Αρχείο μηνός Μάρτιος 2016

Ο συγγραφέας Γιώργος Καραμπελιάς στο Πειραματικό ΓΕ. Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ / ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 Το Πειραματικό Γενικό Λύκειο Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο πλαίσιο εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης 1821 και της συμπλήρωσης των 195 χρόνων απ’ αυτήν, οργανώνει εκδήλωση μνήμης, με ομιλητή τον συγγραφέα και πολιτικό αναλυτή ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ και θέμα: «1821: Η δυναμική της Παλιγγενεσίας και οι αποδομητές της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού».

Η εκδήλωση θα γίνει την Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, ώρα 19:30, στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πειραματικού ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ, Το γράμμα του ναύτη

“…Από σωστογραφία άστα,
αμέ τις ψιλές και τις δασείες
δεν τις αποχωρίζομαι με τίποτα.
Μια νύχτα τις είδα στον ύπνο μου,
σαν γυφτάκια ξυπόλητα με λαδωμένα μαλλιά και τρόμαξα,
και μια υπογεγραμμένη, από τότε τη μνημονεύω κι αυτή.

Όσο για τις περισπωμένες
άμα ταιριάζει κάνω το χρέος μου…”

ΙΑΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΣ  (1445-1534). Έλλην λόγιος και διπλωμάτης των χρόνων της Αναγέννησης

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Του Πανεπιστημιακού Διδασκάλου μου Αθανασίου Ε. Καραθανάση οφειλή, για τα αξέχαστα χρόνια των μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών μου κοντά του… 

 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Κατά την περίοδο πριν και μετά την Άλωση της Πόλης (1453) είναι γνωστή η μετοίκηση πολλών Ελλήνων λογίων στην Εσπερία. Για τη συμβολή τους στην Αναγέννηση, στην ιστορική έρευνα, παλαιότερα κυρίαρχη ήταν η άποψη ότι αυτή υπήρξε ιδιαίτερα αποφασιστική. Αλλά και το αντίστροφο, καθόλου δεν έλλειψε και η άποψη ότι οι Έλληνες λόγιοι αν και κατέκλυσαν πολλές πόλεις της Δύσης, κυρίως της Ιταλίας, δεν συνέβαλαν αποφασιστικά στην Αναγέννηση. Και οι δύο αυτές απόψεις, νομίζω, ότι είναι γενικευμένες και απλουστευμένες. Ούτε το ένα μπορούμε άκριτα να υποστηρίξουμε, ούτε το άλλο. Ειδικότερη ιστορική θέαση των ιστορικών γεγονότων της περιόδου από τον 14ο αιώνα μέχρι και  τα μέσα του 17ου αιώνα, καταδεικνύει ότι οι Έλληνες λόγιοι της διασποράς, θετικά συνέβαλλαν στην άνθιση των αρχαιοελληνικών γραμμάτων αφενός και στην ανάπτυξη των τεχνών αφετέρου[1]. Κύριο χαρακτηριστικό της συμβολής τους αυτής ήταν η τόνωση του ενδιαφέροντος των ευρωπαίων λογίων για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, πλατωνική και αριστοτελική[2], χωρίς όμως αποκλειστικά αυτοί να διαμορφώσουν ολάκερο το πολιτισμικό περιβάλλον της Αναγέννησης, μιας και αυτή υπήρξε αυτόνομο φαινόμενο που αναπτύχθηκε κυρίως στην Ιταλία. Ουσιαστική, λοιπόν, και όχι αποκλειστική υπήρξε η συμβολή των Ελλήνων λογίων στη μεθοδική μελέτη, έκδοση και αναλυτικό σχολιασμό των αρχαιοελληνικών κειμένων[3], τα οποία σε μεγάλο βαθμό κυκλοφορούσαν κατά την περίοδο της Αναγέννησης στη Δύση.

Ο ΣΟΦΩΤΑΤΟΣ ΙΑΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΣ

Από τις αξιολογότερες μορφές των Ελλήνων λογίων του δεύτερου μισού του 15ου και του πρώτου μισού του 16ου αιώνα υπήρξε ο Ιάνος Λάσκαρις. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1445 από γονείς που καταγόταν από την Προποντίδα. Μετά την Άλωση κατέφυγε στην Κρήτη[4], όπου μαζί με άλλους ονομαστούς λογίους, όπως ο Μιχαήλ Αποστόλης και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, απογυμνωμένοι από κάθε περιουσιακό στοιχείο, αναγκάζονταν να έχουν ως κύρια ασχολία τη διδασκαλία και την αντιγραφή χειρογράφων[5]. Οι σπουδές του γόνιμες: με την οικονομική βοήθεια του καρδινάλιου Βησσαρίωνα στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας με διδάσκαλο και προστάτη τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη, κορυφαίο κι αυτόν ουμανιστή. Η συνέχεια υπήρξε ακόμη πιο δυναμική. Στη Φλωρεντία ξανά με τη βοήθεια του Χαλκοκονδύλη γνώρισε τον κορυφαίο Ιταλό μαικήνα των γραμμάτων και των τεχνών Lorenzo de’ Medici και διορίστηκε βιβλιοθηκάριός του. Υπό την επίβλεψή του θα κάμει δύο ταξίδια σε πολλές ελληνικές πόλεις (Κέρκυρα, Άρτα, Μετέωρα, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Αδριανούπολη, Σωζόπολη, Σέρρες, Άγιον Όρος, Κρήτη) αναζητώντας ελληνικά χειρόγραφα[6]. Η περιοδεία του αυτή υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρα. Διακόσια περίπου πολύτιμα χειρόγραφα αγοράστηκαν εκ μέρους του Lorenzo de’ Medici και εμπλούτισαν την περίφημη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας. Παράλληλα τα κοπιαστικά αυτά ταξίδια του μεταξύ των ετών 1489-1493, είχαν και διπλωματικό θα ‘λεγα χαρακτήρα. Στόχος του μέντορά του Lorenzo de’ Medici ήταν η διερεύνηση της υπάρχουσα πολιτικής κατάστασης στην υπόδουλη ανατολική χριστιανοσύνη για τη δυνατότητα ανανέωσης παλαιών σχεδίων για σταυροφορία.

Εκείνο, ωστόσο, που με έμφαση οφείλω να τονίσω, είναι το γεγονός ότι στη Φλωρεντία ο Ιάνος Λάσκαρις δίδαξε φιλοσοφία και λογοτεχνία, έχοντας ως μαθητές πολλούς Έλληνες, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη ήταν η μορφή του Μάρκου Μουσούρου (1470-1517), Κρητικού λογίου ουμανιστή, με αξιοζήλευτη φιλολογική και διδακτική δράση στην Πάδοβα, τη  Βενετία και την Ρώμη, οργανωτή της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης[7] και βέβαια, εκδότη στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου.

Στην τροχιά της μεγάλης συνεισφοράς του Λάσκαρι για την αναζωογόνηση των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία, εγγράφεται και η τεράστια βοήθειά του στην ίδρυση του περίφημου Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης. Σκοπός του νέου αυτού εκπαιδευτηρίου, με πρώτο διδάσκαλο τον Ζαχαρία Καλλιέργη, λαμπρό λόγιο και τυπογράφο της περιόδου αυτής[8], ήταν η καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων και η μόρφωση ελληνοπαίδων από τις φραγκοκρατούμενες κυρίως περιοχές, έτσι ώστε όταν αυτοί επέστρεφαν στις πατρίδες τους να αναλάμβαναν το δύσκολο έργο της πνευματικής αφύπνισης των συμπατριωτών τους. Εδώ, αξίζει να τονισθεί, ότι όσοι νέοι Έλληνες – κι αυτοί υπήρξαν πάρα πολλοί – καλούνταν να σπουδάσουν στο Ελληνικό Γυμνάσιο, δεν αναλάμβαναν καμία δέσμευση απέναντι στην Αγία Έδρα όσον αφορά σε ζητήματα πίστης, μιας και ο χαρακτήρας του Γυμνασίου ήταν ανθρωπιστικός, μολονότι προγενέστερες και μεταγενέστερες παρόμοιες επιδιώξεις της Λατινικής Εκκλησίας τοποθετούνταν στο πλαίσιο προσηλυτισμού της ορθόδοξων πληθυσμών της Ανατολής[9].

Αντίστοιχα οράματα του Λάσκαρι για ίδρυση ελληνικών κολεγίων στο Παρίσι, το Μιλάνο και τη Φλωρεντία, αλλά και διπλωματικές του προσπάθειες προς τους ηγεμόνες για απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό[10], εντάσσονται στο έντονο κλίμα των πνευματικών ζυμώσεων του 16ου αιώνα στην Εσπερία και στον τιτάνιο αγώνα του να μη χαθεί η κλασική κληρονομιά των Αρχαίων Ελλήνων[11]. Τα τελευταία χρόνια του βίου του ο Λάσκαρις τα πέρασε στο Παρίσι και τη Ρώμη, όπου και πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου 1534. Ενταφιάστηκε στο ναό της Sant’ Agata di Goti, τιμώμενος ως πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων. Ένα μεγάλο μέρος της πλούσια βιβλιοθήκης του βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Το συγγραφικό έργο του Λάσκαρι υπήρξε πλουσιότατο, σε συνδυασμό βέβαια με την ενασχόλησή του και με την τυπογραφία. Ως εξέχων μέλος της Ακαδημίας του Άλδου Μανούτιου που ιδρύθηκε το 15οο στη Βενετία, ως διευθυντής του τυπογραφείου που ο ίδιος ίδρυσε στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και ως συνεργάτης του τυπογραφείου του Ιταλού τυπογράφου Lorenzo di Lopa στη Φλωρεντία, συνεισέφερε τα μέγιστα στην εκλογή και έκδοση αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Λόγω ότι ο Μανούτιος και άλλοι Ιταλοί και Έλληνες τυπογράφοι, ενδιαφερόταν πολύ για την άριστη επιμέλεια και εκδοτική ακρίβεια των κειμένων αυτών, ο Λάσκαρις διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην έκδοση βιβλίων που στη γλώσσα της ελληνικής βιβλιογραφίας ονομάζονται αρχέτυπα[12]. Ειδικότερα στο τυπογραφείο του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης τρία από τα βιβλία που τύπωσε συμπεριλαμβάνουν έργα που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Λάσκαρις, όπως τα Σχόλια…εις την Ιλιάδα του Ομήρου (1517), τα Ομηρικά Ζητήματα του Πορφυρίου (1518) και τα Σχόλια… εις τα σωζομένας του Σοφοκλέους τραγωδιών (1518)[13]. Ωστόσο, πριν τα ταξίδια και τη δράση του στη Ρώμη και τη Βενετία, η πρώτη του εκδοτική προσπάθεια στη Φλωρεντία, τον κατέστησε πρωτεργάτη της εκδοτικής κίνησης στην πόλη των Μεδίκων. Τον Αύγουστο του 1494 στο τυπογραφείο του Lorenzo di Lopa επιμελήθηκε την Ανθολογία διαφόρων επιγραμμάτων. Κύριο χαρακτηριστικό της έκδοσης αυτής ήταν ότι τα τυπογραφικά στοιχεία τα δημιούργησε ο ίδιος. Πρόκειται για τα περίφημα superb uncial majuscules, τα γνωστά «καπιταλάκια». Στην ίδιο ακριβώς εκδοτικό πρόγραμμα, λίγους μήνες αργότερα ακολούθησαν οι Ύμνοι του Καλλιμάχου, τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου και η Ηρώ και Λέανδρος του Μουσαίου[14].

ΜΙΚΡΟ ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Απ’ όσα ελάχιστα παραπάνω παρέθεσα για τον Ιάνο Λάσκαρι, γίνεται φανερό οι Έλληνες λόγιοι που πριν και μετά την Άλωση της Πόλης μετοίκησαν στην Εσπερία, μετέφεραν μαζί τους πολλά χειρόγραφα της κλασικής και ελληνοβυζαντινής κληρονομιάς. Η τεράστια συμβολή τους στην παράλληλη έκδοσής τους, η συνεργασία τους με λογίους των ουμανιστικών κύκλων πρώτα της Ιταλίας και μετέπειτα ολόκληρης της Ευρώπης, φαίνεται ότι επηρέασε καθοριστικά την Αναγέννηση.

[1] Καίρια είναι εδώ η επισήμανση του κορυφαίου ιστορικού του 20ου αιώνα Α. Ε. Βακαλόπουλου: «τα γνωστά όμως ως σήμερα στοιχεία μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε τη θετική γνώμη, ότι με τις προσπάθειες των Ελλήνων λογίων, κυρίως του 15ου αιώνα, διασώζεται η μεγάλη κληρονομιά του ελληνοβυζαντινού πολιτισμού και μεταφυτεύεται στην Δύση στην κατάλληλη στιγμή, στην εποχή δηλαδή που είχε αρχίσει η κίνηση ιδεών, που προμηνούσε την Αναγέννηση. Αυτήν ακριβώς την κίνηση έρχεται να γονιμοποιήσει, να καλλιεργήσει και να φέρει ως την τελείωση η ελληνική σκέψη, η σοφία του αρχαίου ελληνικού κόσμου με φορείς τους Έλληνες λογίους. Αναμφίβολο λοιπόν πρέπει να θεωρηθεί ότι η Αναγέννηση ήταν μια πνευματική κίνηση, που είχε τις ρίζες της στην Ιταλία και στις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ότι αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε οργανικά στο έδαφός της και ότι θα εκδηλωνόταν και χωρίς την Άλωση, αλλά δεν θα είχε την μορφή ενός ολοκληρωμένου και καθολικού πνευματικού κινήματος». Βλ. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Αρχές και διαμόρφωσή του, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1961, 408.

