>το σπήλαιο της Ειλειθυίας

Απρ 201010

>
Η σπηλιά βρίσκεται 7 χιλιόμετρα ανατολικά από το Ηράκλειο, κινούμενοι από την εθνική οδό Ηρακλείου – Αγίου Νικολάου προς το χωριό Ελιά. Από τον κόμβο Καρτερού, μια δεξιά παράκαμψη του δρόμου οδηγεί σ’ αυτό. Βρίσκεται σε απόσταση 1χλμ. Ν. της Αμνισού στην πλαγιά ενός λόφου.

Το σπήλαιο αναφέρεται από τον Όμηρο και τον Στράβωνα Ανακαλύφθηκε στο τέλος του περασμένου αιώνα και στους ντόπιους ήταν γνωστό ως Νεραϊδόσπηλιος. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε από τον Ι. Χατζηδάκη to 1885, ο οποίος το ταύτισε με το Ομηρικό σπήλαιο λατρείας της θεάς των τοκετών Ειλειθυίας. Οι ανασκαφές υπό τον Μαρινάτο κατά τα έτη 1929-1938 πιστοποιούν την χρήση του κατά την Νεολιθική, Πρώιμη, Μέση και Ύστερη Μινωική και Γεωμετρική περίοδο.

Η ανάπτυξη του είναι επιμήκης με κατεύθυνση Α-Δ και η είσοδος του βρίσκεται στα ανατολικά. και μέγιστες διαστάσεις 64 x 9 x 4,5.Το συγκεκριμένο σπήλαιο ξεκίνησε ως τόπος διαμονής προϊστορικών ανθρώπων, ενώ κατά την 3η χιλιετία εξελίχθηκε σε τόπο μινωικής λατρείας. Από τότε συνέχισε τη διαχρονική πορεία του μέχρι και τον 5ο – 6ο αι. μ.Χ. Αποτελεί έναν από τους ιερότερους θρησκευτικούς τόπους, καθώς κατάφερε να επιζήσει δύο πολιτισμών (μινωικός, ελληνικός) και τριών θρησκειών (μινωική, μυκηναϊκή, δωδεκάθεο του Ολύμπου) και να διατηρήσει τη σπουδαιότητά του.

Eσωτερικά υπήρχε ορθογώνιο δωμάτιο (”θυρωρείο σπηλαίων”) και ένας ορθογώνιος περίβολος ο οποίος περικλείει κυλινδρικούς σταλαγμίτες (βωμός ή σηκός;). Η ”Πλατεία των βωμών” βρίσκεται ακριβώς έξω από το σπήλαιο και χρησίμευε πιθανόν για τελετουργικούς σκοπούς. Εδώ αποκαλύφθηκαν κτήρια του 14ου-13ου αι. π.X. που ερμηνεύτηκαν από τον ανασκαφέα ως κατοικίες ιερέων.
Το σπήλαιο είναι όμορφο με σταλακτιτικό διάκοσμο, κολόνες και λιμνούλες. Στο κέντρο περίπου του σπηλαίου, υπάρχει ορθογώνιος βωμός γύρω από δύο κυλινδρικούς σταλαγμίτες που μοιάζουν με τις μορφές ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ανάμεσά τους βρέθηκαν τόσα πολλά φυλαχτά, που πολλοί υποστηρίζουν πως θα πρέπει αυτά να παράγονταν μέσα στο σπήλαιο.

Στο σπήλαιο ασκήθηκε λατρεία από τη Νεολιθική εποχή μέχρι και τον 5ο π.Χ. αιώνα. Το σπήλαιο είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα λατρείας, αφιερωμένο στη θεά προστάτιδα των τοκετών και κόρη της Ήρας, Ειλειθυία (από το ρήμα ελεύθω = έρχομαι, φέρω, μετοχή εληλυθία = η ερχόμενη προς βοήθεια). Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ειδώλια γυναικών σε στάση τοκετού, ενώ θηλάζουν ή δέονται, ειδώλια ζώων, νεολιθικά όστρακα και εργαλεία.Η λατρεία της θεάς ήταν έργο των γυναικών. Πριν από την κρίσιμη ώρα του τοκετού, αλλά και μετά τη γέννηση του παιδιού, της αφιέρωναν εσθήτες και πέπλους, και στεφάνωναν το άγαλμά της με δίκταμο (φυτό που σχετιζόταν με την μαίευση)
http://www.panoramio.com/user/1832830/tags/Eilithias%20cave

Hom. Od. 19 , 185-189
185ἔνθ᾽ Ὀδυσῆα ἐγὼν ἰδόμην καὶ ξείνια δῶκα.
καὶ γὰρ τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο,
ἱέμενον Τροίηνδε παραπλάγξασα Μαλειῶν:
στῆσε δ᾽ ἐν Ἀμνισῷ, ὅθι τε σπέος Εἰλειθυίης,
ἐν λιμέσιν χαλεποῖσι, μόγις δ᾽ ὑπάλυξεν ἀέλλας.

Strabo, Geography book 10, chapter 4:
[8] Μίνω δέ φασιν ἐπινείῳ χρήσασθαι τῷ Ἀμνισῷ, ὅπου τὸ τῆς Εἰλειθυίας ἱερόν. ἐκαλεῖτο δ᾽ ἡ Κνωσσὸς Καίρατος πρότερον ὁμώνυμος τῷ παραρρέοντι ποταμῷ. ἱστόρηται δ᾽ ὁ Μίνως νομοθέτης γενέσθαι σπουδαῖος θαλαττοκρατῆσαί τε πρῶτος, τριχῆ δὲ διελὼν τὴν νῆσον ἐν ἑκάστῳ τῷ μέρει κτίσαι πόλιν, τὴν μὲν Κνωσσὸν ἐν τῷ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . καταντικρὺ τῆς Πελοποννήσου

Apollonius Rhodius, Argonautica
book 3, card 801:
οἵη δὲ λιαροῖσιν ἐφ᾽ ὕδασι Παρθενίοιο,
ἠὲ καὶ Ἀμνισοῖο λοεσσαμένη ποταμοῖο
χρυσείοις Λητωὶς ἐφ᾽ ἅρμασιν ἑστηυῖα
ὠκείαις κεμάδεσσι διεξελάσῃσι κολώνας,
880τηλόθεν ἀντιόωσα πολυκνίσου ἑκατόμβης:

Pausanias, Description of Greece book 1, chapter 18: ..
[5] πλησίον δὲ ᾠκοδόμητο ναὸς Εἰλειθυίας, ἣν ἐλθοῦσαν ἐξ Ὑπερβορέων ἐς Δῆλον γενέσθαι βοηθὸν ταῖς Λητοῦς ὠδῖσι, τοὺς δὲ ἄλλους παρ᾽ αὐτῶν φασι τῆς Εἰλειθυίας μαθεῖν τὸ ὄνομα: καὶ θύουσί τε Εἰλειθυίᾳ Δήλιοι καὶ ὕμνον ᾁδουσιν Ὠλῆνος. Κρῆτες δὲ χώρας τῆς Κνωσσίας ἐν Ἀμνισῷ γενέσθαι νομίζουσιν Εἰλείθυιαν καὶ παῖδα Ἥρας εἶναι: μόνοις δὲ Ἀθηναίοις τῆς Εἰλειθυίας κεκάλυπται τὰ ξόανα ἐς ἄκρους τοὺς πόδας. τὰ μὲν δὴ δύο εἶναι Κρητικὰ καὶ Φαίδρας ἀναθήματα ἔλεγον αἱ γυναῖκες, τὸ δὲ ἀρχαιότατον Ἐρυσίχθονα ἐκ Δήλου κομίσαι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Larusse, Britannica τ. 7, 22
http://www.fhw.gr/chronos/02/crete/gr/gallery/spilaio.html.
http://odysseus.culture.gr
http://www.perseus.tufts.edu
www.hellenica.de/…/Mythos/Bild/Hellas.jpg
http://www.toxolyros.gr/photos/displayimage.php?pid=844&fullsize=1
http://hellas.teipir.gr/prefectures/greek/Hrakliou/Arxanes.htm
http://www.nah.gr/itrace/index.php4?cat_id=302&content_lang=1&subsite=1&action=show_point&bid=30

Αρχαία κείμενα από http://www.perseus.tufts.edu

Αυτά από τους επιστήμονες, τους ειδικούς: μα εγώ δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πότε πότε έρχομαι εδώ κρατώντας τη φωτογραφική μηχανή, για να μπορέσω φεύγοντας να μεταφέρω μαζί μου μερικές εικόνες, όσες η μνήμη αδυνατεί να συγκρατήσει, και ένα φακό, να διαλύσω με το φως του τα σπηλαιώδη σκοτάδια, χωρίς ελπίδα ίσως να φωτίσω τα ατέλειωτα σκοτάδια της ύπαρξής μου. Μα αυτή η αίσθηση ανημπόριας είναι που φέρνει συνέχεια τα πόδια μου εδώ, χωρίς πολλή σκέψη πολλές φορές, μηχανικά ίσως, ιδιαίτερα όταν η καθημερινή πραγματικότητα γίνεται αβάστακτο και δυσερμήνευτο φορτίο.

1 μόλις χιλιόμετρο νότια από τον αρχαιολογικό χώρο της Αμνισού, την Έπαυλη των Κρίνων, μπροστά στο σπήλαιο της Ειλειθυίας, προσφέρεται στα μάτια μου άπλετη θέα, και μάλιστα προς το βορρά, όπου ξεχωρίζει με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της η νήσος Ντία.

Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Οδ. Ελύτης, Προσανατολισμοί, Η γέννηση της μέρας

Το σώμα του μικρού νησιού απλώνεται ξαπλωμένο ευθεία μπροστά μου.
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει
ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Οδ. Ελύτης, Προσανατολισμοί, Η γέννηση της μέρας

Η γοργόνα του μέλλοντος χρόνου που βγαίνει μέσα από τη θάλασσα στις βόρειες ακτές της Κρήτης είναι το πρώτο που κλέβει την προσοχή μου. Ένα φιδίσιο γυναίκειο κορμί ξαπλωμένο μπρούμυτα, χαλαρό και ξένοιαστο, προστατευτικό, σταθερά παρόν, άλλοτε αστραφτερό στον ήλιο κι άλλοτε υπαινισσόμενο πίσω από τη θαλασσινή ομίχλη ή τα σύννεφα.
Κι ύστερα, καθώς η ματιά κονταίνει και αγγίζει τα πιο κοντινά, σέρνεται καμπυλωτά πάνω από τα μικρά υψώματα που δε δικαιούνται ακόμα το χαρακτηρισμό λόφοι.

Ο Ελύτης, όταν περπατάς στην Κρητική γη πάντα νοερά παρών:
Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
κι απ’ τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ’ όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις

Πέτρες. Βράχια. Κορφές. Χαμηλές κορυφές. Μακρύτερα ψηλότερες… Λιγοστό χώμα κι απέραντη θέα. Στο βάθος του ορίζοντα η θάλασσα.

Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
Οδ. ΕΛΥΤΗ, “ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ”, Η ΓΕΝΕΣΙΣ

και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις

Οι εσοχές της στεριάς, οι κόλποι φαγωμένοι από τη θάλασσα που γλείφει ή γλύφει, παλεύει αεικίνητη και ανήσυχη να κινήσει τα ακίνητα και σκληρά βράχια. Και λίγο λίγο με την υπομονή της σε μακρύ χρονικό διάστημα τα καταφέρνει.

Εδώ πάνω όλα κινούνται στο ρυθμό του ανέμου, ανάλογα με τη δύναμη αντίστασης του καθενός.

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
Οδ. Ελύτης, Άξιον εστί, Δοξαστικόν

Λεπτά χόρτα αναδεύονται σύγκορμα, καθώς η λεπτή παρουσία τους τα αναγκάζει να παραδοθούν χωρίς καμιά αντίσταση στον κυρίαρχο της κορυφής: τον άνεμο. Οι θάμνοι έχουν αναγκαστεί να προσαρμόσουν το μπόι τους στην ορμή του. Μόνο μια αγριοσυκιά, έχοντας προστατεύσει τον κορμό της στο στενό άνοιγμα του σπηλαίου, μπορεί με ασφάλεια να θροΐζει τα φύλλα της, αδιάφορη για την αγριότητα και το θυμό του, φρουρός του σπηλαίου, φύλακας άγρυπνος που κρύβει το άνοιγμά του αφήνοντας το γνωστό μόνο στους μεμυημένους.

Τα αρώματα, καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει, προσφέρονται γενναιόδωρα. Τα φυτά με προκαλούν να τα ακουμπήσω, να τα πειράξω για να απελευθερώσουν για χάρη μου τη το αρώμά τους, αυτό που οι φυλακισμένοι άνθρωποι των πολυκατοικιών ίσως δε θα γνωρίσουν ποτέ. Νιώθοντας τη μοναδικότητα της στιγμής, το δώρο που μου χαρίζεται δωρεάν χωρίς να το ζητήσω και χωρίς ανταλλάγματα, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Ακουμπώ και πάλι το πόδι μου στο μυρωδάτο θάμνο που, ασήμαντος φαινομενικά, προεξέχοντας 5 μόλις εκ. από το έδαφος, υπερέχει από μια πετρώδη λακκούβα. Πέρασε πολλή ώρα για να καταλάβω το άρωμά της. Ναι, κάτι μου θυμίζει, καθώς το στομάχι μου ξεδιπλώνει ευχάριστες αναμνήσεις. Είναι η θρούμπη γεμάτη ροζ λουλουδάκια. Πανάκριβα αρώματα φυλακισμένα στα μικροσκοπικά φιαλίδια για να διατηρήσουν τη δύναμή τους απευθυνόμενα σε παχυλά βαλάντια, όταν η φύση ολόκληρη είναι ένα απέραντο αρωματοπωλείο που προσφέρεται δωρεάν και σε όλους: αυτή είναι η πραγματική σημασία της ισότητας, της ισονομίας και της δημοκρατίας.

Ήρθα εδώ “ζητώντας” . Ο Ελύτης μ΄ ακολουθεί διαρκώς…
Mια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα εκεί που περπατούσα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ‘κοψα Κι το ‘φερα στο πάνω χείλι μoυ. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή η στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ τα δρόμο της με ελαφρό βήμα και καρδιά ιεραποστόλου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια, ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήτανε μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.
Οδυσσέας Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος, ΧΧVII

Χωρίς την ενημερωτική πινακίδα και με σημείο αναφοράς την αγριοσυκιά που καλύπτει το μικρό του άνοιγμά του το σπήλαιο είναι άγνωστο. Παραμένει αθέατο ακόμα κι αν φτάσεις πολύ κοντά του. Το μικρό στενό άνοιγμα του είναι ιδιαίτερα γοητευτικό με τον κορμό και τους κλώνους του δέντρου που φράσσουν σχεδόν την είσοδό του, δεν αφήνουν το φως όμως να εισβάλει στο εσωτερικό του, το οποίο αποκαλύπτεται στην όραση μόνο στην αρχή του.

Η είσοδος του σπηλαίου με ανατολικό προσανατολισμό μάς επιτρέπει να υποθέσουμε, με δεδομένη την πιθανότητα του λάθους, ότι η επίσκεψη των πιστών γινόταν όταν το σπήλαιο δεχόταν το περισσότερο φως, δηλαδή κατά την ανατολή του ηλίου ∙ ότι ανηφόριζαν νύχτα ακόμα από την Έπαυλη των Κρίνων της Αμνισού, σε μια νοητή κάθετη ευθεία προς το νότο, για ν’ αντικρίσουν την πρώτη αχτίδα του ήλιου να μπαίνει απρόσκλητη, αλλά ευπρόσδεκτη, μέσα από το περιορισμένο άνοιγμα στο πολυδαίδαλο σπήλαιο, να αποκαλύψει τι κρύβουν τα σκοτάδια του, για να παρακαλέσουν τη θεά του τοκετού και της γονιμότητας.

Αφήνοντας πίσω μου το φως, οι στίχοι του ποιητή χαράζουν σαν αναλαμπή το σκοτάδι της σκέψης:

ΓΡΗΓΟΡΟ ΦΩΣ
Έτσι δεν ήταν πάντα η ζωή
Γρήγορο φως που μπαίνει στο σκοτάδι;
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Με τον ξένο

Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο
ΔΟΚΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΟΥ ΑΘΕΑΤΟΥ
Θεέ
Πόσο το φως και το σκοτάδι
Έχει καθέναν από μας;
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Με τον ξένο

ΧΙ
Τα μάτια τον χωράνε τον καιρό
Τον τρέφουν με το φως και το σκοτάδι
Στα βλέφαρά τους πάντοτε κρατούν
Την πρώτη μνήμη που ξανάρχεται στο σώμα.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Το πρώτο που αντικρίζω, αυτό που με υποδέχεται φωτισμένο αρκετά από το φως της εισόδου, είναι ο ιερός σταλαγμίτης σε σχήμα κοιλιάς εγκύου με μικρή λακκούβα σαν τον ομφαλό. Σε αυτό το σημείο, οι έγκυες συνήθιζαν να τρίβουν την κοιλιά τους πιστεύοντας ότι θα έχουν καλό τοκετό.

Οι σκέψεις ξεπηδούν αυθόρμητα

φύσις
Η μήτρα της ζωής, της φιλοσοφίας, της σκέψης
βατή και άβατη
ποθεινή και δεδομένη
στο μέρος δυσθεώρητη
στο σύνολο ασύλληπτη
άπειρη ακόμα και στο ελάχιστο
στο πέραν αιωρεί επικίνδυνα και λυτρωτικά τη σκέψη μας.

Προχωρώντας λίγο ακόμα έρχομαι αντιμέτωπη με τις μεγάλες αντιθέσεις: το μέσα και το έξω, το ύψος και το βάθος, τo φως και το σκοτάδι, το φανερό και το κρυφό, το ορατό και το αόρατο, το προσιτό και το απρόσιτο, το γνωστό και το άγνωστο.

Στο κέντρο περίπου του σπηλαίου, υπάρχει ορθογώνιος βωμός γύρω από δύο κυλινδρικούς σταλαγμίτες που μοιάζουν με τις μορφές ενός άνδρα και μιας γυναίκας.

Ακόμα πιο μέσα, εκεί που δε φτάνει το λιγοστό φως της εισόδου, το σκοτάδι είναι ο νικητής του χώρου: ο προσωρινός ίσως που ενδέχεται κάθε στιγμή να ανατραπεί.

Είναι που από το βάρος του το φως
γίνεται μαύρο πίσσα
Σκυτάλη
Έκτωρ Κακναβάτος, Χαοτικά Ι

Λιγοστός ο αέρας και συχνά αποπνικτικός. Ελάχιστη ή καθόλου φυτική και ζωική ύπαρξη. Το νερό και η πέτρα είναι οι κυρίαρχοι του χώρου. Συγκεκριμένα η πέτρα όπως το νερό τη χτίζει, την πλάθει, τη ζωγραφίζει, τη χρωματίζει. Ποιος θα το ‘λεγε ότι η ρευστότητα του νερού με την υπομονή και τη δύναμη του χρόνου θα κατάφερνε να επιβληθεί και να διαμορφώσει τη στερεότητα των πετρωμάτων;

Τα πρώτα ασημένια δάκρυα
του βράχου μαργαριτάρια του
μέλλοντος, οι κατοπινοί
σταλαχτίτες.
Η ζωή αγωνίζεται
να εδραιωθεί όπου μπορεί.
Το αποτέλεσμα δεν το
σχηματίζει ούτε η πιο
τολμηρή φαντασία.

Εικόνες, σχήματα, κοιλότητες, εσοχές, δίπλες, κολώνες, ρυάκια, λοφάκια, στήλες ξεδιπλώνονται συνέχεια μπροστά μου. Αίθουσες μικρές και μεγάλες με ανοίγματα μικρότερα και ακόμα πιο μικρά που θ’ άξιζε για καθένα απ’ αυτά ν’ αφιερωθεί αρκετό μελάνι για τους αιώνες της διαδρομής τους να φτάσουν μέχρι εδώ και να μας πουν «να ‘μαι». Εδώ κι εκεί τραυματισμένοι σταλαγμίτες, σπασμένοι σταλαχτίτες κείτονται πτώματα νεκρά στο έδαφος έχοντας χάσει τη δυνατότητα να εξελιχθούν. Οι ακρωτηριασμένοι θα χρειαστούν χιλιετίες για να μεγαλώσουν μερικά εκατοστά.

Σταλαχτίτες και σταλαγμίτες ενώνονται σχηματίζοντας κολώνες που ενώνουν το πάτωμα με την οροφή του σπηλαίου. «Τα σαγόνια του καρχαρία», «η φιάλη», «η ακέφαλη λύκαινα» είναι ονομασίες που σχηματίζονται αυθόρμητα στο μυαλό μου. Πέτρινοι όγκοι, αγάλματα που στραφταλίζουν στο τεχνητό φως του φακού, κι ας μην υπάρχει κανείς να τα δει και να τα θαυμάσει. Χωρίς πολλούς παρατηρητές, χωρίς να ζητούν δημοσίευση, στη μοναξιά και στην απουσία των άλλων, με υπομονή και τέχνη δημιουργούν τα δικά τους θαύματα και περιμένουν…

Εδώ κι εκεί, αποκαλυπτόμενοι στο φως, οι χρωματισμοί των τοιχωμάτων. Αλλού πρασινωποί από την υγρασία, όπου φτάνει ακόμα το λιγοστό φως της εισόδου, αλλού κάτασπροι, αλλού ιριδίζοντες και αλλού κατακόκκινοι σα φωτιά, Σε ορισμένα σημεία μάλιστα έντονες σταλιές κόκκινου, σαν αίμα. Και δε θέλει πολύ η σκέψη, οδηγημένη από την τολμηρή φαντασία να ταξιδέψει παρασυρμένη από τα ερεθίσματα του χώρου. Μια αιμορραγία…

Λοιπόν ματώνουν τα σπήλαια; Κόκκινες κηλίδες απλωμένες εδώ κι εκεί. Άλλοτε σαν πληγή που αιμορραγεί άλλοτε σαν αίμα που εκτινάχθηκε και πιτσίλισε δεξιά κι αριστερά. Άλλοτε η πληγή χαίνουσα φαίνεται ανίατη κι άλλοτε το αίμα ξεραμένο από την πολυκαιρία στεγνό σαν κρούστα ξεφλουδίζει να πετάξει το νεκρό δέρμα για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί άλλο, υγιές, από κάτω. Πάνω στο αγνό τρυφερό άσπρο δέρμα των σπηλαίων, στην αστραφτερή ή ιριδίζουσα επιφάνειά τους μοιάζει σαν αποτρόπαιο έγκλημα που συντελέστηκε στα ξαφνικά.

Πρέπει να καταδυθείς στον υπόγειο κόσμο που ζούσε εκατομμύρια χρόνια και που θα κυλά στο χρόνο σιωπηλά, διακριτικά, αθέατος και μετά το σύντομο δικό μας πέρασμα απ’ αυτό τον κόσμο. Εδώ μέσα εξαφανίζεται ο υπόλοιπος κόσμος. Όλος ο κόσμος είναι αυτός ο περιορισμένος του σκότους που μεγεθύνει την ανθρώπινες φυσικές αδυναμίες που τονίζει την εξάρτηση από άγνωστες δυνάμεις που δεν υποπίπτουν στον έλεγχό του. Καταρρίπτοντας την αλαζονεία του, γυμνός ως πρωτογέννητος, χωρίς καμιά προστασία, έρμαιο άγνωστων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων, έρχεται να δηλώσει την υποταγή του, την αδυναμία του και να παρακαλέσει για χάρη. Τίποτε άλλο δεν του δίνει σιγουριά, παρά αυτό το φοβερό άγνωστο που ικετεύει.

O ποιητής ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων
Τὶς …
Τίς ο Ὢν και ποῖος, ποδαπὸς καὶ ἡλίκος;
Αντωνυμίες: αντί ονόματος
Ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις:
η ζήτησις του γνωστού άγνωστου,
του άγνωστου γνωστού.

Τα διαχρονικά αναπάντητα φιλοσοφικά ερωτήματα επανέρχονται απαιτητικά και πάντοτε βασανιστικά…

Χρόνος αθροισμένος στην αρχέγονη σπηλιά∙
σταλαχτίτης και σταλαγμίτης:
Κάτι σαν αισθητικό αρχείο του χρόνου.
Κάτι σαν καλλιτεχνική αποκρυστάλλωση του καιρού.
Κάτι σαν υπέροχες πορσελάνες που προικίζει
το παρελθόν στο μέλλον.
Κάτι σαν αλατούχα βυζιά όπου ο χρόνος
συμπυκνώνοντας προσφέρει
τη γαλακτερή του κλεψύδρα, τη θηλή –στάλα
σε κάθε νεογέννητο
Μανόλης Πρατικάκης, Το νερό

Κοιτάζω να χωθώ, να χωθώ βαθιά, να ψάξω να βρω στο σκοτάδι, -τι αντιφατικός παραλογισμός αλήθεια- τη ζωή μου που κυλά στο φυσικό ηλιακό φως, όχι όμως και στο υπαρξιακό. Αναζητώ το βάθος για να αξιωθώ το ύψος, διεκδικώ τη βύθιση για να πετύχω την ανάδυση, το αμφισβητούμενο για να βρω το σίγουρο, το περιορισμένο για το άπειρο, το κρυφό για την αποκάλυψη.

Έχω την αίσθηση ότι έχω τρυπήσει το σκληρό κέλυφος του κόσμου και διεισδύω στο εσωτερικό του, ότι βρήκα το κρυφό μονοπάτι που θα με οδηγήσει στο άδυτο του κόσμου. Η αλήθεια αρχίζει να μου αποκαλύπτεται σιγά σιγά μέσα από το σκοτάδι, στο χώρο που χρησιμοποιήθηκε από τις αρχαίες θρησκείες ως τόπος λατρείας, ως καταφύγιο στους κινδύνους, ως φυσική στέγη στις καιρικές συνθήκες, ως φωλιά, καθώς αναπαράγει το σχήμα της, ως κρυψώνα, ως χώρος εξερεύνησης για τα ανήσυχα παιδιά της σκέψης. Σα σκοτεινός τάφος, που υποδέχεται στην αγκαλιά του το σώμα στη νέα του εκδοχή, στη νέα του ζωή ίσως, ανάλογα με το τι πίστεψαν οι άνθρωποι με την καθοδήγηση ή και τον καταναγκασμό ή και το μονόδρομο των θρησκειών στην ιστορική τους πορεία. Ένας τάφος που τον ανοίγεις για να δεις τι απέγινε το σώμα που του εμπιστεύτηκες, μετά από καιρό, όταν ο χρόνος που μεσολάβησε έχει γίνει ένας μεγάλος δάσκαλος. ¨Ενας τάφος όμως που έχεις τη δυνατότητα να εισέλθεις και να εξέλθεις ζωντανός. Θανάτω θάνατον πατήσας

Αναρωτιέμαι αν η εικόνα για τον Άδη που έπλασαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήταν μια εικόνα εμπνευσμένη από τα πολλά σπήλαια της ελληνικής γης. Αλλού σκοτεινός και αποτρόπαιος, όπως τα Τάρταρα, και αλλού μακάριος σαν τα Ηλύσια Πεδία.

Εκεί που το φως της δάδας εξαϋλώνει τις μορφές η σκηνή του Οδυσσέα στον Άδη, στη νέκυια της Ιλιάδας, που απεγνωσμένα πήγε να αγκαλιάσει τους ίσκιους των νεκρών, και κυρίως της μητέρας του, ξεπηδά ξαφνικά στον πόρο της μνήμης μου σαν αποκάλυψη.

Είναι περίεργο πώς μέσα στο φυσικό σκοτάδι ξυπνά το φως της σκέψης. Δεν είναι καθόλου να απορείς, μια φορά και μόνο αν εισέλθεις σε ένα σπήλαιο με ένα υποτυπώδες σύγχρονο φωτιστικό μέσο, ένα φακό, κι ακόμα περισσότερο με ένα κερί που η φλόγα του τρεμοσβήνει, καθώς κινείσαι στο ανισόπεδο πάτωμα του σπηλαίου, στο χώρο που παραμένει στο ημίφως, πώς οι όγκοι αλλάζουν συνεχώς διαστάσεις, μορφή και ταυτότητα.

Όταν η φωτοσκίαση δημιουργεί τερατόμορφους όγκους, τις σκιές τους, έχεις ταυτόχρονα μια διπλή παρουσία. Ο μύθος του σπηλαίου του Πλάτωνα είναι ο επόμενος που έρχεται να χτυπήσει την πόρτα της μνήμης με τα πραγματικά όντα και τις σκιές τους, δυσκολευόμενος μάλιστα να ξεκαθαρίσεις ποιο είναι το γνήσιο και το αυθεντικό, ποιο το αντίγραφο και το πλαστό, το «όντως ον» και το είδωλό του, τα αισθητά και τα νοερά, οι ιδέες και τα απεικάσματα. Κι αμέσως μετά: η γνώση είναι ανάμνηση. ‘Όλα εδώ μέσα βρίσκουν την εξήγησή τους σιγά σιγά.

Ακούστε, ακούστε την ηχώ
Στα κύματα της μνήμης
Πώς παφλάζει
Ακούστε, ακούστε αυτό το φως
Που μας μιλά για θάνατο
Που μας μιλά για θαύμα.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Ο τρόμος του άγνωστου. Αυτό που δε βλέπεις, που δεν ξέρεις πού, πώς, πότε κι από πού θα ξεπροβάλει ή αντικρίζεις παραμορφωμένο ξυπνά άλλες μνήμες, των σχολικών μας μαθημάτων: τα μυθολογικά τέρατα που έπλασε η φαντασία των προγόνων μας, αλλά και τους μπαμπούλες, που μέχρι σήμερα είναι το φόβητρο των μικρών παιδιών.

Το γίγνεσθαι διαρκώς παρόν, οι αλλαγές που επεσήμανε ο Παρμενίδης, σε κάνουν να αναζητήσεις το σταθερό που θα μείνει πίσω σου μετά την απομάκρυνσή σου από το χώρο, όταν θα πάψεις πια να τον ενοχλείς με την παρουσία σου, Γιατί συχνά θα βρεις σ΄ αυτό μόνιμους κάτοικους να σου υπενθυμίζουν, αν το έχεις ξεχάσει, ότι δεν είσαι ο μοναδικός κάτοικος αυτού του πλανήτη. Το σκοτάδι σε αναγκάζει αναδεικνύοντας τις αδυναμίες σου να μπεις στο ίδιο επίπεδο δύναμης, και σε κατώτερο ίσως από πουλιά, νυχτερίδες και κάθε είδους ζωύφια που έχουν βρει τον τρόπο μέσω της φυσικής επιλογής να επιβιώνουν ακόμα κι εκεί που δε φτάνει ούτε μια ακτίνα φυσικού φωτός να τρυπήσει, να ανοίξει μια χαραμάδα. Κι όμως έχουν μάθει να ζουν. Αυτός είναι ο δικός τους κόσμος, ο περιορισμένος.

Οι εικόνες, οι μνήμες, η σχέση με τον εξωτερικό κόσμο σιγά σιγά απομακρύνονται. Εδώ αναγκάζεσαι να δεις το πρόσωπό σου στον καθρέπτη της φύσης, να αναμετρηθείς μαζί του για να σφυγμομετρήσεις τις δυνάμεις και να δεις ότι δεν είσαι δεδομένα ανώτερος απ’ αυτά.

Όταν παίρνεις το δρόμο της επιστροφής προς την έξοδο του σπηλαίου και έπειτα στην έξοδο στο φυσικό φως του ήλιου, ένας κόσμος που αντικρίζεις, λες, για πρώτη φορά απλώνεται μπροστά σου. Το φως πιο δυνατό από ποτέ, καθώς οι αισθήσεις προσλαμβάνουν τα αντικείμενα με μεγαλύτερη ένταση. Τα συναισθήματα της άγνοιας, του φόβου αντικαθίστανται από τη λύτρωση και την κάθαρση. Είσαι έτοιμος σαν ξαναγεννημένος να συνεχίσεις τη ζωή σου.

>Οδυσσέας και Ναυσικά

Απρ 20107

>
Οι τρεις γυναίκες- πειρασμοί κατά την επιστροφή του Οδυσσέα αντιστοιχούν στις ισάριθμες δοκιμασίες στις οποίες υπόκειται ένας δόκιμος προτού τις διεκπεραιώσει με επιτυχία για να πάρει το χρίσμα του ήρωα φθάνοντας στο σκοπό του. Τρεις γυναίκες που εκπροσωπούν διαφορετικά οφέλη και ιδανικά. Χρονικά ο Οδυσσέας συνάντησε πρώτη τη μάγισσα Κίρκη, στο παλάτι της οποίας έμεινε ένα χρόνο, έως ότου οι σύντροφοί του κουρασμένοι από την ανία της απραξίας τον παρακίνησαν να αποχωρήσουν, με αποτέλεσμα να κάνει το χρήσιμο, αλλά φρικιαστικό, ταξίδι στον Άδη.

Μένει μετέωρο το ερώτημα αν ο Οδυσσέας θα έμενε και πόσο κοντά στην Κίρκη χωρίς την υποκίνηση των συντρόφων. Η αναζήτηση της περιπέτειας που πολλές φορές τον έβαλε σε μπελάδες, όπως ο ίδιος ομολογεί αναφερόμενος στους Κύκλωπες, θα έφτανε άραγε στον κορεσμό, όπως συνέβη αργότερα με τη νύμφη Καλυψώ;

Εκεί τον οδήγησε η ανάγκη, όταν ο Ήλιος τον άφησε μόνο χωρίς συντρόφους συντρίβοντας τα πλοία του μετά από επίκληση στο Δία, τιμωρώντας τους για τα βόδια που του έφαγαν στη Θρινακία, παρά τις συστάσεις του Τειρεσία.

Μια θεά του προσέφερε την αθανασία ( τι περισσότερο να ζητήσει ένας άνθρωπος από τη ζωή του από το καθ΄ ομοίωσιν, έστω και προ Χριστού) εφόσον αρκετοί ήρωες είχαν αξιωθεί να κερδίσουν μια θέση στον Όλυμπο. Το μεγάλο στοίχημα του ανθρώπου είναι η υπέρβαση της μεγάλης αδυναμίας της θνητότητας και είναι χαρακτηριστική η διακριτική απ ό,τι στους θεούς αναφορά του ποιητή στους ανθρώπους με τα επίθετα θνητός και βροτός.

Τι περίμενε άραγε να βρει ο Οδυσσέας επιστρέφοντας στην Ιθάκη; Έχουν περάσει χρόνια πολλά, τουλάχιστον εφτά στο νησί της Καλυψώς, από τότε που ο κατεξοχήν ήρωας της Οδύσσειας πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα του από τον ψυχή του μάντη Τειρεσία. Η επιθυμία της επιστροφής αιτιολογείται ως ανία συμβίωσης πλέον με τη θεά και όχι ως βιασύνη και υπερβάλλων ζήλος επιστροφής. Στο πλαίσιο της Οδύσσειας, όπου η λέξη λειτουργεί με τη σημασία που της προσέδωσε ο ήρωας με τον περιπετειώδη τρόπο ζωής του, έχουμε μια πρόχειρη εξήγηση. Βέβαια το ποιητικό παιχνίδι της ύπνωσης και της εγρήγορσης, της απραξίας και της αφύπνισης, εξυπηρετούν τους μηχανισμούς της πλοκής του ποιητή. Αξίζει πάντως να ελέγξουμε πώς ο ήρωας, που έχει θέσει στην ανώτερη κλίμακα των αξιών του την πατρίδα με ό,τι αυτή περιλαμβάνει (οικογένεια, παλάτι-εξουσία, περιουσία, χωρίς βέβαια τίποτε απ’ αυτά να είναι διασφαλισμένο), στην ομιλητική του συνεύρεση με την Πηνελόπη δε διστάζει να αναφερθεί στην επτάχρονη διαμονή και παραμονή του στην Καλυψώ, ως κατάσταση παρά τη θέλησή του ή ως αναγκαιότητα που έπρεπε να αποδεχτεί προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του. Ο ήρωας ενεργώντας καίρια και σκόπιμα με υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, αλλά και καρπωνόμενος τα οφέλη, υλικά και πνευματικά, ενός ταξιδιού, κατόρθωσε τελικά, σε αντίθεση προς τους νήπιους συντρόφους του, να επιστρέψει στην Ιθάκη του.

Το μεγάλο ερώτημα προκύπτει από την τρίτη και δυσκολότερη, σύμφωνα με το νόμο των τριών, δοκιμασία που αναφέρεται σε εμπόδιο γένους θηλυκού και ακούσει στο όνομα Ναυσικά.

Έχοντας φτάσει στα όρια της σωματικής του αντοχής, εξαρτώντας κυριολεκτικά τη ζωή του από αυτήν, εκείνος ο μεγάλος σοφός, χάρη στην εξυπνάδα του οποίου μια απόρθητη για δέκα έτη πόλη υπέκυψε χάρη στην οξύνοιά του βρίσκεται τώρα τρωτός μπροστά σε μια θνητή γυναίκα, και μάλιστα παιδούλα. Είναι η ανάγκη που δίνει δύναμη στον άνθρωπο να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του, πρέπει να το παραδεχτούμε, αλλά πέρα από την ανάγκη και την πονηριά ή έστω τη διπλωματικότητα που επιστρατεύει ο καταπτοημένος ήρωας που ποτέ δε χάνει τη νοητική και πνευματική του διαύγεια, μήπως ήρθε η ώρα να δοκιμάσει και ο ίδιος τα δικά του όρια αντοχής στο όνομα ενός πειρασμού που υπακούει στο όνομα έρωτας;

Τα λόγια
Ο Οδυσσέας
θάρρος της έβαλ’ η θεά, και πήρε της το φόβο.
Αγνάντια στάθη ασάλευτη· κι εκείνος διαλογιόταν,
ν’ αγγίξη της τα γόνατα της νέας και να προσπέση,
για από μακρόθε με γλυκά να τη ρωτήξη λόγια
που πέφτει η χώρα, και σκουτιά συνάμα να γυρέψη.

καλότυχα τ’ αδέρφια σου, που πάντα στην ψυχή τους
περίσσιας γίνεσαι αφορμή χαράς, και καμαρώνουν
τέτοιο βλαστάρι σα θωρούν μες στους χορούς να μπαίνη.
Μα ακόμα πιο καλότυχος απ’ όλους είν’ εκείνος,
που βγή στα δώρα νικητής, και ταίρι του σε πάρη.

Τί σαν κι εσένα άλλο θνητό τα μάτια μου δεν είδαν,
άντρα ή γυναίκα· θαμασμός με πιάνει σαν θωρώ σε.
Τέτοια στη Δήλο, στο βωμό του Απόλλωνα το πλάγι,
νιοβλάσταρη είδα φοινικιά κάποτε να φουντώνη·

Και καθώς τότες σάστισα τη φοινικιά σαν είδα,
τί τέτοιο από τη γής δεντρί ποτές δε βλάστησε άλλο,
τώρα μ’ εσένα, ώ κορασιά, θαμάζω και σαστίζω,
κι όσο άν πονώ, τα γόνατα φοβάμαι να σου αγγίξω.

Η Ναυσικά
Μακάρι τέτοιος να ‘βγαινε κι ο άντρας ο δικός μου
και να ‘στεργε στον τόπο αυτό μ’ εμάς να λημεριάζη

Ποιός είν’ αυτός που ακολουθάει τη Ναυσικά ο ξένος,
ο ώριος κι ο τρανός; και που τον βρήκε; δίχως άλλο
τον παίρνει· ή πρέπει να ‘πεσε με πλοίο, ή ξωμερίτης
και τόνε δέχτηκε, τί αυτός της γειτονιάς δεν είναι·

Ο ποιητής
Και ως έφτασε στα ξακουστά παλάτια του γονιού της,
στα ξώθυρα σταμάτησε, κι οι θεόμοιαστοι αδερφοί της,
5 ζυγώσανε και στάθηκαν και ξέζεψαν τα ζώα,
και τα καθάρια φέρανε φορέματα στον πύργο.
Πέρασε τότε η Ναυσικά στο θάλαμο της ίσια,
όπου η γριά Ευρυμέδουσα καλή φωτιά άναβέ της,

Ο Αλκίνοος
Μακάρι ο Δίας κι η Αθηνά κι ο Απόλλωνας να δώσουν
σαν τέτοιος που ‘σαι στη μορφή, κι ομόγνωμος μ’ εμένα,
να πάρής και την κόρη μου και να λεχτής γαμπρός μου
κι εδώ να ζής· θα σου ‘δινα και χρήματα και σπίτι,
315 άν έμνησκες αυτόθελα· μα άν όχι, δε σε βιάζει
κανένας απ’ τους Φαίακες· να μην το δώση ο Δίας.

Ναυσικά
Κι η Ναυσικά με κάλλη θεοσταλμένα,
κοντά στης καλοκάμωτης σκεπής το στύλο στάθη,
και θάμαζε κατάματα τον Οδυσσέα τηρώντας,
460 και με δυό λόγια φτερωτά του λάλησε και του είπε·
«Γειά σου, χαρά σου, ξένε μου, και σα βρεθής στη γής σου
να με θυμάσαι, που τη ζωή χρωστάς σ’ εμένα πρώτη.»

Ο Οδυσσέας
Και γύρισε ο τετράξυπνος Δυσσέας και της είπε·
«Ώ Ναυσικά, του αντρόψυχου του Αλκίνου θυγατέρα,

465 να δώση ο Δίας ο βροντηχτής, ο σύγκλινος της Ήρας,
στη γής μου νά ‘ρθω, να χαρώ του γυρισμού τη μέρα,
και τότε ολοχρονίς εγώ σα θεά θα σε δοξάζω,
που αλήθεια εσύ, παρθένα μου, τη ζωή μού ‘χεις σωσμένη.»

Έχει προηγηθεί το τραγούδι του Δημόδοκου για την απιστία της Αφροδίτης με τον Άρη, που τους συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω απατημένος σύζυγος Ήφαιστος. Ένας υπαινιγμός άραγε σε ένα αδίκημα που θα μπορούσε να κάνει ο Οδυσσέας;

και λέει του Ερμή ο Απόλλωνας, του Δία ο γιός, ο ρήγας.
335 «Ώ γιέ του Δία, μηνυτή και πλουτοδότη Ερμή μου,
σε τέτοια δίχτυα δυνατά δε θά ‘στεργες να πέσης,
αν είχες την ωριόχρυση Αφροδίτη στο πλευρό σου;»

Κι ο μηνυτής ο Αργοφονιάς, απολογήθη κι είπε·
«Δοξαριστή μου Απολλωνα, μακάρι να γινόταν.

340 Τρείς φορές τόσα ας μού ‘ριχταν δεσμά γύρω τριγύρω,
κι ας με κοιτάζατε οι θεοί κι οι θεές μαζί σας όλες,
σώνει με την πανώρια εγώ να πλάγιαζα Αφροδίτη.»

Είπε, κι οι αθάνατοι θεοί ξεσπάσανε στα γέλια.

Όσο κι αν ψάξει κανείς προσεκτικά τη διήγηση του Οδυσσέα στην Πηνελόπη, θα βρει αναφορές σε όλους τους σταθμούς και τους ανθρώπους που αποδείχτηκαν σημαντικοί για το νόστο του, το όνομα της Ναυσικάς όμως, παρά την υπόσχεσή του δεν αναφέρεται πουθενά. Τόσο γρήγορα ξεχάστηκε η βοήθεια που του προσέφερε από ένα ήρωα αγνώμονα, ή πρόκειται για μια εσκεμμένη απόκρυψη εκ μέρους του ήρωα που έχει αφήσει αδιευκρίνιστα τα συναισθήματά του ή τα αφήνει αιωρούμενα;

Σε ένα γραμματειακό είδος όπως το ηρωικό έπος ο στόχος επικεντρώνεται στο στόχο που επιτεύχθη. Θα ήταν πρόωρο ίσως να κάνουμε λόγο για συναισθηματική ανάλυση, όταν αυτή αποκαλύπτεται πρώτη φορά στη λυρική ποίηση, με την αφύπνιση της προσωπικότητας. Θα ήταν παρακινδυνευμένο άραγε να αναρωτιόμαστε αν στη «σχέση» Οδυσσέα -Ναυσικάς ο ποιητής έθεσε πρόδρομα τις βάσεις μιας λυρικής παρουσίασης, μέσω μιας συναισθηματικής ενδοσκόπησης που λειτουργεί ακόμα ως ύφαλος, δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί, πάρει μορφή, οριστικοποιηθεί, εκφραστεί, μιας και αντίκειται στο λόγο. Όταν μάλιστα ο ίδιος ο λόγος ως λογική αρχίζει δειλά να ξεπροβάλλει μέσα από το μύθο, πως θα μπορούσε να μιλήσει για έρωτα, ο οποίος βρίσκεται σε μια περίεργη σχέση με το λόγο; Η αγάπη εκδηλώνεται χωρίς σωματικές διαχυτικότητες και στην περίπτωση της πλέον στέρεης συζυγίας, Έκτορα -Ανδρομάχης, αλλά και στο παιχνίδι που αναβιώνει ανάμεσα στην Πηνελόπη και τον Οδυσσέα με άξονα τη συζυγική κλίνη, που πρέπει ο ήρωας να αποδείξει ότι είναι γνώστης και επομένως δίκαιος κάτοχός της.

Η φιλία ανάμεσα σε αντίθετα φύλα είναι αγαπητική και σχεδόν ερωτική, αν δούμε τη σχέση Αθηνάς Οδυσσέα, τουλάχιστον στη συνάντησή τους, όταν ο ήρωας φτάνει επιτέλους στην πατρική του γη.

Η αγάπη όμως ως έρωτας και μάλιστα ανέκφραστος ή ανανταπόδοτος είναι η μοναδική φορά που παρουσιάζεται στον Όμηρο. Αυτή τη διάθεση διέκριναν ή φαντάστηκαν και ο Γ. Ρίτσος και ο Κ. Καρτελιάς στα ποιήματα που ακολουθούν.

Γ. Ρίτσου, Ναυσικά
Σβήσε το λύχνο, γριά Ευρυμέδουσα, τι κάνεις τόσην ώρα;
Μήτε πεινάω, σου λέω, μήτε νυστάζω. Το μόνο που θέλω
Είναι να κλείσω τα μάτια μου. Ρίξε μου μια κουβέρτα ακόμα.
Και τι που κάνει ζέστη; Εγώ κρυώνω. Ολόγυμνο τον είδα, νένα,
Δίπλα στα σκοίνα, κι είχε φύκια στα μαλλιά του. Άλλο δε θέλω
Μονάχα να του βγάλω ένα προς ένα τα μικρά χαλίκια
που ‘χαν κολλήσει στις γυμνές πατούσες του και να του βάλω
Ετούτο το λουλούδι, που κρατώ στον κόρφο μου, στα δυο του δάχτυλα
Κει που χωρίζουν από το λουρί του σάνταλου. Τώρα,
κοιμάται δίπλα, σκεπασμένος με τα κόκκινα σκουτιά μου.

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Τραγούδι: Φαραντούρη,
Στίχοι: Κώστας Καρτελιάς
http://www.youtube.com/watch?v=Ba_v5Ixf1Tg

Για τη Ναυσικά
Αυτά που σου ‘κλεψα τα έκρυψα καλά
μες στου μυαλού μου τις σπηλιές
μες στην καρδιά μου
να χει η ψυχή μου ηδονικά μυρωδικά
και να μυρίζουν το όνομά σου τα όνειρα μου
Έχουν τα όνειρα αρώματα που λες
θα γίνω κλέφτης να τους κλέβω μυρωδιές
Έχουν τα όνειρα αρώματα που λες
θα γίνω κλέφτης να τους κλέβω μυρωδιές
Στον εραστή μην κλάψεις, μην ταπεινωθείς
από το ληστή δεν παίρνεις πίσω τα φιλιά σου
κράτα μονάχα να θυμάσαι τη στιγμή
που του χες πει «ό,τι κι αν έχω είναι δικά σου»
κράτα μονάχα να θυμάσαι τη στιγμή
που του χες πει «ό,τι κι αν έχω είναι δικά σου»

Αν από την πλευρά της Ναυσικάς μπορούμε να εντοπίσουμε αυτή την ερωτική ατμόσφαιρα στο Ομηρικό ποίημα, μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον Οδυσσέα;

Τα μόνα στοιχεία που τον σχετίζουν με την κοπέλα και μπορούν να δώσουν απάντηση στις απορίες μας είναι ο ικετευτικός λόγος που της απευθύνει.

ΙΚΕΣΙΑ
Ορισμός: Είναι η επίκληση ανθρώπου προς άνθρωπο ή θεό να πραγματοποιήσει μια συγκεκριμένη επιθυμία. Ο ικέτης παρακαλεί άμεσα ή έμμεσα τον άνθρωπο από τον οποίο εξαρτάται η ζωή του να τον βοηθήσει να διατηρηθεί στη ζωή, να αποφύγει το θάνατο.

Τυπικό σχήμα τις ικεσίας :

α. σωματικές εκφράσεις
¨ γονάτισμα του ικέτη και άγγιγμα των γονάτων του ικετευόμενου και τις γενειάδας του, αν πρόκειται για άνδρα,
¨ προσφορά δώρων και υπόσχεση μελλοντικών.

Β. λεκτικό σχήμα
¨ επίκληση
¨ χαρακτηριστικά επίθετα – αρμοδιότητες του προσώπου
¨ υπενθύμιση παλαιότερων προσφορών του ικέτη
¨ αίτημα

Το τυπικό αυτό σχήμα δεν τηρείται πάντοτε και η παράβασή του εξυπηρετεί κάθε φορά το σκοπό του ποιητή που ξέρει να ποικίλει για να αποφεύγει τη μονοτονία τις επανάληψης.

· H ικεσία παρουσιάζεται θεοποιημένη στην Ιλιάδα: εκπροσωπείται από τις Παράκλησες(«Λιταί») και η προσβολή τις (= η άρνηση του ικέτη) επιφέρει τιμωρία στον άνθρωπο που δε σέβεται τη θεϊκή τις υπόσταση.

Την ιστορία τις τη μαθαίνουμε από το Φοίνικα στη Ραψ. Ι στ 502-512 :
« Γιατί ΄ναι κόρες κι οι Παράκλησες του Δία του τρισμεγάλου
κουτσές, με αλλήθωρα τα μάτια τις, με μούτρα ζαρωμένα,
και πολεμούν να φτάσουν τρέχοντας ξοπίσω από την Τύφλα.
Μα η Τύφλα, δυνατή, με ολόγερα ποδάρια, τρέχει απ’ τις
πολύ πιο μπρος στη γης αλάκερη, και τις θνητούς προφταίνει
κακό να κάνει, κι οι Παράκλησες ξοπίσω τις γιατρεύουν.
Κι όποιος του Δία τις κόρες σέβεται, μπροστά του ως καταφθάνουν,
έχει απ’ αυτές μεγάλο τις’ όφελος κι ακούνε τις ευχές του.
Μα ο που τις διώξει πεισματώνοντας και τις παραψηφήσει,
πάνε στο γιο του Κρόνου τρέχοντας στο Δία, παρακαλώντας
τη συφορά να στείλει πίσω του, να πάθει, να πλερώσει.»

Μετάφραση Ι.Θ. Κακριδή –Ν. Καζαντζάκη.

Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι τα τόσο κολακευτικά λόγια που απευθύνει ο Οδυσσέας του οποίου η ζωή εξαρτάται από τη νεαρή κοπέλα εκφράζονται στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να επιτύχει το σκοπό της ικεσίας και κρύβουν μεγάλο βαθμό υπερβολής αποσκοπώντας να τη συγκινήσει με μια ρητορική κίνηση captatio benevolentiae (σύλληψη της ευνοίας), δηλαδή για να τον πάρει από καλό μάτι η κοπέλα, να τη συγκινήσει και επομένως να προβεί στις ανάλογες ενέργειες για τη διάσωσή του: παροχή τροφής και ένδυσης αρχικά και στη συνέχεια γνωριμία με πρόσωπα που θα αναλάβουν τη μεταφορά του στην πατρίδα του.

Καταρχήν βέβαια επιχειρεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον της, αν και η σκηνική του παρουσία είναι αρκετή, για τα σύγχρονα δεδομένα, όχι όμως της εποχής εκείνης, γι’ αυτό κρίθηκε απαραίτητη η μεσολάβηση τη Αθηνάς. Και πάλι όμως τα πρώτα λόγια που απευθύνει ο ταλαιπωρημένος ξένος στη βασιλοπούλα αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές της ανθρωπιάς και της καλής ανατροφής της, εφ’ όσον φαίνεται άνθρωπος που έχει και αναγνωρίζει έναν κώδικα ηθικής, στον οποίο η ίδια, αλλά και η κοινωνία της αποδίδει εξαιρετική σημασία.

«Προσπέφτω σου, ώ βασίλισσα, θνητή για αθάνατη είσαι·

άν είσαι απ’ τις αθάνατες που κατοικούν τα ουράνια,
παρόμοια με την Άρτεμη, του μέγα Δία την κόρη,
στην όψη και στ’ ανάστημα και στη μορφή σε κρίνω·
άν είσαι πάλε απλή θνητή, του κόσμου κατοικήτρα,
καλότυχοι, κι ο κύρης σου κι η βλογημένη η μάνα,

καλότυχα τ’ αδέρφια σου, που πάντα στην ψυχή τους
περίσσιας γίνεσαι αφορμή χαράς,και καμαρώνουν
τέτοιο βλαστάρι σα θωρούν μες στους χορούς να μπαίνη.
Μα ακόμα πιο καλότυχος απ’ όλους είν’ εκείνος,
που βγή στα δώρα νικητής, και ταίρι του σε πάρη.

Η επίκληση είναι εξαιρετικά μεγάλη σε έκταση, όπως και η συνολική έκταση της ικεσίας (36 στίχοι συνολικά), πράγμα ασυνήθιστο στις ικεσίες, με μια ολόκληρη σειρά κολακευτικών λόγων που λογικά δικαιολογούνται από την άγνοια της ταυτότητάς της και συμπληρώνονται από ευχές κατάλληλα προσαρμοσμένες στην περίσταση, στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, στην ηλικία του, το φύλο και την κοινωνική θέση του τη συγκεκριμένη εποχή. Στη θέση των χαρακτηριστικών έχουμε μια σειρά κολακευτικών λόγων που εύστοχα λήγουν με την αναφορά στο ζητούμενο από την κοπέλα και που ανταποκρίνεται στο κλίμα και στη διάθεση από την αφύπνισή της μετά το όνειρο που της ενέπνευσε η θεά Αθηνά.

Ακολουθεί η παρομοίωση με το βλαστάρι της φοινικιάς που αποτελεί το αποκορύφωμα των επαίνων, και μέσω της οποίας ο πανέξυπνος βρίσκει την ευκαιρία να της υποβάλλει τη σκέψη ότι ο κυριολεκτικά ξεβράκωτος που βρίσκεται τώρα μπροστά της δεν είναι ένας τυχαίος ή παρακατιανός, αλλά ένας σπουδαίος άνθρωπος που η μοίρα, κοινή για όλους τους ανθρώπους, κάποια στιγμή τον έριξε στα πόδια της. Αυτό του δημιουργεί πρόσφορο έδαφος, αφού διεκτραγωδήσει τα βάσανα που πέρασε για να αφυπνίσει τη συμπόνια της και να διώξει μια πιθανή εντύπωση αλαζονείας, να προβάλλει πια το αίτημα το οποίο διατυπώνεται αναλυτικά και με σαφήνεια, δείχνει άνθρωπο που ξέρει τι θέλει που παρά τη γύμνια του σώματός του περιβάλλεται με πολλές ψυχικές, πνευματικές και ηθικές αρετές. Αυτός που δεν έχει ένα ρούχο να φορέσει και παρουσιάζεται ολόγυμνος μπροστά της χωρίς προσχήματα, εξιδανικεύσεις, προσποιήσεις και ωραιοποιήσεις που δεν έχει πού την κεφαλή κλίναι αυτή τη στιγμή που κρίνεται η ζωή του δεν ξεχνά ότι δεν υπάρχει μόνο αυτός: κρατά μια καλή κουβέντα, μια ευχή για την κοπέλα που βρίσκεται απέναντί του, μιας και δεν έχει ο ίδιος τίποτα να της ανταποδώσει τη χάρη που της ζητά, απευθύνεται στους θεούς να το κάνουν εκ μέρους του. Με αυτό είναι σα να τερματίζει ουσιαστικά και την υποχρέωση του ήρωα απέναντι στην κοπέλα, καθώς όποια ευεργεσία της αξίζει για την καλή της πράξη μπορεί να τη διεκδικήσει μόνο από τους θεούς. Η συγκεκριμένη ευχή μάλιστα ξεκαθαρίζει ότι ξεχωρίζει τη ζωή του από τη δική της, ιδιαίτερα με το στίχο άντρα και σπίτι και καλή καρδιά αναμεταξύ σας. Αυτό όμως ίσως τροφοδοτήσει ασύστατες προσδοκίες ή κοριτσίστικα όνειρα που αυτή τη μέρα οι θεοί παίζουν ένα άσχημο παιχνίδι εις βάρος της για να επιτύχουν τους σκοπούς τους, αφυπνίζοντας την ίδια ερωτικά. Το μόνο τελικά που θα διεκδικήσει η ίδια από τον ήρωα τη μία και μοναδική φορά που θα τον συναντήσει στο παλάτι είναι η υστεροφημία, που μπορεί να συνοδεύεται και από άλλες ανέκφραστες προσδοκίες.

«Γειά σου, χαρά σου, ξένε μου, και σα βρεθής στη γής σου
να με θυμάσαι, που τη ζωή χρωστάς σ’ εμένα πρώτη.»

Ο Οδυσσέας δεν της χάρισε την υστεροφημία, σίγουρα πάντως την κέρδισε από τον ποιητή, ενώ ο αναγνώστης την αναγνωρίζει ως μια από τις πιο συμπαθητικές και αγαπητές μορφές της Οδύσσειας και ολόκληρου το ομηρικού έργου. Αν κέρδισε κάτι από τις σιωπηλές διεκδικήσεις της από τον Οδυσσέα, μένει βέβαια ένα ερώτημα αναπάντητο, για το οποίο απάντηση μπορεί να δώσει μόνο η … σιωπή του ίδιου του Οδυσσέα, που αναφερόμενος στα πρόσωπα που καθόρισαν την επιστροφή του αποσιωπά σκόπιμα το όνομά της, και όχι φαντάζομαι ως ανάξιο να αναφερθεί.

Κι εσένα οι θεοί να δώσουνε ό,τι ζητάει η ψυχή σου,
άντρα και σπίτι και καλή καρδιά αναμεταξύ σας,
που άλλο στη γής καλύτερο και πιο λαμπρό δεν είναι,
παρά μιά γνώμη να ‘χουνε γυναίκα κι άντρας πάντα
στο σπίτι, να λυπούνται οχτροί, να καμαρώνουν φίλοι,

και το καλό τους τ’ όνομα να συχνακούνε εκείνοι.»

Γιατί η παρουσία της Ναυσικάς αποτελεί πειρασμό και μάλιστα το σημαντικότερο απ’ όσους έχει συναντήσει ο ήρωας; Πρώτα πρώτα γιατί δεν τον διεκδικεί ή δεν του επιβάλλει την παρουσία της δια της βίας ή δεν απαιτεί για τη βοήθειά της αντάλλαγμα κάποιες υπηρεσίες του. Είναι η γνήσια αγάπη ανάλογη προς την χριστιανική σε βάθος και ποιότητα που προσφέρεται χωρίς απαιτήσεις και ανταλλάγματα. Δεν κρύβει υστεροβουλία και συμφέρον και κατά αυτή την έννοια είναι η πλέον αγνή. Για την περίπτωση της Ναυσικάς πρόκειται για την πρώτη περίπτωση που αντίκρισε με διαφορετικά μάτια έναν εκπρόσωπο του άλλου φύλου προετοιμασμένη από το όνειρο της Αθηνάς που της έκανε λόγο για γάμο.

Η δροσιά της ηλικίας, η αγνότητα της παρθενίας, αν και ως όρος δε δηλώνεται στο ποίημα, εκτιμάται όμως από τον αναγνώστη μεταγενέστερων εποχών, η παιγνιώδης και χαρούμενη ατμόσφαιρα που έρχεται σε έντονη αντίθεση με την απεγνωσμένη κατάσταση του Οδυσσέα που επιζητά την επιβίωση μεγεθύνουν στα μάτια του την αξία και την ομορφιά που έχει απέναντί του.

Θα μπορούσε βέβαια να αντιτείνει κανείς ότι οι ήρωες δε διαθέτουν την ελευθερία της βούλησής τους, καθώς η Αθηνά έχει σκηνοθετήσει τη συνάντηση των προσώπων για να βοηθήσει τον προστατευόμενό της. Ως εδώ όμως. Η ελευθερία του ήρωα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί ή όχι τις ευκαιρίες που φέρνει μπροστά του η θεά. Θα μπορούσε εκείνο το ίδιο βράδυ να δεχτεί την πρόταση γάμου που του απευθύνει γεμάτος εκτίμηση κιόλας από τη σύντομη γνωριμία του ο βασιλιάς Αλκίνοος, κερδίζοντας όχι μόνο μια δροσερή κοπέλα ως σύζυγο αντί μιας γερασμένης Πηνελόπης , αλλά και πολλά άλλα πλεονεκτήματα: ένα ακμάζον βασίλειο και οικονομικά με κοινωνική και πολιτική οργάνωση, όπου δε φαίνεται η εξουσία του Αλκίνοου να απειλείται από τους άρχοντες, αλλά βρίσκεται σε μια αγαστή συνεργασία μαζί τους, και μια κοινωνική ζωή στερεωμένη σε ηθικό δίκαιο. Η οργανωμένη κοινωνία προβάλλεται έντονα μέσα από την αντιπαραβολή της προς την κοινωνία των Κυκλώπων. Αυτό που έχει μπροστά του ο Οδυσσέας, το γνωστό, δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα και κανένα κίνδυνο, γι’ αυτό το λόγο δεν έχει και κίνητρο να αγωνιστεί ένας άνθρωπος που έδωσε το όνομα του σε ένα κείμενο που έγινε πλέον συμβολικό: ο άνθρωπος των αγώνων, που υπερβαίνει τα εμπόδια, που τίποτα δεν του προσφέρεται, αλλά το κερδίζει με τις σωματικές ή νοητικές του δυνάμεις, θα έχανε την ταυτότητά του και την υπόστασή του, αν έμενε εκεί.

Αντίθετα επιλέγει να συνεχίσει το ταξίδι μέχρι τέλους, το ταξίδι στο άγνωστο, όπου έχει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του για να κερδίσει τα πάντα, καθώς όλα είναι αμφισβητήσιμα και τίποτε δεδομένο, από την οικογένειά του, πρώτα πρώτα τη σύζυγο, μέχρι την περιουσία και το βασίλειο, από τα οποία μπορεί να κριθεί και η ίδια του η ζωή.

Αν αυτή την τελευταία στιγμή, στο παρά πέντε της επιστροφής του στην πατρίδα, εμφανίζεται ο πειρασμός, είναι για να επαναξιολογήσει την απόφαση που πήρε, την απόφαση του αγώνα, της εγρήγορσης και όχι της επανάπαυσης και του εφησυχασμού. Έτσι δικαιώνεται ο ρόλος του ανθρώπου, που απαντά πρόθυμα «παρών» στις δυσκολίες, που κλείνει την πόρτα στο εύκολο, στο γνωστό, στο δεδομένο, στη στασιμότητα. Κατ’ αυτή την έννοια ο Οδυσσέας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρώτος φιλόσοφος, που δέχεται να ξεκινήσει από το μηδέν και να αποκτήσει με τις όποιες ψυχοσωματικές δυνάμεις διαθέτει τα σκοπούμενα αγαθά. Διατηρεί την ελευθερία επιλογής του, λέγοντας «όχι» σ΄ αυτά που του επιβάλλονται, προσπερνώντας πολλά εμπόδια, αρνούμενος αγαθά για τα οποία άλλοι θα έτριβαν τα χέρια τους από ευχαρίστηση, και με καθυστέρηση δέκα ετών αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του αποδεχόμενος το όποιο τίμημα. Η παρουσία της Αθηνάς δίπλα του και του Ποσειδώνα εναντίον του φανερώνουν την πίστη του ποιητή στον ανθρώπινο ήρωά του που μπορεί να υπερβαίνει δυνάμεις ανώτερες από εκείνον ή να συνεργάζεται με αυτές χωρίς να στερείται την ελευθερία του.

Το ομηρικό πρόβλημα ανακύπτει σε κάθε μας βήμα: αν πρόκειται για το πρώτο ελληνικό λογοτεχνικό κείμενο προϋποθέτει ένα πολύ υψηλό επίπεδο πνευματικής εξέλιξης σε όλους τους τομείς πέραν του καθαρά λογοτεχνικού: ανθρωπογνωσίας ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, πολιτικής, φιλοσοφίας.

Και βέβαια πρέπει να σκεφτούμε ότι η επίτευξη ενός στόχου γίνεται πιο ενδιαφέρουσα και πιο γοητευτική όταν το τίμημα, η θυσία, το αντίτιμο έχει αξία. Ο Οδυσσέας προσπέρασε χωρίς δυσκολία την πρόταση της αθανασίας, που αποτελεί το σημαντικότερο αγαθό που απαρνήθηκε. Το επόμενο που θα μπορούσε να επιθυμήσει στα ανθρώπινα πια πλαίσια είναι μια ευνομούμενη κοινωνία. Αυτή του προσφέρθηκε και την αρνήθηκε. Έτσι ο σκοπός που προτίμησε αίρεται σε επίπεδο υψηλότερο απ’ αυτό, κι ας πρόκειται για ένα όχι ιδιαίτερα εύφορο νησί, αλλά κακοτράχαλο χωρίς αμαξιτούς δρόμους, έστω και αν πρόκειται να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να διώξει τους μνηστήρες για να διεκδικήσει τη σύζυγό του , αν δεν είναι κιόλας πολύ αργά. Αρνείται τα πάντα για να αγωνιστεί για το τίποτα που για κείνον σημαίνει τα πάντα.

«Ο Οδυσσέας στο ποτάµι» του Τάκη Σινόπουλου

Ένα φεγγάρι ολονυχτίς ταξίδευε
πάνω στην ασηµένια σου χορδή
ποτάµι σιγανό
ποτάµι

Ήσυχος ήλιος τώρα απλώνεται στη γη
ζεσταίνει το αίµα σου µε φως.
Ύστερα θάρθει το κορίτσι το αλαφρό
θα κρούσει φωτεινές παλάµες
η πέτρα του ύπνου θα κυλήσει από τα µάτια σου
θα σηκωθείς µέσα στην πρασινόλευκη σιωπή
κι οι νύµφες θα τροµάξουνε
θα φύγουν στην κοιλάδα γοργοπόδαρες
και το κορίτσι τ’ άσπρο θάναι δροσερό
σα δέντρο κάτω από το φως
πιο πέρα τ’ άλλα δέντρα κι η σιωπή
θα στρίψουν θα κοιτάξουν
το δέντρο µε το φόρεµα της άνοιξης
να σκύβει ατάραχο ν’ αγγίζει το ποτάµι
την ασηµένια σου χορδή
ποτάµι σιγανό
ποτάµι

Μα εσύ µιλώντας τώρα εµπρός στο Βασιλιά
– και τ’ άσπρο δέντρο ακούγοντας στα δώµατα.
Μιλώντας µε τον τρόπο που µιλούν
οι ζωντανοί θυµήσου.
Στη θάλασσα οι πνιγµένοι ταξιδεύοντας
γυρεύουν την πατρίδα τους κι όλο κοιτάνε κάτω

ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ
Απόψε μέτρησα για σένα χίλια μίλια
λευκό χαρτί μες στης αγάπης την μποτίλια,
το φως που ρίχνει η κάμαρά σου στην αυλή σου,
για μένα είναι σινεμά του παραδείσου.

Χίλια τα πλάνα σου, τα χρώματα κι οι τόποι,
Ελένη, Κίρκη, Ναυσικά και Πηνελόπη
μια χαραμάδα άνοιξέ μου να περάσω
μ’ένα σου τρικ να ψωνιστώ και να ξεχάσω

Είν’η καρδιά μου φτερωτή σε άδειο μύλο,
φύσα ουρανέ μου κι όταν σβήσει ο παλμός,
θα’ναι για σένα που θα ζω σε αιώνιο κύκλο
ατμός, βροχή, ποτάμι, θάλασσα κι ατμός.

Βάφει η σελήνη τα βουνά κι εσύ τα χείλη,
μ’άρωμα ψέμα μου ποτίζεις το μαντήλι,
κι ύστερα φεύγεις με αυτόματο πιλότο,
κάποιο κρυμένο θησαυρό να βρείς στο Νότο.

Τόσα ταξίδια σε κορμιά ψυχές και τρένα,
τόσα τραγούδια σε παράθυρα κλεισμένα,
σαν τους φαντάρους που ξεχνούν τη μοναξιά τους,
μ’ένα φτηνό τραντζιστοράκι στη σκοπιά τους.

>Σκεπτικισμός: η αμφιβολία για τη δυνατότητα της γνώσης. Συνέπειες του σκεπτικισμού

Απρ 20107

>Ο σκεπτικισμός είναι τα πνευματικά γηρατειά: προσπάθησες, αγωνίστηκες, έψαξες και δε βρήκες αυτό που έψαχνες. Απογοητευμένος λες δεν υπάρχει. Κουβαλά όμως την ωριμότητα και τη σοφία μιας ζωής.

Η εποχή της ενεργούς δράσης τελείωσε. Πίσω από το νεανικό ενθουσιασμό και την παρορμητικότητα, την ευκολία που μεταφράζεται σε αλαζονεία της παντογνωσίας. Ο ρωμαλέος δυναμισμός που όμως επισκιάζει τις διεργασίες που αργά και υπομονετικά έγιναν κάτω από την εντυπωσιακή επιφάνεια.. Οι ανήσυχες διαταράξεις που προκαλούν οι φλόγες Ένα προπέτασμα καπνού όμως προϋποθέτει πάντα μια φωτιά που υποβόσκει. Στο τέλος θ’ αφήσει τη χόβολη, το ήρεμο καταστάλαγμα της θέρμης και της ισορροπίας. Τώρα είναι καιρός για ισορροπία και αρμονία.

Αλλά τι οδήγησε στο «όχι», την άρνηση και την απόρριψη;
Ο σκεπτικισμός τα ’χει δει όλα:κι απ’ την καλή και απ΄ την κακή, κι από μέσα κι απ΄ έξω. Δεν μπορεί γι΄ αυτό ν΄ απαντήσει με μιας. Λέει «ξαναδές τα». Μια άλλη, προσεκτική ματιά, θα δείξει ότι δεν μπορεί να υπάρξει η μονομέρεια της μιας πλευράς.

1. απόρριψη της δυνατότητας της γνώσης

Η απόρριψη της δυνατότητας της γνώσης αυτομάτως σημαίνει και απόρριψη και κατάργηση των φορέων της (θρησκεία, επιστήμη).

Και ενώ στην περίπτωση της θρησκείας θα μπορούσε ίσως κάποιος να νιώσει ανακούφιση από την απελευθέρωση του καταπιεστικού δόγματος, δε μπορεί παρά να αισθανθεί και την ανασφάλεια που δημιουργεί η αφαίρεση του τάπητα κάτω από τα πόδια, η έλλειψη του πατρικού στιβαρού ώμου να στηριχτεί και να λύσει τις όποιες απορίες.

Σημαίνει όμως ταυτόχρονα και κατάρριψη της επιστήμης, αφού η επιστημονική γνώση θεωρείται ως η πιο έγκυρη. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος εγκαταλείπεται με άδεια χέρια και δεν έχει πια τα μέσα και τους τρόπους να βοηθήσει τον εαυτό του σε κανένα πεδίο της επίγειας ζωής του. Είναι το γκρέμισμα όσων ο άνθρωπος έχτισε αιώνες και χιλιετίες επίπονης προσπάθειας και φέρει το όνομα της συνύπαρξης στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης: πολιτισμός. Μόνος και αβοήθητος ο άνθρωπος μη έχοντας πια εμπιστοσύνη στον εαυτό του (επιστήμη), αλλά και σε κανένα υπερβατικό ον (θρησκεία) βρίσκεται σε πραγματικά δεινή θέση.

2.η ψυχολογική στάση της απάθειας και της αδράνειας

Η ψυχολογική στάση της απάθειας και της αδράνειας που υποστηρίζει ο πυρρωνισμός έρχεται να αποκαλύψει έναν απογοητευμένο, κουρασμένο και γερασμένο πνευματικά οργανισμό που δεν έχει το κουράγιο ν’ αγωνιστεί σ’ έναν κόσμο τον οποίο δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει. Προσμετρώντας τις γνωσιολογικές του δυνάμεις και βρίσκονται τις λιγοστές, ανίσχυρες ή και ανύπαρκτες, τηρεί στάση «εποχής» από όλους τους τομείς της δημιουργικής δράσης. Αυτή η στάση όμως δεν προάγει τη ζωή του, δεν την οδηγεί σε πρόοδο, αλλά με μαθηματική ακρίβεια οδεύει στην παρακμή, στο τέλμα, στο θάνατο. Και ιστορικά ο πυρρωνισμός ήταν ο γνωσιολογικός θάνατος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, που γηρασμένη και απογοητευμένη γέρνει στη δύση της.

Η κατάρριψη του δογματισμού προσμετράται ως το μοναδικό, αλλά ισχυρό ταυτοχρόνως πλεονέκτημα του σκεπτικισμού. Ωθεί στην απομάκρυνση από το στείρο εφησυχασμό σε παγιωμένες θέσεις και αντιλήψεις που δεν προάγουν την έρευνα και αναζήτηση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην πολυφωνία, στον πολύπλευρο φωτισμό και επομένως στη σφαιρική και ολοκληρωμένη παρουσίαση ενός θέματος. Μ’ αυτό τον τρόπο ο σκεπτικισμός ανοίγει αμέτρητους δρόμους και πλαταίνει τους πνευματικούς ορίζοντες.. Αναγκάζει εξάλλου σε επανεξέταση του κατεστημένου, του δεδομένου και της αυθεντίας, όροι που δεν έχουν πια νόημα. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση, καθώς έχει βγει από το δογματικό λήθαργο, ο οποίος του δημιουργούσε παρωπίδες και του περιόριζε τον κόσμο ή τον ανάγκαζε να τον βλέπει με χρωματιστά γυαλιά. Έτσι ο άνθρωπος απελευθερώνεται από τα δεσμά της προσωπικής συνήθειας και του βολέματος, της ψυχολογικής αίσθησης ασφάλειας, αλλά και των παραγόντων που θα επιθυμούσαν την ιδιοτελή χειραγώγησή του για να επιτύχουν τους σκοπούς τους. (πολιτικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς).

>Η αμφισβήτηση της επιστήμης – Χιουμ

Απρ 20107

>O Χιουμ αμφισβητεί στην επιστήμη τη δυνατότητα να προσφέρει αξιόπιστη, έγκυρη και αντικειμενική γνώση, και συνακόλουθα να αποτελέσει οδηγό του ανθρώπου στην προσπάθειά του να προσεγγίσει το μέλλον.

Κατά την άποψή του, τα επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται η επιστήμη για να καταλήγει σε λογικά συμπεράσματα είναι ανύπαρκτα και ό,τι η επιστήμη ονομάζει επιχείρημα (δηλαδή μια σειρά προτάσεων συνδεδεμένων λογικά μεταξύ τους χωρίς χάσματα με ένα αναγκαίο δεσμό), δεν αποτελεί για εκείνον παρά μια συνήθεια, ένα είδος συναισθήματος.

Όλοι οι πιθανοί συλλογισμοί, όλη η λογική διαδικασία που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα, για εκείνον είναι ανύπαρκτοι, εφόσον δέχεται μόνο πληροφορίες που του φέρνουν οι αισθήσεις του, ιδέες, και τίποτα περισσότερο. Και όπως στη μουσική και στην ποίηση ακολουθούμε το γούστο μας, το ίδιο, ισχυρίζεται, πρέπει να ισχύει και στη φιλοσοφία, όπου πρέπει να ακολουθούμε το γούστο μας στις ιδέες: εφόσον δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε ένα αναγκαίο δεσμό που να συνδέει τα αισθητά αντικείμενα ούτε ισχύει κάποια αρχή, νόμος της φύσης, μόνο η συνήθεια, υποστηρίζει, είναι εκείνη που πρέπει να μας οδηγεί σε συμπεράσματα για τη σχέση τους.

Με βάση τα παραπάνω, αφού δεν ισχύει κανένας νόμος, δεν υπάρχει και αναγκαία σχέση και μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Ό,τι παρατηρήσαμε ότι ίσχυε στο παρελθόν, δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι θα ισχύει και στο μέλλον.

Επομένως, αν αρνηθούμε στην επιστήμη τη δυνατότητα της επαγωγικής μεθόδου, τη δυνατότητα από τα γνωστά να αποφαίνεται και για τα άγνωστα, από τα γνωστά στοιχεία του παρελθόντος να αποφαίνεται για το άδηλο μέλλον, αυτό το μέλλον κάτω από τέτοιες συνθήκες φαντάζει σκοτεινό και αόριστο, φοβερό και απειλητικό. Η κατάρριψη της επαγωγικής μεθόδου αφαιρεί από την επιστήμη το μεθοδολογικό της υπόβαθρο και για τον άνθρωπο που στηριζόταν στην επιστημονική γνώση σημαίνει μια κατακόρυφη πτώση από ύψος χιλιάδων ποδιών στο κενό.

Η επαγωγή ξεκινώντας από τη γνώση μας για τα επιμέρους, τον περιορισμένο χώρο, πετυχαίνει με το άπλετο φως του να φωτίσει έναν απέραντο χώρο. Ό,τι παρέμενε σκοτεινό και άγνωστο, γίνεται οικείο, προσιτό, προσεγγίσιμο και προβλέψιμο. Δε χρειάζεται να έχεις τη μαντική δύναμη του θεόπνευστου μάγου ή του ίδιου του θεού για να μπορείς να προσδιορίζεις το μέλλον. Αρκεί η γνώση και η εφαρμογή των βασικών όρων της λογικής διαδικασίας, του συλλογισμού για να το επιτύχει ο καθένας από μας. Με την ξαστεριά του πνεύματός του κατάφερε να απαλλαχθεί από φόβους, προκαταλήψεις, να ξεφύγει από εκμεταλλευτές της άγνοιάς του, ώστε στηριζόμενος με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του να μπορεί να ατενίζει με ελπίδα και αισιοδοξία το μέλλον.

Έτσι για παράδειγμα η Δομική Ιστορία θέτει τις επιστημονικές μεθόδους στην υπηρεσία του ανθρώπου, όταν αναζητώντας το γιατί, την αιτία, ως το βασικό στοιχείο για να εξηγήσει ικανοποιητικά και σε βάθος, ολόπλευρα, το ιστορικό γεγονός και εφαρμόζοντας επαγωγικά κάποιους νόμους, επιχειρεί να επαναληφθούν στο μέλλον θεμιτές ενέργειες του παρελθόντος ή να αποφευχθούν ανεπιθύμητες. Οι κερδηθείσες γνώσεις, όχι μόνο στην ιστορία, αλλά σ΄ όλες τις κοινωνικές επιστήμες, τίθενται στην υπηρεσία του ανθρώπου, για την καλυτέρευση της ζωής του,(αλλά και για το αντίθετο).

Η επιστήμη αποδεσμεύει τον άνθρωπο από την υποχρέωση και εξάρτηση σε κάποιο ανώτερο, άγνωστο και απρόσιτο ον (ενόραση), του οποίου τη δύναμη δεν μπορεί να προσεγγίσει, ώστε η ανασφάλεια και ο φόβος απέναντί του αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την πρόοδό του. Τον προστατεύει επίσης από τον κίνδυνο επιτηδείων που εκμεταλλεύονται την έμφυτη επιθυμία του για τη γνώση, οι οποίοι παρουσιάζονται ως χαρισματικοί κάτοχοί της και επομένως σωτήρες του.

Για αιώνες ολόκληρους ο άνθρωπος αξιοποιώντας τις προηγούμενες γνώσεις (της επιστήμης) μπορεί κάθε φορά να κάνει ένα βήμα πιο πέρα από εκεί που οι προηγούμενοι είχαν σταματήσει, κερδίζοντας έτσι συνέχεια έδαφος. Κάθε νέα γνώση με τη σειρά της και με την ίδια διαδικασία αποτελεί το εφαλτήριο για άλλες προσεγγίσεις και κατακτήσεις του ανθρώπου. Έτσι η επαγωγή χαρίζει στην επιστήμη το όχημα που με ιλιγγιώδη ταχύτητα διανύει την απόσταση που τη χωρίζει από τη γνώση. Η αλήθεια και η εγκυρότητα που επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτό είναι απόλυτη, τηρουμένων των αναγκαίων όρων του συλλογισμού.

Σ΄ αυτή τη διαδικασία προσέγγισης της γνώσης ο Χιουμ βάζει τροχοπέδη. Κάθε προηγουμένως αποκτηθείσα γνώση παρουσιάζεται μάταιη και ανώφελη, αφού δεν μπορεί να συμβάλλει στην περαιτέρω απόκτηση γνώσεων. Η αμφισβήτηση της γνωστικής δυνατότητας που μας παρέχει η επιστήμη δεν αναιρεί απλώς την επιστήμη, αλλά στερεί εξολοκλήρου στον άνθρωπο τη δυνατότητα του να γίνει ο ίδιος ο κατακτητής, κάτοχος και διαχειριστής της γνώσης του.

Από την άλλη πλευρά όμως η επιστημονική γνώση ως καρπός των περιορισμένων ανθρώπινων δυνάμεων υπόκειται σε ελλείψεις, αδυναμίες και ο σκεπτικισμός του Χιουμ, αν δεν ήταν ακραίος, την προσγειώνει και την καθιστά επιφυλακτική. Την προτρέπει να εργάζεται με προσοχή, να ασκεί την αυτοκριτική της, να επισημαίνει τα λάθη της και να διορθώνεται.

Είναι όμως η γνώση που μας παρέχει η επιστήμη απόλυτη; Έχει φτάσει σ΄ αυτό το επίπεδο κατακτήσεων; Κι αν δεν το έχει καταφέρει μέχρι τώρα, έχει τις προϋποθέσεις να το καταφέρει στο μέλλον; Είναι στο πλαίσιο των ανθρώπινων δυνατοτήτων κατακτήσει τη γνώση, ή αυτό οφείλεται στη χάρη ενός ανώτατου όντος να τον κατακτήσει κοινωνό της θείας γνώσης;

>Φιλοσοφία

Απρ 20107

>Φιλοσοφία: μια κυρία 2,5 χιλιάδων χρόνων και περισσότερο, γηραιά όσο και νέα, σοφή λόγω της ηλικίας, αλλά και δροσερή, καθώς συνεχώς ανανεώνεται με νέα στοιχεία και απόψεις που έρχονται να προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες και να ταράξουν τα γαλήνια νερά της σκέψης μας που γι’ αυτό το λόγο δεν αφήνονται να βαλτώσουν.

Μια κυρία που το πρώτο συνθετικό της δηλώνει ότι είναι φιλική και αγαπητή, αλλά και ότι η ίδια αγαπά ό,τι σημαντικότερο χαρακτηρίζει τον πνευματικό άνθρωπο: τη σοφία , τη γνώση, αρκεί να μην κάνει κάποιος το λάθος να νομίζει ότι είναι μια κυρία μόνο λόγων, αλλά να θεωρήσει δεδομένη τη συνύπαρξη θεωρίας και πράξης. Μια κυρία μυστηριώδης και απρόσιτη, αλλά και πάντα θελκτική και ελκυστική, που σε αναγκάζει να εισέλθεις στην τροχιά και στη δίνη πολλές φορές του στοχασμού της, που σου προκαλεί ζάλη με τον πλουραλισμό και τις αντιμαχόμενες απόψεις, που δε σε αφήνει σε ησυχία προκαλώντας ζωηρό και ανήσυχο οίστρο στη σκέψη, που σε ξεσηκώνει και σε προστατεύει από τον εφησυχασμό και τον πνευματικό μαρασμό. Χωρίς αυθεντίες να σε αποθαρρύνουν, σε καλεί να μπεις και εσύ στον κόσμο της, να δοκιμάσεις την τύχη σου, να πεις την άποψή σου υποσχόμενη ότι ο χρόνος θα είναι αυτός που θα κρίνει την αξία της άποψής σου.

Το εναρκτήριο ερέθισμα για να αρχίσει το γοητευτικό ταξίδι της φιλοσοφίας είναι ο θαυμασμός, η απορία, το ερώτημα, που θα μεταφραστεί σε προβληματισμό, αναζήτηση, έρευνα. Μ’ αυτά το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από το χώρο του γνωστού, του δεδομένου και αυτονόητου, αυτού που πραγματικά υφίσταται, στο χώρο του αγνώστου, αυτού που θα μπορούσε να υφίσταται. Στο χώρο της φιλοσοφίας το γνωστό, το πολυσυζητημένο, το τετριμμένο το αντιμετωπίζεις ως άγνωστο, καινούριο, παρθένο, σα να το αντικρίζεις για πρώτη φορά.

H αρχή για ένα ταξίδι σε άγνωστες θάλασσες, πελάγη, κι άλλες φορές αρχιπελάγη κατάστικτα από νησιά: εκείνα των φιλοσοφικών απόψεων. Δεν ξέρεις ποιο απ’ όλα να επιλέξεις για να προσαράξεις λυτρωτικά, να ξεκουραστείς από την επίπονη περιπλάνηση, αλλά δε θέλεις να στερηθείς και την εμπειρία να γνωρίσεις νέους νοητικούς κόσμους. Σίγουρα θα έχανες πολλά με μια βιαστική προσάραξη στο πρώτο λιμανάκι που θα έβρισκες μπροστά σου, επειδή κουράστηκες νωρίς ή βαρέθηκες ή οι απαιτήσεις σου ήταν μικρές. Ο Οδυσσέας του Ομήρου ακούραστος, με όποιο τίμημα, ρισκάρει την περιπλάνηση στους άγνωστους χώρους σε μια πορεία με συγκεκριμένο σκοπό: την Ιθάκη. Ο Οδυσσέας της φιλοσοφικής περιπλάνησης δε γνωρίζει καν τον προορισμό του ταξιδιού του, το ον, την πραγματικότητα και τη γνώση της: την αλήθεια. Αποφασίζει και επιλέγει σαν τον Καβαφικό Οδυσσέα ότι έχει μεγαλύτερη σημασία το ταξίδι από την άφιξη. Με το φανάρι του νοητικού φέγγους ανά χείρας αναζητούμε άνθρωπο, Θεό, εξωτερικό κόσμο, την αρχή και το τέλος, την αλήθεια και το ψέμα, δυνάμεις πέρα και έξω από μας ή αποκλειστικά μέσα μας.

Μέσα από το διάλογο και την πολυφωνία άπειρες απόψεις διατυπώνονται που καταρρίπτουν το μονόπλευρο εγωκεντρισμό και οξύνουν τη σκέψη Ο φιλοσοφικός στοχασμός γίνεται έτσι το κλειδί που κλειδώνει την πόρτα στο δογματισμό, στις προκαταλήψεις και στη μυωπική αυθεντία που περιορίζει το νοητικό ορίζοντα, και ανοίγει την πύλη που προάγει τη γνώση, καθώς άπειροι κόσμοι, νέοι, πρωτόγνωροι ανοίγονται μπροστά μας. Κι όσο κι αν μας ξαφνιάζει, για πρώτη φορά ακούμε ότι είναι σημαντικότερο να ρωτάς παρά να απαντάς. Γιατί η ερώτηση είναι μία και συγκεκριμένη, ενώ οι απαντήσεις πολλές και αβέβαιες.

Όλα γύρω μας, μέσα μας αλλά και πέρα από μας, εκεί που δε φτάνουν οι αισθήσεις παρά μόνο η σκέψη και η φαντασία μας, προσεγγίζονται –λες- για πρώτη φορά, δέχονται μια νέα ματιά εξέτασης: σα να τα βλέπουμε για πρώτη φορά, σα να είναι η πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας σ΄ αυτό τον κόσμο και γεμάτοι θάμβος και θαυμασμό, αλλά ταυτόχρονα με έκπληξη και απορία, ως μύωπες προσπαθούμε να ξεδιαλύνουμε τα σκοτάδια του άγνωστου ή να κοιτάξουμε επιτέλους προσεκτικά εκείνο που καθημερινά προσπερνούσαμε ρίχνοντας απλά επάνω του μια αδιάφορη βιαστική ματιά.

Μια γοητευτική πορεία νοητικής περιήγησης σ΄ ένα κόσμο που «ξανακαινουριώνει», γίνεται πάλι φρέσκος και δροσερός, καινούριος, ή πρωτόγνωρος, καθώς θα μπαίνουμε «σε λιμένας πρωτοϊδωμένους». Με μόνα εφόδια εκείνα που βρίσκονται μέσα και πάνω μας, ως πρωτόπλαστοι, χωρίς «τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας , το θυμωμένο Ποσειδώνα», «αν μένει η σκέψις υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει» έχουμε πιθανότητα να βρούμε επιτέλους ο καθένας την Ιθάκη του.

Θα πρέπει βέβαια να είμαστε προετοιμασμένοι ότι, μετά απ’ αυτό το ταξίδι, τίποτε δε θα είναι το ίδιο. «Για να γνωρίσεις καινούριες θάλασσες, θα πρέπει να είσαι διατεθειμένος ν’ αφήσεις την ασφάλεια του μικρού γνώριμου λιμανιού». Το οικοδόμημα που μέχρι στιγμής έχεις κτίσει, θα πρέπει να είσαι αποφασισμένος να το γκρεμίσεις για να φτιάξεις άλλο στη θέση του, ή κι αν ακόμα το ξανακτίσεις ίδιο, θα ξέρεις πια από τι υλικά είναι κατασκευασμένο και θα είναι αυτό που συνειδητά έχεις επιλέξει και δεν το βρήκες τυχαία.

Αλλά όλα αυτά προϋποθέτουν μια ισχυρή επιθυμία να θυσιάσεις τη βόλεψη και τον εφησυχασμό προς χάριν μιας συνειδητής θεώρησης.

Στη διάρκεια αυτής της περιήγησης, ή και περιπλάνησης, ίσως χρειαστεί να έρθουμε αντιμέτωποι με ανθρώπους, θεωρίες και θεσμούς. Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε με την επιθετική γλώσσα της εποχής μας, η φιλοσοφία -ή για να είμαστε πιο ακριβείς κάποιοι φιλόσοφοι, όπως ο Χιουμ- δυναμιτίζουν με τις ιδέες τους ολόκληρο το δημιούργημα της επιστήμης: η επιστημονική γνώση, που θεωρείται η μεγάλη κατάκτηση του ανθρώπου και που ουσιαστικά αποτελεί το ήμισυ του ανθρώπινου πολιτισμού, γίνεται απλά ένα τσαλακωμένο χαρτί στο καλάθι των αχρήστων. Αλλά και ο θεός για κάποιους φιλοσόφους έχει πεθάνει ή δε δημιουργήθηκε ποτέ -ή ακόμα κι αυτό- είναι δημιούργημα του ίδιου του ανθρώπου, που με τον τρόπο αυτό υψώνεται ο ίδιος στη θέση του θεού.

Επιστήμη και θρησκεία, φυσική και μεταφυσική είναι χώροι στους οποίους πρέπει να εισβάλλουμε. Ποια είναι αλήθεια τα όρια του ανθρώπου, του κόσμου της φύσης; Είναι πεπερασμένα ή άπειρα; Υπάρχει ένα οριστικό τέλος που συντελείται με το θάνατο του υλικού σώματος ή υπάρχει και πέρα από αυτό το ορόσημο; Το πρώτο θα σήμαινε ότι εξαντλούμε όλες τις δυνάμεις και τα περιθώρια μας σ’ αυτή τη ζωή, το δεύτερο δίνει διέξοδο στη ματαιοδοξία του ανθρώπου να είναι αθάνατος, αλλά και ελπίδα να αντέξει τη ζωή. Ούτως ή άλλως τίποτε δεν μπορεί να μείνει κρυφό, σκοτεινό και ανεξέταστο, αν θέλουμε να βγούμε από τη διαδικασία αυτή με ένα νέο πρόσωπο.

Ένα ταξίδι που υπόσχεται δυνατές συγκινήσεις, αλλά και πολλές ανατροπές.

Προσδεθείτε γερά! Η απογείωση αρχίζει…

>σπήλαιο του Σκοτεινού ή της Αγίας

Απρ 20107

>
Σε απόσταση 1500μ. ΒΔ του χωριού Σκοτεινό που απέχει 22.5 χλμ. από Ηράκλειο ευρίσκεται το λατρευτικό σπήλαιο της Αγ. Παρασκευής, σπήλαιο με έντονο τουριστικό ενδιαφέρον. Η Σπηλιά του Σκοτεινού είναι μια απ’ τις πιο σημαντικές ιερές σπηλιές στην Κρήτη και μια απ’ τις πιο βαθιές. Έχει βάθος 160 μέτρα και πλάτος 36 μέτρα, με συνολική έκταση περίπου 2.500τμ. και τουριστική διαδρομή 450μ .

Αναλυτική περιγραφή

–Μετά την είσοδο υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα ο «Μέγας Ναός» (με μήκος 130μ. πλάτος 33μ. και ύψος 30μ.) όπου απαντώνται εντυπωσιακά συμπλέγματα σταλαγμιτών και σταλακτιτών.

–Η επόμενη αίθουσα, ο «Βωμός» είναι μικρότερη σε διαστάσεις (24×8,5×25) και υπάρχουν ενδείξεις ότι γίνονταν θυσίες.

– Στο άκρο αριστερά της πρώτης αίθουσας, κάθοδος οδηγεί στο «Άδυτον», θάλαμο διαστάσεων 15×8×3μ.

– Από αυτόν ανηφορικός διάδρομος οδηγεί από άλλη έξοδο στην πρώτη αίθουσα.

–Μεταξύ Βωμού και Αδύτου διάδρομος 12μ. καταλήγει στην «Αίθουσα Λατρείας» (12×12×14) που μοιάζει με θόλο και έχει θεαματικό φυσικό διάκοσμο.

–Άνοδος 4μ. οδηγεί στην «Αίθουσα Προσευχής»

– και τέλος ανοίγεται μικρός στενός θάλαμος (οι ντόπιοι το ονομάζουν «Εκκλησάκι»).

Ο πρώτος αρχαιολόγος που διενήργησε ανασκαφές στο σπήλαιο ήταν ο Άρθουρ Έβανς, γιατί θεωρούσε ότι το σπήλαιο αυτό ήταν το ιερό Άντρο της Κνωσού. Μερικοί πιστεύουν ότι ήταν ο λαβύρινθος του μυθικού Μινώταυρου. Στη συνέχεια εξερευνήθηκε από Έλληνες και Γάλλους αρχαιολόγους. Το 1962 ο αρχαιολόγος Κ. Δαβαράς πραγματοποίησε συστηματικές ανασκαφές. Ανακάλυψε κομμάτια από βάζα, κοκάλινες βελόνες και υστερομινωϊκές μπρούντζινες φιγούρες που χρονολογούνται από τους Νεολιθικούς μέχρι τους Ρωμαϊκούς Χρόνους.

Όπως πολλές άλλες σπηλιές φαίνεται ότι είχε κάποια θρησκευτική σημασία. Πολλοί από τους σταλαγμίτες του σπηλαίου φέρουν ίχνη επεξεργασίας και πιθανολογείται ότι υπήρξαν αντικείμενα λατρείας. Μέσα στο σπήλαιο βρέθηκε πλήθος αναθημάτων και ειδωλίων της Μινωικής περιόδου που πιστοποιούν ότι επρόκειτο για λατρευτικό τόπο. Εικάζεται σύμφωνα με τον Πωλ Φωρ (Θρησκειοσπηλαιολόγος), που μελέτησε πολλά λατρευτικά σπήλαια της Κρήτης ότι το κύριο πρόσωπο που λατρευόταν στο σπήλαιο Σκοτεινού ήταν η θεά ΒΡΙΤΟΜΑΡΤΙΣ (Θεά του Κυνηγιού), μια κρητική θεότητα που ταυτίζεται με τη θεά Άρτεμη. Η λατρεία μέσα στο σπήλαιο, κατά τους αρχαίους χρόνους, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ευρήματα, υπολογίζεται ότι υπήρχε μέχρι το 1400 πχ. (Υστερομινωϊκη εποχή)… Μέσα στο σπήλαιο υπήρχε ένα μικρό χριστιανικό εκκλησάκι που σήμερα σώζονται κάποια λίγα ερείπια. Έξω από το σπήλαιο σήμερα υπάρχει ένα άλλο παλιό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και τηn ημέρα της εορτής της γίνονται εορταστικές εκδηλώσεις με τοπικούς χορούς και μαντινάδες .
Η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία εξερεύνησε και χαρτογράφησε το σπήλαιο.

Βιβλιογραφία
•http://www.scribd.com/doc/6511549/1993-08081993-7-
•Αφιέρωμα στα σπήλαια, Καθημερινή
•http://spilaiologia.blogspot.com/search/label/%CE%9A%CE%A1%CE%97%CE%A4%CE%97
•http://www.nah.gr/itrace/index.php4?cat_id=302&content_lang=1&subsite=1&action=show_point&bid=32
•http://www.crete.tournet.gr/sights/Skotino_Cave-si-344-el.jsp
•http://www.interkriti.org/gouves/grtext.htm#amnissos ΣΚΟΤΕΙΝΟ
•http://www.zeus.gr/gr/guide/63/crete/gouves.html
•Paul Faure, Τα ιερά σπήλαια της Κρήτης, Εκδόσεις Δήμος Ηρακλείου – Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1996
•Paul Faure, H καθημερινή ζωή στην Κρήτη τη μινωική εποχή, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 2002
http://www.panoramio.com/photo/22137079


Το δρομάκι ελίσσεται στους λόφους πάνω από τη θάλασσα οδηγώντας στο σπήλαιο, που αφήνει ακόμα αθέατη την παρουσία του। Φτάνοντας σ’ ένα πλάτωμα αντικρίζω το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, όχι όμως το ίδιο το σπήλαιο
Χρειάζεται να φτάσω αρκετά κοντά, να αντικρίσω το εκκλησάκι χτισμένο πάνω από την είσοδο του σπηλαίου. Συχνά στο πέρασμα του χρόνου οι άνθρωποι επιλέγουν τους ίδιους χώρους για να λατρεύσουν τους θεούς τους. Κοιτάζοντας από τον αυλόγυρο το αντικρίζω επιτέλους, όπως αποκαλύπτεται μέσα από τη συστάδα των δέντρων που κρύβουν το μεγάλο ομολογουμένως άνοιγμα του, τη δολίνη.

Κατηφορίζω το σκιερό -κάτω από την προστασία των δέντρων- μονοπάτι, που ορίζεται από ασβεστωμένες πέτρες. Συνεχίζοντας την κάθοδο, η είσοδος του σπηλαίου απλώνεται ευρύχωρη μπροστά στα πόδια μου. Το σκοτεινό χάσμα μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μου. Όσο πλησιάζω στο άνοιγμά του, το βλέπω να χάσκει σα στόμα της γης ορθάνοιχτο έτοιμο να με καταπιεί …

Σε τούτον τον απότομο γκρεμό
Για τ’ ανοιχτό το στόμα της αβύσσου
Δ. Περοδασκαλάκης, με τον ξένο

Το πρώτο ρίγος διαπερνά τη σπονδυλική μου στήλη. Να είναι μόνο από την απότομη δροσιά που δημιουργεί η σκιερή συστάδα των πανύψηλων δέντρων;

Τα χρωματιστά πετρώματα στην είσοδο με υποδέχονται προϊδεάζοντας αμέσως για την ξεχωριστή ατμόσφαιρα του σπηλαίου. Μια ευχάριστη εναλλαγή από το παγερό αίσθημα του τεράστιου σπηλαιώδους στόμιου.

Τα περιστέρια με το πέταγμα και το μουρμουρητό τους συμβάλλουν στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία του χώρου.

Και τ’ αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους
Οδ. Ελύτης Πρώτα ποιήματα Του Αιγαίου

Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
Οδυσσέας Ελύτης, Το μονόγραμμα (1971) V

Το μυαλό καταγράφει αμέσως τα νέα δεδομένα κι αρχίζει να τα επεξεργάζεται οδηγούμενο σε μια μεταφυσική διάσταση.

ΓΡΗΓΟΡΟ ΦΩΣ
Έτσι δεν ήταν πάντα η ζωή
Γρήγορο φως που μπαίνει στο σκοτάδι;
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Με τον ξένο

ΔΟΚΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΟΥ ΑΘΕΑΤΟΥ
Θεέ
Πόσο το φως και το σκοτάδι
Έχει καθέναν από μας;
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Με τον ξένο

Στέκομαι κάμποσα λεπτά στο τεράστιο άνοιγμα κοιτάζοντας πότε μέσα και πότε έξω, πότε ψηλά το φως, όπως διακρίνεται μέσα από τα κλαδιά των δέντρων, και πότε τα μάτια μου αγωνίζονται να διακρίνουν μέσα στο ημίφως του σπηλαίου τους τεράστιους όγκους που διαγράφονται. Νιώθω ότι πρέπει να πάρω μια απόφαση. Ευτυχώς στο πλάτωμα δεξιά στην είσοδο, στο χώρο μιας παλιάς εκκλησίας, έχω την ευκαιρία να το σκεφτώ, πριν κατηφορίσω τα κακοτράχαλα σκαλοπάτια που οδηγούν στα ενδότερα του σπηλαίου. Το αρχικό του μέρος φωτισμένο, ποιος ξέρει όμως τι με περιμένει παρακάτω;

To φως και το σκοτάδι, το ύψος και το βάθος, το μέσα και το έξω, το φανερό και το κρυφό, το ορατό και το αόρατο, το γνωστό και το άγνωστο, το προσιτό και το απρόσιτο: οι μεγάλες αντιθέσεις.

Δεν είναι δύσκολο το αθέατο
Μα θέλει οφθαλμό γυμνό
και δόντι καθαρό να το μασήσεις.
Ακόμη και στο χέρι μας χωρε
Αναμεσός στη διψασμένη αφή
Και στις γραμμές της μοίρας.
Ούτε βαρύ ούτε ελαφρύ.
Σαν βότσαλο που σκύψαμε
Στη θάλασσα na βρούμε
Και το πετάξαμε μ’ ορμή
Να κρούσει το αιώνιο.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Τελικά το αποφασίζω. Κατηφορίζω προσεκτικά τα σκαμμένα σκαλοπάτια επιφορτισμένη με το βάρος του φακού, της φωτογραφικής μηχανής και κάποιων απαραίτητων αποσκευών. Η σκέψη ότι το κινητό τηλέφωνο σ΄ αυτό το χώρο χωρίς σήμα μου είναι άχρηστο, με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι είμαι μόνη, εντελώς μόνη, σ’ ένα άγνωστο και πιθανώς αφιλόξενο χώρο, μυστηριώδη και σκοτεινό, καθώς μάλιστα το σκοτάδι πυκνώνει όσο προχωρώ. Η γραμμή που ορίζει η φωτεινή δέσμη του φακού μου επιτρέπει να προχωρώ με σχετική ασφάλεια. Λίγο μακρύτερα όμως;

Ναι, φοβάμαι το σκοτάδι και θέλω να εξοικειωθώ μαζί του. Με τρομάζουν οι θόρυβοι κι εδώ μέσα ακούγονται σαν κεραυνοί. Μέσα στο ημίφως που διαλύει ή μεγεθύνει το φως του φακού σχηματίζονται τεράστιοι τερατόμορφοι όγκοι που μετακινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Εδώ η σταγόνα του νερού ακούγεται σαν καμπάνα. Εδώ τα τιτιβίσματα των πουλιών ακούγονται σα συναυλία. Εδώ ο παραμικρός θόρυβος δοκιμάζει τις αντοχές του νευρικού συστήματος. Εδώ η ζωή που μετακινείται δίπλα σου είναι άγνωστη και συνήθως επικίνδυνη. Ο ατομικός φόβος καλύπτεται από εκείνον του πλήθους και εξαφανίζεται ή δημιουργείται και γιγαντώνεται;

Σ΄ αυτό το βάθος δε φτάνουν οι ήχοι της μηχανικής ζωής μας, κι αυτό μου επιτρέπει να μεταφερθώ στο χρόνο. Εστιάζω την προσοχή μου στους ήχους των φυσικών όντων: στη σταγόνα του σταλαχτίτη που πέφτει στο πάτωμα του σπηλαίου ηχώντας διαφορετικά ανάλογα με το ύψος και το βάθος.

Ακούστε, ακούστε την ηχώ
Στα κύματα της μνήμης
Πώς παφλάζει
Ακούστε, ακούστε αυτό το φως
Που μας μιλά για θάνατο
Που μας μιλά για θαύμα.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Εδώ μέσα εξαφανίζεται ο υπόλοιπος κόσμος. Όλος ο κόσμος είναι αυτός ο περιορισμένος του σκότους που μεγεθύνει την ανθρώπινες φυσικές αδυναμίες που τονίζει την εξάρτηση από άγνωστες δυνάμεις που δεν υποπίπτουν στον έλεγχό του. Καταρρίπτοντας την αλαζονεία του, γυμνός ως πρωτογέννητος, χωρίς καμιά προστασία, έρμαιο άγνωστων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων, έρχεται να δηλώσει την υποταγή του, την αδυναμία του και να παρακαλέσει για χάρη. Τίποτε άλλο δεν του δίνει σιγουριά, παρά αυτό το φοβερό άγνωστο που ικετεύει.

Τελικά δεν θα μάθω ποιο είναι το πάνω και το κάτω,
Το χώμα και το νερό
Το μέσα και το έξω
Το σκοτάδι και το φως.
Οδός άνω κάτω μία και η ωυτή, έλεγε από χρόνια ο Ηράκλειτος.
Γιάννης Σακελλαράκης, Ανασκάπτοντας το παρελθόν

Η έννοια του ακανόνιστου και μη αρμονικού, αυτού που ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποτάξει στις διαστάσεις του. Έξω από μέτρα, κανόνες, έλεγχο υπογραμμίζοντας με τη παρουσία του τη διάσταση του χρόνου, υπενθυμίζοντας από τη μια την αιωνιότητα και από την άλλη τη σύντομη φθορά. Είναι το αθέατο που βλέπεις πιο καθαρά, αυτό που δε βλέπουν τα μάτια, αλλά σε μια εποχή προ λογικής το ένστικτο, η βούληση, το συναίσθημα η ανάγκη υποδεικνύει το φαινόμενο. Μπορούμε να μιλάμε για φαινόμενο και καθεαυτό; Ο μινωίτης έχει ξεκαθαρίσει στο μυαλό του το κατά φύσιν, το υπέρ φύσιν και το παρά φύσιν

Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, στις σκοτεινές σήραγγες όπου δε φτάνει το λιγοστό φως της εισόδου, ο αρχέγονος φόβος ξυπνά…

και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά των βράχων τ‘ αγάλματα
Οδυσσέας Ελύτης

Όσο πιο πολύ μένεις στο σκοτάδι τόσο συνηθίζουν τα μάτια σου να βλέπουν χωρίς πολύ φως. Τότε βλέπεις αυτά που δε φαντάζεσαι αρχικά. Ο χρόνος δίνει δύναμη στο σκοτάδι επιτρέποντάς του να αναδείξει σιγά σιγά όσα κρύβει

Χρόνος αθροισμένος στην αρχέγονη σπηλιά∙
σταλαχτίτης και σταλαγμίτης:
Κάτι σαν αισθητικό αρχείο του χρόνου.
Κάτι σαν καλλιτεχνική αποκρυστάλλωση του καιρού.
Κάτι σαν υπέροχες πορσελάνες που προικίζει
το παρελθόν στο μέλλον.
Κάτι σαν αλατούχα βυζιά όπου ο χρόνος
συμπυκνώνοντας προσφέρει
τη γαλακτερή του κλεψύδρα, τη θηλή –στάλα
σε κάθε νεογέννητο
Μανόλης Πρατικάκης, Το νερό

Λιγοστός ο αέρας και συχνά αποπνικτικός. Ελάχιστη ή καθόλου φυτική και ζωική ύπαρξη. Το νερό και η πέτρα είναι οι κυρίαρχοι του χώρου. Συγκεκριμένα η πέτρα όπως το νερό τη χτίζει, την πλάθει, τη ζωγραφίζει, τη χρωματίζει. Εικόνες, σχήματα, κοιλότητες, εσοχές, δίπλες, κολώνες, ρυάκια, λοφάκια, στήλες ξεδιπλώνονται συνέχεια μπροστά μου. Αίθουσες μικρές και μεγάλες με ανοίγματα μικρότερα και ακόμα πιο μικρά που θ’ άξιζε για καθένα απ’ αυτά ν’ αφιερωθεί αρκετός χρόνος για τους αιώνες της διαδρομής τους να φτάσουν μέχρι εδώ και να μας πουν «να ‘μαι». Εδώ κι εκεί τραυματισμένοι σταλαγμίτες, σπασμένοι σταλαχτίτες κείτονται πτώματα νεκρά στο έδαφος έχοντας χάσει τη δυνατότητα να εξελιχθούν. Οι ακρωτηριασμένοι θα χρειαστούν χιλιετίες για να μεγαλώσουν μερικά εκατοστά.

Εκατομμύρια χρόνια ζωής ανακόπτονται ξαφνικά όταν τα τεράστια χοντρά πλοκάμια αποκόπτονται από τους σταλαχτίτες και κείτονται νεκροί γίγαντες στο έδαφος. Μα το χταπόδι έχει την ικανότητα ν’ αναγεννιέται και νέες σταγόνες ζωής κυλάνε σα δάκρυ που δεν έσταξε, από το οποίο θα συνεχίσει την αργή πορεία του στο χρόνο.

Τα πρώτα ασημένια δάκρυα
του βράχου μαργαριτάρια του
μέλλοντος, οι κατοπινοί
σταλαχτίτες. Η ζωή αγωνίζεται
να εδραιωθεί όπου μπορεί.
Το αποτέλεσμα δεν το
σχηματίζει ούτε η πιο
τολμηρή φαντασία.

Οι αργές, ανεπαίσθητες αλλαγές του χρόνου που δείχνουν οι σταλαχτίτες έρχονται σε αντίθεση με τις πιο γρήγορες εναλλαγές του κόσμου που δημιουργεί το φως. Η απουσία του έχει κάνει πρωταγωνιστές εδώ το νερό και την πέτρα: το νερό ως δρων, την πέτρα ως δρώμενο ή πάσχον: τα γιγάντια βράχια έχουν υποστεί τη διάβρωση της βροχής των αιώνων. Ποιος θα το ‘λεγε ότι η ρευστότητα του νερού με την υπομονή και τη δύναμη του χρόνου θα κατάφερνε να επιβληθεί και να διαμορφώσει τη στερεότητα των πετρωμάτων. Φαλλόσχημοι σταλαχτίτες και σταλαγμίτες υπενθυμίζουν το συμβολισμό των σπηλαίων ως μήτρας και το συσχετισμό τους με τη γέννηση και τη γονιμότητα.

φύσις
Η μήτρα της ζωής, της φιλοσοφίας, της σκέψης
βατή και άβατη
ποθεινή και δεδομένη
στο μέρος δυσθεώρητη
στο σύνολο ασύλληπτη
άπειρη ακόμα και στο ελάχιστ
στο πέραν αιωρεί επικίνδυνα και λυτρωτικά τη σκέψη μας

Επιτέλους μπόρεσα να εννοήσω ότι αυτό που με γοήτευε με το νερό ήταν η δαιμονική χάρη του να δραπετεύει και ν’ ανάγεται (σε αλκυόνα αθέατη στην όστρια;) Ν’ ανακαλύπτει την παραμικρή ραγισματιά και μ’ αυτή να ορίζει. Εκείνο που το κάνει απρόβλεπτο, δηλαδή καθαρή ουσία του γίγνεσθαι.

Αυτό το ανείπωτο και ανεκμυστήρευτο που θα κρύβει πάντα ένα υπόλοιπο.
….
Ύλη πρώτη απ’ όπου πλάθονται τα όνειρα.
Μανόλης Πρατικάκης , Tο νερό

Κύμα νερού μελωδικό δοξάρι, συρμένο στις χορδές
Της αιθρίας και των φύλλων.
Ηχεί ανάλογα με το ηχείο του ρυακιού του.
Κι απλώνει η φύση παρτιτούρες ένα γύρο.
Μανόλης Πρατικάκης , Tο νερό. Σταγόνες

Διψούμε αυτό που στάζει. Η κάθε βρύση ζητά να
Ενωθεί μ’ αυτό που κελαρύζει μέσα μας.
Μανόλης Πρατικάκης , Tο νερό. Σταγόνες

N’ ακούς των νερών τις ένορκες καταθέσεις.
Μανόλης Πρατικάκης , Το νερό, Σταγόνες 20

Και το ταξίδι ακόμα συνεχίζεται
Μέσα στο φως και στο νερό
Που πρωτομίλησαν στα μάτια.
Κιβώτια χρόνου
Στοιβαγμένα μέσα μας
Για τον καθένα χωριστά
Ατέρμονη αλυσίδα σφηνωμένη
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Ψυχῇσιν
θάνατος ὕδωρ γενέσθαι,
ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι,
ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται,
ἐξ ὕδατος δὲ ψυχή.

Για τις ψυχές θάνατος
είναι να γίνουν νερό,
για το νερό θάνατος να γίνει γη,
από τη γη γίνεται νερό κι απ’ το νερό ψυχή.
Ηράκλειτος [22

Λήσεται μὲν γὰρ ἴσως τὸ αἰσθητὸν φῶς τις, τὸ δὲ νοητὸν ἀδύνατον ἐστιν, ἢ ὡς φησιν Ἡράκλειτος· τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἂν τις λάθοι;

Θα ξεφύγει ίσως κανείς από το αισθητό φως, αλλά είναι αδύνατο να ξεφύγει από το νοητό. Ή, όπως λέει ο Ηράκλειτος, πως κανείς να κρυφτεί απ’ αυτό που δεν δύει ποτέ; [27]
Ηράκλειτος

περιόδους· ὦν ὁ ἥλιος ἐπιστάτης ὤν καὶ σκοπὸς ὁρίζειν καὶ βραβεύειν καὶ ἀναδεικνύναι καὶ ἀναφαίνειν μεταβολὰς καὶ ὥρας αἵ πάντα φέρουσι.
Ηράκλειτος

Πρέπει να καταδυθείς στον υπόγειο κόσμο που ζούσε εκατομμύρια χρόνια και που θα κυλά σιωπηλά, διακριτικά, αθέατος και μετά το σύντομο δικό μας πέρασμα απ’ αυτό τον κόσμο. Πέτρινοι όγκοι, αγάλματα οι σταλαγμίτες και οι σταλαχτίτες στραφταλίζουν, κι ας μην υπάρχει κανείς να τα δει και να τα θαυμάσει. Χωρίς πολλούς παρατηρητές, χωρίς να ζητούν δημοσίευση στη μοναξιά και στην απουσία των άλλων, με υπομονή και τέχνη δημιουργούν τα δικά τους θαύματα και περιμένουν…

Η ζωή μας μετρημένη στους δείκτες του ρολογιού του που ποτέ δεν πάει λάθος, γρήγορα ή αργά, απλά κάποια στιγμή σταματά αμετάκλητα. Η μεγάλη αγωνία του ανθρώπου να εισβάλλει στα άδυτα των αδύτων του, να μάθει τα μυστικά του, που είναι τα μυστικά της ίδιας της ζωής του, να τον γνωρίσει πριν έρθει, να τον μετρήσει πριν κυλήσει και τον προσπεράσει, να τον προσπεράσει βιαστικά, να τον προλάβει ή να τον παρατείνει ή να τον αλλάξει, να τον νικήσει, να του αφήσει τα σημάδια του, να δηλώσει την ύπαρξή του, να προλάβει να μπει στην πορεία του σαν τις κυλιόμενες σκάλες

Ο χρόνος τόσο ανύπαρκτος μετά από εμάς όσο και πριν από εμάς. Πόση σημασία έχει αν δεν υπάρχουμε εμείς να τον βιώσουμε; Σίγουρα υπήρχε πριν από εμάς και πιθανότατα θα υπάρχει και μετά από εμάς. Τόσο εγωιστική, μυωπική, στενόμυαλη και περιορισμένη η αντιμετώπιση ενός ιδεαλιστικού κόσμου που μάλιστα προσλαμβάνουμε βάζοντάς τα στα καλούπια των πηγών της γνώσης μας, έχοντας όμως τη ελπίδα να φτάσουμε τον κόσμο των μέτρων, των δυνατοτήτων και των περιορισμών μας.

Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο

ΧΙ

Τα μάτια τον χωράνε τον καιρ
Τον τρέφουν με το φως και το σκοτάδι
Στα βλέφαρά τους πάντοτε κρατούν
Την πρώτη μνήμη που ξανάρχεται στο σώμα.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Ή ένας κόσμος που δε μας λαμβάνει υπόψη του καθόλου λειτουργώντας ανεξάρτητα από εμάς φωνάζοντάς μας επιδεικτικά την αδυναμία και την ασημαντότητά μας. Τι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως φωνή του ανθρώπου που δείχνει τη δύναμή του;

Βιώνω τα πεπερασμένα χρονικά μου όρια
Με βιασύνη να προλάβω να ζήσω στο χρόνο που μου απομένει
Διαθέτοντας εισιτήριο με άγνωστη ημερομηνία επιστροφής
Προϊόν κατανάλωσης με ημερομηνία λήξης
Ο φόβος το αλατοπίπερο της ζωής μας
Η πικάντικη γεύση του ελλιπούς χρόνου
Η ανασφάλεια του άγνωστου
Η ακροβασία της άγνοιας
Τα όρια του φυλακισμένου χρόνου
Η ασημαντότητα της αλαζονείας
Η δίψα της πλεονεξίας και της απληστίας
Η γελοιότητα του παντοδύναμου της φύσης
Η ωριμότητα της ανεπάρκειας
Το γέλιο και το κλάμα στους δίσκους για να ισορροπεί η ζυγαριά

Όταν αρχίζει η ιλιγγιώδης πτώση της επίγνωσης της φθαρτότητας
Που διαβρώνει την αθωότητα
που περιορίζει την ελπίδα
Που σε αναγκάζει να κοιτάξεις επιτέλους
χωρίς προσωπείο το πρόσωπό σου
Να ρίξεις άπλετο φως στο ημίφως του άγνωστου
Που δεν πρόκειται ποτέ να φωτιστεί
γιατί ο φακός σου σχηματίζει έναν περιορισμένο κύκλο
αφήνοντας σκοτεινά όλα έξω από αυτόν
Αρχίζει η απομυθοποίηση του χρόνου
Γίνονται πλέον αντιληπτά τα όρια,
τα πλαίσια της φυλακής και του απείρου …

Οι δυσδιάκριτες δυνάμεις στο πλαίσιο του περιορισμένου χώρου του σπηλαίου με την απουσία του φωτός καθιστούν ορατή την αδυναμία ερμηνείας της προέλευσής τους. Ακροβατώντας στο αθέατο, στο άρρητο και το αναπόδεικτο, ανοίγοντας τυφλά νοητικά βήματα στο ανεξερεύνητο φιλοσοφικό διάστημα, το μόνο παρήγορο που μένει να κάνουμε είναι να σφίξουμε το χέρι του συνοδοιπόρου μας και να μοιραστούμε τις ανησυχίες μας εκτονώνοντας την επιθυμία μας για την αναζήτηση της αλήθειας, που δε θα περιορίσει την ακόρεστη δίψα της γνώσης, αλλά θα κάνει πιο πλούσιο το συμπόσιο.

Αίτιο – αποτέλεσμα. Ορθολογισμός. Κανένα μυστήριο πια. Η γνώση των επιστημονικών νόμων οδηγεί τον άνθρωπο στην αλαζονεία της εντύπωσης ότι η γνώση έχει όρια. Ο άνθρωπος δε θεωρεί τον εαυτό του μύωπα που ψηλαφεί τα σκοτάδια του αθέατου. Έτσι, αποκαλύπτοντας τα μυστικά, χάθηκε το μυστήριο και η ομορφιά του, το συναίσθημα της ανασφάλειας, της αμφιταλάντευσης στο θεατό και στο αθέατο, το δυνατόν και το αδύνατον. Το πρέπον και το δέον έγινε μπορετό, εφόσον είναι βουλόμενον.

Νυν και αεί
Δε διαβάζεται η ζωή
δεν ξεγελιέται με όνειρα το σκοτάδι
Πάνος Κυπαρίσσης, Το χώμα που μένει

Ακόμα και σήμερα το πάτωμα του σπηλαίου διατηρεί μαρτυρίες των αντικειμένων,
που χρησιμοποιήθηκαν στο χώρο του σαν
«Ασύνδετες φράσεις που έμειναν
ασβεστολιθικές στιγμές μέσα στο χρόνο»
Τίτος Πατρίκιος, Η ηδονή των παρατάσεων

Σιωπηλά κι αδιαμαρτύρητα γυαλίζουν τώρα στο φως του προβολέα για να ξαναχαθούν στον απόκρυφο και αθέατο κόσμο τους μέχρι κάποιος άλλος να τα αναζητήσει, να ρίξει το τεχνητό φως του πάνω τους για να του φανερώσουν τα μυστικά τους: τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της μορφής τους ή τον επιβλητικό και αποτρόπαιο όγκο τους βυθιζόμενα και πάλι στην απούσα παρουσία τους μέχρι ποιος ξέρει πότε.

το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
του μαύρου
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις

Κι όμως εκεί, στην άλλην όχθη
κάτω απ’ το μαύρο βλέμμα της σπηλιάς
ήλιοι στα μάτια πουλιά στους ώμους
ήσουν εκεί· πονούσες
τον άλλο μόχθο την αγάπη
την άλλη αυγή την παρουσία
την άλλη γέννα την ανάσταση·
κι όμως εκεί ξαναγινόσουν
στην υπέρογκη διαστολή του καιρού
στιγμή-στιγμή σαν το ρετσίνι
το σταλαχτίτη το σταλαγμίτη.
Γ. Σεφέρη, ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Εδώ φαίνεται πρωταγωνιστής το «είναι» και χρειάζεται να αφήσεις το χρόνο να λειτουργήσει στη σκέψη σου για να συνειδητοποιήσεις ότι όλα είναι το αποτέλεσμα ενός αργού, αλλά διαρκούς και σταθερού «γίγνεσθαι»…

…μια ενεργός παθητικότητα ή μια παθητική ενεργητικότητα, πάντως δυναμική αυτοπεποίθηση και επίγνωση του «είναι» τους, ώστε να μη χρειάζεται όχι να το προβάλλουν, αλλά ούτε καν να το δηλώσουν.

O ποιητής ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων
Τὶς …
Τίς ο Ὢν και ποῖος, ποδαπὸς καὶ ἡλίκος;
Αντωνυμίες: αντί ονόματος
Ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις:
η ζήτησις του γνωστού άγνωστου,
του άγνωστου γνωστού

>Χαϊνόσπηλιος: το θαυμαστό μυστήριο ενός υπόγειου κόσμου

Απρ 20107

>Πρέπει να καταδυθείς στον υπόγειο ποταμό που κυλούσε εκατομμύρια χρόνια και που θα κυλά σιωπηλά, διακριτικά, αθέατος και μετά το σύντομο δικό μας πέρασμα απ’ αυτό τον κόσμο. Στραφταλίζουν, λάμπουν αστράφτουν, κι ας μην υπάρχει κανείς να τα δει και να τα θαυμάσει. Χωρίς πολλούς παρατηρητές, χωρίς να ζητούν δημοσίευση στη μοναξιά και στην απουσία των άλλων, με υπομονή και τέχνη δημιουργούν τα δικά τους θαύματα και περιμένουν… Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, στις σκοτεινές σήραγγες όπου δε φτάνει το λιγοστό φως της εισόδου, ο αρχέγονος φόβος ξυπνά.

Λιγοστός ο αέρας και συχνά αποπνικτικός. Ελάχιστη ή καθόλου φυτική και ζωική ύπαρξη. Το νερό και η πέτρα είναι οι κυρίαρχοι του χώρου. Συγκεκριμένα η πέτρα όπως το νερό τη χτίζει, την πλάθει, τη ζωγραφίζει, τη χρωματίζει. Εικόνες, σχήματα, κοιλότητες, εσοχές, δίπλες, κολώνες, ρυάκια, λοφάκια, στήλες ξεδιπλώνονται συνέχεια μπροστά μου. Αίθουσες μικρές και μεγάλες με ανοίγματα μικρότερα και ακόμα πιο μικρά που θ’ άξιζε για καθένα απ’ αυτά ν’ αφιερωθεί αρκετός χρόνος για τους αιώνες της διαδρομής τους να φτάσουν μέχρι εδώ και να μας πουν «να ‘μαι». Εδώ κι εκεί τραυματισμένοι σταλαγμίτες, σπασμένοι σταλαχτίτες κείτονται πτώματα νεκρά στο έδαφος έχοντας χάσει τη δυνατότητα να εξελιχθούν. Οι ακρωτηριασμένοι θα χρειαστούν χιλιετίες για να μεγαλώσουν μερικά εκατοστά.

Ένα σημείο σα ματωμένη κηλίδα∙ οξείδωση μου λέει η λογική, μα το χρώμα του το αμφισβητεί. Θέτω το δάχτυλο «επί τον τύπο των ήλων» και το φέρνω στο φως: διάφανο υγρό.

Ματώνουν άραγε τα σπήλαια;
Λοιπόν ματώνουν τα σπήλαια; Κόκκινες κηλίδες απλωμένες εδώ κι εκεί. Άλλοτε σαν πληγή που αιμορραγεί άλλοτε ως αίμα που εκτινάχθηκε και πιτσίλισε δεξιά κι αριστερά. Άλλοτε η πληγή χαίνουσα φαίνεται ανίατη κι άλλοτε το αίμα ξεραμένο από την πολυκαιρία στεγνό σαν κρούστα ξεφλουδίζει να πετάξει το νεκρό δέρμα για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί άλλο, υγιές, από κάτω. Πάνω στο αγνό τρυφερό άσπρο δέρμα των σπηλαίων, στην αστραφτερή ή ιριδίζουσα επιφάνειά τους μοιάζει σαν αποτρόπαιο έγκλημα που συντελέστηκε στα ξαφνικά.

Ξαφνικά γυρίζω προς τα πίσω και βλέπω μόνο σκοτάδι. Ο αρχέγονος φόβος ξυπνά. Προσπαθώ να συγκεντρώσω την προσοχή μου και το μυαλό μου στον κύκλο που ορίζει το φως του φακού. Ξαναβρίσκω τον έλεγχό μου. Με πιάνει όμως μια βιασύνη να βγω έξω. Ο φόβος μήπως ξαφνικά τελειώσουν οι μπαταρίες του φακού. Δύσκολα μπορώ πια να μείνω. Προχωρώντας σχεδόν τρέχοντας κινδυνεύω να πέσω στο επικίνδυνα γλιστερό έδαφος του σπηλαίου, καθώς μάλιστα τα παπούτσια μου έχουν σχηματίσει δεύτερη σόλα από τη λάσπη που κουβαλούν.

Πώς να τα εξερευνήσει κανείς όλα αυτά; Τι να δεις και τι ν’ αφήσεις; Πώς να προλάβεις να τα χαρείς;

>Σπήλαιο Τραπέζας ή Κρόνιον

Απρ 20107

>
Το Σπήλαιο της Τράπεζας ή αλλιώς Κρόνιο βρίσκεται κοντά στο χωριό Τζερμιάδων του Νομού Λασιθίου. Μια μικρή παράκαμψη από τον περιφερειακό δρόμο του χωριού σε οδηγεί σε ένα πλάτωμα, όπου η είσοδος του σπηλαίου με δυσκολία διακρίνεται ανάμεσα στις πτυχές των βράχων.

Το σπήλαιο χρησίμευσε, όπως συνέβαινε και με τα περισσότερα σπήλαια, ως ανθρώπινη κατοικία κι αργότερα εξυπηρέτησε ταφικές ανάγκες. Πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα φανερώνουν ότι είχε αναπτυχθεί μια σχέση με τις χώρες της Εγγύς Ανατολής και ειδικότερα με την Αίγυπτο.

Ανηφορίζω το γραφικό μονοπάτι ανάμεσα στους σκιερούς γέρικους πρίνους, «ανάμεσα σε φεγγερά περάσματα και δροσερούς λειμώνες», καθώς το στενό μονοπάτι στρίβει ανάμεσα στους βράχους, πριν σου προσφέρει ως δώρο – έκπληξη το πλάτωμα της εισόδου του σπηλαίου. Ακόμα κι όταν φτάσουμε πολύ κοντά, ανάμεσα στα βράχια, η είσοδος του σπηλαίου είναι δυσδιάκριτη, αν δε βρεθείς στην κατάλληλη θέση.

Ανεβαίνω με προσοχή το μικρό ύψωμα που εμποδίζει την πρόσβασή μας στο σκοτεινό κόσμο, λες και κάποια δύναμη θέλει να εντείνει την προσμονή περισσότερο, για να μεγεθύνει την απόλαυση του κρυμμένου χώρου. Αφού προχωρήσουμε μέσα από ένα στενό διάδρομο με πρασινωπές πλευρές, καθώς το φως επιτρέπει την ανάπτυξη ζωής, οδηγούμαστε σ΄ ένα μικρό άνοιγμα. Ο χώρος του σπηλαίου μας υποδέχεται προσφέροντάς μας ταυτόχρονα την απογοήτευση. Ακρωτηριασμένοι σταλαχτίτες και σταλαγμίτες. Ένας ακρωτηριασμένος σταλαγμίτης μετρά το βάρος του χρόνου και το πέρασμά του από την πλάτη του και την παρουσία του ανθρώπου. Λεηλατημένα σπήλαια… Λεηλατημένη η ζωή τους από τον άνθρωπο ή το χρόνο …

Ένας ευμεγέθης σταλαγμίτης στη μέση περίπου του σπηλαίου αφήνει δυο στενά ανοίγματα στα πλαϊνά του. Μικρές κόγχες με κολονάκια ξεπροβάλλουν στα πλάγια του σπηλαίου. Ρυτιδωμένα τα τοιχώματα του σπηλαίου συνιστούν έργο τέχνης. Δεξιά στο πρώτο πλάτωμα μια κοιλότητα οδηγεί σε μια νέα αίθουσα με χαμηλή οροφή. Στη μια πλευρά της ο σταλαγμίτης στη φυσική του μορφή ή διαμορφωμένος κατάλληλα θυμίζει αναπαυτική πολυθρόνα. Να χρησιμοποιήθηκε κάποτε ως κάθισμα ενός εξέχοντος προσώπου;

Τουρίστες ξεναγούνται στο εσωτερικό του σπηλαίου, περνώντας μέσα από τα στενά περάσματα, ανιχνεύοντας το μυστηριώδη κόσμο του σπηλαίου… Ο σύγχρονος άνθρωπος του ολόφωτου 24ωρου ως μύωψ ψηλαφεί τα σκοτάδια του άγνωστου. Μήπως το ίδιο δε συμβαίνει και με τα σκοτάδια της ζωής; Με οδηγό τη φαντασία μπορείς να δεις…;

Κατά την έξοδο στο φως η πανοραμική θέα στο λασιθιώτικο κάμπο έρχεται να σε ανταμείψει γενναιόδωρα για αυτό που στερήθηκες τόση ώρα στο σκοτάδι.
Τραβώντας μια νοητή γραμμή από την είσοδο του σπηλαίου προσπαθώ να εντοπίσω στην απέναντι πλευρά του Οροπεδίου το «Δικταίον Άνδρον», όπου μεταφέρθηκε τελικά η λατρεία.

Καθισμένη στο ξύλινο παγκάκι που πρόσφατα τοποθετήθηκε κάτω από τον πανύψηλο σκιερό πρίνο, εκεί που τελειώνουν τα σκαλοπάτια της ανηφορικής διαδρομής, αρκετά ψηλά από το χωριό, χωρίς όμως να χάνω την οπτική επαφή, προσπαθώ να απομονώσω τους ήχους της μηχανικής ζωής μας. Από το σημείο αυτό έχω τη δυνατότητα να βλέπω το μεγαλύτερο μέρος του εύφορου λασηθιώτικου κάμπου που ετοιμάζεται να δρασκελίσει το πρώτο βήμα του κύκλου της ζωής.

Εστιάζω την προσοχή μου στους ήχους των φυσικών όντων: στο κελάηδημα των πουλιών, στον ήχο που κάνει το φύλλο αφήνοντας το δέντρο, στους χυμούς που τριζοβολούν μέσα στους φυτικούς ιστούς και που βιάζονται να κάνουν γνωστή την παρουσία τους στο φως. Τα ανθοπέταλα κάνουν έναν εκκωφαντικό θόρυβο στην ησυχία, αν τύχει και οι άνθρωποι σταματήσουν για λίγο τις οχληρές πολύβουες δραστηριότητές τους. Αν η πνοή του ανέμου ζωηρέψει, ακούγονται σαν ανθισμένη βροχή, καθώς αφήνονται στο χώμα, το οποίο συνεχίζουν να ομορφαίνουν, έχοντας εκτελέσει το μικρό τους χρέος, παραδίδοντας τη σκυτάλη στο εσώτερο τμήμα του άνθους, στον κάλυκα, να συντηρήσει και να παραδώσει τον καρπό, αυτόν που εγγυάται τη διαιώνιση της ζωής. Ανεπαισθήτως τα νέα φύλλα εναλλάσσονται με τα παλιά στα αιωνόβια αειθαλή δέντρα. Δεν υπάρχουν κενά στον κύκλο τη ζωής. Τα φυλλοβόλα είναι εκείνα που με τις έντονες αλλαγές τους προκαλούν το δέος και το θαυμασμό.

Τα γιγάντια βράχια γύρω και πάνω από την είσοδο του σπηλαίου έχουν υποστεί τη διάβρωση της βροχής των αιώνων. Σιωπηλά κι αδιαμαρτύρητα γυαλίζουν στον ήλιο ή στη βροχή, σκοτεινιάζουν στη συννεφιά και στη νύχτα. Δέχονται αδύναμα ν’ αντιδράσουν στις βίαιες επιθέσεις του ανθρώπου και συνεχίζουν με το υπόλοιπο τους να μεταφέρουν τη γνώση τους σ’ ένα νέο χώρο. Μόνο μια δυνατή εσωτερική δύναμη της γης, ένας σεισμός, μπορεί να τα μετακινήσει από τη θέση τους. Με τα αόρατα μάτια τους είδαν τις γενιές των ανθρώπων να περνούν και να χάνονται για να τις διαδεχτούν οι επόμενες.

Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της λασιθιώτικης γης κορυφές που ανέβαιναν οι μινωίτες να ευχαριστήσουν, να δοξάσουν, να εμβαπτιστούν σε νέες δυνάμεις, κι ολόγυρα στις πλαγιές τρύπες και εσοχές τα σπήλαια, όπου καταδύονταν μετά την ανάβαση προετοιμαζόμενοι άραγε για το σκοτεινό μακρινό τους ταξίδι; Φαλλικές προσομοιώσεις, προθήκες για τις προσφορές των πιστών. Τελετές ζωής ή τελετουργίες θανάτου; Ποιος θα το ξεκαθαρίσει;

To φως και το σκοτάδι, το ύψος και το βάθος, το μέσα και το έξω, το φανερό και το κρυφό, το ορατό και το αόρατο, το γνωστό και το άγνωστο το προσιτό και το απρόσιτο: οι μεγάλες αντιθέσεις. Τα μάτια, όταν συνηθίζουν το σκοτάδι, βλέπουν περισσότερα. Να ισχύει το ίδιο και με τα μάτια της ψυχής; Όταν πια βγεις έξω, το φως είναι πιο λαμπερό. Η επιστροφή από το θάνατο στη ζωή. Η ανακούφιση και η ασφάλεια του γνωστού.

Προσπαθώ να μεταφερθώ στο χρόνο κάνοντας μια γρήγορη διαδρομή. Οι αργές ανεπαίσθητες αλλαγές του χρόνου φαίνονται στο εσωτερικό του σπηλαίου, στους σταλαχτίτες, οι πιο γρήγορες στη γη, στις καλλιέργειες. Σήμερα οι άνθρωποι στη θέση του ταύρου έχουν μηχανικούς ίππους που αποδίδουν με μια ξενόφερτη λέξη. Αίτιο – αποτέλεσμα. Ορθολογισμός. Κανένα μυστήριο πια. Η γνώση των επιστημονικών νόμων οδηγεί τον άνθρωπο στην αλαζονεία της εντύπωσης ότι η γνώση αυτή επεκτείνεται και δεν έχει όρια. Ο άνθρωπος δε θεωρεί τον εαυτό του μύωπα που ψηλαφεί τα σκοτάδια του αθέατου. Έτσι νομίζοντας τα κάνει όλα φανερά, αποκαλύπτοντας τα μυστικά , χάθηκε το μυστήριο και η ομορφιά του, το συναίσθημα της ανασφάλειας, της αμφιταλάντευσης στο θεατό και στο αθέατο, το δυνατόν και το αδύνατον. Το πρέπον και το δέον έγινε μπορετό, εφόσον είναι βουλόμενον.

Μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια ένας κάτοικος της ίδιας γης πάτησε στις ίδιες πέτρες με σας και προσπαθεί να σκεφτεί τις ελπίδες και τους φόβους σας. Μετά από μερικές ακόμα χιλιάδες χρόνια κάποιος άλλος θα αναρωτιέται και για σας και για μένα. Μόνο που εγώ θα είμαι απλώς ένας περαστικός που δεν άφησε τα σημάδια του, που δε χάραξε δρόμους, που δεν έκανε τον πλανήτη να θαυμάσει και να ζηλέψει τη ζωή σας, αν είναι σωστές οι υποθέσεις που κάνουμε για σας.

>Δικταίον Άνδρον

Απρ 20107

>

Το σπήλαιο του Ψυχρού αποτελεί πολύ σημαντικό λατρευτικό χώρο της μινωικής Κρήτης. Άλλωστε η χρήση των σπηλαίων ως κέντρων λατρείας ήταν από τα βασικά χαρακτηριστικά των θρησκευτικών αντιλήψεων των αρχαίων Κρητών.

Το σπήλαιο του Ψυχρού είναι από τους πρώτους αρχαιολογικούς τόπους στην Κρήτη όπου έγιναν ανασκαφές. Επιλεγμένα ευρήματα από τις ανασκαφές στο σπήλαιο μπορεί να δει κανείς σε μια προθήκη στην αίθουσα 7 του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου , ενώ ένα μέρος τους βρίσκεται στην αποθήκη. Αρκετά άλλα ευρήματα αποκτήθηκαν από την συλλογή Γιαμαλάκη ( που επίσης αποτελεί τμήμα του μουσείου Ηρακλείου, αλλά προσωρινά δεν εκτίθεται ) και άλλα από διάφορες συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από αυτά σημαντικά είναι τα ευρήματα που από το 1896 βρίσκονται στο Μουσείο Ασμόλεαν του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης όπου τα κατέθεσε ο Έβανς ως τμήμα της Κρητικής Συλλογής του. Λιγότερα ευρήματα βρίσκονται σο μουσείο του Λούβρου.

Οι ανασκαφείς και αρκετοί μελετητές ταυτίζουν το σπήλαιο Ψυχρού με το γνωστό Δικταίον Άνδρον, όπου, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Δίας με την βοήθεια της Αμάλθειας και των Κουρητών και το οποίο συνδέθηκε με ιστορίες όπως του μάντη Επιμενίδη που “κοιμήθηκε” εδώ ή με την ένωση Δία – Ευρώπης.

Η ανακάλυψη αρχαίων στο σπήλαιο έγινε το 1880, κατά μαρτυρία του Ιωσήφ Χατζηδάκη, από έναν κυνηγό που κατέφυγε στο πάνω σπήλαιο για να προστατευθεί από την κακοκαιρία και με το όπλο του βρήκε τυχαία ένα χάλκινο ειδώλιο βοδιού. Το γεγονός μαθεύτηκε και αμέσως άρχισαν οι κάτοικοι να ψάχνουν για αρχαία στο πάνω σπήλαιο. Βρήκαν πολυάριθμα χάλκινα και πήλινα ειδώλια, διπλούς πέλεκυς, βέλη, ξίφη, αιχμές δοράτων και πήλινα αγγεία (σκουτέλια) , που τα πούλησαν σε διάφορους αγοραστές, ενώ ολόκληρα χάλκινα αντικείμενα φαίνεται ότι κατάληξαν σε χυτήρια του Ηρακλείου.

Στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα κάτοικοι της περιοχής βρήκαν στο σπήλαιο αρχαιολογικά ευρήματα. Αυτά παρακίνησαν τον αρχαιολόγο Ιωσήφ Χατζηδάκη να το επισκεφτεί μαζί με τον Ιταλό F. Halbherr το 1886 και να διεξάγουν πρόχειρη ανασκαφική έρευνα.

 Κατά τον Χόγκαρθ, τα πρώτα αρχαία ανακαλύφθηκαν το 1883 από τους ντόπιους που χρησιμοποιούσαν το σπήλαιο ως στάβλο για τα κατσίκια και τα γουρούνια. Ειδοποιήθηκαν ο Χατζιδάκης και ο Αλμπέρ, που το εξερεύνησαν πρώτοι το 1886. Προσπάθησαν να αποκτήσουν όσο πιο πολλά αρχαία μπορούσαν από τους χωρικούς, ενώ ερεύνησαν περίπου δύο τετραγωνικά μέτρα στο πάνω σπήλαιο με σκοπό να ανακαλύψουν τα ερείπια κάποιου βωμού. Ύστερα από την αναχώρησή τους, οι χωρικοί συνέχιζαν να βρίσκουν αρχαία, κυρίως χάλκινα, ανάμεσα στους βράχους του πάνω σπηλαίου. Τα αρχαία αυτά τα πούλησαν στον Έβανς που επισκέφτηκε το σπήλαιο το 1994. Ο Έβανς επέστρεψε στο σπήλαιο το 1985, και 1896 μαζί με τον Μάιρς έκανε ανασκαφή κάτω από τον βόρειο τοίχο στο πάνω σπήλαιο. Ανακάλυψε ένα τμήμα μιας ενεπίγραφης τράπεζας προσφορών.

Τα ευρήματα τα πήρε στη Βρετανία στο Μουσείο Ασμόλεαν. Εκτεταμένες αναφορές και πολλές εικόνες από τα ευρήματα της ανασκαφής υπάρχουν στο βιβλίο του «Το Ανάκτορο του Μίνωα στην Κνωσό». Ο τρίτος ερευνητής του σπηλαίου ήταν ο Γάλλος Ντεμάρν, που ήρθε και ανάσκαψε στο πάνω σπήλαιο το 1987, και μάλιστα βρήκε το ένα κομμάτι από τη ενεπίγραφη τράπεζα προσφορών που είχε βρει τον προηγούμενο χρόνο ο Άρθουρ Έβανς. Τα ευρήματα αυτά τα δημοσίευσε το 1902.

Οι πρώτοι ερευνητές του σπηλαίου δεν επεδίωξαν να ανασκάψουν συστηματικά το σπήλαιο για δύο λόγους: ο ένας ήταν οι πολιτικές συνθήκες στην Κρήτη που δεν ευνοούσαν ακόμη ένα τέτοιο εγχείρημα, και ο δεύτερος ήταν η κατάσταση στο πάνω σπήλαιο, που δεν προσφερόταν για εύκολη ανασκαφή, αφού πολλοί βράχοι είχαν καταπέσει και έπρεπε να μετακινηθούν. Ωστόσο τα ευρήματα που είχαν συλλέξει ήταν αρκετά σημαντικά για να δώσουν τη βεβαιότητα ότι το σπήλαιο ήταν ένα μεγάλο αρχαίο λατρευτικό κέντρο.

Συστηματική ανασκαφή του σπηλαίου έγινε από τον Χόγκαρθ το 1899. Η ανασκαφή δημοσιεύτηκε προκαταρκτικά το 1899-1900. Τα πήλινα ευρήματα δημοσιεύτηκαν από τον Βανς Γουάτρους το 1996.

Ανάλογες έρευνες έκαναν ο A. Evans, το 1897, ο J. Demargne και το 1899 ο G. Hogarth. Συστηματικές έρευνες δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Το σύνολο σχεδόν των ευρημάτων που προέκυψαν από λαθρανασκαφές και επίσημες ανασκαφές δημοσίευσε ο J. Boardman το 1961. Τα πολυάριθμα αναθήματα που αποκαλύφθηκαν είναι σήμερα μοιρασμένα ανάμεσα στο Μουσείο Ηρακλείου και το Ashmolean Museum της Οξφόρδης.

Η λατρεία αρχίζει μάλλον από την Πρωτομινωική περίοδο (2800-2300 π.Χ.) – αν και υπάρχουν στον προθάλαμο ίχνη παλαιότερης ανθρώπινης παρουσίας σ΄ αυτό το σημείο τα κυριότερα όμως ευρήματα είναι της Μεσομινωικής περιόδου (1800 π.Χ.) και μεταγενέστερα, διότι η διάρκεια χρήσης του είναι μακραίωνη.

Συνεχίζεται αδιάκοπα ως την Γεωμετρική (8ος αι.π.Χ.) και Ανατολίζουσα -Αρχαϊκή εποχή (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.). Από τα ευρήματα φαίνεται ότι το σπήλαιο είχε επισκέπτες και κατά τη Ρωμαϊκή ακόμη περίοδο. Οι πιστοί αφιέρωναν πολλά αναθήματα, όπως ειδώλια πιστών, θεών, ζώων, διπλούς πελέκεις, όπλα κλπ.

Σε υψόμετρο 1.025μ., ένα ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί σε ένα πλάτωμα, p1080081.JPG

μπροστά στη στενή είσοδο του σπηλαίου. p1330896.JPG

Δεξιά υπάρχει ένας προθάλαμος ( 42Χ19μ.) p1330913.JPG, στον οποίο υπήρχε βωμός ορθογώνιος ύψους 1μ., κτισμένος, με αργολιθοδομή.

Σ΄ αυτό το χώρο αποκαλύφθηκαν επίσης νεολιθικά όστρακα, πρωτομινωικές ταφές (2800-2200 π.Χ.) και αναθήματα της μεσομινωικής εποχής (2200-1550 π.Χ.). Στο βορειότερο τμήμα του προθαλάμου αναπτύσσεται χαμηλός θάλαμος. Σ΄ αυτόν βρέθηκε ένας ακανόνιστος περίβολος με δάπεδο λιθόστρωτο σε ορισμένα μέρη, που σχημάτιζε ένα είδος τεμένους.

Η μεγάλη αίθουσα (84Χ38μ.) p1330821.JPG p1330600.JPG είναι κατωφερής και στο βάθος αριστερά διανοίγεται μικρός θάλαμος, μία εσοχή του οποίου επιδεικνύεται ως το “λίκνον” του Δία. Δεξιά αναπτύσσεται μεγαλύτερος θάλαμος (25Χ12μ.) που χωρίζεται σε δύο τμήματα, στο ένα από τα οποία υπάρχει μικρή λίμνη, p1330750.JPG ενώ στο άλλο υπάρχει ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός σταλακτίτης, “ο μανδύας του Διός”. Στη μεγάλη αίθουσα είχαν αποτεθεί πάρα πολλά αναθήματα, κυρίως χάλκινα ειδώλια και ελάσματα, εγχειρίδια, αιχμές βελών και διπλοί πελέκεις.

Έχοντας ανηφορίσει, με αρκετό κόπο ομολογουμένως, το μονοπάτι που οδηγεί στο σπήλαιο, αναρωτιέμαι τι συνεχίζει να οδηγεί σήμερα τόσους ανθρώπους εδώ πάνω.
• Η ελπίδα ότι θα συναντήσουν ένα παλιό θεό;
• Η επιθυμία να προσκυνήσουν την αρχαία Βηθλεέμ;
• Η ομορφιά του τοπίου
• ή απλά η ζωή τους καθορίζεται από την τύχη, αφού κατευθύνεται από τα ταξιδιωτικά γραφεία;

Το πιο ενδιαφέρον ερώτημα πάντως είναι γιατί οι μινωίτες επέλεξαν το συγκεκριμένο χώρο για να λατρέψουν τη μητέρα Φύση, τη θεά της γονιμότητας.
Ο τόπος συνδυάζει διπλό πλεονέκτημα: κορυφή και σπήλαιο, ή καλύτερα σπήλαιο σε κορυφή. Βρίσκεται στην αγκαλιά της γης, την αρχή της ζωής, τη μήτρα, χώρο προστασίας, που για χιλιάδες χρόνια ζει σταθερά, σιωπηλά και υπόγεια χωρίς φωνές, αναπαράγει, επαναλαμβάνει και ενδυναμώνει τις φωνές λειτουργώντας ως ηχείο. Υπενθυμίζει την αιώνια ανακύκλιση, τον κύκλο της ζωής. Μέσα στο σκοτάδι του έρχονταν οι πιστοί να βρουν το υπερβατικό φως. p1330748.JPG Αφήνοντας πίσω τους το δυνατό άπλετο φως του ηλίου, το οποίο προσλάμβαναν όλο και πιο έντονα ανεβαίνοντας, καθώς η ματιά αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη εμβέλεια, επέλεγαν να καταδυθούν στο σκοτάδι για να βιώσουν, μέσα από την αντίθεση, την αξία του φωτός και να συνειδητοποιήσουν ότι τόσο το σκοτάδι όσο και το φως είναι πλευρές της ζωής τους. Μήπως ανάμεσά τους κινείται η ζωή μας, όπως έλεγε ο Καζαντζάκης;

Η επιλογή της κορυφής μπορεί να κρύβει ένα μέρος της ανθρώπινης έπαρσης ή και μια προσπάθεια να πλησιάσουν περισσότερο το φως. Αυτό άραγε έσπρωξε τον Πλάτωνα και αργότερα το χριστιανισμό να κινηθούν ανοδικά; Το σπήλαιο βέβαια μπορεί να δηλώνει το τέλος της ζωής ( οι μινωίτες δεν έκαιγαν, αλλά έθαβαν τους νεκρούς τους). Λίγες χιλιάδες χρόνια αργότερα ο χριστιανισμός χρησιμοποίησε το σπήλαιο ως κοιτίδα της αληθινής ζωής με τη γέννηση του Θεανθρώπου, αλλά το βάθος και το σκοτάδι ήταν ο απαραίτητος χώρος κατάδυσης για την ήττα του θανάτου και τη νίκη της ζωής.

 Άραγε η σύγχρονη επιστήμη (σπηλαιολογία) συνειδητοποιεί τις σχέσεις αυτές, όταν κάνει βουτιά στο αβυσσαλέο κενό του σκότους για να μελετήσει κάθε πηγή ζωής; Τα ρίγη της χαμηλής θερμοκρασίας εντείνονται από το δέος αυτό και από τη συνειδητοποίηση ότι τα σπήλαια αποτέλεσαν την πρώτη φυσική κατοικία του ανθρώπου;

   Αναρωτιέμαι αν η σχέση αυτή του ανθρώπου με τα σπήλαια (κατοικία, προστασία, ναός, σχολείο, καλλιτεχνικός χώρος) διατηρείται στις σύγχρονες κατοικίες μας ή είναι για πολλούς ο μοναδικός επενδυτικός σκοπός ή για άλλους ένα ακόμα μέσο επίδειξης της ματαιοδοξίας τους και εν τέλει του απέραντου εσωτερικού τους κενού και της μοναξιάς τους;

Να είναι άραγε τυχαίο ότι οι άνθρωποι ακόμα και σήμερα, όπως τουλάχιστον φανερώνεται αρχιτεκτονικά, θέλουν να επικοινωνούν συλλογικά με το θείο και μόνο οι σύγχρονοι Κροίσοι χτίζουν ένα μικρό ναό στην άκρη της βίλλας τους. Όπως έχουν όλα τα υλικά αγαθά , θέλουν να έχουν και ένα θεό δικό τους;

>Επιστροφή από τη Μήλο

Απρ 20107

>
Η Μήλος σταθερά απομακρύνεται με την ταχύτητα του πλοίου. Οι χθεσινές κοντινές ακτές αρχίζουν να γίνονται όλο και πιο μακρινές αναμνήσεις. Μέσα σ’ ένα μουντό τοπίο θαλάσσιας ομίχλης περιορισμένης ορατότητας. Αντιστεκόμενη στον άνεμο, νιώθοντας τις θαλασσοσταλίδες να αιωρούνται σαν κουρτίνες. Το κατάστρωμα έχει αδειάσει σχεδόν πλέον. Μόνο ο αέρας, τα κύματα, ο αραιωμένος καπνός του φουγάρου που από τον αέρα σκορπιέται παντού και λίγοι τολμηροί ή θρασείς που δεν εννοούν ν’ αποδεχτούν ότι οι διακοπές τελείωσαν, ότι το ταξίδι σύντομα ολοκληρώνεται. Οι άλλοι έχουν ήδη συμβιβαστεί με το κομφορμιστικό πνεύμα της τεχνητής πραγματικότητας, αποφεύγοντας τις φυσικές οχλήσεις που ενδυναμώνουν το πνεύμα και το σώμα.

Η ψηλότερη κορφή της Μήλου μπροστά μας νεφοσκεπής έχει ήδη αρχίσει να προετοιμάζεται για το χειμώνα που την περιμένει. Άγονη και μόνη χωρίς την ανθρώπινη παρουσία.

Γεμάτο πληγές το σώμα της με ή χωρίς τη θέλησή της άφησε να το λεηλατήσουν ανελέητα οι άνθρωποι για να εισπράξουν τους θησαυρούς της από το υπέδαφος, αφού το έδαφος δεν τους επέτρεπε να επιβιώσουν. Τρύπες, σπηλιές, κατακόμβες, ορύγματα: γεμάτη σημάδια από το χρόνο και τον άνθρωπο κραυγάζει τα πάθη της σιωπηλή, ξερή και άγονη, δεχόμενη αδιαμαρτύρητα τους επισκέπτες, καλωσορίζοντάς τους εγκάρδια, και σκύβοντας το κεφάλι υποτακτικά για να βουτηχτεί στη μακρά χειμερινή μοναξιά της προσδοκώντας το επόμενο καλοκαίρι για να ξαναμιλήσει με τη σιωπή της.

Πολύχρωμη, ιριδίζουσα ή θαμπή, γοητευτική, μυστηριώδης, πολυμορφική ξέρει να δείχνει σ’ αυτούς που ξέρουν να ψάξουν. Από τις ψηλές κορφές της ως το υπέδαφος και ως τον πάτο των γαλαζοπράσινων νερών της διαυγής και πεντακάθαρη. Άγονα βράχια σκληρά ή μαλακά, υαλώδη ή πετρώδη, άσπρα, κόκκινα, κίτρινα. Φαινομενικά φτωχή μα αφάνταστα πλούσια για ερευνητές κάθε είδους, αρκεί ο ερευνητής να γνωρίζει πού να ψάξει και να έχει τη μέθοδο να το επιτύχει

Ένα νησί που σε παραινεί, σε διδάσκει, σε συμβουλεύει ότι η επιφάνεια δεν είναι επαρκής, ότι πρέπει ν ‘ αφαιρέσεις το λεπτό ή χοντρό δέρμα, το πρόχειρο ή προσεγμένο για να βρεις το ζητούμενο.

Τι χαρακτήρες ανθρώπων πλάθει αυτός ο τόπος ; Σίγουρα αγωνιστικούς, επίμονους, αποφασιστικούς, υπομονετικούς, με αρκετή αυτοπεποίθηση, αλλά και αυτογνωσία, που καταλαβαίνουν τα όρια τους και εκείνα της φύσης για να μπορέσουν να πλάσουν τη σχέση της επικοινωνίας που θα τους επιτρέψει να επιβιώσουν: για να πάρουν χωρίς να καταστραφούν, για να πάρουν και να αξιοποιήσουν, για να πάρουν και να μην καταστρέψουν αυτό που απομένει, αλλά να το διαφυλάξουν, ώστε να μπορέσουν να ξαναχτυπήσουν την πόρτα της φύσης που αδιαμαρτύρητα θα δώσει. Άρα το δίδαγμα λέει ότι μπορείς να πάρει όταν μάθεις πώς να πάρεις, κι αυτό όταν μάθεις να μαθαίνεις, αρχίζοντας πρώτα από τον εαυτό σου.

Ο ασπρογάλαζος δρόμος που αφήνει πίσω του το πλοίο με κάνει να αναλογιστώ ότι ο Έλληνας Οδυσσέας ταξιδευτής περιπλανώμενος ερευνητής θα πρέπει μαζί με τις αποσκευές του να κουβαλούσε από κάθε ταξίδι του κι ένα απολογιστικό πακέτο χρήσιμο για το επόμενο ταξίδι, αν βέβαια το αξιοποιούσε.

Κι η μοναξιά του άδειου ορίζοντα όπου το γαλάζιο της θάλασσας διαδέχεται το ουράνιο γαλάζιο με τα σύνορά τους να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτα.

Ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει σ’ όλους τους χώρους. Όχι όμως χωρίς προσπάθεια. Όχι χωρίς μέθοδο. Όχι χωρίς προγραμματισμό. Η φύση δείχνει τις δυνάμεις της και του κλείνει με υπονοούμενο το μάτι να στραφεί στο δικό του υπέδαφος, ν’ αναζητήσει το δικό του ορυκτό πλούτο που χρειάζεται εξόρυξη και που θα μείνει πάντα θαμμένος και επομένως άγνωστος και ουσιαστικά ανύπαρκτος, αν δεν είναι πρώτα πρώτα υποψιασμένος κι έπειτα αν δε δραστηριοποιηθεί για να τον φέρει στην επιφάνεια, να τον εκθέσει και να τον αξιοποιήσει.

« Παλιότερα άρθραΠιο πρόσφατα άρθρα »


Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων