Στα άδεια κτίρια,
εκεί που οι υπάρξεις που πέρασαν
διαπότισαν τους τοίχους,
τα θαμπά τζάμια αχνίζουν απ? τις ανάσες
που έσβησαν νωρίς,
και τα τριξίματα των πορτών και των παράθυρων
συνομιλούν με τους ψιθύρους του κενού.
Τα περιστέρια φτεροκοπούν στα διαζώματα
όπως αν ήταν μια καρδιά μέσα στο στήθος,
την ώρα της μεγάλης αγάπης,
ή του μεγάλου πόνου της απώλειας,
τα δοκάρια υποφέρουν από τ? αρθριτικά τους,
τα πατώματα ξεχασμένα,
συντονίζονται με τα βήματα
που κάποτε θα τα διατρέξουν ξανά,
η στέγη έχει ρουφηχτεί προς τα μέσα,
όπως τα μάγουλα μιας γυναίκας
που πλησιάζει στη δύση της ζωής της.
Πάει καιρός από τότε
που όλοι αυτοί οι χώροι διεκδικούσαν
έναν ρόλο στη ζωή των ανθρώπων,
τώρα αντηχούν από την απουσία τους
και σα να θέλουν να τρυγήσουν,
όση από την ουσία τους μπορούν,
να συλλέξουν νέες μνήμες, συναισθήματα, πόθους
πάλλονται,
προσπαθώντας να προσκολληθούν
πάνω σ? αυτούς τους λίγους
που αφουγκράζονται
την ερημιά της ψυχής τους.-
Δ. Τσαφετοπούλου
