“Ειλικρινής απολογισμός ενός απογεύματος”, διήγημα της μαθήτριας Συσούρκα Βασιλικής

Ειλικρινής απολογισμός ενός απογεύματος

                Κι ένα βράδυ ενώ κοίταζα

                Τα τοξωτά μπαλκόνια

                Του μαιευτηρίου «Έλενα»

 

Μια εύσωμη κυρία κατεβαίνει τον δρόμο μιλώντας δυνατά στο κινητό της. Ένας οδηγός παραβιάζει το STOP. Πιτσιρίκια τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα δεξιά κι αριστερά σε μια ασυναίσθητη προσπάθεια απομίμησης των ενήλικων ρυθμών ζωής. Και κάπου εκεί εγώ καθισμένη σ’ ένα παγκάκι μ’ εσένα να φλυαρείς ασταμάτητα στο πλάι μου για όλα τα κατά τη γνώμη σου σημαντικά ζητήματα της αδιάφορης ρουτίνας μας, βρήκα την ώρα να κάνω το δικό μου απολογισμό:

Άκουσα ήχο πιάνου

Έχω ξυπνήσει στις 6:30 το πρωί, έχω πιει έναν απαίσιο καφέ τρώγοντας ξερό κουλούρι, πέρασα ένα εξαντλητικό οκτάωρο εργασίας και έφαγα απαίσιες πατάτες. Χαράμισα μία ώρα διαβάζοντας ένα βιβλίο, από αυτά που τα μισείς για τον χρόνο που σπατάλησες.

Κάποιος από τους Ρουμάνους

Έπαιζε από συνήθεια το ίδιο κομμάτι

Και μεταμόρφωνε τους δήμιους της Αμερικάνικης Πρεσβείας

Τους μεταμόρφωνε πάλι

Σε χάδι

Πόσο αντιαισθητικός απολογισμός, θεέ μου! Μόνο στα βιβλία και στις ταινίες καταφέρνει να δείχνει αξιόλογος. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις μάς υπενθυμίζει πόσο άδειο είναι το εσωτερικό μας.

Πόσο μ’ αρέσει ν’ ακούω τους ανθρώπους

Ν’ ανεβαίνουν με τ’ ασανσέρ

Και να μιλάνε ρουμάνικα

Ο κόσμος εξακολουθεί να περνάει από μπροστά μας χωρίς να μας αντιλαμβάνεται και χωρίς να τον αντιλαμβανόμαστε ούτε στο ελάχιστο.

Ένα  μεσημέρι, σκυφτή κι ανώνυμη

Μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους μιας πολυκατοικίας

Είναι ένα ατέρμονο κουβάρι ενός ατέρμονου απογεύματος εν μέσω ατέρμονων συλλογισμών.

Τους άκουσα να μιλάνε ρουμάνικα

Καθώς ανέβαιναν με το ασανσέρ

Και κάπου εκεί μια φωνή, η δική σου φωνή με επαναφέρει στην πραγματικότητα:

-Μπορείς να μου πεις τι σκατά σκέφτεσαι και δεν απαντάς σ’ αυτό που σε ρωτάω;

-Ότι είσαι μαλάκας, απαντάω και ψάχνω τα τσιγάρα μου.

Να μιλάνε ρουμάνικα

-Τι είπες;

-Τίποτα, λέω ρουφώντας τον καπνό και απομακρύνομαι για να γίνω ένα με το ανθρώπινο κουβάρι που μόλις μας προσπέρασε. Το δικό μου κουβάρι.

Και τότε τραγούδησα

Πόσο μ’ αρέσει ν’ ακούω τους ανθρώπους

Ν’ ανεβαίνουν με τ’ ασανσέρ

Και να μιλάνε ρουμάνικα

 

Το κείμενό της μας έστειλε ο βραβευμένος συγγραφέας και καθηγητής της Παναγιώτης Χ. Χατζημωυσιάδης με το εξής σημείωμα:

«Είναι ωραίο να βλέπεις τη νέα γενιά να ανοίγει τα φτερά της, να κάνει δυο τρεις γύρους πάνω απ’ την αυλή του σχολείου κι ύστερα κατερχόμενη να σου δείχνει τα γαμψά της νύχια, ενόσω εσύ κάνεις την καθηγητική σου εφημερία μια Τρίτη νωρίς το μεσημέρι σκεπτόμενος: να μου την προσέξετε την Βασιλικούλα, θα ‘ρθει κάποτε καιρός να δοκιμάζει τα γαμψά της νύχια στους φαλακρούς μας κροτάφους. Δικαίως» Π.Χ. Χατζημωυσιάδης

* Η Βασιλική Συσούρκα είναι Μαθήτρια Β’ Λυκείου, 3ο ΓΕΛ Γιαννιτσών