περί «θρησκείας» – η οποία χωρίς την «πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις» δεν νοείται. Ποία λοιπόν η ουσία του ερωτήματος; Ο Στ. Βιρβιδάκης μας βοηθάει και σε αυτό, κάνοντας λόγο για μιαν «αναμάγευση» του φυσιοκρατικού κοσμοειδώλου. Γι’ αυτό και κάνει σε λίγο αναφορά και στο «ιερό» δέος απέναντι στην τάξη του σύμπαντος. Κατ’ αντιστοιχίαν, λοιπόν, προς τους δύο αυτούς χαρακτηρισμούς, αναζητείται μια αντίληψη που γοητεύει/συναρπάζει τον άνθρωπο, ως κάτι υψηλό και ιδιαιτέρως σημαντικό για τη ζωή του. Ομολογούμε δηλαδή ότι βρισκόμαστε μάλλον στον χώρο του συναισθήματος – όπου ίσως να ανεχόμαστε και κάποια χαλάρωση του λόγου. (Αλλιώτικα, στο βασίλειο της γνώσης δεν υπάρχει χώρος ούτε για μάγευση, ούτε για ιερότητα).

Έτσι, η πρώτη ανθρώπινη κατάσταση που μου έρχεται στον νου με αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι το γνωστό γεγονός μιας βαθιάς ανεικονικής εσωτεριστικής εμπειρίας. Επειδή, όμως, αυτή είναι ένα βραχύ και άρρητο επεισόδιο, εύλογο είναι να αναζητηθεί το ενδεχόμενο μιας περισσότερο ενσυνείδητης και κοινωνήσιμης αντίληψης. Αισθάνομαι δε αμέσως την ανάγκη να διαφωνήσω με την καταστροφική προφητεία «δεν υπάρχει ηθική συμπεριφορά χωρίς Θεό». Η υποστασιακή ηδονή που νιώθω όταν συντρέχω τον διπλανό μου (την έχει περιγράψει παραστατικότατα ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια»), θα ήταν επαρκέστατη για έναν ευτυχή ηθικό βίο – χωρίς τον φόβο μεταθανάτιων ποινών. Και, εξάλλου, στις ευρωπαϊκές χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά δηλωμένης αθεΐας, παρατηρούνται και τα μικρότερα ποσοστά παραβατικότητας και κοινωνικής ανισότητας (βλ. λ.χ. στο βιβλίο μου «Ας αναστοχασθούμε», ΠΕΚ, 2014, σελ. 520). Πάντως, η (ας την πούμε) «μεταφυσική» στάση του καθενός μας είναι μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνομε στα χέρια των μεταπωλητών σωτηρίας ή συγγραφέων μεγαθεωριών. Και η Κοινωνιολογία καταγράφει ένα πολύ μεγάλο εύρος από τέτοιες ποικίλλουσες ανθρώπινες στάσεις· στο πιο πάνω βιβλίο μου (σελ. 530-537) είχα περιγράψει οκτώ τέτοιες περιπτώσεις.

Και είναι πολύ παρήγορο το γεγονός ότι μια καθημερινή εφημερίδα ασχολείται με τέτοια ζητήματα καίριας σημασίας, για δισεκατομμύρια ανθρώπους.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Σε αναζήτηση θρησκείας χωρίς Θεό

Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΒΙΡΒΙΔΑΚΗ

Πριν από μερικά χρόνια παρακολουθήσαμε έντονες συζητήσεις στον δημόσιο χώρο με αφορμή την εμφάνιση ενός ρεύματος μαχητικού αθεϊσμού. Οι εκφραστές αυτού του ρεύματος (μεταξύ άλλων, οι Ρίτσαρντ Ντόκινς, Kρίστοφερ Χίτσενς και Ντάνιελ Ντένετ) πρόβαλλαν αρκετά γνωστά επιχειρήματα, κυρίως κατά της πίστης στον Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών. Επεδίωκαν να στηρίξουν ακραιφνείς εκδοχές του νεωτερικού φυσιοκρατικού κοσμοειδώλου και των κοσμικών ιδεωδών των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Αντιδρούσαν, μεταξύ άλλων, στην αναβίωση συντηρητικών ή και φονταμενταλιστικών αντιλήψεων, με λιγότερο ή περισσότερο επικίνδυνες πολιτικές εκφάνσεις, όπως η ισλαμική τρομοκρατία.

Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς την επίδρασή τους στην ενίσχυση αθεϊστικών πεποιθήσεων, οι οποίες, ούτως ή άλλως, είναι ευρέως διαδεδομένες στον υλιστικό, εκκοσμικευμένο πολιτισμό μας που έχει κυριαρχήσει σε ένα απομαγευμένο κόσμο. Ωστόσο, οι αντιπαραθέσεις οι οποίες προέκυψαν εμπλούτισαν τον σχετικό προβληματισμό και κατέστησαν προφανή την ανάγκη να επεξεργαστούμε εναλλακτικές αντιλήψεις της θρησκείας και της έννοιας του Θεού.

Μιλώντας για θρησκεία, μπορεί να αναφέρεται κανείς σε ένα σύνολο πεποιθήσεων με οντολογικό περιεχόμενο που συνήθως παραπέμπουν σε μια υπερβατική διάσταση, καθώς και σε χαρακτηριστικά βιώματα και λατρευτικές-τελετουργικές πρακτικές, οι οποίες αναδεικνύουν αξίες και αρχές οργάνωσης του βίου. Αυτές οι όψεις του θρησκευτικού φαινομένου είναι συμπληρωματικές, με διαφορετική έμφαση στη μία ή την άλλη, ανάλογα με τη συμμετοχή σε κάποια μορφή ζωής ή πολιτισμική παράδοση, και με την ερμηνευτική προσέγγιση που την προσδιορίζει.

Είναι πάντως κατανοητό πως η σημασία της θρησκείας δεν έγκειται τόσο στις μεταφυσικές πεποιθήσεις για την ύπαρξη ενός υπέρτατου Όντος ή πνευμάτων με υπερφυσικές ιδιότητες, όσο στη λειτουργία που οι σχετικές πεποιθήσεις επιτελούν στη ζωή ατόμων και κοινωνιών. Έτσι, για παράδειγμα, σύμφωνα με αυτή την άποψη, εκείνο που μετράει, ή θα έπρεπε να μετράει περισσότερο για ένα χριστιανό, δεν είναι τόσο η διδασκαλία για τη φύση του Τριαδικού Θεού, την Ανάσταση εκ νεκρών και τη μετά θάνατον ζωή, όσο το πρακτικό αντίκρισμα των σχετικών δογμάτων και η νοηματοδότηση και καθοδήγηση του βίου την οποία καθιστούν δυνατή.

Για ορισμένους φιλοσόφους που διευρύνουν και προεκτείνουν αυτή τη γραμμή σκέψης, ενδιαφέρουν πρωτίστως, η αξιακή-πνευματική υφή της θρησκευτικής στάσης ζωής και όχι οι συγκεκριμένες οντολογικές τοποθετήσεις που τη συνοδεύουν, οι οποίες βρίσκονται στο στόχαστρο παλαιών και πρόσφατων αθεϊστικών επιθέσεων. Η θρησκεία δεν ανταγωνίζεται την επιστήμη, προβάλλοντας εναλλακτικές κοσμολογικές και ανθρωπολογικές υποθέσεις που αντιστρατεύονται ευθέως τα πορίσματα της φυσικής ή της βιολογίας. Βέβαια, για την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής η οποία αναγνωρίζει στον κόσμο τη διάσταση της ιερότητας, με ηθικές υποδηλώσεις για τις βασικές υπαρξιακές μας επιλογές, απαιτείται η εγκατάλειψη ακραίων φυσιοκρατικών αντιλήψεων. Οι τελευταίες απολυτοποιούν το γνωστικό κύρος της επιστήμης και εξαντλούν την προσπέλαση της πραγματικότητας στις επιστημονικές διερευνήσεις.

Εάν μας πείθει αυτή η συλλογιστική, μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ο κοσμικός ανθρωπισμός, τον οποίο επαγγέλλονται αγνωστικιστές και άθεοι, χρειάζεται να εμπλουτιστεί από τον πνευματικό πυρήνα των μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων. Έτσι, είναι ίσως ευπρόσδεκτη η μερική αναμάγευση του φυσιοκρατικού μας κοσμοειδώλου με την ανίχνευση εγγενών αξιών που δεν εξαρτώνται από τις θελήσεις, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες μας, αλλά τις καθορίζουν. Η αίσθηση του θαυμασμού και του ιερού δέους απέναντι στην τάξη του σύμπαντος που μας περιβάλλει, η προσήλωση σε επιστημικές κανονιστικές αρχές που καθοδηγούν τη σκέψη, ο σεβασμός απέναντι στην απαραβίαστη ηθική υπόσταση των έλλογων ανθρώπινων όντων και του αντικειμενικού νοήματος της ζωής τους, αλλά και η γενικότερη αποδοχή της αξίας της ζωής όλων των έμβιων οργανισμών, είναι μερικά από τα γνωρίσματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν στοιχεία μιας θρησκείας χωρίς Θεό. Για τον Αμερικανό φιλόσοφο Ρόναλντ Ντουόρκιν, τη θρησκεία αυτή ασπάζονται, σε τελική ανάλυση, τόσο άθεοι όσο και θεϊστές, πιστοί της μιας ή της άλλης παραδοσιακής θρησκείας.

