Εψές καθώς οι γκρίζες ενοχές μου
κυλούσαν παγωμένες σε σκιερές κόχες απόγνωσης
πάνω σε λευκά αθώα απροκάλυπτα σεντόνια
Πιο κάτω, στον avon που οι γόνδολες εγκατέλειψαν βιαστικά
όλες οι σκέψεις μου βούλιαζαν
μέσα στο μουντό φθινοπωρινό βυθό
Σκιαγραφώ τα σύνορα μιας χώρας ξένης
που με συνθλίβει
σαν ο ήλιος της χάνεται σ’ ωκεανούς θλίψης
σαν το παράξενο φεγγάρι της αργοσβήνει
πίσω από έρεβος πανικού
Πετάχτηκα απ’ το όνειρο
δραπετεύοντας
Τον εφιάλτη να προσμένω πια δεν αντέχω
Φωνάζω
Ζω
Ξαναγεννιέμαι
Αναρωτιέμαι!;
M.K.