Αρχείο ετικέτας Θρησκεία
Ωδή στη Χαρά της Κοινωνίας
Της ΕΥΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ – ΠΙΣΙΝΑ / Δρ. Θεολογίας – Συγγραφέα – ΕΔΙΠ στη Θεολογική Σχολή ΕΚΠΑ
Τις ώρες που γράφονται αυτές οι αράδες οδεύουμε προς το Πάσχα, ένα Πάσχα που θα το βιώσουμε διαφορετικά από κάθε άλλη φορά, καθώς η πανδημία του κορωνοϊού έχει μεταβάλει βασικές ορίζουσες του βίου, ιδίως στο πεδίο των κοινωνικών μας σχέσεων. Έχει εξάλλου οδηγήσει τον σύγχρονο άνθρωπο σε μια βιωματικά πρωτόγνωρη μνήμη θανάτου και μέσω αυτής σε μια συνειδητή κατάφαση της ζωής, που απειλείται, δεν είναι δεδομένη, και δοξολογείται. Τούτη την ώρα δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα μας, ήδη όμως είναι ορατά τα όρια των δυνατοτήτων των υπηρεσιών υγείας, καθημαγμένων σε βάθος δεκαετίας. Παρά ταύτα, η άνοδος της καμπύλης μεταδοτικότητας είναι σχετικά ομαλή, και τα έγκαιρα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης μοιάζουν να αποτρέπουν τα χειρότερα.
Στο πλαίσιο αυτών των μέτρων, και η κυβερνητική απόφαση για τη μη τέλεση ιεροπραξιών και τη δυνατότητα «ατομικής προσευχής» και μόνο στους ναούς είναι σε πλήρη εφαρμογή, ενώ δεν προβλέπεται καν δυνατότητα μετάβασης στον ναό μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, μήτε γνωρίζει κανείς πότε τυχόν θα μεταβληθεί αυτή η κατάσταση προς μια θετικότερη εξέλιξη – ασφαλώς μετά το Πάσχα. Στο πλαίσιο της ζοφερής ατμόσφαιρας των ημερών έλαβε χώρα στη δημοσιότητα και μια εκτεταμένη συζήτηση για τη λειτουργία της Εκκλησίας, την κοινή προσευχή στους ναούς και ακόμα την ίδια τη θεία Λειτουργία και Κοινωνία. Το χριστεπώνυμο πλήρωμα κατηγορήθηκε από πολύ νωρίς και με σφοδρότητα ως παράγων διάδοσης του ιού, παράγων μολυσματικός, που χαρακτηρίζεται από ιδεοληψία και κοινωνική ανευθυνότητα, καθώς αδιαφορεί για την έκθεση του πλησίον σε κίνδυνο. Εκφράστηκε η απαίτηση να απαγορευτεί η λατρεία, που είναι βλαπτική ακόμα και για όσους δεν μετέχουν σε αυτή, εξαιτίας του κινδύνου διάδοσης του ιού, και βέβαια λοιδορήθηκε ιδίως η συμμετοχή των πιστών στη θεία Κοινωνία μέσα από την κοινή λαβίδα.
Είναι προφανής η πολλαπλότητα των κινήτρων όσων έθεταν τέτοια ζητήματα, ενώ η πολυπλοκότητα της κοινωνικής αντίδρασης συσχετίζεται επίσης και με τους χρόνους και την ένταση με την οποία διατυπώθηκαν κάθε λογής επιφυλάξεις. Δεν μπορεί να μη σημειώσει κανείς την ηχηρή εμφάνιση ενός ρατσιστικού λόγου, που μαζί με χαρακτηρισμούς και ρητορικά σχήματα υπερβολής ζητούσε και την άρση της ελευθερίας της λατρείας από τους χριστιανούς, μαζί και με την εγγραφή τους στο πεδίο της ανηλικιότητας και ανευθυνότητας – συνθήκης που θα έπρεπε να τύχει κοινωνικής επιτήρησης από τους ενήλικες θιασώτες του «ορθολογισμού». Ας σημειωθεί πάντως ότι στο ίδιο πεδίο ανηλικιότητας έχει από χρόνους πολλούς κατατάξει το ποίμνιο και μέρος της ποιμένουσας εκκλησίας, που ενθαρρύνει την κηδεμόνευση και τον πατερναλισμό, και με ιδιαίτερη έμφαση εμμένει εξίσου στην αέναη σιωπή των λογικών της προβάτων. Αυτό είναι όμως μια συζήτηση λίγο διαφορετική, αν και όχι ασύνδετη.