Ο ισχυρός αξιακός ρεαλισμός που παρουσιάζεται εδώ σηματοδοτεί την αναβίωση κάποιας εκδοχής πλατωνισμού, η οποία όμως δεν θεμελιώνεται σε μια εξωκοσμική υπερβατική αντίληψη. Θα μιλούσαμε ενδεχομένως για «εμμενή υπέρβαση» ή και για «φυσικοποιημένο πλατωνισμό», χρησιμοποιώντας όρους που έχουν ήδη προταθεί από σύγχρονους φιλοσόφους για να δηλώσουν παραλλαγές μη θεϊστικών θρησκευτικών προσεγγίσεων. Εναλλακτικές ερμηνείες αυτών των εγχειρημάτων αναμάγευσης του φυσικού κόσμου αναφέρονται σε κλασικά πρότυπα πανθεϊσμού, πανενθεϊσμού, ή και αντικειμενικού ιδεαλισμού, που τονίζουν τον οντολογικά μη αναγώγιμο χαρακτήρα της πνευματικής διάστασης.

Οι εκλεπτυσμένες αυτές μεταφυσικές θεωρήσεις, οι οποίες αποφεύγουν την απλουστευτική αθεϊστική πολεμική, μάλλον θα απορριφθούν από τους υποστηρικτές αμιγών, φυσιοκρατικών και επιστημονιστικών τοποθετήσεων που αρνούνται την ύπαρξη εγγενών και μη περαιτέρω εξηγήσιμων αξιών. Από την άλλη πλευρά, στοχαστές με πίστη στη διδασκαλία των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών θα συνεχίσουν, πιθανότατα, να υπερασπίζονται ως περισσότερο εύλογη, την αναφορά σε ένα Θεό, Δημιουργό, Παντοδύναμο, Παντογνώστη και Πανάγαθο, με τα χαρακτηριστικά ενός υπερβατικού αγαπητικού Προσώπου.

Ωστόσο, για πολλούς από εμάς, παραμένουν ισχυροί σοβαροί λόγοι αμφισβήτησης του κλασικού θεϊσμού, όπως το πρόβλημα του κακού μέσα στον κόσμο. Η γενικότερη αγνωστικιστική μας τοποθέτηση δεν επιτρέπει την αποδοχή της ύπαρξης υπερφυσικών όντων με θαυματουργές δυνάμεις, τα οποία προνοούν για τον άνθρωπο. Και εφόσον δεν είναι εφικτό κάποιο άλμα πίστης, η επιλογή μιας θρησκείας χωρίς Θεό φαίνεται ορθολογικά προτιμότερη.

Ο κ. Στέλιος Βιρβιδάκης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει συγγράψει τη μονογραφία «Η υφή της ηθικής πραγματικότητας» (Leader Books, 2009) και συνεπιμεληθεί (με τον Μιχάλη Φιλίππου) το βιβλίο «Επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού και άλλα δοκίμια αναλυτικής φιλοσοφίας» (Άρτος Ζωής, 2018). Μετέφρασε πρόσφατα το βιβλίο του Ρόναλντ Ντουόρκιν, «Θρησκεία χωρίς Θεό» (Πατάκης, υπό έκδοση).

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ. Θ.Ε.5. ΗΘΙΚΗ. 5.5. Ετερότητα

https://blogs.sch.gr/akalamatas/files/2019/01/5.5.-Ετερότητα.pdf

https://blogs.sch.gr/akalamatas/files/2019/01/ΓΙΑΝΝΗΣ-ΡΙΤΣΟΣ.-1998.-«Όταν-έρχεται-ο-Ξένος».pdf

Χριστουγεννιάτικο μήνυμα Αρχιεπισκόπου Αλβανίας 2018 – Αντίδοτο στην ανασφάλεια

Τέκνα εν Κυρίω προσφιλέστατα,

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε…

Χριστός επί γης, υψώθητε».

