Αρχείο ετικέτας Μέγας Κωνσταντίνος

Υπάρχει 1821 χωρίς το 1453; Ένα σχόλιο για την αφωνία της «Επιτροπής για τo 1821»

Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

Θα περίμενε κανείς μια ανακοίνωση για την Άλωση της Πόλης από τη λαλίστατη κυβερνητική Επιτροπή για τους εορτασμούς για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.  Η αφορμή δεν ήταν ασήμαντη! Τόσο γιατί χωρίς την Άλωση του 1453 δεν θα υπήρχε η ανάγκη της εξέγερσης το 1821, όσο και γιατί εκτός από τη σημασία του ιστορικού  γεγονότος, υπήρξε αυτή η προσβλητική για τους σύγχρονους Έλληνες  -αναγκαστικούς και μοναδικούς απόγονους των Βυζαντινών Ρωμαίων- χρήση της Άλωσης από τους ισλαμοεθνικιστές του Ερντογάν. 

Βεβαίως το γεγονός δεν ευνοούσε μια προσέγγιση σαν αυτές που μας είχε συνηθίσει η Επιτροπή, είτε χαρακτηρίζοντας δικτάτορα τον Καποδίστρια, είτε αναδεικνύοντας τον Καραϊσκάκη ως έναν σημαντικότατο φαλοκράτη της εποχής του. Και ίσως επειδή το γεγονός της Άλωσης δεν ευνοούσε μια τέτοια προσέγγιση, ίσως γι’ αυτό υπήρξε η αφωνία.

Ας δούμε όμως πως συνδέονται αυτές οι δύο ημερομηνίες με έναν ακατάλυτο δεσμό.

Από το 1453 στο 1821

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 έκλεισε οριστικά μια μεγάλη ιστορική περίοδο που ξεκίνησε με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μεγάλο Κωνσταντίνο και χαρακτηρίστηκε από τον  βαθμιαίο εξελληνισμό της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η Άλωση της Πόλης το 1453 και λίγο αργότερα η κατάληψη της Πάτρας (1458), του Μυστρά (1460), και η κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας στο Μικρασιατικό Πόντο (1461), επιβεβαίωσαν την οριστική κυριαρχία ενός άλλου πολιτισμικού μοντέλου που είχε γεννηθεί αιώνες πριν στις ερήμους της Αραβίας: του Ισλάμ.

Αυτή η νέα κατάσταση συνετέλεσε στο να σταματήσει η διαδικασία του αναγέννησης των γραμμάτων μέσα από τη γέννηση του Νέου Ελληνισμού από τον 13ο αιώνα και της εμφάνισης πρώιμων θεωρήσεων που θα τις συναντήσουμε και πάλι με την εμφάνιση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Για να κατανοήσουμε την έναρξη της ελληνικής εθνογένεσης τον 13ο αιώνα αρκεί να διαβάσουμε μια απάντηση του  Ιωάννη Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας της Βιθυνίας μετρά το 1204, προς τον Πάπα Γρηγόριο. Στην απάντηση αυτή αναπτύσσεται με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι ο Μέγας Κωσταντίνος κληροδότησε στο «γένος των Ελλήνων» τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Βατάτζης χρησιμοποιεί τον όρο «γένος» στη θέση του σύγχρονου όρου «έθνος» και όχι αναπαριστώντας μια  θρησκευτική ομάδα: «Γράφεις στο γράμμα σου ότι στο δικό μας γένος των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει…   Αλλά πώς συμβαίνει να αγνοείς ότι μαζί με τη βασιλεύουσα Πόλη  και η βασιλεία σ’ αυτόν τον κόσμο κληροδοτήθηκε στο δικό μς γένος από το Μέγα Κωνσταντίνο. Υπάρχει μήπως κανείς που αγνοεί ότι η κληρονομιά της δικής του διαδοχής πέρασε στο δικό μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;…»

Κατά συνέπεια, όποιος αποκόπτει τις εξελίξεις στο ελληνικό κόσμο μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αγνοώντας την ιδεολογική κληρονομιά του Νέου Ελληνισμού, διαπράττει μέγα ολίσθημα. Γιατί εκτός από την κορύφωση εκείνου του πνεύματος και της αναγέννησης που σημειώθηκε στη Νίκαια τον 13ο αιώνα και συνεχίστηκε στον Μυστρά, την Τραπεζούντα και την Κωνσταντινούπολη μέχρι και την  πλήρη επικράτηση του Οθωμανικού Ισλάμ. Ο απόηχος εκείνος θα παραμείνει ζωντανός στη Διασπορά μετά την  Άλωση και θα γονιμοποιήσει το επαναστατικό πνεύμα, μόλις διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες μετά το 1789.

Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν ένα τοπικό γεγονός, αλλά είχε παγκόσμια σημασία. Υπήρξε μια πρώιμη εθνική επανάσταση, βασισμένη σε υπαρκτές κοινωνικές διακρίσεις, εμπνευσμένη από το πρότυπο της Γαλλικής, ενάντια στην ισλαμική κυριαρχία στο χώρο της Ανατολής. Ήταν μια επανάσταση που είχε ως γενέθλια ημερομηνία την 22α Φεβρουαρίου του 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και δύο μέρες μετά εξέδωσε την προκήρυξη-κάλεσμα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Αυτό ήταν το γεγονός που πυροδότησε τις ελληνικές εξεγέρσεις σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με πιο πετυχημένη απ’ όλες αυτή του Μοριά.

Ιδού πως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το εκλάμβανε αυτή τη συνέχεια μεταξύ του 1453 και του 1821, την οποία τα μέλη της κυβερνητικής «Επιτροπής για το 1821» δείχνουν να αγνοούν:   «Όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο ‘Αμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν ‘Αμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. ‘Αλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» – «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.»  (Ἅπαντα Τσερτσέτη, τ. Γ΄, σσ. 149-150).

Εν κατακλείδι

Φαίνεται ότι για την Επιτροπή υπό την κ. Αγγελοπούλου, το 1821 είναι ένα ορόσημο εν ιστορικώ κενώ. Δεν μπορώ να υποθέσω κάτι διαφορετικό, εφόσον ουδεμία ανακοίνωση εκδόθηκε για την επέτειο, που έλαβε ιδιαίτερη σημασία λόγω της ισλαμο-εθνικιστικής φιέστας περί την Αγία Σοφία.

Τελικά, η νεοφιλελεύθερη Δεξιά έχει μια κάποια παράξενη ιδιαιτερότητα στις ιστορικές και κοινωνικές της  προτιμήσεις της!!!

ΠΗΓΗ

Ένα Blog του Βλάση Αγτζίδη

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, άγιος και ισαπόστολος

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Για τον Μέγα Κωνσταντίνο η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Στις αντιμαχόμενες πλευρές για το αν τελικά ο Μέγας Κωνσταντίνος βαπτίστηκε χριστιανός ή όχι, και γιατί η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο, η συζήτηση πολλές φορές ξεπερνά τα επιστημονικά όρια και καταντά ιδεοληψία. Αυτά, κυρίως, για εκείνους που αρέσκονται σε νεοπαγανιστικές δοξασίες και αυταπάτες. Στην περίπτωση αυτή παλαιότερα ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός είχε δώσει μια διάλεξη. Σ’ αυτήν απαντά με τη δέουσα επιστημονική δεοντολογία· [απομαγνητοφωνημένη αυτή η διάλεξη, με κάποια ορθογραφικά λάθη, κυκλοφορεί ευρύτατα στο Διαδίκτυο: http://www.impantokratoros.gr/megas_konstantinos_sykofanties.el.aspx

Λέγω ορθογραφικά λάθη, γιατί ο κορυφαίος ιστορικός του 19ου αιώνα Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στον οποίο συχνά σε αυτήν τη διάλεξή του παραπέμπει ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός, γράφετε με ένα (ρ) κι όχι με δύο όπως είναι το σωστό].

Για τον ιστορικό, που, όπως ορθότατα σημειώνει στην παραπάνω διάλεξή του ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός οφείλει να σέβεται τις πηγές κι όχι να τις διαστρεβλώνει, αξία έχει και τούτο, το οποίο εσκεμμένα αποσιωπάται. Αφορά τον 4ο αιώνα και τη βαθμιαία τότε στροφή από τον ειδωλολατρικό στον χριστιανικό κόσμο. Τί είναι αυτό που αποσιωπάται; Με σαφήνεια το καταγράφει ο συνάδελφος εκκλησιαστικός ιστορικός Δημήτριος Μόσχος, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ. Στο βιβλίο του Συνοπτική Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, τ. Α΄, εκδ. Ακρίτας 2008, σσ. 86-87, γράφει τα εξής: «Τον 4ο αιώνα κρίση δημοσιονομική και διοικητική αναγκάζουν σε αλλαγές στη δομή του ρωμαϊκού κράτους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος συνεχίζει τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, ενισχύει τη γραφειοκρατία, τη φορολογία και εισάγει τον χρυσό solidus, το πιο σταθερό και διαδεδομένο νόμισμα του Μεσαίωνα και σηματοδοτεί το πέρασμα στην Ύστερη Αρχαιότητα. Για τις σχέσεις του με τον Χριστιανισμό έχουμε τις περισσότερες πηγές από τα έργα του Ευσεβίου. Η μεταστροφή του αποτελεί ακόμη αντικείμενο συζητήσεων, πάντως το γεγονός είναι ότι έχουμε μια κοσμογονική αλλαγή με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313, για την ακρίβεια τις Αποφάσεις – rescripta των Μεδιολάνων, που εξαπέλυσε ο Λικίνιος). Αλλαγές στο νομικό καθεστώς (ιδιοκτησία κ.λπ.) επιτρέπουν τη νομική ύπαρξη και τη διαχείριση χρημάτων, ελεύθερη λατρεία και οικοδομικό πρόγραμμα ναοδομία (και με κρατικές ενισχύσεις). Για την ειλικρίνεια των προθέσεων του Κωνσταντίνου έχουν γίνει πολλές συζητήσεις, το πιθανότερο όμως είναι ότι αποτελεί συνδυασμό προσωπικής στροφής και πολιτικής κίνησης. Ο Χριστιανισμός ήταν ήδη υπολογίσιμη δύναμη από τον 3ο αι., δεν μπορούσε πλέον να γίνει επιστροφή στον εθνισμό. Παράλληλα, η μονοθεϊστική, καλύτερα ενοθεϊστική (ένας θεός πάνω από τους πολλούς) πίστη υπήρχε ήδη σε πολλούς αυτοκράτορες από τον 3ο αι., ήρθε άρα φυσιολογικά. Η αναγνώριση της προσφοράς του από τη χριστιανική Εκκλησία καταγράφεται σε συμβολικό επίπεδο με την ανακήρυξή του σε άγιο και ισαπόστολο. Η ιδιαίτερη προσωπογράφησή του από τον Ευσέβιο είχε σκοπό να στηρίξει την πολιτική θεολογία του τελευταίου, που σε ένα ιεραρχικό σύστημα (Πατήρ – Υιός – Αυτοκράτορας) εμφανίζεται να μεταφέρει το έργο του Λόγου του Θεού στον κόσμο».

Όμως, την κυριαρχία του Χριστιανισμού ως νέας πίστης, δεν την καταγράφουν μόνον οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, αλλά και άλλοι επιφανείς ιστορικοί, παγκοσμίου κύρους, όπως ο Peter Brown. Σε δύο βιβλία του, μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, με εντυπωσιακή σαφήνεια σκιαγραφεί τη στροφή από το παγανιστικό στο χριστιανικό περιβάλλον. Υποστηρίζει ότι ήδη από τα τέλη του 3ου αιώνα οι χριστιανοί ήταν υπολογίσιμη δύναμη στον ρωμαϊκό κόσμο. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Brown, αυτό εν πολλοίς οφειλόταν στην «ιδιαίτερη συνεκτική και ριζοσπαστική συμβολή τους», δηλαδή στο πως σε μια κοινωνία, όπως ήταν η ρωμαϊκή, μπορούσε να ασκηθεί η «υπερφυσική δύναμη». Εξ’ ου και ο χαρακτηρισμός από τον Brown αυτών των ανθρώπων ως «φίλων του Θεού», (Η δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας, μτφρ. Θεοδόσης Νικολαΐδης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2001, σσ. 103-104). Υπ’ αυτές, λοιπόν, τις προϋποθέσεις συνεχίζει ο Brown, ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε «εστεμμένος χριστιανός Απολογητής», γιατί «έβλεπε τον εαυτό του και την αποστολή του ως χριστιανού αυτοκράτορα μέσα στο φως της χριστιανικής ερμηνείας την οποία προσέφεραν στον μέσο μορφωμένο άνθρωπο οι χριστιανοί Απολογητές της εποχής», (Ο κόσμος της ύστερης Αρχαιότητας 150–750 μ.Χ., μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998, σ. 94).