Η κριτική σκέψη και η ανάπτυξή της
Η κριτική σκέψη είναι η ικανότητα να μπορείς να σκέφτεσαι και να μπορείς να κρίνεις. Δεν είναι έμφυτη αλλά καλλιεργείται. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει οι μαθητές να εκτίθενται σε καταστάσεις που τους υποχρεώνουν να σκέφτονται και να κρίνουν. Ο Dewey που θεωρείται ο πατέρας της κριτικής σκέψης, υποστηρίζει ότι είναι το αντίθετο της παθητικής πρόσληψης και αναπαραγωγής της πληροφορίας. Είναι ουσιαστικά μια διαδικασία επίλυσης προβλημάτων.
Η κριτική σκέψη αποτελεί ανώτερο είδος σκέψης που χαρακτηρίζεται από τη χρήση αξιολογικών κριτηρίων για την επίλυση ποικίλων προβλημάτων και τη λήψη αποφάσεων, από διαδικασίες αξιολόγησης, επιλογής, από δυνατότητες αμφισβήτησης, επανεξέτασης του αξιολογικού συστήματος, αυτοδιόρθωσης και από την εφαρμογή των κανόνων της λογικής (Ματσαγγούρας ,2002). Στηρίζεται στη Λογική, η οποία χρησιμοποιεί συλλογισμούς και τα επιχειρήματα τους και απαιτεί δεξιότητες ανάλυσης, σύγκρισης και σύνθεσης. Η κριτική σκέψη είναι αλληλένδετη με τη δημιουργικότητα και αναπτύσσει μεταγνωστικές ικανότητες (η σκέψη για τη σκέψη).
Με την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης επιδιώκεται η ανάπτυξη της προσωπικότητας, η απόκτηση έγκυρης γνώσης και η προετοιμασία του μαθητή για τη ζωή. Είναι απαραίτητη για τη δημιουργία ελεύθερων και ενεργών πολιτών και αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατικής κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι η κριτική σκέψη απουσιάζει απ’ το εκπαιδευτικό σύστημα όπου κυριαρχεί η στείρα απομνημόνευση. Ενώ στη θεωρία είναι ένας απ’ τους σκοπούς της εκπαίδευσης στην πράξη δεν επιδιώκεται, γιατί η ύλη είναι μεγάλη, οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν μάθει να την αναπτύσσουν στα παιδιά, είναι πιο επίπονη διαδικασία για τους εκπαιδευτικούς επειδή απαιτεί προετοιμασία και η Πολιτεία στην πραγματικότητα δεν την επιθυμεί. Καμιά εξουσία δεν θέλει πολίτες που θα σκέφτονται καθαρά και κριτικά και δεν θα καταπίνουν «αμάσητα» οτιδήποτε τους σερβίρεται ως αλήθεια.
Ο Dewey, o Bruner και άλλοι παιδαγωγοί υποστήριξαν ότι η μέθοδος διδασκαλίας που συμβάλλει ιδιαίτερα στη νοητική ανάπτυξη των παιδιών και της ικανότητας επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων είναι εκείνη που προάγει τον προβληματισμό και προωθεί τη διερευνητική μελέτη των προβλημάτων. Οι μαθητές εργάζονται ως μικροί επιστήμονες και ερευνητές, παρατηρούν, συσχετίζουν, επαληθεύουν υποθέσεις και, με επαγωγικούς συλλογισμούς, καταλήγουν σε τεκμηριωμένες προτάσεις. Ο ερευνητικός χαρακτήρας του τρόπου διδασκαλίας εξασφαλίζει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης.
Βασικές διδακτικές προσεγγίσεις που αναπτύσσουν την κριτική σκέψη και τη μετάβαση απ’ την αποστήθιση στην έρευνα και στο «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» είναι η ερευνητική- αποκαλυπτική μέθοδος, τα σχέδια εργασίας (project), η διαθεματική και η βιωματική προσέγγιση, η ομαδοσυνεργατική μέθοδος και η διδασκαλία με αξιοποίηση των Νέων Τεχνολογιών.
Τεχνικές που είναι κατάλληλες για την ανάπτυξη της κριτικής και δημιουργικής σκέψης είναι η συζήτηση/διάλογος, το παιχνίδι ρόλων-δραματοποίηση, η προσομοίωση, η μελέτη περίπτωσης, η επίλυση προβλήματος, ο καταιγισμός ιδεών, η διδακτική αξιοποίηση εικόνας, η ενσωμάτωση στοιχείων της σύγχρονης ζωής, η χρήση των Νέων Τεχνολογιών ως δυναμικών εργαλείων μάθησης, η εκπαιδευτική επίσκεψη ,η συνέντευξη (Μαυρίκης 2007).
Για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης οι μαθητές πρέπει να λύνουν προβλήματα, να ενθαρρυνθούν να κάνουν ερωτήσεις, να εξετάζουν εναλλακτικές επεξηγήσεις και λύσεις, να συζητούν και να αιτιολογούν όχι μόνο ακαδημαϊκά θέματα αλλά και ηθικά, δημόσια και πολιτικά θέματα, να βρεθούν σε κατάσταση γνωστικής σύγκρουσης (συνθήκες αμφισβήτησης της υπάρχουσας γνώσης), να αντιπαραθέτουν ιδέες.
Σημαντικό ρόλο έχει και η χρήση ερωτήσεων:
- Ερωτήσεις διερευνητικές (π.χ. Θα μου δώσεις ένα παράδειγμα; Γιατί νομίζεις ότι συνέβη αυτό;)
- ερωτήσεις που διερευνούν παραδοχές ή υποθέσεις (π.χ. Πού το ξέρεις; Θα μπορούσε κανείς να το αμφισβητήσει αυτό;)
- ερωτήσεις σχετικές με άλλες απόψεις (π.χ. Τι υποστήριξε ο άλλος; Γιατί; Πώς υποστηρίζουν εκείνοι την άποψή τους;)
- ερωτήσεις που διερευνούν τις επιπτώσεις κάθε άποψης (π.χ. Ποια επίπτωση θα είχε αυτή η άποψη αν επικρατούσε; Αν συμβαίνει αυτό, τι άλλο θα πρέπει επίσης να συμβαίνει;)
- ερωτήσεις που υποστηρίζουν την ομοφωνία (π.χ. Πώς θα μπορούσες να μετακινηθείς από την άποψή σου; Ποιες απ’ τις απόψεις του άλλου θα μπορούσες να δεχτείς;)
- ερωτήσεις ανοιχτές που αφήνουν πλήρη ελευθερία έκφρασης (π.χ. Τι θα έκανες εσύ αν ήσουν στη θέση του ήρωα; Τι θα γινόταν αν…)
Ο R. Paul, υποστηρίζοντας τη γνώμη του για την αναγκαιότητα της κριτικής σκέψης λέει: « Η κριτική σκέψη είναι απαραίτητο εργαλείο για την επιβίωσή μας.
Χρειαζόμαστε την κοφτερή ματιά της για να κόψουμε όχι μόνο αυτά που καθημερινά προπαγανδίζουν οι υπηρετούντες τα ατομικά τους συμφέροντα, αλλά και αυτά που υποστηρίζουν ομάδες διαπλεκόμενων συμφερόντων, οι οποίες είναι έτοιμες να θυσιάσουν το γενικό καλό της χώρας στα δικά τους βραχυπρόθεσμα κέρδη».