Κι ήθελε ακόμη…

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.  ‘Ομως εγώ

      Δεν παραδέχτηκα την ήττα.  ‘Εβλεπα τώρα

      Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω

      Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

      Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους

      Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία

      Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα

      Η πρόγνωσις σας ασφαλής:  Θα πέσει η πόλις.

      Εκεί, προσεχτικά, σε μιά γωνιά, μαζεύω με τάξη,

      Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο

      Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω

      Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω

      Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.

      ‘Ορθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

 

Μ. Αναγνωστάκης