(Καταβασίες Χριστουγέννων)

Διάχυτη ανασφάλεια, σαν σκόνη πυρηνική, απλώνεται στη σύγχρονη κοινωνία, προκαλώντας ανησυχητική δύσπνοια. Πολλοί προσπαθούν να την αντιμετωπίσουν συσσωρεύοντας κάθε είδους υλικό πλούτο. Άλλοι αναζητούν φίλους ισχυρούς, πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες. Μερικοί καταφεύγουν σε περίεργες θρησκευτικές ιδεολογίες ασιατικής προελεύσεως. Με ποικίλους τρόπους επιδιώκουν οι άνθρωποι την ασφάλειά τους. Η εορτή των Χριστουγέννων έρχεται να προσφέρει το θεραπευτικό αντίδοτο στον ιό της ανασφάλειας. Να ζωντανέψει στο νου και τη συνείδησή μας μια αλήθεια συχνά λησμονημένη: ότι «ο Θεός μεθ’ ημών». Αυτό ακριβώς σημαίνει το όνομα του ερχομένου Λυτρωτού: «Εμμανουήλ!». Ο Λόγος του Θεού «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν,» (Ιω. 1:14).

Αυτό αποτελεί την κατεξοχήν εμπειρία της Εκκλησίας: Ο Θεός, ο άπειρος και απερινόητος δεν εγκατέλειψε τον κόσμο έρμαιο στις δυνάμεις του μίσους και του εγωκεντρισμού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Κατά την διατύπωση του Μεγάλου Βασιλείου, ήλθε στη γη «ίνα επαναγάγη πάσαν την ανθρωπότητα προς εαυτόν», για να επανασυνδέσει την ανθρωπότητα με τον δημιουργό της: τον προσωπικό Θεό «όστις αγάπη εστί».

Πολλοί απορρίπτουν την εν Χριστώ αποκάλυψη υποστηρίζοντας ότι το σύμπαν κυβερνάται από μια απρόσωπη Ανώτερη Διάνοια και Δύναμη. Διανοητικές ικανότητες διαθέτει και ο άνθρωπος, το τελειότερο δημιούργημα στον κόσμο. Όμως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι η αυτοσυνειδησία του, ότι είναι πρόσωπο. Γιατί λοιπόν, όσοι αναφέρονται αόριστα σε μια Ανώτερη Δύναμη, την θέλουν απρόσωπη; Γιατί αρνούνται ότι αυτή η Υπέρτατη Πραγματικότητα είναι συγχρόνως ένα Πρόσωπο, με αυτοσυνειδησία, που βεβαιώνει ότι είναι, κατά τη βιβλική έκφραση, «ο Ων», «ο Υπάρχων»;

Οι Χριστιανοί πιστεύουμε ότι ο Δημιουργός και Κύριος του σύμπαντος, δεν είναι μια απρόσωπη, αόριστη δύναμη, αλλά είναι ο Ζων Θεός, ο οποίος αποκαλύπτεται εκουσίως και συνάπτει με τον άνθρωπο σχέση αγάπης. Η Εκκλησία δεν ζητεί να επιβάλει αυτή την αλήθεια. Κατά τη μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων κατεξοχήν την κηρύσσει δοξαστικά, καλώντας μας να την προσεγγίσουμε ουσιαστικά με πίστη θερμή και γνήσια αγάπη.

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε… Χριστός επί γης, υψώθητε». Η εν Χριστώ πνευματική ανύψωση δεν συντελείται αυτόματα. Προϋποθέτει καταρχήν πίστη. Και η εορτή των Χριστουγέννων ζητεί να μας αφυπνίσει ώστε να δεχθούμε προσωπικά τον Ιησού Χριστό, ως Σωτήρα, ως Οδηγό, ως Εμπνευστή των σκέψεων, των συναισθημάτων, των αποφάσεων και των ενεργειών μας.

Η συναίσθηση της συνεχούς παρουσίας Του ειρηνεύει και ενθαρρύνει, «ει ο Θεός υπέρ ημῶν, τις καθ᾿ ημών;» (Ρωμ. 8:31). Αυτή η βεβαιότητα εξουδετερώνει κάθε αίσθημα ανασφάλειας προσφέροντας παρηγοριά, αντοχή και ελπίδα. Και ο πιστός επαναλαμβάνει γαλήνια τον ψαλμό: «Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ᾿ εμού ει» (Ψαλμ. 22).