[2] Κέντρο του Πλατωνισμού ήταν η Φλωρεντία και του Αριστοτελισμού η Πάδοβα. Λόγιοι όπως ο πλατωνιστής Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων από τη μια, και οι αριστοτελικοί Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος – Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος από την άλλη, πρωταγωνίστησαν σε Ανατολή και Δύση στη σημαντικότερη φιλοσοφική συζήτηση του 15ου αιώνα για  την «περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» έριδα, που στους μετέπειτα αιώνες της Τουρκοκρατίας έγειρε υπέρ του Αριστοτέλη, με κορυφαίο μεγάλο λόγιο εκπρόσωπο τον Θεόφιλο Κορυδαλέα. Βλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΥ, Πλάτωνος τύχαι. Η λόγια παράδοση στην Τουρκοκρατία, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, 28-46. Ν. ΨΗΜΜΕΝΟΣ, Η ελληνική φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821. Η κυριαρχία του Αριστοτελισμού. Προκορυδαλική και κορυδαλική περίοδος, τ. Α΄, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988, 35-42. Πρβλ. Β. Ν. ΤΑΤΑΚΗΣ, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, μτφρ. Εύα Καλπουρτζή, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977, 261-284.

[3] Για μεταλαμπάδευση των ελληνικών σπουδών στη Δύση κάμει λόγο ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, επισημαίνοντας ότι στο εγχείρημα αυτό συνέβαλλαν κορυφαίοι Έλληνες λόγιοι, όπως ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο Καρδινάλιος Βησσαρίων, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Ιάνος Λάσκαρις, κ. ά. Βλ. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, 376-404. Για μια ειδικότερη ερμηνεία επί του θέματος βλ. N. G. WILSON, Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση. Ελληνικές σπουδές στην Ιταλική Αναγέννηση, μτφρ. Φωτεινή Πρεβεδούρου – Γεωργίνη, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1994 και C. WELLS, Σαλπάροντας απ’ το Βυζάντιο. Πως μια χαμένη αυτοκρατορία διαμόρφωσε τον κόσμο, μτφρ. Κ. Αντύπας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, 1-138.

[4] Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Κρήτη κατά την εποχή της Αναγέννησης υπήρξε ενδιάμεσος σταθμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Βλ. Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Βυζάντιο και Δύση. Η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στον Μεσαίωνα και στην Ιταλική Αναγέννηση (330-1600), μτφρ. Έφη Βαρουξάκη, εκδ. Εστία, Αθήνα 1985, 296-314.

[5] Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Έλληνες λόγιοι εις την Βενετίαν, μτφρ. Χ. Πατρινέλλης, εκδ. Φέξη, Αθήναι 1963, 53. Ο ΙΔΙΟΣ, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση. Δύο κόσμοι της Χριστιανοσύνης στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, μτφρ. Κ. Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήνα 1966, 210.

[6] Α. Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, 400-401.

[7] Για τη μαθητεία του Μουσούρου πλησίον του Λάσκαρι βλ. Κ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Έλληνες λόγιοι εις την Βενετίαν, 106-107.

[8] Αυτόθι, 249-251.

[9] Ζ. Ν. ΤΣΙΡΠΑΝΛΗΣ, Το Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και οι μαθητές του 1576-1700, εκδ. ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1980, 27. Για τους πρώτους μαθητές του βλ. Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, «Η παρουσίαση από τον Ιάνο Λάσκαρι των πρώτων μαθητών του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης στον Πάπα Λέοντα I΄ (15 Φεβρουαρίου 1514)», Ο Ερανιστής, 1(1963)161-172, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[10] Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, Εκκλήσεις (1453-1535) των Ελλήνων λογίων της Αναγεννήσεως προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης για την απελευθέρωση της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1965.

[11] Α. Ε. ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ, Η Φλαγγίνειος Σχολή της Βενετίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1975, 24.

[12] Ενδεικτικά βλ. Μ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ – Κ. ΣΤΑΪΚΟΣ, Τα ελληνικά αρχέτυπα που εκδόθηκαν στη Φλωρεντία (π. 1475-1500), εκδ. Υπουργείο Εξωτερικών Ελλάδας, Αθήνα 1998.

[13] ΑΙΚ. ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ – Λ. ΔΡΟΥΛΙΑ – Ε. LAYTON, Το Ελληνικό Βιβλίο 1476-1830, εκδ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986, 272.

[14] Αυτόθι, 54. Καταγραφή τους και βιβλιοθήκες όπου απόκεινται αντίτυπα των παραπάνω εκδόσεων βλ. αντίτυπα βλ. ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ελληνική Βιβλιογραφία (1466ci-1800), Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, ττ. Α΄ – Β΄, Αθήναι 1984, 1986.

Δημοσιεύθηκε στο περ. Ο Ποιμήν, OH (2013) 200-204.

Θεολογικές προϋποθέσεις αναβάθμισης της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης

Του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΟΣΧΟΥ / Προέδρου του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου ΚΑΙΡΟΣ / Επίκουρου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ

Στό τραπέζι αὐτό θά ἔχω τή χαρά νά ἀναπτύξω τίς θεολογικές προϋποθέσεις αὐτοῦ πού ὅλοι ἐμεῖς στόν ΚΑΙΡΟ συλλάβαμε ὡς «ἀναβάθμιση τῆς ΘΕ», δηλαδή θ’ ἀπαντήσω στό ἐρώτημα ἄν γι’ αὐτό τό ζήτημα πέρα ἀπό τήν παιδαγωγική καί νομική τοποθέτηση ἔχουμε καί μιά θεολογική ἄποψη καί ποιά εἶναι αὐτή. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά τήν χρονολόγηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἐγχειρήματος τοῦ ΚΑΙΡΟΥ καί τήν προσπάθεια ἑρμηνείας του μέσα στό τωρινό περιβάλλον καί μπροστά στό κοινό πρωτίστως τῶν συναδέλφων πού (φαντάζομαι ὅτι) περιμένουν μιά ἀπάντηση ἀπό μᾶς – ἐμᾶς τήν «ολιγομελή ομάδα Θεολόγων» με «ξενόφερτη οντολογική … υπόσταση», πού «ενεργώντας προβοκατόρικα, διασπά το σώμα των Θεολόγων, διασύροντας, υποτιμώντας και κατασυκοφαντώντας το ορθόδοξο μάθημα»[1], ἐμᾶς «το δεκανίκι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου», πού «ιδρύθηκε ακριβώς για την προώθηση της απορθοδοξοποίησης του θρησκευτικού μαθήματος.»[2]! Ἔχουμε, λοιπόν, θεολογική ἄποψη ἤ ἐμφορούμαστε μόνο ἀπό «προοδευτική» ἰδεολογία γενικῶς, πού δίνει ἔμφαση στά ἀτομικά δικαιώματα, τόν πλουραλισμό, τήν σχετικοποίηση ὅλων θρησκειῶν καί τελικά ὁδηγεῖ στήν προδοσία τῆς πίστεως;

Κι ὡστόσο ἡ προσπάθεια τοῦ ΚΑΙΡΟΥ, πού ἦρθε στό τέλος τοῦ 2009 σάν κορύφωση πολλῶν συζητήσεων καί συνεδρίων ἀπό διάφορες ὁμάδες γιά τό μάθημα πού πραγματοποιήθηκαν ἀπό τήν ἄνοιξη τοῦ 1999 ἕως καί τήν ἄνοιξη τοῦ 2000 (στόν Βόλο, στήν Παναγία Σουμελά καί στή Γερμανική Σχολή Ἀθηνῶν) καί ἐνεργοποιήθηκαν μετά τό 2008 μέ τά ζητήματα τῶν ἀπαλλαγῶν, δέν προῆλθε ἀπό μιά εὐκαιριακή σημαία προοδευτισμοῦ ἀλλά ἀπό ἕνα βαθύ καί δύσκολο δίλημμα γιά τό πῶς οἱ ἄνθρωποι πού μεταφέρουμε τήν παραδοξότητα τοῦ Χριστιανικοῦ Λόγου (discourse) ἤ ἄν τό θέλετε στήν παραδοσιακή κοινή μας γλώσσα «τήν μωρία τοῦ Εὐαγγελίου» σ’ ἕνα περιβάλλον τελείως ἀσύμβατο πρός αὐτό (αὐτό τῆς συγκεντρωμένης γνώσης ἀπό ἐμπειρία καί ἐπαγωγή, πού εἶναι ἡ ὕλη τῶν μαθημάτων τοῦ νεωτερικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος) θά συνεχίσουμε νά τό κάνουμε καί ὑπό ποιά ἰδιότητα. Παλαιότερα αὐτό τό δίλημμα κουκουλωνόταν ἀπό τίς τότε ἐπίκαιρες στοχοθεσίες τοῦ κοινωνικοῦ φρονηματισμοῦ, τῆς ὑπαγωγῆς στόν αὐταρχικό ἐθνικισμό καί τόν ἀντικομμουνισμό (ἑπταετία) κλπ. Σύνθετες διαδικασίες στήν Ἑλλάδα καί τήν Εὐρώπη τίς τελευταῖες δεκαετίες ἔκαναν ἐκεῖνες τίς ἐποχές παρελθόν – καί εὐτυχῶς, γιατί εἶναι ἡ πρώτη φορά πού αὐτά τά διλήμματα μπῆκαν καθαρά καί ξάστερα μέ ἐπιπτώσεις πολύ εὐνοϊκές καί γιά τή θεολογία.

Γι’ αὐτό τό τελευταῖο πρέπει νά θυμίσω σύντομα σέ ὅλους ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικών ἦταν ὁ μεγάλος ἀγωγός πού ἔφερε ὅλες τίς ἀνακαινιστικές ζυμώσεις στήν θεολογία στήν Ἑλλάδα καί ἀντίστροφα ἀπετέλεσε τό πεδίο μετάδοσης αὐτῶν τῶν ζυμώσεων στήν ἑλληνική κοινωνία. Πράγματι, μεγάλοι θεολόγοι καί μεγάλα ἐγχειρήματα ξεκίνησαν ἀπό τό χῶρο αὐτό, π.χ. τό θεολογικό περιοδικό «Σύναξη», ἀπό ἕναν καθηγητή στή Μέση Ἐκπαίδευση, τόν Παναγιώτη Νέλλα μαζί μ’ ἕναν κύκλο, ἐπίσης, ἐκπαιδευτικῶν (εἶναι γνωστές σέ ὅλους οἱ «Σελίδες Διδαχῆς» κατά τήν πρώτη φάση τοῦ περιοδικοῦ). Γνωστοί νεώτεροι θεολόγοι, φορεῖς τῆς λεγόμενης θεολογίας τοῦ 60, δίδαξαν γιά ἕνα διάστημα στή Β/θμια Εκπαίδευση ὡς θεολόγοι. Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι τά πραγματικά βήματα ξεκίνησαν στήν Ἑλλάδα, ὄχι ἀπό κάποια μοναστήρια (ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ), οὔτε ἀπό ἱερατικά σεμινάρια ἤ θεολογικές σχολές, ὅπως στό χῶρο τῆς Διαμαρτύρησης, ἀλλά ἀπό τό χῶρο τῶν θεολόγων τοῦ σχολείου. Ἀπό τήν ἄλλη, τό πιό ἀπτό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ζύμωσης (ἐπιστροφή στούς Πατέρες, συζήτηση μέ τό σύγχρονο ὑπαρξισμό, θεολογία τῆς εἰκόνας, ἀποφατική θεολογία, εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία κλπ.) ἦταν τά κύματα ἀναθεωρήσεων στά σχολικά ἐγχειρίδια καί τά Ἀναλυτικά Προγράμματα περίπου ἀπό τή δεκαετία τοῦ 80: ἡ ὁμάδα τῶν μαθητῶν τοῦ Γεωργίου Τσανανά, οἱ συνεργάτες καί οἱ ὁμάδες πού συγκρότησε ὁ ἀείμνηστος Ἀθανάσιος Νίκας, καί ἄλλοι γνωστοί θεολόγοι, πού μετεῖχαν στή νέα φιλοσοφία τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος τοῦ Δημοτικοῦ, στά βιβλία τοῦ Γυμνασίου μετά τό 90, στά νέα ΔΕΠΠΣ-ΑΠΣ κλπ. ἔφεραν ὅλη τήν ἀνανεωμένη θεολογία μέσα στά Θρησκευτικά, στέλνοντας τό μάθημα πέρα ἀπό τόν κατηχητισμό, τόν ἐθνικό καί κοινωνικό φρονηματισμό. Δέν ταυτίζονται, βέβαια, ὅλες αὐτές οἱ τάσεις μεταξύ τους, τίς χαρακτηρίζει, ὅμως, ὅλες ἕνας ἀνανεωτικός θεολογικός λόγος πού προσπαθεῖ νά φέρει τό λόγο τοῦ χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου σέ μιά σύγχρονη γλώσσα.

Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ἄνθρωποι ἀπό τούς ἴδιους ἐκείνους χώρους καί πολλές φορές καί ἴδια πρόσωπα πού ἔφεραν αὐτές τίς ἐξελίξεις (πού τώρα κρίνονται καί μέ «συντηρητικά» κριτήρια πολύ καλές) πρωτοστατοῦν σ’ ἕναν νέο προβληματισμό μέ μεγάλο ρίσκο. Κι ἀπ’ αὐτό βγῆκε ὁ ΚΑΙΡΟΣ. Γιά ποιό λόγο; Γιατί νά ἀμφισβητήσουν τήν ἴδια τή δουλειά τους; Γιά νά πάρουν χρήματα φτιάχνοντας νέα προγράμματα, ὅπως ἔχει λεχθεῖ; Μά οἱ ζυμώσεις, ὅπως εἴπαμε, φθάνουν πολύ πρίν τή δημιουργία Ἐπιτροπῶν γιά νέα Προγράμματα, καί ὁπωσδήποτε πρέπει νά διερωτηθεῖ κανείς ἄν τά χρήματα αὐτά εἶναι ἀρκετά[3] γιά νά διακυβεύσει κανείς τόσο εὐρύτερους στόχους.

Ὑπάρχει, λοιπόν, ἕνας οὐσιαστικότερος λόγος κι αὐτός εἶναι ἡ ἀγωνία ὅλων μας γιά τό πῶς συνδιαλέγεται ἡ Ἐκκλησία (μέ τήν εὐρεία ἔννοια) μέ τήν κοινωνία. Ξέρουμε ὅτι περίπου ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῶν λεγόμενων «σκοτεινῶν χρόνων» (ἤ τόν λεγόμενο πρώιμο Μεσαίωνα), δηλαδή ἀπό τόν 8ο αἰώνα καί κυρίως τόν 9ο ὁ κυρίαρχος τρόπος αὐτῆς τῆς παρέμβασης ἦταν ἡ ἄσκηση διοίκησης. Ἡ γνώση τῶν νόμων, ἡ παρέμβαση στούς μηχανισμούς ἐξουσίας καί (πολύ γρήγορα) οἱ πελατειακές σχέσεις, ἡ καθεστωτική νοοτροπία κλπ. ἦταν ἡ βασική μορφή, ἐνῶ ἄλλες ὅπως ἡ προφητεία, ἡ διδασκαλία, τό χάρισμα, ἡ ποιμαντική συμβουλευτική καί θεραπεία, παρέμειναν στό περιθώριο[4]. Καθώς τό νεωτερικό περιβάλλον πού ἦρθε στήν Ἑλλάδα μέ τή συγκρότηση σέ σύγχρονο ἐθνικό κράτος ἔφτιαξε ἕνα σύγχρονο διοικητικό σύστημα ἡ Ἐκκλησία βρῆκε τή θέση της μέσα σ’ αὐτό, ἀλλά ἡ συνακόλουθη χειραφέτηση τῆς κοινωνίας, καί μάλιστα ἡ μετανεωτερική κατάτμηση τῶν μηχανισμῶν παιδείας, κοινωνικοποίησης κλπ. (πού ἦταν στά χέρια τοῦ νεωτερικοῦ κράτους) σέ αὐτόνομα στοιχεῖα βρῆκε τήν Ἐκκλησία μέ τήν παλιά νοοτροπία μέ ἀποτέλεσμα αὐτό πού προσφυῶς παρατηρήθηκε «ἡ Ἐκκλησία νά δίνει μιά σειρά ἀπό χαμένες μάχες»[5] γιατί ἐπικαλεῖται τήν ἐξουσία καί δέν μιλάει (ἤ μιλάει πολύ λίγο, νά εἴμαστε ἀκριβεῖς καί δίκαιοι) μέ τήν κοινωνία. Ἀπό τήν ἄλλη τό «χάρισμα» ἔχει στριμωχθεῖ στό ἡμίφως τοῦ κοινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου καί σύντομα προσαρμόσθηκε στό μετανεωτερικό τοπίο τῶν ἐπιμέρους κοινοτήτων κατασκευάζοντας τό δικό του κοινό: εἴδαμε καί βλέπουμε καθημερινά τίς κινήσεις κατά τῶν θεσμῶν (πού κατηγοροῦνται γιά Οἰκουμενισμό, ἐνδοτισμό στή Νέα Τάξη, κλπ.) καί προβάλλουν τόν Μεσσιανισμό τῆς δικῆς τους κοινότητας. Δέν εἶναι φυσικά ἀποκλειστικό φαινόμενο στήν Ἑλλάδα καί οὔτε πρέπει νά ἐντάσσεται μόνο στόν λεγόμενο φονταμενταλισμό, παγκοσμίως, ἀλλά σ’ ἕνα ἀκόμη εὐρύτερο φαινόμενο πού λέγεται Νέα Θρησκευτικότητα καί συνδέει πολύ διαφορετικά φαινόμενα μεταξύ τους.

Ἔτσι, λοιπόν, ὅσοι ἀσχολούμαστε μέ τή Θρησκευτική Ἐκπαίδευση σ’ ὅλα τά ἐπίπεδα, ἔχουμε μιά διαφορετική θέαση τῶν πραγμάτων πού προκύπτει ὅπως καί στό παρελθόν πού περιγράψαμε, ἀπό τήν ἐνδιάμεση θέση μας: εἴμαστε σ’ ἕνα νευραλγικό κομμάτι τοῦ δημόσιου χώρου πού εἶναι ἡ ἐκπαίδευση κι ἀπό τήν ἄλλη παλεύουμε γιά μιά ἀναδιάταξη μέσα στό ἐκκλησιαστικό σύνολο πού πρέπει νά λάβει σοβαρά καί τίς ἄλλες λειτουργίες του (ὅπως τή διδακτική) στό σύνολό του καί νά μήν λειτουργεῖ μόνο μέ τή διοικητική ἐξουσία καί τόν ἀναπόφευκτο κατόπιν κληρικαλισμό. Ἡ ἄποψή μας γιά τήν παρέμβαση στήν κοινωνία προκύπτει ἀκριβῶς ἀπό τήν ἐμπειρία μας σ’ νεωτερικό/μετανεωτερικό τοπίο πού ΔΕΝ ταυτίζεται πιά μέ τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα.

Πρόσφατα Μητροπολίτης τοῦ Λεκανοπεδίου Ἀττικῆς ἀπέστειλε στόν Ὑπουργό Παιδείας ἐπιστολή ὅπου ἐγκαλεῖ καί τόν ΚΑΙΡΟ κι ἐμένα ὀνομαστικά γιά τήν πρότασή μας γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καί μᾶς ἀπευθύνει τό ἐρώτημα «φιλαδέλφως καί ταπεινῶς» «ἐάν οἱ προτάσεις τους αὐτές συνάδουν μέ τόν Κυριακό λόγο: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ.28,19-20).Καί βέβαια ἐάν ὡς ὀρθόδοξοι θεολόγοι, μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τό λειτούργημα καί τό χρέος τοῦ ἀποστόλου τῆς Πίστεως. Στή θέση τους οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θά εἰσηγοῦντο ὅ,τι αὐτοί; Ἐάν ἰσχύει κατά τήν γνώμη των ὁ Γραφικός λόγος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «Καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ. 4, 12)»[6]. Νά, λοιπόν, τό πρόβλημα σύγχυσης ρόλων καί κριτηρίων πού ἀδικεῖ καί τή θρησκεία καί τό δημόσιο χῶρο. Μποροῦν οἱ ἀπόστολοι τῆς πίστεως (ὅπως ἔστω κι ἔμμεσα ἀναγνωρίζεται ὅτι εἴμαστε) νά ἀγνοοῦν τόν συνομιλητή τους, νά τόν «ἐξαφανίζουν» συμβολικά ἀδιαφορώντας γιά τήν ταυτότητά του; Θά βγοῦν ἁπλά καί θά τοῦ ποῦν ἀπροϋπόθετα γιά τήν πίστη τους; Ἡ ἀπαγγελία του Συμβόλου της πίστεως γινόταν μόνο στον καλά φυλασσόμενο χώρο των βαπτισμένων πιστών σύμφωνη με την Κυριακή απαγόρευση να «δίδονται τὰ ἅγια τοῖς κυσί». Ὑπενθυμίζω ὅτι σέ μιά κορυφαία πράξη ἐξόδου στό δημόσιο χῶρο τῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἀρχαίας πόλεως κατά τή ρωμαϊκή ἐποχή, πού ἦταν ἡ στάση τῶν Χριστιανῶν μαρτύρων (ὅπως τουλάχιστον μέ σοβαρά ἐπιχειρήματα τό ἑρμηνεύει ὁ Glen Bowersock), τό όνομα τοῦ Θεοῦ δέν ἀποκαλυπτόταν στίς ρωμαϊκές ἀρχές πού τούς ἀνέκριναν, ὅπως φαίνεται σέ μαρτυρολογικά κείμενα[7]. Ὁ μάρτυρας δικαζόταν καί καταδικαζόταν γιά τό ὄνομα Χριστιανός, ἀλλά ἡ διαχείριση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ γινόταν μέ πολύ μεγαλύτερη προσοχή καί σύνεση στό δημόσιο χῶρο. Ἀκόμη καί ἡ ἱεραποστολή γινόταν ὑπό προϋποθέσεις. Ὑπῆρχαν, μάλιστα, περιπτώσεις «ἀποφυγῆς ἀσκήσεως ἱεραποστολῆς» στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅπως γράφει ὁ ἀείμνηστος Ἠλίας Βουλγαράκης[8], ἐπειδή δέν ὑπῆρχαν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις. Ἄν ἐφαρμόσουμε ἀναλογικά αὐτό τό ἦθος καί τόν τρόπο δράσης στό σήμερα, τί θά παρατηρήσουμε;

Τό δημόσιο σχολεῖο μέ τό γενικά ἐπιβαλλόμενο πρόγραμμα σπουδῶν εἶναι βασικά δημιούργημα τῆς νεωτερικότητας γιά τήν συγκρότηση τοῦ πολίτη. Καί παρ’ ὅλο πού ἐργαλειοποιεῖται στην ἀναπαραγωγή ἰδεολογίας, στό στόχο τῆς ἐπαγγελματικῆς κατάρτισης κλπ. δέν μπορεῖ ν’ ἀρνηθεῖ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του πού εἶναι ἡ καλλιέργεια κριτικῆς καί ἀναστοχαστικῆς γνώσης καί δημοκρατικῶν ἀξιῶν καί ἐλέγχεται δημοκρατικά. Σ’ αὐτό τό θεσμό «ἀνακρίνεται» ὁ κάθε πιστός, αὐτό εἶναι τό δικό του «ἀμφιθέατρο». Καί τίθεται τό ἐρώτημα: ἔχει νά παίξει ἐδῶ ρόλο ὄχι ἁπλά ὁ μελετητής τῆς θρησκείας καί τοῦ πολιτιστικοῦ ἀποτυπώματός της ἀλλά καί ὁ πιστός μελετητής τῆς θρησκείας; Κι ὁ πιστός Χριστιανός μελετητής ἔχει σημασία ἀπό τή σκοπιά τοῦ Χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου νά διδάξει ὄχι μόνο τόν ὁμόπιστό του, ἀλλά καί τόν ἀλλόπιστο σωστά τή δική του θρησκεία μέ βάση ἐπιστημονική μέθοδο καί νά τόν καλέσει, μ’ αὐτόν τόν τρόπο σέ συμβίωση σέ μιά καλύτερη γιά ὅλους κοινή (καί ὄχι κατακερματισμένη σέ μετανεωτερικές κοινότητες) κοινωνία; Μήπως αὐτός εἶναι ἕνας συναφειακά νοούμενος τρόπος μαρτυρίας «τοῦ ὀνόματος» στά ἔθνη κι ὄχι νά θεωροῦμε τήν τάξη a priori λατρευτική κοινότητα; Πάνω σ’ αὐτό νά πῶ ὅτι ἔχω ἀκούσει συχνά τήν κατηγορία «Νεοβαρλααμίτες», τάχα ὅτι ἡ προσπάθειά μας ὑποστηρίζει πώς ἡ ἐπιστημονική γνώση ὁδηγεῖ στή σωτηρία, ὅπως ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός τόν 14ο αἰώνα. Αὐτό εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀντιστροφή. Ὅσοι πιστεύουν ὅτι μέ τό ΜτΘ πού ὅλοι (μά ὅλοι!) πάντα διατεινόμασταν ὅτι εἶναι γνωστικό μάθημα (πού βαθμολογεῖ τίς γνώσεις καί ὄχι τήν πίστη), ὁδηγοῦν στή σωτηρία τούς μαθητές, εἶναι αὐτοί πού γίνονται Νεοβαρλααμίτες, τή στιγμή πού ὁ κατηγορούμενος ἀπό τόν Βαρλαάμ μεγάλος ἡσυχαστής διδάσκαλος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀκολουθοῦσε τή θεωρία τῆς διπλῆς γνώσεως καί δέν συνέχεε τήν ἐπιστημονική γνώση μέ τήν πίστη[9]. Τό νά δώσουμε σωστή ἐπιστημονική γνώση καί στοιχεῖα ἀποκρυπτογράφησης τῆς θρησκείας τοῦ καθενός γιά τόν ἑαυτό του πρέπει νά γίνει ἡ δική μας ἠθική εὐθύνη καί διακονία, ὅπως ἄλλα ἐκκλησιαστικά διακονήματα δίνουν φαγητό σέ ὅλους, πιστούς καί ἀπίστους. Νά λοιπόν τό πρῶτο ζήτημα.