Πολλοί συνάνθρωποι εξάλλου είχαν απλώς μια υγιή ανησυχία και περίσκεψη ή έστω μια κάπως οξυμένη αίσθηση φόβου ή ακόμα και πανικού.
Ο κορωνοϊός ξετινάζει τα κηρύγματα
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Πρέπει να είναι ψυχοφθόρος μαζοχισμός να είσαι αρχιτέκτονας με συνείδηση εργολάβου οικοδομών, γιατρός με συνείδηση κομψού χρηματολάγνου, δάσκαλος αργυρώνητος με καλοστημένα «ιδιαίτερα», πολιτικός υποταγμένος στον υπόκοσμο του άνομου πλούτου και του δημοσιογραφικού αμοραλισμού. Και η δυστυχέστερη από όλες τις άλλες περίπτωση: να είσαι επίσκοπος με συνείδηση κορυφαίου στην υπαλληλία εξυπηρέτησης των «θρησκευτικών αναγκών του λαού».
Να το ξαναπούμε, κι ας είναι χιλιοειπωμένο ή σκόπιμα στρεβλωμένο: Η Εκκλησία βρίσκεται στους αντίποδες της θρησκείας, πρόκειται για αλληλοαναιρούμενες έννοιες. Η θρησκεία είναι ατομοκεντρικό γεγονός, θωρακίζει το εγώ με μεταφυσικές πεποιθήσεις, ναρκισσιστική πειθαρχία σε νομικές διατάξεις, παρέχει ψυχολογική ευεξία προσδοκίας ότι το εγώ θα επιβιώσει σε ατέρμονα γραμμικό χρόνο. Η Εκκλησία είναι αυτό που δηλώνει καταγωγικά η ελληνική της ονομασία: Μια κλήση-σε-σχέση (εκ-καλώ) αγαπητικής ελευθερίας. Όχι να υπάρχεις και επιπλέον να αγαπάς, αλλά να υπάρχεις επειδή αγαπάς, ελεύθερος από τις αναγκαιότητες της ιδιοτέλειας.
Να υπάρχεις με τον τρόπο της Τριαδικής Αιτιώδους Αρχής τού υπάρχειν, η οποία «αγάπη εστί». Τα ονόματα «Πατήρ», «Υιός», «Παράκλητος» δηλώνουν την ύπαρξη ως σχέση, ως ελευθερία αγάπης.
Για την «εκκλησία των πολιτών» στην Αρχαία Ελλάδα «κριτήριον αληθείας», δηλαδή αθανασίας της ύπαρξης, ήταν ο «τρόπος της του παντός διοικήσεως» (Ηράκλειτος): η λογική αρμονία των σχέσεων, η συμπαντική ευταξία και κοσμιότητα. Για τους Χριστιανούς είναι η ελευθερία της αγάπης, το άθλημα αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς.
Η αναζήτηση να πραγματωθεί ο «κατ’ αλήθειαν» τρόπος ύπαρξης και συνύπαρξης γέννησε τον πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας: την πόλιν και τους θεσμούς της, το θάμβος της αρχιτεκτονικής, την τραγωδία, το «άγαλμα» στη γλυπτική. Η ίδια αναζήτηση αλήθειας των χριστιανών Ελλήνων γέννησε τον πολιτισμό της κοινότητας – ενορίας, την αρχιτεκτονική των «κεκλιμένων ουρανών» (θόλων-ημιθολίων-τόξων), τη συνέχιση της τραγωδίας στην ευχαριστιακή δραματουργία και του αρχαιοελληνικού άσματος στο «βυζαντινό» μέλος.
Για λόγους ιστορικά ευκρινείς και με καταλύτη την κοσμογονική αλλαγή στην πληθυσμική σύνθεση των ευρωπαϊκών περιοχών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον 4ο έως και τον 6ο μ.Χ. αιώνα, ανακόπηκε και εξαρθρώθηκε η συναρμογή του ελληνικού και του χριστιανικού «παραδείγματος». Οι βαρβαρικοί εισβολείς «εκχριστιανίστηκαν», δηλαδή προσάρμοσαν το εκκλησιαστικό γεγονός στις δικές τους απαιτήσεις για «θρησκεία». Ο θρησκειοποιημένος Χριστιανισμός στη Δύση έδωσε, στον μεσαίωνα, θαυμαστά δείγματα Τέχνης – τεχνικής με θρησκευτική έμπνευση και μαστορική επιδεξιότητα, αλλά η καισαρική διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία είχε πια χαθεί.
Ο Ελληνισμός, όταν, ύστερα από τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας, κατόρθωσε να ελευθερώσει ένα ελάχιστο τμήμα από τις κοιτίδες του πολιτισμού του, επιβίωσε για δώδεκα μόλις χρόνια με μια ανεξαρτησία δραματικά εμφυλιοπολεμική. Η αποτυχία λειτούργησε ταχύτατα ως πρόσχημα, για να καταστεί το κρατίδιο με τον Όθωνα, τοπικό προτεκτοράτο των δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων, με τους θεσμούς και τις λειτουργίες του παθητικές απομιμήσεις του ευρωπαϊκού πρωτοτύπου. Κατεπειγόντως η Εκκλησία αυτοανακηρύχθηκε «αυτοκέφαλη» σε ρόλο κρατικής θρησκείας, μετασχηματίστηκε σε χρηστικό κρατικό θεσμό, με απόλυτη προτεραιότητα την ηθικιστική ωφελιμοθηρία, το νοησιαρχικό προπαγανδιστικό κήρυγμα.
Έτσι διολισθήσαμε στη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος, στη ριζική αλλοτρίωσή του. Χάθηκε η συνείδηση μετοχής σε σώμα: ενορίας – κοινότητας. Η πίστη έπαψε να σημαίνει εμπιστοσύνη, σημαίνει ατομικές «πεποιθήσεις» ή (το ευκολότερο) υποταγή στις ντιρεχτίβες μιας «αυθεντίας». Η αρετή είναι ατομικό κατόρθωμα (οπωσδήποτε χρηστικό) και η αλήθεια μια εξουσιαστικά εγγυημένη γνώση. Σήμερα πια, στο ελλαδικό κρατίδιο, η Εκκλησία, μαζί με το ΚΚΕ, είναι οι δυο πανομοιότυποι θεσμοί με την ίδια εμπιστοσύνη στην ιδεολογική πειθαρχία και απόλυτη προτεραιότητα της διάνοιας και της χρηστικής ωφελιμότητας των δογμάτων.
Στην Ελλάδα σήμερα οι επίσκοποι στο σύνολό τους (οι εξαιρέσεις σπάνιες) δείχνουν να καταλαβαίνουν το λειτούργημά τους ως αξίωμα πρωτοκλασάτου προπαγανδιστή – συγγενεύουν περισσότερο με τη λογική των opinion makers και των υπερασπιστών ενός ιδεολογικού «αλαθήτου». Αντιλαμβάνονται την «πατρότητα» που ευαγγελίζεται η Εκκλησία, σαν στοργικό «ύφος», στην κηρυγματική τους φλυαρία, την αφ’ υψηλού παροχή συμβουλών συμπεριφοράς.
Ο μανιώδης πληθωρισμός του κηρύγματος είναι η εξόφθαλμη βεβαίωση του εκπροτεσταντισμού της Εκκλησίας στην Ελλάδα. Κήρυγμα-κήρυγμα-κήρυγμα, καταιγισμός ωφελιμολογίας – όλα αρχίζουν και τελειώνουν στην κατα-νόηση και στο συναίσθημα, ακριβώς όπως και στο ΚΚΕ. Δεν αρκεί η προφορική κενολογία, υπάρχει και η έντυπη (εκατοντάδες χιλιάδες κηρυγματικά φυλλάδια η «Φωνή Κυρίου», κάθε Κυριακή), μαζί και το περιοδικό που απαραίτητα κάθε Μητρόπολη εκδίδει – εκεί τα ιδεολογικά «ψυχωφέλιμα» μοιράζονται τις σελίδες με αναρίθμητες επιδεικτικές φωτογραφικές απαθανατίσεις του τοπικού επισκόπου.
Δυστυχισμένοι άνθρωποι, χωρίς έστω και τη μικροαστική σοβαρότητα. Ποιος κορωνοϊός θα μπορέσει ποτέ να συγκλονίσει την «ηγετική» τους υπεροψία και να τους υποψιάσει για το χάρισμα της πατρότητας;
ΠΗΓΗ
Σύναξη· τχ. 152: Φύλλο και θεολογία. Εντάσεις και ενστάσεις
Βλέπε εδώ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Θεολόγων με Διεθνή Συμμετοχή: “Προκλήσεις και προοπτικές της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στο σύγχρονο σχολείο”
3η Πανελλήνια Συνάντηση Θεολόγων
Η 3η Πανελλήνια Συνάντηση Θεολόγων που οργανώσει ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης, με θέμα: “Η Ορθόδοξη Θεολογίας μεταξύ κριτικής σκέψης και ανορθολογισμού”.
Δες τε το πρόγραμμα εδώ
Μάριος Μπέγζος· Προκοσμήτορας Θεολογικής Σχολής και Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α. “Εμπειρίκος, Ελύτης και Καραγάτσης θεολογούν στην Άνδρο”
Ένας θλιβερός «τίτλος τιμής»
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
Θα ήταν κρίμα και άδικο να χρειαστεί να κλείσει τα 85 ο πενηνταεπτάχρονος μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος, όπως ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, για να ανακηρυχθεί επίτιμος πανεπιστημιακός διδάκτωρ. Διπλό το κρίμα και τρίδιπλο το άδικο αν ονομαστεί διδάκτωρ μόνο της Θεολογίας.
Τέτοιον τίτλο θα μπορούσε να τον αξιώσει και ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος ή ο Πειραιώς Σεραφείμ. Αντίθετα, ο Κύπριος επίσκοπος, με τις απανωτές επικοινωνιακές εκρήξεις (απίστευτο το πόσο ζαλίζονται πολλοί ποιμένες από τις οθόνες της κοσμικότητας), έχει αποδείξει ότι και στη Γενετική θα μπορούσε να προσφέρει τη σοφία του και στην Εγκληματολογία, στη Σεξουαλική Αγωγή, στην Κοινωνιολογία, στην Ψυχολογία. Εκείνο το του Γκαίτε, στον «Φάουστ» («Αχ, σπούδασα φιλοσοφία, /ιατρική και νομική / και δυστυχώς θεολογία», στη μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη), μοιάζει γραμμένο για την αυτού δεσποτικότητα. Με έμφαση, δυστυχώς, στο «δυστυχώς».
Όσα είπε ο μητροπολίτης Νεόφυτος για τις αιτίες της ομοφυλοφιλίας και την «μπόχα της αρσενοκοιτίας», που την οσμίζονται λέει οι λαγωνικότεροι μοναχοί, του πρόσφεραν αρκετή από τη δόξα του Τουίτερ και του Ίντερνετ, αχρείαστη υποτίθεται για τους πνευματικούς. Ο σάλος μάλιστα υποχρέωσε τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου να δηλώσει ότι ο Μόρφου διατύπωσε «προσωπικές απόψεις». Το ’χουν αυτό οι αρχιεπίσκοποι. Και ο πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος με την ίδια φόρμουλα «καθαρίζει» όσα μισαλλόδοξα εξαπολύουν κάμποσοι ιεράρχες.
Ο Μόρφου, ωστόσο, δεν αρκέστηκε στις περί ομοφυλοφίλων γνωματεύσεις του. Έσπευσε να παράσχει άφεση αμαρτιών στον ρατσιστή σίριαλ κίλερ της Κύπρου. Κατανοώντας ότι η δράση τού και παιδοκτόνου λοχαγού Νίκου Μεταξά, προσανατολισμένη σε αναλώσιμες γυναίκες του Τρίτου Κόσμου, αποκαθηλώνει την ιδεωδώς εύμορφη αυτοπροσωπογραφία που έχει σκαρώσει ο ελληνισμός, κυπριακός και ελλαδικός («εμείς δεν κάνουμε τέτοια πράγματα…»), κατάφερε και βρήκε μέσα σε τόση φρίκη έναν «τίτλο τιμής για την Κύπρο».
«Ξέρω», είπε για τον μακελάρη, «ότι κάλεσε ένα φίλο μας πνευματικό και εξομολογήθηκε. Τούτο είναι κάτι που τιμά την Κύπρο, ότι ακόμα και ο πιο ακραίος δολοφόνος που ακούστηκε μέσα στους τελευταίους αιώνες, έχει τη διάθεση της εξομολόγησης. Δεν επιτρέπεται η Κύπρος να έχει τόσο υψηλό ποσοστό εκτρώσεων και να μαραζώνουμε για τα δύο παιδάκια που σκότωσε ο δολοφόνος». Δεν επιτρέπεται. Όντως. Δεν επιτρέπεται τόση ρηχότητα σκέψης. Θα ’λεγα και ψυχής, γι’ αυτήν όμως γνωρίζει ο ετάζων καρδίας και νεφρούς.
ΠΗΓΗ
Το «ξέπλυμα» της Εκκλησίας
Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Πετούν σαν γλάροι στο αφρισμένο πέλαγος της προόδου. Θαυμάζω την ανεμελιά τους, την άνεση της πτήσης τους στον αιθέρα του Διαδικτύου. Μετεωρίζονται με τα φτερά τους απλωμένα και το βλέμμα καρφωμένο στη λεία τους. Μυρίζονται από μακριά τις ξεπερασμένες ιδέες και χιμούν να τις καταβροχθίσουν με την αυταρέσκεια του κατακτητή των καιρών. Είχα καιρό να ακούσω το κρώξιμό τους πάνω από τη χωματερή της κεφαλής μου. Είχα αρχίσει να ανησυχώ. Μήπως τα συντηρητικά μου σκουπίδια δεν αξίζουν πια τον κόπο; Την περασμένη Κυριακή, στο άρθρο μου με τίτλο «Το “παπαδαριό” και οι αμβλώσεις», έγραψα ότι ευτυχώς υπάρχει και η Εκκλησία, για να μπορούν οι προοδευτικοί να θυμούνται πόσο προοδευτικοί είναι. Και τα κοπάδια των γλάρων μυρίστηκαν σκουπίδι και μου όρμησαν, όπως τα «Πουλιά» στην ομώνυμη ταινία του Χίτσκοκ. Αυτή τη φορά με κατηγορούν ότι προσπαθώ να «ξεπλύνω» την Εκκλησία, έχοντας το θράσος να υποστηρίξω ότι οφείλει να είναι κατά των αμβλώσεων. Υποστηρίζω δε ότι μια σοφία 2.000 ετών δεν μπορούμε να την ξεπετάξουμε στο όνομα του αντικληρικαλισμού, που πολλοί θεωρούν ότι είναι η μόνη πραγματική σοφία. Προφανώς, διότι δεν γνωρίζουν άλλη. Αν δεν είσαι αμόρφωτος, είτε είσαι θρησκευόμενος είτε όχι, ξέρεις ότι τα Ευαγγέλια και οι Πατέρες παράγουν σοφία. Αν δεν την αποδέχεσαι, τότε δεν μπορείς να καταλάβεις τη μισή Αναγέννηση, που σκηνοθετεί τη Βίβλο. Και δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε γιατί θεωρήθηκε αιρετικός «Ο τελευταίος πειρασμός» του Καζαντζάκη. Θα μου πείτε, τι να την κάνεις την Αναγέννηση όταν έχεις στα χέρια σου τις Εντολές της πολιτικής ορθότητας σε υπερσύγχρονες χολιγουντιανές σκηνοθεσίες. Και ο Καζαντζάκης, τι μισογύνης κι αυτός!
Η Εκκλησία δεν είναι εγκληματική οργάνωση για να χρειάζεται «ξέπλυμα». Έχει πολλά προβλήματα, προκαλεί άλλα τόσα, όμως είναι ένας από τους θεσμούς που στηρίζουν το κοινωνικό οικοδόμημα. Τα αναθέματα του αντικληρικαλισμού δεν διαφέρουν από τα αναθέματα των φανατικών χριστιανών. Ο φιλελεύθερος δογματισμός συναντά το μαρξιστικό «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Με αφορμή τις αντιδράσεις στο άρθρο μου της Κυριακής, μπόρεσα για ακόμη μία φορά να διαπιστώσω το βασικό πρόβλημα της παιδείας μας. Έχουμε μάθει να διαβάζουμε με όρους έκθεσης ιδεών. Τι το «ορθόν», τι «μη ορθόν» και τι το ανάμεσό τους. Όπου το ανάμεσο είναι το ίδιο το κείμενο. Αρπάζουμε σαν τους γλάρους ό,τι θεωρούμε θρεπτικό για το στομάχι των απόψεών μας. Πώς λέγεται αυτό; Αδυναμία κατανόησης κειμένου. Θα έλεγα πως είναι πρόβλημα της ελληνικής παιδείας αν δεν υπήρχαν τα αμερικανικά πανεπιστήμια ή η βέβηλη γραφή του Ουελμπέκ. Και πάλι το κοινότοπον. Μόνον η ανάγνωση της κλασικής λογοτεχνίας μπορεί να μας θεραπεύσει από την αδυναμία κατανόησης κειμένου, την κερκόπορτα του πολιτισμού μας.
ΠΗΓΗ
Το «παπαδαριό» και οι αμβλώσεις
Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ευτυχώς υπάρχει η Ιερά Σύνοδος που δίνει την ευκαιρία στις κοινότητες των προοδευτικών να αποδεικνύουν ότι είναι προοδευτικοί. Τελευταίο σουξέ το θέμα των αμβλώσεων. «Παπαδαριό» τους ανεβάζει και τους κατεβάζει το επαναστατικό Διαδίκτυο, αναθεματίζοντάς τους, εξορίζοντάς τους στον Μεσαίωνα επειδή τόλμησαν να ταχθούν κατά των αμβλώσεων και να κηρύξουν την «ημέρα του αγέννητου παιδιού».
Η Εκκλησία, και όχι μόνον η Εκκλησία της Ελλάδος, είναι από τη φύση της οργανισμός συντηρητικός. Στηρίζει την ύπαρξή της στην υπεράσπιση αξιών που αποτελούν τον κορμό της σκέψης της και της συμπεριφοράς της. Αν δεν ανταποκρίνεται πάντα σε αυτές τις αρχές αυτό είναι άλλο ζήτημα. Την αποτελούν άνθρωποι και αυτοί οι άνθρωποι έχουν αδυναμίες. Όταν πιστεύεις και κηρύσσεις πως η ζωή είναι δώρο του Θεού θα ήταν παράλογο να υποστήριζες πως είσαι υπέρ των αμβλώσεων. Είναι άλλο να διαφωνείς με τη στάση της Εκκλησίας και άλλο να την απαξιώνεις επειδή υπερασπίζεται την πίστη της.
Να υπενθυμίσω στους κήρυκες της προοδευτικής σκέψης πως στη δεκαετία του ’70, όταν η Καθολική Εκκλησία είχε προτείνει δημοψήφισμα για το θέμα, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι είχε ταχθεί κατά της νομιμοποίησης των αμβλώσεων. Οι αριστεροί φίλοι τού είχαν επιτεθεί. Κάποιος ψυχαναλυτής είχε αποφανθεί πως επειδή ήταν ομοφυλόφιλος ταυτιζόταν με το έμβρυο μέσα στη μήτρα. Ποιος είπε ότι η ψυχανάλυση σε απαλλάσσει από τον φόρο της βλακείας; Επικαλούμαι τη στάση του εμβληματικού Παζολίνι επειδή αποδεικνύει ότι το ζήτημα δεν εντάσσεται στον μανιχαϊσμό που χωρίζει το ανθρώπινο σύμπαν σε προοδευτικούς και συντηρητικούς. Είναι ζήτημα πολυπλοκότερο από τη γραβάτα.
Όσο για τον όρο «αγέννητο παιδί» που τους φαίνεται τόσο παράλογος και σκοταδιστικός, παραπέμπω στη συγκίνηση των γονιών όταν στο πρώτο υπερηχογράφημα ακούσουν τους χτύπους της καρδιάς του ασχημάτιστου ακόμη πλάσματος. Δεν έχουν δει το πρόσωπό του, δεν το έχουν πιάσει στα χέρια τους, όμως είναι το παιδί τους.
Έχει ταυτότητα και ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο. Εξάλλου αν ο γυναικολόγος έχει επιστημονική συνείδηση, όσο προοδευτικός κι αν είναι, θα κάνει ό,τι μπορεί για να μεταπείσει τη μητέρα ακόμη κι αν είναι ο ίδιος που θα δεχθεί να πραγματοποιήσει την άμβλωση.
Η στάση της Εκκλησίας αναδεικνύει ένα σοβαρό ζήτημα. Η αποδοχή της άμβλωσης δεν είναι προφανής, όπως θέλει να μας την παρουσιάσει η κυρίαρχη προοδευτική σκέψη. Και η αλήθεια είναι ότι σε έναν κόσμο που θεωρεί προφανή, αν όχι αναγκαία, κάθε υπέρβαση ορίων και αξιών που έχει κληρονομήσει, κάποιοι πρέπει να μας υπενθυμίζουν πως η αλόγιστη κατάργηση των ορίων οδηγεί στη βαρβαρότητα.
Ανήκω στη γενιά της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Ήταν τα ωραία αυτά χρόνια που τα παραδοσιακά αφροδίσια είχαν καταπολεμηθεί από τα αντιβιοτικά και ο τρόμος του AIDS δεν είχε κάνει την εμφάνισή του. Κενό αναστολών. Οι προφυλάξεις θεωρούνταν περιττές, όταν δεν αντιμετωπίζονταν ως ενοχλητικές. Το αποτέλεσμα είναι ότι μια ολονυχτία παρά θίν’ αλός μπορούσε να οδηγήσει τη γυναίκα στο μαιευτήριο δύο μήνες μετά για να «ρίξει» ό,τι περίσσεψε από την απόλαυση. Ο,τι πιο απλό το θεωρούσαμε τότε, ώσπου ήρθε η ώρα να κάνουμε κι εμείς παιδιά και να διαπιστώσουμε ότι δεν ήταν δα και τόσο απλό.
Δεν έχω αντίρρηση ότι ιεράρχες υποτιμούν με τη στάση τους την Εκκλησία. Όπως εκείνος που συνέδεσε την ομοφυλοφιλία με τον πρωκτικό έρωτα κατά τη διάρκεια της κύησης. Δεν εξηγεί βέβαια τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, όμως αυτή μάλλον δεν τον απασχολεί. Για περισσότερες πληροφορίες τον παραπέμπω στον λόγο του Αριστοφάνη στο πλατωνικό «Συμπόσιο». Είναι αφελής ο άνθρωπος, είναι πονηρός ή απλώς αγράμματος; Ένα είναι το βέβαιο. Οι ανοησίες τέτοιου τύπου υποβαθμίζουν την Εκκλησία και τη ρίχνουν βορά στη χλεύη του αντικληρικαλισμού.
Ισχυρό ταμπού της γενιάς μου ο αντικληρικαλισμός. Συμβαδίζει με τις υποχρεώσεις που μας επέβαλε η σεξουαλική απελευθέρωση. Ταυτίσαμε το ράσο με το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και το εξορίσαμε σ’ ένα παρελθόν που δεν θέλαμε να ξαναζήσουμε. Όμως η Ελλάδα ευτυχώς ξεπέρασε την εποχή που ο Χριστόδουλος διοργάνωνε συλλαλητήρια για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Ο αντικληρικαλισμός είναι εξίσου παρωχημένος με τους ζηλωτές που κάποτε διαδήλωναν για την προβολή του έργου «Ο τελευταίος πειρασμός». Μας περισσεύουν και οι δύο εκδοχές του φανατισμού.
Πρόπερσι ήταν η διδασκαλία των Θρησκευτικών. Τώρα είναι οι αμβλώσεις. Κάποτε θα πρέπει να αρχίσει να μας απασχολεί η ευκολία με την οποία διαδηλώνουμε την ανωτερότητά μας απέναντι σε μια σοφία που έχει δύο χιλιάδες χρόνια ζωής. Και να πάψουμε να περιφρονούμε την γιαγιούλα που ανάβει κεράκι επειδή φοβάται τον θάνατο.
ΠΗΓΗ