Ο Μέγας Κωνσταντίνος, άγιος και ισαπόστολος

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Για τον Μέγα Κωνσταντίνο η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Στις αντιμαχόμενες πλευρές για το αν τελικά ο Μέγας Κωνσταντίνος βαπτίστηκε χριστιανός ή όχι, και γιατί η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο, η συζήτηση πολλές φορές ξεπερνά τα επιστημονικά όρια και καταντά ιδεοληψία. Αυτά, κυρίως, για εκείνους που αρέσκονται σε νεοπαγανιστικές δοξασίες και αυταπάτες. Στην περίπτωση αυτή παλαιότερα ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός είχε δώσει μια διάλεξη. Σ’ αυτήν απαντά με τη δέουσα επιστημονική δεοντολογία· [απομαγνητοφωνημένη αυτή η διάλεξη, με κάποια ορθογραφικά λάθη, κυκλοφορεί ευρύτατα στο Διαδίκτυο: http://www.impantokratoros.gr/megas_konstantinos_sykofanties.el.aspx

Λέγω ορθογραφικά λάθη, γιατί ο κορυφαίος ιστορικός του 19ου αιώνα Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στον οποίο συχνά σε αυτήν τη διάλεξή του παραπέμπει ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός, γράφετε με ένα (ρ) κι όχι με δύο όπως είναι το σωστό].

Για τον ιστορικό, που, όπως ορθότατα σημειώνει στην παραπάνω διάλεξή του ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός οφείλει να σέβεται τις πηγές κι όχι να τις διαστρεβλώνει, αξία έχει και τούτο, το οποίο εσκεμμένα αποσιωπάται. Αφορά τον 4ο αιώνα και τη βαθμιαία τότε στροφή από τον ειδωλολατρικό στον χριστιανικό κόσμο. Τί είναι αυτό που αποσιωπάται; Με σαφήνεια το καταγράφει ο συνάδελφος εκκλησιαστικός ιστορικός Δημήτριος Μόσχος, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ. Στο βιβλίο του Συνοπτική Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, τ. Α΄, εκδ. Ακρίτας 2008, σσ. 86-87, γράφει τα εξής: «Τον 4ο αιώνα κρίση δημοσιονομική και διοικητική αναγκάζουν σε αλλαγές στη δομή του ρωμαϊκού κράτους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος συνεχίζει τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, ενισχύει τη γραφειοκρατία, τη φορολογία και εισάγει τον χρυσό solidus, το πιο σταθερό και διαδεδομένο νόμισμα του Μεσαίωνα και σηματοδοτεί το πέρασμα στην Ύστερη Αρχαιότητα. Για τις σχέσεις του με τον Χριστιανισμό έχουμε τις περισσότερες πηγές από τα έργα του Ευσεβίου. Η μεταστροφή του αποτελεί ακόμη αντικείμενο συζητήσεων, πάντως το γεγονός είναι ότι έχουμε μια κοσμογονική αλλαγή με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313, για την ακρίβεια τις Αποφάσεις – rescripta των Μεδιολάνων, που εξαπέλυσε ο Λικίνιος). Αλλαγές στο νομικό καθεστώς (ιδιοκτησία κ.λπ.) επιτρέπουν τη νομική ύπαρξη και τη διαχείριση χρημάτων, ελεύθερη λατρεία και οικοδομικό πρόγραμμα ναοδομία (και με κρατικές ενισχύσεις). Για την ειλικρίνεια των προθέσεων του Κωνσταντίνου έχουν γίνει πολλές συζητήσεις, το πιθανότερο όμως είναι ότι αποτελεί συνδυασμό προσωπικής στροφής και πολιτικής κίνησης. Ο Χριστιανισμός ήταν ήδη υπολογίσιμη δύναμη από τον 3ο αι., δεν μπορούσε πλέον να γίνει επιστροφή στον εθνισμό. Παράλληλα, η μονοθεϊστική, καλύτερα ενοθεϊστική (ένας θεός πάνω από τους πολλούς) πίστη υπήρχε ήδη σε πολλούς αυτοκράτορες από τον 3ο αι., ήρθε άρα φυσιολογικά. Η αναγνώριση της προσφοράς του από τη χριστιανική Εκκλησία καταγράφεται σε συμβολικό επίπεδο με την ανακήρυξή του σε άγιο και ισαπόστολο. Η ιδιαίτερη προσωπογράφησή του από τον Ευσέβιο είχε σκοπό να στηρίξει την πολιτική θεολογία του τελευταίου, που σε ένα ιεραρχικό σύστημα (Πατήρ – Υιός – Αυτοκράτορας) εμφανίζεται να μεταφέρει το έργο του Λόγου του Θεού στον κόσμο».

Όμως, την κυριαρχία του Χριστιανισμού ως νέας πίστης, δεν την καταγράφουν μόνον οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, αλλά και άλλοι επιφανείς ιστορικοί, παγκοσμίου κύρους, όπως ο Peter Brown. Σε δύο βιβλία του, μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, με εντυπωσιακή σαφήνεια σκιαγραφεί τη στροφή από το παγανιστικό στο χριστιανικό περιβάλλον. Υποστηρίζει ότι ήδη από τα τέλη του 3ου αιώνα οι χριστιανοί ήταν υπολογίσιμη δύναμη στον ρωμαϊκό κόσμο. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Brown, αυτό εν πολλοίς οφειλόταν στην «ιδιαίτερη συνεκτική και ριζοσπαστική συμβολή τους», δηλαδή στο πως σε μια κοινωνία, όπως ήταν η ρωμαϊκή, μπορούσε να ασκηθεί η «υπερφυσική δύναμη». Εξ’ ου και ο χαρακτηρισμός από τον Brown αυτών των ανθρώπων ως «φίλων του Θεού», (Η δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας, μτφρ. Θεοδόσης Νικολαΐδης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2001, σσ. 103-104). Υπ’ αυτές, λοιπόν, τις προϋποθέσεις συνεχίζει ο Brown, ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε «εστεμμένος χριστιανός Απολογητής», γιατί «έβλεπε τον εαυτό του και την αποστολή του ως χριστιανού αυτοκράτορα μέσα στο φως της χριστιανικής ερμηνείας την οποία προσέφεραν στον μέσο μορφωμένο άνθρωπο οι χριστιανοί Απολογητές της εποχής», (Ο κόσμος της ύστερης Αρχαιότητας 150–750 μ.Χ., μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998, σ. 94).