κριτικά


>Μες στο λευκό και μες στο μαύρο

Απρ 20107

>
ΜΕΣ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ
Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο
Χ

Είναι το άγγιγμα που θέλει
η ομορφιά
είναι το φίλημα που γίνεται
στον κήπο
είν’ το θρινάκι που μιλάει
με τα στάχυα
πριν τα σηκώσει και τα δώσει στο βοριά.

Μες σ’ ένα αλώνι που γυρίζει διαρκώς
χιλιάδες χρόνια
χιλιάδες κόκκοι που ‘πεσαν στη γη
να πατηθούν και να βλαστήσουν.

Όλα κυλούν μες σ’ ένα δάκρυ καθαρό.
Δ. Περοδασκαλάκης

Το κείμενο μονολογώντας φιλοσοφικά ανακινεί τον οικουμενικό και διαχρονικό διάλογο για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο «που του δόθηκε» να ζήσει, παρακάμπτοντας ή εκμηδενίζοντας την ελευθερία και τη βούλησή του, τοποθετώντας τον σ’ ένα προδιαγεγραμμένο πλαίσιο, αποκαλύπτοντας την τραγικότητα της ύπαρξής του. Στο ποίημα οι φιλοσοφικές απόψεις ειδικότερα περιστρέφονται ή στροβιλίζονται γύρω από τη συμβολική ενέργεια της αγροτικής εργασίας του λιχνίσματος, που αποτελεί την τελική φάση ολοκλήρωσης του ετήσιου κύκλου της δημιουργίας, η οποία ξεκινώντας από το σπόρο που πέφτει με τη σπορά μέσα στη γη καταλήγει πάνω στη γη με το λίχνισμα.

Η πρώτη μας διαπίστωση κατά την ανάγνωση είναι η στενή σχέση με τη φύση, η καλή γνώση της αγροτικής ζωής,, η αξιοποίηση των συμβολισμών της. Το λίχνισμα για λόγους πρακτικής αναγκαιότητας συμβαίνει κατά το χρόνο του απογεύματος, αφού έχει προηγηθεί η προτελευταία φάση, το αλώνισμα, και συμβολικά αντιστοιχεί στην καμπή της ζωής. Τα αλώνια βρίσκονταν σε επιλεγμένα μέρη, ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν τη δύναμη του ανέμου, του οποίου η ένταση ενισχύεται το απόγευμα. Ο βοριάς και όχι άλλος άνεμος, ο πιο ισχυρός σε ένταση, είναι αυτός που μπορεί να παρασύρει τα άχυρα και να διαχωρίσει τον καρπό (στάχυα).
Αυτή η διαδικασία του λιχνίσματος γίνεται μια πράξη τρυφερή και ομιλητική, επικοι-νωνίας (κατά Δ. Ν. Μαρωνίτη) συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής. Όμως με μια αίσθηση απροσδόκητου, διάψευσης και ανατροπής, η ώρα της ολοκλήρωσης της φυσικής πορείας και διαδρομής, της δικαίωσης και συνειδητοποίησης, καταλήγει σε μια ώρα πικρή: ενώ ο άνθρωπος περίμενε την πληρωμή, ενώ θεωρούσε τον εαυτό του κυρίαρχο πρόσωπο σ’ αυτή τη διαδικασία του κύκλου που διήνυσε ο σπόρος, αποδεικνύεται ότι είναι και ο ίδιος ένα παθητικό πρόσωπο, ένα πρόσωπο πάσχον.
Το αλώνι με το κυκλικό σχήμα του συμβολίζει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, την ανακύκλωση των στοιχείων, καθώς κάθε στοιχείο στην περιφέρεια του κύκλου σηματοδοτεί ταυτόχρονα την αρχή και το τέλος του. Έτσι όταν φτάσεις στο σημείο από το οποίο έχεις ξεκινήσει έχεις πραγματοποιήσει το σκοπό σου (τέλος), αλλά η πραγματοποίηση αυτή είναι και το τέλος = τέρμα. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την ετυμολογία της λέξης που παραπέμπει στην καταστροφή, από το αρχαίο αλίσκομαι. Από την ετυμολογία του αλωνιού από το αλίσκομαι προκύπτει το δάκρυ, καθώς και από τη διαπίστωση ότι αυτή η αδιάκοπη ροή και ανακύκλωση (τα πάντα ρει) συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της και δυστυχώς ουκ αν εμβαίης δις εις τον αυτόν ποταμόν. Ο άνθρωπος έχει ελάχιστο κυματισμό στον αιώνιο κύκλο της ροής.
Το θρινάκι που μιλάει είναι η πιο καθοριστική στιγμή του ξεκαθαρίσματος. Ως τρίτο στοιχείο του ποιήματος (φίλημα, άγγιγμα, θρινάκι) μέσω του νόμου των τριών εστιάζει στην ανώτερη, έσχατη και ως εκ τούτου τελευταία κίνηση: μας τοποθετεί στο τέλος , στα άκρα, στην περιφέρεια, και όχι στο κέντρο. Η αρχαία άλως, ως κεντρικό τμήμα του γυναικείου στήθους, συνειρμικά λειτουργεί βέβαια και ως ζωοποιός δύναμη με τη διαδικασία του θηλασμού, υπενθυμίζοντάς μας τις μινωικές θεές της γονιμότητας. Η ζωογόνος δύναμή της όμως δεν είναι αρκετή να συντηρήσει τη ζωή, καθώς αυτή έχει ολοκληρώσει την πορεία και έχει φτάσει στο τέλος της. Επομένως αποκλείεται η δυνατότητα ερμηνείας του αλωνιού ως πηγή και κέντρου συντήρησης της ζωής.
Έτσι η ομορφιά που παρουσιάζουν οι δυο πρώτοι στίχοι, που οδηγεί στην ερωτική ατμόσφαιρα των δύο επόμενων (άγγιγμα, φίλημα (ο έρωτας είναι σημαντικός σταθμός στην πορεία της ζωής, εφόσον συμβάλλει στη συνέχιση της ζωής) και καταλήγει στη στιγμή της κάρπωσης, ενώ θα έπρεπε να δίνουν μόνο χαρά, αντίθετα καταλήγουν στην πικρή διαπίστωση ότι ολοκληρώνεται για μια ακόμη φορά ένας κύκλος ζωής κι αυτή η συμπλήρωση και ολοκλήρωση/ τελείωση/σκοπός/ τέλος/ τέρμα δεν είναι η κορύφωση που περιμέναμε, η δικαίωση, αλλά αναγκαστικά συνοδεύεται από τα πικρά συναισθήματα της απώλειας.
Πολλά εκφραστικά στοιχεία (ανοδική κίνηση, νόμος των τριών, κλιμάκωση) χρησιμο-ποιούνται για να τονίσουν την κατάληξη της ανθρώπινης διαδρομής, που συμβαδίζει με τη διάψευση και τη ματαιότητα του επίγειου: παρά τις καλές προσπάθειες και όλες τις ευοίωνες προοπτικές αποκαλύπτεται η αδυναμία του ανθρώπου να διαχωρίσει την τύχη του από εκείνη των υπόλοιπων δημιουργημάτων της φύσης: ένας μικρός κόκκος στο αλώνι και ο ίδιος, ασήμαντος, που τον περιμένει η ίδια τύχη με εκατομμύρια άλλους, και όχι ο σπουδαίος και ο ξεχωριστός, όπως αρχικά πίστευε.
Ένα ζουμ- κοντινό πλάνο στη στιγμή που ο άνθρωπος θέτει τη τελευταία πινελιά του έργου του και είναι έτοιμος να σταθεί στην άκρη περήφανος για το κατόρθωμά του. Ύστερα ο ποιητικός φακός απομακρύνεται σ’ ένα ολοένα και μακρινότερο πλάνο : από το θρινάκι βλέπει το αλώνι και μετά με μια ιλιγγιώδη πορεία στον παρελθόντα χρόνο (χιλιάδες χρόνια), που προκαλεί υπαρξιακή ζάλη, σταματώντας σε πολύ κοντινά πλάνα (στους σπόρους που πατήθηκαν), αυτή η ισχυρή αντίθεση κοντινού και μακρινού, γενικού και μερικού, ατομικού και συνολικού , ύπαρξης και ουσίας αφήνει τον παρατηρητή – αναγνώστη ζαλισμένο και απελπισμένο στην ασημαντότητά του, άλαλο, άφωνο, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια λέξη για να διαμαρτυρηθεί ούτε να υψώσει τον τόνο της φωνής του ή τα χέρια του σε μια επανάσταση . Η αθόρυβη, σιωπηλή αποδοχή/ εξωτερίκευση του εσωτερικού πόνου καθίσταται μια ροή δακρύων, όπως η αιώνια ροή των γεγονότων του Σκοτεινού Εφέσιου που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Το ποτάμι κυλά και θα κυλά αιώνια, μόνο που δεν μπορείς να μπεις παρά μια και μοναδική φορά στα νερά του. Ο ποταμός αυτός αποδεικνύεται τελικά ένας ποταμός δακρύων, ένας Κωκυτός, οριακός στη σχέση ζωής και θανάτου, εφόσον οδηγεί στη συνειδητοποίηση της τραγικής μοίρας του ανθρώπου, που ανακαλύπτει ότι δεν είναι το σπουδαίο και ξεχωριστό δημιούργημα, το πεφωτισμένο ον, αλλά ένα ον όπως όλα τα άλλο που υπακούει στους ίδιους νόμους φθοράς και μάλιστα αθώος και ακόμα χειρότερα με συνείδησή της τραγικότητας του.
Το θρινάκι, το όργανο της εργασίας, σε σχήμα συνεκδοχής εστιάζει την προσοχή μας στο όργανο αντί στην ίδια την εργασία που προϋποθέτει δρων πρόσωπο, απενοχοποιώντας έτσι την πρόθεση και την ευθύνη του. Στο 8στιχο κυριαρχούν τα ονόματα φωτογραφίζοντας στιγμιαίες, άχρονες ενέργειες (άγγιγμα, φίλημα) και το όργανο των εργασιών (θρινάκι) που υποθέτουμε ότι χειρίζεται ο άνθρωπος, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος εμπλέκεται στη διεργασία του. Στο 4στιχο κυριαρχούν τα ρήματα σε χρόνο που τονίζει τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες ενέργειες που υφίστανται (παθητική σύνταξη) τα περιεχόμενα του αλωνιού. Ενώ θα περιμέναμε η ανθρώπινη παρουσία να κινεί τα νήματα στο χώρο αυτό, η απουσία ενεργητικού ρήματος και η δήλωση της παρουσίας του μέσω ονομάτων που ενέχουν μια στατικότατα και επομένως διαχρονικότητα, μαζί με τον τελευταίο στίχο, όπου το δάκρυ βρίσκεται έξω από τον έλεγχό του επιβεβαιώνουν την αδυναμία του ανθρώπου όχι να παρέμβει και ν’ αλλάξει τα γεγονότα, αλλά να διαμαρτυρηθεί καν, αφού κι αυτό ακόμα είναι μάταιο και άσκοπο.
Ο τελευταίος στίχος με την παρήχηση των υγρών συμφώνων (2 λ όλα κυλούν, 2ρ δάκρυ καθαρό) ζωντανεύει παραστατικά την εικόνα και τον ήχο της ροής των δακρύων. Ο άν-θρωπος είναι τραγικά αθώος, θύμα αυτής της αέναα επαναλαμβανόμενης διαδικασίας που τον συμπαρασύρει χωρίς να τον ρωτά και χωρίς να τον λαμβάνει υπόψη του, εφόσον δε διαφαίνεται ούτε λάθος ούτε αμαρτία ούτε ύβρις. Χωρίς κανένα επιλήψιμο σημείο εκ μέρους του ανθρώπου που συμμετέχει σ’ αυτό τον αιώνιο κύκλο, χωρίς καμιά ευθύνη, το δάκρυ του κυλά καθαρό, όχι όμως και εξαγνιστικό. Η κάθαρση ως το τελευταίο στάδιο αυτής της αιώνιας τραγωδίας σκόπιμα απουσιάζει καθιστώντας τραγικότερη την τραγωδία χωρίς λύτρωση. Το δάκρυ είναι βουβό χωρίς θεατές να συγκινήσει, εφόσον όλοι είναι ταυτόχρονα ηθοποιοί και θεατές, παρακολουθούν και βιώνουν το αιώνιο δράμα τους. Η ελπίδα είναι απούσα, καθώς τόσες χιλιάδες χρόνια κανείς από μηχανής θεός δεν μπόρεσε να δώσει λύση στο πανάρχαιο δράμα.
Η ανοδική κίνηση που εικονοποιείται με το θρινάκι προϋποθέτει με το φυσικό νόμο της βαρύτητας την καθοδική πορεία, την αντίστροφή της. Η άνω και η κάτω οδός μία και ωυτή του Ηράκλειτου, οι δύο αντίθετες εκδοχές της ίδιας ενέργειας συμπληρώνοντας η μια την άλλη ολοκληρώνουν τον κύκλο της δημιουργίας και της φθοράς καταλήγοντας στην παλίντροπο αρμονία, αφανή και ως εκ τούτου μυστήρια, την οποία ο άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να αποτρέψει ή να ανατρέψει.
Η ομορφιά και ο έρωτας οδηγούν σε μια πορεία τελείωσης, που είναι ο τερματισμός της πορείας, και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες της αιώνιας κάρπωσής τους είναι μια ματαιοπονία που συνειδητοποιεί κανείς μόνο στο τέλος ή όταν προσπαθήσει να δει συνολικά τη διαδικασία του κύκλου, όταν θέλει να κάνει ένα γενικό απολογισμό, μια σφαιρική θεώρηση αναζητώντας τη θέση του στο χώρο και στο χρόνο και συνακόλουθα το νόημα της παρουσίας του, τις δυνάμεις που κινούν την ύπαρξή του, τα όρια της ελευθερίας του, τις δυνατότητας επιλογών του. Ο αποκλεισμός μιας δεύτερης δυνατότητας , μιας επανέναρξης της κυκλικής πορείας θα μπορούσε βέβαια να σκεφτεί κανείς ότι θα έκανε πιο ουσιαστική την εδώ παραμονή μας, με την προϋπόθεση ότι αποδέχεται τον παθητικό ρόλο του ανελεύθερου επιλογέα, του κινούμενου εντός πεπερασμένου χώρου με πεπερασμένες δυνατότητες που αναρωτιέται αν έχει άραγε την ικανότητα να αναζητήσει και να βρει μια ικανοποιητική απάντηση ή θα είναι ένα τραγικό παιχνίδι τυφλόμυγας , όπου το μαντίλι δεν πρόκειται να αφαιρεθεί ποτέ από τα μάτια.
Η ομορφιά και ο έρωτας είναι το δέλεαρ, το δόλωμα που σε θέτουν και σε συγκρατούν εντός τροχιάς, πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποιείς την παγίδα, το δόκανο στην οποία βρί-σκεσαι, χωρίς παραμυθία. Σαν παγιδευμένο ζώο οι κινήσεις σου περιορίζονται στο χώρο και το χρόνο όπου αλώνεται ή αναλώνεται ή καθηλώνεται η ζωή σου.
Η σιωπηλή αντίδραση του βουβού κλάματος, όπου ο λόγος και η λογική απουσιάζουν, επισφραγίζουν την προσυπογραφή της αδυναμίας, ισοπεδώνουν τη βούληση αντίστασης, σοκάρουν με τον αιφνιδιασμό της ιλιγγιώδους πτώσης από τον αλαζονικό θρόνο του ισχυ-ρού στο σκοτεινό βάραθρο της αδυναμίας ανόδου.
Ο άνθρωπος έχασε τον αγώνα αμαχητί αθωράκιστος απέναντι σε μια άγνωστη δύναμη που όρισε τους κανόνες του παιχνιδιού παρασύροντας και εξαπατώντας , αποκρύπτοντας την αλήθεια που συνήθως καθυστερείς να εντοπίσεις ή να συνειδητοποιήσεις, αλλά ακόμα και τότε είσαι ανίσχυρος, απλά τραγικότερος.
Όταν η ποίηση γίνεται ένας χώρος πραγματικά ποιητικός =δημιουργικός στο πλαίσιο της ανθρώπινης ζωής και φίλα διακείμενος μαζί της , όπως φιλική είναι η σχέση της με το λόγο και τη γνώση, ο ποιητής γίνεται φιλόλογος ταυτιζόμενος νοηματικά με το φιλόσοφο. Κι αν θέλουμε να επιμείνουμε ή να εμμείνουμε στη σχέση με το Λόγο, όπως την είδε ο Εφέσιος φιλόσοφος, με την οπτική του οποίου βλέπω να συμβαδίζει η φιλοσοφική οπτική του κειμένου, ο λόγος αποτελεί το όλον στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το μέρος, η ανθρώπινη μονάδα, ή και το ανθρώπινο είδος ως μονάδα, χωρίς ίσως τη δυνατότητα -εξαιτίας αυτής της μερικότητας και της περιαγωγής του μέσα στο όλον- να έχει την εποπτεία και τη συνολική θεώρηση, γι αυτό ίσως απουσιάζει επαρκής και ασφαλής εξήγηση του είναι ή του γίγνεσθαι.
Το κείμενο σε μια διαλεκτική σχέση με το χρόνο εντός της ομάδας ποιημάτων όπου εντάσσεται (Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο) έρχεται να τοποθετηθεί ομιλητικά μαζί τους, να συνυπογράψει τον αγώνα και την αγωνία του με το ανθρώπινο γένος στο πλαίσιο του χρόνου που κυλά ερήμην του, να συνυπογράψει την τύχη του και να θέσει τον εαυτό του και το δέκτη – αναγνώστη στο πλαίσιο της ανθρώπινης περιορισμένης κυκλικής κίνησης όπου τα όρια του είναι πεπερασμένα και στον οποίο βρίσκεται πολιορκημένη η ζωή μας. Όσο παραμένουμε εντός κύκλου και τροχιάς η μοίρα είναι προκαθορισμένη χωρίς περιθώριο επιλογής. Τότε λογικά η μόνη διέξοδος που διαφαίνεται είναι η φυγή από τον κύκλο και ο εκτροχιασμός, η εκτόξευση ή διαφυγή από τη γήινη και υλική τροχιά. Αυτό όμως ίσως απαιτεί μια τολμηρή έξοδο που προϋποθέτει αρκετό ρίσκο: την κίνηση στον άγνωστο χώρο εκτός του κύκλου. Εφόσον φιλοσοφία, αν δεχτούμε αυτή την ερμηνεία, εμπεριέχει μια θεωρητική και μια έμπρακτη εκδοχή, από το κείμενο προκύπτει ένα προκλητικό ερώτημα: αν θα κινηθούμε στα γνωστά ορισμένα πεπερασμένα όρια όπου βρίσκεται πολιορκημένη η ζωής μας από την αλαζονεία της λογικής θεώρησης που χαρακτηρίζουμε ασφάλεια, ή θα τολμήσουμε να αφήσουμε το στέρεο έδαφος που απαιτεί η λογική μας και να ταξιδέψουμε στον ανασφαλή άπειρο χώρο όπου δεν υπάρχουν αποδείξεις και πιστοποιητικά, όπου η είσοδος είναι ελεύθερη για τους τολμηρούς ή ριψοκίνδυνους της σκέψης και μοναδικό διαβατήριο είναι η βούληση της απόφασης.
Το σολωμικό αλωνάκι της πολιορκημένης από εσωτερικούς και εξωτερικούς περιορι-σμούς ζωής μας επιδέχεται, αν δε θέλουμε να υπογράψουμε το φιλοσοφικό μας θάνατο, ως μόνη λύση μια τολμηρή και ριψοκίνδυνη έξοδο.
Αν στο αλώνι δεν υπάρχει άλως, αλλά καραδοκεί η άλωση, τότε θα πρέπει να διερωτηθού-με αν και τι υπάρχει εκτός κύκλου. Να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε αν θα παραμείνουμε εντός κύκλου με πιστοποιημένη την άλωση ή θα αιωρηθούμε εκτός κύκλου στον άγνωστο χώρο του απείρου.
Αν οι δυνάμεις εντός κύκλου είναι άγνωστο από πού ορίζονται και πώς επιδρούν με μόνο σίγουρο ότι στερούν τα όρια της ελευθερίας μας , τι περιθώρια αφήνει άραγε ο υπερβατικός χώρος έξω από τον κύκλο; Η υπέρβαση μιας φιλοσοφικής εξόδου ως παραλογισμός που στηρίζεται σε αυθαίρετες υποθέσεις εξασφαλίζει στον άνθρωπο τουλάχιστον την ελπίδα ενός κόσμου ιδεατού χωρίς τα στίγματα που χαρακτηρίζουν την επίγεια ζωή μας. Ακροβατώντας στο αθέατο και στο άρρητο, το αναπόδεικτο, κερδίζουμε τη σιγουριά απλώς της ελευθερίας της σκέψης μας και όχι της ζωής μας. Αυτή είναι τελεσίδικα περιορισμένη από εσωτερικούς ή εξωτερικούς πολιορκητές, χωρίς ελπίδα, ασφάλεια και παρηγοριά. Ανοίγοντας τυφλά νοητικά βήματα στο ανεξερεύνητο φιλοσοφικό διάστημα, ανοίγουμε ίσως ένα παράθυρο στο μέλλον του ανθρώπου. Από την άλλη το μόνο παρήγορο που μένει να κάνουμε είναι να σφίξουμε το χέρι του συνοδοιπόρου μας και να μοιραστούμε τις ανησυχίες μας συνεχίζοντας το ταξίδι στο απέραντο αρχιπέλαγος το κατάστικτο με τα νησιά των φιλοσοφικών μας απόψεων εκτονώνοντας την επιθυμία μας για την αναζήτηση της αλήθειας, που δε θα περιορίσει την ακόρεστη δίψα της γνώσης, αλλά θα κάνει πιο πλούσιο το συμπόσιο.

>Η ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Απρ 20106

>Η ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Πας ο ων εκ της αληθείας
ακούει μου της φωνής

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ 37-38

Μπορεί και να ‘ναι απ’ τα γεράνια
που απόψε ο αέρας δε φυσά.
τον μάλωσαν μαζί με το φεγγάρι
και το δυόσμο που πέφτει πάνω
στην αφή.
Τώρα μπορείς πιο ήσυχα ν’ ακούσεις
τον τρόπο που χτενίζονται οι μηλιές
πώς διηγείται ο αδελφός σου τα’ όνειρό το
πώς το σκυλί το σούρουπο γαβγίζει τ’ όνομά σου.

Άκου!
Μη θέλεις όλα να τα γράφεις
δεν κατοικεί η αλήθεια στη γραφή.

Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες στο λευκό και μες στο μαύρο

Στην εργασία μου θα προσπαθήσω να κατανοήσωτο πρώτο ποίημα Η γραφή και η αλήθεια της συλλογής «Μες στο Λευκό και μες στο μαύρο», το οποίο λειτουργεί ως ποιητικές προγραμματικές δηλώσεις της συλλογής.

Αν θέλουμε με λίγα λόγια να συλλάβουμε το νόημα του ποιήματος, θα το αναζητήσουμε στην κατακλείδα, όπου προκύπτει το συμπέρασμα ότι δεν κατοικεί η αλήθεια στη γραφή, και το διατυπώνεται η συμβουλή ή και προειδοποίηση να μην προσδοκά ο αναγνώστης να βρει τα πάντα στη γραφή. Εφόσον δε διαπιστώνω την πρόταση ενός εναλλακτικού γλωσσικού τρόπου επικοινωνίας, εκείνον του προφορικού λόγου, θα πρέπει να υποθέσω ότι ο τρόπος επικοινωνίας που επιλέγεται είναι η σιωπή, ένας τρόπος που στην πραγματικότητα αναιρεί την ίδια την ανθρώπινη επικοινωνία, αλλά και την ίδια την ποιητική επικοινωνία, εφόσον στις μέρες μας η ποίηση προσλαμβάνεται κυρίως μέσω της ανάγνωσης της γραφής και όχι της ακρόασης μιας απαγγελίας.

Από την άλλη η αποκάλυψη μέρους της αλήθειας και όχι του συνόλου των πληροφοριών μπορεί να οδηγήσει με τη σκόπιμη απόκρυψη στοιχείων. Θα πρέπει να αναζητήσουμε τους πιθανούς λόγους αυτής της απόκρυψης:

· Την αδυναμία του ποιητή να εκφραστεί μέσω της γλώσσας και μάλιστα της γραπτής που στερείται εξωγλωσσικών και παραγλωσσικών στοιχείων, της λεγόμενης γλώσσας του σώματος και καθίσταται γι αυτό το λόγο ανεπαρκής να αποδώσει σκέψεις ή συναισθήματα, όταν τα λόγια είναι φτωχά, ή όταν θα προϋπέθετε μια συνεχή επικοινωνία ποιητή –αναγνώστη, πομπού και δέκτη στην περίπτωση ασάφειας,

· Ο ποιητής επιλέγει να κρατήσει μυστικά και κρυφά, μόνο για τον εαυτό του, δεδομένα προσωπικά που δε θέλει να τα μοιραστεί με άλλους, γιατί αποτελούν ιδιωτική περιουσία και άβατο χώρο.

· Γιατί θέλει να μοιραστεί την αλήθεια του με τον αναγνώστη μέσω ενός υπαινικτικού ύφους, κατά το οποίο ο αναγνώστης καθίσταται τόσο οικείος, ώστε μπορεί να καταλαβαίνει τα μισόλογα ή τους υπαινιγμούς.

· Ένας ποιητής που απευθύνεται με γραπτό λόγο στους αναγνώστες του και τους δηλώνει ότι δεν πρόκειται να βρουν γραμμένα τα πάντα, μήπως τους στερεί τα κίνητρα να ασχοληθούν με την ποίησή του; Μπορεί βέβαια να συμβαίνει κάτι άλλο: τουλάχιστον θα πρέπει να στραφούν κάπου αλλού ή πρέπει να αναζητήσουν έναν άλλο τρόπο για να λάβουν το μήνυμα.

Μήπως πρέπει να κάνουμε μια διαφορετική ανάγνωση; Μήπως ο ποιητής θέλει να ωθήσει τον αναγνώστη να συμμετάσχει ενεργά στη διαδικασία της ποίησης, ποιώντας κι αυτός το δικό του έργο: της κατανόησης και ίσως τέλος τέλος της εύρεσης της αλήθειας που και οι δυο, ποιητής και αναγνώστης, αναζητούν και που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορούν να την κατακτήσουν; Κατ’ αυτή την έννοια ο ρόλος του αναγνώστη γίνεται ουσιαστικός και συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος συνεργασίας και συναδέλφωσης, δηλαδή πραγματικής ανθρώπινης επικοινωνίας.

Αυτή είναι βέβαια η κατάληξη του ποιήματος που ξαφνιάζει τόσο, ώστε σε αναγκάζει να ξεκινήσεις από εκεί. Δεν μπορείς όμως να αγνοήσεις ολόκληρο το ποίημα. Ποιες είναι οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη; Αν την αλήθεια δεν την προσεγγίζεις ή έστω δεν την αποκαλύπτεις με τη γραφή, τότε με ποιο άλλο τρόπο; Πρέπει τώρα ως αναγνώστρια να πάρω στα σοβαρά το ρόλο του συνεργάτη – συνερευνητή της αλήθειας σ’ ένα δρόμο όμως που χαράζει ο ποιητής , ψάχνοντας να βρω τα σημάδια που έχει κρύψει εδώ κι εκεί. Κάτι σαν παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού. Καλούμαι σε μια αποκωδικοποίηση του μηνύματος. Ας παίξουμε το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού λοιπόν. Ας προσπαθήσω να βρω τα κρυμμένα σημεία του κώδικα. Ας προσπαθήσω να τα αναζητήσω βήμα βήμα, λέξη λέξη:

· ο αέρας δε φυσά, γιατί τα γεράνια σε συνεργασία με το φεγγάρι και το δυόσμο τον μάλωσαν (σαν παιδί που συνηθίζουμε να μαλώνουμε όταν έχει κάνει κάποια αταξία), οπότε αμέσως αμέσως ο αέρας υποτασσόμενος ως στοιχείο που απευθύνεται στην ακοή έχει υποβαθμίσει την αίσθηση αυτή)

Τρία στοιχεία επεμβαίνουν ρυθμίζοντας τη σχέση ενός φυσικού φαινομένου, του ανέμου, ενός στοιχείου που προσλαμβάνεται κυρίως με την ακοή. Η υπερίσχυση των στοιχείων αυτών σημαίνει υπεροχή άλλων αισθήσεων

· τα γεράνια της όρασης κυρίως και δευτερευόντως της όσφρησης ,

· το φεγγάρι της όρασης ,

· το δυόσμο που πέφτει πάνω στην αφή, η οποία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς μπαίνοντας σε λειτουργία ελευθερώνει και τη δεύτερη δύναμή του δυόσμου, την οσμή, που μέχρι τότε παρέμενε στην αφάνεια, κι αυτές οι δυο αισθήσεις (αφή και όσφρηση μαζί) προκαλώντας η μια την άλλη δεν αφήνουν τον άνθρωπο να τα επιλέξει, αλλά επιβάλλονται ( η αφή και η όσφρηση και με αυτή μάλιστα τη σειρά παρουσιάζονται ως οι κύριες προσλαμβάνουσες αισθήσεις, εξάλλου πάλι το τρίτο στοιχείο βάσει του νόμου των τριών καταλαμβάνει εκτός από μεγαλύτερη έκταση και μεγαλύτερη σημασία)

( δεν μπορώ να μη θυμηθώ το ρόλο των αισθήσεων στον Πειρασμό του Σολωμού).

Συγκεντρώνοντας τα μέχρι τώρα στοιχεία είναι λοιπόν σαν τρία φυσικά στοιχεία να έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία να πρωταγωνιστήσουν και να κυριαρχήσουν θέτοντας τις ανθρώπινες αισθήσεις σε συναγερμό, αφού έχουν επιβληθεί και περιορίσει σε βαθμό καταστολής την ακοή, το φύσημα του ανέμου, που θεωρούσαν ενοχλητικό, γιατί ο θόρυβός του προκαλούσε μια δυσαρμονία.

Η αποκατάσταση λοιπόν ιδανικού κλίματος ( η σιγή – σιωπή του ανέμου) επιτρέπει στον ίδιο τον άνθρωπο ν’ ακούσει σε πολύ χαμηλά ντεσιμπέλ τον ελαφρύ ήχο που αφήνουν οι μηλιές

· (μηλιές: δέντρα γένους θηλυκού, δηλαδή καρποφόρα, θυμούμενη τον ορισμό που δίνει ο Φ. Κακριδής στα ονόματα γένους θηλυκού),

· παραπέμπουν στο γυναικείο φύλο, αναδεικνύοντας ερωτισμό με τη φροντίδα της εμφάνισης «χτενίζονται»

· το πλήθος τους παραπέμπει σε περιβόλι και θυμίζει τον Κήπο/παράδεισο κι αυτό με τη σειρά του τη χαμένη ευτυχία και αιωνιότητα.

(να θυμηθώ ότι και στου νεκρού αδελφού η ομορφιά της Αρετής δίνεται μόνο με το χτένισμά της

«στα σκοτεινά την έλουζε, στα άφεγγα τη χτενίζει

στ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της»

και πολύ παρακάτω

« ηύρε την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι» )

Κι εδώ και στον Πειρασμό του Σολωμού και στο δημοτικό τα γεγονότα διαδραματίζονται/ αναδεικνύονται τη νύχτα, όπου η όραση καταστέλλεται, και η καταστολή αυτή συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη πρόσληψη του αρώματος των γερανιών και του δυόσμου

(γενικά το άρωμα μπορούμε να το αισθανθούμε σε όλο του το μεγαλείο μόνο αν (μισο)κλείσουμε τα μάτια μας, αν καταστείλουμε δηλαδή την όραση).

Η νύχτα εξάλλου ως χρόνος περιορισμένης όρασης , σε φυσικές τουλάχιστον συνθήκες, επιτρέπει σε άλλες αισθήσεις να πάρουν το προβάδισμα, όπως συμβαίνει και στους τυφλούς, ουσιαστικά δηλαδή περιθωριοποιείται ο ρόλος του σώματος και κινητοποιείται ο νοητικός μηχανισμός, ο οποίος στο χρόνο που επιλέγεται στο ποίημα βρίσκει το πιο εύφορο έδαφος για να λειτουργήσει.

Με λίγα λόγια αυτές είναι οι ιδανικές συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος, και μάλιστα λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας τη χρονική στιγμή, το σούρουπο, δηλαδή το τέλος μιας μέρας, το καταλληλότερο για αξιολόγηση, απολογισμό και περισυλλογή. Τότε μπορείς να δεχτείς μηνύματα από ένα πρόσωπο αναλόγου ηλικίας/ ισοτιμίας στην οικογενειακή ιεραρχία, αλλά και με παραπομπή στη συναδέλφωση. Αλλά και από άλλα όντα δέχεσαι μηνύματα κατώτερα από τα ανθρώπινα, ζώα, που όμως εξισώνονται και ανεβαίνουν στην κλίμακα της επικοινωνίας, καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου ζώου αποτελεί σύμβολο πίστης, φροντίδας και αφοσίωσης

(να μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος κι ο μόνος που αναγνώρισε τον Οδυσσέα χωρίς κανένα αναγνωριστικό σημάδι μετά από είκοσι συναπτά χρόνια απουσίας ήταν ο σκύλος του- τι δυνατό χαστούκι αλήθεια στη ματαιοδοξία και στον εγωισμό του ανθρώπου). Έτσι διαπιστώνεις ότι άνθρωποι ζώα και φυτά, καθώς και τα στοιχεία της φύσης ζουν στο ίδιο σύστημα που υπακούει στους ίδιους νόμους γέννησης και φθοράς, όπως πικρά απαντά στην έπαρση του Διομήδη ο Γλαύκος, στο πεδίο της μάχης, στο χώρο δηλαδή που ακούς στο σβέρκο σου την ανάσα του θανάτου, όπως παρατηρείται σε άλλο ποίημα:

«που μίλησε για φύλλα και γι ανθρώπων γενεές».

Ξανασυγκεντρώνω τα στοιχεία μου. Για να επιτευχθεί η εσωτερική επικοινωνία, για να λάβει ο άνθρωπος τα μηνύματα από το περιβάλλον του σε όλο το εύρος πρόσληψης των αισθήσεων, απαιτείται σιωπή και αυτοσυγκέντρωση. Αφού λοιπόν σε αυτό το ευνοϊκό κλίμα ολοκληρωθεί η διαδικασία του εσωτερικού διαλόγου (ή μονολόγου;) ο ποιητής είναι έτοιμος να στείλει το μήνυμά του απευθυνόμενος στην ακοή των δεκτών σου. Μάλλον προϋποθέτει ότι μόνο σε ένα ανάλογο κλίμα μπορεί να γίνει δεκτό χρησιμοποιώντας το ρήμα της ακοής, ενώ προηγουμένως την έχει θέσει στο περιθώριο: ισχυρή αντίθεση που φτάνει στο παράλογο και οξύμωρο: ενώ θεωρεί ιδανικό περιβάλλον εκείνο της απομόνωσής του («βάζοντας» τους πάντες να απουσιάζουν) και εκμεταλλεύεται τις ευνοϊκές συγκυρίες των στοιχείων της φύσης για την αυτοσυγκέντρωσή του, αξιώνει να στείλει το ποιητικό μήνυμα ακουστικά, «άκου», μέσω της γραφής, η οποία αναγκαστικά στις μέρες μας προσλαμβάνεται μόνο οπτικά (πρόκειται για ένα συναρπαστικά παράλογο συνδυασμό των αισθήσεων). Το μήνυμα που στέλνεται είναι λακωνικό: το μόνο που ζητείται ν’ ακουστεί είναι η δήλωση να μην περιμένει ο αναγνώστης να τα βρει όλα γραμμένα.

Αυτό σημαίνει ότι ο μοναδικός τρόπος πρόσληψης μηνυμάτων δεν είναι η ποίηση ή τουλάχιστον η ποίηση δεν μπορεί να τα χωρέσει/αποκαλύψει όλα; Καθημερινά διαπιστώνουμε ότι ούτε με τον προφορικό ούτε ακόμα περισσότερο με το γραπτό λόγο δεν μπορούμε να μεταδώσουμε τη δύναμη των σκέψεων και πολύ λιγότερο των αισθημάτων μας. Έτσι, ο ποιητής απευθύνεται στους μεμυημένους στον κώδικα της αλήθειας, όντας σίγουρος ή τουλάχιστον ελπίζει ότι αυτοί τουλάχιστον θα συλλάβουν το μήνυμα: αξιοποιώντας το πλούσιο θρησκευτικό λεκτικό του οπλοστάσιο προτάσσει ως μότο «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής».

Να θεωρήσω λοιπόν ότι χρησιμοποιείται ένας μυστικός κώδικας επικοινωνίας και μάλιστα αξιώνεται από τον αναγνώστη να τον γνωρίσει μόνος του προκειμένου να αποκωδικοποιήσει το ποιητικό μήνυμα, και να μην τα περιμένει όλα από τον ποιητή στο πλαίσιο της φιλοσοφικής αναζήτησης και της ποιητικής συνεργασίας. Σε αυτό τον αναγνώστη απευθύνεται ζητώντας να τον καταλάβει με αυτό τον τρόπο. Δεν επιχειρεί ο ποιητής την προσέγγιση, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο να τον προσεγγίσουν. Κι αν ισχύουν αυτά που σκέφτομαι, αναρωτιέμαι τι είναι που κάνει τον άνθρωπο και όχι τον ποιητή να διστάζει να προσεγγίσει επί της ουσίας τους ανθρώπους, αλλά τους ζητά να τον προσεγγίσουν εκείνοι μέσω του παιχνιδιού του κρυμμένου θησαυρού. Θεωρεί φαντάζομαι ότι σ’ αυτό το παιχνίδι δεν μπορεί να συμμετάσχει ο καθένας και μάλιστα ακόμα πιο περιορισμένος θα είναι ο αριθμός εκείνων που θα φτάσουν μέχρι το τέλος, ανακαλύπτοντας τελικά τον κρυμμένο θησαυρό.

Καταλήγω στα προσωπικό μου συμπέρασμα από το ποίημα:
Το έντονο συγκινησιακά κλίμα που δημιουργείται από το ρόλο, τη συμμετοχή ή εξασθένιση, των αισθήσεων, δημιουργεί μια υπαινιχτικά ερωτική ατμόσφαιρα, καθώς στο ημίφως του δειλινού η όραση παραχωρεί τη θέση της στις κυρίως ερωτικές αισθήσεις, όσφρηση και αφή, ενώ η ίδια επιτρέπει την παραποίηση των δεδομένων ή τη χαλάρωση του σώματος από τις ημερήσιες δραστηριότητες για να περάσει στις νυχτερινές: του απολογισμού κα της αυτοκριτικής. Είναι η ώρα της ξεκούρασης, της επαφής με τους αγαπημένους μας, της επικοινωνίας γενικότερα. Ενώ ο ίδιος ο ποιητής έχει λάβει τα μηνύματά του, είναι έτοιμος να στείλει το δικό του, που δημιουργεί μια ανατροπή: είναι η συνειδητοποίηση ότι δε χωρεί, δεν περιορίζεται η ομορφιά της ζωής σε λέξεις, που δημιουργούν στεγανά και περιορίζουν τη φαντασία και τη σκέψη και του ποιητή και του αναγνώστη.

Το καφενείο του μύθου και της ιστορίας

Απρ 20105

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΗΣ 

Η Ελλάδα: η ιστορία, ο μύθος, η φαντασία και η πραγματικότητα κλεισμένη σε κάμποσα τετραγωνικά μέτρα καλύπτουν  κάθε ελεύθερη επιφάνεια: τοίχους, κολώνες, πάγκους, καρέκλες  ..

Ένα συνονθύλευμα μορφών αποτελούμενο από τόσο  συγκεχυμένα στοιχεία, προερχόμενα  από διαφορετικές εποχές, χώρους και ρόλους, είναι τακτοποιημένα σε ομάδες  και συνθέτουν  ένα αρμονικό σύνολο.

Ανθρωποκεντρικός ο χαρακτήρας του έργου. Στο επίκεντρο της προσοχής του καλλιτέχνη ο άνθρωπος, όχι τα έργα του. Ο άνθρωπος  με το νου και την ψυχή, τη  φαντασία και το συναίσθημα,  την αγωνία και τα όνειρα,  τους στόχους αποθηκευμένα στο τμήμα του σώματος  που στέκεται  πάνω στους ώμους

Με τις ρυτίδες να διαγράφουν τη γραμμή των φρυδιών σκάβοντας βαθιά το μέτωπο…

Με  μάτια λίμνες ατέλειωτες, όπου βάρκα η σκέψη ταξιδεύει σε νερά βαθιά και μερικές φορές άγνωστα …

Με τα χείλη σφιγμένα και αποφασιστικά την ώρα της περίσκεψης και των μεγάλων αποφάσεων…

Με σώματα ελεύθερα πλασμένα από τη φαντασία του καλλιτέχνη εκεί που δε υπάρχει η δέσμευση της πραγματικότητας. Ολόσωμα, εναέρια σε μια γερτή σχεδόν οριζόντια στάση τα πλάσματα της φαντασίας. Σε πορτρέτα  τα πρόσωπα της ιστορίας…

Άραγε ποιος δάσκαλος ευτύχησε να έχε αυτό «τον πιο καλό το μαθητή»;

Τυχερός που ευτύχησε να μιλήσει  μέσα στη καρδιά του μαθητή, να ξυπνήσει  την αγάπη για την ιστορία, να τον ταξιδέψει  στους χώρους «του τότε και του εκεί».

Ένα παιδί που κατάπινε στη μνήμη του ονόματα, πόλεις, χρονολογίες, μάχες, κατορθώματα, άθλους, τα μηρύκαζε  και κάποια στιγμή  έβγαλε μορφές φτιαγμένες στο δικό του καλούπι του μυαλού, όπως θα έλεγε ο Καντ. Από τη ρόγα του πινέλου του πετάχτηκε το χρώμα σα γάλα για να θρέψει τις επόμενες γενιές.

Σε κάθε  πτυχή του μυαλού και της καρδιάς έχει εισχωρήσει ο μύθος και η ιστορία. Από κει διαμορφωμένη η σκέψη -αναπολώντας  το χρόνο που δεν έζησε- ποτέ κατευθύνει το χέρι γεφυρώνοντας την απόσταση των αιώνων κι  ανοίγει ένα συνεχή διάλογο μαζί τους..

Κάθομαι στην καρέκλα με δέος και φόβο μην ακουμπήσω και προσβάλω την ιερή μορφή που εικονίζεται στην πλάτη της. Κοιτάζω απέναντί μου την καρέκλα όπου απεικονίζεται η  αρπαγή της Ευρώπης ..

Το δικό μου ταξίδι στο χρόνο έχει ξεκινήσει…

 

H επόμενη μέρα

Μαρ 201031

“Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ”
“The day after”
Oil on kanvas 40cm X 60cm

Giannis Georgiadis

Με το δικαίωμα που μου δίνει η αυθαίρετη θεωρία μου ότι κάθε δέκτης ενός έργου τέχνης μπορεί να κάνει τη δική του ανάγνωση, επίτρεψε μου, Γιάννη, να διατυπώσω τις σκέψεις που μου δημιουργεί το υπέροχο αυτό έργο σου.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ είναι ο τίτλος του κι εμένα αυτό αμέσως με στέλνει στο παρελθόν και μου ξυπνά μνήμες από τα διαβάσματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Συγκεκριμένα μου θυμίζει Ηράκλειτο, και ειδικά την αγαπημένη μου φράση του: Κάθε μέρα βγαίνει ένας καινούριος ήλιος: αυτός ο ήλιος που εσύ έχεις βάλει κάτω στο κέντρο του πίνακα σε πρώτο πλάνο. Ο ζωοδότης ήλιος που με τις ακτίνες του -την ώρα που ανατέλλει- με τους ανάλογους συνειρμικούς συμβολισμούς δημιουργεί μια αισιόδοξη προοπτική. Το γίγνεσθαι του Ηράκλειτου, η αέναη αλλαγή, μπορεί βέβαια να ερμηνευτεί και με θετικό και με αρνητικό τρόπο: μια αλλαγή μπορεί να είναι θετική ή αρνητική, πάντοτε βέβαια σχετική με όσα προηγήθηκαν.
Αυτό που ενδιαφέρει στον πίνακα είναι η στάση των προσώπων στο αντίκρισμα του ήλιου. Με την πρώτη κιόλας ματιά διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για διαφορικές αντιδράσεις: άλλοι πεσμένοι κάτω, άλλοι με τα χέρια μαζεμένα στο σώμα και άλλοι υψώνοντάς τα ψηλά. Άλλοι μακριά και άλλοι κοντά, άλλοι μεγάλοι και άλλοι μικροί.
Ο χαιρετισμός στον ήλιο και ο συνακόλουθος πανηγυρισμός για τον ερχομό του είναι η πιο θετική υποδοχή του. Η σταύρωση των χεριών στη μέση μού θυμίζει τελετουργικές στάσεις κρητικών νεολιθικών ειδωλίων ή κυκλαδικών ειδωλίων της εποχής του χαλκού: λατρευτική υποδοχή σε στάση ένθεου σεβασμού, καθώς μάλιστα τα χέρια ενώνονται στο σημείο του σώματος που ονομάζεται ηλιακό πλέγμα.
Τα πεσμένα ή καθισμένα στο έδαφος σώματα με μια διαστολή του μήκους του σώματος είναι εκείνα που δέχονται εντονότερα την επίδραση της ηλιακής ενέργειας. Ισοπεδώνονται ή γειώνονται, πέφτουν στο έδαφος, αδύναμα να αντέξουν την ισχυρή ενέργεια, να την αξιοποιήσουν ή να την αφομοιώσουν δηλώνοντας μια έκφραση αδυναμίας ως σε μια ανώτερη δύναμη.Περισσότερα
Η ανθρώπινη γραμμή μακραίνει αποτελούμενη από το μεγάλο ανθρώπινο πλήθος που θα δεχτεί με τη σειρά του τις ευεργετικές ακτίνες. Ήδη αυτές έχουν ζεστάνει τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας και η θερμότητά του έχει διαχυθεί κα στους ίδιους τους ανθρώπους μετατρέποντας το κρύο μπλε στο θερμότερο πράσινο, όπως προέκυψε από την ανάμειξη του θερμού κίτρινου.
Εκείνο που σίγουρα προκαλεί μεγάλη απορία είναι το χρώμα του ίδιου του ήλιου. Δεν είναι το αναμενόμενο κίτρινο ή ροζ ή κόκκινο ή πορτοκαλί. Είναι ο ιδιαίτερος χαρακτηριστικής τόνος του γαλάζιου που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης, όπως αντιλαμβάνεται τα πράγματα με το δικό του ξεχωριστό τρόπο και όχι στη φυσική τους διάσταση. Ένα χρώμα που εκφράζει την προσωπική θεώρηση μέσω μιας νοητικής επεξεργασίας που υπερβαίνει τη συναισθηματική. Η αντίληψη των πραγμάτων είναι το αποτέλεσμα μιας νοητικής επεξεργασίας των πρώτων συναισθηματικών αντιδράσεων που μας προκαλούν τα πράγματα.

Αναζήτηση

Μαρ 201026

“ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ”
“Search”
Oil on kanvas 40cm X 60cm

Giannis Georgiadis

Φιγούρες τυποποιημένες, πανομοιότυποι όγκοι με μικρή διαφορά μεγέθους και απόστασης στους οποίους διακρίνονται μόνο τα κεφάλια, τα πόδια και αμυδρά τα χέρια, σύμβολα του ανθρώπινου είδους.
Τα άτομα κατατάσσονται στην ομάδα του είδους που τα ενώνει ο ίδιος στόχος, ο κοινός χώρος αναζήτησης. Βαδίζουν την ίδια πορεία στο χώρο που στενεύει μπροστά τους στον ορίζοντα, που φαίνεται να περιορίζεται, αντιμετωπίζοντας τις ίδιες αντιξοότητες, σημαίνοντας τα ελλιπή γνωστικά εργαλεία του ανθρώπου να προσεγγίσει το αόρατο που χάνεται στο βάθος.
Τα αφανή χέρια ή που μόλις διακρίνονται από τις τσέπες απηχούν την εύγλωττη αμηχανία του ανθρώπου να χειριστεί με συγκεκριμένες ενέργειες το άγνωστο.
Μια μικρή απόσταση αναπνοής ανάμεσά τους, μια ελαφριά ανισορροπία τοποθέτησης στα δεξιά και αριστερά στο ύψος της χρυσής τομής ανακινεί το θέμα της λεπτής και εύθραυστης ταλάντευσης ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι», στο ίσο και στο άνισο,.
Αγωνιστές στο στίβο του αγνώστου, οδοιπόροι και συνοδοιπόροι, κοντά, σιμά, αλλά και μόνοι. Ομάδα, αλλά και μονάδες. Συμπόρευση, συσπείρωση και συνεργασία, αλλά και μοναχική πορεία. Περισσότερα
Απουσία χαραγμένου δρόμου και πορείας που θα διευκόλυνε τον εντοπισμό του ζητούμενου στο αδιευκρίνιστο υπαρξιακό τοπίο. Έλλειψη στοιχείων κίνησης (βημάτων) όχι όμως και στατική παρουσία, αλλά μια πορεία στο πλαίσιο της οικουμενικότητας και διαχρονικότητας. Η πορεία συνεχίζεται χωρίς να είναι σαφές αν η απόσταση μικραίνει, αν τα βήματα που μετρούν το χώρο ή το χρόνο προσεγγίζουν το στόχο, αν μετριάζουν την αγωνία. Μια αιώνια συνεχιζόμενη και επαναλαμβανόμενη πορεία, όπου δεν αλλάζει ο αγωνιστικός χώρος και το αγώνισμα, παρά μόνο οι αγωνιστές, ο οποίοι δε συναγωνίζονται ούτε ανταγωνίζονται, όπου το αγώνισμα δεν έχει έπαθλο, σίγουρα όμως η εναγώνια προσπάθεια κρύβει μια αγωνιώδη επιδίωξη και υποκρύπτει έντονη συναισθηματική φόρτιση: αγωνία.
Ένα μικρό πλήθος στοχεύει σε μια πλησιέστερη οπτική που προσωποποιεί τον αγώνα και την αγωνία, που αποκαλύπτει την προσπάθεια του καλλιτέχνη να προσεγγίσει και να κατανοήσει με διάθεση συναισθηματικής εγγύτητας, αλλά ταυτόχρονα και απόστασης.
Ένα μάλλον πισώπλατο κοίταγμα του καλλιτέχνη που θα μπορούσε να είναι και κατ΄ ενώπιον, αδιευκρίνιστο πάντως, καθώς ο ίδιος αδυνατεί να εντοπίσει και να ερμηνεύσει τις ξεχωριστές προσωπικές αντιδράσεις καθενός από τα πρόσωπα ή επειδή και ο ίδιος θα μπορούσε να αποτελεί ένα από αυτά τα πρόσωπα.
Εστιάζει αποκλειστικά στην ανθρώπινη πορεία, αγνοώντας ή παραμελώντας, παραμερίζοντας πάντως τα άλλα όντα ή υπονοώντας ότι η εσωτερική αυτή ζήτηση είναι αποκλειστικά προνόμιο και υποχρέωση του ανθρώπου που ταυτόχρονα τον τοποθετεί σε ανώτερη μοίρα.
Η τοποθέτηση σε οριζόντιο και όχι σε κάθετο άξονα υπονοεί ότι δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Το ζητούμενο δεν είναι το συγκεκριμένο, κι αυτό καθιστά την κατάληξη της πορείας δυσκολότερη και αβέβαιο το αποτέλεσμα.
Η ενατένιση ευθεία μπροστά και όχι πλάγια και γύρω, εκτός από την αισιόδοξη θεώρηση, συγκεκριμενοποιεί, οριστικοποιεί, ορίζει και περιορίζει την πορεία, που -παρά την αρχική εντύπωση- καταγράφεται ως διευκόλυνση των αναζητούντων, της ενέργειας και του αποτελέσματος.

Συνύπαρξη

Μαρ 20105

“Συνύπαρξη 3”
“Coexistence 3”
Oil on canvas 40cm X 50cm

Giannis Georgiadis     Ας μου επιτραπεί  να κάνω την προσωπική μου ανάγνωση του υπέροχου αυτού έργου.
Τα σύμβολα δανεισμένα από το φυσικό περιβάλλον εντάσσουν τον άνθρωπο στον κόσμο αυτό με τους ίδιους όρους με τα άλλα όντα. Το σπίτι (η πρακτική βάση της ζωής), η βάρκα (το σύμβολο του ταξιδιού), το ουράνιο τόξο (ο χώρος του ονείρου, των επιθυμιών και των προσδοκιών μας) βρίσκονται γύρω μας.
Καθένας μας κάνει την προσωπική του πορεία αναζήτησης. Βρίσκεται σ΄ ένα περιβάλλον, κάπως σταθερό, το έδαφος, και τείνει στην αναζήτηση του λιγότερο σταθερού και γνωστού, του ουράνιου. Οι ρίζες μας αποτελούν μια στήριξη, αλλά και μια δέσμευση ταυτόχρονα.
Άνθρωποι ερχόμενοι από διαφορετικές κατευθύνσεις, αντίθετες πολλές φορές, με διαφορετικά βιώματα και αρχές, με ανάλογο δυναμικό, πνευματικό και συναισθηματικό (θα μπορούσαμε να επεκταθούμε και σε άλλες κοινωνικές συνιστώσες) τείνουν ο ένας στον άλλο ή έρχονται να συναντηθούν πατώντας γερά καθένας στο έδαφός του. Ανεξάρτητοι, αυτόνομοι, αλλά και ελλειπτικοί και ανολοκλήρωτοι αποζητούν την ένωση και το στήριγμά τους. Στροβιλιζόμενοι στις δίπλες του δέντρου της φυσικής τους υπόστασης στηρίζουν και στηρίζονται χωρίς να υποστηρίζονται. Καθένας πατά στα πόδια του από μόνος του, αλλιώς η προσπάθεια του άλλου να τον στηρίξει θα ήταν αρνητική για τον ίδιο, καθώς θα ανάλωνε το δυναμικό του εκεί, εμποδίζοντας ή καθυστερώντας την προσωπική του εξέλιξη. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εσωτερική πνευματική αυτονομία, που θα αποτελέσει τη βάση μιας υγιούς και απρόσκοπτης ένωσης και συνεργασίας, συνύπαρξης τελικά, όπου το ένα άτομο δεν απορροφά το άλλο, αλλά το ενισχύει. Ο εγκλωβισμός στη συνύπαρξη και η απορρόφηση της ιδιωτικότητας και της ατομικότητας θα σήμαινε την καταστροφή του ζεύγους, καθώς η αδυναμία του ενός θα ανάγκαζε το άλλο άτομο να αναλώσει τις δυνάμεις του για να το στηρίξει ή να παραιτηθεί για να επιβιώσει το ίδιο αναζητώντας άλλη κατεύθυνση, μέσα όμως από την καταστροφή της συνύπαρξης. Η αλληλοστήριξη δίνει τις προϋποθέσεις μιας υγιούς ανθρώπινης πορείας στο πλαίσιο της αναζήτησης του αγνώστου.

Το αθέατο

Σεπ 200929

ΤΟ ΑΘΕΑΤΟ

Δεν είναι δύσκολο το αθέατο
μα θέλει οφθαλμό γυμνό
και δόντι καθαρό να το μασήσεις.
Ακόμη και στο χέρι μας χωρεί
αναμεσός στη διψασμένη αφή
και στις γραμμές της μοίρας.
Ούτε βαρύ ούτε ελαφρύ.
Σαν βότσαλο που σκύψαμε
στη θάλασσα να βρούμε
και το πετάξαμε μ’ορμή
να κρούσει το αιώνιο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΟΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ.

   Το ποίημα  με την απλούστευση της αρχαΐζουσας  φράσης  «γυμνό οφθαλμό» και την κατάληξη  στο λαϊκό ύφος της αργκό «δόντι καθαρό» επιχειρεί μια σύζευξη διαφορετικών υφολογικών επιπέδων, κάνοντας κοινωνούς του ποιητικού μηνύματος ανθρώπους όλων των κοινωνικών και πνευματικών επιπέδων, αφού όλοι είναι μέτοχοι του θέματος.

   Υιοθετεί  μια αισιόδοξη προοπτική , σ’ ένα κλίμα οικειότητας  που επιτυγχάνει  το β’ ενικό πρόσωπο, που προϋποθέτει ότι ο ίδιος έχει κάνει μια προσέγγιση και ήδη έχει διαπιστώσει ευκολία στην πρόσληψή του.

   Ακολουθεί η κυρίαρχη αίσθηση αφή , στην οποία εστιάζεται η πρόσληψη (αναμεσός) . Το χέρι είναι αυτό στο οποίο είναι ανεξίτηλα χαραγμένα τα σημάδια της μοίρας (χειρομαντεία).

Ακολουθεί το ζύγισμα (ψυχοστασία): ούτε βαρύ ούτε ελαφρύ, στα μέτρα των δυνατοτήτων μας , αποφυγή ακραίων επιλογών, το μέτρο του Αριστοτέλη και του Επίκουρου.

   Η ευκολία του αναιρείται στο τέλος με την παραβολή -σύγκριση με θαλάσσιο παιχνίδι. Το παιχνίδι με τους αλλεπάλληλους κυματισμούς τις ώρες της φωτεινής καλοκαιρινής αναψυχής  ξέρουμε  ότι θα οδηγήσει σε σταδιακή εξασθένιση και τελικά σβήσιμο των κυματισμών. Μήπως η ορμή μας να κρούσουμε το αιώνιο (όπως κρούω τη θύρα  για να μου επιτραπεί η είσοδος)  ενέχει και την έννοια της σύγκρουσης ή απόκρουσης ;  Η κρούση αυτή είναι που θα κρίνει  την τύχη μας. Η ορμή με την οποία πετάξαμε  το δικό μας μήνυμα  (κυματισμός που προκαλεί αλληλεπιδράσεις  και επηρεάζει τις επόμενες γενιές) θα κρίνει την τύχη της βολής. 

    Ο  κεντρικός στίχος του ποιήματος, λειτουργώντας  ως άξονας συμμετρίας, περιλαμβάνει τις γραμμές της μοίρας, ένα παράγοντα που είναι αναπόφευκτο ότι  αποτελεί πεπρωμένο  και σαν τείχος χωρίζει την επιθυμία από το στόχο. Και φυσικά δημιουργεί αναπάντητα ερωτηματικά για το αποτέλεσμα της βολής.

     Ο τίτλος βέβαια” α-θέατο” ακυρώνει το αποτέλεσμα της προσπάθειας , δεν ακυρώνει όμως την ίδια την προσπάθεια: σκύψαμε, να βρούμε, πετάξαμε  το ά πληθ. πρόσωπο δηλώνει τη συλλογική προσπάθεια στην οποία εντάσσεται ο αφηγητής.

     Τελικά όλα θα κριθούν από το γυμνό οφθαλμό και το καθαρό δόντι: χωρίς προκαταλήψεις και δογματισμούς , με αγνότητα και καθαρότητα ψυχής εξασφαλίζεις τη σωστή μέθοδο για να μπορέσεις να προσπαθήσεις να δεις αυτό που εξ ορισμού (αθέατο) δε θα καταφέρεις ποτέ να προσεγγίσεις.

     Τότε ποια είναι η αξία της προσπάθειας; Μια μάταιη κίνηση, μια τραγική τυφλή πορεία προς ένα στόχο που δεν ξέρεις καν αν υπάρχει.  Που θα ήθελες να υπάρχει ως φωτεινό ορόσημο για να βρεις νόημα να δώσεις στη ζωή σου, να απαλύνεις το αίσθημα της απελπισίας και της ματαιότητας.

Η ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Ιούλ 200917

Η ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Πας ο ων εκ της αληθείας

ακούει μου της φωνής

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ 37-38

Μπορεί και να ‘ναι απ’ τα γεράνια

που απόψε ο αέρας δε φυσά.

τον μάλωσαν μαζί με το φεγγάρι

και το δυόσμο που πέφτει πάνω

στην αφή.

Τώρα μπορείς πιο ήσυχα ν’ ακούσεις

τον τρόπο που χτενίζονται οι μηλιές

πώς διηγείται  ο αδελφός σου τα’ όνειρό του

πώς το σκυλί το σούρουπο γαβγίζει τ’ όνομά σου.

 

Άκου!

Μη θέλεις όλα να τα γράφεις

δεν κατοικεί η αλήθεια στη γραφή.

 

Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες στο λευκό και μες στο μαύρο

 

Στην εργασία μου θα προσπαθήσω να κατανοήσωτο πρώτο ποίημα Η γραφή και η αλήθεια    της  συλλογής «Μες στο Λευκό και μες στο μαύρο», το οποίο λειτουργεί ως ποιητικές προγραμματικές δηλώσεις της συλλογής.

Αν θέλουμε με λίγα λόγια να συλλάβουμε το νόημα του ποιήματος, θα το αναζητήσουμε στην κατακλείδα, όπου προκύπτει το συμπέρασμα ότι δεν κατοικεί η αλήθεια στη γραφή, και το διατυπώνεται η συμβουλή ή και προειδοποίηση να μην προσδοκά ο αναγνώστης να βρει τα πάντα στη γραφή. Εφόσον δε διαπιστώνω την πρόταση  ενός εναλλακτικού  γλωσσικού  τρόπου επικοινωνίας, εκείνον του προφορικού λόγου, θα πρέπει να υποθέσω ότι ο τρόπος επικοινωνίας που επιλέγεται  είναι η σιωπή, ένας τρόπος που στην πραγματικότητα αναιρεί την ίδια την ανθρώπινη επικοινωνία, αλλά και την ίδια την ποιητική επικοινωνία, εφόσον στις μέρες μας η ποίηση προσλαμβάνεται κυρίως μέσω της ανάγνωσης της γραφής και όχι της ακρόασης μιας απαγγελίας.

Από την άλλη η αποκάλυψη μέρους της αλήθειας και όχι του συνόλου των πληροφοριών μπορεί να οδηγήσει με τη σκόπιμη απόκρυψη στοιχείων. Θα πρέπει να αναζητήσουμε τους πιθανούς λόγους αυτής της απόκρυψης:

·         Την αδυναμία του ποιητή να εκφραστεί μέσω της γλώσσας και μάλιστα της γραπτής που στερείται εξωγλωσσικών και παραγλωσσικών στοιχείων, της λεγόμενης γλώσσας του σώματος και καθίσταται γι αυτό το λόγο ανεπαρκής να αποδώσει σκέψεις ή συναισθήματα, όταν τα λόγια είναι φτωχά, ή όταν θα προϋπέθετε μια συνεχή επικοινωνία ποιητή –αναγνώστη, πομπού και δέκτη στην περίπτωση ασάφειας,

·         Ο ποιητής επιλέγει να κρατήσει μυστικά και κρυφά, μόνο για τον εαυτό του, δεδομένα προσωπικά που δε θέλει να τα μοιραστεί με άλλους, γιατί αποτελούν ιδιωτική περιουσία και άβατο χώρο.

·         Γιατί θέλει να μοιραστεί την αλήθεια του με τον αναγνώστη μέσω ενός υπαινικτικού ύφους, κατά το οποίο ο αναγνώστης καθίσταται τόσο οικείος, ώστε μπορεί να καταλαβαίνει τα μισόλογα ή τους υπαινιγμούς.

·         Ένας ποιητής που απευθύνεται με γραπτό λόγο στους αναγνώστες του και τους δηλώνει ότι δεν πρόκειται να βρουν γραμμένα τα  πάντα, μήπως τους στερεί τα κίνητρα  να ασχοληθούν με την ποίησή του; Μπορεί βέβαια να συμβαίνει κάτι άλλο:  τουλάχιστον θα πρέπει να στραφούν κάπου αλλού ή πρέπει να αναζητήσουν έναν άλλο τρόπο για να λάβουν το μήνυμα.

Μήπως πρέπει να κάνουμε μια διαφορετική ανάγνωση; Μήπως ο ποιητής θέλει να ωθήσει τον αναγνώστη να συμμετάσχει ενεργά στη διαδικασία της ποίησης, ποιώντας κι αυτός το δικό του έργο: της κατανόησης και ίσως τέλος τέλος της εύρεσης της αλήθειας που και οι δυο, ποιητής και αναγνώστης, αναζητούν και που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορούν να την κατακτήσουν; Κατ’ αυτή την έννοια ο ρόλος του αναγνώστη γίνεται ουσιαστικός και συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος  συνεργασίας και συναδέλφωσης, δηλαδή πραγματικής ανθρώπινης επικοινωνίας.

Αυτή είναι βέβαια η κατάληξη του ποιήματος που ξαφνιάζει τόσο, ώστε σε αναγκάζει να ξεκινήσεις από εκεί. Δεν μπορείς όμως να αγνοήσεις ολόκληρο το ποίημα. Ποιες είναι οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη; Αν την αλήθεια δεν την προσεγγίζεις ή έστω δεν την αποκαλύπτεις με τη γραφή, τότε με ποιο άλλο τρόπο; Πρέπει τώρα ως αναγνώστρια να πάρω στα σοβαρά το ρόλο του συνεργάτη – συνερευνητή της αλήθειας σ’ ένα δρόμο όμως που χαράζει ο ποιητής , ψάχνοντας να βρω τα σημάδια που έχει κρύψει εδώ κι εκεί. Κάτι σαν παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού. Καλούμαι  σε μια αποκωδικοποίηση του μηνύματος. Ας παίξουμε το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού λοιπόν. Ας προσπαθήσω να βρω τα κρυμμένα σημεία του κώδικα. Ας προσπαθήσω να τα αναζητήσω βήμα βήμα, λέξη λέξη:

·          ο αέρας δε φυσά, γιατί τα γεράνια σε συνεργασία με το φεγγάρι και το δυόσμο τον μάλωσαν (σαν παιδί που συνηθίζουμε να μαλώνουμε όταν έχει κάνει κάποια  αταξία), οπότε αμέσως αμέσως ο αέρας υποτασσόμενος ως στοιχείο που απευθύνεται στην ακοή έχει υποβαθμίσει την αίσθηση αυτή) 

Τρία στοιχεία επεμβαίνουν ρυθμίζοντας τη σχέση ενός φυσικού φαινομένου, του ανέμου, ενός στοιχείου που προσλαμβάνεται κυρίως με την ακοή. Η υπερίσχυση των στοιχείων αυτών σημαίνει υπεροχή άλλων αισθήσεων

·          τα γεράνια της όρασης κυρίως και δευτερευόντως της  όσφρησης ,

·          το φεγγάρι της όρασης ,

·          το δυόσμο που πέφτει πάνω στην αφή, η   οποία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς μπαίνοντας σε λειτουργία ελευθερώνει και τη δεύτερη δύναμή του δυόσμου, την οσμή, που μέχρι τότε παρέμενε στην αφάνεια, κι αυτές οι δυο αισθήσεις  (αφή και όσφρηση μαζί)  προκαλώντας η μια την άλλη δεν αφήνουν τον άνθρωπο να  τα επιλέξει, αλλά επιβάλλονται ( η αφή και η όσφρηση και με αυτή μάλιστα τη σειρά παρουσιάζονται ως οι κύριες προσλαμβάνουσες αισθήσεις, εξάλλου πάλι το τρίτο στοιχείο βάσει του νόμου των τριών καταλαμβάνει εκτός από μεγαλύτερη έκταση και μεγαλύτερη σημασία)

( δεν μπορώ να μη θυμηθώ το ρόλο των αισθήσεων στον Πειρασμό του Σολωμού).

Συγκεντρώνοντας τα μέχρι τώρα στοιχεία  είναι λοιπόν σαν τρία φυσικά στοιχεία να έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία να πρωταγωνιστήσουν και να κυριαρχήσουν θέτοντας τις ανθρώπινες αισθήσεις σε συναγερμό, αφού έχουν επιβληθεί και περιορίσει  σε βαθμό καταστολής την ακοή, το φύσημα του ανέμου, που θεωρούσαν  ενοχλητικό, γιατί  ο θόρυβός του προκαλούσε μια δυσαρμονία.

Η αποκατάσταση λοιπόν ιδανικού κλίματος ( η σιγή – σιωπή του ανέμου) επιτρέπει στον ίδιο τον άνθρωπο ν’ ακούσει σε πολύ χαμηλά ντεσιμπέλ τον ελαφρύ ήχο που αφήνουν οι μηλιές

·            (μηλιές: δέντρα γένους θηλυκού, δηλαδή καρποφόρα, θυμούμενη τον ορισμό που δίνει ο Φ. Κακριδής στα ονόματα γένους θηλυκού),

·           παραπέμπουν στο γυναικείο φύλο, αναδεικνύοντας ερωτισμό με τη φροντίδα της εμφάνισης «χτενίζονται»

·            το πλήθος τους παραπέμπει σε περιβόλι και θυμίζει τον Κήπο/παράδεισο κι αυτό με τη σειρά του τη χαμένη ευτυχία και αιωνιότητα.

 (να θυμηθώ ότι και στου νεκρού αδελφού η ομορφιά της Αρετής δίνεται μόνο με το χτένισμά της

«στα σκοτεινά την έλουζε, στα άφεγγα τη χτενίζει

 στ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της»

 και πολύ παρακάτω

« ηύρε την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι» )

Κι εδώ και στον Πειρασμό του  Σολωμού  και στο δημοτικό τα γεγονότα διαδραματίζονται/ αναδεικνύονται τη νύχτα, όπου η όραση καταστέλλεται, και η καταστολή αυτή  συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη πρόσληψη του αρώματος  των γερανιών και του δυόσμου

(γενικά το άρωμα μπορούμε να το αισθανθούμε σε όλο του το μεγαλείο μόνο αν (μισο)κλείσουμε τα μάτια μας, αν καταστείλουμε δηλαδή την όραση).

Η νύχτα εξάλλου ως χρόνος περιορισμένης όρασης , σε φυσικές τουλάχιστον συνθήκες, επιτρέπει σε άλλες αισθήσεις να πάρουν το προβάδισμα, όπως συμβαίνει και στους τυφλούς, ουσιαστικά δηλαδή περιθωριοποιείται ο ρόλος του σώματος και κινητοποιείται ο νοητικός μηχανισμός, ο οποίος στο χρόνο που επιλέγεται στο ποίημα βρίσκει το πιο εύφορο έδαφος για να λειτουργήσει. 

Με λίγα λόγια  αυτές είναι οι  ιδανικές  συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος,  και μάλιστα λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας τη χρονική στιγμή, το σούρουπο, δηλαδή  το τέλος μιας μέρας,  το καταλληλότερο για αξιολόγηση, απολογισμό και περισυλλογή. Τότε  μπορείς να δεχτείς μηνύματα από  ένα πρόσωπο αναλόγου ηλικίας/ ισοτιμίας στην οικογενειακή ιεραρχία, αλλά και με παραπομπή στη συναδέλφωση. Αλλά και από άλλα όντα δέχεσαι μηνύματα κατώτερα από τα ανθρώπινα, ζώα,  που όμως εξισώνονται και ανεβαίνουν στην κλίμακα της επικοινωνίας, καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου ζώου αποτελεί σύμβολο πίστης, φροντίδας και αφοσίωσης

(να μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος κι ο μόνος που αναγνώρισε τον Οδυσσέα χωρίς κανένα  αναγνωριστικό σημάδι μετά από είκοσι συναπτά χρόνια απουσίας  ήταν ο σκύλος του- τι δυνατό χαστούκι αλήθεια στη ματαιοδοξία και στον εγωισμό του ανθρώπου). Έτσι διαπιστώνεις ότι άνθρωποι ζώα και φυτά, καθώς και τα στοιχεία της φύσης ζουν στο ίδιο σύστημα που υπακούει στους ίδιους νόμους γέννησης και φθοράς, όπως πικρά απαντά στην έπαρση του Διομήδη ο Γλαύκος, στο πεδίο της μάχης, στο χώρο δηλαδή που ακούς στο σβέρκο σου  την ανάσα του θανάτου,  όπως παρατηρείται σε άλλο ποίημα:

«που μίλησε για φύλλα και γι ανθρώπων γενεές».

Ξανασυγκεντρώνω τα στοιχεία μου. Για να επιτευχθεί η εσωτερική επικοινωνία, για να λάβει ο άνθρωπος τα μηνύματα από το περιβάλλον του σε όλο το εύρος πρόσληψης των αισθήσεων, απαιτείται σιωπή και αυτοσυγκέντρωση. Αφού λοιπόν σε αυτό το ευνοϊκό κλίμα ολοκληρωθεί η διαδικασία του εσωτερικού διαλόγου (ή μονολόγου;) ο ποιητής είναι έτοιμος  να στείλει  το μήνυμά του απευθυνόμενος στην ακοή των δεκτών σου. Μάλλον προϋποθέτει ότι μόνο σε ένα ανάλογο κλίμα μπορεί να γίνει δεκτό  χρησιμοποιώντας το ρήμα της ακοής, ενώ προηγουμένως την έχει θέσει στο περιθώριο:   ισχυρή αντίθεση που φτάνει στο παράλογο και οξύμωρο: ενώ θεωρεί ιδανικό περιβάλλον εκείνο της απομόνωσής του («βάζοντας» τους πάντες να απουσιάζουν) και εκμεταλλεύεται τις ευνοϊκές συγκυρίες των στοιχείων της φύσης  για την αυτοσυγκέντρωσή του,  αξιώνει να στείλει το ποιητικό μήνυμα ακουστικά, «άκου»,  μέσω της γραφής, η οποία αναγκαστικά στις μέρες μας προσλαμβάνεται μόνο οπτικά (πρόκειται για ένα συναρπαστικά παράλογο συνδυασμό των αισθήσεων). Το μήνυμα που στέλνεται είναι λακωνικό: το  μόνο που ζητείται ν’  ακουστεί είναι  η δήλωση να μην περιμένει ο αναγνώστης να τα βρει όλα γραμμένα.

Αυτό  σημαίνει ότι ο μοναδικός τρόπος πρόσληψης μηνυμάτων δεν είναι η ποίηση ή τουλάχιστον η ποίηση  δεν μπορεί να τα χωρέσει/αποκαλύψει όλα;  Καθημερινά διαπιστώνουμε ότι ούτε με τον προφορικό ούτε ακόμα περισσότερο με το γραπτό λόγο δεν μπορούμε να μεταδώσουμε τη δύναμη των σκέψεων και πολύ λιγότερο των αισθημάτων μας. Έτσι,  ο ποιητής απευθύνεται στους μεμυημένους στον κώδικα της αλήθειας, όντας σίγουρος ή τουλάχιστον ελπίζει ότι αυτοί τουλάχιστον  θα συλλάβουν το μήνυμα:  αξιοποιώντας το πλούσιο θρησκευτικό λεκτικό του οπλοστάσιο προτάσσει ως μότο «Πας ο ων εκ  της αληθείας ακούει μου της φωνής».

Να θεωρήσω λοιπόν ότι χρησιμοποιείται  ένας μυστικός κώδικας επικοινωνίας και μάλιστα αξιώνεται  από τον αναγνώστη να τον γνωρίσει μόνος του προκειμένου να αποκωδικοποιήσει  το ποιητικό μήνυμα, και να μην τα περιμένει όλα από τον ποιητή στο πλαίσιο της φιλοσοφικής αναζήτησης και της ποιητικής συνεργασίας. Σε αυτό τον αναγνώστη απευθύνεται ζητώντας να τον καταλάβει με αυτό τον τρόπο. Δεν επιχειρεί ο ποιητής την προσέγγιση,  αλλά υποδεικνύει τον τρόπο να τον προσεγγίσουν. Κι αν ισχύουν αυτά που σκέφτομαι, αναρωτιέμαι τι είναι που κάνει τον άνθρωπο και όχι τον ποιητή να διστάζει να προσεγγίσει επί της ουσίας  τους ανθρώπους, αλλά τους ζητά να τον προσεγγίσουν εκείνοι μέσω του παιχνιδιού του κρυμμένου θησαυρού. Θεωρεί φαντάζομαι ότι σ’ αυτό το παιχνίδι δεν μπορεί να συμμετάσχει ο καθένας και μάλιστα ακόμα πιο περιορισμένος θα είναι ο αριθμός εκείνων που θα φτάσουν μέχρι το τέλος, ανακαλύπτοντας τελικά τον κρυμμένο θησαυρό.

Καταλήγω στα προσωπικό μου συμπέρασμα από το ποίημα:

Το έντονο συγκινησιακά κλίμα που δημιουργείται από το ρόλο, τη συμμετοχή ή εξασθένιση, των αισθήσεων, δημιουργεί  μια υπαινιχτικά ερωτική ατμόσφαιρα, καθώς στο ημίφως του δειλινού η όραση παραχωρεί τη θέση της στις κυρίως ερωτικές αισθήσεις, όσφρηση και αφή, ενώ η ίδια επιτρέπει την παραποίηση των δεδομένων ή τη χαλάρωση του σώματος από τις ημερήσιες δραστηριότητες για να περάσει στις νυχτερινές: του απολογισμού κα της αυτοκριτικής. Είναι η ώρα της ξεκούρασης, της επαφής με τους αγαπημένους μας, της επικοινωνίας γενικότερα. Ενώ ο ίδιος ο ποιητής  έχει λάβει τα μηνύματά του, είναι έτοιμος να στείλει το δικό του, που δημιουργεί μια ανατροπή: είναι η συνειδητοποίηση ότι δε χωρεί, δεν περιορίζεται η ομορφιά της ζωής σε λέξεις, που δημιουργούν στεγανά και περιορίζουν τη φαντασία και τη σκέψη και του ποιητή και του αναγνώστη.

Μες στο λευκό και μες στο μαύρο

Ιούλ 200915

Μες στο λευκό και μες στο μαύρο

 

Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο

 

Χ

Είναι το  άγγιγμα που θέλει

 η ομορφιά

είναι το φίλημα που γίνεται

στον κήπο                                                                                                                                

 είν’ το θρινάκι που μιλάει

με τα στάχυα

πριν τα σηκώσει και τα δώσει στο βοριά.

 

Μες σ’ ένα αλώνι που γυρίζει διαρκώς

χιλιάδες χρόνια

χιλιάδες κόκκοι που ‘πεσαν στη γη

να πατηθούν και να βλαστήσουν.

 

Όλα κυλούν μες σ’ ένα δάκρυ καθαρό

                                                                      Δ. Π.

 

 

   Το κείμενο μονολογώντας φιλοσοφικά  ανακινεί τον οικουμενικό και διαχρονικό διάλογο  για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο «που του δόθηκε» να ζήσει, παρακάμπτοντας ή  εκμηδενίζοντας την ελευθερία και τη βούλησή του, τοποθετώντας τον σ’ ένα προδιαγεγραμμένο πλαίσιο, αποκαλύπτοντας την τραγικότητα της ύπαρξής του.  Στο ποίημα οι  φιλοσοφικές απόψεις  ειδικότερα περιστρέφονται ή στροβιλίζονται γύρω από τη συμβολική ενέργεια της αγροτικής εργασίας του λιχνίσματος, που αποτελεί την τελική φάση ολοκλήρωσης του ετήσιου κύκλου της δημιουργίας, η οποία  ξεκινώντας  από το σπόρο που πέφτει με τη σπορά μέσα στη γη καταλήγει πάνω στη γη με το λίχνισμα.

 

Η πρώτη μας διαπίστωση κατά την ανάγνωση είναι η στενή σχέση με τη φύση,  η καλή γνώση της αγροτικής ζωής,, η αξιοποίηση των συμβολισμών της. Το λίχνισμα για λόγους πρακτικής αναγκαιότητας  συμβαίνει κατά το  χρόνο του απογεύματος,  αφού έχει προηγηθεί η προτελευταία φάση,  το αλώνισμα, και συμβολικά αντιστοιχεί στην καμπή της ζωής. Τα αλώνια βρίσκονταν σε επιλεγμένα μέρη, ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν τη δύναμη του ανέμου, του οποίου η ένταση ενισχύεται το απόγευμα.  Ο βοριάς και όχι άλλος  άνεμος, ο πιο ισχυρός σε ένταση,  είναι αυτός που μπορεί να παρασύρει τα άχυρα και να διαχωρίσει τον καρπό (στάχυα).

  Αυτή η διαδικασία του λιχνίσματος γίνεται μια πράξη τρυφερή και ομιλητική, επικοινωνίας (κατά Δ. Ν. Μαρωνίτη) συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής. Όμως με μια αίσθηση απροσδόκητου, διάψευσης και ανατροπής, η ώρα της ολοκλήρωσης της φυσικής πορείας και διαδρομής, της δικαίωσης και συνειδητοποίησης,   καταλήγει  σε μια ώρα πικρή:  ενώ ο άνθρωπος περίμενε  την πληρωμή, ενώ θεωρούσε τον εαυτό του κυρίαρχο πρόσωπο σ’ αυτή τη διαδικασία του κύκλου που διήνυσε ο σπόρος,  αποδεικνύεται ότι είναι και ο  ίδιος ένα παθητικό πρόσωπο, ένα πρόσωπο  πάσχον.

Το αλώνι  με το κυκλικό  σχήμα του συμβολίζει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου,  την ανακύκλωση των στοιχείων, καθώς κάθε στοιχείο στην περιφέρεια του κύκλου σηματοδοτεί ταυτόχρονα  την αρχή και το τέλος του. Έτσι όταν φτάσεις στο σημείο από το  οποίο έχεις ξεκινήσει έχεις πραγματοποιήσει το σκοπό σου (τέλος), αλλά η πραγματοποίηση αυτή είναι και το τέλος = τέρμα. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την ετυμολογία της λέξης που παραπέμπει στην καταστροφή, από το αρχαίο αλίσκομαι. Από την ετυμολογία του αλωνιού από το  αλίσκομαι προκύπτει το δάκρυ, καθώς  και από τη διαπίστωση ότι αυτή η αδιάκοπη ροή και ανακύκλωση (τα πάντα ρει) συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του και δυστυχώς ουκ αν εμβαίης δις εις τον αυτόν ποταμόν. Ο άνθρωπος έχει ελάχιστο κυματισμό στον αιώνιο κύκλο της ροής.

Το θρινάκι που μιλάει είναι  η πιο καθοριστική στιγμή του ξεκαθαρίσματος. Ως τρίτο στοιχείο του ποιήματος (φίλημα, άγγιγμα, θρινάκι) μέσω του νόμου των τριών εστιάζει στην ανώτερη, έσχατη και ως εκ τούτου τελευταία κίνηση: μας τοποθετεί στο τέλος , στα άκρα, στην περιφέρεια, και όχι στο κέντρο. Η αρχαία άλως, ως κεντρικό τμήμα  του γυναικείου στήθους,  συνειρμικά λειτουργεί βέβαια και ως ζωοποιός δύναμη με τη διαδικασία  του θηλασμού, υπενθυμίζοντάς μας τις μινωικές θεές της γονιμότητας. Η ζωογόνος δύναμή της όμως δεν είναι αρκετή να συντηρήσει τη ζωή, καθώς αυτή έχει ολοκληρώσει την πορεία  και έχει φτάσει στο τέλος της.   Επομένως αποκλείεται η δυνατότητα ερμηνείας του αλωνιού ως πηγή και κέντρου συντήρησης της ζωής.

Έτσι η ομορφιά που παρουσιάζουν οι δυο πρώτοι στίχοι,  που οδηγεί στην ερωτική ατμόσφαιρα των δύο επόμενων (άγγιγμα, φίλημα (ο έρωτας είναι σημαντικός σταθμός στην πορεία  της ζωής, εφόσον συμβάλλει στη συνέχιση της ζωής) και καταλήγει στη στιγμή της κάρπωσης, ενώ θα έπρεπε να δίνουν μόνο χαρά, αντίθετα καταλήγουν  στην πικρή διαπίστωση ότι ολοκληρώνεται για μια ακόμη φορά ένας κύκλος ζωής κι αυτή η συμπλήρωση και ολοκλήρωση/ τελείωση/σκοπός/ τέλος/ τέρμα δεν είναι η κορύφωση που περιμέναμε, η δικαίωση, αλλά αναγκαστικά συνοδεύεται από τα πικρά συναισθήματα της απώλειας.

Πολλά εκφραστικά  στοιχεία (ανοδική κίνηση,  νόμος των τριών, κλιμάκωση) χρησιμοποιούνται για να τονίσουν την κατάληξη της ανθρώπινης διαδρομής, που συμβαδίζει με τη διάψευση και τη ματαιότητα του επίγειου:  παρά τις καλές προσπάθειες και όλες τις ευοίωνες προοπτικές αποκαλύπτεται η αδυναμία του ανθρώπου να διαχωρίσει  την τύχη του από εκείνη των υπόλοιπων δημιουργημάτων της φύσης:  ένας μικρός κόκκος στο αλώνι και ο ίδιος, ασήμαντος, που τον περιμένει η ίδια τύχη με εκατομμύρια άλλους, και όχι ο σπουδαίος και ο ξεχωριστός, όπως αρχικά πίστευε.

Ένα ζουμ- κοντινό πλάνο  στη στιγμή που ο άνθρωπος θέτει τη τελευταία πινελιά  του έργου του και είναι έτοιμος να σταθεί στην άκρη περήφανος για το κατόρθωμά του. Ύστερα ο ποιητικός φακός απομακρύνεται σ’ ένα ολοένα και μακρινότερο πλάνο : από το θρινάκι βλέπει το αλώνι και μετά με μια ιλιγγιώδη πορεία στον παρελθόντα χρόνο (χιλιάδες χρόνια), που προκαλεί υπαρξιακή ζάλη, σταματώντας σε πολύ κοντινά πλάνα  (στους σπόρους που πατήθηκαν), αυτή η ισχυρή αντίθεση  κοντινού και μακρινού, γενικού και μερικού, ατομικού και συνολικού , ύπαρξης και ουσίας αφήνει τον παρατηρητή –  αναγνώστη ζαλισμένο και απελπισμένο στην ασημαντότητά του, άλαλο, άφωνο, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια λέξη  για να διαμαρτυρηθεί ούτε να υψώσει τον τόνο της φωνής του ή τα χέρια του σε μια επανάσταση . Η αθόρυβη, σιωπηλή αποδοχή/  εξωτερίκευση του εσωτερικού πόνου καθίσταται μια ροή δακρύων, όπως η αιώνια ροή των γεγονότων του Σκοτεινού Εφέσιου που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Το ποτάμι κυλά και θα κυλά αιώνια, μόνο που δεν μπορείς να μπεις  παρά μια και μοναδική φορά στα νερά του. Ο ποταμός αυτός αποδεικνύεται τελικά ένας ποταμός δακρύων, ένας Κωκυτός, οριακός στη σχέση ζωής και θανάτου, εφόσον οδηγεί στη συνειδητοποίηση της τραγικής μοίρας του ανθρώπου, που ανακαλύπτει ότι  δεν είναι το σπουδαίο και  ξεχωριστό  δημιούργημα, το πεφωτισμένο ον, αλλά ένα ον όπως όλα τα άλλο που υπακούει στους ίδιους νόμους φθοράς και μάλιστα αθώος και ακόμα χειρότερα με συνείδησή της τραγικότητας του.

Το θρινάκι, το όργανο της εργασίας, σε σχήμα συνεκδοχής εστιάζει την προσοχή μας στο όργανο αντί στην  ίδια την εργασία  που προϋποθέτει δρων πρόσωπο,  απενοχοποιώντας έτσι την  πρόθεση και την ευθύνη του.  Στο 8στιχο κυριαρχούν τα ονόματα φωτογραφίζοντας στιγμιαίες, άχρονες ενέργειες  (άγγιγμα, φίλημα) και το όργανο των εργασιών (θρινάκι) που υποθέτουμε ότι χειρίζεται ο άνθρωπος, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος εμπλέκεται στη διεργασία του. Στο 4στιχο κυριαρχούν τα ρήματα σε χρόνο που τονίζει τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες ενέργειες που υφίστανται (παθητική σύνταξη) τα περιεχόμενα του αλωνιού.  Ενώ θα περιμέναμε η ανθρώπινη παρουσία να κινεί τα νήματα στο χώρο αυτό, η απουσία ενεργητικού ρήματος και η δήλωση της παρουσίας του μέσω ονομάτων που ενέχουν μια στατικότατα και επομένως διαχρονικότητα, μαζί με τον τελευταίο στίχο, όπου το δάκρυ βρίσκεται έξω από τον έλεγχό του επιβεβαιώνουν  την αδυναμία του ανθρώπου  όχι να παρέμβει και ν’ αλλάξει τα γεγονότα, αλλά να διαμαρτυρηθεί καν, αφού κι αυτό ακόμα είναι μάταιο και άσκοπο.

Ο τελευταίος στίχος με την παρήχηση των υγρών συμφώνων (2 λ όλα κυλούν,  δάκρυ καθαρό) ζωντανεύει  παραστατικά  την εικόνα και τον ήχο της ροής των δακρύων. Ο άνθρωπος είναι τραγικά αθώος, θύμα αυτής της αέναα επαναλαμβανόμενης διαδικασίας που τον συμπαρασύρει χωρίς να τον ρωτά και χωρίς να τον λαμβάνει υπόψη του, εφόσον δε διαφαίνεται ούτε λάθος ούτε αμαρτία ούτε ύβρις.  Χωρίς κανένα επιλήψιμο σημείο εκ μέρους του ανθρώπου που συμμετέχει σ’ αυτό τον αιώνιο κύκλο, χωρίς  καμιά ευθύνη,  το δάκρυ του κυλά καθαρό, όχι όμως και εξαγνιστικό. Η κάθαρση  ως το τελευταίο στάδιο αυτής της αιώνιας τραγωδίας σκόπιμα απουσιάζει καθιστώντας τραγικότερη την τραγωδία χωρίς λύτρωση. Το δάκρυ είναι βουβό χωρίς θεατές να συγκινήσει,  εφόσον όλοι είναι ταυτόχρονα ηθοποιοί και θεατές, παρακολουθούν και βιώνουν το αιώνιο δράμα τους. Η ελπίδα είναι απούσα,  καθώς τόσες χιλιάδες χρόνια κανείς από μηχανής θεός δεν μπόρεσε να δώσει λύση στο πανάρχαιο δράμα. 

Η ανοδική κίνηση που εικονοποιείται με το θρινάκι προϋποθέτει με το φυσικό νόμο της βαρύτητας την καθοδική πορεία, την αντίστροφή της. Η άνω και η κάτω οδός μία και ωυτή του Ηράκλειτου, οι δύο αντίθετες εκδοχές της ίδιας ενέργειας συμπληρώνοντας η μια την άλλη ολοκληρώνουν τον κύκλο της δημιουργίας και της φθοράς καταλήγοντας στην παλίντροπο αρμονία, αφανή και ως εκ τούτου μυστήρια, την οποία ο άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να αποτρέψει ή να ανατρέψει.

Η ομορφιά και ο έρωτας οδηγούν σε μια πορεία τελείωσης, που είναι ο τερματισμός της πορείας, και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες της αιώνιας κάρπωσής τους είναι μια ματαιοπονία που συνειδητοποιεί κανείς μόνο στο τέλος ή όταν προσπαθήσει να δει συνολικά τη διαδικασία του κύκλου, όταν θέλει να κάνει ένα γενικό απολογισμό, μια σφαιρική θεώρηση αναζητώντας τη θέση του στο χώρο και στο χρόνο και συνακόλουθα το νόημα της παρουσίας του, τις δυνάμεις που κινούν την ύπαρξή του, τα όρια της ελευθερίας του, τις δυνατότητας επιλογών του. Ο αποκλεισμός μιας δεύτερης δυνατότητας , μιας επανέναρξης της κυκλικής πορείας θα μπορούσε βέβαια να σκεφτεί κανείς ότι θα έκανε πιο ουσιαστική την εδώ παραμονή μας, με την προϋπόθεση ότι αποδέχεται τον παθητικό ρόλο του ανελεύθερου επιλογέα, του κινούμενου εντός πεπερασμένου χώρου με πεπερασμένες δυνατότητες  που αναρωτιέται αν έχει άραγε την ικανότητα να αναζητήσει και να βρει μια ικανοποιητική απάντηση  ή θα είναι ένα τραγικό παιχνίδι τυφλόμυγας , όπου το μαντίλι δεν πρόκειται να αφαιρεθεί ποτέ από τα μάτια.

Η ομορφιά και ο έρωτας είναι το δέλεαρ, το δόλωμα που  σε θέτουν και σε συγκρατούν εντός τροχιάς, πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποιείς την παγίδα, το δόκανο στην οποία βρίσκεσαι, χωρίς παραμυθία. Σαν παγιδευμένο ζώο  οι κινήσεις σου περιορίζονται στο χώρο και το χρόνο όπου αλώνεται ή αναλώνεται ή καθηλώνεται η ζωή σου.

Η σιωπηλή αντίδραση του βουβού κλάματος, όπου ο λόγος και η λογική απουσιάζουν, επισφραγίζουν την προσυπογραφή της αδυναμίας, ισοπεδώνουν τη βούληση αντίστασης, σοκάρουν με τον αιφνιδιασμό της ιλιγγιώδους πτώσης από τον αλαζονικό θρόνο του ισχυρού στο σκοτεινό βάραθρο της αδυναμίας ανόδου.

Ο άνθρωπος έχασε τον αγώνα αμαχητί αθωράκιστος απέναντι σε μια άγνωστη δύναμη που όρισε τους κανόνες του παιχνιδιού παρασύροντας και εξαπατώντας , αποκρύπτοντας την αλήθεια που συνήθως καθυστερείς να εντοπίσεις ή να συνειδητοποιήσεις, αλλά ακόμα και τότε είσαι ανίσχυρος, απλά τραγικότερος.

Όταν η ποίηση γίνεται ένας χώρος πραγματικά ποιητικός =δημιουργικός στο πλαίσιο της ανθρώπινης ζωής και φίλα διακείμενος μαζί της , όπως φιλική είναι η σχέση της με το λόγο και τη γνώση, ο ποιητής γίνεται φιλόλογος ταυτιζόμενος νοηματικά με το  φιλόσοφο. Κι αν θέλουμε να επιμείνουμε ή να εμμείνουμε στη σχέση με το Λόγο, όπως την είδε ο Εφέσιος φιλόσοφος, με την οπτική του οποίου βλέπω να συμβαδίζει η φιλοσοφική οπτική του κειμένου, ο λόγος αποτελεί  το όλον στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το μέρος, η ανθρώπινη μονάδα, ή και  το ανθρώπινο είδος ως μονάδα, χωρίς ίσως τη δυνατότητα -εξαιτίας αυτής της μερικότητας και της περιαγωγής του μέσα στο όλον- να έχει την εποπτεία και τη συνολική θεώρηση, γι αυτό ίσως  απουσιάζει  επαρκής και  ασφαλής εξήγηση του είναι ή του γίγνεσθαι.

 Το κείμενο σε μια διαλεκτική σχέση με το χρόνο εντός της ομάδας ποιημάτων όπου εντάσσεται (Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο) έρχεται να τοποθετηθεί ομιλητικά μαζί τους,  να συνυπογράψει τον αγώνα και την αγωνία του με το ανθρώπινο γένος  στο πλαίσιο του χρόνου που κυλά ερήμην του, να συνυπογράψει την τύχη του και να  θέσει τον εαυτό του και το δέκτη – αναγνώστη στο πλαίσιο της ανθρώπινης περιορισμένης κυκλικής κίνησης όπου τα όρια του είναι πεπερασμένα και στον οποίο βρίσκεται πολιορκημένη η ζωή μας. Όσο παραμένουμε εντός κύκλου και τροχιάς η μοίρα είναι προκαθορισμένη χωρίς περιθώριο επιλογής. Τότε λογικά   η μόνη διέξοδος που διαφαίνεται είναι η φυγή από τον κύκλο και ο εκτροχιασμός, η εκτόξευση ή διαφυγή από τη γήινη και υλική τροχιά. Αυτό όμως ίσως απαιτεί μια τολμηρή έξοδο που προϋποθέτει αρκετό ρίσκο: την  κίνηση  στον άγνωστο χώρο εκτός του κύκλου. Εφόσον φιλοσοφία, αν δεχτούμε αυτή την ερμηνεία, εμπεριέχει μια θεωρητική και μια έμπρακτη εκδοχή, από το κείμενο προκύπτει ένα προκλητικό ερώτημα:  αν θα κινηθούμε στα γνωστά ορισμένα πεπερασμένα όρια όπου βρίσκεται πολιορκημένη η  ζωής μας από την αλαζονεία της  λογικής θεώρησης που χαρακτηρίζουμε ασφάλεια,  ή θα τολμήσουμε να αφήσουμε το στέρεο έδαφος που απαιτεί η λογική μας και να ταξιδέψουμε στον ανασφαλή άπειρο χώρο όπου δεν υπάρχουν αποδείξεις και πιστοποιητικά, όπου η είσοδος είναι ελεύθερη για τους τολμηρούς ή ριψοκίνδυνους της σκέψης και μοναδικό διαβατήριο είναι η βούληση της απόφασης.

Το  σολωμικό αλωνάκι της πολιορκημένης από εσωτερικούς και εξωτερικούς περιορισμούς  ζωής μας επιδέχεται, αν δε θέλουμε να υπογράψουμε το φιλοσοφικό μας θάνατο,  ως μόνη λύση μια τολμηρή και ριψοκίνδυνη έξοδο.

   Αν στο αλώνι δεν υπάρχει άλως, αλλά καραδοκεί η άλωση, τότε θα πρέπει να διερωτηθούμε αν και τι υπάρχει εκτός κύκλου. Να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε αν θα παραμείνουμε εντός κύκλου με πιστοποιημένη την άλωση ή θα αιωρηθούμε εκτός κύκλου στον άγνωστο χώρο του απείρου.

Αν οι δυνάμεις εντός κύκλου είναι άγνωστο  από πού ορίζονται και πώς επιδρούν με μόνο σίγουρο ότι στερούν τα όρια της ελευθερίας μας , τι  περιθώρια αφήνει άραγε ο υπερβατικός χώρος έξω από τον κύκλο; Η υπέρβαση μιας φιλοσοφικής εξόδου ως παραλογισμός που στηρίζεται σε αυθαίρετες υποθέσεις εξασφαλίζει στον άνθρωπο τουλάχιστον την ελπίδα ενός κόσμου ιδεατού χωρίς τα στίγματα που χαρακτηρίζουν την επίγεια ζωή μας. Ακροβατώντας στο αθέατο και στο άρρητο, το αναπόδεικτο, κερδίζουμε τη σιγουριά απλώς της ελευθερίας της σκέψης μας και όχι της ζωής μας. Αυτή είναι τελεσίδικα περιορισμένη από εσωτερικούς ή εξωτερικούς πολιορκητές, χωρίς  ελπίδα, ασφάλεια και παρηγοριά. Ανοίγοντας τυφλά νοητικά βήματα στο ανεξερεύνητο φιλοσοφικό διάστημα, ανοίγουμε ίσως ένα παράθυρο στο μέλλον του ανθρώπου. Από την άλλη το μόνο παρήγορο που μένει να κάνουμε  είναι να σφίξουμε το χέρι του συνοδοιπόρου μας και να μοιραστούμε τις ανησυχίες μας συνεχίζοντας το ταξίδι στο απέραντο αρχιπέλαγος το κατάστικτο με τα νησιά των φιλοσοφικών μας απόψεων εκτονώνοντας την επιθυμία μας για την αναζήτηση της αλήθειας,  που δε θα  περιορίσει την ακόρεστη δίψα της γνώσης, αλλά θα κάνει πιο πλούσιο το συμπόσιο.



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων