Ο Κύκνος
Τον είδες, οληνυχτίς να κατρακυλά στο σκοτεινό ποτάμι;
Τον είδες να αναδύεται το πρωί μέσα στην ασημένια αύρα-
Μια αγκαλιά λευκά άνθη,
Μια τέλεια εξέγερση από μετάξι και λινό καθώς έσκυβε
μέσα στην αιχμαλωσία των φτερών του: ένας σωρός από χιόνι, μια δέσμη κρίνων,
Να δαγκώνει τον αέρα με το μαύρο του ράμφος;
Τον άκουσες να σφυρίζει και να καλεί
Μια διαπεραστική σκοτεινή μουσική-σαν τη βροχή που μαστιγώνει τα δέντρα-σαν ένα καταρράχτη που σκίζει τα μαύρα βράχια;
Και τον είδες, στο τέλος, κάτω απ?τα σύννεφα-
Ένας λευκός σταυρός να διασχίζει τον ουρανό τα πόδια του
Σαν μαύρα φύλλα, τα φτερά του να σκορπίζουν τη λάμψη του ποταμού;
Κι ένιωσες μέσα στην καρδιά σου, πως ανήκε σε κάθε τι;
Και κατάλαβες επιτέλους τι να την κάνεις την ομορφιά;
Και άλλαξες τη ζωή σου;
Mary Oliver