«Χριστός επί γης, υψώθητε». Ο Ιησούς Χριστός δεν ήλθε ως απλός Προφήτης να επισημάνει τα κακώς κείμενα, να αναγγείλει ένα νέο σύστημα ιδεών και αρχών. Ήλθε να μας ανυψώσει, να μας κάνει παιδιά του Θεού: «ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4:5). Και αυτό ακριβώς συντελείται δια της πίστεως: «πάντες γαρ υιοί θεού έστε δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3:26). Όπως συγκλονιστικά συνοψίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφερόμενος στην έλευση του Μεσσία «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3:16).

Ουσιαστικά η σχέση με τον Χριστό είναι σχέση αγάπης, η οποία διαμορφώνει μια γενικότερη στάση ζωής. Ο Ιησούς προ του πάθους Του την καθόρισε: «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος ο αγαπών με· ο δε αγαπώνμε αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν” (Ιω. 14:21). Καλές οι εξωτερικές εκφράσεις ευλάβειας και λατρείας, αλλά η ουσιαστική σχέση αγάπης μαζί Του σημαίνει συμμόρφωση προς το είδος αγάπης, που Εκείνος αποκάλυψε με τον λόγο, τη ζωή και τη θυσία Του. Σχολιάζοντας ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος τον ύμνο του Αποστόλου Παύλου «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;» (Ρωμ. 8:31-39) καταλήγει με τη γνωστή του τόλμη: «τούτον γαρ απάντων μείζον το τον Χριστόν ερώμενον έχειν ομού και εραστήν”.

Ο συνεπής μαθητής του Χριστού δεν περιορίζεται να ασχολείται με τον εαυτό του. Αισθάνεται παράλληλα το χρέος να αγωνίζεται για την δικαιοσύνη, την αλήθεια, τη συμφιλίωση και την ειρήνη στο άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον του, συμβάλλοντας στην ασφαλή κοινωνική συνοχή. Δεν περιορίζεται στα εξωτερικά θρησκευτικά καθήκοντα. Δεν λησμονεί ότι: «ποιείν δίκαια και αληθεύειν αρεστά παρά Θεώ μάλλον ή θυσιών αίμα» (Παροιμ. 21:3). Είναι πασίγνωστο ότι η αναταραχή και η αβεβαιότητα, που δηλητηριάζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, συντηρούνται από την πολύμορφη διαφθορά, την οποία τροφοδοτούν τα ψέματα, η πλεονεξία, ο εγωκεντρισμός, η αλαζονεία. Αυτά ακριβώς ήλθε να ανατρέψει με την παρουσία Του ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού. Ο συντονισμός μας με τις αρχές, που Εκείνος καθόρισε, αποτελεί τη μεγαλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια της ζωής μας και γενικότερα της κοινωνίας.

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε…» αδελφοί μου, «Χριστός επί γης, υψώθητε». Ο Χριστός παραμένει μαζί μας όχι μόνο στις ώρες της κατανύξεως και της λατρείας, αλλά και στις θολές ημέρες της αμφιβολίας και της αδυναμίας. Η συνείδηση της παρουσίας του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού διαλύει τη νέφωση της αβεβαιότητος, κάθε φόβο και ανησυχία.

Ας Τον υποδεχθούμε με αναζωογονημένη πίστη και αγάπη. Ας υψώσουμε λατρευτικά τον νου και την καρδιά μας ατενίζοντας το Πρόσωπο του Ηγαπημένου Χριστού. Και συγχρόνως ας εργασθούμε για να Τον γνωρίσουν και άλλοι συνάνθρωποί μας εγγύς και μακράν. Στην ανησυχία που δημιουργεί ο ιός της ανασφάλειας ο Χριστός προσφέρει το αποτελεσματικό αντίδοτο.

Ευλογημένα Χριστούγεννα! Το Νέον Έτος ας είναι γεμάτο από τη βεβαιότητα της παρουσίας Του στην καθημερινή μας βιοτή, καθώς και στην πορεία του κόσμου.

Με ολόψυχη αγάπη εν Χριστώ Ιησού τω Σωτήρι ημών

+ Αναστάσιος

Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας

«Το “πίστευε και μη ερεύνα” είναι ένα λάθος»

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΣΥΝΕΝΕΤΥΞΗ

Ο Ευθύμιος Νικολαΐδης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, μιλάει για τη σχέση επιστήμης και Ορθοδοξίας, με αφορμή το τριετές πρόγραμμα που ολοκληρώθηκε πρόσφατα.

Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που η είδηση αφορά φαινομενικά μία ειδική ομάδα ερευνητών και χάνεται από τα ραντάρ, καλώς ή κακώς, της επικαιρότητας. Από μια «λοξή», ωστόσο, διάσταση ένα συνέδριο με τον τίτλο «Η σχέση επιστήμης και Ορθοδοξίας: παρελθόν – παρόν – μέλλον» μοιάζει μάλλον ταιριαστό στην επικαιρότητα κατά την οποία συζητείται ο περίφημος διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους. Με το συνέδριο αυτό, που πραγματοποιήθηκε από τις 29 Νοεμβρίου ως την 1η Δεκεμβρίου στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ολοκληρώθηκε η τριετής έρευνα του προγράμματος «Επιστήμη και Ορθοδοξία ανά τον Κόσμο» (Science and Orthodoxy around the World) του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ, με στόχο να χαρτογραφήσει τη σχέση θετικών και φυσικών επιστημών με τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Με ερευνητές σε 10 χώρες, μια βάση δεδομένων ως υλικό έρευνας, συνεντεύξεις, συνέδρια, εργαστήρια και διαλέξεις, άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και ένα σχετικό ντοκιμαντέρ που θα κυκλοφορήσει το 2019, αναδεικνύονται οι πολλαπλές όψεις αυτής της σχέσης – ενίοτε παρεξηγημένης. Στο πλαίσιο αυτό χωρούν η βιοηθική, η οικολογία και το περιβάλλον, η φυσική και η κοσμολογία, αλλά και η ψυχολογία και η ψυχανάλυση. Μιλήσαμε με τον Θύμιο Νικολαΐδη, διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, δίκην απολογισμού.

