Στις πέτρες και την ευωδιά του κεριού
που ανάδινε το παλιό ξύλο
Πόσες φορές είχα βάλει να ξυπνήσω
τις ώρες που τα μεσάνυχτα ακολουθούν
στη χαμηλή φλόγα ν’ αναζητήσω τον κανόνα
τον δίχως ίχνη όπως του ανέλπιστου χιονιού
και να νιώσω την ταπείνωση επιστρέφοντας
στο γυμνό σανίδι Και να οι φίλοι που νομίζαμε
πως ήταν μόνο των νεκρών οι φύλακες
μας πρόσφεραν τα δάκρυα Μας άφησαν
ν’ αγγίξουμε τα μικρά τους φύλλα να φιλήσουμε
τον καρπό τους και σε μια αστραπή πιθανού
φώτισαν το ριζικό μας με ξίφος από καμένο μέλι
Γείραμε στον κορμό τους Ανάψαμε τσιγάρο
Και ήταν που το άδειο βλαστάρι ριγώντας
άγγιξε τα μελλούμενα στη χόβολη της καρδιάς μας
Μάξιμος Οσύρος