Ἕνα δεύτερο ζήτημα τό ὑπαινίχθηκα μόλις πρίν: ἡ ἐργαλειοποίηση τοῦ σχολείου σέ μηχανισμό ὑποταγῆς στήν οἰκονομική ἀπογύμνωση ἀπό νόημα στήν κοινωνία (μέ τή μετατροπή της σέ ἀγορά) ἀφήνει ἀδιάφορο τόν πιστό πού πιστεύει στήν εὐθύνη γιά τήν προστασία τοῦ ἀδύναμου, τῆς φύσης, γενικά τῆς δημιουργίας ἀπό τό κοινωνικό κακό καί τήν ἐκμετάλλευση; Εἶναι θεολογική ἄποψή μας ἡ ἀνάκτηση τοῦ σχολείου καί ἡ παρέμβαση σ’ αὐτό, ὥστε νά γίνει χῶρος ἀναστοχαστικῆς ζύμωσης καί κριτικῆς γιά νά βγοῦν ἄνθρωποι πού θά ἀναγνωρίζουν καί θά πολεμοῦν καί τήν ἀδικία καί τήν ἀνελευθερία μέσα τους κι ἔξω τους. Αὐτό εἶναι πού λέμε στή Διακήρυξή μας γιά μιά ΘΕ πού θά «συμβάλει στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας η οποία, , θα χαρακτηρίζεται από συνοχή και αλληλεγγύη».Αὐτό δέν θά γίνει μόνο μέ ἀκτιβισμό ἀλλά καί μέ ἐμβάθυνση τῆς θεολογικῆς μας συζήτησης καί κατάρτισης (καί ὄχι μόνο τῆς παιδαγωγικῆς). Αὐτή ἡ ἐμβάθυνση θά πρέπει νά δίνει ἐργαλεῖα γιά νά κατανοήσουμε τόν ἄνθρωπο καί τή σωτηρία του σήμερα. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων χρησιμοποιοῦσαν τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη, ἀλλά καί τή Στωϊκή πολιτική φιλοσοφία, κι ἀργότερα και τόν Νεοπλατωνισμό γιά νά κατανοήσουν τήν ἀνθρώπινη φύση καί τόν κόσμο καί πάνω ἐκεῖ νά χτίσουν ὄχι μόνο τήν ἀνθρωπολογία τους ἀλλά καί τή θεολογία τους (αὐτό δείχνουν οἱ ὅροι οὐσία, πρόσωπο, προαίρεσις κλπ.). Σήμερα, ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖται δυναμικά καί κοινωνικά κι ἔτσι κι ἐμεῖς μέ τή σειρά μας, ἄν θέλουμε νά προσφέρουμε, θά πρέπει νά καταλάβουμε τόν ἄνθρωπο μέσα ἀπό τή σύγχρονη κοινωνική θεωρία καί ἀνθρωπολογία, τήν πολιτική φιλοσοφία (τί εἶναι π.χ. πολιτιστικοί κώδικες, ἡ ἱστορία ὡς κοινωνικές συγκρούσεις, ποιά εἶναι τά αἰτήματα γιά μιά σύγχρονη δημοκρατία οὐσιαστική ἤ διαδικασιακή κλπ.) γιατί αὐτά ὁρίζουν σέ μεγάλο βαθμό αὐτό πού κάποτε ὀνομάζαμε «οὐσία» ἤ «πρόσωπο» τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀπό τά παραπάνω γίνεται σαφές ὅτι οἱ θεολογικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀναβάθμιση τῆς ΘΕ σηματοδοτοῦν μιά νέα φάση μετά τήν ἀνακάλυψη τῆς Παράδοσης, τῶν Πατέρων, τῆς Ἐκκλησιολογίας κλπ. στήν ἐπεξεργασία τους μέ γνώμονα τήν ἠθική εὐθύνη (πού εἶναι ἀντικείμενο μεγάλου σύγχρονου φιλοσοφικοῦ προβληματισμοῦ σήμερα) γιά προσφορά στή θρησκευτική ἀγωγή τοῦ πλησίον καί τόν ἀναστοχασμό πάνω στό ρόλο τῆς ἐκπαίδευσης καί τοῦ σχολείου στίς σύγχρονες κοινωνικές προκλήσεις. Σ’ αὐτό τό δύσκολο ἔργο καί ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καλοῦμε τούς συναδέλφους σέ συστράτευση καί κοινό ἀγώνα. Γιά νά δώσουμε καί μεῖς μιά ἀπάντηση στό σύνθημα πού ἀκούστηκε τήν περασμένη Κυριακή: μέ τήν ἐπιστήμη μας, τήν παιδαγωγική μας ἐπάρκεια καί τήν κοινωνική μας δράση «μένουμε Ὀρθόδοξοι» ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ἕναν καλύτερο κόσμο.

[1]www.petheol.gr (προσπελ. 18/2/2016).

[2]thriskeftika.blogspot.gr (προσπελ. 18/2/2016).

[3] Τά μυθεύματα περί «ἑκατομμυρίων» νομίζω ὅτι ἔχουν ἤδη ἀπαντηθεῖ ἰκανά.

[4] Ἡ σύνθετη αὐτή διαδικασία ἐνέχει καί ἐκκλησιολογικές διαστάσεις καί τήν ἔχω περιγράψει πιό ἀναλυτικά ἀλλοῦ, βλ. Δ. Μόσχος, Κληρικοί: μέτοχοι χαρίσματος ἤ ὑπάλληλοι; Σύναξη, 97 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2006), 16-26.

[5] Στ. Ζουμπουλάκη, συνέντευξη στο Βήμα, 3/02/2013.

[6] Τό πλῆρες κείμενο βλ. agioritikovima (προσπελάσθηκε στίς 10/3/2016).

[7] Βλ. π.χ. Μαρτύριον Πιονίου 19, 13: ἔκδ. Π. Κ. Χρήστου, Τά μαρτύρια τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 174, ἤ Μαρτύριον τῶν ἐν Λουγδούνῳ τελειωθέντων, 1, 31: μν. ἔκδ. σ. 204.

[8] Ἠ. Βουλγαράκη, Ἀποφυγή ἀσκήσεως Ἱεραποστολής εἰς τήν Ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, Ἀθήνα 1969.

[9] Π. Χρήστου, Ἡ ἔννοια τῆς διπλῆς γνώσεως κατά τόν Γρηγόριον Παλαμᾶν, ΕΕΘΣΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1963.

Εισήγηση  στην ημερίδα του Πανελλήνιου Θεολογικού Συνδέσμου ΚΑΙΡΟΣ με θέμα: «Μάθημα Θρησκευτικών και Δημόσιος Χώρος».

ΠΗΓΕΣ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, «Ο ανείσπρακτος τρόπος του Ν. Γ. Πεντζίκη»

«Αν για κάποιους λόγους βρισκόμουν υποχρεωμένος να ορίσω με μία και μόνο λέξη ένα συγγραφέα σαν τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, που έλαβε στα πλήρη 85 του την απόφαση να συνεχίσει τη ζωή του σε άλλες σφαίρες, θα λύτρωνα κάπως την αμηχανία μου λέγοντας “αταξινόμητος”, “ακατάτακτος”, με δεύτερη επιλογή το χαρακτηρισμό “ανείσπρακτος”. Και με πυρήνα αυτές ακριβώς τις λέξεις θα δοκιμάσω να πω τα λίγα που έχω στο νου, και που πάντοτε υστερούν από όσα κατοικούν σ’ ένα εσαεί δυσμετάφραστο αίσθημα.

Ανείσπρακτο, είπα, το έργο του Πεντζίκη. Κι όχι μονάχα από τον “δήμο”, που μάλλον λειψά και στρεβλά τον γνώρισε, μέσα από το σχήμα του παραδοξολόγου, κάπως σαν τον Τσαρούχη μα πιο θρήσκο, “θεοτέχνη” που θα ΄λεγε ο Σεφέρης, αλλά και από τους “σοφιστές” – το σώμα του κριτικού έργου που παρήχθη με ερέθισμα το έργο του Θεσσαλονικιού συγγραφέα δεν εκτείνεται σε πολλές σελίδες ούτε και έχει ποικίλη καταγωγή.

Μολαταύτα, ο Πεντζίκης μίλησε. Μίλησε με τη δική του, όλως ιδιαίτερη και όλως κρίσιμη φωνή. Και ήταν όντως παραδοξολόγος, με την έννοια ότι η γραφή του (η οποία συχνότατα δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ομιλία που καταγράφεται δίχως λογοκριτικές επεμβάσεις) πορεύτηκε παρά την κοινή λογοτεχνική δόξα, αντιδίκησε μαζί της, τη χρησιμοποίησε για να πάει παραπέρα, την υπονόμευσε. Ο Πεντζίκης νεοτέρισε, σχεδόν σαν να μην τον αφορά το γεγονός, με εντελώς φυσικό τρόπο. Αποθεώνοντας τη συνειρμική γραφή, αφέθηκε στο παιχνίδι με διαρκώς ανανεούμενη αθωότητα, με κάτι από κείνη την αφέλεια που προϋποθέτει στα έργα “δωρεάς” και την οποία διασώζουν μέσα τους όσοι αντέχουν να επινοούν συνεχώς κάποια θεότητα για να ‘χουν να λατρεύουν. Με έναν τρόπο που υπομνηματίζει τη μαγεία και τους αλχημιστές, αρπαζόταν  από μιά-δυό φράσεις για να στήσει ολόκληρο μυθιστόρημα. Αν η ποίηση, όχι πάντως εν τω συνόλω της, μπορεί να θεωρηθεί “ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου” κατά τη ρήση του Ανδρέα Εμπειρίκου, ή “ανάπτυξη ενός επιφωνήματος” όπως διαβεβαίωνε ο Πωλ Βαλερύ, η πεζογραφία του Πεντζίκη μοιάζει με τη ραγδαία ανάπτυξη ενός κραδασμού αποτυπωμένου σε ελάχιστες λέξεις, που δείχνουν ικανές να ξεκλειδώσουν τα μυστήρια του κόσμου, του πάνω και του κάτω κόσμου. Να τα ξεκλειδώσουν, να ρίξουν μια τολμηρή ματιά στο χώρο που ορίζουν, και να τα αφήσουν στην ιερή ερημία τους, χωρίς να μπουν στον πειρασμό να τα αναδιευθετήσουν ή να τα ερμηνεύσουν».

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, «Ο ανείσπρακτος τρόπος του Ν. Γ. Πεντζίκη», στο: Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1996, 225-226.   

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ. Δ. Ε. 3. ΘΡΗΣΚΕΙΑ. ΕΝΑ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Δ. Ε. 3. ΘΡΗΣΚΕΙΑ. ΕΝΑ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Ο μεταναστευτικός «ηθικός πανικός» και οι (κατα)χρήσεις του

Του ΖΥΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ / Μετάφραση Δημήτρης Ιωάννου

Οι τηλεοπτικές ειδήσεις, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, οι ομιλίες των πολιτικών, τα «τιτιβίσματα», όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να εστιάσουν ή να εκτονώσουν τα άγχη και τις φοβίες του κοινού, ξεχειλίζουν πλέον από αναφορές στη «μεταναστευτική κρίση» – η οποία υποτίθεται πως πλημμυρίζει την Ευρώπη και προμηνύει την κατάρρευση και τον χαμό του τρόπου ζωής που αυτή γνωρίζει, εξασκεί και λατρεύει. Αυτή η κρίση χρησιμεύει προς το παρόν ως ένα είδος πολιτικώς ορθού κωδικού ονόματος για την τρέχουσα φάση του αέναου αγώνα που διεξάγουν οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης για την κατάκτηση και την υποταγή των σκέψεων και των συναισθημάτων των ανθρώπων. Ο αντίκτυπος των ειδήσεων που μεταδίδονται από το εν λόγω πεδίο μάχης κοντεύει πια να προκαλέσει έναν πραγματικό «ηθικό πανικό» (φαινόμενο το οποίο, σύμφωνα με τον πιο κοινά αποδεκτό ορισμό που καταγράφει η Wikipedia, είναι «ένα αίσθημα φόβου που εξαπλώνεται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων ότι κάτι κακό απειλεί την κοινωνική ευημερία»).[1]

Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, μια ακόμα τραγωδία –συνοδευόμενη από σκληρή αδιαφορία και ηθική τύφλωση- είναι έτοιμη να ξεσπάσει. Ολοένα και πυκνώνουν τα σημάδια ότι η κοινή γνώμη, σε αγαστή σύμπνοια με τα εντυπωσιοθηρικά ΜΜΕ, σταδιακά αλλά αναπόδραστα πλησιάζουν το σημείο της «κούρασης με την προσφυγική τραγωδία». Τα πνιγμένα παιδιά, τα βιαστικά υψωμένα τείχη, τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, τα υπερπλήρη στρατόπεδα συγκέντρωσης («κέντρα υποδοχής») και οι κυβερνήσεις που διαγωνίζονται στη ρίψη αλατιού στις πληγές της εξορίας, του παρά τρίχα γλυτωμού και των εξουθενωτικών κινδύνων του ταξιδιού προς την ασφάλεια αντιμετωπίζοντας τους πρόσφυγες σαν καυτές πατάτες – όλα αυτά τα ηθικά αίσχη αποτελούν ολοένα και λιγότερο «ειδήσεις» και πετιούνται ολοένα και συχνότερα κάπου «μέσα στις ειδήσεις». Αλίμονο, η μοίρα όλων των συγκλονισμών είναι η μετατροπή τους σε μια βαρετή ρουτίνα κανονικότητας – κι η μοίρα των ηθικών πανικών είναι η περιτύλιξή τους σ’ ένα πέπλο λησμοσύνης, η κατανάλωση και η εξαφάνισή τους από τα μάτια και τις συνειδήσεις μας. Ποιος θυμάται πια τους Αφγανούς πρόσφυγες που ζητούσαν άσυλο στην Αυστραλία κι έριχναν τα κορμιά τους πάνω στα συρματοπλέγματα της Woomera ή έλιωναν κλεισμένοι στα μεγάλα κέντρα κράτησης που η Αυστραλιανή κυβέρνηση έχτισε στο Nauru και το Νησί των Χριστουγέννων «για να εμποδίσει την είσοδό τους στα χωρικά της ύδατα»; Ή τους δεκάδες Σουδανούς εξόριστους που σφαγιάστηκαν από την αστυνομία στο κέντρο του Καΐρου «αφού απεκδύθηκαν των δικαιωμάτων τους από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ»;[2]

Η μαζική μετανάστευση δεν είναι φυσικά νέο φαινόμενο˙ συνόδευσε τη νεωτερική εποχή από την απαρχή της (αν και σε μεταβαλλόμενες, και κάποιες φορές αντιστρεφόμενες, κατευθύνσεις) – καθώς ο «σύγχρονος τρόπος ζωής μας» περιλαμβάνει εγγενώς την παραγωγή «περιττών ανθρώπων» (τοπικά «άχρηστων» – πλεοναζόντων και μη απασχολήσιμων- ελέω οικονομικής προόδου, ή τοπικά ανυπόφορων – απόβλητων ως αποτέλεσμα αναταραχών, συγκρούσεων και αλληλοσπαραγμών που οφείλονται σε κοινωνικούς/πολιτικούς μετασχηματισμούς και στους αγώνες ισχύος που ακολουθούν). Ωστόσο, τώρα υφιστάμεθα τις πρόσθετες συνέπειες της βαθιάς, και φαινομενικά αδιέξοδης, αποσταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής, στον απόηχο των απερίσκεπτων, ανόητα μυωπικών και πασίδηλα αποτυχημένων πολιτικών και στρατιωτικών επεμβάσεων των Δυτικών δυνάμεων στην περιοχή.

Οι παράγοντες που πυροδοτούν τις τωρινές μαζικές ροές στα σημεία εκκίνησής τους είναι λοιπόν διττοί· αντίστοιχα διττός είναι και ο αντίκτυπος των ροών αυτών στα σημεία προορισμού και οι αντιδράσεις των χωρών υποδοχής. Στα «ανεπτυγμένα» μέρη του κόσμου, στα οποία τόσο οι οικονομικοί μετανάστες όσο και οι πρόσφυγες αναζητούν καταφύγιο, τα επιχειρηματικά συμφέροντα επιβουλεύονται και καλωσορίζουν την εισροή του φτηνού εργατικού δυναμικού που υπόσχεται γι’ αυτούς μεγάλα κέρδη (όπως εύστοχα το συνόψισε ο Ντόμινικ Κασιάνι: «οι βρετανοί εργοδότες έχουν γίνει εξπέρ στο να βρίσκουν φτηνούς ξένους εργάτες – χρησιμοποιούν γραφεία απασχόλησης που εργάζονται πυρετωδώς στην ηπειρωτική Ευρώπη ακριβώς για το σκοπό αυτόν»)·[3] για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, από την άλλη, που ήδη κατατρύχεται από την υπαρξιακή και εργασιακή ανασφάλεια της κοινωνικής του θέσης και προοπτικής, αυτή η εισροή σηματοδοτεί ακόμα μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, βαθύτερη αβεβαιότητα και μειούμενες πιθανότητες βελτίωσης της ζωής τους: πρόκειται για μια πολιτικά και κοινωνικά εκρηκτική κατάσταση, και οι πολιτικοί προσπαθούν πολύ άγαρμπα να ισορροπήσουν τις ασύμβατες επιθυμίες να εξυπηρετήσουν τους κεφαλαιοκράτες αφέντες τους και ταυτόχρονα να καθησυχάσουν τους φόβους των ψηφοφόρων τους.

Εν γένει, όπως έχουν τα πράγματα προς το παρόν και όπως φαίνονται ότι θα είναι για πολύ καιρό στο μέλλον, η μαζική μετανάστευση είναι απίθανο να σταματήσει· παρά τις προσπάθειες να αποθαρρυνθεί ή και την αυξανόμενη εφευρετικότητα των προσπαθειών να σταματήσει. Όπως έξυπνα παρατήρησε ο Ρόμπερτ Ουάιντερ στον πρόλογο της β΄ έκδοσης του βιβλίου του BloodyForeigners,[4] «Μπορούμε να καθόμαστε στην παραλία όσο θέλουμε και να φωνάζουμε στα κύματα, αλλά η παλίρροια δεν θα μας ακούσει, ούτε η θάλασσα θα υποχωρήσει». Η ανέγερση τειχών για να σταματήσουν οι μετανάστες πριν «μπουν στις δικές μας αυλές» μοιάζει σε γελοίο βαθμό με την ιστορία του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Διογένη, ο οποίος μια μέρα έπιασε το πιθάρι στο οποίο έμενε και άρχισε να το κυλά άσκοπα πάνω κάτω στους δρόμους της Σινώπης. Όταν τον ρώτησαν για την παράξενη συμπεριφορά του, αυτός απάντησε ότι, μια κι έβλεπε τους γείτονές του να αμπαρώνουν τις πόρτες τους και να ακονίζουν τα σπαθιά τους εν όψει της πολιορκίας της πόλης από τα στρατεύματα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, ντρεπόταν να αδρανεί κι είπε να συνεισφέρει κι εκείνος κάπως στην άμυνα της πόλης.

Αυτό όμως που έγινε τα τελευταία χρόνια, είναι ότι στους μετανάστες που χτυπούν τις πόρτες της Ευρώπης προστίθενται ένας εκρηκτικά αυξημένος αριθμός προσφύγων και αιτούντων άσυλο. Αυτή η έκρηξη προκλήθηκε από το αυξανόμενο πλήθος των κρατών που «αποτυγχάνουν» ή είναι ήδη «αποτυχημένα», των περιοχών όπου δεν υπάρχει καν κράτος και άρα αποτελούν θέατρα ανομίας, ατελείωτων φυλετικών και θρησκευτικών πολέμων, μαζικών σφαγών και ασταμάτητης λεηλασίας. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή είναι η παράπλευρη ζημιά που προκάλεσαν οι θανατηφόρα λανθασμένες, ατυχείς και καταστροφικές στρατιωτικές αποστολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι οποίες τελείωσαν με την αντικατάσταση των δικτατορικών τους καθεστώτων από ένα 24ωρο θέατρο αναρχίας και φρενιτιώδους βίας, που υποβοηθείται και υποκινείται από ένα παγκόσμιο εμπόριο όπλων που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και ενισχύεται από την άπληστη εξοπλιστική βιομηχανία και τη σιωπηρή (αν και συχνά υπερήφανα επιδεικνυόμενη σε διεθνή εμπορικά φόρα) υποστήριξη κυβερνήσεων διψασμένων για μεγέθυνση του ΑΕΠ. Η πλημμύρα των προσφύγων που, κάτω από την κυριαρχία της αυθαιρεσίας και της βίας, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, και να αναζητήσουν καταφύγιο από τα πεδία των μαχών, ήρθε να προστεθεί στη σταθερή ροή των αποκαλούμενων «οικονομικών μεταναστών», οι οποίοι έλκονται στη Δύση από την ανθρώπινη επιθυμία τους να αφήσουν τα άγονα εδάφη τους (τις πτωχευμένες χώρες τους που δεν προσφέρουν καμιά προοπτική) για πιο πράσινα βοσκοτόπια (τους ονειρικούς παραδείσους των άπλετων ευκαιριών). Γι’ αυτό το πλατύ ποτάμι των ανθρώπων που αναζητούν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης (ένα ποτάμι με ροή σταθερή από τις απαρχές της ανθρωπότητας, που όμως φούσκωσε από τη σύγχρονη βιομηχανία περιττών ανθρώπων και «σπαταλημένων ζωών»[5]), ο Πολ Κόλιερ γράφει τα ακόλουθα[6]:«Το πρώτο γεγονός είναι πως το εισοδηματικό χάσμα ανάμεσα στις φτωχές και τις πλούσιες χώρες είναι τερατώδες και η παγκόσμια διαδικασία οικονομικής μεγέθυνσης θα το διατηρήσει έτσι για πολλές δεκαετίες. Το δεύτερο είναι πως η μετανάστευση δεν θα μειώσει δραστικά αυτό το χάσμα διότι οι μηχανισμοί ανάδρασης είναι πολύ αδύναμοι. Το τρίτο είναι πως, καθώς η μετανάστευση θα συνεχίζεται, οι μεταναστευτικές κοινότητες θα συνεχίσουν για δεκαετίες να πληθαίνουν. Οπότε, το εισοδηματικό χάσμα θα παραμένει, και οι παράγοντες διευκόλυνσης της μετανάστευσης θα πολλαπλασιάζονται. Το βέβαιο συμπέρασμα είναι πως η μετανάστευση από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες θα επιταχυνθεί. Για το προβλέψιμο μέλλον, η διεθνής μετανάστευση δεν θα φτάσει σε ισορροπία: αντίθετα, είμαστε μάρτυρες των απαρχών μιας ανισορροπίας επικών διαστάσεων».

Ο Κόλιερ υπολογίζει πως, μεταξύ του 1960 και του 2000 (οπότε τελείωναν και τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία), «η μετανάστευση από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες απογειώθηκε από τα 20 εκατομμύρια (και λιγότερο) στα 60 εκατομμύρια (και περισσότερο). Επιπλέον, οι αυξητικές τάσεις επιταχύνονταν με το πέρασμα των δεκαετιών. […] Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι μετά το 2000 η επιτάχυνση συνεχίστηκε». Θα λέγαμε πως, αφημένοι στη δική τους λογική και δυναμική, οι πληθυσμοί των φτωχών και πλούσιων χωρών συμπεριφέρονται όπως ένα υγρό σε συγκοινωνούντα δοχεία. Ο αριθμός των μεταναστών είναι βέβαιο ότι θα αυξάνει έως ότου επιτευχθεί ισορροπία, μεταξύ των επιπέδων ευημερίας των «ανεπτυγμένων» και των «αναπτυσσόμενων» (;) τομέων του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη μας. Ωστόσο, ένα τέτοιο αποτέλεσμα πιθανότατα θα χρειαστεί πολλές δεκαετίες μέχρι να επιτευχθεί – ακόμα κι αν αποκλείσουμε τις απρόβλεπτες καμπές της ιστορικής μοίρας.

Μια ιστορία που δεν τελειώνει

Οι πρόσφυγες που ξεφεύγουν από την κτηνωδία του πολέμου και του ολοκληρωτισμού ή την αγριότητα μιας πεινασμένης και αδιέξοδης ύπαρξης χτυπούν τις πόρτες κάποιων άλλων, κι αυτό συμβαίνει από τις αρχές της σύγχρονης εποχής. Για τους ανθρώπους που αφουγκράζονται τα χτυπήματα πίσω από τις πόρτες τους, οι πρόσφυγες ήταν πάντα, όπως και τώρα, ξένοι. Οι ξένοι τείνουν να προκαλούν άγχος ακριβώς γιατί δεν τους ξέρουμε — είναι απρόβλεπτοι κι αυτό έχει κάτι το τρομακτικό, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε καθημερινά, από τους οποίους νομίζουμε ότι ξέρουμε τι να περιμένουμε· ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι όλοι αυτοί οι ξένοι δεν θα καταστρέψουν τα πράγματα που αγαπάμε, δεν θα σακατέψουν ή θα διαλύσουν τον συνηθισμένο τρόπο ζωής μας, που τόσο μας παρηγορεί; Τους ανθρώπους με τους οποίους έχουμε συνηθίσει να συμβιώνουμε, στις γειτονιές, τους δρόμους και τα γραφεία μας τους χωρίζουμε κοινότοπα σε φίλους και «εχθρούς», τους συναναστρεφόμαστε με ευχαρίστηση ή απλώς τους ανεχόμαστε· πάντως, σε όποια κατηγορία κι αν τους βάλουμε, γνωρίζουμε καλά πώς να τους φερθούμε και πώς να οργανώσουμε τη συνύπαρξή μας μαζί τους. Για τους ξένους, ωστόσο, γνωρίζουμε τόσο ελάχιστα πράγματα, που δεν μπορούμε να διαβάσουμε κατάλληλα τις κινήσεις τους ώστε να προετοιμάσουμε τις αντιδράσεις μας, ούτε να μαντέψουμε τις προθέσεις τους και τι ετοιμάζουν. Η άγνοια πώς να κινηθούμε, πώς να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση που δεν οφείλεται σε μας και δεν την ελέγχουμε, είναι ένα μείζον αίτιο του άγχους και του φόβου.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτά αποτελούν γενικά και υπεριστορικά προβλήματα της ύπαρξης «ξένων ανάμεσά μας», που εμφανίζονται σε όλες τις εποχές και κατατρύχουν όλα τα τμήματα του πληθυσμού, με λίγο-πολύ παρόμοια ένταση και σε λίγο-πολύ παρόμοιο βαθμό. Οι πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές προκαλούν αναπόφευκτα τις αντιφατικές παρορμήσεις της «μεικτοφιλίας» (της έλξης προς τα πολύχρωμα, ετερόκλητα περιβάλλοντα που προμηνύουν άγνωστες και ανεξερεύνητες εμπειρίες και άρα την ευχαρίστηση της περιπέτειας και της ανακάλυψης) και της «μεικτοφοβίας» (του φόβου του μη διαχειρίσιμου όγκου των άγνωστων, ανεξημέρωτων, άβολων και ανεξέλεγκτων ερεθισμάτων). Η πρώτη παρόρμηση είναι το βασικότερο θέλγητρο της αστικής ζωής. Η δεύτερη, αντίθετα, είναι το πιο τρομακτικό της τραύμα, ιδίως στα μάτια των λιγότερο τυχερών και εύπορων, οι οποίοι (σε αντίθεση με τους πλούσιους και τους προνομιούχους, που έχουν τη δυνατότητα να απομονωθούν σε «περιφραγμένες κοινότητες» προστατευόμενοι από την ενοχλητική, μπερδεμένη και συχνά τρομακτική αναταραχή και φασαρία των πολύβουων δρόμων της πόλης) δεν μπορούν εύκολα να απομακρυνθούν από τις αμέτρητες παγίδες και ενέδρες που είναι διάσπαρτες στο ετερογενές και συχνά δύσπιστο και εχθρικό αστικό περιβάλλον, στους κρυφούς του οποίου κινδύνους είναι καταδικασμένοι να μείνουν εκτεθειμένοι για όλη τους τη ζωή. Όπως μας πληροφορεί ο Αλμπέρτο Ναρντέλι, «σχεδόν το 40% των Ευρωπαίων αναφέρουν το μεταναστευτικό ως το πιο σοβαρό ζήτημα που έχει να επιλύσει η ΕΕ[7] – αναδεικνύοντάς το πρώτο. Μόλις ένα χρόνο πριν, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μικρότερο από 25%. Αντίστοιχα, ένας στους δύο Βρετανούς αναφέρουν πλέον το μεταναστευτικό ως ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τη χώρα».

Στον ολοένα και πιο απορυθμισμένο, πολυκεντρικό, εξαρθρωμένο κόσμο μας, η μόνιμη αμφισημία της αστικής ζωής δεν είναι ο μόνος λόγος για να αισθάνεται κανείς αμήχανος ή φοβισμένος στη θέα άστεγων νεοφερμένων, ή για να εξάπτει την εχθρότητα εναντίον τους και να προκαλεί σε βία – και, επίσης, για να χρησιμοποιεί ή να καταχράται τα ολοφάνερα δεινά της φτώχειας, της δυστυχίας και της αδυναμίας τους. Μπορεί κανείς να αναφέρει δύο ακόμα παρορμήσεις, που προστίθενται από τα αλλόκοτα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής και συγκατοίκησής μας μετά-την – απορρύθμιση· πρόκειται για δύο παράγοντες σαφώς διακριτούς μεταξύ τους, που επηρεάζουν μάλλον διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Καθένας από αυτούς εντείνει την πικρία και την επιθετικότητα που εκδηλώνεται προς τους μετανάστες – αλλά σε διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού υποδοχής.

Λαγοί και βατράχια

Η πρώτη παρόρμηση ακολουθεί, έστω και σε σύγχρονη μορφή, το σχήμα που περιέγραφε ο Αίσωπος στον μύθο με τους λαγούς και τα βατράχια. Οι λαγοί του μύθου δεν ήξεραν πλέον πού να καταφύγουν για να γλιτώσουν από το κυνηγητό των άλλων ζώων. Με το που έβλεπαν έστω κι ένα ζώο να τους πλησιάζει, το έβαζαν στα πόδια. Μια μέρα συνάντησαν μια αγέλη αφηνιασμένων αλόγων, και πανικόβλητοι έτρεξαν για μια κοντινή λίμνη, αποφασισμένοι να πνιγούν παρά να συνεχίσουν να ζουν μέσα στο φόβο. Αλλά καθώς πλησίαζαν στην όχθη, κάποιοι βάτραχοι, τρομαγμένοι με τη σειρά τους απ’ τους επερχόμενους λαγούς, πήδηξαν βιαστικά μες στο νερό. «Τελικά», είπε ένας λαγός, «τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα». Δεν υπάρχει πια λόγος να διαλέξουν τον θάνατο από μια ζωή στο φόβο. Το ηθικό δίδαγμα του μύθου είναι ξεκάθαρο: η ικανοποίηση που ένιωσε ο λαγός – ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα από την καθημερινή απόγνωση του θηράματος – προήλθε από τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχει πάντα κάποιος που κουβαλάει βαρύτερο σταυρό από τον ίδιο.

Στην κοινωνία μας, την κοινωνία των ανθρώπινων ζώων, υπάρχουν άφθονοι «λαγοί που κυνηγιούνται απ’ τα άλλα ζώα» και βρίσκονται σε μια θέση παρομοίως δεινή με αυτή του μύθου: στις τελευταίες δεκαετίες, ο αριθμός τους όλο και αυξάνεται, κι απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς σταματημό. Ζουν μέσα στη δυστυχία, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση, εντός μιας κοινωνίας που τους έχει κάνει παρίες την ίδια στιγμή που επαίρεται για την πρωτοφανή άνεση και πολυτέλειά της. Οι λαγοί μας λοιδορούνται και καταδικάζονται από τα «άλλα ανθρώπινα ζώα», και προσβάλλονται που οι άλλοι τους εξευτελίζουν και τους απαξιώνουν — ενώ ταυτόχρονα λογοκρίνονται, χλευάζονται και ταπεινώνονται από το δικαστήριο της ίδιας της συνείδησής τους για την καταφανή ανικανότητά τους να αρθούν στο ύψος αυτών των άλλων. Σε έναν κόσμο όπου όλοι θεωρείται δεδομένο ότι θα «ζουν για τον εαυτό τους», και μάλιστα αναμένεται και προτρέπονται να το κάνουν, τέτοιοι ανθρώπινοι λαγοί που αποστερούνται τον σεβασμό, τη φροντίδα και την αναγνώριση από τους άλλους, είναι ακριβώς σαν αυτούς του Αισώπου που «κυνηγιούνται απ’ τα άλλα ζώα», πεταμένοι στην εσχατιά που προορίζεται για τα δίκαια λάφυρα του διαβόλου· και αφημένοι εκεί για πάντα χωρίς ελπίδα, πόσο μάλλον υπόσχεση, για λύτρωση ή για απόδραση.

Για τους απόκληρους που νομίζουν ότι έχουν φτάσει στον πάτο, η ανακάλυψη ότι υπάρχει κι άλλο ένα επίπεδο πιο κάτω από αυτό στο οποίο τους έχουν σπρώξει είναι ένα συμβάν λυτρωτικό που διασώζει την αξιοπρέπεια και ό,τι έχει απομείνει από την αυτοεκτίμησή τους. Η άφιξη ενός πλήθους άστεγων προσφύγων που έχουν απωλέσει τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, όχι μόνο στην πράξη αλλά και με το γράμμα του νόμου, προσφέρει τη (σπάνια) ευκαιρία για ένα τέτοιο συμβάν. Και μας βοηθά να εξηγήσουμε τη σύμπτωση του πρόσφατου μεταναστευτικού κύματος με την άνοδο της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, του σοβινισμού — και τις εκπληκτικές όσο και πρωτοφανείς εκλογικές επιτυχίες των ξενοφοβικών, ρατσιστικών, σοβινιστικών κομμάτων και κινημάτων και των υπερ-εθνικιστών ηγετών τους.

Les Bas profonds[8]

Το «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν συγκεντρώνει ψήφους κυρίως από τα πολύ χαμηλά στρώματα της γαλλικής κοινωνίας (τους απόκληρους, τους περιθωριοποιημένους, τους φτωχούς και αποκλεισμένους) και εξασφαλίζει την υποστήριξή τους άλλοτε διακηρύσσοντας ανοιχτά κι άλλοτε υπονοώντας σιωπηρά το σύνθημα «η Γαλλία για τους Γάλλους». Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθούν σ’ ένα τέτοιο σύνθημα αυτοί που απειλούνται με αποκλεισμό από την ίδια τους την κοινωνία στην πράξη, αν και όχι (ακόμα) τυπικά: εν τέλει, ο εθνικισμός τούς παρέχει το όνειρο μιας σωσίβιας λέμβου (ή ενός μηχανισμού αναβίωσης;) για την ξεθωριασμένη ή ήδη τσακισμένη αυτοεκτίμησή τους. Το να είναι Γάλλοι (ή Γαλλίδες) είναι το (ίσως μοναδικό εφικτό) χαρακτηριστικό που τους τοποθετεί στην ίδια κατηγορία με τους «καλούς καγαθούς», υψηλόφρονες και ισχυρούς ανθρώπους στην κορυφή, και ταυτόχρονα τους θέτει ψηλότερα από τους παρομοίως δυστυχείς αλλοδαπούς, τους ανέστιους νεοφερμένους. Οι μετανάστες είναι ακριβώς ο σωτήριος πάτος που βρίσκεται ακόμα πιο κάτω – χαμηλότερα από το σημείο που κρατούνται οι εγχώριοι Άθλιοι· ένας πάτος που καθιστά τη θέση των τελευταίων λίγο λιγότερο ταπεινωτική, και συνεπώς λίγο λιγότερο πικρή, αβάσταχτη και ανυπόφορη.

Υπάρχει κι άλλος ένας εξαιρετικός (με την έννοια ότι βρίσκεται πέραν της «κανονικής», υπεριστορικής δυσπιστίας για τους ξένους) λόγος ανησυχίας και αγανάκτησης με τη μαζική εισροή μεταναστών και προσφύγων. Και αυτός αφορά περισσότερο ένα κάπως διαφορετικό τμήμα της κοινωνίας: το αναδυόμενο «πρεκαριάτο», ανθρώπους που φοβούνται μη χάσουν τα αγαπημένα και ζηλευτά τους αποκτήματα και την κοινωνική τους θέση περισσότερο απ’ όσο το φοβούνται οι ανθρώπινοι «αισώπειοι λαγοί», που είναι απεγνωσμένοι από το γεγονός ότι τα έχουν ήδη χάσει ή δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να τα αποκτήσουν.

Ξένοι στην ακτή – και στον δρόμο 

Δεν μπορεί κανείς παρά να παρατηρήσει ότι η μαζική και ξαφνική εμφάνιση των ξένων στους δρόμους μας, ούτε οφείλεται σε εμάς, ούτε βρίσκεται υπό τον έλεγχό μας. Κανείς δεν μας συμβουλεύτηκε, κανείς δεν μας ρώτησε αν συμφωνούμε. Και δεν είναι να απορεί κανείς που τα διαδοχικά κύματα μεταναστών αντιμετωπίζονται εχθρικά ως (για να θυμηθούμε τον Μπρεχτ) «προάγγελοι κακών ειδήσεων». Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες ενσωματώνουν την κατάρρευση της τάξης (ό,τι κι αν εννοούμε με τον όρο αυτό: μια κατάσταση πραγμάτων στην οποία οι σχέσεις μεταξύ αιτίων και αιτιατών είναι σταθερές, κατανοητές και προβλέψιμες, επιτρέποντας στους κοινωνούς της να σχεδιάζουν πώς θα κινηθούν εντός της), που παύει πλέον να είναι δεσμευτική: θυμίζουν τους ανθρώπους με τα ολόσωμα πλακάτ που γράφουν «το τέλος του κόσμου είναι κοντά». Όπως λέει σε μια οδυνηρά εύστοχη φράση ο Τζόναθαν Ράδερφορντ, «μεταφέρουν τα άσχημα νέα από την άλλη άκρη του κόσμου μέχρι την πόρτα μας». Μας κάνουν να συνειδητοποιούμε κι επιμένουν να μας θυμίζουν αυτά που μας αρέσει να ξεχνάμε ή καλύτερα να ξορκίζουμε: ότι υπάρχουν κάποιες παγκόσμιες, μακρινές, καμιά φορά ακουστές αλλά πάντα αόρατες, ασαφείς, σκοτεινές και μυστηριώδεις δυνάμεις αρκετά ισχυρές ώστε να επεμβαίνουν και στις δικές μας τις ζωές και να αγνοούν τις προτιμήσεις μας.

Αυτοί οι νομάδες – όχι κατ’ επιλογήν αλλά καταδικασμένοι από μια άκαρδη μοίρα – μας θυμίζουν, με ενοχλητικό και εξοργιστικό τρόπο, την (αθεράπευτη;) ευαλωτότητα της δικής μας θέσης και την ευθραυστότητα της δικής μας κερδισμένης ευημερίας. Και είναι μια ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη συνήθεια να κατηγορούμε και να τιμωρούμε τους αγγελιαφόρους για το μισητό περιεχόμενο του μηνύματος που μεταφέρουν εκ μέρους των περίπλοκων, ανεξιχνίαστων, τρομακτικών και δικαίως μισητών παγκόσμιων δυνάμεων που υποπτευόμαστε ως υπαίτιων για το αγωνιώδες και ταπεινωτικό συναίσθημα υπαρξιακής αβεβαιότητας που διαλύει την αυτοπεποίθησή μας και καταστρέφει τα σχέδια που κάνουμε για τις ζωές μας. Και ενώ δεν μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα για να χαλιναγωγήσουμε τις διαφεύγουσες και μακρινές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, μπορούμε τουλάχιστον να διοχετεύσουμε τον θυμό που μας προκάλεσαν και εξακολουθούν να μας προκαλούν, και να ξεφορτώσουμε αυτόν το θυμό, εμμέσως, προς τα κοντινά και ευπρόσιτα προϊόντα τους.

Φυσικά, δεν θα φτάσει πουθενά κοντά στη ρίζα των προβλημάτων, αλλά μπορεί να μας ανακουφίσει έστω και για λίγο από τον εξευτελισμό της κακοτυχίας μας και της ανικανότητάς μας να αντισταθούμε στην παραλυτική επισφάλεια της δικής μας θέσης στον κόσμο.

Η στρεβλή αυτή λογική και η νοοτροπία που γεννά προσφέρουν ένα καλά προετοιμασμένο, γόνιμο έδαφος, που προκαλεί πολλούς ψηφοθήρες να το βοσκήσουν — μια ευκαιρία που δεν θα ήθελαν επ’ ουδενί να χάσουν ολοένα και περισσότεροι πολιτικοί. Η εκμετάλλευση της αγωνίας που προκαλεί η εισροή των ξένων, η οποία αναμένεται να σπρώξει κι άλλο προς τα κάτω μισθούς και επιδόματα που καιρό τώρα αρνούνται να μεγαλώσουν, να μακρύνει κι άλλο τις ουρές των ανθρώπων που στήνονται εις μάτην για δουλειές που μένουν πεισματικά σπάνιες, είναι ένας πειρασμός στον οποίο ελάχιστοι πολιτικοί που ήδη έχουν ή εποφθαλμιούν κάποιο αξίωμα θα μπορούσαν να αντισταθούν.

Οι στρατηγικές που επιστρατεύουν οι πολιτικοί για να αρπάξουν αυτή την ευκαιρία μπορεί να είναι –και είναι– πολλές και ποικίλες, αλλά ένα πράγμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: η πολιτική του αμοιβαίου διαχωρισμού και της τήρησης αποστάσεων, η οικοδόμηση τειχών αντί για γέφυρες και η καταφυγή σε ηχομονωμένους «ηχοθαλάμους» αντί για ανοιχτές γραμμές απαραμόρφωτης επικοινωνίας (ακόμα και η νίψη των χειρών ή η διακήρυξη της αδιαφορίας, μεταμφιεσμένης έστω σε ανεκτικότητα) δεν οδηγούν πουθενά, παρά μόνο στην έρημο της αμοιβαίας δυσπιστίας, αποξένωσης και επιδείνωσης. Παρότι μοιάζει βραχυπρόθεσμα καθησυχαστική (γιατί διώχνει την πρόκληση εκτός πεδίου), αυτή η απατηλή, αυτοκτονική πολιτική συσσωρεύει εκρηκτικές ύλες που είναι έτοιμες να εκραγούν στην πρώτη φυτιλιά. Κι έτσι, ένα συμπέρασμα πρέπει να είναι εξίσου ξεκάθαρο: ο μόνος δρόμος που μας απομακρύνει από την τωρινή δυσφορία και τη μελλοντική συμφορά περνά μέσα από την απόρριψη του ύπουλου πειρασμού του διαχωρισμού. Ακόμα καλύτερα, μέσα από την ακύρωσή του, την αποσυναρμολόγηση των φραχτών των «κέντρων υποδοχής και φιλοξενίας» και το πλησίασμα των ενοχλητικών διαφορών, ανομοιοτήτων και των αυτοεπιβαλλόμενων χασμάτων σε στενή, καθημερινή και όλο και πιο άμεση επαφή –η οποία ελπίζω ότι θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας γόνιμης σχέσης των δύο μερών αντί για την τωρινή, αυτοτροφοδοτούμενη σχάση ανάμεσά τους.

Ένας μακρύς και φιδωτός δρόμος

Ξέρω, ξέρω: ένα τέτοιο σχέδιο δράσης προμηνύει μια μακρά, ταραχώδη και ακανθώδη περίοδο· δεν είναι πιθανό να επιφέρει άμεση ανακούφιση, και μάλιστα μπορεί να πυροδοτήσει περισσότερο φόβο και να παροξύνει την καχυποψία και την εχθρότητα. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποια εναλλακτική, πιο άνετη και λιγότερο επικίνδυνη, σύντομη λύση στο πρόβλημα. Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε κρίση – και δεν υπάρχει άλλη έξοδος από αυτή την κρίση εκτός από την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους. Το πρώτο εμπόδιο στην οδό διαφυγής από την αμοιβαία αποξένωση είναι η άρνηση του διαλόγου, η σιωπή – της αυτοαποξένωσης, της ψυχρότητας, της απροσεξίας, της περιφρόνησης, της αδιαφορίας. Αντί για το δίπολο της αγάπης και του μίσους, η διαλεκτική της περιχαράκωσης πρέπει συνεπώς να γίνει αντιληπτή με όρους τριάδας: αγάπη, μίσος και αδιαφορία ή παραμέληση.

Για την αμαρτία της αδιαφορίας, ο Πάπας Φραγκίσκος είχε τα ακόλουθα να πει στις 8 Ιουλίου 2013, κατά την επίσκεψή του στη Λαμπεντούζα – εκεί και τότε που ξεκίνησαν ο τωρινός «ηθικός πανικός» και η επακόλουθη ηθική πανωλεθρία μας: «Πόσοι εξ ημών, εμού περιλαμβανομένου, έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας… Δεν προσέχουμε πια τον κόσμο που ζούμε, δεν μας νοιάζει· δεν προστατεύουμε αυτό που ο Θεός δημιούργησε για όλους, και καταλήγουμε να μη νοιαζόμαστε ούτε ο ένας για τον άλλο! Και όταν η ανθρωπότητα συνολικά χάνει τον προσανατολισμό της, καταλήγει σε τραγωδίες όπως αυτή που εκτυλίχθηκε εδώ… Πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: ποιος είναι υπεύθυνος για το αίμα αυτών εδώ των αδελφών μας, αντρών και γυναικών; Κανείς! Αυτή είναι η απάντησή μας: δεν είμαι εγώ· εγώ δεν έχω καμία ευθύνη γι’ αυτό που συνέβη˙ πρέπει να είναι κάποιος άλλος, αλλά σίγουρα δεν είμαι εγώ… Σήμερα κανείς στον κόσμο δεν αισθάνεται υπεύθυνος· έχουμε χάσει κάθε αίσθημα ευθύνης για τους αδελφούς και τις αδελφές μας… Η κουλτούρα της άνεσης, που μας κάνει να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας, μας κάνει αναίσθητους στις οιμωγές των άλλων ανθρώπων, μας κάνει να ζούμε σε σαπουνόφουσκες που, αν και όμορφες, είναι ανούσιες· μας προσφέρουν μια φευγαλέα και άδεια ψευδαίσθηση που έχει ως αποτέλεσμα την αδιαφορία μας για τους άλλους· στην πραγματικότητα, οδηγούν στην παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας, καταπέσαμε στην παγκοσμιοποιημένη αδιαφορία. Συνηθίσαμε τις συμφορές των άλλων: δεν με επηρεάζει, δεν με αφορά, δεν είναι δική μου δουλειά!».

Ο Πάπας Φραγκίσκος μας καλεί «να αφαιρέσουμε τον Ηρώδη που ελλοχεύει στις καρδιές μας· να ζητήσουμε από τον Κύριο τη χάρη Του για να μπορέσουμε να θρηνήσουμε για την αδιαφορία μας, να θρηνήσουμε για τη σκληρότητα του κόσμου μας, της ίδιας της καρδιάς μας, και όλων αυτών που προστατευμένοι στην ανωνυμία παίρνουν αποφάσεις για την κοινωνία και την οικονομία μας που ανοίγουν τις πόρτες σε τραγωδίες όπως αυτή». Και, έχοντας πει αυτά, ρωτά: «Έχει θρηνήσει κανείς; Σήμερα, έχει θρηνήσει κανείς στον κόσμο μας;».

Το κείμενο με τίτλο «TheMigrationPanicAndIts (Mis)uses» δημοσιεύθηκε στο www.socialeurope.eu, στις 17.12.2015).

[1]https://en.wikipedia.org/wiki/Moral_panic

[2] Βλ. Agier, M. (2010) Managing the Undesirables,  Polity Press, http://www.polity.co.uk/book.asp?ref=9780745649016

[3] Casciani, D. (2015), “Why migration is changing almost everything”, http://www.bbc.com/news/uk-31748423.

[4] Winder, R. (2013), Bloody Foreigners. The Story of Immigration to Britain: Abacus.

[5] Bauman, Z. (2005), Σπαταλημένες Ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας: Κατάρτι.

[6] Collier, P. (2014), Exodus. Immigration and Multiculturalism in the 21st Century: Penguin.

[7]http://ec.europa.eu/public_opinion/index_en.htm

[8] Τα απύθμενα βάθη (γαλλικά στο πρωτότυπο).

Πειραιάς Φωτογραφία Vadim Ghirda

Πειραιάς. Φωτογραφία Vadim Ghirda

Ειδομένη. Φώτο Μάριος Λώλος

Ειδομένη. Φωτογραφία Μάριος Λώλος

Πλατεία Βικτωρίας Φωτογραφία Vadim Ghirda

Πλατεία Βικτωρίας Φωτογραφία Vadim Ghirda

ΠΗΓΕΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

εθελουσία λήθη ένας χώρος για να (μη) ξεχνιόμαστε

Ένα κορίτσι με μαγιό / μπήκε στην εκκλησία. Ένα ανέκδοτο ποίημα – αναστεναγμός υπαινικτικός – του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και η ουσία της θεολογίας

Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ / Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη γνωρίζουμε οι περισσότεροι ως ιστορικό ποιητή. Έχω, όμως, την αίσθηση πως μια τέτοια σφραγίδα, εξάπαντος τιμητική, αποτελεί κάποιες φορές τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους αναγνώστες του, βρόχο που φράζει την αναπνοή και οδηγεί την ύπαρξη σε ασφυξία. Και το λέγω τούτο διότι ο Χαραλαμπίδης είναι τω όντι ποιητής  ιστορικός, μα μαζί και ερωτικός. Μια πραγματικότητα που αν παραπέσει ή εάν λησμονηθεί στερεί από τον ποιητή εκείνο το λυτρωτικό ολισμό, που επιτρέπει το δραματικό ξεπέρασμα της ιστορίας, τουτέστιν τη δικαίωσή της, δια του εμβαπτισμού της, εντός του μυστηρίου της μεθιστορίας. Με άλλα λόγια την ποιητική σωτηρία της, που ως σαρκωμένη αλήθεια δεν μπορεί παρά να γεννιέται και να αναθρέφεται από την πνοή του έρωτα και την έκσταση της αγάπης∙ νυν και αεί.

Πριν λίγα χρόνια είχα την τύχη και τη χαρά να γίνω αποδέκτης δώρου απρόσμενου. Καθόμαστε στην καρδιά της Αθήνας σε μαγειρείο όταν άνοιξε τη τσάντα του και μου πρόσφερε από τα βάθη της καρδιάς του, με κείνο το υπαινικτικό του χαμόγελο, τρία ανέκδοτα ποιήματα. Αν είσαι αντιλόπη (για τον αββά που πιάστηκε στην παγίδα των ζώων), Αποκαθήλωση και βεβαίως το Ένα κορίτσι με μαγιό. Μάλιστα μας διάβασε τα ποιήματα -στην παρέα ήταν και ο Ρήσος μαζί με τον Γιώργο Καλογήρου- και κάναμε μια πρώτη συζήτηση, την οποία διεκδίκησε σχεδόν ολοκληρωτικά το Ένα κορίτσι με μαγιό. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη συζήτηση με τον ποιητή. Έχω την τιμή και την χαρά εδώ και κάποια χρόνια να με τιμά με την φιλία του και ως εκ τούτου με κείνο το απροϋπόθετο μοίρασμα που γεννά οικειότητα και αγάπη.

Θα έλεγα, δίχως δεύτερη κουβέντα, πως το συγκεκριμένο ποίημα, γραμμένο το Δεκέμβρη του 2006, δημιουργεί στην πρώτη ανάγνωσή του ένα δυνατό σοκ. Ίσως και να φέρνει στο μυαλό εικόνες και σκέψεις που συνδέονται με μια κάποια βέβηλη πραγματικότητα ξεκομμένη από οποιαδήποτε εκκλησιαστική εμπειρία των πραγμάτων, πέρα και έξω από τη σφαίρα του ιερού.

Ένα κορίτσι με μαγιό

μπήκε στην εκκλησία

πλην όμως δεν διέκοψε

την ιεράν θυσίαν.

Και άντε καλά το κορίτσι με το μαγιό μπήκε στην εκκλησία. Αλλά εκείνο το δεν διέκοψε την ιεράν θυσίαν, που θυμίζει δίχως άλλο το κορίτσι-οπτασία που πήρε το μυαλό του Ευαγόρα εντός της Εκκλησίας του αγίου Ανδρέα, στην ταινία Το τάμα του Ανδρέα Πάντζη, εισάγει εντός της ιστορίας σκάνδαλο μέγα. Θα έλεγα και δίκαιο, εάν μείνει κανείς στην επιφάνεια των φαινομένων πραγμάτων. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Έχω την αίσθηση, πως ο ποιητής, γνώστης της εκκλησιαστικής εμπειρίας της καθ’ ημάς Ανατολής, μέτοχος μιας ασκητικής ευαισθησίας, επιχειρεί με τούτο του το ποίημα, ως άλλος δια Χριστόν σαλός, να δυναμιτίσει τη βεβαιότητα του εκκλησιαστικού σώματος, εκείνη τη συστηματοποιημένη ηθική, που αδυνατεί να δεχτεί πως κέντρο του συνολικού τρόπου, το μόνο κέντρο του εκκλησιαστικού ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να είναι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τουτέστιν ο χώρος και ο τρόπος της ιεράς θυσίας. Εντός του και εξάπαντος όχι εκτός τελούνται τόσο τα πνευματικά όσο και τα σωματικά των ανθρώπων του κόσμου, στην προσπάθεια τους να συναντήσουν Θεό και ανθρώπους σε κείνο τον ανηφορικό και στενό δρόμο, που ξεβγάζει στην ολοκληρωτική κοινωνία, που προϋποθέτει κένωση, με άλλα λόγια άδειασμα ολοκληρωτικό, έναν εθελούσιο μηδενισμό, ικανό να επιτρέψει τη συγ-χώρεση του άλλου και ως εκ τούτου την πλήρωση της ύπαρξης  μέσα από το μυστήριο της ολοκληρωτικής κατάφασης στην έκπληξη.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ο Χαραλαμπίδης, πιστός σε τούτο που ο Heidegger στο διάλογο του με τον Hölderlin ονομάζει «ποιητικώς κατοικείν», με τον τρόπο που γνωρίζουν μόνο, ή πιθανώς μόνο, οι άγιοι και οι ποιητές, καταπώς μας υπενθυμίζει στη Μικρή του πόλη, ο Thornton Wilder, αποδεικνύει την αδυνατότητα διαίρεσης του κόσμου σε ιερό και βέβηλο. Μια αδυνατότητα που απομακρύνει με μιας από το σώμα του σύνολου πολιτισμού εκείνη την ασθένεια που ονομάζεται μανιχαϊσμός και η οποία ευθύνεται για την ενοχοποίηση της σάρκας από τη μια, αλλά και του κόσμου ολάκερου από την άλλη. Και είναι αλήθεια ότι η ιερά θυσία δεν διακόπτεται, δεν μπορεί να διακόπτεται, από τα ανθρώπινα, διότι λειτουργεί τα ανθρώπινα και λειτουργείται από τα ανθρώπινα, στον τύπο και τον τόπο που εισηγείται η σάρκωση του Θεού Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, που ένωσε στο πρόσωπό του Θεό και ανθρώπους και απέδειξε με τον τρόπο αυτό τη διαλογική και εξάπαντος όχι διαλεκτική λειτουργία των πάντων εν Χριστώ. Δίχως καμία αμφιβολία και εξαιρώντας βέβαια την ενσυνείδητη πρόκληση που εισάγει στη συζήτηση το εργαλοιοποιημένο  μαγιό, ο Χαραλαμπίδης εδώ, όπως και σε άλλα βεβαίως ποιήματά του, αλλά και με τον πεζό του λόγο, αποκαλύπτει τον λειτουργικό ρεαλισμό, εντός του οποίου χωρούν οι πάντες και τα πάντα. Αποκαλύπτει την Εκκλησία της Ορθοδοξίας εντός της οποίας χωρούν όχι απλά και μόνο τα κατά φύσιν της ανθρωπινότητας, αλλά ακόμη  -γιατί όχι κυρίως και κατεξοχήν- και τα τραύματα του κόσμου και του ανθρώπου, που αναζητά την φιλάνθρωπη παραμυθία, τουτέστιν τη χώρα του αχωρήτου, εντός της οποίας ο μαργαρίτης του ποιητικού ήθους λειώνει κάθε συστημικό ηθικισμό.  Άλλωστε, καθώς σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, ο Χριστός ρητά ομολογεί, ότι «ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν»[1].

Τούτη την εκκλησιολογική και εκκλησιακή φυσιολογία, δίχως τούτο να εντάσσει το κορίτσι με το μαγιό στην χορεία των οντολογικά τσαλακωμένων από την αστοχία ανθρώπων, τουναντίον μάλιστα, υποστηρίζει η στάση του ιερέως εντός του μυστηρίου της ιεράς θυσίας.

Ο νιος παπάς αντίθετα

της χάιδεψε τα μάτια,

της γλυκοχαμογέλασε

κι ας πάει στα κομμάτια.

Στάση που έρχεται σε ευθεία ρήξη με όλες εκείνες τις ιδιόμορφες -σε ελάχιστες περιπτώσεις δικαιωμένες- εκκλησιαστικές πρακτικές, οι οποίες ολοκληρώνουν το μυστήριο της ασκητικο-ευχαριστιακής εκκλησιαστικότητας  στις οποιεσδήποτε τυπικές και κακόγουστες απαγορεύσεις για τις οποίες μας ενημερώνουν  οι άκρως ακαλαίσθητες και αφιλόκαλες τεχνολογικά και οντολογικά επιγραφές σε εισόδους μοναστηριών και ιερών ναών.

Ο Χαραλαμπίδης φαίνεται να γνωρίζει καλά, γι’ αυτό και προχωρεί με τούτη τη σαλο-σχηματική τροπολογία, πως τη γύμνια των ανθρώπων του κόσμου εντός της Εκκλησίας ντύνει ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος εν αρχή και εν τέλει αποτελεί το πρόσωπο και τη στολή των βαπτιζομένων στο βαπτισμένο[2], σταυρωμένο, λοχευμένο και αναστημένο σώμα του. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε», μας πληροφορεί άλλωστε ο απόστολος, «Χριστόν ενεδύσασθε»[3]και δείχνει με μιας το βάπτισμα της πρόσληψης, όχι απλά και μόνο της αποδοχής, το βάπτισμα της ολοκληρωτικής αγάπης, τη μαρτυρία και το μαρτύριο της απόλυτης συσσωμάτωσης, που δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει την αγάπη, την ερωτική αγάπη του  συνανθρώπου όσο και του Θεού εντός  της ιεράς θυσίας. Εξάπαντος όχι εκτός. Γιατί εν Χριστώ τα μέσα μας γίνανε εκτός και τα εκτός μας μέσα, γιατί εν Χριστώ «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Πράγμα που δικαιώνει τον ποιητή για τη μανική προσκόλλησή  του στην αποκάλυψη της ενότητας της ουσίας των πραγμάτων, στην υπαινικτική και ταυτόχρονα σαφή διαπίστωση πως «μια είναι η ουσία», τη στιγμή που έντονα μας υπενθυμίζει πως θα έρθει μια ημέρα ανέσπερος, θα έλθει μια εποχή, που ο χρόνος, ο τόπος η κτίση ολάκερη δεν θα μας εμπεριέχει, αλλά όλα θα τα εμπεριέχουμε, όλα θα είναι εντός μας μεταμορφωμένα, και εμείς μέσα στην αγάπη του Θεού.  Δεν θα έχουμε Θεό, ο Θεός  θα μας έχει[4].

Εκείνη -ακούστε τούτο δω

γιατί έχει σημασία-

του πρόσφερε τριαντάφυλλο∙

μια είναι η ουσία.


[1] Μτ. 1,13.

[2] Στο μυαλό μου, κάθε φορά που μιλώ για βάπτιση, έρχεται το θαυμάσιο ψηφιδωτό του παρεκκλησίου του Ταρχανιώτη, της Μονής του Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Χριστός απεικονίζεται κατά τη στιγμή της βάπτισής του γυμνός, ολόγυμνος, καθώς το σώμα του δεν καλύπτεται από τα νερά του ποταμού Ιορδάνη. Μάλιστα την ένταση της ιδιόμορφης και άκρως αποκαλυπτικής  ιστόρησης μεγιστοποιούν τα πρόσωπα που συμπληρώνουν την εικόνα. Συγκεκριμένα, εντός του νερού και στα δεξιά των ποδιών του Χριστού διακρίνονται να αναδύονται  δυο ανθρώπινες μορφές μια ανδρική, που εικάζεται πως είναι ο Αδάμ και μια γυναικεία, που εικάζεται πως είναι η Εύα. Ο Αδάμ κρατά στα χέρια του και υψώνει δύο ιχθύς και η Εύα κρατά στα χέρια της και υψώνει έναν ιχθύ. Πράξη άκρως συμβολική που φαίνεται πως στοχεύει στην αποκάλυψη των δυο φύσεων του Χριστού από τη μια και στην μαρτυρία του ενός και μόνου προσώπου του από την άλλη. Την εικόνα ολοκληρώνει στη δεξιά όχθη του ποταμού ο άγιος Ιωάννης που βαφτίζει σκυφτός τον Χριστό, τη στιγμή που στην αριστερή όχθη τέσσερις άγγελοι τον αναμένουν σε στάση δέησης (βλ. σχετικά Ι. Κολάκη, Η βάπτιση της Μονής Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη.

[3] Γαλ. 3,27.

[4] Βλ. σχετικά, Χ. Α .Σταμούλη, Έρως και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 291.

[Δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Πάροδος, τχ. 37, Ιούλιος 2010, σσ. 4426-4429, στο πλαίσιο αφιερώματος του περιοδικού στον Κύπριο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη].

ΠΗΓΗ

antidosis ~ Χρυσόστομος Σταμούλης

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Παρόμοια ποιητική έκπληξη του Κυριάκου Χαραλαμπίδη είναι κι αυτή με τίτλο: “Οίκος και ανοχή”, Παλίμψηστον, τχ. 27 (Φθινόπωρο 2011) 24-25.

ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ, «Αγία Σοφία η Δεύτερη»

«Όσες φορές περνώ απ’ την Αγια-Σοφιά, δε γίνεται να μη σταθώ στο πεζοδρόμιο για να σκύψω να ιδώ πόσο βαθιά κείται ο αυλόγυρος της εκκλησίας, πόσα εδαφικά στρώματα τον χωρίζουν απ’ τη σημερινή στάθμη της πόλης. Εκεί την θυμάμαι και γω αυτή τη στάθμη. Σ’ αυτή τη χιλιομπαλωμένη της άσφαλτο βαδίζω από μικρό παιδί. Σαράντα ολόκληρα, σαράντα τόσα.

Έτσι, εντελώς αβίαστα, νιώθω πόσο γηραλέος, μα ταυτόχρονα και πόσο νέος είμαι ακόμη, αφού, το βλέπω, το αισθάνομαι· κάτω απ’ τα πόδια μου βυθίζεται τ’ απέραντό μου παρελθόν. Άνθρωποι, που βίωσαν ανά τους αιώνες κι αναλώθηκαν μέσα στην τύρβη της καθημερινότητας αυτής της πόλης, καθώς και μέσα στις αέναες ανακυκλώσεις της ιστορίας της. Ιστορία των ανθρώπων και της πόλης· δοχεία συγκοινωνούντα τέλεια. Και ιδού και η τέλεια επαλήθευση της προαιώνιας δικιάς μου μοίρας, μέσα στον προγονικό και τον δικό μου τόπο, καθώς και το ανεξίτηλο συναίσθημα της μοναδικότητάς μου, που συνεχώς με διακατέχει.

Η Αγια-Σοφιά βρίσκεται εσταυρωμένη μέσα στο κιβούρι του αυλόγυρού της· τα κάτω άκρα της εισχωρούν απ’ τ’ άνοιγμα της οδού Ερμού μέσα στα έγκατα του “Φραγκομαχαλά”. Το δεξί της χέρι ανηφορίζει προς την επάνω πόλη και διαγκωνίζοντας την παμπάλαιη “βασιλική Αχειροποίητο”, χώνει τα δάχτυλά της στις σαθρές επάλξεις του “Επταπυργίου”. Το αριστερό της, πάλι, χέρι κατηφορίζει και καταδύεται μες στο Θερμαϊκό, για να εκταθεί νοητά, μέχρι το διάσελο του Ολύμπου και του Κισσάβου, που περιμένουν κάθε απόγευμα αδελφωμένοι, για να υπογραμμίσουν την ωραιότητα μιας ανεπανάληπτης, χιλιοτραγουδισμένης δύσης […]

[…] Η Αγια-Σοφιά, μαρτυρεί απερίφραστα την παλαιά μοίρα του αιώνιου δεύτερου, της αξεπέραστης αυτής – δικής μου – πόλης, καθώς και τη σημερινή της μοίρα που, πια, δεν είναι εικών ενός εν εξελίξει λαμπρού παρελθόντος της, αλλά η πενιχρή εικών της παμπάλαιης “αρρήτου δόξης της”».

ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ, «Αγία Σοφία η Δεύτερη», στο: Το τελευταίο καταφύγιο, εκδ. Νεφέλης, Αθήνα 1989, 86-88.