Ποια, κατά τη γνώμη σας, ήταν τα σημαντικότερα εμπόδια ώστε να ζήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία τη δική της «επιστημονική επανάσταση»;
Οι επιστήμες, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο από τον 16ο αιώνα και μετά. Η νέα αυτή γνώση προέκυψε από τη μεταμόρφωση της αρχαίας ελληνικής φυσικής φιλοσοφίας και των μαθηματικών επιστημών και επηρεάστηκε από τη δυτική θεολογία και τις απόψεις περί φύσης που απορρέουν από αυτήν. Έχει γίνει πολλή κουβέντα από τους ιστορικούς των επιστημών για τον ρόλο της μεταρρύθμισης και γενικότερα του προτεσταντισμού στην ανάπτυξη της νέας επιστήμης, οφείλουμε όμως να τονίσουμε ότι πολλοί βασικοί συντελεστές, όπως ο Γαλιλαίος, ήταν καθολικοί. Με τη σειρά τους οι νέες αυτές επιστήμες επηρέασαν τη δυτική θεολογική σκέψη και άλλαξαν τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, μετατρέποντάς τη σε ένα εργαλειακό αντικείμενο εκμετάλλευσης. Oι ορθόδοξες κοινότητες, είτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είτε στη Ρωσία, δεν συμμετείχαν σε αυτές τις αλλαγές, οι οποίες, προερχόμενες από τον δυτικό χριστιανισμό, θεωρήθηκαν από μερίδα της Εκκλησίας ως ύποπτες αιρέσεων. Παρότι οι νέες ιδέες περί επιστημών και φύσης εισήχθησαν από ορθόδοξους ιερωμένους, μεγάλο μέρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η πλειοψηφία του κατώτατου κλήρου αντιστάθηκε στη νέα επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη.
Το «πίστευε και μη ερεύνα», όσο παρεξηγημένο κι αν είναι, έχει περάσει ως κοινός τόπος ότι η Εκκλησία προϋποθέτει την πλήρη υποταγή στο δόγμα αποθαρρύνοντας την έρευνα. Τι απαντάτε;Ο βασικός χρηματοδότης της επιστημονικής έρευνας στη Δυτική Ευρώπη ως την ίδρυση κρατικών θεσμών στα τέλη του 17ου αιώνα ήταν η Εκκλησία. Έχουν γραφτεί πολλά για το θέμα, παραμένει κλασικό το βιβλίο του ιστορικού των επιστημών John Heilbron «The Sun in the Church» (HUP, 2001). Τα ιησουιτικά κολέγια τον 17ο αιώνα τα οποία είχαν συνολικά 50.000 μαθητές, ήταν ο βασικός θεσμός διδασκαλίας μαθηματικών και αστρονομίας. Βέβαια, πάντα υπήρχε η μέριμνα συμβιβασμού της επιστήμης με τις βασικές θεολογικές αρχές, αυτό όμως το βλέπουμε και στους μεγάλους μεταρρυθμιστές των επιστημών, όπως ο Νεύτωνας. Στον ορθόδοξο κόσμο, πολλές σχολές των ελληνικών κοινοτήτων ως την ίδρυση του ελληνικού κράτους χρηματοδοτούνταν από την Εκκλησία και η πλειοψηφία των διδασκάλων των νεωτερικών επιστημών έως τον 19ο αιώνα ήταν κληρικοί. Άρα δεν υπάρχει άλλη απάντηση στο ερώτημά σας από το ότι πρόκειται για έναν εσφαλμένο κοινό τόπο.
Υπάρχουν τομείς όπου η Ορθοδοξία και η επιστήμη ήρθαν πιο κοντά, ανεξάρτητα αν αυτό έγινε γνωστό στη δημόσια σφαίρα; Και, αντιστρόφως, ποιοι τομείς χρειάζονται περαιτέρω ενθάρρυνση;
Αν μιλήσουμε ιστορικά, η επιστήμη και η Ορθοδοξία ήρθαν πολύ κοντά την εποχή των Ελλήνων Πατέρων, όταν ορισμένοι από αυτούς προσπάθησαν να συγκεράσουν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους με τη διδασκαλία των Γραφών. Πολλές από τις εξαημέρους, τα κείμενα δηλαδή που σχολιάζουν τις έξι ημέρες της Δημιουργίας του βιβλίου της Γένεσης αντανακλούν αυτήν την προσπάθεια. Στη συνέχεια, από τις απαρχές του πρώτου βυζαντινού ουμανισμού (τέλη 9ου αιώνα) και μετά, ο ανώτατος βυζαντινός κλήρος ταυτίστηκε με τον επιστημονικό χώρο. Το πρόβλημα σχετικά με τις επιστήμες (τη θύραθεν γνώση) ανέκυπτε κυρίως στον χώρο του μοναχισμού. Αργότερα, στους νεώτερους χρόνους, ορισμένοι ανώτεροι κληρικοί, όπως π.χ. ο Χρύσανθος Νοταράς ή ο Νικηφόρος Θεοτόκης, βλέπουν στις επιστήμες τη μελέτη της φύσης του Θεού και προσπαθούν να προωθήσουν τη διδασκαλία τους στον ορθόδοξο κόσμο. Από τον 19ο αιώνα και μετά, όταν δηλαδή οι δύο αυτές σφαίρες διαχωρίζονται σαφώς τόσο ιδεολογικά με την επιστήμη να μη χρησιμοποιεί πλέον τον Θεό στις εξισώσεις της όσο και θεσμικά με την ίδρυση κρατικών θεσμών επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας, οι χώροι αυτοί απομακρύνονται. Όμως συγκεκριμένα θέματα, όπως η θεωρία της εξέλιξης, τους αναγκάζουν σε διάλογο και καμιά φορά σε διαμάχη.
Σε σχέση με άλλα «κέντρα» της Ορθοδοξίας ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα ως προς την αξιοποίηση της επιστήμης; Σε ποια σημεία του κόσμου είναι πιο προωθημένη αυτή η σχέση;
Αν εννοείτε την αξιοποίηση από τα κράτη όπου το ορθόδοξο δόγμα κυριαρχεί, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης επιστήμης και της κυριαρχίας της τεχνολογίας είναι σαφές ότι η επιστήμη, οι θεσμοί της και όσα απορρέουν από αυτήν είναι στις προτεραιότητες όλων αυτών των κρατών. Η κυρίαρχη ιδεολογία, από την οποία απορρέει και το οικονομικό μοντέλο, βασίζεται στην επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία. Οπωσδήποτε υπάρχουν αντιστάσεις στο μοντέλο αυτό από διάφορα κινήματα, ορισμένες εξ αυτών απορρέουν δε από το χριστιανικό ορθόδοξο μοντέλο της ταπεινοφροσύνης και του σεβασμού της φύσης (π.χ. η οικολογική καμπάνια του Οικουμενικού Πατριάρχη), αλλά προς το παρόν αυτές οι απόψεις δεν πλειοψηφούν στην κυρίαρχη ιδεολογία.
Μπορείτε να μας υποδείξετε παραδείγματα – από την καθημερινότητα ή την πανεπιστημιακή εκπαίδευση – όπου η συνεργασία Ορθοδοξίας και επιστήμης αποδίδει ήδη καρπούς;
Θα πω τρία παραδείγματα:
– Οικολογική κρίση και κριτική της νεωτερικότητας. Ο συνδυασμός Ορθοδοξίας και επιστήμης μπορεί να λειτουργήσει ανατρεπτικά, με τη θετική έννοια του όρου, για τον τρόπο που σχετιζόμαστε με το φυσικό περιβάλλον και αναλαμβάνουμε έμπρακτα την ευθύνη μας για αυτό.
– Ο τομέας της βιοηθικής (με κομβικά σημεία την αρχή και το τέλος της ζωής) είναι ένα βασικό πεδίο όπου η συνεργασία τους θα μπορούσε να είναι επίσης σημαντική, στον βαθμό που ανακύπτουν κεντρικά ερωτήματα και διλήμματα για την ίδια της έννοια του ανθρώπου.
– Σύγχρονος προβληματισμός για τις αξίες. Οι θετικές επιστήμες, αν και είναι φορείς σημαντικών αξιών και αποτελούν ένας είδος οικουμενικής γλώσσας, δεν μπορούν να θεμελιώνουν τις αξίες με τρόπο σταθερό και καθολικό. Η πολύπλοκη, και άρα ευάλωτη, δομή των νεωτερικών κοινωνιών χρειάζεται συμπληρωματικές προσεγγίσεις για την κατανόηση των σύγχρονων πολυεπίπεδων προκλήσεων.
Η παρηγοριά – για την απώλεια, το τραύμα, τον θάνατο – είναι μια έννοια για την οποία θα μπορούσαν να έχουν λόγο τόσο η Εκκλησία όσο και η επιστήμη. Βρίσκετε εφικτή αυτή τη «συνεργασία»;
Στο πλαίσιο της χριστιανικής βιοηθικής εμφανίζονται τελευταία νέα πεδία προβληματισμού και πρακτικών στις επιστήμες της υγείας, όπως η διεπιστημονική παρηγορητική φροντίδα (palliative care) και η ιατρική ανθρωπολογία (medical anthropology) επεκτείνοντας τον ορίζοντα της βιοηθικής έρευνας, ώστε να συμπεριλάβει την ορθόδοξη πνευματικότητα ως σημαντικό στοιχείο, φωτίζοντας την πολιτισμική – πνευματική διάσταση της ασθένειας, του πένθους και της θεραπείας. Επίσης, όπως διαπιστώνουμε, στον διάλογο ψυχολογίας και ορθόδοξης θεολογίας και ποιμαντικής θίγονται τέτοια ζητήματα τόσο στην ψυχολογική όσο και στην πνευματική τους διάσταση.
Η Ορθοδοξία υπερασπίζεται έναν λόγο οντολογικό, σε αντίθεση με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Θα μπορούσε ποτέ η φιλοσοφία να γίνει γέφυρα μεταξύ Ορθοδοξίας και επιστήμης;
Στο μέτρο που η θεολογία αλλά και οι επιστήμες εμπεριέχουν στην ιστορία και τη δομή τους φιλοσοφικές θεωρήσεις και έννοιες, χωρίς να εξαντλούνται σε αυτές, η διαμεσολάβηση της φιλοσοφίας θα μπορούσε να λειτουργεί ως γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ τους, κυρίως στα πεδία της επιστημολογίας, της ανθρωπολογίας και της ηθικής Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι τα ανανεωτικά ρεύματα στην ορθόδοξη θεολογία του 20ού αιώνα, όπως εκφράστηκαν για παράδειγμα από τη ρωσική Διασπορά, αναδύθηκαν στη δημιουργική συνάντηση της θεολογίας με τη σύγχρονη φιλοσοφία, η οποία επέτρεψε στη θεολογία την ανανοηματοδότηση της ευαγγελικής πρότασης στο πλαίσιο του νεωτερικού κόσμου και των επιστημών. Ο Γάλλος φιλόσοφος Paul Ricoeur μάς λέει στον περίφημο διάλογό του με τον νευροεπιστήμονα Jean-Pierre Changeux ότι στα σύνορα των πεδίων γίνονται οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις αρκεί να είμαστε προσεκτικοί με τη σημασία των λέξεων και τη χρήση των εννοιών. Αυτές, όμως, οι ανακαλύψεις δεν είναι δοσμένες. Η φιλοσοφία μπορεί να λειτουργεί ως τρίτος χώρος συνάντησης των δύο πεδίων, χωρίς να τα απορροφά. Κάτι τέτοιο διαπιστώνουμε και στη μέχρι τώρα καταγραφή που κάναμε, στο πλαίσιο του Science and Orthodoxy around the World.

ΠΗΓΗ

ΤΑ ΝΕΑ

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση