>Η ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς: Η προδοσία (;) του Αδείμαντου και το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου

Απρ 20107

>

Η εργασία που έχετε μπροστά σας είναι προϊόν προβληματισμού που προέκυψε και μας απασχόλησε κατά τη διάρκεια της χρονιάς στην τάξη που έδωσε αφορμή να διατυπωθούν διαφορετικές απόψεις που διεύρυναν την ιστορική ματιά μας. 
Οι παρακάτω σκέψεις έχουν διατυπωθεί με αφορμή τη φράση ᾐτιάθη μέντοι ὑπό τινων προδοῡναι τὰς ναῡς, που αναφέρεται στον Αδείμαντο.
Αρχικά σχηματίζουμε την εντύπωση ότι ο Ξενοφώντας προσπερνά βιαστικά το όνομα του Αδείμαντου, χωρίς να διατυπώσει κανένα σχόλιο. Η αοριστία όσον αφορά τους κατηγόρους και το χρόνο της κατηγορίας κάνει το ύφος του ιστορικού σιβυλλικό και αόριστο.
Ας ανακεφαλαιώσουμε τα ιστορικά γεγονότα μέχρι την αναφορά του Ξενοφώντα στον Αδείμαντο. 
Η ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς έχει τελειώσει με τη συντριπτική ήττα των Αθηναίων, οι οποίοι έχασαν τα 171 από τα 180 πλοία τους. 
Ο Λύσανδρος συσκέπτεται με τους συμμάχους για την τύχη των αιχμαλώτων. Ακούγονται οι σκληρές κατηγορίες που βαραίνουν τους Αθηναίους και, αφού έχει εκδοθεί το αποτέλεσμα που βάσει της οπτικής του Ξενοφώντα επιρρίπτει την ευθύνη στους Αθηναίους, ο ιστορικός αφήνει αιωρούμενη την εκδοχή της προδοσίας του Αδείμαντου χωρίς κανένα σχόλιο, πράγμα που μας αναγκάζει να ξαναδιαβάσουμε τα γεγονότα, προκειμένου να εκδώσουμε ως αναγνώστες την ετυμηγορία μας για τους υπεύθυνους . Γιατί, αν αληθεύει αυτή η άποψη, τότε θα πρέπει να δούμε διαφορετικά και την προσωπικότητα του Λυσάνδρου, όπως παρουσιάζεται στο κείμενο, και την ευθύνη των Αθηναίων στρατηγών για τους οποίους ο ιστορικός τηρεί μια απαξιωτική στάση.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τον ιστορικό, 
μιας κι αυτός είναι ο σύνδεσμός του αναγνώστη με τα πρόσωπα και τα γεγονότα του κειμένου. Στο χρόνο των γεγονότων ο Ξενοφών, περίπου 22 χρόνων, βρίσκεται στην Αθήνα και συμπεραίνουμε ότι δεν πήρε μέρος στη ναυμαχία, γιατί αλλιώς θα είχε θανατωθεί από το Λύσανδρο μαζί με όλους τους άλλους Αθηναίους. Έζησε την καταστροφή της Αθήνας στην Αθήνα. Έγραψε για την καταστροφή αυτή όμως μετά από πολλές περιπέτειες που συνέβησαν στην πολιτική και προσωπική του ζωή σε έδαφος φίλα διακείμενο προς τους Σπαρτιάτες στο Σκιλλούντα της Ηλείας με την εύνοια που δείχνει στο πρόσωπό του ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος,
για χάρη του οποίου ο ίδιος πρόδωσε την πατρίδα του το 495 στη μάχη της Κορώνειας, ώστε να του έχουν τιμητικά παραχωρήσει το κτήμα αυτό, όπου και επιδίδεται με όλη την ησυχία του στη συγγραφή. Έχει αποχωρήσει από την Αθήνα πολύ νωρίτερα παίρνοντας μέρος στην εκστρατεία εναντίον του Αρταξέρξη, ίσως και λόγω της αμφισβητούμενης δράσης του, ολιγαρχικός ων, κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης διακυβέρνησης των Τριάκοντα που αποτέλεσε μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της Αθήνας και του ίδιου. Η λέξη προδοσία είναι μια λέξη που ο ίδιος έχει βιώσει προσωπικά,καθώς έχει (αυτό)εξοριστεί από την πατρίδα του, μια λέξη που επικυρώθηκε με την ερήμην καταδίκη του. Για τον Ξενοφώντα η λέξη προδοσία είναι μια λέξη με ιδιαίτερη σημασιολογική βαρύτητα: «στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί»…
Το γεγονός της ήττας στους Αιγός Ποταμούς το έζησε από την αθηναϊκή σκοπιά, το συνέγραψε υπό φιλολακωνική σκοπιά και στα χρόνια που πέρασαν μέχρι τον αδιευκρίνιστο χρόνο της συγγραφής είχε την ευκαιρία να διαμορφώσει την προσωπική του άποψη για τα γεγονότα.
Ανεξάρτητα από την άποψη που υποστηρίζει το σχολικό βιβλίο για την αντικειμενικότητα του Ξενοφώντα στην παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων ο ιστορικός αναγνώστης οφείλει να κάνει τη δική του έρευνα.
Ας διαβάσουμε την ιστορία όπως την παρουσιάζει ο Ξενοφώντας 2,1,16-32 χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν μας τη φράση ᾐτιάθη μέντοι ὑπό τινων προδοῡναι τὰς ναῡς.
Ο Λύσανδρος ανηφορίζει από το νότιο Αιγαίο προς τον Ελλήσποντο με συγκεκριμένους και προδιαγραμμένους σκοπούς έχοντας επιλέξει το έδαφος στο οποίο θα ξεκαθαρίσει τελειωτικά τους λογαριασμούς του με τους Αθηναίους.
Έχοντας το γνώθι σ’ αυτόν του εαυτού του, των συμμαχικών του δυνάμεων, καθώς και των δυνάμεων των αντιπάλων, πιο σωστά αναγνωρίζοντας την ναυτική υπεροχή του εχθρού, έχει τη σύνεση να μην αναμετρηθεί μαζί τους ακόμα, αν και έχει δημιουργήσει πολυάριθμο στόλο χάρη και στις προσωπικές του σχέσεις με τον τότε πρίγκιπα Κύρο, που είναι διατεθειμένος να κομματιάσει το θρόνο του για να του δώσει χρήματα. Αναγνωρίζει την πολυετή πείρα των Αθηναίων στο θαλάσσιο χώρο, καθώς η στρατιωτική ικανότητα των Σπαρτιατών περιορίζεται στο χερσαίο, όπου βέβαια κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την υπεροχή τους , αλλά και τα χρήματα που έχει καταφέρει να πάρει παρά την παρελκυστική πολιτική του Αλκιβιάδη, που αυτό τον καιρό δρα εις βάρος της Σπάρτης έχει καταφέρει να αποκτήσει τους πιο ακριβοπληρωμένους και επομένως ικανούς κωπηλάτες. Θα πρέπει βέβαια να υποθέσουμε ότι και οι Αθηναίοι με τον ίδιο τρόπο είχαν αποκτήσει τα πληρώματα των 180 πλοίων τους, που πρέπει να ανέρχονται σε έναν αριθμό πάνω από 30.000 που δεν μπορεί να συμπληρώσει η Αθήνα ούτε από τους ελεύθερους πολίτες της ούτε από τους μέτοικους. Εκτιμώντας ρεαλιστικά και χωρίς παρωπίδες ή εξωραϊσμούς την κατάσταση κρίνει άστοχη μια αναμέτρηση με τον αθηναϊκό στόλο στο ανοιχτό πέλαγος ή δεν τολμά να αντιμετωπίσει όλες τις δυνάμεις του. Είναι σοφία να βλέπεις τις αδυναμίες σου και ανοησία, όπως αποδείχτηκε, το αντίθετο για τους Αθηναίους.
Ακόμα κι αν υπήρξε προδοσία, αυτή δεν αναιρεί τα εγκληματικά στρατηγικά λάθη της αθηναϊκής ηγεσίας ως προς την επιλογή του χώρου, τις δυνατότητες ανεφοδιασμού, την απουσία κατασκοπείας και αντικατασκοπείας, την ανοχή απειθαρχίας και χαλάρωσης των πληρωμάτων που απομακρύνονται από τα καράβια τους. Όλα αυτά τα λάθη βέβαια, η αμέλεια, μπορούν να δικαιολογηθούν και να καλυφθούν πίσω από μια προδοσία. 
Αν οι Αθηναίοι είχαν αγκυροβολήσει στη Σηστό και όχι τόσο κοντά στον εχθρό σε απόσταση 10 έως 20 λεπτών το πολύ, αν υπολογίσουμε τη μέγιστη ταχύτητα που μπορούν να αναπτύξουν οι τριήρεις (γύρω στους 10 κόμβους για να καλύψει απόσταση μικτότερη από 3 χιλιόμετρα, όπως επισημαίνει ο Αλκιβιάδης του Πλουτάρχου, θα μπορούσε ο Λύσανδρος να εφαρμόσει την αιφνιδιαστική του επίθεση. Κατ’ αρχήν δε θα υπήρχε λόγος να απομακρύνονται από το πλάι τους, οπότε ο Λύσανδρος δε θα τα έβρισκε ποτέ αφύλακτα, οπότε δεν υπήρχε ποτέ η περίπτωση να τους επιτεθεί αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά τους. 
Ο Αλκιβιάδης που έχε πληρώσει με άσχημο τρόπο, την απομάκρυνση του από τη στρατιωτική και πολιτική σκηνή τη Αθήνας για δεύτερη φορά, 
μετά την αιφνιδιαστική επίθεση του Λύσανδρου στο Νότιο, όπου ξεγέλασε τον Αντίοχο που είχε αφήσει στη θέση του, ξέρει ότι ο Λύσανδρος είναι ένας άνθρωπος ικανός για όλα, απρόβλεπτος, που πρέπει ανά πάσα στιγμή και με κάθε τρόπο να φυλάγεσαι απ’ αυτόν και όχι να του προσφέρεσαι εντελώς απροστάτευτος. Οι Αθηναίοι ήταν εντελώς ανίκανοι ή ήταν χαλαροί εξαιτίας μιας προαποφασισμένης προδοτικής συμπεριφοράς; Η υποτίμηση του αντιπάλου είναι ικανή να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα λάθη τους ή πρέπει να αποδεχτούμε την εκδοχή της προδοσίας;
Το ερώτημα είναι: μια ενδεχόμενη προδοσία του Αδείμαντου μειώνει πόντους από τη βαθμολογία μας στα ηγετικά προσόντα του Λύσανδρου και αθωώνει τους Αθηναίους στρατηγούς για την ήττα τους;
Η ιστορία στα χρόνια που έφτασαν ως τις μέρες μας δε συνδέει το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου με μια προδοσία, όπως έγινε για παράδειγμα με τη μάχη των Θερμοπυλών. Διαφορετικός πόλεμος θα μου πείτε. Εθνικοαπελευθερωτικός ο ένας, εμφύλιος ο άλλος με το μοναδικό ιστορικό Ξενοφώντα να βρίσκεται στη μέση σε ένα πολύ ευαίσθητο ρόλο, αν κρίνουμε μάλιστα και από την επιστροφή του κατά το τέλος της ζωής του στην Αθήνα.
Ο Λύσανδρος είχε ανάγκη από ένα προδότη να νικήσει τον ισχυρότερο στα ναυτικά αντίπαλο του , καθώς κάτι τέτοιο θα μείωνε τις στρατιωτικές του ικανότητες ή απλώς θα διευκόλυνε το έργο του; Ή ούτως ή άλλως ο Λύσανδρος θα τα κατάφερνε και χωρίς εξωτερική βοήθεια; Το ερώτημα που παραμένει προς απάντηση είναι : όταν ο Λύσανδρος ανηφορίζει το Αιγαίο κατευθυνόμενος προς τον Ελλήσποντο, 
παρασύρει τον αντίπαλο του σε μια θανάσιμη παγίδα γνωρίζοντας τις αδυναμίες του, έχοντας φροντίσει να αγκυροβολήσει σε ένα απόλυτα ασφαλές μέρος για όσο χρόνο χρειαστεί, καθώς ο ανεφοδιασμός από τη βάση ήταν αδύνατος. Το γεγονός όμως ότι οι Αθηναίοι αγκυροβολούν 15 στάδια μόλις μακριά του και όχι στη Σηστό που θα τους επέτρεπε να έχουν την ίδια ασφάλεια μ’ εκείνον δεν είναι θέμα δικής του ευφυΐας, αλλά εσφαλμένης πολιτικής της αθηναϊκής πολιτικής ηγεσίας .
Το γεγονός ότι ο Ξενοφών δεν αναφέρει το όνομα του Κόνωνα παρά μόνο στην παρ 28, όταν αρχίζει η επίθεση και αναφέρεται στους Αθηναίους γενικά, ενώ τους Σπαρτιάτες τους αντιπροσωπεύει επάξια το όνομα του Λυσάνδρου, επιλογή ίσως ανάλογη του πολιτεύματός τους, δείχνει μια απαξιωτική ή τουλάχιστον υποτιμητική στάση προς τους συμπατριώτες του. Και τον ίδιο το Λύσανδρο όμως δεν αντιμετωπίζει χωρίς χρωματιστά γυαλιά, αν λάβουμε υπόψη μας τις προσωπικές σχέσεις του με τον Αγησίλαο και τις μεταβληθείσες σχέσεις του Αγησίλαου με το Λύσανδρο εξαιτίας των πολιτικών φιλοδοξών του τελευταίου. Όταν γράφει ο Ξενοφώντας, ο Λύσανδρος έχει σκοτωθεί και ο Ξενοφών δε θέλει να στεναχωρήσει το φίλο και προστάτη του Αγησίλαο, του οποίου οι σχέσεις είχαν ψυχρανθεί με το Λύσανδρο.
Μια υποψία προδοσίας θα στερούσε πόντους εκτίμησης στις στρατηγικές ικανότητες του Λυσάνδρου. Όμως ο Λύσανδρος ήταν ένας άνδρας ικανός για όλα, και το απέδειξε και η μετέπειτα πολιτική δράση του, η προώθηση στο θρόνο του κατά τα άλλα ακατάλληλου βάσει των θεσμών της Σπάρτης Αγησίλαου και η προσπάθεια να τροποποιήσει τους ίδιους τους πολιτικούς θεσμούς της Σπάρτης μεταβάλλοντας το βασιλικό αξίωμα από κληρονομικό σε αιρετό, στο οποίο είχε βλέψεις ο ίδιος αποκλειόμενος από τους θεσμούς λόγω καταγωγής, δείχνουν ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα.
Ο Λύσανδρος παρουσιάζεται νομοταγής: αμέσως μετά τη νίκη κάνει την αναφορά του στη Σπάρτη μέσω ενός πειρατή. Στο διπλωματικό του οπλοστάσιο του βρίσκονται κάθε είδους άνθρωποι που μπορεί να του φανούν χρήσιμοι: ο Μιλήσιος πειρατής Θεόπομπος, ο Αθηναίος πολιτικός εξόριστος Αριστοτέλης. Ξέρει ποιον πρέπει να χρησιμοποιήσει και πού. Σε θέσεις εξουσίας βέβαια δεν εμπιστεύεται παρά μόνο Σπαρτιάτες ( στην ηγεσία του πεζικού το Θώρακα το Λακεδαιμόνιο, καθώς και αρμοστές στο Βυζάντιο και στη Χαλκηδόνα). Σε οποιαδήποτε άλλη θέση μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιονδήποτε. Ένας τέτοιος άνθρωπος υποτιμάται ή όχι όταν χρησιμοποιεί έναν ακόμα προδότη στο έργο του;
Ομολογουμένως ο Ξενοφώντας αφήνει αδιευκρίνιστο το κρίσιμο για την ερμηνεία των γεγονότων σημείο : η αποστολή κατασκοπευτικών πλοίων πίσω από τους Αθηναίους επί πέντε ημέρες συνεχώς έγινε για να γνωρίσει τις κινήσεις των Αθηναίων ή απλώς για να επιβεβαιώσει τις υποψίες του ότι οι Αθηναίοι διασκορπίζονταν αναζητώντας τρόφιμα στη Χερσόνησο; Κι αν πρόκειται για επιβεβαίωση, είναι μια προσωπική του υποψία που στηρίχτηκε στις άριστες γνώσεις γεωμορφολογίας ή στις πληροφορίες ενός προδότη;
Εκεί που δεν ταιριάζει το δέρμα του λιονταριού πρέπει να χρησιμοποιούμε το δέρμα της αλεπούς.
Οι άριστες ηγετικές ικανότητες του Λύσανδρου είτε έτσι είτε αλλιώς δε μειώνονται ακόμα κι αν ο Ξενοφώντας τσιγκουνεύεται μια καλή κουβέντα για τον τεράστιο άθλο που επιτέλεσε: να τελειώσει ένα πόλεμο 27 χρόνων μέσα σε μια ώρα, όπως γράφει ο Πλούταρχος στο βίο του Λύσανδρου. Και ο Πλούταρχος δε φείδεται επαινετικών σχολίων για τον Σπαρτιάτη. Στα χρόνια που πέρασαν ως την εποχή του ο χρόνος λειτούργησε πολλαπλασιαστικά στη φήμη του Λύσανδρου, έχοντας αρχίσει βέβαια ενώ ήταν ακόμα εν ζωή: είναι ο μόνος εν ζωή που στήθηκε άγαλμα προς τιμήν του και τα Ηραία στη Σάμο μετονομάστηκαν σε Λυσάνδρεια. Άλλος ο σκοπός, τα πρόσωπα, η εποχή, το γραμματειακό είδος.
Το ερώτημα είναι: ανεξάρτητα από τα χρώματα με τα οποία ήθελε να σκιαγραφήσει ο Ξενοφώντας το Λύσανδρο, εκτός κι αν έχει αφομοιωθεί προς το λακωνικό πνεύμα της εκφραστικής συντομίας, πώς παρουσιάζονται οι Αθηναίοι; Ο Ξενοφώντας τους έχει απογυμνώσει εντελώς, έχει καταδείξει όλα τα λάθη τους κι αυτά βήμα προς βήμα, σταδιακά.
Έχει «αδειάσει» τον Κόνωνα, με την απαξιωτική του σιωπή, η οποία βέβαια κρύβει και μια κατά μέτωπον επίθεση κατηγοριών. Εκεί που το μένος του ξεσπά ανελέητο είναι στην παρουσίαση των νεοεκλεγέντων στρατηγών που η παρουσίασή τους στην αρχή της εξιστόρησης γεμίζει τον αναγνώστη με προσδοκίες που σταδιακά διαψεύδονται. Δημιουργεί βέβαια ένα κλίμα ανησυχίας, καθώς μας υποψιάζει ή για την ανεπάρκεια των υπαρχόντων ή για την κρισιμότητα της περίστασης ή και για τα δυο. Αποφεύγει βέβαια ή αποσιωπά να μας πει ότι ο Τυδεύς είναι γιος του Λάμαχου, ενός από τους τρεις Αθηναίους στρατηγούς στη Σικελική εκστρατεία, που έχασε τη ζωή του, και να δικαιολογήσει έτσι τη θρασύτατη λεκτική επίθεσή του στον Αλκιβιάδη. Δεν τους προστατεύει αναφέροντας στοιχεία που βρίσκουμε σε άλλες πηγές ότι ο Αλκιβιάδης πραγματικά ήθελε να τους κλέψει τη δόξα της νίκης και να δημιουργήσει κατάλληλες συνθήκες για την επανάκλησή του στην Αθήνα, προσφέροντας στην υπηρεσία τους δέκα χιλιάδες Θράκες που ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν τις διαταγές του. Ένας ακόμα προδότης με πολύπλευρο ρόλο στο πλαίσιο του πολέμου που ο Ξενοφών σκιαγραφεί με πολύ αδρές γραμμές και στη συγκεκριμένη περίπτωση παρουσιάζει με φωτεινά χρώματα για να αναδείξει τα λάθη των άλλων.
Ο Πλούταρχος στη βιογραφία του Αλκιβιάδη προστατεύει τον βιογραφούμενό του με την υποψία ότι η αποχώρηση του Αλκιβιάδη παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες να μεταπείσει τους ξεροκέφαλους αρχηγούς ήταν αποτέλεσμα της διαπίστωσης ενός αιωρούμενου κλίματος προδοσίας.
Ο Ξενοφώντας παρουσιάζει το Λύσανδρο ως ένα ικανότατο αρχηγό που στηρίχτηκε σε τρεις παράγοντες ταυτόχρονα: την αξιοποίηση των ηγετικών του προσόντων, την άψογη συνεργασία του με τα πληρώματα του σπαρτιατικού στόλου που είχαν εκπαιδευτεί βάσει της σπαρτιατικής αγωγής να πειθαρχούν τυφλά στις εντολές των ανωτέρων και στην εκμετάλλευση των αδυναμιών του αντιπάλου. Ο Πλούταρχος προσθέτει σ’ αυτά και μια ανθρώπινη πλευρά του Λυσάνδρου, που συνεννοείται συνεχώς με τους τριήραρχους και το Θώρακα και άλλοτε απειλεί και άλλοτε εμψυχώνει πριν από κρίσιμες στιγμές: όταν οι Αθηναίοι στέκονται έξω από το λιμάνι της Λαμψάκου και προκαλούν σε ναυμαχία ή πριν την κρίσιμη αιφνιδιαστική επίθεση. Ο Ξενοφώντας τον έχει απογυμνώσει σε μια στρατιωτική μηχανή που διατάζει και απειλεί, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του ότι πάνω απ’ όλα έχει να κάνει με ανθρώπους. Ίσως ο Ξενοφώντας ζώντας από κοντά τη σκληρή σπαρτιατική εκπαίδευση της αγωγής θεωρεί δεδομένο και για τον αναγνώστη ότι η σπαρτιατική πειθαρχία είναι μια δεδομένη κατάσταση. Δε λαμβάνει όμως υπόψη του ότι τη στιγμή αυτή στα πλοία βρίσκονται και μισθοφόροι, ακριβοπληρωμένοι με τη βοήθεια των περσικών χρημάτων, που όμως δεν έχουν λάβει τη σπαρτιατική αγωγή να θυσιάζουν τη ζωή τους υπέρ πατρίδος, αλλά να μισθώνουν το σώμα τους.
Πληροφορίες για την προδοσία του Αδείμαντου θα βρούμε σε πολλά κείμενα στους αιώνες που ακολούθησαν. Τα πιο κοντινά στα γεγονότα κείμενα είναι τα Ελληνικά του Ξενοφώντα και ο λόγος του Λυσία Κατά Αλκιβιάδου. Ο γνωστός ρήτορας Λυσίας πήρε μέρος στη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς ως τριήραρχος ενός από τα πλοία που σώθηκαν. Δεν ξεχνάμε βέβαια ότι ήταν μέτοικος, δηλαδή άνθρωπος με περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, αλλά με όλες τις υποχρεώσεις ενός Αθηναίου πολίτη, που πολύ εύκολα θα μπορούσε να ξεσπάσει πάνω του η οργή των Αθηναίων καθότι πήρε μέρος στη ναυμαχία. Τι πιο λογικό να θελήσει να κάνει από το να αποσείσει από πάνω του κάθε σκιά ενδεχόμενης κατηγορίας ρίπτοντας τα βάρη σε ένα ήδη βεβαρημένο πρόσωπο, τον Αλκιβιάδη;
Το γεγονός ότι ο Αδείμαντος ήταν ο μοναδικός που γλίτωσε τη ζωή του από το πλήθος των αθηναίων αιχμαλώτων και μάλιστα των στρατηγών που κατηγορούνταν για προδοσία προσφέρει ίσως το οφθαλμοφανές επιχείρημα μιας αδιάσειστης προδοσίας. Το γεγονός ότι ήταν ο μόνος που στην Αθήνα έδωσε αρνητική ψήφο στο θέμα της αποκοπής των χειρών δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει για ανθρώπους που τολμούν μόνοι αυτοί να εναντιώνονται στο κοινωνικό σύνολο υποστηρίζοντας τις απόψεις τους. Το παράδειγμα του Σωκράτη κατά τη δίκη των στρατηγών μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες είναι αρκετό να μας πείσει. Το γεγονός όμως ότι ένας ηθικά ακέραιος άνθρωπος όπως αυτός, αν δεχτούμε αυτή την εκδοχή, στη συνέχεια βρέθηκε υπό τις εντολές του Λυσάνδρου πραγματικά μπορεί να μας ξαφνιάσει. Μα τι μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος που όλη η ευθύνη ενός πολέμου έχει πέσει πάνω του και καλείται ως εξιλαστήριο θύμα να πληρώσει τα λάθη άλλων; Να επιστρέψει στην Αθήνα και να αντιμετωπίσει την μήνιν των Αθηναίων, ενώ και ο ίδιος ο Κόνων λογικά σκεπτόμενος διέφυγε στην Κύπρο; Μήπως ήταν εξάλλου ο μόνος που αναζήτησε αλλού πολιτική στέγη κινούμενος από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης; Αλκιβιάδης (από τους Θουρίους, όταν κλήθηκε για απολογία στην Αθήνα), Δημάρατος, Ιππίας, Θεμιστοκλής είναι μερικά χαρακτηριστικά ονόματα που δείχνουν το ευμετάβλητο της ανθρώπινης συμπεριφοράς που καθορίζεται από τα ταπεινά ένστικτα και όχι ανώτερα κίνητρα, τη λογική ή την ηθική. Ο Σωκράτης δεν έχει επιδείξει ακόμα το ηθικό του ανάστημα στο χρόνο των γεγονότων, και εξάλλου αποτελεί τη φωτεινή εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο Ξενοφών αν και το έχει υπόψη του κατά το χρόνο της συγγραφής, το αφήνει ασχολίαστο.
Ας σκεφτούμε μερικές ακόμη παραμέτρους. Ο Ξενοφών δε θα μπορούσε να ελπίσει ποτέ σε μιαν ανάκληση της εξορίας του και ίσως ίσως να μην το επιθυμούσε κιόλας. Έγραψε το έργο του για να διαβαστεί στη Σπάρτη. Μετά τη μάχη της Μαντίνειας τον βλέπουμε πιθανόν στην Αθήνα, όπου τα έργα του αναγνώστηκαν δημόσια. Πιθανόν να έκανε τροποποιήσεις στο έργο του για να μπορέσει να γίνει δεκτό κι εκεί. Μήπως η φράση αυτή ήταν μια μεταγενέστερη προσθήκη του για να απαλύνει το κλίμα της επιστροφής του, τώρα πια που Αθήνα και Σπάρτη δεν ήταν δυο εχθροί, αλλά δυο ενωμένες πόλεις εναντίον ενός τρίτου εχθρού, της Θήβας, δυο πόλεις εξίσου αποδυναμωμένες, όπου δε φαίνεται να έχει σημασία ποιος φταίει για το αποτέλεσμα, όταν το σημαντικό είναι το ίδιο το γεγονός;
Η άλλοτε μεγάλη, ισχυρή ιμπεριαλιστική Αθήνα που θρηνεί όταν φτάνει ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε, η είδηση της καταστροφής και οι επαπειλούμενες συνέπειες της ασύνετης πολιτικής τους παρά τα τόσα λάθη τους αδυνατούν να τα αναγνωρίσουν, απόδειξη ότι τα επαναλαμβάνουν είναι αναμενόμενη πράξη πολιτικής ανωριμότητας να θέλουν να τα επιρρίψουν σε κάποιον άλλο. Το προφανές, το πρόχειρο θύμα, ο Αδείμαντος, είναι αυτό από το οποίο αρπάζονται εκείνη τη στιγμή. Πέντε χρόνια αργότερα δεν έχουν ηρεμήσει, καθώς δεν τολμούν να αποδεχτούν και να αναγνωρίσουν τα λάθη τους, να δουν τον εχθρό στον καθρέπτη, και δεν ησυχάζουν μέχρι να βρουν ένα εξιλαστήριο θύμα μεγαλύτερου κύρους και ευρύτερου βεληνεκούς στο πρόσωπο του Σωκράτη.
Το τι διέσωσε η ιστορία των αιώνων που ακολούθησαν είναι αυτό: ότι δε θα μπορούσε μια τόσο ισχυρή δύναμη να ηττηθεί παρά μόνο με προδοσία. Όταν προσπαθείς να κρυφτείς πίσω από το δάχτυλό σου και οι πηγές είναι μόνο Αθηναϊκές μπορούμε να βρούμε μια λογική απάντηση. Η ιδιάζουσα σχέση του Ξενοφώντα που είναι η κύρια και σημαντικότερη πηγή μας με τον ιδιότυπο ρόλο του με πρόσωπα και πράγματα δεν ξεκαθαρίζει με ακρίβεια την αλήθεια των γεγονότων. Πιθανές πηγές που χάθηκαν τυχαία ή σκόπιμα, πληροφορίες που διαστρεβλώθηκαν, σε μια εποχή τόσο μακρινή από αυτή στην οποία αναφερόμαστε κρατούν την αλήθεια στο σκοτάδι. Συμπάθειες και προτιμήσεις των ιστορικών, αλλά και του αναγνώστη του ίδιου δεν μπορούν ποτέ να αποκλειστούν. Η αλήθεια μένει πάντα μακριά μας όσο και σε τόσα άλλα θέματα. Θα ήμουν ευχαριστημένη προβληματισμός μας προκαλούσε ένα εποικοδομητικό διάλογο που αποκάλυπτε και άλλες οπτικές.

>Καρφί Λασιθίου, μινωικό ιερό κορυφής

Απρ 20107

>

Ανηφόρισα στο Καρφί προσπαθώντας να καταλάβω τι οδηγούσε για αιώνες του ανθρώπους εδώ πάνω, στις εσχατιές του ορίζοντα, για να λατρέψουν τους θεούς τους. Η κόπωση του σώματος κατά την ανοδική πορεία, και μάλιστα για έναν απροπόνητο όπως εγώ, αποζημιώνεται σε κάθε σου βήμα από μια νέα εικόνα, λες κι ένα αόρατο χέρι σπρώχνει μαλακά την πλάτη σου υποβοηθώντας σε να περπατήσεις το δύσκολο μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή, όπου το μόνο που μπορείς πια ν’ αρθρώσεις είναι «Θεέ μου» ή απλά «Θεέ».

Έχοντας εκπληρώσει το δύσκολο στόχο της κοπιαστικής ανάβασης και της κατάκτησης της κορυφής, αφού ηρεμήσω τους χτύπους της καρδιάς μου, για τους οποίους δεν ευθύνεται μόνο η κατακόρυφη σχεδόν πεζοπορία, μπορώ να ανταμείψω τον εαυτό μου με την πολυτέλεια της ανάπαυσης.

Αλλά αυτό δεν κρατά για πολύ. Πώς να καθίσεις για πολύ σε ένα σημείο, όταν τόση ομορφιά κωδικοποιημένη σε εικόνες σε προκαλεί; Μετατοπίζομαι λοιπόν συνεχώς αναζητώντας καλύτερη ή απλώς διαφορετική θέα. Επιλέγω ένα σημείο όπου από κάτω μου χάσκει το χάος. Η κομμένη ανάσα, η ζάλη από την υψοφοβία δεν είναι ικανές να με εμποδίσουν να πάψω να κοιτάζω. Τα άκρα προκαλούν τη σκέψη μου. Νιώθω την ανάγκη να ξεφύγω από τα όριά μου.

Αφήνω το μάτι μου ελεύθερο να περικυκλώσει το χώρο, να τον κλείσει και να τον φυλακίσει, να τον κρατήσει για πάντα, αλλά εκείνο λαίμαργο και αχόρταγο δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, αλλά βουλιμικά καταπίνει εικόνες , που όμως ξέρω ότι δε θα σταθούν για πολλή ώρα στη μνήμη μου. Βοηθός μου η τεχνολογία για να παγώσω το χρόνο και να κρατήσω την εικόνα ενός δευτερόλεπτου, γιατί, κι αν ακόμα το θέλω, η επόμενη στιγμή δε θα είναι η ίδια. Σταθερός συνοδός μου ο άνεμος που χαϊδεύει ή δέρνει, μουρμουρίζει ή ουρλιάζει στα μυτερά χαράκια που ορθώνονται φύλακες στις κορυφογραμμές.

Σε κάθε πέτρα σε κάθε βήμα σταματώ για να φυλακίσω μια εικόνα στο φακό, να καταγράψω μια σκέψη, απελπισμένα να κρατήσω το χρόνο που φεύγει, να μην πω πώς έφυγα από εδώ χωρίς να αγγίξω έστω και ελάχιστα την ομορφιά του.

Καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, το φως από διαφορετική γωνία, κάθετα πια, πέφτει πάνω στα πράγματα διώχνοντας τις σκιές. Προηγουμένως το φως δεν τα είχε αποκαλύψει όλα. Τα πράγματα αποκαλύπτονται πλέον ολόγυμνα χωρίς να μπορούν να κρατήσουν προστατευμένο στη σκιά το μισό εαυτό τους. Είναι πλέον απροστάτευτα μπροστά μου, στο έλεός μου, στην περιέργειά μου, σε κάθε διάθεσή μου να τα αγκαλιάσει μαλακά ή να τα αρπάξει βίαια και αποφασιστικά, να τα εξουσιάσει, να νιώσει ότι έχει τον έλεγχο πάνω τους, ότι μπορεί να επηρεάσει την πορεία τους, ότι δεν είναι ένας ξένος κι αδιάφορος, αλλά υπάρχει ένας στενός σύνδεσμος μεταξύ τους, του οποίου η ταυτότητα παραμένει ακόμα απροσδιόριστη.

Πριν το φως αρχίσει να λιγοστεύει και να δημιουργεί και πάλι σκιές, πριν αρχίσει να παραμορφώνει την πλευρά που είδα, πρέπει να το αξιοποιήσω. Πάντα μ’ άρεσε να κοιτάζω κατάματα το φως . Ήθελα να κλέψω κάτι από τη λάμψη του, μα κυρίως ήθελα να μάθω την πηγή και τα μυστικά του, να το κοιτάξω κατάματα, κόντρα, ακόμα κι αν διαπίστωνα ότι αυτό μου στερούσε τη διαύγεια της όρασης κι ίσως έβλαπτε, αν γινόταν κατ’ εξακολούθησιν, την ίδια την όραση. Μήπως πρέπει ν’ αλλάξω μέθοδο; Να βλέπω καθαρά τα πράγματα, όπως φωτίζονται από το φως, βρισκόμενη πίσω από τα πράγματα, για να μην αλλοιώνει η σκιά μου την καθαρότητα της μορφής τους; Αυτό βέβαια σημαίνει ότι πρέπει διαρκώς να μετακινούμαι και ν’ αλλάζω οπτική γωνία προσαρμοζόμενη στη γραμμή του φωτός.

Οι ματιές μου αρχίζουν να μου προκαλούν ζάλη. Δεν είναι εύκολο να αποθηκεύσεις στη μνήμη σου τόσο δυνατές εικόνες, που καθεμιά τους σε αφήνει ξέπνοο με την αγριάδα της ομορφιάς της, τον πρωτογονισμό, αλλά και την καθαρότητα και την παρθενικότητά της. Ο τόπος απομακρυσμένος από τους ανθρώπους έχει διασώσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό την ιδιαιτερότητα της φυσιογνωμίας του.

Ο άνεμος κινδυνεύει να με παρασύρει. Έχει πάψει πια να χαϊδεύει. Έχει αγριέψει άραγε από την ανθρώπινη παρουσία που διασαλεύει την ησυχία του, την αυθεντικότητά της ύπαρξής του; Ας μετακινηθώ και πάλι. Εμπιστεύομαι ένα ψηλό βράχο μπροστά μου σαν τείχος ότι δε θα αφήσει το σώμα μου να ριχτεί στο κενό και αφήνομαι να ακουμπήσω με την πλάτη σ’ ένα άλλο βράχο. Το σώμα μου ίσα ίσα που χωρά ανάμεσά τους. Μόνο το κεφάλι μου προεξέχει από τον ορίζοντα του πρώτου βράχου. Αυτή η στάση που το σώμα μου αφήνεται να ενωθεί με τους βράχους μου παρέχει μια κάποια ασφάλεια για να μείνω σαν πολιορκούμενη από το κενό και τον ορίζοντα. Στο βράχο που ακουμπά η πλάτη μου έρπει ένας μικρός θάμνος. Είναι τόσο μικρός που ίσα ίσα καλύπτει με το φτενό του φύλλωμα σα χαλί τα κενά που δημιουργήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου από τη διάβρωση. Επιβίωση όπως όπως, με όποιους όρους.

Τοποθετώ προσεκτικά το πόδι μου στα κενά των βράχων. Δε θέλω η μικρή μου περιπέτεια να καταντήσει μια μεγάλη οδυνηρή περιπέτεια. Επιλέγω βράχους με ιδιάζον σχήμα σε θέση προεξέχουσα να μοιραστώ καθισμένη πάνω της τη θέα που κι εκείνη αιώνια απολαμβάνει, που ο βίαιος άνεμος, η καταιγιστική βροχή και τα παγωμένα χιόνια δεν έχουν καταφέρει να φθείρουν αρκετά. Έχει βρει τον τρόπο της να επιβιώνει. Αξίζει το σεβασμό μου. Κι αμέσως μετά τη ντροπή μου. Με τρόμο σηκώνομαι από πάνω της. Νιώθω σα να έχω κάνει βεβήλωση, ιεροσυλία.

Στέκομαι παραπέρα καθώς δεξιά μου προς την ανατολή περιμένουν να φωτογραφηθούν πεζούλες: κάποτε τον καιρό μεγαλύτερης φτώχειας θα δέχονταν τον ιδρώτα του ανθρώπινου μόχθου. Η πρώτη στο βάθος σχεδόν κυκλικού σχήματος ίσως να ήταν αλώνι, ίσως η ορχήστρα ενός θεάτρου για πανάρχαιες τελετουργίες.

Προχωρώ όλο και περισσότερο. Πού θέλω να φτάσω; Καταλήγω σε ένα σημείο σε περίοπτη θέση. Είμαι τυχερή που η τύχη μου επιφύλαξε συνθήκες μεγάλης ορατότητας, ώστε να διακρίνω πέρα από τη Ντία και δυτικά μέχρι τη Ροδιά. Από τη μια πλευρά ο χώρος των ανθρώπινων δυνατοτήτων και έργων: η γη της επαγγελίας του λασιθιώτικου κάμπου. Από την άλλη χάσκει κάτω από τα πόδια σου το κενό της πτώσης που σε τραβά σα μαγνήτης. Το αεράκι που ολοένα δυναμώνει σε ωθεί ν’ αφήσεις την επαφή σου με το έδαφος και ν’ απογειωθείς προς τον άγνωστο χώρο του άλλου χάους που υψώνεται πάνω σου. Ανάμεσα σε δυο κενά, με την εποπτεία του επίγειου, ατενίζω το τρίτο κενό της θάλασσας, που σε περίπτωση περιορισμένης ορατότητας τα όριά της σβήνουν και συγχέονται με του ουρανού.

Αναρωτιέμαι πώς ο μινωίτης πιστός βίωνε τη λατρεία της Μεγάλης Μητέρας σε ανάλογο κλιματολογικό περιβάλλον. Η ανάβαση των μινωιτών στο σημείο που τους επέτρεπε να προσεγγίσουν πληρέστερα το χώρο, του οποίου ένιωθαν ότι αποτελούν μικρές μονάδες, τους οδήγησε στην κατάκτηση μιας ισορροπίας και αρμονίας που κερδίζεται με απλό και φυσικό τρόπο, που προσφέρει χαρά, όπως φαίνεται από τα χρώματα και τις μορφές μέσα στη μινωική τέχνη. Έρχεται να ευχαριστήσει τους θεούς αναγνωρίζοντας ότι σ’ αυτούς οφείλει τα αγαθά της γης και της ίδιας της ζωής. Ατενίζοντας αφ’ υψηλού σε περίπτωση καθαρότητας της ατμόσφαιρας αποκτούσε μια ευρεία και σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων που οφείλεται στο μακρινό πλάνο. Μπροστά η θάλασσα που θυμίζει πως κυκλώνει το νησί και πίσω ο λασιθιώτικος κάμπος με το σχεδόν κυκλικό του σχήμα ζαλίζει με την έννοια του κύκλου. Χαιρόμενος την ομορφιά της ζωής αισθάνεται ικανοποίηση και αυτοπεποίθηση για τη δική του μικρή, αλλά ουσιώδη συμβολή και ενισχύει την αυτοπεποίθηση και την ελπίδα του βλέποντας τη γη ετήσια να ανθίζει και να καρπίζει για χάρη του. Η ομαδική ανάβαση και λατρεία αναδεικνύει το πνεύμα συναδέλφωσης και συνεργασίας τόσο στη δύσκολη πορεία όσο και στη μετοχή και κοινωνία της ομορφιάς που απολαμβάνουν. Σε μια αγαστή συνεργασία με το περιβάλλον και τους υπόλοιπους ενοικούντες σ’ αυτό ο μινωίτης συνειδητοποιεί ότι οι άνθρωποι δεν αποτελούν εχθρό ο ένας για τον άλλο, αλλά βοηθό απέναντι στον κοινό στόχο που είναι το άγνωστο. Θέλουν να μοιραστούν τα συναισθήματα και τις εμπειρίες

Από την άλλη συνειδητοποιώντας τη φθαρτότητα , ακροβατώντας ανάμεσα στην ασφάλεια και στην ανασφάλεια, τη σωτηρία και την απώλεια, τη ζωή και το θάνατο περιορίζοντας την έπαρση και αλαζονεία του συνειδητοποιεί τα όρια του και συσχετίζοντάς τα με εκείνα της φύσης θέτοντας τη ζωή του στα όρια της χρυσής ισορροπίας του μέτρου. Προσπαθώ να φανταστώ το τοπίο σε κατάσταση νεφελώδη ή ομιχλώδη, που είναι η συνηθέστερη ακόμα και πολλές ημέρες του καλοκαιριού. Καθώς , όπως λένε οι επιστήμονες, οι κλιματολογικές συνθήκες δεν αλλάζουν ριζικά στο πέρασμα 3-4 χιλιετιών, προσπαθώ να μεταφερθώ πίσω στο χρόνο. Το μάτι μετεωριζόμενο στο γαλακτώδες τοπίο, όπου χάνονται τα σύνορα του ουρανού και γης, αγωνίζεται να διαπεράσει το λευκό χάος της ομίχλης αναζητώντας διέξοδο στο φως. Πολύ μακρύτερα από τους ανθρώπους, πιο κοντά στον αέρα παρά στη γη και στους ανθρώπους, χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα διεκδικώντας μέσα από τη φυγή από την πραγματικότητα το δρόμο που οδηγεί στη γνώση.

Όταν στο πρόσωπό του αισθανόταν το υγρό άγγιγμα της ομίχλης ή το απαλό χάδι και άλλοτε το άγριο χτύπημα του αέρα, ένιωθε άραγε ότι ήταν έρμαιο των φυσικών δυνάμεων, ένιωθε το φόβο του για το άγνωστο να υποχωρεί στην προσδοκία της λατρείας της θεότητας ή δεν μπορούσε να τιθασεύσει τους χτύπους της καρδιάς του; Κι όταν η ομίχλη σερνόταν στο έδαφος συνιστώντας κατάσταση «ορατότητας μηδέν» περνώντας κύματα κύματα ανάμεσα από τους ανθρώπους, διαπερνώντας τα σώματα των πιστών, μουσκεύοντας τα πάντα (ανθρώπους ,ζώα, κτίρια) με ρυθμό βιαστικό, εξαφανιζόμενη τόσο γρήγορα όσο βιαστικά ήρθε, αφήνοντας τη ζωογόνο δροσιά της ή οδηγώντας στα τυφλά τα βήματά τους ν’ απέχουν χιλιοστά από το κενό, με την αδρεναλίνη να εκτοξεύει την ένταση στα ύψη και να οδηγεί στην έκσταση βγάζοντάς τον έξω από τα όρια του υλικού εαυτού του , αφού προηγουμένως έχει βουτήξει στο απόλυτο κενό του φόβου, του κενού και του απείρου, αποτίνασσε από πάνω του το δέρμα του φιδιού, μένοντας αναγεννημένος, αναπλασμένος, έτοιμος να συνεχίσει ή να ξαναρχίσει τη ζωή του από την αρχή. Φόβος. Βύθιση. Ανάταση. Έκσταση. Λύτρωση. Κάθαρση.

Σίγουρα είχε προλάβει να τοποθετηθεί στα όρια του. Η θέση του εξουσιαστή, του ισχυρού δεν του ανήκε. Συνειδητοποιούσε την αδυναμία και τη μικρότητα που χαρακτηρίζει τόσο τον άνθρωπο, όσο και τα άλλα όντα της φύσης. Αν ήθελε να ισορροπήσει, θα έπρεπε να αποδεχτεί αυτό το ρόλο ισοτιμίας, συνεργασίας και συμπόρευσης.

Πριν πάρει το δόμο της επιστροφής, τα πνευμόνια του είχαν φουσκώσει όχι μόνο από τον καθαρό αέρα, το δεδομένο που είχε σεβαστεί και δεν είχαν φθείρει όπως ο σύγχρονος άνθρωπος, αλλά κυρίως από μια αίσθηση πληρότητας που προέκυπτε από τη συνειδητοποίησης της αρμονίας και ισορροπίας με τη φύση, που τους επέτρεπε να συνεχίσουν τη ζωή τους, αναγεννημένοι, αναπλασμένοι, έτοιμοι να συνεχίσουν ή να ξαναρχίσουν τη ζωή τους από την αρχή απολαμβάνοντας κάθε στιγμή τους, σίγουροι ότι μέχρι την επόμενη ανάβαση η προσμονή της κορυφής που θα τους περιμένει πάντα εκεί θα γεμίζει την ψυχή τους με υψηλές προσδοκίες συνταύτισης με το περιβάλλον και το θεό, που στην συνείδησή τους ταυτίζονταν.

Σήμερα μετά από τόσα χρόνια, όταν ο άνθρωπος έχει φτάσει πολύ ψηλότερα, όταν έχει κατακτήσει και την ψηλότερη κορυφή της γης , εκείνη των Ιμαλάϊων 8.688 μ., και προχωρώντας ακόμα ψηλότερα , ξεφεύγοντας από τα νενομισμένα όρια της γνώσης του, καταρρίπτοντας ή υπερνικώντας τους φυσικούς νόμους (βαρύτητα) πώς αισθάνεται; Συνειδητοποιεί ότι κάποιοι άλλοι, κι αυτοί πολύ λίγοι είναι που πάτησαν στο φεγγάρι και όχι ο ίδιος , έστω κι αν το φαντάστηκε, αλλά περιορισμένος στον τεχνητό χώρο που του στενεύει τους ορίζοντες , τις διαδρομές του σώματος και της σκέψης, συνειδητοποιεί ότι έχει φτάσει πολύ χαμηλότερα, όπου τα πόδια του με δυσκολία τον ανεβάζουν σ’ αυτές τις χαμηλές κορυφές, που ουσιαστικά τώρα πια διαφεντεύουν και τις απολαμβάνουν μόνο τα κατσίκια και τα όρνια, και όχι εκείνος ο μεγάλος και ισχυρός. Σήμερα διαπιστώνουμε τα σημάδια της ληστρικής επιδρομής που άφησε άνθρωπος συλώντας ακόμα και τους τάφους ανθρώπων που έφτασαν τόσο ψηλά για να αναφωνήσουν αυθόρμητα «Θεέ μου». Γιατί ο άνθρωπος θέλει να γκρεμίσει αυτό που οι άλλοι χτίζουν; Γιατί δε σέβεται ούτε τον ύπνο των νεκρών; Γιατί είναι τόσο απελπισμένα προσκολλημένος στην ύλη κοιτάζοντάς την από τόσο κοντά που του κρύβει τον ορίζοντα, επιτρέποντάς του να βλέπει μόνο τον εαυτό του; Συνειδητοποιεί ότι η λογική δεν είναι αποτελεσματικό μέσο ή η αξιοποίησή του δεν έγινε με τον πιο εποικοδομητικό τρόπο, όταν κατώτερα πλάσματα χαίρονται περισσότερα απ’ αυτόν. Οι μόνοι που μπορούν άφοβα να χαίρονται τη θέα είναι τα ζώα. Τα κατσίκια έχουν ανοίξει τα δικά τους μονοπάτια. Αφήνουν το στίγμα τους φροντίζοντας στη διαιώνιση του κύκλου της γονιμότητα ς της γης. Ακούω και το φτεροκόπημα των πουλιών στον αέρα. Τα όρνια απλά κυνηγούν το θήραμά τους εποπτεύοντας από ψηλά ή αφήνονται στα εναέρια ρεύματα ζώντας αυτά μόνο την ουσία και το θαύμα της φύσης.

Το μέτρο της λογικής σε κρατά εντός κύκλου και τροχιάς, αλλά για να γνωρίσεις άγνωστους πλανήτες, θα πρέπει να ξεφύγεις από την πεπατημένη τροχιά και να ορίσεις δική σου. Χωρίς βαρύτητα να σε συγκρατεί κινδυνεύεις να χαθείς, ελπίζεις όμως να κάνεις αυτό το βήμα που θα σε φέρει πιο κοντά στο άγνωστο, που θα κάνει το άγνωστο λιγότερο άγνωστο. Χρειάζεται όμως να έχεις μια σταθερή βάση, αυτή που δεν έχασαν ποτέ οι μινωίτες: πατώντας γερά τα πόδια τους στη γη, ακόμα κι όταν κινδύνευαν να χάσουν την ισορροπία τους από τους πειρασμούς της εξωτερικής ή της εσωτερικής τους φύσης, έβρισκαν πάντα την απάντηση που τους επανέφερε εντός τροχιάς.

Άραγε έχει μεγαλύτερη αξία το βίωμα ή η συνειδητοποίησή του; Υποθέτω ότι οι μινωίτες είχαν κερδίσει και τα δύο. Το βίωμα αποτελεί βέβαια την προϋπόθεση της συνειδητοποίησης , το εμπειρικό υλικό αποτελεί τη βάση που επεξεργάζεται η νόηση, σύμφωνα με τον Καντ. Φυσικά το ερώτημα, όπως και τόσα άλλα , θα μείνει αναπάντητο. Βασανιζόμενη και δοκιμαζόμενη στο χώρο της φιλοσοφίας αρκετά χρόνια έχω καταλάβει ότι μόνο προσωπικές υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε και, στην καλύτερη περίπτωση, να ανταλλάσσουμε τις υποθετικές μας εκτιμήσεις, ίσως όχι για να βρούμε μια απάντηση, που πολύ φοβάμαι ότι διαρκώς ξεγλιστρά από τα χέρια μας, και να κάνουμε κάτι άλλο: να απλώσουμε το χέρι στο συνοδοιπόρο, να σφίξουμε το δικό του για να μοιραστούμε την αγωνία του αγνώστου που μερικές στιγμές πάει να γίνει αβάστακτη.

>Σούγια: το τρίγωνο της θάλασσας

Απρ 20107

>

Αδημονείς να το δεις να ξεπροβάλλει μπροστά σου κάπου, σε κάποια στροφή, σίγουρος ότι υπάρχει, ακόμα κι αν δε φαίνεται, ότι υπάρχει και σε περιμένει, ξεχειλίζοντας τη δεξαμενή των προσδοκιών σου με υποσχέσεις που σηματοδοτούν την πορεία σου.

Η παιδική φαντασία προσπαθεί να συμπληρώσει τα κενά, να παραμερίσει τα εμπόδια που δημιουργούν τα βουνά, τα βουνά που εξάπτουν την φαντασία και που ταυτόχρονα την κάνουν δημιουργική, που την προκαλούν να βρει και να φτάσει αυτό που βρίσκεται πίσω τους, αθέατο, ορατό μόνο με τη φαντασία, ιδανικά ωραίο, αφού η όρασή σου δεν μπορεί να αλλοιώσει καμιά πλευρά της.

Στις στροφές του δρόμου η θάλασσα φαίνεται πιο κοντινή και μετά πάλι χάνεται εντείνοντας την προσμονή: παιχνίδια προσέγγισης και απομάκρυνσης που εξάπτουν τα συναισθήματα και τη σκέψη. Η πανοραμικότητα της απόστασης, η κάθοδος της προσέγγισης και της στένωσης του ορίζοντα είναι αναγκαίες εναλλαγές του τοπίου, συνθέτοντας το γοητευτικό συναισθηματικό μαρτύριο της διαδρομής.

Κάποια στιγμή μια μόνο στροφή σε χωρίζει από την υδάτινη απλωσιά, από το γαλάζιο σώμα που κείτεται μπροστά σου και σε περιμένει να εισβάλλεις μέσα της, να παίξεις μαζί της, να κοιτάξεις πάνω από την επιφάνεια το διάφανο βυθό της. Άλλοτε ο αέρας σηκώνει τα κύματα κάνοντάς σε να υψωθείς και να βυθιστείς μαζί τους προσπαθώντας να μη βρέξεις το κεφάλι σου. Ή όταν ο άνεμος έχει αγριέψει για τα καλά, ξεσηκώνοντας την χοντρή σκούρα άμμο από την παραλία μαστιγώνει το σώμα σου κάνοντάς σε να μαζευτείς σε μια μπάλα περιορίζοντας την επιφάνεια που θα υποφέρει από τα χτυπήματα, αντέχοντας όμως ακόμα να υπομένει, θέλοντας να παρατείνεις το χρόνο παραμονής κοντά της, αρνούμενος να στερηθείς την παρουσία της.

Τα χοντρά βότσαλα με τα χρώματα και τους ιριδισμούς τους αποκαλύπτουν ένα βίαιο εκκωφαντικό πόλεμο, όταν συγκρούονται μεταξύ τους παρασυρμένα από τη σφοδρότητα των κυμάτων που τα οδηγεί μέτρα αρκετά μέχρι το δρόμο. Ποιος θα τολμούσε να φανταστεί ότι στερεά αυτά, με την πυκνότητα της ύλης τους ως πλεονέκτημα, θα γίνονταν έρμαια του υγρού στοιχείου, ηττημένα και με πληγές που οδηγούν στη λείανση και ισοπέδωση της επιφάνειάς τους εξαιτίας ακριβώς αυτής της υπεροχής τους; Απροστάτευτα, νικημένα από τη σφοδρή νοτιά που έρχεται να πέσει πάνω τους και να τα παρασύρει με όλη της την ορμή, κινημένη η ίδια από ποιες δυνάμεις άραγε, που εκτονώνει λυτρωτικά τη έντασή της πάνω στη σκληρή και ανθεκτική τους επιφάνεια, που όμως είναι σύντομη χρονικά, για να σε ανταμείψει στη συνέχεια με το πιο αστραφτερό χαμόγελο του ήλιου, όταν διώχνοντας το συναισθηματικό της φορτίο έχει εκτονωθεί και γαληνέψει. Χωρίς να δώσει μια εξήγηση. Χωρίς να ζητήσει συγγνώμη.

Αναγκάζοντας τα δέντρα να επιβιώσουν με την προϋπόθεση ότι την αναγνωρίζουν ως αρχηγό τους, ως νικήτρια και κυρίαρχο, μαρτυρώντας όμως ότι έχουν κι αυτά τον τρόπο να επιβιώνουν: την υποχώρηση και την υποταγή.

Από τη στροφή περιμένεις το καραβάκι να ξεπροβάλλει για να μετρήσεις το χρόνο και να επιβεβαιώσεις τον καιρό από την απόσταση από τη στεριά και από την ταχύτητά του. Για λίγο ο δρόμος γεμίζει παροδικούς επισκέπτες που σε λίγο εξαφανίζονται αφήνοντας πάλι το τοπίο στη σιωπή του και στο δικό του αγώνα. Ο άνθρωπος περαστικός, τυχαίος παρατηρητής των αγώνων και των αγωνιών της ομορφιάς και του θυμού της, έρχεται να την πλησιάσει μόνο όταν αποκαμωμένη από τον αγώνα της έχει παραδοθεί, αδυνατώντας να σταθεί κοντά της, όταν δίνει τον πιο σκληρό αγώνα της, όταν υποφέρει από τις δυνάμεις της φύσης, όταν δεν έχει να του προσφέρει κάτι. Ανεχόμενη την ιδιοτέλειά του, την αρπαγή των θησαυρών της μουγκρίζει μόνη την οργή της διώχνοντας τρομοκρατημένο εκείνον που θα έπρεπε να βρίσκεται κοντά της εκείνη τη στιγμή και να τον ακούει.

>Του νεκρού αδελφού

Απρ 20107

>Πώς τα πρόσωπα βιώνουν το θάνατο
Η πρώτη απουσία που καταγράφεται, του πατέρα, δημιουργεί το κλίμα της συγκρατημένης αισιοδοξίας και ευτυχίας. Η απουσία αυτή διαταράσσει την αρμονία του μαγικού αριθμού και των πολλαπλασίων του 12. Η απουσία του ενός δημιούργησε συσπείρωση των εναπομεινάντων μελών στρέφοντας την προσοχή και ορίζοντας ως στόχο την ευτυχία της κόρης , της μικρότερης που θ’ αποτελέσει εγγύηση για τη διαιώνιση της ζωής. Στα πλαίσια του αγεωγράφητου και άχρονου χωροχρόνου του ποιήματος, που συνιστά μια οικουμενική διαχρονικότητα, η προσοχή επικεντρώνεται στην άγουρη, αθώα και ανέγγιχτη ομορφιά και τιμή της μοναχοκόρης, που πρέπει να διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού. Με τη γνωστή οικονομία το δημοτικού τραγουδιού και τη φιλοσοφική διάσταση του δυναμικού χρόνου, που τον βιώνουμε ανάλογα με τις εμπειρίες μας και τα συναισθήματά μας και όχι στο στατικό χώρο που ορίζουν οι δείχτες του ρολογιού, φτάνει η στιγμή που θα οριστεί η ευτυχία της κοπέλας. Ευτυχία σημαίνει γάμος. Αν η κοπέλα πεθάνει άγαμη, θεωρείται ότι παντρεύεται το χάρο. Έτσι με βάση τις λαϊκές δοξασίες με το προξενιό και τον επικείμενο ή προσδοκώμενο γάμο η έννοια του θανάτου απομακρύνεται, αλλά δεν αποσοβείται εντελώς, καθώς τη ζωή της νυμφευμένης μπορεί ν’ αγγίξει ο θάνατος άλλου προσώπου, και τον ευτυχισμένο, ανέμελο νυμφευμένο βίο της μπορεί να διακόψει και να διασαλεύσει ένας ενδεχόμενος θάνατος της οικογένειας.

Τα όρια ζωής και θανάτου συγχέονται

Ο πατέρας είναι ένας υποθετικά νεκρός λόγω της αναιτιολόγητης απουσίας του

Η Αρετή είναι μια ζωντανή νεκρή, εφόσον ζει άβουλη και ανελεύθερη, φυλακισμένη μακριά από την πραγματική ζωή στην πατρική εστία, αλλά και στη συζυγική οικία, ζώντας (ποιητικά) μόνο το χρόνο του σκοταδιού που προσιδιάζει στο χρόνο του θανάτου

Οι 9 αδελφοί αιφνίδια και αναίτια μετατρέπονται από ζωντανοί σε νεκρούς

Απ αυτούς εντοπίζονται οι εξής καταστάσεις

Ο Κωνσταντής είναι ζωντανός, νεκρός (αναίτια, παράλογα και απροσδόκητα), νεκροζώντανος (αφύσικα και φρικιαστικά), νεκρός (λυτρωτικά επιστρέφοντας εκεί που ανήκει).

Η μάνα είναι μια δυστυχισμένη ζωντανή – νεκρή από τη στιγμή που θα χάσει τους γιους της ή από τη στιγμή που θα απομακρυνθεί η κόρη της και θα καταλήξει μια λυτρωτικά νεκρή.

Τελικά ο τελευταίος στίχος τι γεύση αφήνει στον αναγνώστη;

Είναι η ζωή που κρύβει μέσα της το θάνατο ή ο θάνατος που κρύβει μέσα του τη ζωή; Πιστεύω ότι δεν περιμένετε ούτε από μένα ούτε από κανέναν άλλο να σας δώσει απάντηση, ίσως ούτε κι από τον εαυτό σας.

Όταν ο Κωνσταντής δίνει όρκο στη μητέρα του, η μοίρα της Αρετής, αλλά και της μάνας, έχει σφραγιστεί οριστικά και τελεσίδικα. Η ανύπαρκτη συμμετοχή, η άβουλη απουσία της κόρης, αλλά και η αποτυχημένη προσπάθεια αντίστασης της μητέρας η οποία επιστρατεύσει τόσο λογικά όσο και συναισθηματικά επιχειρήματα δεν είναι ικανές ν’ αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη μοίρα .

Είναι τυχαίο άραγε ότι οι δυο γυναικείες παρουσίες , οι λιγότερο ελεύθερες να ορίσουν τη ζωή τους και επομένως οι λιγότερο υπεύθυνες, είναι αυτές που υποφέρουν περισσότερο; Κι όσο μικρότερη ελευθερία και ευθύνη φέρεις, τόσο μεγαλύτερο το πάθος, τόσο εντονότερη η τραγικότητα. Είναι τυχαίο άραγε ότι η ζωή είναι γένους θηλυκού, ενώ ο θάνατος γένους αρσενικού; (Κακριδής)

Έτσι ο Κωνσταντής ως άτομο που επιφορτίστηκε την ευθύνη της ζωής της αδελφής του και δεσμεύτηκε με τον ιερό όρκο που συγχωνεύει ΑΕ παγανιστικές και χριστιανικές αντιλήψεις χρεώνεται ένα τίμημα που καταρχήν δε φαντάζει ως τίμημα, αλλά ως απελευθέρωση: «να ζήσει» ένα βράδυ, για να επιστρέψει την αδελφή του στη μάνα του. Η αμφισημία «στη μάνα μας να πάμε» για τον υποψιασμένο αναγνώστη που γνωρίζει ότι αυτό πρακτικά είναι ανέφικτο, παράλογο και αφύσικο, προοικονομεί το μαρτύριο της Αρετής , το πέρασμα από την άγνοια στη γνώση, το οδοιπορικό αγωνίας δίπλα σ’ ένα νεκρό.

Η παραβίαση αυτού του φυσικού νόμου λογικά θα επιφέρει τιμωρία στα πρόσωπα που συμμετείχαν στη διασάλευση της τάξης:

· στη μάνα που έχει βαριά ευθύνη, γιατί με τις κατάρες της προκάλεσε τη νεκρανάσταση του Κωνταντή, η οποία πεθαίνει, αφού βιώσει μια ζωή ως θάνατο, ζώντας ως ζωντανή νεκρή.

· Στην Αρετή, που συμμετέχει στη διασάλευση της τάξης αυτής, συνυπάρχοντας για ένα κρίσιμο διάστημα μ’ να νεκρό, ζώντας τις πιο φρικιαστικές της ζωής της

Οι κατάρες της μάνας αναγκάζουν τον Κωνσταντή να νεκραναστηθεί, να περάσει από τον κύκλο του θανάτου στον κύκλο της ζωής. Όμως η πορεία αυτή κατά τις χριστιανικές αντιλήψεις είναι αδύνατη. Λογική, φυσική και αναγκαία αποδεχτή είναι μόνο η αντίστροφη πορεία, η οποία είναι μοναδική (άπαξ συμβαίνουσα) με μονόδρομη πορεία , και όχι αμφίδρομη. Σε αντίθεση με τις χριστιανικές αντιλήψεις η ελληνική μυθολογία βρίθει από παραδείγματα αμφίδρομης πορείας.

Η πορεία της Αρετής από την άγνοια στη γνώση γίνεται βήμα προς βήμα, και είναι αργή, σταδιακή και βασανιστική και στο τέλος η αλήθεια είναι άρρητη και ανείπωτη. Η Αρετή δε λέει πουθενά τα πράγματα με τα’ όνομά τους . Ο αφηγητής που έχει τα πρωτεία σ’ όλο το ποίημα στη σκηνή του οδοιπορικού έντεχνα και διπλωματικά αποχωρεί παύοντας να σχολιάζει, ξέροντας να σιωπά στα δύσκολα, αναλαμβάνοντας μόνο τον τυπικό ρόλο του δημοσιογράφου που δίνει το μικρόφωνο πότε στον ένα και πότε στον άλλο. Η αριθμολογία είναι έντονα προσεγμένη: 5 διάλογοι Αρετής – Κωνσταντή με 3 διαλόγους που προκλήθηκαν από τα ερεθίσματα των πουλιών ( ο αγγελιαφόρος της ΑΕ τραγωδίας ) συνήθως φέρνει στα δημοτικά τραγούδια άσχημες ειδήσεις, ο αγγελιαφόρος κακών παραφράζοντας το μάντι κακών.

Ο αφηγητής γίνεται κάμερα που βλέπει και ακούει με τα μάτια και τα αυτιά της Αρετής . Το μοναδικό του σχόλιο είναι μοναχή της

Πώς δικαιολογείται η οργή της μάνας προς τον Κωνσταντή και πώς μπορούμε να δεχτούμε την ανάλγητη συμπεριφορά της να ταράξει τον ύπνο του νεκρού;

Είναι η κόρη που έχασε και που θα ‘θελε τώρα κοντά της

Είναι η μοναξιά που βιώνει

Ή είναι ο πόνος του θανάτου που δεν μπορείς να τον αντέξεις μόνος και παραλογίζεσαι

Είναι η υπόσχεση που δεν τηρήθηκε

Είναι η διασάλευση των αξιών για τις οποίες παρείχαν εγγυήσεις ιερά πρόσωπα

Είναι η απλότητα του λόγου και όχι των νοημάτων που επιτρέπει στον καθένα να προβάλλει μέσα από τον τεράστιο καθρέπτη της που χωρά τους πάντες τις αντιλήψεις και τις ερμηνείες καθενός

Ένας γνήσιος φυσικός ζωντανός λαϊκός αληθινός κόσμος

Στο χώρο του πολέμου, άνθρωποι και ζώα αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τον εχθρό, όταν διαπιστώνουν ότι κρίνεται η ζωή τους. Πώς άραγε να ερμηνεύσουμε την απουσία πολεμικής διάθεσης, παρά ως μια δεδομένη παραδοχή μειονεκτικότητας προς έναν σαφώς ισχυρότερο εχθρό, που συν τοις άλλοις είναι ύπουλος, γιατί είναι άγνωστος =αόρατος (α
στερητικό +<όραση). Βλέπουμε = διαπιστώνουμε μόνο τα αποτελέσματά του, τις απουσίες που αφήνει στο πέρασμα του (οξύμωρο, ε; βλέπουμε τις απουσίες)Λυπάμαι που θα διαφωνήσω με το Ρίτσο (οποίον θράσος εκ μέρους μου!): Κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Για το Ρίτσο είναι πρόσθεση, εφόσον βλέπει από την οπτική γωνία του θανάτου: ο θάνατος
προσθέτει στη λίστα του. Για μένα, και υποθέτω με αρκετή σιγουριά και για όλους τους ανθρώπους, ο θάνατος είναι μια αφαίρεση – απουσία.
Να θυμηθώ στο δημοτικό του νεκρού αδελφού ότι στον πρώτο κιόλας στίχο μέσα από την πρόσθεση εμφανίζεται αμέσως – αμέσως μια αφαίρεση
Μάνα(1) με τους εννιά (9) σου γιους και με τη μια σου κόρη (1)
1+9+1=11
11=12-1
Η απουσία που προσμετράται (υπολογίζοντας τον πανταχού παρόντα στη δημοτική ποίηση νόμο των τριών – πολλαπλασίων του τρία) είναι του πατέρα. Από τον πρώτο στίχο κιόλας διαπιστώνουμε το πρώτο χτύπημα του θανάτου, που είναι μια απουσία που βαραίνει τα εναπομείναντα πρόσωπα, προκαλώντας την ορφάνια τους, την έλλειψη προστάτη απέναντι σε ένα
πανίσχυρο εχθρό. Αν ο ισχυρός προστάτης πρώτος υπέκυψε στο χτύπημα του ισχυρού αντιπάλου, τι μπορούμε να αναμένουμε από τα προστατευόμενα (που έχουν πάψει πια να είναι προστατευμένα) μέλη της οικογένειας; Και πράγματι σε πολύ σύντομο χρόνο, όπως φαίνεται από τη συστολή του χρόνου της αφήγησης, 9 άνδρες(=παλικάρια, γενναίοι) θερίζονται από
το χτύπημά του αφήνοντας την απαρηγόρητη μάνα σαν καλαμιά στον κάμπο. Ανακεφαλαίωση: 1 απουσία του πατέρα και 9 απουσίες των γιων= 10 απουσίες

Συμπέρασμα: έχουν απομείνει 2 παρουσίες: μάνα και κόρη
Και όχι μόνο αυτό, αλλά στο πλαίσιο των ιστορικών – κοινωνικών συνθηκών του ποιήματος ο ανδρικός πληθυσμός, ο μάχιμος πληθυσμός, άφησε με την απουσία του ανυπεράσπιστο το γυναικείο- άμαχο πληθυσμό της οικογένειας (μάνα και κόρη) και επιπλέον διασπασμένο, ώστε να μην μπορούν να εφαρμόσουν καν το η ισχύς εν τη ενώσει, ή τουλάχιστον να βρει παρηγοριά
κλαίγοντας η μια στην αγκαλιά της άλλης. Η αίσθηση της αδυναμίας του άμαχου άραγε εκφράζεται στην προοικονομία – αρνητική στάση της μάνας στον επικείμενο γάμο (αποξένωση για την ίδια) της κόρης της; μετρώ σε τρεις μόλις στίχους(πάλι ο νόμος των τριών) 5 φορές ξεν-
«Μάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα,
Στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
Αν πάμε εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.»)

Η ταυτόχρονη παρουσία –απουσία του Κωνσταντή αποτελεί βέβαια διασάλευση της φυσικής τάξης και οδηγεί τα πρόσωπα που υπεύθυνα ή ανεύθυνα συμμετέχουν σ’ αυτήν να δεχτούν τις συνέπειες – τιμωρία = το δικό τους θάνατο: τη μάνα που με τις κατάρες της προκάλεσε τη νεκρανάσταση του Κωνσταντή (υπεύθυνη)και την κόρη που αναγκάστηκε να βιώσει μια δραματικό – τραγική συμπόρευση με το νεκρό Κωνσταντή (ανεύθυνη).
Ο κοινός τους θάνατος πέρα από την αίσθηση παντοδυναμίας του θανάτου που αφήνει ως πικρή γεύση στα χείλη μας, μήπως υποδηλώνει την άποψη ότι ούτε το μοίρασμα (ή διπλασιασμός;) του πόνου της απουσίας = θανάτου είναι μια ικανοποιητική στάση;
Μήπως αφήνει τη μοιρολατρική εντύπωση της επίγειας μοναξιάς και παρηγορεί μόνο με τη λυτρωτική χριστιανική θεωρία της επανένωσης των προσώπων σε ένα χώρο που δεν είναι επίγειος, όμως για τον επί γης άνθρωπο συνεχίζει να παραμένει άγνωστος, επομένως δεν τον έχει βοηθήσει καθόλου να ρίξει φως στο σκοτάδι, αλλά απλά ενίσχυσε την πίκρα και τη μοναξιά του;

Λόγος και σιωπή στο δημοτικό τραγούδι του νεκρού αδελφού
Ένα πέπλο μυστικής σιωπής καλύπτει το πρόσωπο του πατέρα που δεν αναφέρεται πουθενά και δικαιολογημένα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται για ένα μονίμως απόν πρόσωπο, ένα νεκρό πρόσωπο.

Η Αρετή είναι ένα πρόσωπο που κινείται αποκλειστικά στο σκοτάδι και όσο μένει αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο και το φως του ήλιου στο πλαίσιο της πατρικής (ή μητρικής;) οικίας στερείται την ελευθερία να κινείται, να σκέφτεται, να αισθάνεται, να αποφασίζει για τη ζωή της, ακόμα και να αγανακτεί, να διαμαρτύρεται, να μιλά καν. Η σιωπή της επιβάλλει το τίμημα που πρέπει να πληρώσει με το θάνατό της, αφού προηγουμένως έχει ζήσει οδυνηρές στιγμές συνύπαρξης μ’ ένα νεκρό.

Η Αρετή έφταιξε σε τίποτα ή είναι το θύμα που αναίτια και τραγικά πάσχει; Η έλλειψη βούλησης, η σιωπή είναι αρκετή να την καταδικάσει σε μια μοναξιά σε όλη της ζωή της, καθώς η συνύπαρξή της με άλλα πρόσωπα είναι ανύπαρκτη, παρά μόνο με την αφύσικη μορφή του νεκραναστημένου Κωνσταντή; Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, σχεδόν φυλακισμένο, για το καλό του, έχει τη δυνατότητα να αρθρώσει λόγο και μάλιστα επαναστατικό προς ισχυρότερες δυνάμεις τουλάχιστον τις ορατές ( τη μητέρα και τους 9 αδελφούς της);

Το τίμημα της σιωπής πληρώνουν και τα 8 αδέλφια που δε διεκδικούν τα δημοκρατικά δικαιώματα της αντίθετης ψήφου τους, αλλά επαναπαύονται ή υποτάσσονται στη βούληση άλλων αφήνοντας τη ζωή να κυλήσει ερήμην τους, συμβάλλοντας με την παραίτησή τους στη μοναχική ζωή της Αρετής κατά τον έγγαμο βίο της.

Η μητέρα παρά τις καλές της προθέσεις να κάνει το καλύτερο για την κόρη της διαφυλάσσοντας την ομορφιά και την τιμή της κάνει το μεγάλο λάθος να μην υπολογίζει καθόλου τη σκέψη και τα συναισθήματά της, αλλά να ενεργεί με μια κτητικότητα στην αγάπη της και αφού την διασφαλίσει τότε μόνο συναινεί σ’ αυτό το γάμο.

Το τίμημα που πληρώνει ο Κωνσταντής, ο οποίος υφίσταται και τη μεγαλύτερη ποινή, όχι μόνο του θανάτου, ως στέρησης του φωτός και της ζωής, αλλά της νεκρανάστασης, της βίωσης του νυκτερινού σκότους ή ημίφωτος, προκύπτει από το αμάρτημα να σκέφτεται και να ενεργεί με γνώμονα το συμφέρον του και όχι τα συναισθήματα του επιβάλλοντάς τα στους άλλους, έστω και δια της πειθούς, χωρίς να τους υπολογίσει καθόλου, αναλαμβάνοντας με μεγάλη ευκολία επί ματαίω το όνομα ιερών προσώπων στο στόμα του με τον όρκο του.

Ο αναγνώστης βουβός κι αυτός παρακολουθεί την τραγωδία που εξελίσσεται στους στίχους του ποιήματος περιμένοντας την αναμενόμενη καταστροφή, από την οποία όμως θα βιώσει το πάθος των άλλων με ανακούφιση, εφόσον θα έχει γίνει μάθος για τον ίδιο, ώστε να μη χρειαστεί να το κάνει ο ίδιος.

Τα στοιχεία μιας τραγωδίας,

¨ στην οποία τα πρόσωπα αθώα, ανυποψίαστα πάσχουν και καταστρέφονται

¨ προκαλώντας τον έλεό μας

¨ και στο τέλος την κάθαρση,

¨ αφού θεατής της τραγωδίας, στον οποίο απευθύνεται το ποίημα, είναι ολόκληρος ο λαός,

¨ τραγική ειρωνεία, εφόσον ο αναγνώστης – ακροατής γνωρίζει , ενώ οι ήρωες αγνοούν

¨ πορεία κλιμακούμενης έντασης, που οδηγείται στην κορύφωση για να καταλήξει στη λύση

¨ η διασάλευση της φυσικής τάξης (ζωής – θανάτου) αποδεκτή εν μέρει στους ΑΕ, είναι απαράδεκτη στους ΝΕ, εξαιτίας της μεσολάβησης του χριστιανισμού

Όσο η Αρετή εκφράζει εντονότερα την ανησυχία της για τον Κωνσταντή στο ταξίδι της επιστροφής, τόσο εκείνος αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει πειστικότερα επιχειρήματα. Συμφωνείτε με την άποψη αυτή;

Λειτουργεί ως μοτίβο που αποτελείται από τρία μέρη:

¨ αφηγητής – εξωτερικό ερέθισμα

¨ διατύπωση ερώτησης από την Αρετή

¨ απάντηση – δικαιολογία του Κωνσταντή

α)

3 αφηγητής

1 τα πουλιά

1 Αρετή

1 Κωνσταντής
-Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος;

-Άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

-Πουλάκια είν’ κι ας κελαηδούν, πουλάκια είν κι ας λένε

β)

1 αφηγητής

2 τα πουλιά

2 Αρετή

1 Κωνσταντής

Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε

-Δεν είναι κρίμα κι άδικο παράξενο μεγάλο

να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους;

– Άκουσες Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια,

πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους;

– Απρίλης είν και κελαηδούν και Μάης και φωλεύουν

γ)

1Αρετή

2 Κωνσταντής

– Φοβούμαι σ΄, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.

– Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Άι- Γιάννη,

κι εθύμιασε μας ο παπάς με περισσό λιβάνι

δ)

1 αφηγητής

2 τα πουλιά

1 αφηγητής

1 Αρετή

1 Κωνσταντής

-Για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο

τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος

-Άκουσες, Κωνσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;

-Άφησε, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν

ε)

2 Αρετή

1 Κωνσταντής

-Πες μου πού είν’ τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,

και τα σγουρά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;

-Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου

α)

3 αφηγητής αρκετοί στίχοι, για να εισαγάγει το θέμα και να ενημερώσει τον αναγνώστη – ακροατή

1 τα πουλιά διακριτική νύξη, μιλώντας γενικά, χωρίς να κάνουν λόγο για τα συγκεκριμένα πρόσωπα

1 Αρετή δειλή ερώτηση, χωρίς να τολμά να επαναλάβει τα λόγια

των πουλιών

1 Κωνσταντής δε σπουδαιολογεί την ερώτηση, αλλά προσπαθεί να την προσπεράσει ανώδυνα

β)

1 αφηγητής

2 τα πουλιά επαναλαμβάνουν εντονότερα αυξάνοντας τον αριθμό των στίχων, μιλώντας ακόμα γενικά, αλλά τονίζοντας τη μεγάλη ηθική παραβίαση

2 Αρετή η επίταση του ερεθίσματος βρίσκει το στόχο του, και η Αρετή διατυπώνει την ερώτηση σε δυο στίχους, τολμώντας να επαναλάβει την ερώτηση των πουλιών, χωρίς όμως να κάνει το συσχετισμό με τα πρόσωπα

1 Κωνσταντής αναγκάζεται να δώσει μια εξήγηση, η οποία όμως είναι άσχετη με το θέμα

γ)

1Αρετή χωρίς εξωτερικό ερέθισμα,, περνά άμεσα στο θέμα κάνο- ντας απευθείας (σε β΄ πρόσωπο) το συσχετισμό. Δηλώνει το συναίσθημα (φοβούμαι σε) και αιτιολογώντας το προλαβαίνει πιθανή διαμαρτυρία, χρησιμοποιώντας όχι στοιχεία άλλων, αλλά δικά της εμπειρικά στοιχεία (όσφρησης), που δεν είναι όμως τα πλέον αξιόπιστα- αδιάσειστα

2 Κωνσταντής αναγκάζεται να δώσει μια λογική και όσο γίνεται πειστική εξήγηση χρησιμοποιώντας λέξεις – φράσεις που στηρίζουν την επιχειρηματολογία του: εχτές βραδίς = πρόσφατα, διαρκεί ακόμα, περισσό λιβάνι= δεν έχει εξαφανιστεί η δράση του

Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται το 1ο σχήμα του νόμου των τριών με κλιμάκωση, το τρίτο το καλύτερο, οπότε πρέπει να ξαναπάρουν τα πράγματα από την αρχή

δ)

1 αφηγητής

2 τα πουλιά επειδή η επιχειρηματολογία του Κωνσταντή φαίνεται πειστική και ενδέχεται να επαναπαυτεί η Αρετή, τα πουλιά επανέρχονται με 2 στίχους

1 αφηγητής για τον ίδιο λόγο και ο αφηγητής αναγκάζεται να επανεμφανιστεί

1 Αρετή η Αρετή ξαναπιάνει το νήμα των ερωτήσεων από την αρχή, το ίδιο δειλά χωρίς να συγκεκριμενοποιεί την ερώτηση

1 Κωνσταντής κι αυτός προσπαθεί να προσπεράσει την ερώτηση, όπως στην αρχή, και έμμεσα προτείνει να αφήσουν το θέμα

ε)

2 Αρετή χωρίς εξωτερικό ερέθισμα αναδιπλώνει την ερώτηση (οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή), καθώς τα ερεθίσματα είναι οι δικές της εμπειρίες για την εμφάνισή του (οπτικές, που είναι οι πλέον αξιόπιστες =το βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια).

Αρχίζει από γενική περιγραφή της εμφάνισης και συγκεκριμένα αναφέρει στοιχεία της ανδρικής ομορφιάς (=μαλλιά, μουστάκι) που παρουσιάζουν διαφοροποίηση.

τα κάλλη= ομορφιά για όλους

και η λεβεντιά ένδειξη αρρενωπότητας

τα μαλλιά= στοιχείο ομορφιάς όλων των ανθρώπων

μουστάκι= διακριτικό του φύλου του

πάλι όμως δεν τολμά να διατυπώσει τη φοβερή λέξη που χρησιμοποίησαν επανειλημμένα τα πουλιά: πεθαμένος

1 Κωνσταντής δίνει μια λογική αλλά αόριστη απάντηση, η οποία αποτελεί ένα μικρό μόνο μέρος της αλήθειας

Αυτή τη φορά ο νόμος των τριών δεν ολοκληρώνεται. ( Ουσιαστικά υπάρχει δύο φορές το σχήμα νόμος των τριών, μόνο που στη δεύτερη περίπτωση απουσιάζει το τέλος που αποτελεί τον επίλογο συνολικά αυτής της ενότητας). Θα ήταν ο επίλογος που θα δήλωνε αν η Αρετή πείστηκε ή όχι από τις δικαιολογίες του Κωνσταντή, όμως η επόμενη ενότητα στην αρχή της προϋποθέτει ότι το οδυνηρό οδοιπορικό για την Αρετή συνεχίστηκε χωρίς να τολμά να ομολογήσει στον αδερφό της, ίσως και στον ίδιο της τον εαυτό, τη φοβερή αλήθεια.

Η μυστηριώδης εξαφάνιση του Κωνσταντή έξω από την εκκλησία και η ταφόπλακα που βροντά ξανα-σφραγίζοντας τον τάφο και επαναφέροντας τη φυσική τάξη που είχε διασαλευτεί, βάζει βέβαια τέλος στην αγωνία της, καθώς δίνει σαφή απάντηση στις υποψίες της, όμως γκρεμίζει το δικό της επίγειο κόσμο και -σύμφωνα με τις λαϊκές αντιλήψεις- προετοιμάζει το δικό της θάνατο, ως τιμωρία, αφού σ’ αυτή την παραβίαση της φυσικής τάξης συμμετείχε και η ίδια.

Η τελευταία απάντηση του Κωνσταντή είναι αποστομωτική και λογικά πειστική, καθώς μετά από αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει αντίλογος. Εκεί που φαινομενικά λοιπόν η λογική φαίνεται να έχει κλείσει το θέμα τα γεγονότα που ακολουθούν ,η εικόνα του χώρου της εκκλησίας η ήχος της ταφόπλακας φέρνουν συνειρμικά στο μυαλό της Αρετής όλα τα προηγούμενα στοιχεία τα οποία επεξεργαζόμενη λογικά και συνολικά μπορεί να συναγάγει το τελικό αποτέλεσμα. Η απορία δεν υπάρχει νόημα να διατυπωθεί, καθώς η απάντηση έχει δοθεί από τα ίδια τα γεγονότα. Έτσι η απάντηση του Κωνσταντή περιττεύει , αλλά και ο ίδιος δεν είναι παρών για να δώσει απάντηση. Το β μέρος του νόμου των τριών που θα ολοκλήρωνε τον αριθμό των 6 ενοτήτων δεν ολοκληρώνεται καθώς η σιωπή του ποιητή και των προσώπων, της Αρετής και του Κωνσταντή, είναι η καλύτερη απάντηση, ενώ ο αναγνώστης έχει μείνει άφωνος μπροστά στα διαδραματιζόμενα κι εξάλλου στο πλαίσιο της τραγικής ειρωνείας είναι γνώστης των γεγονότων.

Να εντοπίσετε πρόσωπα ή και γεγονότα που παρουσιάζονται στο ποίημα, τα οποία αντιστρατεύονται τον κόσμο της πραγματικότητας και της φυσικής τάξης.

ο όρκος του Κωνσταντή

η κατάρα της μάνας

η νεκρανάσταση του Κωνσταντή

το ταξίδι του Κωνσταντή στη Βαβυλώνα (χρόνος και μέσα)

η ομιλία των πουλιών

η μυστηριώδης εξαφάνιση του Κωνσταντή

ο κοινός θάνατος μάνας και κόρης

Το πολιτιστικό φορτίο του ποιήματος που, ξεκινώντας από αρχαιοελληνικές αντιλήψεις και συνεχίζοντας με χριστιανικές αντιλήψεις, φτάνει μέχρι σήμερα

¨ η θέση της γυναίκας

¨ οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί

¨ ο λόγος – υπόσχεση

¨ το μοιρολόι

¨ τα βάσανα (πόλεμος, αρρώστα, θάνατος) που κατατρέχουν το λαό

¨ η στενή σχέση με τη φύση

¨ η απέχθεια για την ξενιτιά

¨ η θαλπωρή της πατρικής εστίας

¨ το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα

¨ η επικράτηση του συναισθήματος έναντι της λογικής

¨ η επικράτηση των εμπειρικών στοιχείων

Πρόσωπα της ΑΕ μυθολογίας που κατέβηκαν ζωντανά στον Άδη

1. Ο Οδυσσέας, για να πάρει χρησμό από το μάντη Τειρεσία για την επιστροφή του στην πατρίδα του
2. Ο Ηρακλής, επιτελώντας ένα από τους 12άθλους του, για να φέρει τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα
3. ο Θησέας για να βοηθήσει το φίλο του Πειρίθο να αρπάξει την Περσεφόνη
4. Ο Ορφέας, για να επαναφέρει στη ζωή τη γυναίκα του Ευρυδίκη
5. Ο Άδωνις μοιράζοντας τη ζωή του στον πάνω και Κάτω κόσμο
6. οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης, εναλλασσόμενοι μέρα παρά μέρα στη ζωή και στο θάνατο
7. Η Περσεφόνη, μοιράζοντας σε εξάμηνα τη ζωή της ανάμεσα στη μητέρα της Δήμητρα στον πάνω κόσμο και στο σύζυγό της Πλούτωνα στον Κάτω κόσμο
8.

Μια παραλλαγή του “Νεκρού αδελφού”, που προέρχεται από την περιοχή Σωζοπόλεως – Αγαθουπόλεως, και ειδικότερα από το χωριό Κωστή.

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με την μια την κόρη
στα σκοτεινά την έλουζε , στ’ άφεγγα τη χτενίζει
και στο χρυσό ν’ αυγερινό , έπλεκε τα μαλλιά της
να μην το μάθει η γειτονιά και στείλει προξενήτες.
Προξενητάδες ήρθανε από την Βαβυλώνα
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.

Και η συνέχεια του τραγουδιού :

Γυρεύουν τόπο να σταθούν , αυλές να ξεπεζέψουν ,
γυρεύ’ν αργυροπάλουκα να δέσουν τ’ άλογά τους ,
γυρεύουν και την Αρετή πολύ μακρυά στα ξένα.
Όλα τ’ αδέλφια δεν θέλουν κι’ ο Κωνσταντίνος θέλει.
« — Ελάτες κι’ ας την δώσουμε την Αρετή στα ξένα ,
στα ξένα και στα μακριά και στου γαμπρού τα χέρια ,
να την φορέσουν μάλαμα κι’ όλο μαργαριτάρι ,
να βάλουν στο κεφάλι της διαμάντινο στεφάνι.
Δός την μάννα μ’, δόστηνε την Αρετή στα ξένα
να κάνουμε ξένους δικούς και ξένες παραμάνες
που είμ’ κι’ εγώ πραματευτής τυχαίνει και παγαίνω ,
για νάχει το άλογό μ’ ταγή και γω νάχω κονάκι».
Κι’ η μάννα της εφώναξε , τον Κωνσταντή της λέγει.
— Αν είνε λύπη ή χαρά ποιός πάγει να την φέρει ;
— Αν είνε λύπη ή χαρά το άλογό μου έχω ,
δάση βουνά θε να διαβώ , την Αρετή να φέρω.
Κι έστρεξε και έδωσε την Αρετή στα ξένα.
Τότ’ άλλαξε η Αρετή και βάζει τα χρυσά της ,
στους προξενήτες έτρεξε με λύπη με χαρά της.
Ήλθε πανούκλα φόνισσα η αντρογυνοχωρίστρα ,
μήνες οχτώ δεν πέρασαν τ’ αδέλφια οχτώ πεθαίνουν ,
και στις εννιά ο Κωνσταντής , το πρώτο παλλικάρι
κι’ απόμεινε η μάννα της σα φύλλο , σα κλωνάρι.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε , σ’ όλα μοιρολογούσε ,
στου Κωνσταντή τα χώματα νε έκλαιγε , νε θρηνούσε.
Ο ήλιος εβασίλευε κι’ η μάννα βλαστημούσε.
«Πέτρα να γίνεις Κωνσταντή , σίδερο να μη λυώσεις
που έστρεξες και έδωσα την Αρετή στα ξένα»
Ο Κωνσταντής σαν τ’ άκουσε βαριά τον βαρυφάνει ,
κάνει τα χέρια τιυ τσαπιά , τις απαλάμες φκυάρια
και το κιβούρι του άλογο και το καπάκι σέλλα
και τα καρφιά του κιβουριού , καλύβια στ’ άλογό του.
Βιτσιά τον μαύρο έδωσε , στην Αρετή παγαίνει ,
βρίσκει χορό τρικούβερτο , η Αρετή τον σέρνει.
— Ποιός είν’ αυτός όπου χτυπά , ποιός είνε που βροντάει ;
— Ξένος στη θύρα στέκεται , την Αρετή ζητάει.
Κατέβηκε η Αρετή τον ξένο της κοιτάζει.
— Ποιός είσαι συ , ω ξένε μου , και ποιό το όνομά σου ;
— Δεν είμ’ εγώ ο Κωνσταντής , το πρώτο σου αδέλφι ;
Για σήκω έλα , Αρετή , κι’ η μάννα σου σε θέλει.
— Πού είν’ Κωνσταντή , τα νειάτα σου , πού είν’ η ομορφιά σου;
πού είνε η ξανθή περτσιά (1) , το μαύρο σου μουστάκι ;
— Αχ , βαριά αρρώστια πέρασα και πάγ’ η ομορφιά μου
κ’ έπεσε η ξανθή μ’ περτσιά , το μαύρο μου μουστάκι ,
άϊντε να πάμε , Αρετή , η μάννα μας σε θέλει.
— Αν και με θέλει για καλό , να πάγω ετσ’ πως είμαι
αν και με θέλει για κακό , να βουτηχτώ στα μαύρα.
— Άϊντε να πάμε , Αρετή , κι’ ας είσαι όπως είσαι.
Πάν’ στ’ άλογο τ’ την κάθησε , στη μάννα της την πάγει.
Στο δρόμο όπου πάγαιναν , πουλάκια κελαηδούσαν ,
δεν κελαηδούσαν σαν πουλί , μηδέ σα χελιδόνι
μόν’ κελαηδούσαν κι’ έλεγαν μ’ ανθρώπινη φωνίτσα.
— Για δες καημός που γίνεται εις τον επάν’ τον κόσμο ,
να περπατούν οι ζωνανοί με τις αποθαμένοι.
— Ακούς τί λένε τα πουλιά , ακούς τί λεν’ τ’ αηδόνια ;
— Άφσε , πουλιά ’ναι και λαλούν , πουλιά ’ναι και ας λένε.
Και στο χωριό που κόντεψαν , ο Κωνσταντής της λέγει.
— Άντε , Αρετή , στο σπίτι μας και κάνε το σταυρό σου
(και γω) θα συργιανίσω τ’ άλογό μ’ που θέλ’ να κασαντίσει.
Κι’ αν δεν πιστέψ’ η μάννα μου που σ’ έφερα στο σπίτι ,
να και το δαχτυλίδι μου , την πρώτη μ’ αρραβώνα.
Βλέπει την πόρτα σφαλιχτή , σφιχτά μανταλωμένη
και τα σπιτοπαράθυρα νάναι αραχνιασμένα.— Ποιός είν’ αυτός
που κρικελεί και την κρικέλα παίζει ;
— Εγώ είμαι , μανούλα μου , η μίκρο Αρετή σου.
— Αν είσαι συ η Αρετή κι’ αν είσαι η καλή μου
έλα να φάνεις το πανί σ’, τότε θα σε γνωρίσω.
Η πόρτ’ αμέσως
άνοιξε και μέσ’ τον λάκκο (2) μπαίνει ,
τρεις σαϊτιές δεν έρριξε κι’ η μάννα της φωνάζει :
«Αυτές οι τρεις οι σαϊτιές μοιάζουν της Αρετής μου»
κι’ η μάννα την γκλυκοφιλεί και την γλυκορωτάει :
— Με ποιόνα ήρθες Αρετή μ’ για πές με την αλήθεια ;
— Ο αδερφός μου μ’ έφερε , ο πρώτος ο Κωνσταντίνος.
Κι’ η μάννα σαν το άκουσε , πέφτει , λιγοθυμάει
κι’ επάν’ στο λιγοθύμιασμα εβγήκε η ψυχή της.

(1) μπούκλα , (2) αργαλειός.

Διαφορές της παραλλαγής της Σωζοπόλεως – Αγαθουπόλεως

· η «φυλάκιση « της Αρετής γίνεται για να μην τα στείλουν προξενιό από τη γειτονιά, προφανώς η Αρετή προορίζεται για κάποιον εκλεκτό γαμπρό

· πλούτος και μεγαλοπρέπεια των προξενητάδων που προμηνύουν ένα πλούσιο και επιτυχημένο γάμο για τη Αρετή

· ο Κωνσταντής εκτός από το προσωπικό του συμφέρον προβάλλει και την πλούσια τύχη που θα έχει η Αρετή , άρα η ευτυχία προϋποθέτει πλούτο

· ο Κωνσταντής απευθύνεται στη μάνα και όχι σε όλο το οικογενειακό συμβούλιο

· ο Κωνσταντής δε δίνει το φοβερό όρκο

· παρουσιάζονται τα ανάμεικτα συναισθήματα της Αρετής, ενώ στο σχολικό κείμενο ούτε ο ποιητής αξιώνει να ασχοληθεί μαζί της

· μαθαίνουμε την αιτία και το χρονικό διάστημα της απώλειας των 9 αδελφών

· αναφέρεται λεπτομερειακά η κατάρα της μάνας στο Κωνσταντή

· το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιεί ο Κωνσταντή είναι πιο φρικιαστικό

· περιγράφεται και η έξοδος του από τον τάφο

· η Αρετή φαίνεται να περνά ευτυχισμένη ζωή στη Βαβυλώνα και δεν είναι μόνη της

· δεν αναγνωρίζει τον Κωνσταντή και όταν εκείνος ομολογεί την ταυτότητά του εκείνη θέτει λογικά ερωτήματα που προκαλούν λογικές διαβεβαιώσεις από μέρους του αδελφού της

· και στο διάστημα της επιστροφής όμως τα πουλιά επεμβαίνουν επικρίνοντας τη διασάλευση της φυσικής τάξης

· ο Κωνσταντής αποχαιρετά την Αρετή όταν πλησιάζουν στο πατρικό σπίτι και της δίνει το δαχτυλίδι του να προσφέρει στη μητέρα του ως αποδεικτικό στοιχείο ότι εκτέλεσε την υπόσχεσή του

· η μάνα ζητά πιστοποιητικά για να αναγνωρίσει την Αρετή και αυτό γίνεται μέσω του αργαλειού

· μένει ασαφής η τύχη της Αρετής, καθώς δηλώνεται ο θάνατος μόνο της μητέρας

· το ποίημα κινείται σε ένα περισσότερο λογικό παρά εξωλογικό περιβάλλον

· παρουσιάζονται τυπικά στοιχεία των δημοτικών τραγουδιών, όπως οι αναγνωρίσεις ( το δαχτυλίδι του Κωνσταντή, η ύφανση από την Αρετή)

· η Αρετή δεν είναι τόσο τραγικό πρόσωπο, καθώς όλοι θέλουν το καλό της και ίσως τελικά οι θυσίες που υπέστη να μην πήγαν χαμένες, και στο τέλος δε φαίνεται να πεθαίνει , αφήνεται όμως μια αοριστία ως προς την τύχη της

· η απουσία όρκου από μέρους του Κωνσταντή δε δικαιολογεί την κατάρα της μάνας

· η νεκρανάσταση του Κωνσταντή είναι φρικιαστική , ενώ ο ποιητικός εξωραϊσμός της στο σχολ. βιβλίο τη θέτει εκτός πραγματικότητας

Ερωτήσεις
1. Το τραγούδι αρχίζει με μια κατάσταση ευτυχίας. Πώς προσδιορίζεται αυτή;

2. Να αποδώσετε σε πεζό λόγο:

· το θέμα της διαφωνίας του Κωνσταντή με τη μητέρα του

· τα επιχειρήματα του κάθε συνομιλητή

3. Να παρουσιάσετε με στοιχεία του κειμένου την κοινωνική θέση της γυναίκας, όπως φαίνεται μέσα στο ποίημα.

4. Ο Κωνσταντής με τον βαρύ του όρκο ανέλαβε κάποια δέσμευση.

· Να εντοπίσετε τους στίχους που εκφράζουν τον όρκο και τη δέσμευση του Κωνσταντή.

· Γιατί ο Κωνσταντής δεν μπορούσε να τηρήσει τη δέσμευση που ανέλαβε;

· Ποιο γεγονός επέτρεψε στον Κωνσταντή να εκπληρώσει τελικά τον όρκο του και με ποιο τίμημα;

5. Το ταξίδι επιστροφής έχει χαρακτηριστεί ως «οδοιπορικό αγωνίας» για την Αρετή. Συμφωνείτε με αυτό το χαρακτηρισμό; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

6. Σε ποιους στίχους φαίνεται η ανησυχία της Αρετής στο ταξίδι επιστροφής της προς την πατρική εστία;

7. Ποια επιχειρήματα χρησιμοποιεί ο Κωνσταντής για να διασκεδάσει τις υποψίες της Αρετής;

8. Όσο η Αρετή εκφράζει εντονότερα την ανησυχία της για τον Κωνσταντή στο ταξίδι της επιστροφής, τόσο εκείνος αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει πειστικότερα επιχειρήματα. Συμφωνείτε με την άποψη αυτή;

9. Να εντοπίσετε πρόσωπα ή και γεγονότα που παρουσιάζονται στο ποίημα και τα οποία αντιστρατεύονται τον κόσμο της πραγματικότητας και της φυσικής τάξης.

10.Στο ποίημα όπως και σε πολλά άλλα δημοτικά τραγούδια απουσιάζει η μορφή του πατέρα. Πώς εξηγείτε την απουσία αυτή;

11.Σε ποιο χρόνο γίνεται το ταξίδι της επιστροφής στο πατρικό σπίτι; Ποια στοιχεία βρίσκουμε μέσα από το κείμενο; Υπάρχουν αρκετοί χρονικοί προσδιορισμοί στο ποίημα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

12.Ποιο από τα πρόσωπα του ποιήματος προκάλεσε περισσότερο τη συμπάθειά σας;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

13.Ποια στοιχεία του ποιήματος προσδιορίζουν το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα πρόσωπα του ποιήματος;

>Διογένης ο Κυνικός

Απρ 20107

>
Αναρωτιέμαι γιατί από τα τόσα πράγματα που είπε και έκανε ένας άνθρωπος πριν περίπου 2400 χρόνια μάς έχει μείνει αυτό το φανάρι και η φράση που είπε στο νέο άρχοντα του κόσμου (πλανητάρχη θα τον λέγαμε σήμερα;) Αλέξανδρο: το περίφημο «Αποσκότησόν μου», που ερμηνεύτηκε ως «φύγε από μπροστά μου, να μη μου κρύβεις τον ήλιο» ή «μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις», ή κατά μια άλλη ερμηνεία, «διώξε μου το σκοτάδι». Σε κάθε περίπτωση έχουμε το αντιθετικό δίπολο φωτός – σκότους που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα μεταφορικά έχει συνδεθεί με την πνευματική και ηθική ζωή. Αλλά και πάλι και μ’ αυτή τη μεταφορική σημασία των λέξεων φως και σκοτάδι τι εννοούμε; Μάλλον ότι μας στερεί τη δυνατότητα να προσλάβουμε με την πιο ισχυρή αίσθηση, της όρασης, τον κόσμο γύρω μας. Κι αυτή η «Αποσκότισις» ή στην ακραία μορφή της συσκότιση, συνήθως δεν είναι τυχαία, αλλά εσκεμμένη. Και έχει δυο μορφές: στερούμε το φως από εκείνον που το έχει ή δεν προσφέρουμε φώτιση σε κείνον που βρίσκεται στο σκοτάδι. Και στις δυο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, όμως η ενέργεια ερμηνεύεται διαφορετικά. Δε δίνουμε φως στην εκπαίδευση, επιλέγουμε να κρατούμε τους νέους σε πνευματική συσκότιση, γιατί δε μας συμφέρει ως πολιτικός κόσμος, αλλά και ως κοινωνία γενικότερα αδιαφορούμε, αλλά και ως οικογένεια θίγεται το εγώ μας όταν μας αντιμιλούν και μας αμφισβητούν τα παιδιά μας, ακόμα κι αν λένε την αλήθεια. Τα καταδικάζουμε σ΄ ένα αιώνιο σκοτάδι. Και από ποιον περιμένουμε να δώσει λύση; Συνήθως από τους άλλους. Ποτέ τον εχθρό δεν τον βλέπουμε στον καθρέπτη, αείμνηστε Σεφέρη. Αποφεύγουμε τις γροθιές στο μαχαίρι, γιατί βέβαια πονάνε.

Δεν τολμούμε, δε διακινδυνεύουμε τη θέση και τη βολή μας, μας αρέσει όμως να θαυμάζουμε αυτόν τον κουρελή της αρχαιότητας που από τότε τον αντιμετώπιζαν, στην καλύτερη περίπτωση, ως εκκεντρικό και γραφικό. Αυτόν που ήξερε με το λόγο να χτυπά αλύπητα τους ανθρώπους γδύνοντας τη βρωμιά, αποκαλύπτοντας τη δυσωδία σε όποιο τομέα την έβλεπε, και οι πολιτικοί άρχοντες ήταν ο πρώτος στόχος σου. Μα δεν μπορείς να το κάνεις βολεμένος. Δεν μπορεί η θεωρία να αντιφάσκει με την πράξη. Ήταν φιλόσοφος. Δηλαδή συνεπής, όπως ο πνευματικός του δάσκαλος Σωκράτης, καθώς οι κυνικοί φιλόσοφοι απ’ αυτόν έλκουν την καταγωγή τους. Ο ίδιος είχε στερηθεί τα πάντα ζώντας γραφικά στο πιθάρι του, έξω από την Κόρινθο, μη έχοντας ανάγκη ούτε ένα κύπελλο να πίνει νερό, αφού ένα παιδί, στην ηλικία της αγνής συμπεριφοράς, του δίδαξε ότι οι χούφτες μπορούν επάξια να το αντικαταστάσουν. Γεμίσαμε τη ζωή μας με περιττές υλικές ανάγκες, έλεγε ο Διογένης. Σας θυμίζει τίποτε αυτό, όταν γυρίζετε από το super market στο σπίτι με το αυτοκίνητο να μη σέρνεται από το βάρος;

«Επιστροφή στη φύση» έλεγε και τον άκουσαν μερικές χιλιάδες χρόνια αργότερα «τα παιδιά των λουλουδιών», «οι χίπις» που ζούσαν στις σπηλιές στα Μάταλα και αλλού. Το θυμάστε καθόλου, όταν το νέφος σας κλείνει τα πνευμόνια, όταν ακούτε για την τρύπα του όζοντος, για την υπερθέρμανση του πλανήτη, για τους πάγους που λιώνουν, για τους ιούς που διαδέχονται ταχύτατα ο ένας τον άλλο (ποιος τους βοηθά αλήθεια να τρέχουν τόσο γρήγορα;)

«Να έρθει ο Αλέξανδρος σε μένα» απαίτησε, όταν τον ζήτησε ο Αλέξανδρος. «Και ποιος είσαι εσύ;» θα σκέφτηκε. Τέρμα στα δεδομένα της σκέψης και της γνώσης, τέρμα οι αυθεντίες και το αλάθητο των ισχυρών της γης. Και ο Αλέξανδρος κατάλαβε, γιατί ήδη γνώριζε τις απόψεις του Διογένη από το δάσκαλό του Λεωνίδα. Ένας άλλος θα τον είχε αποκεφαλίσει εν ριπή οφθαλμού. Είχε κάποια παιδεία.

Κάθε εποχή χρειάζετια το Διογένη της. Μια αλογόμυγα να μας ξυπνά και έναν κριτικό νου να μας ελέγχει. Και τουλάχιστον η αρχαία Ελλάδα είχε: στην αρχαϊκή εποχή τους προσωκρατικούς –φυσικούς φιλοσόφους, στην κλασική τους σοφιστές, στην ελληνιστική τους κυνικούς. Τι κοινό είχαν και οι τρεις αυτές αμάδες φιλοσόφων: ότι καυτηρίασαν τις λανθασμένες επιλογές του ανθρώπινου «πολιτισμού» και βρήκαν λύσεις που άντλησαν από τη φύση.

Ερωτήσεις για την ελεύθερη σκέψη μας

Γιατί ο πλούσιος Κορίνθιος Ξενιάδης προτίμησε να αγοράσει στο δουλοπάζαρο έναν άνθρωπο που ως μοναδική του πείρα κατέθεσε το «άρχειν ανθρώπους»;

Γιατί ο Αλέξανδρος, τη στιγμή που είχε υποτάξει όλη την Ελλάδα και ετοιμαζόταν να κατακτήσει την Ασία αισθάνθηκε την ανάγκη και πήγε να μιλήσει σ’ ένα (αναρχικό θα έλεγαν κάποιοι) εκκεντρικό κουρελή; Γιατί μάλιστα παρέκαμψε το πρωτόκολλο και πήγε ο ίδιος να τον συναντήσει;

Γιατί οι Αθηναίοι έδωσαν καινούριο πιθάρι στο Διογένη, αν και η γλώσσα του ήταν ανάλογη με την αλογόμυγα («οίστρο») Σωκράτη που δεν τους άφηνε στην ησυχία τους;

Γιατί οι μαθητές του τσακώθηκαν σχεδόν ποιος θα αναλάβει τα έξοδα της κηδείας του;

Γιατί εξακολουθεί να μας απασχολεί μέχρι σήμερα, όσους τουλάχιστον από μας κλείνουμε την τηλεόραση για να μη βλέπουμε τους γκλαμουράτους που παραθερίζουν στη Μύκονο;

Δεν έχετε καμιά υποχρέωση να δώσετε απάντηση σα κανέναν.

ΜΟΝΟ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΑΣ….

από κάτω από: φιλο-σοφικά | 1 Σχόλιο »    

>Μες στο λευκό και μες στο μαύρο

Απρ 20107

>
ΜΕΣ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ
Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο
Χ

Είναι το άγγιγμα που θέλει
η ομορφιά
είναι το φίλημα που γίνεται
στον κήπο
είν’ το θρινάκι που μιλάει
με τα στάχυα
πριν τα σηκώσει και τα δώσει στο βοριά.

Μες σ’ ένα αλώνι που γυρίζει διαρκώς
χιλιάδες χρόνια
χιλιάδες κόκκοι που ‘πεσαν στη γη
να πατηθούν και να βλαστήσουν.

Όλα κυλούν μες σ’ ένα δάκρυ καθαρό.
Δ. Περοδασκαλάκης

Το κείμενο μονολογώντας φιλοσοφικά ανακινεί τον οικουμενικό και διαχρονικό διάλογο για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο «που του δόθηκε» να ζήσει, παρακάμπτοντας ή εκμηδενίζοντας την ελευθερία και τη βούλησή του, τοποθετώντας τον σ’ ένα προδιαγεγραμμένο πλαίσιο, αποκαλύπτοντας την τραγικότητα της ύπαρξής του. Στο ποίημα οι φιλοσοφικές απόψεις ειδικότερα περιστρέφονται ή στροβιλίζονται γύρω από τη συμβολική ενέργεια της αγροτικής εργασίας του λιχνίσματος, που αποτελεί την τελική φάση ολοκλήρωσης του ετήσιου κύκλου της δημιουργίας, η οποία ξεκινώντας από το σπόρο που πέφτει με τη σπορά μέσα στη γη καταλήγει πάνω στη γη με το λίχνισμα.

Η πρώτη μας διαπίστωση κατά την ανάγνωση είναι η στενή σχέση με τη φύση, η καλή γνώση της αγροτικής ζωής,, η αξιοποίηση των συμβολισμών της. Το λίχνισμα για λόγους πρακτικής αναγκαιότητας συμβαίνει κατά το χρόνο του απογεύματος, αφού έχει προηγηθεί η προτελευταία φάση, το αλώνισμα, και συμβολικά αντιστοιχεί στην καμπή της ζωής. Τα αλώνια βρίσκονταν σε επιλεγμένα μέρη, ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν τη δύναμη του ανέμου, του οποίου η ένταση ενισχύεται το απόγευμα. Ο βοριάς και όχι άλλος άνεμος, ο πιο ισχυρός σε ένταση, είναι αυτός που μπορεί να παρασύρει τα άχυρα και να διαχωρίσει τον καρπό (στάχυα).
Αυτή η διαδικασία του λιχνίσματος γίνεται μια πράξη τρυφερή και ομιλητική, επικοι-νωνίας (κατά Δ. Ν. Μαρωνίτη) συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής. Όμως με μια αίσθηση απροσδόκητου, διάψευσης και ανατροπής, η ώρα της ολοκλήρωσης της φυσικής πορείας και διαδρομής, της δικαίωσης και συνειδητοποίησης, καταλήγει σε μια ώρα πικρή: ενώ ο άνθρωπος περίμενε την πληρωμή, ενώ θεωρούσε τον εαυτό του κυρίαρχο πρόσωπο σ’ αυτή τη διαδικασία του κύκλου που διήνυσε ο σπόρος, αποδεικνύεται ότι είναι και ο ίδιος ένα παθητικό πρόσωπο, ένα πρόσωπο πάσχον.
Το αλώνι με το κυκλικό σχήμα του συμβολίζει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, την ανακύκλωση των στοιχείων, καθώς κάθε στοιχείο στην περιφέρεια του κύκλου σηματοδοτεί ταυτόχρονα την αρχή και το τέλος του. Έτσι όταν φτάσεις στο σημείο από το οποίο έχεις ξεκινήσει έχεις πραγματοποιήσει το σκοπό σου (τέλος), αλλά η πραγματοποίηση αυτή είναι και το τέλος = τέρμα. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την ετυμολογία της λέξης που παραπέμπει στην καταστροφή, από το αρχαίο αλίσκομαι. Από την ετυμολογία του αλωνιού από το αλίσκομαι προκύπτει το δάκρυ, καθώς και από τη διαπίστωση ότι αυτή η αδιάκοπη ροή και ανακύκλωση (τα πάντα ρει) συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της και δυστυχώς ουκ αν εμβαίης δις εις τον αυτόν ποταμόν. Ο άνθρωπος έχει ελάχιστο κυματισμό στον αιώνιο κύκλο της ροής.
Το θρινάκι που μιλάει είναι η πιο καθοριστική στιγμή του ξεκαθαρίσματος. Ως τρίτο στοιχείο του ποιήματος (φίλημα, άγγιγμα, θρινάκι) μέσω του νόμου των τριών εστιάζει στην ανώτερη, έσχατη και ως εκ τούτου τελευταία κίνηση: μας τοποθετεί στο τέλος , στα άκρα, στην περιφέρεια, και όχι στο κέντρο. Η αρχαία άλως, ως κεντρικό τμήμα του γυναικείου στήθους, συνειρμικά λειτουργεί βέβαια και ως ζωοποιός δύναμη με τη διαδικασία του θηλασμού, υπενθυμίζοντάς μας τις μινωικές θεές της γονιμότητας. Η ζωογόνος δύναμή της όμως δεν είναι αρκετή να συντηρήσει τη ζωή, καθώς αυτή έχει ολοκληρώσει την πορεία και έχει φτάσει στο τέλος της. Επομένως αποκλείεται η δυνατότητα ερμηνείας του αλωνιού ως πηγή και κέντρου συντήρησης της ζωής.
Έτσι η ομορφιά που παρουσιάζουν οι δυο πρώτοι στίχοι, που οδηγεί στην ερωτική ατμόσφαιρα των δύο επόμενων (άγγιγμα, φίλημα (ο έρωτας είναι σημαντικός σταθμός στην πορεία της ζωής, εφόσον συμβάλλει στη συνέχιση της ζωής) και καταλήγει στη στιγμή της κάρπωσης, ενώ θα έπρεπε να δίνουν μόνο χαρά, αντίθετα καταλήγουν στην πικρή διαπίστωση ότι ολοκληρώνεται για μια ακόμη φορά ένας κύκλος ζωής κι αυτή η συμπλήρωση και ολοκλήρωση/ τελείωση/σκοπός/ τέλος/ τέρμα δεν είναι η κορύφωση που περιμέναμε, η δικαίωση, αλλά αναγκαστικά συνοδεύεται από τα πικρά συναισθήματα της απώλειας.
Πολλά εκφραστικά στοιχεία (ανοδική κίνηση, νόμος των τριών, κλιμάκωση) χρησιμο-ποιούνται για να τονίσουν την κατάληξη της ανθρώπινης διαδρομής, που συμβαδίζει με τη διάψευση και τη ματαιότητα του επίγειου: παρά τις καλές προσπάθειες και όλες τις ευοίωνες προοπτικές αποκαλύπτεται η αδυναμία του ανθρώπου να διαχωρίσει την τύχη του από εκείνη των υπόλοιπων δημιουργημάτων της φύσης: ένας μικρός κόκκος στο αλώνι και ο ίδιος, ασήμαντος, που τον περιμένει η ίδια τύχη με εκατομμύρια άλλους, και όχι ο σπουδαίος και ο ξεχωριστός, όπως αρχικά πίστευε.
Ένα ζουμ- κοντινό πλάνο στη στιγμή που ο άνθρωπος θέτει τη τελευταία πινελιά του έργου του και είναι έτοιμος να σταθεί στην άκρη περήφανος για το κατόρθωμά του. Ύστερα ο ποιητικός φακός απομακρύνεται σ’ ένα ολοένα και μακρινότερο πλάνο : από το θρινάκι βλέπει το αλώνι και μετά με μια ιλιγγιώδη πορεία στον παρελθόντα χρόνο (χιλιάδες χρόνια), που προκαλεί υπαρξιακή ζάλη, σταματώντας σε πολύ κοντινά πλάνα (στους σπόρους που πατήθηκαν), αυτή η ισχυρή αντίθεση κοντινού και μακρινού, γενικού και μερικού, ατομικού και συνολικού , ύπαρξης και ουσίας αφήνει τον παρατηρητή – αναγνώστη ζαλισμένο και απελπισμένο στην ασημαντότητά του, άλαλο, άφωνο, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια λέξη για να διαμαρτυρηθεί ούτε να υψώσει τον τόνο της φωνής του ή τα χέρια του σε μια επανάσταση . Η αθόρυβη, σιωπηλή αποδοχή/ εξωτερίκευση του εσωτερικού πόνου καθίσταται μια ροή δακρύων, όπως η αιώνια ροή των γεγονότων του Σκοτεινού Εφέσιου που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Το ποτάμι κυλά και θα κυλά αιώνια, μόνο που δεν μπορείς να μπεις παρά μια και μοναδική φορά στα νερά του. Ο ποταμός αυτός αποδεικνύεται τελικά ένας ποταμός δακρύων, ένας Κωκυτός, οριακός στη σχέση ζωής και θανάτου, εφόσον οδηγεί στη συνειδητοποίηση της τραγικής μοίρας του ανθρώπου, που ανακαλύπτει ότι δεν είναι το σπουδαίο και ξεχωριστό δημιούργημα, το πεφωτισμένο ον, αλλά ένα ον όπως όλα τα άλλο που υπακούει στους ίδιους νόμους φθοράς και μάλιστα αθώος και ακόμα χειρότερα με συνείδησή της τραγικότητας του.
Το θρινάκι, το όργανο της εργασίας, σε σχήμα συνεκδοχής εστιάζει την προσοχή μας στο όργανο αντί στην ίδια την εργασία που προϋποθέτει δρων πρόσωπο, απενοχοποιώντας έτσι την πρόθεση και την ευθύνη του. Στο 8στιχο κυριαρχούν τα ονόματα φωτογραφίζοντας στιγμιαίες, άχρονες ενέργειες (άγγιγμα, φίλημα) και το όργανο των εργασιών (θρινάκι) που υποθέτουμε ότι χειρίζεται ο άνθρωπος, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος εμπλέκεται στη διεργασία του. Στο 4στιχο κυριαρχούν τα ρήματα σε χρόνο που τονίζει τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες ενέργειες που υφίστανται (παθητική σύνταξη) τα περιεχόμενα του αλωνιού. Ενώ θα περιμέναμε η ανθρώπινη παρουσία να κινεί τα νήματα στο χώρο αυτό, η απουσία ενεργητικού ρήματος και η δήλωση της παρουσίας του μέσω ονομάτων που ενέχουν μια στατικότατα και επομένως διαχρονικότητα, μαζί με τον τελευταίο στίχο, όπου το δάκρυ βρίσκεται έξω από τον έλεγχό του επιβεβαιώνουν την αδυναμία του ανθρώπου όχι να παρέμβει και ν’ αλλάξει τα γεγονότα, αλλά να διαμαρτυρηθεί καν, αφού κι αυτό ακόμα είναι μάταιο και άσκοπο.
Ο τελευταίος στίχος με την παρήχηση των υγρών συμφώνων (2 λ όλα κυλούν, 2ρ δάκρυ καθαρό) ζωντανεύει παραστατικά την εικόνα και τον ήχο της ροής των δακρύων. Ο άν-θρωπος είναι τραγικά αθώος, θύμα αυτής της αέναα επαναλαμβανόμενης διαδικασίας που τον συμπαρασύρει χωρίς να τον ρωτά και χωρίς να τον λαμβάνει υπόψη του, εφόσον δε διαφαίνεται ούτε λάθος ούτε αμαρτία ούτε ύβρις. Χωρίς κανένα επιλήψιμο σημείο εκ μέρους του ανθρώπου που συμμετέχει σ’ αυτό τον αιώνιο κύκλο, χωρίς καμιά ευθύνη, το δάκρυ του κυλά καθαρό, όχι όμως και εξαγνιστικό. Η κάθαρση ως το τελευταίο στάδιο αυτής της αιώνιας τραγωδίας σκόπιμα απουσιάζει καθιστώντας τραγικότερη την τραγωδία χωρίς λύτρωση. Το δάκρυ είναι βουβό χωρίς θεατές να συγκινήσει, εφόσον όλοι είναι ταυτόχρονα ηθοποιοί και θεατές, παρακολουθούν και βιώνουν το αιώνιο δράμα τους. Η ελπίδα είναι απούσα, καθώς τόσες χιλιάδες χρόνια κανείς από μηχανής θεός δεν μπόρεσε να δώσει λύση στο πανάρχαιο δράμα.
Η ανοδική κίνηση που εικονοποιείται με το θρινάκι προϋποθέτει με το φυσικό νόμο της βαρύτητας την καθοδική πορεία, την αντίστροφή της. Η άνω και η κάτω οδός μία και ωυτή του Ηράκλειτου, οι δύο αντίθετες εκδοχές της ίδιας ενέργειας συμπληρώνοντας η μια την άλλη ολοκληρώνουν τον κύκλο της δημιουργίας και της φθοράς καταλήγοντας στην παλίντροπο αρμονία, αφανή και ως εκ τούτου μυστήρια, την οποία ο άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να αποτρέψει ή να ανατρέψει.
Η ομορφιά και ο έρωτας οδηγούν σε μια πορεία τελείωσης, που είναι ο τερματισμός της πορείας, και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες της αιώνιας κάρπωσής τους είναι μια ματαιοπονία που συνειδητοποιεί κανείς μόνο στο τέλος ή όταν προσπαθήσει να δει συνολικά τη διαδικασία του κύκλου, όταν θέλει να κάνει ένα γενικό απολογισμό, μια σφαιρική θεώρηση αναζητώντας τη θέση του στο χώρο και στο χρόνο και συνακόλουθα το νόημα της παρουσίας του, τις δυνάμεις που κινούν την ύπαρξή του, τα όρια της ελευθερίας του, τις δυνατότητας επιλογών του. Ο αποκλεισμός μιας δεύτερης δυνατότητας , μιας επανέναρξης της κυκλικής πορείας θα μπορούσε βέβαια να σκεφτεί κανείς ότι θα έκανε πιο ουσιαστική την εδώ παραμονή μας, με την προϋπόθεση ότι αποδέχεται τον παθητικό ρόλο του ανελεύθερου επιλογέα, του κινούμενου εντός πεπερασμένου χώρου με πεπερασμένες δυνατότητες που αναρωτιέται αν έχει άραγε την ικανότητα να αναζητήσει και να βρει μια ικανοποιητική απάντηση ή θα είναι ένα τραγικό παιχνίδι τυφλόμυγας , όπου το μαντίλι δεν πρόκειται να αφαιρεθεί ποτέ από τα μάτια.
Η ομορφιά και ο έρωτας είναι το δέλεαρ, το δόλωμα που σε θέτουν και σε συγκρατούν εντός τροχιάς, πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποιείς την παγίδα, το δόκανο στην οποία βρί-σκεσαι, χωρίς παραμυθία. Σαν παγιδευμένο ζώο οι κινήσεις σου περιορίζονται στο χώρο και το χρόνο όπου αλώνεται ή αναλώνεται ή καθηλώνεται η ζωή σου.
Η σιωπηλή αντίδραση του βουβού κλάματος, όπου ο λόγος και η λογική απουσιάζουν, επισφραγίζουν την προσυπογραφή της αδυναμίας, ισοπεδώνουν τη βούληση αντίστασης, σοκάρουν με τον αιφνιδιασμό της ιλιγγιώδους πτώσης από τον αλαζονικό θρόνο του ισχυ-ρού στο σκοτεινό βάραθρο της αδυναμίας ανόδου.
Ο άνθρωπος έχασε τον αγώνα αμαχητί αθωράκιστος απέναντι σε μια άγνωστη δύναμη που όρισε τους κανόνες του παιχνιδιού παρασύροντας και εξαπατώντας , αποκρύπτοντας την αλήθεια που συνήθως καθυστερείς να εντοπίσεις ή να συνειδητοποιήσεις, αλλά ακόμα και τότε είσαι ανίσχυρος, απλά τραγικότερος.
Όταν η ποίηση γίνεται ένας χώρος πραγματικά ποιητικός =δημιουργικός στο πλαίσιο της ανθρώπινης ζωής και φίλα διακείμενος μαζί της , όπως φιλική είναι η σχέση της με το λόγο και τη γνώση, ο ποιητής γίνεται φιλόλογος ταυτιζόμενος νοηματικά με το φιλόσοφο. Κι αν θέλουμε να επιμείνουμε ή να εμμείνουμε στη σχέση με το Λόγο, όπως την είδε ο Εφέσιος φιλόσοφος, με την οπτική του οποίου βλέπω να συμβαδίζει η φιλοσοφική οπτική του κειμένου, ο λόγος αποτελεί το όλον στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το μέρος, η ανθρώπινη μονάδα, ή και το ανθρώπινο είδος ως μονάδα, χωρίς ίσως τη δυνατότητα -εξαιτίας αυτής της μερικότητας και της περιαγωγής του μέσα στο όλον- να έχει την εποπτεία και τη συνολική θεώρηση, γι αυτό ίσως απουσιάζει επαρκής και ασφαλής εξήγηση του είναι ή του γίγνεσθαι.
Το κείμενο σε μια διαλεκτική σχέση με το χρόνο εντός της ομάδας ποιημάτων όπου εντάσσεται (Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο) έρχεται να τοποθετηθεί ομιλητικά μαζί τους, να συνυπογράψει τον αγώνα και την αγωνία του με το ανθρώπινο γένος στο πλαίσιο του χρόνου που κυλά ερήμην του, να συνυπογράψει την τύχη του και να θέσει τον εαυτό του και το δέκτη – αναγνώστη στο πλαίσιο της ανθρώπινης περιορισμένης κυκλικής κίνησης όπου τα όρια του είναι πεπερασμένα και στον οποίο βρίσκεται πολιορκημένη η ζωή μας. Όσο παραμένουμε εντός κύκλου και τροχιάς η μοίρα είναι προκαθορισμένη χωρίς περιθώριο επιλογής. Τότε λογικά η μόνη διέξοδος που διαφαίνεται είναι η φυγή από τον κύκλο και ο εκτροχιασμός, η εκτόξευση ή διαφυγή από τη γήινη και υλική τροχιά. Αυτό όμως ίσως απαιτεί μια τολμηρή έξοδο που προϋποθέτει αρκετό ρίσκο: την κίνηση στον άγνωστο χώρο εκτός του κύκλου. Εφόσον φιλοσοφία, αν δεχτούμε αυτή την ερμηνεία, εμπεριέχει μια θεωρητική και μια έμπρακτη εκδοχή, από το κείμενο προκύπτει ένα προκλητικό ερώτημα: αν θα κινηθούμε στα γνωστά ορισμένα πεπερασμένα όρια όπου βρίσκεται πολιορκημένη η ζωής μας από την αλαζονεία της λογικής θεώρησης που χαρακτηρίζουμε ασφάλεια, ή θα τολμήσουμε να αφήσουμε το στέρεο έδαφος που απαιτεί η λογική μας και να ταξιδέψουμε στον ανασφαλή άπειρο χώρο όπου δεν υπάρχουν αποδείξεις και πιστοποιητικά, όπου η είσοδος είναι ελεύθερη για τους τολμηρούς ή ριψοκίνδυνους της σκέψης και μοναδικό διαβατήριο είναι η βούληση της απόφασης.
Το σολωμικό αλωνάκι της πολιορκημένης από εσωτερικούς και εξωτερικούς περιορι-σμούς ζωής μας επιδέχεται, αν δε θέλουμε να υπογράψουμε το φιλοσοφικό μας θάνατο, ως μόνη λύση μια τολμηρή και ριψοκίνδυνη έξοδο.
Αν στο αλώνι δεν υπάρχει άλως, αλλά καραδοκεί η άλωση, τότε θα πρέπει να διερωτηθού-με αν και τι υπάρχει εκτός κύκλου. Να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε αν θα παραμείνουμε εντός κύκλου με πιστοποιημένη την άλωση ή θα αιωρηθούμε εκτός κύκλου στον άγνωστο χώρο του απείρου.
Αν οι δυνάμεις εντός κύκλου είναι άγνωστο από πού ορίζονται και πώς επιδρούν με μόνο σίγουρο ότι στερούν τα όρια της ελευθερίας μας , τι περιθώρια αφήνει άραγε ο υπερβατικός χώρος έξω από τον κύκλο; Η υπέρβαση μιας φιλοσοφικής εξόδου ως παραλογισμός που στηρίζεται σε αυθαίρετες υποθέσεις εξασφαλίζει στον άνθρωπο τουλάχιστον την ελπίδα ενός κόσμου ιδεατού χωρίς τα στίγματα που χαρακτηρίζουν την επίγεια ζωή μας. Ακροβατώντας στο αθέατο και στο άρρητο, το αναπόδεικτο, κερδίζουμε τη σιγουριά απλώς της ελευθερίας της σκέψης μας και όχι της ζωής μας. Αυτή είναι τελεσίδικα περιορισμένη από εσωτερικούς ή εξωτερικούς πολιορκητές, χωρίς ελπίδα, ασφάλεια και παρηγοριά. Ανοίγοντας τυφλά νοητικά βήματα στο ανεξερεύνητο φιλοσοφικό διάστημα, ανοίγουμε ίσως ένα παράθυρο στο μέλλον του ανθρώπου. Από την άλλη το μόνο παρήγορο που μένει να κάνουμε είναι να σφίξουμε το χέρι του συνοδοιπόρου μας και να μοιραστούμε τις ανησυχίες μας συνεχίζοντας το ταξίδι στο απέραντο αρχιπέλαγος το κατάστικτο με τα νησιά των φιλοσοφικών μας απόψεων εκτονώνοντας την επιθυμία μας για την αναζήτηση της αλήθειας, που δε θα περιορίσει την ακόρεστη δίψα της γνώσης, αλλά θα κάνει πιο πλούσιο το συμπόσιο.

>Η ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Απρ 20106

>Η ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Πας ο ων εκ της αληθείας
ακούει μου της φωνής

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ 37-38

Μπορεί και να ‘ναι απ’ τα γεράνια
που απόψε ο αέρας δε φυσά.
τον μάλωσαν μαζί με το φεγγάρι
και το δυόσμο που πέφτει πάνω
στην αφή.
Τώρα μπορείς πιο ήσυχα ν’ ακούσεις
τον τρόπο που χτενίζονται οι μηλιές
πώς διηγείται ο αδελφός σου τα’ όνειρό το
πώς το σκυλί το σούρουπο γαβγίζει τ’ όνομά σου.

Άκου!
Μη θέλεις όλα να τα γράφεις
δεν κατοικεί η αλήθεια στη γραφή.

Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες στο λευκό και μες στο μαύρο

Στην εργασία μου θα προσπαθήσω να κατανοήσωτο πρώτο ποίημα Η γραφή και η αλήθεια της συλλογής «Μες στο Λευκό και μες στο μαύρο», το οποίο λειτουργεί ως ποιητικές προγραμματικές δηλώσεις της συλλογής.

Αν θέλουμε με λίγα λόγια να συλλάβουμε το νόημα του ποιήματος, θα το αναζητήσουμε στην κατακλείδα, όπου προκύπτει το συμπέρασμα ότι δεν κατοικεί η αλήθεια στη γραφή, και το διατυπώνεται η συμβουλή ή και προειδοποίηση να μην προσδοκά ο αναγνώστης να βρει τα πάντα στη γραφή. Εφόσον δε διαπιστώνω την πρόταση ενός εναλλακτικού γλωσσικού τρόπου επικοινωνίας, εκείνον του προφορικού λόγου, θα πρέπει να υποθέσω ότι ο τρόπος επικοινωνίας που επιλέγεται είναι η σιωπή, ένας τρόπος που στην πραγματικότητα αναιρεί την ίδια την ανθρώπινη επικοινωνία, αλλά και την ίδια την ποιητική επικοινωνία, εφόσον στις μέρες μας η ποίηση προσλαμβάνεται κυρίως μέσω της ανάγνωσης της γραφής και όχι της ακρόασης μιας απαγγελίας.

Από την άλλη η αποκάλυψη μέρους της αλήθειας και όχι του συνόλου των πληροφοριών μπορεί να οδηγήσει με τη σκόπιμη απόκρυψη στοιχείων. Θα πρέπει να αναζητήσουμε τους πιθανούς λόγους αυτής της απόκρυψης:

· Την αδυναμία του ποιητή να εκφραστεί μέσω της γλώσσας και μάλιστα της γραπτής που στερείται εξωγλωσσικών και παραγλωσσικών στοιχείων, της λεγόμενης γλώσσας του σώματος και καθίσταται γι αυτό το λόγο ανεπαρκής να αποδώσει σκέψεις ή συναισθήματα, όταν τα λόγια είναι φτωχά, ή όταν θα προϋπέθετε μια συνεχή επικοινωνία ποιητή –αναγνώστη, πομπού και δέκτη στην περίπτωση ασάφειας,

· Ο ποιητής επιλέγει να κρατήσει μυστικά και κρυφά, μόνο για τον εαυτό του, δεδομένα προσωπικά που δε θέλει να τα μοιραστεί με άλλους, γιατί αποτελούν ιδιωτική περιουσία και άβατο χώρο.

· Γιατί θέλει να μοιραστεί την αλήθεια του με τον αναγνώστη μέσω ενός υπαινικτικού ύφους, κατά το οποίο ο αναγνώστης καθίσταται τόσο οικείος, ώστε μπορεί να καταλαβαίνει τα μισόλογα ή τους υπαινιγμούς.

· Ένας ποιητής που απευθύνεται με γραπτό λόγο στους αναγνώστες του και τους δηλώνει ότι δεν πρόκειται να βρουν γραμμένα τα πάντα, μήπως τους στερεί τα κίνητρα να ασχοληθούν με την ποίησή του; Μπορεί βέβαια να συμβαίνει κάτι άλλο: τουλάχιστον θα πρέπει να στραφούν κάπου αλλού ή πρέπει να αναζητήσουν έναν άλλο τρόπο για να λάβουν το μήνυμα.

Μήπως πρέπει να κάνουμε μια διαφορετική ανάγνωση; Μήπως ο ποιητής θέλει να ωθήσει τον αναγνώστη να συμμετάσχει ενεργά στη διαδικασία της ποίησης, ποιώντας κι αυτός το δικό του έργο: της κατανόησης και ίσως τέλος τέλος της εύρεσης της αλήθειας που και οι δυο, ποιητής και αναγνώστης, αναζητούν και που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορούν να την κατακτήσουν; Κατ’ αυτή την έννοια ο ρόλος του αναγνώστη γίνεται ουσιαστικός και συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος συνεργασίας και συναδέλφωσης, δηλαδή πραγματικής ανθρώπινης επικοινωνίας.

Αυτή είναι βέβαια η κατάληξη του ποιήματος που ξαφνιάζει τόσο, ώστε σε αναγκάζει να ξεκινήσεις από εκεί. Δεν μπορείς όμως να αγνοήσεις ολόκληρο το ποίημα. Ποιες είναι οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη; Αν την αλήθεια δεν την προσεγγίζεις ή έστω δεν την αποκαλύπτεις με τη γραφή, τότε με ποιο άλλο τρόπο; Πρέπει τώρα ως αναγνώστρια να πάρω στα σοβαρά το ρόλο του συνεργάτη – συνερευνητή της αλήθειας σ’ ένα δρόμο όμως που χαράζει ο ποιητής , ψάχνοντας να βρω τα σημάδια που έχει κρύψει εδώ κι εκεί. Κάτι σαν παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού. Καλούμαι σε μια αποκωδικοποίηση του μηνύματος. Ας παίξουμε το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού λοιπόν. Ας προσπαθήσω να βρω τα κρυμμένα σημεία του κώδικα. Ας προσπαθήσω να τα αναζητήσω βήμα βήμα, λέξη λέξη:

· ο αέρας δε φυσά, γιατί τα γεράνια σε συνεργασία με το φεγγάρι και το δυόσμο τον μάλωσαν (σαν παιδί που συνηθίζουμε να μαλώνουμε όταν έχει κάνει κάποια αταξία), οπότε αμέσως αμέσως ο αέρας υποτασσόμενος ως στοιχείο που απευθύνεται στην ακοή έχει υποβαθμίσει την αίσθηση αυτή)

Τρία στοιχεία επεμβαίνουν ρυθμίζοντας τη σχέση ενός φυσικού φαινομένου, του ανέμου, ενός στοιχείου που προσλαμβάνεται κυρίως με την ακοή. Η υπερίσχυση των στοιχείων αυτών σημαίνει υπεροχή άλλων αισθήσεων

· τα γεράνια της όρασης κυρίως και δευτερευόντως της όσφρησης ,

· το φεγγάρι της όρασης ,

· το δυόσμο που πέφτει πάνω στην αφή, η οποία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς μπαίνοντας σε λειτουργία ελευθερώνει και τη δεύτερη δύναμή του δυόσμου, την οσμή, που μέχρι τότε παρέμενε στην αφάνεια, κι αυτές οι δυο αισθήσεις (αφή και όσφρηση μαζί) προκαλώντας η μια την άλλη δεν αφήνουν τον άνθρωπο να τα επιλέξει, αλλά επιβάλλονται ( η αφή και η όσφρηση και με αυτή μάλιστα τη σειρά παρουσιάζονται ως οι κύριες προσλαμβάνουσες αισθήσεις, εξάλλου πάλι το τρίτο στοιχείο βάσει του νόμου των τριών καταλαμβάνει εκτός από μεγαλύτερη έκταση και μεγαλύτερη σημασία)

( δεν μπορώ να μη θυμηθώ το ρόλο των αισθήσεων στον Πειρασμό του Σολωμού).

Συγκεντρώνοντας τα μέχρι τώρα στοιχεία είναι λοιπόν σαν τρία φυσικά στοιχεία να έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία να πρωταγωνιστήσουν και να κυριαρχήσουν θέτοντας τις ανθρώπινες αισθήσεις σε συναγερμό, αφού έχουν επιβληθεί και περιορίσει σε βαθμό καταστολής την ακοή, το φύσημα του ανέμου, που θεωρούσαν ενοχλητικό, γιατί ο θόρυβός του προκαλούσε μια δυσαρμονία.

Η αποκατάσταση λοιπόν ιδανικού κλίματος ( η σιγή – σιωπή του ανέμου) επιτρέπει στον ίδιο τον άνθρωπο ν’ ακούσει σε πολύ χαμηλά ντεσιμπέλ τον ελαφρύ ήχο που αφήνουν οι μηλιές

· (μηλιές: δέντρα γένους θηλυκού, δηλαδή καρποφόρα, θυμούμενη τον ορισμό που δίνει ο Φ. Κακριδής στα ονόματα γένους θηλυκού),

· παραπέμπουν στο γυναικείο φύλο, αναδεικνύοντας ερωτισμό με τη φροντίδα της εμφάνισης «χτενίζονται»

· το πλήθος τους παραπέμπει σε περιβόλι και θυμίζει τον Κήπο/παράδεισο κι αυτό με τη σειρά του τη χαμένη ευτυχία και αιωνιότητα.

(να θυμηθώ ότι και στου νεκρού αδελφού η ομορφιά της Αρετής δίνεται μόνο με το χτένισμά της

«στα σκοτεινά την έλουζε, στα άφεγγα τη χτενίζει

στ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της»

και πολύ παρακάτω

« ηύρε την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι» )

Κι εδώ και στον Πειρασμό του Σολωμού και στο δημοτικό τα γεγονότα διαδραματίζονται/ αναδεικνύονται τη νύχτα, όπου η όραση καταστέλλεται, και η καταστολή αυτή συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη πρόσληψη του αρώματος των γερανιών και του δυόσμου

(γενικά το άρωμα μπορούμε να το αισθανθούμε σε όλο του το μεγαλείο μόνο αν (μισο)κλείσουμε τα μάτια μας, αν καταστείλουμε δηλαδή την όραση).

Η νύχτα εξάλλου ως χρόνος περιορισμένης όρασης , σε φυσικές τουλάχιστον συνθήκες, επιτρέπει σε άλλες αισθήσεις να πάρουν το προβάδισμα, όπως συμβαίνει και στους τυφλούς, ουσιαστικά δηλαδή περιθωριοποιείται ο ρόλος του σώματος και κινητοποιείται ο νοητικός μηχανισμός, ο οποίος στο χρόνο που επιλέγεται στο ποίημα βρίσκει το πιο εύφορο έδαφος για να λειτουργήσει.

Με λίγα λόγια αυτές είναι οι ιδανικές συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος, και μάλιστα λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας τη χρονική στιγμή, το σούρουπο, δηλαδή το τέλος μιας μέρας, το καταλληλότερο για αξιολόγηση, απολογισμό και περισυλλογή. Τότε μπορείς να δεχτείς μηνύματα από ένα πρόσωπο αναλόγου ηλικίας/ ισοτιμίας στην οικογενειακή ιεραρχία, αλλά και με παραπομπή στη συναδέλφωση. Αλλά και από άλλα όντα δέχεσαι μηνύματα κατώτερα από τα ανθρώπινα, ζώα, που όμως εξισώνονται και ανεβαίνουν στην κλίμακα της επικοινωνίας, καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου ζώου αποτελεί σύμβολο πίστης, φροντίδας και αφοσίωσης

(να μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος κι ο μόνος που αναγνώρισε τον Οδυσσέα χωρίς κανένα αναγνωριστικό σημάδι μετά από είκοσι συναπτά χρόνια απουσίας ήταν ο σκύλος του- τι δυνατό χαστούκι αλήθεια στη ματαιοδοξία και στον εγωισμό του ανθρώπου). Έτσι διαπιστώνεις ότι άνθρωποι ζώα και φυτά, καθώς και τα στοιχεία της φύσης ζουν στο ίδιο σύστημα που υπακούει στους ίδιους νόμους γέννησης και φθοράς, όπως πικρά απαντά στην έπαρση του Διομήδη ο Γλαύκος, στο πεδίο της μάχης, στο χώρο δηλαδή που ακούς στο σβέρκο σου την ανάσα του θανάτου, όπως παρατηρείται σε άλλο ποίημα:

«που μίλησε για φύλλα και γι ανθρώπων γενεές».

Ξανασυγκεντρώνω τα στοιχεία μου. Για να επιτευχθεί η εσωτερική επικοινωνία, για να λάβει ο άνθρωπος τα μηνύματα από το περιβάλλον του σε όλο το εύρος πρόσληψης των αισθήσεων, απαιτείται σιωπή και αυτοσυγκέντρωση. Αφού λοιπόν σε αυτό το ευνοϊκό κλίμα ολοκληρωθεί η διαδικασία του εσωτερικού διαλόγου (ή μονολόγου;) ο ποιητής είναι έτοιμος να στείλει το μήνυμά του απευθυνόμενος στην ακοή των δεκτών σου. Μάλλον προϋποθέτει ότι μόνο σε ένα ανάλογο κλίμα μπορεί να γίνει δεκτό χρησιμοποιώντας το ρήμα της ακοής, ενώ προηγουμένως την έχει θέσει στο περιθώριο: ισχυρή αντίθεση που φτάνει στο παράλογο και οξύμωρο: ενώ θεωρεί ιδανικό περιβάλλον εκείνο της απομόνωσής του («βάζοντας» τους πάντες να απουσιάζουν) και εκμεταλλεύεται τις ευνοϊκές συγκυρίες των στοιχείων της φύσης για την αυτοσυγκέντρωσή του, αξιώνει να στείλει το ποιητικό μήνυμα ακουστικά, «άκου», μέσω της γραφής, η οποία αναγκαστικά στις μέρες μας προσλαμβάνεται μόνο οπτικά (πρόκειται για ένα συναρπαστικά παράλογο συνδυασμό των αισθήσεων). Το μήνυμα που στέλνεται είναι λακωνικό: το μόνο που ζητείται ν’ ακουστεί είναι η δήλωση να μην περιμένει ο αναγνώστης να τα βρει όλα γραμμένα.

Αυτό σημαίνει ότι ο μοναδικός τρόπος πρόσληψης μηνυμάτων δεν είναι η ποίηση ή τουλάχιστον η ποίηση δεν μπορεί να τα χωρέσει/αποκαλύψει όλα; Καθημερινά διαπιστώνουμε ότι ούτε με τον προφορικό ούτε ακόμα περισσότερο με το γραπτό λόγο δεν μπορούμε να μεταδώσουμε τη δύναμη των σκέψεων και πολύ λιγότερο των αισθημάτων μας. Έτσι, ο ποιητής απευθύνεται στους μεμυημένους στον κώδικα της αλήθειας, όντας σίγουρος ή τουλάχιστον ελπίζει ότι αυτοί τουλάχιστον θα συλλάβουν το μήνυμα: αξιοποιώντας το πλούσιο θρησκευτικό λεκτικό του οπλοστάσιο προτάσσει ως μότο «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής».

Να θεωρήσω λοιπόν ότι χρησιμοποιείται ένας μυστικός κώδικας επικοινωνίας και μάλιστα αξιώνεται από τον αναγνώστη να τον γνωρίσει μόνος του προκειμένου να αποκωδικοποιήσει το ποιητικό μήνυμα, και να μην τα περιμένει όλα από τον ποιητή στο πλαίσιο της φιλοσοφικής αναζήτησης και της ποιητικής συνεργασίας. Σε αυτό τον αναγνώστη απευθύνεται ζητώντας να τον καταλάβει με αυτό τον τρόπο. Δεν επιχειρεί ο ποιητής την προσέγγιση, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο να τον προσεγγίσουν. Κι αν ισχύουν αυτά που σκέφτομαι, αναρωτιέμαι τι είναι που κάνει τον άνθρωπο και όχι τον ποιητή να διστάζει να προσεγγίσει επί της ουσίας τους ανθρώπους, αλλά τους ζητά να τον προσεγγίσουν εκείνοι μέσω του παιχνιδιού του κρυμμένου θησαυρού. Θεωρεί φαντάζομαι ότι σ’ αυτό το παιχνίδι δεν μπορεί να συμμετάσχει ο καθένας και μάλιστα ακόμα πιο περιορισμένος θα είναι ο αριθμός εκείνων που θα φτάσουν μέχρι το τέλος, ανακαλύπτοντας τελικά τον κρυμμένο θησαυρό.

Καταλήγω στα προσωπικό μου συμπέρασμα από το ποίημα:
Το έντονο συγκινησιακά κλίμα που δημιουργείται από το ρόλο, τη συμμετοχή ή εξασθένιση, των αισθήσεων, δημιουργεί μια υπαινιχτικά ερωτική ατμόσφαιρα, καθώς στο ημίφως του δειλινού η όραση παραχωρεί τη θέση της στις κυρίως ερωτικές αισθήσεις, όσφρηση και αφή, ενώ η ίδια επιτρέπει την παραποίηση των δεδομένων ή τη χαλάρωση του σώματος από τις ημερήσιες δραστηριότητες για να περάσει στις νυχτερινές: του απολογισμού κα της αυτοκριτικής. Είναι η ώρα της ξεκούρασης, της επαφής με τους αγαπημένους μας, της επικοινωνίας γενικότερα. Ενώ ο ίδιος ο ποιητής έχει λάβει τα μηνύματά του, είναι έτοιμος να στείλει το δικό του, που δημιουργεί μια ανατροπή: είναι η συνειδητοποίηση ότι δε χωρεί, δεν περιορίζεται η ομορφιά της ζωής σε λέξεις, που δημιουργούν στεγανά και περιορίζουν τη φαντασία και τη σκέψη και του ποιητή και του αναγνώστη.

>Το μινωικό κόσμημα με τις μέλισσες

Απρ 20106

>
Μια ζεστή ήσυχη μέρα της άνοιξης οι ευωδιές της άνοιξης πλανώνται αιθέριο σύννεφο προσελκύοντας τα έντομα. Ένα σμήνος από μέλισσες πετούν πάνω από τα τροφαντά αρωματισμένα λουλούδια. Ο άνθρωπος ζώντας στη φύση ζει εκστατικά το πανηγύρι γύρω του και η ματιά του κλέβει μια σπάνια εικόνα: δυο μέλισσες τυχαία έχουν ορμήσει στο ίδιο μεγάλο τροφαντό άνθος που σφύζει από τους χυμούς της νέας ζωής που ξεκίνησε κατά την ανακύκληση των εποχών την άνοιξη. Καμιά τους δε διεκδικεί την αποκλειστικότητα για τον εαυτό της. Οι χυμοί είναι αρκετοί και για τις δυο τους. το μινωικό κόσμημα από το Χρυσόλακκο Μαλίων

Το θέαμα δίνει μια εικόνα συμμετρίας που είναι δύσκολο να αποδιώξει ο παρατηρητής καλλιτέχνης. Όταν καλείται να φτιάξει ένα κόσμημα θα πρέπει σ’ ένα αντικείμενο ν’ αποδώσει τρεις έννοιες μαζί : κόσμος, τάξη και στολίδι. Η εικόνα έχει χαραχτεί μέσα του κι όταν μόνος στο εργαστήριό του κάθεται να σχεδιάσει πρωτότυπα σχέδια για τις κυρίες της αυλής.

Ποια δύναμη καθοδηγούσε τις λεπτές κινήσεις των χεριών του; Η αφόρμηση από τη φύση ή η πανέμορφη κυρία για την οποία προοριζόταν; Όταν το σφιχτό περικόρμιο θα αγκάλιαζε στενά το σώμα της, αφήνοντας ελεύθερη την πηγή της ζωής που εκφράζει το στήθος, το έργο του θα ήταν τοποθετημένο λίγο παραπάνω: η ζωντανή φύση με τους χυμούς της ζωής και πιο πάνω οι χυμοί της ζωής που ήδη τρυγιούνται από δυο πλάσματα της φύσης. Με τα λεπτά εργαλεία, τα επιδέξια χέρια, την πλούσια και τολμηρή φαντασία ενώνει τη φύση με τον άνθρωπο, τοποθετώντας τον στο περιβάλλον του, βάζοντας το περιβάλλον σχηματοποιημένο ν’ ακουμπήσει πάνω στον τρυφερό σώμα μιας όμορφης νέας γυναίκας που αποτελεί υπόσχεση για τη διαιώνιση της ζωής. Το εν δυνάμει και το εν ενεργεία πολλούς αιώνες πριν από τον Αριστοτέλη αποτυπώνεται στο πιο πολύτιμο υλικό: το χρυσάφι.

Ένα δώρο που παραγγέλθηκε για μια ξεχωριστή στιγμή, μια ανοιξιάτικη γιορτή, και έπρεπε να είναι επίκαιρο. Χωρίς στοιχεία λατρείας, χωρίς ανθρώπινες ή θεϊκές μορφές και σύμβολα (διπλά κέρατα και πελέκεις, δέντρα και ιερά) καταφέρνει να προκαλέσει μεγαλύτερο δέος απ’ ό,τι αν προσπαθούσε ν’ αποδώσει την Επιφάνεια της Θεότητας.

Ποια κυρία άραγε να φορούσε στον τρυφερό της λαιμό πάνω στο δροσερό δέρμα που σφύζει από χυμούς αυτό το κόσμημα; Η κυρία με τη λεπτόσωμη κορμοστασιά τη φροντισμένη κόμμωση κα τις χαριτωμένες κινήσεις του σώματος και των χεριών που με τόλμη και χάρη στέκεται ανεξάρτητη και περήφανη έχει συναίσθησης της δύναμης και του ρόλου της: της σχέση της με τη φύση και τη ζωή. Γνωρίζει ότι η ίδια είναι φύση και εγγυάται τη διαιώνιση της ζωής. Με το λαιμό να στέκεται γεμάτος δύναμη και λεπτότητα στους ώμους απαιτεί και βρίσκει το στολίδι που όχι απλώς συμπληρώνει την ομορφιά της, αλλά που της δίνει ταυτότητα και χαρακτήρα.

Και καθώς όλα τα ανδρικά μάτια θα καρφώνονταν πάνω της δε θα ήξεραν πού να αποδώσουν μεγαλύτερο θαυμασμό: στον κάτοχο ή στο δημιουργό. Όταν εκείνος με περίσσια υπομονή σκάλιζε πάνω στο πολύτιμο αυτό μέταλλο, ήξερε ότι έφτιαχνε ένα έργο που δε θα άγγιζε ο χρόνος.

>οδοιπορικό στη Ζώμινθο

Απρ 20106

>
Γιατί στη Ζώμινθο είχα πάλι την καλή τύχη να ανακαλύψω άριστα διατηρημένο ένα τεράστιο, πολυτελές μινωικό κτίριο, με ογδόντα τόσα δωμάτια, ανάμεσα στα οποία αποθήκες κι εργαστήρια, την πρώτη μινωική εγκατάσταση στα βουνά.
Γιάννης Σακελλαράκης, Η ποιητική της ανασκαφής, Εκδόσεις Ίκαρος, ISΒΝ 960-7721-91-8, σελ. 92

Εκείνη την ημέρα σκάβαμε ένα εργαστήριο κεραμικής, ένα σημαντικό όσο και σπάνιο αρχαιολογικό εύρημα, που αναδυόταν σχεδόν ανέπαφο από τη γη, με όλα τα σκεύη του, τα μισοτελειωμένα αγγεία, ακόμα και το καθαρό ψιλοκοσκινισμένο χώμα από το οποίο φτιάχνονταν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια παλαιότερα τα αγγεία. Δίπλα απλώνονταν οι τοίχοι άλλων δωματίων, που είχαν σκαφτεί πριν από λίγα χρόνια.

Εκείνη τη μέρα, προχωρημένη άνοιξη, τα βήματά μου μ’ έφεραν αποφασιστικά στις ψηλές πλαγιές του Ψηλορείτη. Την προηγούμενη φορά, ενώ είχα σχεδιάσει να συνδυάσω την επίσκεψή μου με εκείνη στο Ιδαίον Άνδρον, δε μου το επέτρεψε η … τεχνολογία. Η αποφόρτιση της μπαταρίας της φωτογραφικής μηχανής δε θα μου επέτρεπε να παραδώσω στη μνήμη του χρόνου το χώρο, που δικαιωματικά του ανήκε. Αυτή τη φορά όμως μαζί με την αποφασιστικότητα και την υπομονή για τη μακρά διαδρομή από το Ηράκλειο πήρα τη φωτογραφική μηχανή φορτισμένη πλήρως.

Ήταν μια μέρα, που έχω κρατήσει στο μυαλό μου σαν αυτές που ανεξήγητοι παράγοντες επεμβαίνουν δημιουργώντας περίεργες συμπτώσεις. Η μέρα -από τις πιο όμορφες της Άνοιξης – σε έκανε να ξεχνάς τις διαδοχικές κουραστικές στροφές του δρόμου που ελίσσονταν κουλουριάζοντας τον Ψηλορείτη, αγκαλιάζοντας σφιχτά το κορμί του, έως ότου να του δημιουργήσουν πληγές. Το τίμημα της εξέλιξης και του πολιτισμού…

Δεν ξέρω τι περιμένει να βρει κανείς σ’ ένα βουνό, σ’ ένα ελληνικό βουνό, όπως το έχουν καταγράψει οι κορυφαίοι της ελληνικής ποίησης, πέρα από τρεις βράχους και λίγα καμένα πεύκα

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσ
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη.
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.
Γιώργος Σεφέρης, Μποτίλια στο πέλαγο

Σε κάθε στροφή έριχνα μια κλεφτή ματιά από την οδήγηση -με όλο τον κίνδυνο που εγκυμονούσε- στο βάθος του βουνού, που συνεχώς ψήλωνε πίσω μου. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να λυπηθώ για την προσέγγιση του σκοπού μου, μιας και οι Καβαφικές Ιθάκες συνεπάγονται μια πίκρα: το τέλος του ταξιδιού. Για μένα όμως αναμενόταν μια άγνωστη Ιθάκη.

«Το όνειρό μου είναι μία Ζώμινθος που θα δίνει στους επισκέπτες την αίσθηση της μινωικής γαλήνης. Δεν είναι μία ανασκαφή για την αρχαιοπληξία της και μόνον, αλλά για τη διατήρηση ενός τόπου όπως ήταν»
«Αν αφήσω κάτι στην αρχαιολογία, αυτό θα είναι η διάσταση των βουνών».

Η φράση έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου καθώς παίρνω τις απότομες στροφές με το πόδι σταθερά πατημένο στο γκάζι ανηφορίζοντας διαρκώς. Όχι δεν είναι η πρώτη φορά που οδηγώ στα βουνά. Η Κρήτη όλο βουνά είναι, με λίγες μικρές πεδιάδες. Κάθε βήμα κι ένας στίχος του Ελύτη.

Βουνά μεγάλα με βουνά μικρά στην αγκαλιά τους
και μια παλάμη λιβαδάκι μια παλάμη θάλασσα
Οδ. Ελύτης,Τα ελεγεία της οξώπετρας, Τα εισόδια του προθανατισμένου

10 χρόνια πάνω στα βουνά τα έχω καταγράψει στη μνήμη μου ως τα πιο δύσκολα χρόνια της ζωής μου. Στα 800-850 μ.υψόμετρο. Όχι στα 1200. 10 χρόνια συνεχώς. Μαζί με τους … χειμώνες, γιατί οι Μάηδες ήταν όμορφοι. Αλλά ο Γενάρης, ο Φλεβάρης, ο Μάρτης; Και με καλοριφέρ. Τη δεκαετία που εξέπνεε η 2η χιλιετία μ. Χ., όχι π. Χ. Πώς θα ήταν να ζει κάποιος περισσότερο από 3,5 χιλιετίες πριν σε 1200 μ. υψόμετρο, χωρίς καλοριφέρ, χωρίς αυτοκίνητο, απομονωμένος, χωρίς super market, χωρίς αγορά γενικότερα, χωρίς κέντρα διασκέδασης;

Θα ήταν μια αγροτική έπαυλη, σκέφτομαι, όπως στο Βαθύπετρο, αλλά μικρότερη. Ξαφνιάστηκα όταν διάβασα ότι καθένας από τους 2 ή 3(;) ορόφους είχε 40 δωμάτια, κι αυτά αφορούν μόνο το κεντρικό κτίριο, όχι τις οικίες που το περιέβαλλαν. Μα τρελοί ήταν να επιμένουν να ζουν στην ερημιά του κόσμου; Αλλά σίγουρα θα φιλοξενούσε πολλούς μόνιμους κατοίκους, άρα δεν πρόκειται για μοναξιά ούτε για ερημιά, αλλά για ολόκληρη πολιτεία. Και μάλιστα με τα όλα της. Μια πολιτεία που το εξέχον πρόσωπο δεν ήταν ένας απλός βοσκός των βουνών. Αλλιώς τι τα ήθελε τόσα δωμάτια; Τι ήθελε τους πολύτιμους λίθους; «Αυτή που τα φορούσε σίγουρα δεν ήταν βοσκοπούλα».

Και τις τοιχογραφίες; Τη βιοτεχνία κεραμικής, το τυροκομείο;

«Τα δάπεδα και τα τοιχογραφημένα κονιάματα αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι που κατοικούσαν εκεί ήταν μια ελίτ. Οι απλοί βοσκοί δεν θα χρειάζονταν τέτοια διακόσμηση. Ήταν κάποιοι άρχοντες που διαφέντευαν όλον αυτόν τον ορεινό πληθυσμό και τον πλούτο του»

«Τα ευρήματα που θα έρθουν στο φως στη Ζώμινθο θα είναι ιδιόμορφα, δεν θα μοιάζουν με αυτά των άλλων επαύλεων… Δεν θα είναι “αστικά” ούτε βιοτεχνικά πεδιάδων, αλλά θα είναι βιοτεχνικά ορεινής οικονομίας. Πρόκειται για κάτι διαφορετικό και εντελώς καινούργιο, που μπορεί να προσθέσει νέα στοιχεία στη γνώση μας για τη μινωική Κρήτη. Τα δάπεδα και τα τοιχογραφημένα κονιάματα αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι που κατοικούσαν εκεί ήταν μια ελίτ. Οι απλοί βοσκοί δεν θα χρειάζονταν τέτοια διακόσμηση. Ήταν κάποιοι άρχοντες που διαφέντευαν όλον αυτόν τον ορεινό πληθυσμό και τον πλούτο του».

«Αυτό που είναι πολύ σημαντικό στοιχείο όμως, είναι πως τα δάπεδα του πρώτου ορόφου και τα κονιάματα έχουν υποστεί υψηλή τεχνική επεξεργασία, διαθέτουν εξαιρετική αισθητική και είναι τοιχογραφημένα διότι έχουν ίχνη χρώματος. Όλα αυτά οδηγούν στη σκέψη ότι έχουμε να κάνουμε με κτίριο ανακτορικό, διότι αυτά τα στοιχεία δεν τα γνωρίζουμε στις επαύλεις της υπόλοιπης Κρήτης τη μινωική εποχή. Δηλαδή ενισχύεται η άποψη ότι ήταν ένα ισχυρό οργανωμένο παραγωγικό, οικονομικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κέντρο, με έλεγχο διακίνησης των αγαθών και των κόμβων αφού από εδώ περνούσαν οι επισκέπτες για να πάνε στο Ιδαίον Άνδρον. Η αρχιτεκτονική δομή του κτιριακού συγκροτήματος και ο τρόπος ανάπτυξής του, παρά το εντελώς διαφορετικό υλικό κατασκευής του, παραπέμπει στην αντίστοιχη ανάπτυξη του ανακτόρου της Κνωσού».
«Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι ο ένοικος αυτού του κτιρίου ήταν πολύ ψηλά στη μινωική ιεραρχία, αμέσως μετά τον βασιλιά ίσως, αφού είχε στην ευθύνη του όλον τον Ψηλορείτη»

14 χιλιόμετρα απόσταση με το αυτοκίνητο από το Ιδαίον Άνδρον. Στα 1500 μ. Πόσες μέρες άραγε χρειαζόταν ο Μίνωας, αν δεχτούμε ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ή έστω ο ηγέτης με το θεσμικό όνομα Μίνωας, με τη ακολουθία του να φτάσει από την Κνωσό στο Ιδαίον Άνδρον, όπου η αρχαιολογική ομάδα του Σακελλαράκη απέδειξε ότι ήταν αναμφίβολα μινωικό κέντρο λατρείας;

Σίγουρα θα υπήρχαν σταθμοί στο δρόμο του. Και βέβαια θα έπρεπε να φιλοξενήσουν και τους ακολούθους του. Θα πρέπει να υποθέσουμε μια στέγη, ένα κτίριο, τουλάχιστον για τους υψηλούς ακολούθους του, γιατί βέβαια η διανυκτέρευση στην ύπαιθρο θα πρέπει να θεωρείται απλά ως φυσιολογική. Αλλά στον τελευταίο σταθμό του ανώτατου άρχοντα πριν από το του τέλος του ταξιδιού του θα έπρεπε να έχει ανέσεις για την προετοιμασία του πριν συναντηθεί με το θείο. Στο μυαλό μου έχει μείνει η παρατήρηση ενός μαθητή όταν συζητούσαμε για νόμους που λήφθησαν από το θεό σε ψηλό μέρος, βουνό, όταν κάναμε τη σύγκριση το Μίνωα με το Μωυσή: «ανέβαινε ψηλά για να ξεκουραστεί και να σκεφτεί ελεύθερα με αυτοσυγκέντρωση και στη συνέχεια κατέβαινε και για να έχει κύρος η νομοθεσία του έλεγε ότι του είχε δώσει τους νόμους ο Θεός». Πόση πίστη και πόση απιστία κρύβουν αυτά τα λόγια; Ένας σύγχρονος ορθολογιστής μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να σκεφτεί, και βέβαια οι νέοι αποτελούν το βαρόμετρο της κοινωνίας και στον πνευματικό τομέα. Καθόλου άσχημη ιδέα, αν σκεφτούμε ως άθεοι. Για περισυλλογή και αυτοσυγκέντρωση…

Αλλά για να περάσει ο Μίνωας μια φορά κάθε 9 χρόνια θα έπρεπε να έχει χτίσει μια αυτοκρατορία. Θυμήθηκα όμως από την άλλη τους φεουδάρχες του μεσαίωνα, που απολάμβαναν ξεχωριστή οικονομική κοινωνική και πολιτική θέση με αντίτιμο να στηρίζουν τον ανώτατο άρχοντα και να αποτελούν εγγύηση του κύρους και της δύναμής του.

Αλλά τι μπορούσε να κερδίσει κάποιος σε οικονομικό επίπεδο στα βουνά; Τα γυμνά βουνά της Κρήτης σήμερα μόνο για κτηνοτροφική εκμετάλλευση προσφέρονται. Αλλά δεν ήταν πάντοτε έτσι. Κάθε φορά που τα σύγκρινα με τα βουνά της βόρειας Ελλάδας ένιωθα απογοήτευση για τη γύμνια τους , βλέποντας εκείνα καταπράσινα μέχρι τις πιο ψηλές κορφές τους. Τι να φταίει άραγε; Η διάβρωση βέβαια. Αλλά η διάβρωση προκύπτει από την έλλειψη βλάστησης. Το όνομα του βουνού Ίδη προϋποθέτει βλάστηση. Εκτός κι αν ισχύει η άποψη ότι το βουνό αποψιλώθηκε για να γίνει ξυλεία για την κατασκευή στόλου.

Αλλά ούτως ή άλλως και μόνο για να επιβιώσεις στα 1200 μ. υψόμετρο, όπου τις περισσότερες μέρες του χειμώνα υπάρχει χιόνι και ομίχλη, προϋποτίθεται ότι έχεις εξασφαλίσει αποτελεσματικούς τρόπους επιβίωσης, κυρίως θέρμανσης. Και το χειμώνα θα πρέπει να εργάζεσαι σε κλειστό χώρο, αν θέλεις να είσαι δημιουργικός, γιατί αλλιώς ο Μίνωας δε θα έστηνε μια ολόκληρη πολιτεία. Τα πρόβατα θα τα κατέβαζαν χαμηλότερα, γιατί δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν εκεί το χειμώνα, γιατί το κόστος να τα συντηρούν με αποθηκευμένες τροφές ήταν ασύμφορο..

Γεωργία και κτηνοτροφία αποκλείονται ως ισχυρές βάσεις της οικονομίας. Άρα δούλευαν εσωτερικά. Βιοτεχνία… Τι βιοτεχνικά προϊόντα παρήγαν; Αγγεία για τη αποθήκευση των προϊόντων. Αλλά μετά θα έπρεπε να τα μεταφέρουν στα μεγάλα ανάκτορα, γιατί αυτά θα ήταν που θα απορροφούσαν την παραγωγή. Καθόλου εύκολο. Εκτός κι αν οι άνθρωποι δεν σκέπτονταν πάντοτε όπως σήμερα ή δεν σκέφτονταν όπως εγώ..

Θυμήθηκα ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου διαμορφώνεται ανάλογα με το περιβάλλον όπου ζει. Και το βουνό έχει απαιτήσεις. Εμείς σε βάθος χρόνου θα έχουμε αχρηστεύσει τον εγκέφαλό μας με τη χρήση των υπολογιστών. Τα χέρια μας θα έχουν γίνει ατροφικά, καθώς οι μηχανές είναι αυτές που κάνουν τις σκληρές δουλειές.

Η φύση όσο είναι γενναιόδωρη άλλο τόσο είναι σκληρή και αμείλικτη. Δε συμβιβάζεται. Σε αναγκάζει να προσαρμοστείς για να επιβιώσεις. Αλλά μέχρι τότε έχεις δυναμώσει. «Ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό», έρχεται από το χρόνο να συμπληρώσει η φωνή του Νίτσε. Ναι, σίγουρα ένας άρχοντας δε θέλει μαλθακούς υπηκόους και εδώ βρήκε το σωστό μέρος για να τους εκπαιδεύσει.

Πώς μιλούν τα κείμενα και σε βρίσκουν από όποια απόσταση χώρου ή χρόνου από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης… Ακόμα κι αυτή την ώρα που ανηφορίζω μόνη μου νιώθω την παρέα της σκέψης ανθρώπων που έχω καταχωρίσει στη μνήμη μου, όσο βέβαια εκείνη εξακολουθεί να μη με προδίδει. Όχι, δεν είμαι μόνη. Μαζί μου προχωρούν και ζουν και μιλούν και με συμβουλεύουν άνθρωποι μέσα από τους αιώνες όσο εγώ τους έχω ανοίξει την πόρτα της σκέψης μου για να βρουν τόπο να κατοικήσουν και να συνεχίσουν να ζουν.

Μακρά η διαδρομή. Είχα κουραστεί να οδηγώ και να σκέφτομαι. Είπα να σταματήσω για λίγο. Διάλεξα ένα άπλωμα με θέα και σταμάτησα. Άφησα το αυτοκίνητο ανοιχτό με την τσάντα στο κάθισμα του συνοδηγού και κατέβηκα. Μάλλον αυτό δε θα τολμούσε να το κάνει κανείς, πόσο μάλλον μια γυναίκα στην Αθήνα, όπου φοβάσαι να κυκλοφορήσεις μη σε κλέψουν κα εσένα τον ίδιο.

Αλήθεια υπήρχαν κρούσματα κλοπής στη μινωική εποχή; Όλες οι νομοθεσίες προβλέπουν ποινές για την κλοπή, από τη νομοθεσία του Χαμουραμπί ως του Δράκοντα και φυσικά μέχρι σήμερα. Γιατί να εξαιρείται ο μινωικός πολιτισμός; Νομίζω ότι πολύ τον έχουμε εξιδανικεύσει. Όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια, θα επιθυμεί τα υλικά αγαθά. Εκτός κι αν έχει πάρα πολλά. Αλλά αν είναι άπληστος; Βέβαια οι μινωίτες τουλάχιστον στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας δεν αρκούνταν στα αγαθά της γης τους, δε αρκέστηκαν στο νησί τους, που μάλλον δεν το έβλεπαν ως νησί, αλλά ως στεριά και εξαπλώθηκαν φτάνοντας μέχρι τους ανατολικούς λαούς.

Θα πρέπει όμως να υπήρχε και κόσμος που πεινούσε. Αυτός, δεν μπορεί, θα υπήρχαν στιγμές που ο πειρασμός θα τον έκανε να απλώσει το χέρι του στα αγαθά που λαχταρούσε. Ήταν άραγε σκληρός στην τιμωρία του ο Μίνωας;

Αυτή η σιωπή των κειμένων… Αυτή η απουσία των κειμένων… Ένας πολιτισμός χωρίς κείμενα ουσιαστικά. Κολοβός, βουβός, μισερός, καθώς δεν μπορείς να τον διαβάσεις, δεν μπορείς να εξηγήσεις αυτό που βλέπεις. Γιατί μια εικόνα χίλιες λέξεις, αλλά καθένας θα έβαζε τις δικές του.

Ένας άρχων γραφειοκράτης που νοιάστηκε να καταγράψει μόνο τα περιουσιακά του στοιχεία ή τα θρησκευτικά, λογοτεχνικά και άλλα κείμενα δε σώθηκαν; Δεν μπορεί: το επίπεδο της τέχνης μαρτυρεί υψηλό πολιτιστικό επίπεδο. Είναι δυνατόν να μην υπήρξαν άλλα κείμενα; Αυτά όλα καταστράφηκαν τυχαία κατά τις καταστροφές, δε δημιουργήθηκαν ποτέ ή εξαφανίστηκαν εσκεμμένα; Μήπως οι νέοι κάτοικοι του νησιού, Αχαιοί και αργότερα οι Δωριείς θέλησαν να τα αφανίσουν εξαιτίας της δικής τους πολιτιστικής διαφοράς, για να αφήσουν τα δικά τους στοιχεία, οι Αχαιοί που είχαν άλλη καταγωγή και πολιτισμικό υπόβαθρο ή δεν είχαν καθόλου, όπως οι Δωριείς;

Σταμάτησα, για να ξεκουραστώ, σκέφτηκα. Όχι για να πονοκεφαλιάσω. Έκανα τόσο ταξίδι για να δω τι ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι στα βουνά και το μυαλό μου δουλεύει υπερωρίες. Αυτά είναι θέματα για τους ειδικούς.

Αλλά πώς να σταματήσεις να σκέφτεσαι; Αποφάσισα να συνεχίσω τη διαδρομή μου. Από τις αρχές Οκτωβρίου στα 800 μ. υψόμετρο σκεπαζόμουν με πάπλωμα και ένιωθα ισχυρή την ανάγκη να ανάψω καλοριφέρ. Ο ήλιος είναι αναγκαίος. Ο προσανατολισμός Β-Ν των μινωικών ανακτόρων έχει διασωθεί και εδώ, γιατί ο ήλιος είναι Θεός. Δεν ήταν άστοχη η προώθησή του σε ανώτερη θεότητα σε αρκετούς πολιτισμούς , όπως στους ανατολικούς λαούς.

Πόσα ξύλα χρειάζονταν το χειμώνα για να ζεσταθούν και πόσα για το καμίνι που έψηναν να τα κεραμικά; Η αίσθηση της οικονομίας θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη. Θα χρησιμοποιούσαν στο καμίνι τα περισσεύματα από τα ξύλα για την κατασκευή πλοίων.. Σίγουρα θα έκαναν οικονομία χρησιμοποιώντας τα κάρβουνα από το καμίνι των κεραμικών για τη θέρμανση των χώρων της έπαυλης. Δε θα μπορούσαν να κάνουν διπλό έξοδο. Τίποτα δεν πάει χαμένο. Είχαν δάσκαλο τη φύση, όπου τίποτα δε χάνεται, αλλά ανακυκλώνεται. Πόσοι αιώνες χρειάστηκε να περάσουν για να διατυπώσει ο Λαβουαζιέ τη θεωρία της αφθαρσίας της ύλης; Σε κάποιο ψηλό βουνό θα συνέλαβε την ιδέα, σκέφτηκα με χιούμορ. Ίσως να μην είναι και τόσο αστείο, όμως. Συνειδητοποιώ ότι και εγώ η ίδια στο λίγο χρόνο που έχω εδώ πάνω έχω ταξινομήσει τις σκέψεις μου και τις δρομολογώ σε συμπεράσματα.

Όχι, δεν ήταν τυχαία η επιλογή του χώρου. Μόνο που κάποια στιγμή η φωτιά από φίλος έγινε εχθρός, αδυσώπητος. Το ένα από τα τρία κακά των αρχαίων έδειξε την κακή του πλευρά. Ένα μοιραίο λάθος και η έπαυλη που στο μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικά ήταν χτισμένη με ξύλα καταστράφηκε από πυρκαγιά. Αυτό έκαψε στη συνέχεια ολόκληρο το βουνό. Η εγκατάσταση έπαψε, καθώς δε βρίσουμε στοιχεία νέας εγκατάστασης. Δε νοιάστηκε κανείς για την αναδάσωση, ήρθε η διάβρωση του εδάφους με τον καιρό κι αυτό που έμεινε ήταν γυμνά χαράκια ν’ ατενίζουν ξασπρισμένα από τη βροχή και τον ήλιο τον ουρανό. Η καταστροφή είναι θέμα λίγου χρόνου. Η δημιουργία αντίθετα θέλει μια ζωή ή πολλές ζωές. Μοίρα. Νόμος. Αναμφισβήτητο. Δεν μπορείς παρά να το αποδεχτείς.

Έχω ήδη πλάσει στο μυαλό μου την εικόνα της ζωής. Τι περιμένω να βρω; Τοίχους 2,2 μ. να ξεχωρίζουν γυμνοί στον ανοιξιάτικο ήλιο με την πέτρα του Ψηλορείτη ασβεστόλιθο τύπου Τρίπολης με το χαρακτηριστικό γκρι της χρώμα, τεράστιους ογκόλιθους κατεργασμένους καταλλήλως, οι οποίοι μοιάζουν εκπληκτικά με τα κυκλώπεια τείχη.

«Στην Κνωσό έχουμε χρήση του πωρόλιθου, που είναι η τοπική πέτρα. Στη Ζώμινθο έχουμε χρήση της σκληρής πέτρας, που είναι άφθονη στο φυσικό περιβάλλον. Ο επιστημονικός της όρος είναι ασβεστόλιθος τύπου Τριπόλεως. Το εντυπωσιακότερο στοιχείο είναι η χρήση της σε τόσο μεγάλο ύψος. Μάλιστα σε μερικά σημεία οι πέτρες μοιάζουν με τα κυκλώπεια τείχη, ειδικά σε υψηλά σημεία και σε γωνίες. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που το κτίριο σώθηκε μετά το σεισμό και βρέθηκε σε τόσο καλή κατάσταση. Το ενδιαφέρον είναι πως κάποιοι τοίχοι της Ζωμίνθου είναι μονωμένοι με πηλό, που λειτουργεί ως ηχομονωτικό και θερμομονωτικό».

Τα ζώα σήμερα στον ανεξέλεγκτο χώρο θα έχουν αποψιλώσει κάθε βλάστηση. Μερικές γυμνές πέτρες που ο σύγχρονος επισκέπτης προσπερνά βιαστικά, γιατί δεν μπορεί να διαβάσει τη γλώσσα τους που σβήστηκε με τα χρόνια, καθώς ξέρει να διαβάζει μόνο τη γλώσσα αστραφτερών πραγμάτων που έχουν υλική φύση και που σίγουρα συνεπάγονται κάποιο κέρδος. Μόνο σε μερικούς εξακολουθούν κάτι να λένε ακόμη. Κάποιοι μπορούν ακόμη να συγκινούνται.

Κάποια στιγμή συνάντησα την ενημερωτική πινακίδα, αλλά αρχαιολογικός χώρος δε φαινόταν πουθενά. Προχώρησα περισσότερο από την οριζόμενη απόσταση και επέστρεψα άπρακτη, σχεδόν απογοητευμένη. Κάποιοι άνθρωποι καθισμένοι κάτω από σκιερά δέντρα μου φάνηκαν τυχεροί τουρίστες που είχαν κιόλας αρχίσει την εκδρομή τους, ενώ εγώ μόνη έψαχνα σε έναν άγνωστο χώρο. Κοίταζα τριγύρω εντελώς απελπισμένη μέχρι που αποφάσισα να κάνω την τελευταία -λογική- προσπάθεια, με τη βοήθεια της …τεχνολογίας: να μετρήσω με τη βοήθεια του δείχτη του αυτοκινήτου την απόσταση από την πινακίδα. Δεν είχα να χάσω τίποτα από αυτό που δεν είχα κερδίσει, ενώ έτσι κέρδιζα την ανανέωση της ελπίδας και τον περιορισμό του αισθήματος της ματαιότητας ενός άσκοπου μακρινού ταξιδιού. Με το βλέμμα κλεφτά κολλημένο στο μετρητή του αυτοκινήτου με έκπληξή μου διαπίστωσα ότι είχα σταματήσει έξω από το χώρο που βρίσκονταν οι «εκδρομείς».

Η κούραση και η προηγούμενη απογοήτευση μου έδωσαν αρκετό θράσος να περάσω τη μισάνοιχτη εκείνη τη στιγμή πόρτα του συρματοπλέγματος. Βρέθηκα μπροστά σε ένα μεγαλόσωμο άνδρα που με τη ντόπια προφορά του, όταν του εξήγησα το σκοπό της επίσκεψής μου, με παρέπεμψε στον αρμόδιο, που δεν ήταν άλλος από τον αρχαιολόγο που είχε πάρει μέρος στην ανασκαφή μαζί με το Γ. Σακελλαράκη. Άρχισα να πιστεύω στην τύχη και παρέμεινα στο χώρο χάρη βέβαια στην ευγενική παραχώρηση του κ. Γεωργίου, ο οποίος -προς μεγάλη μου έκπληξη- με ενημέρωσε ότι περίμενε από λεπτό σε λεπτό τα μέλη μιας σχολής πηλοπλαστικής από την Αθήνα που ήθελαν να δουν το μινωικό εργαστήρι κεραμικής που βρέθηκε στο χώρο.

Σε λιγότερο από πέντε λεπτά οι άνθρωποι είχαν απλωθεί στον καταπράσινο χώρο, κάτω από τα απλωτά πολύχρονα δέντρα που πρώτη φορά μάθαινα το όνομά τους: οι τρικοκκιές, οι αρχαίες κράταιγοι.

http://cid-55f8fac3aeea52e7.skydrive.live.com/browse.aspx/%CE%96%CF%8E%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CF%82?ct=photos

Η Ιδαία γη είχε στρώσει το πράσινο χαλί της καινούριο και ατσαλάκωτο και περίμενε τους σπάνιους επισκέπτες της. Ο χώρος αυτός που όλο τον καιρό βιώνει το χρόνο στην ανελέητη μοναξιά στολίστηκε τώρα λαμπρά για να υποδεχτεί τους σύγχρονους επισκέπτες. Η φύση πάντα γενναιόδωρη οικοδέσποινα για να μπορέσει ο επισκέπτης «Να νιώσει τη μινωική γαλήνη».

Δεν μ’ ενδιαφέρει ο τουρίστας που θα οδηγηθεί να δει τι βρέθηκε στο δωμάτιο 34 του μινωικού κτιρίου της Ζωμίνθου, μα ο επισκέπτης που θα δει κι από μακριά τον τόπο και θα νιώσει το θεωρούμενο παράλογο της μινωικής ειρήνης, αυτή τη μυστική σχέση με τη φύση. Άλλωστε το αποτύπωμα που άφησε στο χώμα ένας κεραμικός τροχός, αν και σβήστηκε για πάντα, όμως μοιάζει να γυρίζει.
Γιάννης Σακελλαράκης, Ανασκάπτοντας το παρελθόν, Εκδόσεις Άμμος, ISΒΝ 960-202-135-7, σελ. 216

Ο αρχαιολόγος παρουσίασε το ιστορικό της ανασκαφής και ανέφερε τους κυριότερους χώρους της αγροτικής έπαυλης, που αποτελούσε σταθμό για την πορεία του Μίνωα κάθε εννιά χρόνια προς το Ιδαίον Άνδρον, όπου πήγαινε να πάρει τους νόμους από το θεό. Ο χώρος που τον περισσότερο καιρό φιλοξενούσε εργάτες του Μίνωα και αποτελούσε σημαντική μονάδα στην οικονομική του παραγωγή, κάθε 9 χρόνια ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον ίδιο τον ανώτατο άρχοντα που -σταματώντας για μια ψυχοσωματική προετοιμασία- πήγαινε να συναντήσει τον ίδιο το Θεό για να πάρει τους νόμους , και θα τον υποδεχόταν πάλι, αφού επέστρεφε ένθεος, έχοντας ακούσει τις εντολές του Θεού.

Ένιωσα ανακούφιση που ποτέ δεν πήγαινα σε ένα αρχαιολογικό χώρο χωρίς να έχω συμβουλευτεί μερικά βιβλία, για να αντλήσω τις στοιχειώδεις τουλάχιστον πληροφορίες. Αυτό τώρα μου επέτρεπε να μοιράζω την προσοχή μου στην ενημέρωση και στην οπτική περιήγηση στο χώρο, καθώς και στις αντιδράσεις ανθρώπων που από τα κλουβιά της πόλης βρίσκονταν αιφνιδίως σ’ ένα ανοιξιάτικο περιβόλι σε υψόμετρο 1200 μ., ενώ από την άλλη μπορούσα να κάνω νοερά άλματα στο χρόνο, παρακινδυνευμένα ίσως, για να επιτύχω μέσα από την ενημέρωση την ανάπλαση της εποχής.

Το λόγο του αρχαιολόγου, όταν η ατμόσφαιρα ήδη είχε φορτιστεί από αναμνήσεις μερικών χρόνων ήρθε να ολοκληρώσει ο επικεφαλής της ομάδας που διάβασε ένα απόσπασμα από την «Ποιητική της ανασκαφής» σχετικό με το Ιδαίο Άνδρον. Τα πόδια μου μάλλον είχαν δική τους λογική, όπως διαπίστωσα αργότερα, και αποφάσισαν -χωρίς να με ρωτήσουν- ότι δεν άντεχαν το βάρος και τη φόρτιση των συναισθημάτων, καθώς εγώ ταξιδεύοντας ήδη στο χώρο και στο χρόνο βρισκόμουν λίγα χιλιόμετρα παραπάνω, στο χώρο που είχα επισκεφτεί λίγες μέρες πριν. Βρέθηκα, όταν επέστρεψα από το νοερό ταξίδι μου, καθισμένη οκλαδόν στο παχύ χαλί της φύσης, που ποτέ δε μου φάνηκε πιο απαλό, πιο γνήσιο, πιο παρθένο.

Οι συγκινήσεις δεν είχαν τελειώσει. Σηκώθηκα με πόδια που έτρεμαν – από την ακινησία ή τη συγκίνηση;- να επισκεφτούμε λίγα μέτρα παραπέρα το χώρο όπου άνθρωποι πριν χιλιάδες χρόνια έφτιαχναν τα αγγεία που έχουν βρεθεί σε διάφορα κέντρα του μινωικού πολιτισμού. Σταθήκαμε γύρω από το δωμάτιο – εργαστήριο κεραμικής με τη χτιστή δεξαμενή του κεραμουργού. Φαινόταν ολοκάθαρα ο χώρος και ο νους μου -κύκλος που γυρίζει συνεχώς- χάθηκε πάλι πίσω να στριφογυρίζει μαζί με τον τροχό τον πηλό που έμελλε να στεγνώσει ομοιόμορφα με τ’ άλλα αγγεία στο διπλανό χωρίς παράθυρο δωμάτιο κι ύστερα να ψηθεί στο παράπλευρο καμίνι.

Η αγωνία, η κίνηση των χεριών και των δαχτύλων, το λύγισμα της μέσης, το πόδι που δίνει στροφές στον τροχό, ο ιδρώτας που κυλά προσπαθούν να δώσουν μορφή στο δημιουργό των δημιουργημάτων. Άνθρωποι γύρω του παίρνουν και τοποθετούν στα χτιστά θρανία στα πλάγια του δωματίου τα έτοιμα πήλινα δοχεία. Τίποτε περισσότερο από τα υλικά της φύσης: χώμα και νερό. Χώμα όμως που έχει δεχτεί πολλά στάδια επεξεργασίας, όπως έδειξαν τα στρώματα της δεξαμενής κατά την ανασκαφή.

Το βλέμμα μου φτερούγισε πάνω από το χώρο της ανασκαφής και πέρα από τα πρόσωπα που τον πλαισίωναν στις κορφές του Ψηλορείτη που κρυφοκοίταζε μέσα από τα δέντρα με τις πλαγιές του να τις χαράζουν δρόμοι χιονιού. Το μάτι έχει την τάση του να δραπετεύει πάντα προς τα πάνω. Αυτό του επιτρέπει να ξεκουράζεται και να εμπνέεται. Γι αυτό έστειλε τους τεχνίτες του εδώ στα ψηλά ο Μίνωας, σκέφτηκα: για να εξασφαλίσει ότι το δασωμένο τότε βουνό στο ψηλότερο σημείο του νησιού θ αποτελούσε εγγύηση της ποιότητας του έργου του.

Συνειδητοποίησα ότι εδώ ήταν η πραγματική περιουσία του Μίνωα: στ’ αόρι, κι όχι στην πεδιάδα: άφθονη ξυλεία για τη ναυπήγηση των πλοίων, παραγωγή μαλλιού για την υφαντική κυρίως και όχι γάλακτος από την κτηνοτροφία, χρήσιμα βότανα και φαρμακευτικά φυτά που έφταναν από τους Κεφτιού ως την Αίγυπτο και εκμεταλλεύσιμα ορυκτά.

Ο ήχος των δέντρων που κόβονταν και που ετοιμάζονταν στη συνέχεια να μεταφερθούν νοτιότερα, στην περιοχή Νίρου, όπου βρίσκονταν τα νεώρια, θα αντηχούσε στη περιοχή τονίζοντας τη γαλήνη του. Η βλάστηση θα ήταν βέβαια αρκετή για να δικαιώνει το όνομα της η Ίδη = δάσος. Οι αιώνες που πέρασαν με την αλόγιστη ίσως υλοτόμηση και την επερχόμενη διάβρωση του εδάφους άφησε το βουνό γυμνό και άγριο. Σίγουρα μια άλλη εικόνα συναντούσε τότε κάποιος όταν έφτανε ως εδώ. Τα κοπάδια τέτοια εποχή θα είχαν επιστρέψει από τα χειμαδιά τους στα χαμηλά και το πράσινο τοπίο θα ήταν κατάστικτο από τις ασπριδερές παρουσίες τους.

«Πόσες δεκάδες χιλιάδες πρόβατα είχε η Κνωσός; Αυτά δεν εκτρέφονταν για το γάλα όπως νομίζαμε αλλά για το μαλλί. Ήταν το εξαγωγικό της προϊόν. Η Κρήτη δεν ήταν πλούσια μόνο για τα προϊόντα της γης της, αλλά για τον Ψηλορείτη της. Αυτό ήταν η Ζώμινθος»

Ο Μίνωας θα είχε διανύσει τη διαδρομή μέχρι εδώ με τα πόδια ή έστω πάνω σ’ ένα ζώο, και σίγουρα θα είχε διαρκέσει αρκετό καιρό, αν θεωρήσουμε αφετηρία το ανάκτορο της Κνωσού. Αναζητώντας λογικά την πιο κοντινή διαδρομή, θα είχε περάσει από αρκετές ρεματιές και βουνά ψηλότερα ή χαμηλότερα, κι έτσι όμως η Ζώμινθος θα φάνταζε στο μυαλό του ως ένας σταθμός ανάπαυλας, αλλά και το τελευταίο στάδιο της προετοιμασίας πριν έλθει σ’ επαφή με το θείο.

Αναζητώντας τον ίδιο στόχο, τη Ζώμινθο, καθένας για τους δικούς του λόγους, είχαμε συναντηθεί τώρα και μοιραζόμασταν αυτό που η φύση προσφέρει απλόχερα, χωρίς να υπάρχουν πάντοτε αποδέκτες. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν οι Αθηναίοι, οι άνθρωποι των μεγάλων κέντρων να νιώθουν σαν τον Μίνωα ή έστω τους ακολούθους του που τους περίμεναν, τέτοια εποχή –τι πιο λογικό- στη μικρή στάση του δικού του ταξιδιού προς την πνευματική του ανάβαση.

Στην εποχή του ατόμου, τι νόημα έχει να προσεγγίζεις τα πράγματα μαζί με άλλους, που έχουν κάνει κι αυτοί το δικό τους ταξίδι, πιο μακρινό από το δικό σου, έχοντας θέσει ένα συγκεκριμένο σκοπό; Είναι τυχαίο ότι oι στόχοι μας διασταυρώθηκαν την ίδια μέρα στον ίδιο χώρο;

Θα είχαν κάνει τις σχετικές προετοιμασίες για την υποδοχή του, αντάξια ενός θαλασσοκράτορα. Αλλά τι γύρευε εκείνος στα βουνά, και μάλιστα στο ψηλότερο;

Παρελθόν και παρόν είχαν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό μου∙ δεν ήξερα, αλλά αναζητούσα να βρω μετά από χιλιάδες χρόνια τι είχε μείνει σταθερό και τι είχε αλλάξει. Σίγουρα πολλά είχαν αλλάξει. Πρώτα απ΄ όλα η σχέση μας με τη φύση. Χάσαμε εντελώς την επαφή μας, όταν η εικόνα της φύσης να μας φαίνεται άγνωστη.

Τι απάντηση άραγε έδωσαν εκείνοι για την ομορφιά της φύσης, την εναλλαγή των εποχών, για το άγνωστο και τους απρόβλεπτους παράγοντες που βρίσκονται καθημερινά μπροστά μας; Ήταν τόσο σημαντικοί ή είναι η ανάγκη μας να τους πλάσουμε εμείς σημαντικούς προσδοκώντας μια ανάλογη τύχη για τον εαυτό μας; Και ποιος μου λέει ότι εμένα κάποιος θα με αναζητήσει; Τι σημαντικό έκανα για να με ψάξουν μετά από πολλά χρόνια στα βουνά ή στον κάμπο, στις σπηλιές ή στις ακρογιαλιές ή στα βάθη της θάλασσας;

… τη σοφία της μοναξιάς τους, τον πλούτο της γνώσης τους, που οφείλεται βέβαια στην καθημερινή επαφή τους με τα αρχέτυπα, το ενστικτώδες τους αίσθημα με το οποίο τους γεμίζει η επαφή τους με τη φύση.
Γιάννης Σακελλαράκης, Η ποιητική της ανασκαφής, Εκδόσεις Ίκαρος, ISΒΝ 960-7721-91-8, σελ. 93

Ο χρόνος, ναι αυτός ευθυνόταν για τις αλλαγές. Αυτός έφταιγε, σκεφτόμουν με μια ισχυρή δόση κατηγόριας, αυτός φταίει που δεν έχω τη δυνατότητα να διατρέξω τη μακριά γραμμή του και να συναντήσω ανθρώπους για τους οποίους αναγκαστικά σχηματίζω μια ακαθόριστη, θολή και αρκετά παρακινδυνευμένη εικόνα και μάλιστα μέσα από την εικόνα που σχημάτισαν άλλοι για εκείνους.

Και από τι ορίζεται η ανάγκη του ανθρώπου να ταξιδεύει στο χρόνο; Πιο λογικό και πραχτικό θα φαινόταν να προσπαθεί να οραματιστεί αυτό που υπάρχει μπροστά του, «η αφάγωτη προίκα» του, η οποία τον γεμίζει προσμονή και ελπίδα, παρά η απαισιοδοξία που προκύπτει μέσα από ερείπια, κατεστραμμένα ή χαμένα εντελώς αντικείμενα, υπενθυμίζοντας τη φθορά και την αλλοίωση.

Είναι μια κίνηση θράσους, άραγε, να συγκρουστείς κατά μέτωπο μ’ αυτό που είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σου, που δεν είδες ποτέ το πρόσωπό του, αλλά προσπαθείς να το μαντέψεις πίσω από τα σημάδια που αφήνει στο πέρασμά του; Κρύβει βέβαια και κάποια γενναιότητα, σκέφτηκα με παρηγοριά. Ίσως όμως είναι λιγότερο πικρό να αντικρίσεις τα σημάδια αυτά στους άλλους, παρά πάνω στο ίδιο σου το κορμί.

Ο αρχαιολόγος που βυθίζεται στο χρόνο γίνεται αυτόματα ένα εργαλείο του, μια γέφυρα από το παρόν στο παρελθόν, βιώνοντας αυτόματα τη διαχρονικότητα.
Γιάννης Σακελλαράκης, Η ποιητική της ανασκαφής, Εκδόσεις Ίκαρος, ISΒΝ 960-7721-91-8, σελ. 68

… ο ανασκαφέας ασχολείται με το χώμα , τη γη, και -το σημαντικότερο- γιατί ανασκάπτοντας σκαλίζει πεισματικά το χρόνο και παράλληλα καταφέρνει να τον αναποδογυρίζει.
Γιάννης Σακελλαράκης, Η ποιητική της ανασκαφής, Εκδόσεις Ίκαρος, ISΒΝ 960-7721-91-8, σελ. 65

Και ποιος είναι άραγε τολμηρότερος από τους ποιητές και τους ανασκαφείς, αφού τα βάζουν με το χρόνο;
Γιάννης Σακελλαράκης, Η ποιητική της ανασκαφής, Εκδόσεις Ίκαρος, ISΒΝ 960-7721-91-8, σελ. 71

Μήπως και ο ανασκαφέας δεν καλλιεργεί κι αυτός ένα αγρό, σαν το γεωργό, καλλιεργητής όμως αυτός της μνήμης του χρόνου;
Από όσους ασχολούνται με το χώμα, μόνο ο ανασκαφέας είναι αυτός που έχει τη μοναδική τύχη, να διεισδύει στο χρόνο.
Γιάννης Σακελλαράκης, Η ποιητική της ανασκαφής, Εκδόσεις Ίκαρος, ISΒΝ 960-7721-91-8, σελ. 67

Συνήθως οι άνθρωποι θεωρούν ότι η αρχαιολογία είναι κάτι που ασχολείται με το παρελθόν. Όμως έχω την εντύπωση ότι ασχολείται περισσότερο με το μέλλον, διότι από το παρελθόν διδάσκεσαι τα σφάλματα ώστε να μην τα κάνεις ξανά στο μέλλον.
Είμαι ένας άνθρωπος που προσπαθώ να ισορροπήσω διάφορα πράγματα. Και με το χρόνο και με τον εαυτό μου. Αυτό που είπα. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Να μη δω μονοδιάστατα κάτι. Αυτό με χαρακτηρίζει. Ότι πετάγομαι ταυτόχρονα από το ένα σημείο στο άλλο. Γιατί νομίζω και ίσως αυτό να είναι το προσωπικό σύνθημα μου, δηλαδή ότι όλα είναι ένα».
Ξέρετε ότι έχουμε βρει με τη γυναίκα μου πολλά πράγματα, όπως την περίφημη ανθρωποθυσία στις Αρχάνες, χρυσά σε ασύλληπτους βασιλικούς τάφους κ.λ.π. Είμαστε πάμπλουτοι σε ευρήματα. Όλα αυτά λίγο πολύ τα περίμενε κανείς διότι έτσι έπρεπε να είναι. Η Ζώμινθος όμως είναι κάτι το απολύτως αναπάντεχο. Διότι μέσα στην επικρατούσα αντίληψη ότι οι Μίνωες ήταν μόνο στις πεδιάδες και ταξίδευαν με τα πλοία τους στην Ανατολική Μεσόγειο, το ότι είχαν μια τέτοια εγκατάσταση στα βουνά αλλάζει πολλά πράγματα. Γι’ αυτό λέω ότι η Ζώμινθος είναι το σημαντικότερο εύρημα της ζωής μου και αυτό το λέω ξεκάθαρα.
…ανασκάπτοντας ένα σπουδαίο μινωικό κτίριο στη Ζώμινθο. Ένας ευφάνταστος
μουσικός, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ερχόταν συχνά στην ανασκαφή από το γειτονικό χωριό του, προσπαθώντας με τον τρόπο του να συμμετάσχει σ’ αυτή την αναζήτηση του χαμένου χρόνου στο δικό του χώρο. Προσπαθούσε να καταλάβει, ίσως να εμπνευσθεί από τους ήχους, χρησιμοποιώντας τι άλλο, την πιο εξασκημένη αίσθησή του. Έβαζε το αυτί στο χώμα, ηχογραφούσε τον ήχο των διάφορων εργαλείων που την άγγιζαν, τον οξύ ήχο του μετάλλου σε μια πέτρα ή τον βαθύ σε ένα κομμάτι πηλού, μπορεί να έκανε και άλλα, που δεν παρακολουθούσα ή και δεν κατάλαβα, αφοσιωμένος φυσικά στη λεγόμενη επιστημονικότατα της δουλειάς μου.
Γιάννης Σακελλαράκης, Η ποιητική της ανασκαφής, Εκδόσεις Ίκαρος, ISΒΝ 960-7721-91-8, σελ. 73

Μετά τόσα χρόνια έρευνας, νομίζω πως αν αφήσω κάτι στην κρητική αρχαιολογία θα είναι ακριβώς η έννοια της διάστασης των βουνών. Ο τόπος απ’ όπου ξεπήδησε από τα μινωικά κιόλας χρόνια κάθε δυνατό αίσθημα, και μάλιστα της ελευθερίας και της ειρήνης. Αντίδωρο για όσα πολλά κέρδισα. Και δεν εννοώ πια τα ευρήματα. Γιατί λογαριάζω τα συνθήματα των ανθρώπων των βουνών.
Γιάννης Σακελλαράκης, Η ποιητική της ανασκαφής, Εκδόσεις Ίκαρος, ISΒΝ 960-7721-91-8, σελ. 94-5

Του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνουν
και του τροχού π’ ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν
με του καιρού τα’ αλλάματα π’ αναπαημό δεν έχουν…
Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος

Ονειρεύομαι για τη Ζώμινθο μια διαχείριση σαν αυτή κάποιων αρχαιολογικών χώρων του εξωτερικού. Τα αρχαία στη φυσική τους κατάσταση και τίποτε άλλο.

«Ο επισκέπτης θα μπορεί να νιώσει τη μινωική γαλήνη. Και αυτό είναι το σημαντικότερο», λέει. « Από οποιονδήποτε αρχαιολογικό χώρο έχουμε πάει, τι μας έμεινε; Ένα άρωμα, μια μνήμη. Θυμάμαι εγώ σήμερα πόσες κολόνες είχε ένας ναός στην Κάτω Ιταλία; Και γιατί να το θυμάμαι; Αφού ξέρω σε ποιο βιβλίο είναι γραμμένο. Αλλά θυμάμαι πώς είναι πεσμένες κάτω οι κολόνες, πώς ήταν το τοπίο, η ατμόσφαιρα του χώρου…».
Η τρικοκκιά, το δέντρο που αλλάζει χρώματα στις εποχές του χρόνου, είναι το σήμα της Ζωμίνθου σήμερα. «Η Ζώμινθος είναι η ζωή μου!» λέει απρόσμενα ο κ. Σακελλαράκης. Έχει ανασκάψει τις Αρχάνες, το Ιδαίον Άνδρον, τα Ανεμόσπηλια, έχει βρει ιερά κορυφής ασύλητα, πολύτιμα αντικείμενα που εκτίθενται στα μουσεία, έχει σημαντικότατο συγγραφικό έργο, διεθνή καταξίωση… Επιμένει: «Αν αφήσω κάτι στην αρχαιολογία, αυτό θα είναι η διάσταση των βουνών».

Τελικά ήταν τύχη ή ατυχία να είναι αποφορτισμένη η μπαταρία την προηγούμενη φορά, για να ξανάρθω τη μέρα εκείνη που δε θα έβρισκα στην πόρτα του αρχαιολογικού χώρου κλειδωμένο το λουκέτο;

Πάλι χωρίς φωτογραφίες: η ανασκαφή δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Αλλά σε ποια φωτογραφία να χωρέσει το συναίσθημα και η μνήμη;

βιβλιογραφια
Γιάννη Σακελλαράκη, Ανασκάπτοντας το παρελθόν
Γιάννη Σακελλαράκη, Η ποιητική της ανασκαφής
http://www.explorecrete.com/archaeology/GR-zominthos.html
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CF%8E%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CF%82
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=185110&ct=34&dt=25/11/2007
http://www.arxaiologia.gr/site/content.php?artid=3545
http://arodamos.altervista.org/zomintho.html,
http://culture.ana.gr/view5.php?id=2950&pid=375
http://www.ekathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_11_17/08/2008_281242
http://anogia.gr/html/arxeologika.html
http://www.anogi.gr/15d/flevaxrisou.htm
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_17/08/2008_281241
http://www.tovima.gr/print_article.php?e=B&f=15022&m=C06&aa=1)
Τα κείμενα με πλάγια στοιχεία είναι από συνεντεύξεις του αρχαιολόγου Γ. Σακελλαράκη

>μινωικά νεώρια – έπαυλη Νίρου

Απρ 20106

>
Ο ήλιος στέλνει τις τελευταίες πύρινες αχτίνες του. Τώρα που βράδιασε ο μέγας αρχιερέας της έπαυλης περνά το πολύθυρο που βγάζει στη δυτική πύλη , η οποία έχει πρόσοψη προς το βορρά. Καθισμένος εκεί απολαμβάνει με ηρεμία το τέλος μιας ακόμα όμορφης μέρας. Οι ήχοι των νεωρίων τέτοια ώρα λιγοστεύουν, καθώς οι εργάτες, μετρώντας την ώρα με το μπόι του ήλιου, είχαν σχολάσει.

Σε απόσταση 50 μέτρων από το βόρειο τοίχο της έπαυλης το κύμα στέλνει πρόθυμα τα πορφυρά φιλιά του στην ακτή. Αφροί που πλάθουν χιλιάδες σχήματα που κανένα δεν είναι όμοιο με άλλο. Μια χιλιοειδωμένη εικόνα που καθηλώνει το μάτι, που κανείς δε βαρέθηκε, που κανένας δε χόρτασε, φαινομενικά ίδια, πάντα διαφορετική. Καθώς όμως η μέρα μεταμορφώνεται σε τόνους του γκρίζου, ο ήχος δυναμώνει σκιάζοντας την όραση. Είναι η ώρα των τυφλών να εξομοιωθούν με τους υπόλοιπους προνομιούχους του γήινου κόσμου. Είναι η ώρα να ανοίξουν τις πύλες τους οι αισθήσεις που μένουν αδικημένες από το δυναμισμό της. Ήχος σιγανός σαν ερωτικός ψίθυρος, άλλοτε ήρεμος σα φιλική κουβεντούλα και άλλες φορές εκκωφαντικό μούγκρισμα των κυμάτων με τα βράχια σαν πάλη προαιώνιων εχθρών. Μια μουσική που δε χορταίνει καμιά ακοή, που δεν κουράζει κανένα αυτί. Το κύμα αιωρούμενο σε ιπτάμενες στάλες έρχεται να ποτίσει το δέρμα σου και η αρμύρα του να εισχωρήσει στην πιο κρυφή καμπύλη του κορμιού. Ξέπνοος από τη σφοδρότητα της επίθεσης με τις αισθήσεις σε εγρήγορση, σε μια ερωτική σχεδόν συνεύρεση, σε θέση λαβειν απολαμβάνεις τη δωρεά της φύσης, που κανένα δώρο δεν μπορεί να συναγωνιστεί την αξία του.

Καινούρια καράβια είχαν ριχτεί εκείνη τη μέρα στη θάλασσα. Ο μέγας αρχιερέας με ευχές και προσευχές τα είχε ευλογήσει βυθίζοντας τους ιερούς πελέκεις στα κύματα για να κόψουν με τη δίκοπη επιφάνειά τους την ορμή τους και να προοιωνίσουν εύπλοια. Το παρθενικό βάπτισμα συνοδεύτηκε από ενθουσιασμό και πολλές ελπίδες.

Ο παφλασμός του κύματος στην επαφή του με τα νέα σκαριά σκέπασε τους φόβους του ταξιδιού και μαζί με τους γλάρους συνόδευσε τη φαντασία στους δρόμους της άγνοιας που επιδιώκει να γίνουν βατοί και με το σώμα, αφού πρώτα η σκέψη τριγύρισε πάνω τους, εισχώρησε μέσα τους, περπάτησε γύρω τους: η τόλμη της αναμέτρησης με το κύμα, με τον καιρό και το άγνωστο. Η αίσθηση της ελευθερίας, της απώθησης του δεδομένου και του τετριμμένου, του εφησυχασμού και της επανάπαυσης, της στέρησης των οριζόντων, της καθήλωσης του νου, που αναζητεί τους γλάρους του στους ουρανούς της διαφυγής από τα όρια της συνήθειας. Η ομιλία του νερού με τα στοιχεία της φύσης: Ο έρωτας μεταξύ τους όλο παιχνίδι και πάθος που κυμαίνεται από την τρυφερότητα ως την αγριάδα.

Μια επιλογή γεμάτη εναλλαγές, αντιθέσεις και μεταμορφώσεις:

Η ηρεμία με η φουρτούνα: Η ένταση και η ηρεμία

Το ρηχό και το βαθύ: Το επίπεδο και το ανισόπεδο

Το μπλε και το γαλάζιο: Το νερό και ο αέρας

Ναι, είναι αλήθεια, ένα μεγάλο μέρος των εσόδων από το ναυτικό εμπόριο θα σωριαζόταν στις αποθήκες του βασιλιά, ενώ οι ίδιοι θα καρπώνονταν την εμπειρία του ταξιδιού, την ένταση και την αγωνία, την τόλμη και την αποφασιστικότητα που σκίαζε το φόβο και την αρμύρα και αντάμειβε με εικόνες άγνωστης ομορφιάς, γιατί όσες φορές κι αν πήγαινες, πάντα θα έβρισκες κάτι καινούριο σ΄ αυτό τον απέραντο κόσμο, του οποίου η άκρη δε φαινόταν πουθενά. Ταξιδεύοντας προς τις χώρες που ανατέλλει ο ήλιος είχαν την ελπίδα να τον πλησιάσουν, να βρουν την πηγή του, να συναντήσουν την αρχή του κόσμου, απ’ όπου προέρχονταν τόσα αγαθά.

Ένας κόσμος τόσο διαφορετικός από το δικό τους. Άνθρωποι μαυρισμένοι από τις κατακόρυφες αχτίνες του ήλιου, που δεν τολμούσαν να κοιτάξουν στα μάτια το βασιλιά τους, γιατί τον θεωρούσαν θεό και του έχτιζαν τεράστιους ναούς που προκαλούσαν δέος με τη μεγαλοπρέπεια και το μέγεθός τους. Όχι ότι τα δικά τους υστερούσαν σ’ αυτό, αλλά μπορούσαν να το πετύχουν με λιγότερο κόπο και χρήματα και χωρίς να χρειάζονται να δουλέψουν τόσοι άνθρωποι. Τεράστια κτίρια που έκρυβαν τον ουρανό για να θάψουν έναν άνθρωπο. Γυρίζοντας πίσω θα είχαν να λένε, να κρίνουν και να συγκρίνουν κι οι άλλοι θα κρέμονταν από τα χείλη τους . Όχι ότι είχαν να ζηλέψουν τίποτα από την ομορφιά της ανατολής, παρά μόνο τη γνώση του άγνωστου και του διαφορετικού.

Ένας μικρόκοσμος κλεισμένος σε λίγα τετραγωνικά, ενώ εκείνοι χρειάζονταν τεράστιες εκτάσεις, που βέβαια διέθεταν. Η απλότητα που συνυπήρχε αρμονικά με τον πλούτο, η κομψότητα που αναδείκνυε το εκλεπτυσμένο γούστο, η παιγνιώδης και φιλική διάθεση, η ομορφιά της φύσης ήταν στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας τους. Οι θεοί τους δεν προκαλούσαν φόβο με τον όγκο τους. Προσιτοί, εφόσον μπορούσαν να χωρέσουν στη χούφτα τους, να κινηθούν και να μετακινηθούν. Μπορούσαν να αγγίξουν τα ομοιώματά τους, να τα κουβαλήσουν, και κατά τη σωματική επαφή να αντλήσουν δύναμη από ύπαρξή τους, να μειώσουν τη μοναξιά και την αίσθηση της ανημπόριας τους.

« Παλιότερα άρθραΠιο πρόσφατα άρθρα »


Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων