μινωικός πολιτισμός


μινωικά νεώρια – έπαυλη Νίρου

Ιούλ 201021

Ο ήλιος στέλνει τις τελευταίες πύρινες αχτίνες του. Τώρα που βράδιασε ο μέγας αρχιερέας της έπαυλης περνά το πολύθυρο που βγάζει στη δυτική πύλη , η οποία έχει πρόσοψη προς το βορρά. Καθισμένος εκεί απολαμβάνει με ηρεμία το τέλος μιας ακόμα όμορφης μέρας. Οι ήχοι των νεωρίων τέτοια ώρα λιγοστεύουν, καθώς οι εργάτες, μετρώντας την ώρα με το μπόι του ήλιου, είχαν σχολάσει.

Σε απόσταση 50 μέτρων από το βόρειο τοίχο της έπαυλης το κύμα στέλνει πρόθυμα τα πορφυρά φιλιά του στην ακτή. Αφροί που πλάθουν χιλιάδες σχήματα που κανένα δεν είναι όμοιο με άλλο. Μια χιλιοειδωμένη εικόνα που καθηλώνει το μάτι, που κανείς δε βαρέθηκε, που κανένας δε χόρτασε, φαινομενικά ίδια, πάντα διαφορετική. Καθώς όμως η μέρα μεταμορφώνεται σε τόνους του γκρίζου, ο ήχος δυναμώνει σκιάζοντας την όραση. Είναι η ώρα των τυφλών να εξομοιωθούν με τους υπόλοιπους προνομιούχους του γήινου κόσμου. Είναι η ώρα να ανοίξουν τις πύλες τους οι αισθήσεις που μένουν αδικημένες από το δυναμισμό της. Ήχος σιγανός σαν ερωτικός ψίθυρος, άλλοτε ήρεμος σα φιλική κουβεντούλα και άλλες φορές εκκωφαντικό μούγκρισμα των κυμάτων με τα βράχια σαν πάλη προαιώνιων εχθρών. Μια μουσική που δε χορταίνει καμιά ακοή, που δεν κουράζει κανένα αυτί. Το κύμα αιωρούμενο σε ιπτάμενες στάλες έρχεται να ποτίσει το δέρμα σου και η αρμύρα του να εισχωρήσει στην πιο κρυφή καμπύλη του κορμιού. Ξέπνοος από τη σφοδρότητα της επίθεσης με τις αισθήσεις σε εγρήγορση, σε μια ερωτική σχεδόν συνεύρεση, σε θέση λαβειν απολαμβάνεις τη δωρεά της φύσης, που κανένα δώρο δεν μπορεί να συναγωνιστεί την αξία του.

Καινούρια καράβια είχαν ριχτεί εκείνη τη μέρα στη θάλασσα. Ο μέγας αρχιερέας με ευχές και προσευχές τα είχε ευλογήσει βυθίζοντας τους ιερούς πελέκεις στα κύματα για να κόψουν με τη δίκοπη επιφάνειά τους την ορμή τους και να προοιωνίσουν εύπλοια. Το παρθενικό βάπτισμα συνοδεύτηκε από ενθουσιασμό και πολλές ελπίδες.

Ο παφλασμός του κύματος στην επαφή του με τα νέα σκαριά σκέπασε τους φόβους του ταξιδιού και μαζί με τους γλάρους συνόδευσε τη φαντασία στους δρόμους της άγνοιας που επιδιώκει να γίνουν βατοί και με το σώμα, αφού πρώτα η σκέψη τριγύρισε πάνω τους, εισχώρησε μέσα τους, περπάτησε γύρω τους: η τόλμη της αναμέτρησης με το κύμα, με τον καιρό και το άγνωστο. Η αίσθηση της ελευθερίας, της απώθησης του δεδομένου και του τετριμμένου, του εφησυχασμού και της επανάπαυσης, της στέρησης των οριζόντων, της καθήλωσης του νου, που αναζητεί τους γλάρους του στους ουρανούς της διαφυγής από τα όρια της συνήθειας. Η ομιλία του νερού με τα στοιχεία της φύσης: Ο έρωτας μεταξύ τους όλο παιχνίδι και πάθος που κυμαίνεται από την τρυφερότητα ως την αγριάδα.

Μια επιλογή γεμάτη εναλλαγές, αντιθέσεις και μεταμορφώσεις:

Η ηρεμία με η φουρτούνα: Η ένταση και η ηρεμία

Το ρηχό και το βαθύ: Το επίπεδο και το ανισόπεδο

Το μπλε και το γαλάζιο: Το νερό και ο αέρας

Ναι, είναι αλήθεια, ένα μεγάλο μέρος των εσόδων από το ναυτικό εμπόριο θα σωριαζόταν στις αποθήκες του βασιλιά, ενώ οι ίδιοι θα καρπώνονταν την εμπειρία του ταξιδιού, την ένταση και την αγωνία, την τόλμη και την αποφασιστικότητα που σκίαζε το φόβο και την αρμύρα και αντάμειβε με εικόνες άγνωστης ομορφιάς, γιατί όσες φορές κι αν πήγαινες, πάντα θα έβρισκες κάτι καινούριο σ΄ αυτό τον απέραντο κόσμο, του οποίου η άκρη δε φαινόταν πουθενά. Ταξιδεύοντας προς τις χώρες που ανατέλλει ο ήλιος είχαν την ελπίδα να τον πλησιάσουν, να βρουν την πηγή του, να συναντήσουν την αρχή του κόσμου, απ’ όπου προέρχονταν τόσα αγαθά.

Ένας κόσμος τόσο διαφορετικός από το δικό τους. Άνθρωποι μαυρισμένοι από τις κατακόρυφες αχτίνες του ήλιου, που δεν τολμούσαν να κοιτάξουν στα μάτια το βασιλιά τους, γιατί τον θεωρούσαν θεό και του έχτιζαν τεράστιους ναούς που προκαλούσαν δέος με τη μεγαλοπρέπεια και το μέγεθός τους. Όχι ότι τα δικά τους υστερούσαν σ’ αυτό, αλλά μπορούσαν να το πετύχουν με λιγότερο κόπο και χρήματα και χωρίς να χρειάζονται να δουλέψουν τόσοι άνθρωποι. Τεράστια κτίρια που έκρυβαν τον ουρανό για να θάψουν έναν άνθρωπο. Γυρίζοντας πίσω θα είχαν να λένε, να κρίνουν και να συγκρίνουν κι οι άλλοι θα κρέμονταν από τα χείλη τους . Όχι ότι είχαν να ζηλέψουν τίποτα από την ομορφιά της ανατολής, παρά μόνο τη γνώση του άγνωστου και του διαφορετικού.

Ένας μικρόκοσμος κλεισμένος σε λίγα τετραγωνικά, ενώ εκείνοι χρειάζονταν τεράστιες εκτάσεις, που βέβαια διέθεταν. Η απλότητα που συνυπήρχε αρμονικά με τον πλούτο, η κομψότητα που αναδείκνυε το εκλεπτυσμένο γούστο, η παιγνιώδης και φιλική διάθεση, η ομορφιά της φύσης ήταν στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας τους. Οι θεοί τους δεν προκαλούσαν φόβο με τον όγκο τους. Προσιτοί, εφόσον μπορούσαν να χωρέσουν στη χούφτα τους, να κινηθούν και να μετακινηθούν. Μπορούσαν να αγγίξουν τα ομοιώματά τους, να τα κουβαλήσουν, και κατά τη σωματική επαφή να αντλήσουν δύναμη από ύπαρξή τους, να μειώσουν τη μοναξιά και την αίσθηση της ανημπόριας τους

>Φαιστός: εργαστήριο

Ιούλ 201021

>

Ο ήχος των μαστόρων που εργάζονται εντατικά φτιάχνοντας εργαλεία αντηχεί στην περιοχή. Μάτια προσηλωμένα στην εργασία. Μύες τεντωμένοι από την προσπάθεια. Ιδρώτας που κυλάει από τη ζέστη και από την κούραση. Προσήλωση σώματος και σκέψης στο έργο που σχεδιάζεται, σ’ αυτό που θα αποτελέσει εργαλείο στα χέρια ενός άλλου για να πραγματοποιήσει τη δική του εργασία: το σκάψιμο, το θέρισμα, το αλώνισμα το λίχνισμα, το άλεσμα, εργαλεία για τις δουλειές της κουζίνας, εργαλεία για άλλους τεχνίτες. Σκληρά υλικά υποχωρώντας στη υψηλή θερμοκρασία γίνονται εύπλαστα για να πάρουν άλλο σχήμα και μέγεθος. Χάλκινα εργαλεία με το χαρακτηριστικό κοκκινωπό χρώμα που αστράφτει στον ήλιο, γυαλισμένα και αστραφτερά. Σκληρή δουλειά, σκληρά τα χέρια, γυμνασμένα τα μπράτσα σ’ ένα περιβάλλον που δε διακρίνεται για την τάξη και την ομορφιά του, αλλά σκοπεύει με το αποτέλεσμά του να βάλει τάξη και να ομορφύνει τη ζωή. Κόσμος πάει κι έρχεται για να παραγγείλει να επισκευάσει, να πάρει την παραγγελιά του.

Κόφινας

Μάι 201014

Η ενημερωτική πινακίδα της Δ/νσης Δασών Ηρακλείου είναι η επιβεβαίωση του σημείου εκκίνησης μιας σχεδόν κάθετα ανοδικής πορείας. Με εμψυχωτή την πινακίδα που στοχεύει στην κορυφή μπορούμε να ξεκινήσουμε την κοπιαστική ανάβαση. Τα ενημερωτικά κόκκινα βέλη πάνω στους βράχους μπορεί να αλλοιώνουν το τοπίο, είναι όμως πολύτιμοι οδηγοί.
Ειδικά στο σημείο που έχει χώρο μόνο για ένα πόδι, στο χείλος του γκρεμού, το κόκκινο βέλος είναι η μοναδική σωτηρία από τη ρίψη στο κενό. Είναι το σημείο που η αναπνοή σταματά από μια αίσθηση ιερού τρόμου.

Σε κατάσταση ημιαιθρίας, από τον Κόφινα διακρίνονται τα νότια παράλια της Κρήτης. Όμως αυτή τη μέρα δεν ευτύχησα να απλώσω το βλέμμα μου στο «απέραντο γαλάζιο» του Λιβυκού. Ένα γήινο δέρμα ομίχλης κινείται βιαστικά ανηφορίζοντας κι αυτό προς την κορυφή του Κόφινα. Και, καθώς κινείται γρηγορότερα από μένα, συσκοτίζει περιορίζοντας την ορατότητα του τοπίου και (απο)καλύπτοντας την άγρια ομορφιά του… Ίσως ίσως όμως τελικά να κρύβει και τις δυσκολίες της πορείας μου για να μη με απογοητεύσει, καθώς θα μου εμφανίσει την εικόνα μιας αποθαρρυντικής διαδρομής.

Ανεβαίνοντας μένει πίσω σε μικρή απόσταση το λευκό χάος του βάθους και της ομίχλης.
Είναι πάρα πολλά τα σημεία όπου το πέρασμα δοκιμάζει τις αντοχές της θέλησής μου. Ἐνα ακόμα δύσκολο σημείο που φέρνει τα βήματα ελάχιστα μακριά από το χάος. Όταν ανηφορίσεις τα απότομα σκαλοπάτια και κοιτάξεις πίσω σου το βάθος και το λευκό χάος, ξυπνά ο τρόμος… Η σκέψη ότι πρέπει να βαδίσω πάνω στο βράχο στο χείλος του γκρεμού, κάτω από τον οποίο χάσκει το κενό, κάνει το στομάχι μου να σφίγγεται… Άλλοτε πλησιάζω στο κενό χωρίς φόβο κι εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου.

Σε λίγα σημεία σκαλοπάτια αρκετά βολικά, αν κρίνεις από την αγριάδα του τοπίου, και -όπου κρίνεται απαραίτητο- προστατευτικά βοηθήματα ενισχύουν την πορεία ανάβασης. Ένα σημείο της ανηφορικής πορείας δοκιμάζει τους μυς των ποδιών με ψηλά σκαλοπάτια, προσφέρει όμως από τα πλάγια ασφάλεια στο σώμα. Στα πιο δύσκολα σημεία της διαδρομής επιστρατεύονται “άλλα κόλπα” … Ένα ξύλινο κιγκλίδωμα ελίσσεται παρακολουθώντας τα πιο επικίνδυνα σημεία της διαδρομής. Ένα μικρό τμήμα σχετικά ομαλής πορείας κι ένα άλλο προστατευμένο σημείο της διαδρομής, προϊόν της ανθρώπινης αρωγής.

Το μονοπάτι ελίσσεται προστατευμένο από το ξύλινο κιγκλίδωμα, που όμως σε ορισμένα σημεία μάς προδίδει νικημένο από τις δυσκολίες, αφήνοντας αβοήθητα καχεκτικά δέντρα να αντέξουν μόνα τους τις αντιξοότητες. Άσπρα μυτερά βράχια και μικρόσωμα δέντρα γαντζωμένα απελπισμένα πάνω τους δίνουν το στίγμα του άγριου τοπίου που η ομίχλη υπογραμμίζει.

Κι εκεί που τα βράχια κατακλύζουν το χώρο, η ζωή καταφέρνει να εδραιωθεί όπως όπως, όμως τα καταφέρνει. Σηματωρός τα απελπισμένα δέντρα, γερτά στη φορά του ανέμου χαμηλώνουν το μπόι τους στις απαιτήσεις των συνθηκών. Ένα καχεκτικό δέντρο γαντζωμένο στην κατωφέρεια του εδάφους υπομένει και επιμένει. Ένα άλλο σέρνεται στο έδαφος προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα των βράχων που άνοιξαν στο πέρασμα του χρόνου και ίσως- ίσως τον ίδιο το χρόνο…
Υποταγή;
Εξυπνάδα;
Επιλογή;
Προσαρμογή;
Φυσική επιλογή;

Πάντα οι Μινωίτες οδηγοί της σκέψης μου. Πόσα πόδια πάτησαν τις ίδιες πέτρες εδώ και χιλιάδες χρόνια ανηφορίζοντας προς τον ίδιο στόχο: την κορυφή; Ένα θραύσμα αρχαίου αγγείου σφηνωμένο στο βράχο… Η μορφή του βράχου στη δεξιά γωνία σχηματίζει το πρόσωπο αρχαίου φιλοσόφου. Αναρωτιέμαι κάθε στιγμή πόσα κουρασμένα πόδια, πόσες κοφτές ανάσες τράβηξαν την ίδια πορεία με μένα μυρίζοντας, αγγίζοντας, χαϊδεύοντας τα πλάσματα της φύσης.

Η τελευταία πινακίδα για την κορυφή σε ένα πλάτωμα. Ένας απλός σωρός πέτρες που συγκέντρωσαν κάποιοι ως ενθύμιο της κατάκτησης της κορυφής…

Bήσσαλα

Απρ 201025

Πρέπει να σκαλίσω τις θρυμματισμένες πέτρες, αυτές που κάποτε ήταν τα μεγάλα αγκωνάρια ενός τοίχου, να τα βρω μισοθαμμένα ανάμεσα στο χώμα και στα ξερά φύλλα. Τα πιάνω τρυφερά στο χέρι, να μην τα κουράσω, να μην τα πονέσω κουρασμένα καθώς είναι κατά τη διαδρομή τους στο χρόνο, πονεμένα από τα πόδια που τα πάτησαν και τα συνέτριψαν, από το αλέτρι που τα θρυμμάτισε, πικραμένα από τη ματιά μας που δεν τα συνάντησε για να τα προστατέψει.
Μιλούν σ΄ αυτούς που μπορούν ν΄ ακούσουν τη φωνή τους …
Καθεμιά εικόνα έχει το δικό της ταξίδι να διηγηθεί, τη δική της πικρή ιστορία, τη λεηλασία της ζωής της από το χρόνο, μα κυρίως από τους ανθρώπους. Αυτός που τα δημιούργησε μετά τα παράτησε, οι επόμενοι αδιαφόρησαν, οι άλλοι τα ξέχασαν …
Ένας σπασμένος λαιμός αγγείου σώζει ένα μικρό ίχνος χρώματος … αντιστέκεται … κατεστραμμένο φωνάζει μέσα από χιλιάδες χρόνια την ύπαρξή του με δύναμη που αντλεί από το άγγιγμα και τη ματιά μου.
Μια αβάσιμη πια βάση που δε σου επιτρέπει να τη στηρίξεις και να συνθέσεις στο μυαλό σου το σύνολο, γιατί σου λείπουν αυτά που στήριζε.
Μιλώ με το χρόνο, με τις εικόνες που μου στέλνει, αυτές που δεν έχουν χείλη, μα μύριες γλώσσες, που ηχούν εκκωφαντικά στα αυτιά της συνείδησης της δικής μου, αφού αυτά που έπρεπε να ακούσουν είναι κλειστά.
Μέσα σ΄ ένα τρόχαλο από πέτρες στην άκρη του χωραφιού, στη δροσιά των χόρτων, στον τάφο του χώματος, στο σκληρό φως του ήλιου που μαδά τα χρώματα του κορμιού τους, ένα σύνολο σπαραγμάτων σα διασκορπισμένα οστά ενός σώματος.
Νιώθω αυθόρμητα -κι απορώ με τον εαυτό μου- την ανάγκη να πέσω στο χώμα, να τα πάρω στις χούφτες μου, να τα φέρω στην αγκαλιά μου, στα χείλη μου, να τους μιλήσω τρυφερά, να κλάψω πάνω τους για κείνα και για μένα: για την κατάντια τους και για την ατυχία μου να μην τα γνωρίσω, όταν ζωηρά θαλερά κορμιά έλαμπαν με τα στολίδια πάνω τους
Στέκομαι σ΄ αυτά που ένα χέρι έπιασε χώμα και νερό και έγινε ποιητής, που φύσησε την πνοή της ψυχής του και ιδού έφτιαξε ένα έργο που διατρέχει τους αιώνες φθαρτό κι αυτό, περισσότερο όμως γιατί και ο ποιητής του ήταν κι ο ίδιος θνητός.

>το σπήλαιο της Ειλειθυίας

Απρ 201010

>
Η σπηλιά βρίσκεται 7 χιλιόμετρα ανατολικά από το Ηράκλειο, κινούμενοι από την εθνική οδό Ηρακλείου – Αγίου Νικολάου προς το χωριό Ελιά. Από τον κόμβο Καρτερού, μια δεξιά παράκαμψη του δρόμου οδηγεί σ’ αυτό. Βρίσκεται σε απόσταση 1χλμ. Ν. της Αμνισού στην πλαγιά ενός λόφου.

Το σπήλαιο αναφέρεται από τον Όμηρο και τον Στράβωνα Ανακαλύφθηκε στο τέλος του περασμένου αιώνα και στους ντόπιους ήταν γνωστό ως Νεραϊδόσπηλιος. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε από τον Ι. Χατζηδάκη to 1885, ο οποίος το ταύτισε με το Ομηρικό σπήλαιο λατρείας της θεάς των τοκετών Ειλειθυίας. Οι ανασκαφές υπό τον Μαρινάτο κατά τα έτη 1929-1938 πιστοποιούν την χρήση του κατά την Νεολιθική, Πρώιμη, Μέση και Ύστερη Μινωική και Γεωμετρική περίοδο.

Η ανάπτυξη του είναι επιμήκης με κατεύθυνση Α-Δ και η είσοδος του βρίσκεται στα ανατολικά. και μέγιστες διαστάσεις 64 x 9 x 4,5.Το συγκεκριμένο σπήλαιο ξεκίνησε ως τόπος διαμονής προϊστορικών ανθρώπων, ενώ κατά την 3η χιλιετία εξελίχθηκε σε τόπο μινωικής λατρείας. Από τότε συνέχισε τη διαχρονική πορεία του μέχρι και τον 5ο – 6ο αι. μ.Χ. Αποτελεί έναν από τους ιερότερους θρησκευτικούς τόπους, καθώς κατάφερε να επιζήσει δύο πολιτισμών (μινωικός, ελληνικός) και τριών θρησκειών (μινωική, μυκηναϊκή, δωδεκάθεο του Ολύμπου) και να διατηρήσει τη σπουδαιότητά του.

Eσωτερικά υπήρχε ορθογώνιο δωμάτιο (”θυρωρείο σπηλαίων”) και ένας ορθογώνιος περίβολος ο οποίος περικλείει κυλινδρικούς σταλαγμίτες (βωμός ή σηκός;). Η ”Πλατεία των βωμών” βρίσκεται ακριβώς έξω από το σπήλαιο και χρησίμευε πιθανόν για τελετουργικούς σκοπούς. Εδώ αποκαλύφθηκαν κτήρια του 14ου-13ου αι. π.X. που ερμηνεύτηκαν από τον ανασκαφέα ως κατοικίες ιερέων.
Το σπήλαιο είναι όμορφο με σταλακτιτικό διάκοσμο, κολόνες και λιμνούλες. Στο κέντρο περίπου του σπηλαίου, υπάρχει ορθογώνιος βωμός γύρω από δύο κυλινδρικούς σταλαγμίτες που μοιάζουν με τις μορφές ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ανάμεσά τους βρέθηκαν τόσα πολλά φυλαχτά, που πολλοί υποστηρίζουν πως θα πρέπει αυτά να παράγονταν μέσα στο σπήλαιο.

Στο σπήλαιο ασκήθηκε λατρεία από τη Νεολιθική εποχή μέχρι και τον 5ο π.Χ. αιώνα. Το σπήλαιο είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα λατρείας, αφιερωμένο στη θεά προστάτιδα των τοκετών και κόρη της Ήρας, Ειλειθυία (από το ρήμα ελεύθω = έρχομαι, φέρω, μετοχή εληλυθία = η ερχόμενη προς βοήθεια). Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ειδώλια γυναικών σε στάση τοκετού, ενώ θηλάζουν ή δέονται, ειδώλια ζώων, νεολιθικά όστρακα και εργαλεία.Η λατρεία της θεάς ήταν έργο των γυναικών. Πριν από την κρίσιμη ώρα του τοκετού, αλλά και μετά τη γέννηση του παιδιού, της αφιέρωναν εσθήτες και πέπλους, και στεφάνωναν το άγαλμά της με δίκταμο (φυτό που σχετιζόταν με την μαίευση)
http://www.panoramio.com/user/1832830/tags/Eilithias%20cave

Hom. Od. 19 , 185-189
185ἔνθ᾽ Ὀδυσῆα ἐγὼν ἰδόμην καὶ ξείνια δῶκα.
καὶ γὰρ τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο,
ἱέμενον Τροίηνδε παραπλάγξασα Μαλειῶν:
στῆσε δ᾽ ἐν Ἀμνισῷ, ὅθι τε σπέος Εἰλειθυίης,
ἐν λιμέσιν χαλεποῖσι, μόγις δ᾽ ὑπάλυξεν ἀέλλας.

Strabo, Geography book 10, chapter 4:
[8] Μίνω δέ φασιν ἐπινείῳ χρήσασθαι τῷ Ἀμνισῷ, ὅπου τὸ τῆς Εἰλειθυίας ἱερόν. ἐκαλεῖτο δ᾽ ἡ Κνωσσὸς Καίρατος πρότερον ὁμώνυμος τῷ παραρρέοντι ποταμῷ. ἱστόρηται δ᾽ ὁ Μίνως νομοθέτης γενέσθαι σπουδαῖος θαλαττοκρατῆσαί τε πρῶτος, τριχῆ δὲ διελὼν τὴν νῆσον ἐν ἑκάστῳ τῷ μέρει κτίσαι πόλιν, τὴν μὲν Κνωσσὸν ἐν τῷ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . καταντικρὺ τῆς Πελοποννήσου

Apollonius Rhodius, Argonautica
book 3, card 801:
οἵη δὲ λιαροῖσιν ἐφ᾽ ὕδασι Παρθενίοιο,
ἠὲ καὶ Ἀμνισοῖο λοεσσαμένη ποταμοῖο
χρυσείοις Λητωὶς ἐφ᾽ ἅρμασιν ἑστηυῖα
ὠκείαις κεμάδεσσι διεξελάσῃσι κολώνας,
880τηλόθεν ἀντιόωσα πολυκνίσου ἑκατόμβης:

Pausanias, Description of Greece book 1, chapter 18: ..
[5] πλησίον δὲ ᾠκοδόμητο ναὸς Εἰλειθυίας, ἣν ἐλθοῦσαν ἐξ Ὑπερβορέων ἐς Δῆλον γενέσθαι βοηθὸν ταῖς Λητοῦς ὠδῖσι, τοὺς δὲ ἄλλους παρ᾽ αὐτῶν φασι τῆς Εἰλειθυίας μαθεῖν τὸ ὄνομα: καὶ θύουσί τε Εἰλειθυίᾳ Δήλιοι καὶ ὕμνον ᾁδουσιν Ὠλῆνος. Κρῆτες δὲ χώρας τῆς Κνωσσίας ἐν Ἀμνισῷ γενέσθαι νομίζουσιν Εἰλείθυιαν καὶ παῖδα Ἥρας εἶναι: μόνοις δὲ Ἀθηναίοις τῆς Εἰλειθυίας κεκάλυπται τὰ ξόανα ἐς ἄκρους τοὺς πόδας. τὰ μὲν δὴ δύο εἶναι Κρητικὰ καὶ Φαίδρας ἀναθήματα ἔλεγον αἱ γυναῖκες, τὸ δὲ ἀρχαιότατον Ἐρυσίχθονα ἐκ Δήλου κομίσαι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Larusse, Britannica τ. 7, 22
http://www.fhw.gr/chronos/02/crete/gr/gallery/spilaio.html.
http://odysseus.culture.gr
http://www.perseus.tufts.edu
www.hellenica.de/…/Mythos/Bild/Hellas.jpg
http://www.toxolyros.gr/photos/displayimage.php?pid=844&fullsize=1
http://hellas.teipir.gr/prefectures/greek/Hrakliou/Arxanes.htm
http://www.nah.gr/itrace/index.php4?cat_id=302&content_lang=1&subsite=1&action=show_point&bid=30

Αρχαία κείμενα από http://www.perseus.tufts.edu

Αυτά από τους επιστήμονες, τους ειδικούς: μα εγώ δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πότε πότε έρχομαι εδώ κρατώντας τη φωτογραφική μηχανή, για να μπορέσω φεύγοντας να μεταφέρω μαζί μου μερικές εικόνες, όσες η μνήμη αδυνατεί να συγκρατήσει, και ένα φακό, να διαλύσω με το φως του τα σπηλαιώδη σκοτάδια, χωρίς ελπίδα ίσως να φωτίσω τα ατέλειωτα σκοτάδια της ύπαρξής μου. Μα αυτή η αίσθηση ανημπόριας είναι που φέρνει συνέχεια τα πόδια μου εδώ, χωρίς πολλή σκέψη πολλές φορές, μηχανικά ίσως, ιδιαίτερα όταν η καθημερινή πραγματικότητα γίνεται αβάστακτο και δυσερμήνευτο φορτίο.

1 μόλις χιλιόμετρο νότια από τον αρχαιολογικό χώρο της Αμνισού, την Έπαυλη των Κρίνων, μπροστά στο σπήλαιο της Ειλειθυίας, προσφέρεται στα μάτια μου άπλετη θέα, και μάλιστα προς το βορρά, όπου ξεχωρίζει με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της η νήσος Ντία.

Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας
Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Οδ. Ελύτης, Προσανατολισμοί, Η γέννηση της μέρας

Το σώμα του μικρού νησιού απλώνεται ξαπλωμένο ευθεία μπροστά μου.
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει
ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Οδ. Ελύτης, Προσανατολισμοί, Η γέννηση της μέρας

Η γοργόνα του μέλλοντος χρόνου που βγαίνει μέσα από τη θάλασσα στις βόρειες ακτές της Κρήτης είναι το πρώτο που κλέβει την προσοχή μου. Ένα φιδίσιο γυναίκειο κορμί ξαπλωμένο μπρούμυτα, χαλαρό και ξένοιαστο, προστατευτικό, σταθερά παρόν, άλλοτε αστραφτερό στον ήλιο κι άλλοτε υπαινισσόμενο πίσω από τη θαλασσινή ομίχλη ή τα σύννεφα.
Κι ύστερα, καθώς η ματιά κονταίνει και αγγίζει τα πιο κοντινά, σέρνεται καμπυλωτά πάνω από τα μικρά υψώματα που δε δικαιούνται ακόμα το χαρακτηρισμό λόφοι.

Ο Ελύτης, όταν περπατάς στην Κρητική γη πάντα νοερά παρών:
Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
κι απ’ τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ’ όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις

Πέτρες. Βράχια. Κορφές. Χαμηλές κορυφές. Μακρύτερα ψηλότερες… Λιγοστό χώμα κι απέραντη θέα. Στο βάθος του ορίζοντα η θάλασσα.

Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
Οδ. ΕΛΥΤΗ, “ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ”, Η ΓΕΝΕΣΙΣ

και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις

Οι εσοχές της στεριάς, οι κόλποι φαγωμένοι από τη θάλασσα που γλείφει ή γλύφει, παλεύει αεικίνητη και ανήσυχη να κινήσει τα ακίνητα και σκληρά βράχια. Και λίγο λίγο με την υπομονή της σε μακρύ χρονικό διάστημα τα καταφέρνει.

Εδώ πάνω όλα κινούνται στο ρυθμό του ανέμου, ανάλογα με τη δύναμη αντίστασης του καθενός.

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
Οδ. Ελύτης, Άξιον εστί, Δοξαστικόν

Λεπτά χόρτα αναδεύονται σύγκορμα, καθώς η λεπτή παρουσία τους τα αναγκάζει να παραδοθούν χωρίς καμιά αντίσταση στον κυρίαρχο της κορυφής: τον άνεμο. Οι θάμνοι έχουν αναγκαστεί να προσαρμόσουν το μπόι τους στην ορμή του. Μόνο μια αγριοσυκιά, έχοντας προστατεύσει τον κορμό της στο στενό άνοιγμα του σπηλαίου, μπορεί με ασφάλεια να θροΐζει τα φύλλα της, αδιάφορη για την αγριότητα και το θυμό του, φρουρός του σπηλαίου, φύλακας άγρυπνος που κρύβει το άνοιγμά του αφήνοντας το γνωστό μόνο στους μεμυημένους.

Τα αρώματα, καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει, προσφέρονται γενναιόδωρα. Τα φυτά με προκαλούν να τα ακουμπήσω, να τα πειράξω για να απελευθερώσουν για χάρη μου τη το αρώμά τους, αυτό που οι φυλακισμένοι άνθρωποι των πολυκατοικιών ίσως δε θα γνωρίσουν ποτέ. Νιώθοντας τη μοναδικότητα της στιγμής, το δώρο που μου χαρίζεται δωρεάν χωρίς να το ζητήσω και χωρίς ανταλλάγματα, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Ακουμπώ και πάλι το πόδι μου στο μυρωδάτο θάμνο που, ασήμαντος φαινομενικά, προεξέχοντας 5 μόλις εκ. από το έδαφος, υπερέχει από μια πετρώδη λακκούβα. Πέρασε πολλή ώρα για να καταλάβω το άρωμά της. Ναι, κάτι μου θυμίζει, καθώς το στομάχι μου ξεδιπλώνει ευχάριστες αναμνήσεις. Είναι η θρούμπη γεμάτη ροζ λουλουδάκια. Πανάκριβα αρώματα φυλακισμένα στα μικροσκοπικά φιαλίδια για να διατηρήσουν τη δύναμή τους απευθυνόμενα σε παχυλά βαλάντια, όταν η φύση ολόκληρη είναι ένα απέραντο αρωματοπωλείο που προσφέρεται δωρεάν και σε όλους: αυτή είναι η πραγματική σημασία της ισότητας, της ισονομίας και της δημοκρατίας.

Ήρθα εδώ “ζητώντας” . Ο Ελύτης μ΄ ακολουθεί διαρκώς…
Mια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα εκεί που περπατούσα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ‘κοψα Κι το ‘φερα στο πάνω χείλι μoυ. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή η στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ τα δρόμο της με ελαφρό βήμα και καρδιά ιεραποστόλου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια, ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήτανε μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.
Οδυσσέας Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος, ΧΧVII

Χωρίς την ενημερωτική πινακίδα και με σημείο αναφοράς την αγριοσυκιά που καλύπτει το μικρό του άνοιγμά του το σπήλαιο είναι άγνωστο. Παραμένει αθέατο ακόμα κι αν φτάσεις πολύ κοντά του. Το μικρό στενό άνοιγμα του είναι ιδιαίτερα γοητευτικό με τον κορμό και τους κλώνους του δέντρου που φράσσουν σχεδόν την είσοδό του, δεν αφήνουν το φως όμως να εισβάλει στο εσωτερικό του, το οποίο αποκαλύπτεται στην όραση μόνο στην αρχή του.

Η είσοδος του σπηλαίου με ανατολικό προσανατολισμό μάς επιτρέπει να υποθέσουμε, με δεδομένη την πιθανότητα του λάθους, ότι η επίσκεψη των πιστών γινόταν όταν το σπήλαιο δεχόταν το περισσότερο φως, δηλαδή κατά την ανατολή του ηλίου ∙ ότι ανηφόριζαν νύχτα ακόμα από την Έπαυλη των Κρίνων της Αμνισού, σε μια νοητή κάθετη ευθεία προς το νότο, για ν’ αντικρίσουν την πρώτη αχτίδα του ήλιου να μπαίνει απρόσκλητη, αλλά ευπρόσδεκτη, μέσα από το περιορισμένο άνοιγμα στο πολυδαίδαλο σπήλαιο, να αποκαλύψει τι κρύβουν τα σκοτάδια του, για να παρακαλέσουν τη θεά του τοκετού και της γονιμότητας.

Αφήνοντας πίσω μου το φως, οι στίχοι του ποιητή χαράζουν σαν αναλαμπή το σκοτάδι της σκέψης:

ΓΡΗΓΟΡΟ ΦΩΣ
Έτσι δεν ήταν πάντα η ζωή
Γρήγορο φως που μπαίνει στο σκοτάδι;
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Με τον ξένο

Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο
ΔΟΚΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΟΥ ΑΘΕΑΤΟΥ
Θεέ
Πόσο το φως και το σκοτάδι
Έχει καθέναν από μας;
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Με τον ξένο

ΧΙ
Τα μάτια τον χωράνε τον καιρό
Τον τρέφουν με το φως και το σκοτάδι
Στα βλέφαρά τους πάντοτε κρατούν
Την πρώτη μνήμη που ξανάρχεται στο σώμα.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Το πρώτο που αντικρίζω, αυτό που με υποδέχεται φωτισμένο αρκετά από το φως της εισόδου, είναι ο ιερός σταλαγμίτης σε σχήμα κοιλιάς εγκύου με μικρή λακκούβα σαν τον ομφαλό. Σε αυτό το σημείο, οι έγκυες συνήθιζαν να τρίβουν την κοιλιά τους πιστεύοντας ότι θα έχουν καλό τοκετό.

Οι σκέψεις ξεπηδούν αυθόρμητα

φύσις
Η μήτρα της ζωής, της φιλοσοφίας, της σκέψης
βατή και άβατη
ποθεινή και δεδομένη
στο μέρος δυσθεώρητη
στο σύνολο ασύλληπτη
άπειρη ακόμα και στο ελάχιστο
στο πέραν αιωρεί επικίνδυνα και λυτρωτικά τη σκέψη μας.

Προχωρώντας λίγο ακόμα έρχομαι αντιμέτωπη με τις μεγάλες αντιθέσεις: το μέσα και το έξω, το ύψος και το βάθος, τo φως και το σκοτάδι, το φανερό και το κρυφό, το ορατό και το αόρατο, το προσιτό και το απρόσιτο, το γνωστό και το άγνωστο.

Στο κέντρο περίπου του σπηλαίου, υπάρχει ορθογώνιος βωμός γύρω από δύο κυλινδρικούς σταλαγμίτες που μοιάζουν με τις μορφές ενός άνδρα και μιας γυναίκας.

Ακόμα πιο μέσα, εκεί που δε φτάνει το λιγοστό φως της εισόδου, το σκοτάδι είναι ο νικητής του χώρου: ο προσωρινός ίσως που ενδέχεται κάθε στιγμή να ανατραπεί.

Είναι που από το βάρος του το φως
γίνεται μαύρο πίσσα
Σκυτάλη
Έκτωρ Κακναβάτος, Χαοτικά Ι

Λιγοστός ο αέρας και συχνά αποπνικτικός. Ελάχιστη ή καθόλου φυτική και ζωική ύπαρξη. Το νερό και η πέτρα είναι οι κυρίαρχοι του χώρου. Συγκεκριμένα η πέτρα όπως το νερό τη χτίζει, την πλάθει, τη ζωγραφίζει, τη χρωματίζει. Ποιος θα το ‘λεγε ότι η ρευστότητα του νερού με την υπομονή και τη δύναμη του χρόνου θα κατάφερνε να επιβληθεί και να διαμορφώσει τη στερεότητα των πετρωμάτων;

Τα πρώτα ασημένια δάκρυα
του βράχου μαργαριτάρια του
μέλλοντος, οι κατοπινοί
σταλαχτίτες.
Η ζωή αγωνίζεται
να εδραιωθεί όπου μπορεί.
Το αποτέλεσμα δεν το
σχηματίζει ούτε η πιο
τολμηρή φαντασία.

Εικόνες, σχήματα, κοιλότητες, εσοχές, δίπλες, κολώνες, ρυάκια, λοφάκια, στήλες ξεδιπλώνονται συνέχεια μπροστά μου. Αίθουσες μικρές και μεγάλες με ανοίγματα μικρότερα και ακόμα πιο μικρά που θ’ άξιζε για καθένα απ’ αυτά ν’ αφιερωθεί αρκετό μελάνι για τους αιώνες της διαδρομής τους να φτάσουν μέχρι εδώ και να μας πουν «να ‘μαι». Εδώ κι εκεί τραυματισμένοι σταλαγμίτες, σπασμένοι σταλαχτίτες κείτονται πτώματα νεκρά στο έδαφος έχοντας χάσει τη δυνατότητα να εξελιχθούν. Οι ακρωτηριασμένοι θα χρειαστούν χιλιετίες για να μεγαλώσουν μερικά εκατοστά.

Σταλαχτίτες και σταλαγμίτες ενώνονται σχηματίζοντας κολώνες που ενώνουν το πάτωμα με την οροφή του σπηλαίου. «Τα σαγόνια του καρχαρία», «η φιάλη», «η ακέφαλη λύκαινα» είναι ονομασίες που σχηματίζονται αυθόρμητα στο μυαλό μου. Πέτρινοι όγκοι, αγάλματα που στραφταλίζουν στο τεχνητό φως του φακού, κι ας μην υπάρχει κανείς να τα δει και να τα θαυμάσει. Χωρίς πολλούς παρατηρητές, χωρίς να ζητούν δημοσίευση, στη μοναξιά και στην απουσία των άλλων, με υπομονή και τέχνη δημιουργούν τα δικά τους θαύματα και περιμένουν…

Εδώ κι εκεί, αποκαλυπτόμενοι στο φως, οι χρωματισμοί των τοιχωμάτων. Αλλού πρασινωποί από την υγρασία, όπου φτάνει ακόμα το λιγοστό φως της εισόδου, αλλού κάτασπροι, αλλού ιριδίζοντες και αλλού κατακόκκινοι σα φωτιά, Σε ορισμένα σημεία μάλιστα έντονες σταλιές κόκκινου, σαν αίμα. Και δε θέλει πολύ η σκέψη, οδηγημένη από την τολμηρή φαντασία να ταξιδέψει παρασυρμένη από τα ερεθίσματα του χώρου. Μια αιμορραγία…

Λοιπόν ματώνουν τα σπήλαια; Κόκκινες κηλίδες απλωμένες εδώ κι εκεί. Άλλοτε σαν πληγή που αιμορραγεί άλλοτε σαν αίμα που εκτινάχθηκε και πιτσίλισε δεξιά κι αριστερά. Άλλοτε η πληγή χαίνουσα φαίνεται ανίατη κι άλλοτε το αίμα ξεραμένο από την πολυκαιρία στεγνό σαν κρούστα ξεφλουδίζει να πετάξει το νεκρό δέρμα για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί άλλο, υγιές, από κάτω. Πάνω στο αγνό τρυφερό άσπρο δέρμα των σπηλαίων, στην αστραφτερή ή ιριδίζουσα επιφάνειά τους μοιάζει σαν αποτρόπαιο έγκλημα που συντελέστηκε στα ξαφνικά.

Πρέπει να καταδυθείς στον υπόγειο κόσμο που ζούσε εκατομμύρια χρόνια και που θα κυλά στο χρόνο σιωπηλά, διακριτικά, αθέατος και μετά το σύντομο δικό μας πέρασμα απ’ αυτό τον κόσμο. Εδώ μέσα εξαφανίζεται ο υπόλοιπος κόσμος. Όλος ο κόσμος είναι αυτός ο περιορισμένος του σκότους που μεγεθύνει την ανθρώπινες φυσικές αδυναμίες που τονίζει την εξάρτηση από άγνωστες δυνάμεις που δεν υποπίπτουν στον έλεγχό του. Καταρρίπτοντας την αλαζονεία του, γυμνός ως πρωτογέννητος, χωρίς καμιά προστασία, έρμαιο άγνωστων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων, έρχεται να δηλώσει την υποταγή του, την αδυναμία του και να παρακαλέσει για χάρη. Τίποτε άλλο δεν του δίνει σιγουριά, παρά αυτό το φοβερό άγνωστο που ικετεύει.

O ποιητής ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων
Τὶς …
Τίς ο Ὢν και ποῖος, ποδαπὸς καὶ ἡλίκος;
Αντωνυμίες: αντί ονόματος
Ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις:
η ζήτησις του γνωστού άγνωστου,
του άγνωστου γνωστού.

Τα διαχρονικά αναπάντητα φιλοσοφικά ερωτήματα επανέρχονται απαιτητικά και πάντοτε βασανιστικά…

Χρόνος αθροισμένος στην αρχέγονη σπηλιά∙
σταλαχτίτης και σταλαγμίτης:
Κάτι σαν αισθητικό αρχείο του χρόνου.
Κάτι σαν καλλιτεχνική αποκρυστάλλωση του καιρού.
Κάτι σαν υπέροχες πορσελάνες που προικίζει
το παρελθόν στο μέλλον.
Κάτι σαν αλατούχα βυζιά όπου ο χρόνος
συμπυκνώνοντας προσφέρει
τη γαλακτερή του κλεψύδρα, τη θηλή –στάλα
σε κάθε νεογέννητο
Μανόλης Πρατικάκης, Το νερό

Κοιτάζω να χωθώ, να χωθώ βαθιά, να ψάξω να βρω στο σκοτάδι, -τι αντιφατικός παραλογισμός αλήθεια- τη ζωή μου που κυλά στο φυσικό ηλιακό φως, όχι όμως και στο υπαρξιακό. Αναζητώ το βάθος για να αξιωθώ το ύψος, διεκδικώ τη βύθιση για να πετύχω την ανάδυση, το αμφισβητούμενο για να βρω το σίγουρο, το περιορισμένο για το άπειρο, το κρυφό για την αποκάλυψη.

Έχω την αίσθηση ότι έχω τρυπήσει το σκληρό κέλυφος του κόσμου και διεισδύω στο εσωτερικό του, ότι βρήκα το κρυφό μονοπάτι που θα με οδηγήσει στο άδυτο του κόσμου. Η αλήθεια αρχίζει να μου αποκαλύπτεται σιγά σιγά μέσα από το σκοτάδι, στο χώρο που χρησιμοποιήθηκε από τις αρχαίες θρησκείες ως τόπος λατρείας, ως καταφύγιο στους κινδύνους, ως φυσική στέγη στις καιρικές συνθήκες, ως φωλιά, καθώς αναπαράγει το σχήμα της, ως κρυψώνα, ως χώρος εξερεύνησης για τα ανήσυχα παιδιά της σκέψης. Σα σκοτεινός τάφος, που υποδέχεται στην αγκαλιά του το σώμα στη νέα του εκδοχή, στη νέα του ζωή ίσως, ανάλογα με το τι πίστεψαν οι άνθρωποι με την καθοδήγηση ή και τον καταναγκασμό ή και το μονόδρομο των θρησκειών στην ιστορική τους πορεία. Ένας τάφος που τον ανοίγεις για να δεις τι απέγινε το σώμα που του εμπιστεύτηκες, μετά από καιρό, όταν ο χρόνος που μεσολάβησε έχει γίνει ένας μεγάλος δάσκαλος. ¨Ενας τάφος όμως που έχεις τη δυνατότητα να εισέλθεις και να εξέλθεις ζωντανός. Θανάτω θάνατον πατήσας

Αναρωτιέμαι αν η εικόνα για τον Άδη που έπλασαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήταν μια εικόνα εμπνευσμένη από τα πολλά σπήλαια της ελληνικής γης. Αλλού σκοτεινός και αποτρόπαιος, όπως τα Τάρταρα, και αλλού μακάριος σαν τα Ηλύσια Πεδία.

Εκεί που το φως της δάδας εξαϋλώνει τις μορφές η σκηνή του Οδυσσέα στον Άδη, στη νέκυια της Ιλιάδας, που απεγνωσμένα πήγε να αγκαλιάσει τους ίσκιους των νεκρών, και κυρίως της μητέρας του, ξεπηδά ξαφνικά στον πόρο της μνήμης μου σαν αποκάλυψη.

Είναι περίεργο πώς μέσα στο φυσικό σκοτάδι ξυπνά το φως της σκέψης. Δεν είναι καθόλου να απορείς, μια φορά και μόνο αν εισέλθεις σε ένα σπήλαιο με ένα υποτυπώδες σύγχρονο φωτιστικό μέσο, ένα φακό, κι ακόμα περισσότερο με ένα κερί που η φλόγα του τρεμοσβήνει, καθώς κινείσαι στο ανισόπεδο πάτωμα του σπηλαίου, στο χώρο που παραμένει στο ημίφως, πώς οι όγκοι αλλάζουν συνεχώς διαστάσεις, μορφή και ταυτότητα.

Όταν η φωτοσκίαση δημιουργεί τερατόμορφους όγκους, τις σκιές τους, έχεις ταυτόχρονα μια διπλή παρουσία. Ο μύθος του σπηλαίου του Πλάτωνα είναι ο επόμενος που έρχεται να χτυπήσει την πόρτα της μνήμης με τα πραγματικά όντα και τις σκιές τους, δυσκολευόμενος μάλιστα να ξεκαθαρίσεις ποιο είναι το γνήσιο και το αυθεντικό, ποιο το αντίγραφο και το πλαστό, το «όντως ον» και το είδωλό του, τα αισθητά και τα νοερά, οι ιδέες και τα απεικάσματα. Κι αμέσως μετά: η γνώση είναι ανάμνηση. ‘Όλα εδώ μέσα βρίσκουν την εξήγησή τους σιγά σιγά.

Ακούστε, ακούστε την ηχώ
Στα κύματα της μνήμης
Πώς παφλάζει
Ακούστε, ακούστε αυτό το φως
Που μας μιλά για θάνατο
Που μας μιλά για θαύμα.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Ο τρόμος του άγνωστου. Αυτό που δε βλέπεις, που δεν ξέρεις πού, πώς, πότε κι από πού θα ξεπροβάλει ή αντικρίζεις παραμορφωμένο ξυπνά άλλες μνήμες, των σχολικών μας μαθημάτων: τα μυθολογικά τέρατα που έπλασε η φαντασία των προγόνων μας, αλλά και τους μπαμπούλες, που μέχρι σήμερα είναι το φόβητρο των μικρών παιδιών.

Το γίγνεσθαι διαρκώς παρόν, οι αλλαγές που επεσήμανε ο Παρμενίδης, σε κάνουν να αναζητήσεις το σταθερό που θα μείνει πίσω σου μετά την απομάκρυνσή σου από το χώρο, όταν θα πάψεις πια να τον ενοχλείς με την παρουσία σου, Γιατί συχνά θα βρεις σ΄ αυτό μόνιμους κάτοικους να σου υπενθυμίζουν, αν το έχεις ξεχάσει, ότι δεν είσαι ο μοναδικός κάτοικος αυτού του πλανήτη. Το σκοτάδι σε αναγκάζει αναδεικνύοντας τις αδυναμίες σου να μπεις στο ίδιο επίπεδο δύναμης, και σε κατώτερο ίσως από πουλιά, νυχτερίδες και κάθε είδους ζωύφια που έχουν βρει τον τρόπο μέσω της φυσικής επιλογής να επιβιώνουν ακόμα κι εκεί που δε φτάνει ούτε μια ακτίνα φυσικού φωτός να τρυπήσει, να ανοίξει μια χαραμάδα. Κι όμως έχουν μάθει να ζουν. Αυτός είναι ο δικός τους κόσμος, ο περιορισμένος.

Οι εικόνες, οι μνήμες, η σχέση με τον εξωτερικό κόσμο σιγά σιγά απομακρύνονται. Εδώ αναγκάζεσαι να δεις το πρόσωπό σου στον καθρέπτη της φύσης, να αναμετρηθείς μαζί του για να σφυγμομετρήσεις τις δυνάμεις και να δεις ότι δεν είσαι δεδομένα ανώτερος απ’ αυτά.

Όταν παίρνεις το δρόμο της επιστροφής προς την έξοδο του σπηλαίου και έπειτα στην έξοδο στο φυσικό φως του ήλιου, ένας κόσμος που αντικρίζεις, λες, για πρώτη φορά απλώνεται μπροστά σου. Το φως πιο δυνατό από ποτέ, καθώς οι αισθήσεις προσλαμβάνουν τα αντικείμενα με μεγαλύτερη ένταση. Τα συναισθήματα της άγνοιας, του φόβου αντικαθίστανται από τη λύτρωση και την κάθαρση. Είσαι έτοιμος σαν ξαναγεννημένος να συνεχίσεις τη ζωή σου.

>σπήλαιο του Σκοτεινού ή της Αγίας

Απρ 20107

>
Σε απόσταση 1500μ. ΒΔ του χωριού Σκοτεινό που απέχει 22.5 χλμ. από Ηράκλειο ευρίσκεται το λατρευτικό σπήλαιο της Αγ. Παρασκευής, σπήλαιο με έντονο τουριστικό ενδιαφέρον. Η Σπηλιά του Σκοτεινού είναι μια απ’ τις πιο σημαντικές ιερές σπηλιές στην Κρήτη και μια απ’ τις πιο βαθιές. Έχει βάθος 160 μέτρα και πλάτος 36 μέτρα, με συνολική έκταση περίπου 2.500τμ. και τουριστική διαδρομή 450μ .

Αναλυτική περιγραφή

–Μετά την είσοδο υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα ο «Μέγας Ναός» (με μήκος 130μ. πλάτος 33μ. και ύψος 30μ.) όπου απαντώνται εντυπωσιακά συμπλέγματα σταλαγμιτών και σταλακτιτών.

–Η επόμενη αίθουσα, ο «Βωμός» είναι μικρότερη σε διαστάσεις (24×8,5×25) και υπάρχουν ενδείξεις ότι γίνονταν θυσίες.

– Στο άκρο αριστερά της πρώτης αίθουσας, κάθοδος οδηγεί στο «Άδυτον», θάλαμο διαστάσεων 15×8×3μ.

– Από αυτόν ανηφορικός διάδρομος οδηγεί από άλλη έξοδο στην πρώτη αίθουσα.

–Μεταξύ Βωμού και Αδύτου διάδρομος 12μ. καταλήγει στην «Αίθουσα Λατρείας» (12×12×14) που μοιάζει με θόλο και έχει θεαματικό φυσικό διάκοσμο.

–Άνοδος 4μ. οδηγεί στην «Αίθουσα Προσευχής»

– και τέλος ανοίγεται μικρός στενός θάλαμος (οι ντόπιοι το ονομάζουν «Εκκλησάκι»).

Ο πρώτος αρχαιολόγος που διενήργησε ανασκαφές στο σπήλαιο ήταν ο Άρθουρ Έβανς, γιατί θεωρούσε ότι το σπήλαιο αυτό ήταν το ιερό Άντρο της Κνωσού. Μερικοί πιστεύουν ότι ήταν ο λαβύρινθος του μυθικού Μινώταυρου. Στη συνέχεια εξερευνήθηκε από Έλληνες και Γάλλους αρχαιολόγους. Το 1962 ο αρχαιολόγος Κ. Δαβαράς πραγματοποίησε συστηματικές ανασκαφές. Ανακάλυψε κομμάτια από βάζα, κοκάλινες βελόνες και υστερομινωϊκές μπρούντζινες φιγούρες που χρονολογούνται από τους Νεολιθικούς μέχρι τους Ρωμαϊκούς Χρόνους.

Όπως πολλές άλλες σπηλιές φαίνεται ότι είχε κάποια θρησκευτική σημασία. Πολλοί από τους σταλαγμίτες του σπηλαίου φέρουν ίχνη επεξεργασίας και πιθανολογείται ότι υπήρξαν αντικείμενα λατρείας. Μέσα στο σπήλαιο βρέθηκε πλήθος αναθημάτων και ειδωλίων της Μινωικής περιόδου που πιστοποιούν ότι επρόκειτο για λατρευτικό τόπο. Εικάζεται σύμφωνα με τον Πωλ Φωρ (Θρησκειοσπηλαιολόγος), που μελέτησε πολλά λατρευτικά σπήλαια της Κρήτης ότι το κύριο πρόσωπο που λατρευόταν στο σπήλαιο Σκοτεινού ήταν η θεά ΒΡΙΤΟΜΑΡΤΙΣ (Θεά του Κυνηγιού), μια κρητική θεότητα που ταυτίζεται με τη θεά Άρτεμη. Η λατρεία μέσα στο σπήλαιο, κατά τους αρχαίους χρόνους, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ευρήματα, υπολογίζεται ότι υπήρχε μέχρι το 1400 πχ. (Υστερομινωϊκη εποχή)… Μέσα στο σπήλαιο υπήρχε ένα μικρό χριστιανικό εκκλησάκι που σήμερα σώζονται κάποια λίγα ερείπια. Έξω από το σπήλαιο σήμερα υπάρχει ένα άλλο παλιό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και τηn ημέρα της εορτής της γίνονται εορταστικές εκδηλώσεις με τοπικούς χορούς και μαντινάδες .
Η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία εξερεύνησε και χαρτογράφησε το σπήλαιο.

Βιβλιογραφία
•http://www.scribd.com/doc/6511549/1993-08081993-7-
•Αφιέρωμα στα σπήλαια, Καθημερινή
•http://spilaiologia.blogspot.com/search/label/%CE%9A%CE%A1%CE%97%CE%A4%CE%97
•http://www.nah.gr/itrace/index.php4?cat_id=302&content_lang=1&subsite=1&action=show_point&bid=32
•http://www.crete.tournet.gr/sights/Skotino_Cave-si-344-el.jsp
•http://www.interkriti.org/gouves/grtext.htm#amnissos ΣΚΟΤΕΙΝΟ
•http://www.zeus.gr/gr/guide/63/crete/gouves.html
•Paul Faure, Τα ιερά σπήλαια της Κρήτης, Εκδόσεις Δήμος Ηρακλείου – Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1996
•Paul Faure, H καθημερινή ζωή στην Κρήτη τη μινωική εποχή, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 2002
http://www.panoramio.com/photo/22137079


Το δρομάκι ελίσσεται στους λόφους πάνω από τη θάλασσα οδηγώντας στο σπήλαιο, που αφήνει ακόμα αθέατη την παρουσία του। Φτάνοντας σ’ ένα πλάτωμα αντικρίζω το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, όχι όμως το ίδιο το σπήλαιο
Χρειάζεται να φτάσω αρκετά κοντά, να αντικρίσω το εκκλησάκι χτισμένο πάνω από την είσοδο του σπηλαίου. Συχνά στο πέρασμα του χρόνου οι άνθρωποι επιλέγουν τους ίδιους χώρους για να λατρεύσουν τους θεούς τους. Κοιτάζοντας από τον αυλόγυρο το αντικρίζω επιτέλους, όπως αποκαλύπτεται μέσα από τη συστάδα των δέντρων που κρύβουν το μεγάλο ομολογουμένως άνοιγμα του, τη δολίνη.

Κατηφορίζω το σκιερό -κάτω από την προστασία των δέντρων- μονοπάτι, που ορίζεται από ασβεστωμένες πέτρες. Συνεχίζοντας την κάθοδο, η είσοδος του σπηλαίου απλώνεται ευρύχωρη μπροστά στα πόδια μου. Το σκοτεινό χάσμα μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μου. Όσο πλησιάζω στο άνοιγμά του, το βλέπω να χάσκει σα στόμα της γης ορθάνοιχτο έτοιμο να με καταπιεί …

Σε τούτον τον απότομο γκρεμό
Για τ’ ανοιχτό το στόμα της αβύσσου
Δ. Περοδασκαλάκης, με τον ξένο

Το πρώτο ρίγος διαπερνά τη σπονδυλική μου στήλη. Να είναι μόνο από την απότομη δροσιά που δημιουργεί η σκιερή συστάδα των πανύψηλων δέντρων;

Τα χρωματιστά πετρώματα στην είσοδο με υποδέχονται προϊδεάζοντας αμέσως για την ξεχωριστή ατμόσφαιρα του σπηλαίου. Μια ευχάριστη εναλλαγή από το παγερό αίσθημα του τεράστιου σπηλαιώδους στόμιου.

Τα περιστέρια με το πέταγμα και το μουρμουρητό τους συμβάλλουν στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία του χώρου.

Και τ’ αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους
Οδ. Ελύτης Πρώτα ποιήματα Του Αιγαίου

Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
Οδυσσέας Ελύτης, Το μονόγραμμα (1971) V

Το μυαλό καταγράφει αμέσως τα νέα δεδομένα κι αρχίζει να τα επεξεργάζεται οδηγούμενο σε μια μεταφυσική διάσταση.

ΓΡΗΓΟΡΟ ΦΩΣ
Έτσι δεν ήταν πάντα η ζωή
Γρήγορο φως που μπαίνει στο σκοτάδι;
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Με τον ξένο

ΔΟΚΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΟΥ ΑΘΕΑΤΟΥ
Θεέ
Πόσο το φως και το σκοτάδι
Έχει καθέναν από μας;
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Με τον ξένο

Στέκομαι κάμποσα λεπτά στο τεράστιο άνοιγμα κοιτάζοντας πότε μέσα και πότε έξω, πότε ψηλά το φως, όπως διακρίνεται μέσα από τα κλαδιά των δέντρων, και πότε τα μάτια μου αγωνίζονται να διακρίνουν μέσα στο ημίφως του σπηλαίου τους τεράστιους όγκους που διαγράφονται. Νιώθω ότι πρέπει να πάρω μια απόφαση. Ευτυχώς στο πλάτωμα δεξιά στην είσοδο, στο χώρο μιας παλιάς εκκλησίας, έχω την ευκαιρία να το σκεφτώ, πριν κατηφορίσω τα κακοτράχαλα σκαλοπάτια που οδηγούν στα ενδότερα του σπηλαίου. Το αρχικό του μέρος φωτισμένο, ποιος ξέρει όμως τι με περιμένει παρακάτω;

To φως και το σκοτάδι, το ύψος και το βάθος, το μέσα και το έξω, το φανερό και το κρυφό, το ορατό και το αόρατο, το γνωστό και το άγνωστο, το προσιτό και το απρόσιτο: οι μεγάλες αντιθέσεις.

Δεν είναι δύσκολο το αθέατο
Μα θέλει οφθαλμό γυμνό
και δόντι καθαρό να το μασήσεις.
Ακόμη και στο χέρι μας χωρε
Αναμεσός στη διψασμένη αφή
Και στις γραμμές της μοίρας.
Ούτε βαρύ ούτε ελαφρύ.
Σαν βότσαλο που σκύψαμε
Στη θάλασσα na βρούμε
Και το πετάξαμε μ’ ορμή
Να κρούσει το αιώνιο.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Τελικά το αποφασίζω. Κατηφορίζω προσεκτικά τα σκαμμένα σκαλοπάτια επιφορτισμένη με το βάρος του φακού, της φωτογραφικής μηχανής και κάποιων απαραίτητων αποσκευών. Η σκέψη ότι το κινητό τηλέφωνο σ΄ αυτό το χώρο χωρίς σήμα μου είναι άχρηστο, με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι είμαι μόνη, εντελώς μόνη, σ’ ένα άγνωστο και πιθανώς αφιλόξενο χώρο, μυστηριώδη και σκοτεινό, καθώς μάλιστα το σκοτάδι πυκνώνει όσο προχωρώ. Η γραμμή που ορίζει η φωτεινή δέσμη του φακού μου επιτρέπει να προχωρώ με σχετική ασφάλεια. Λίγο μακρύτερα όμως;

Ναι, φοβάμαι το σκοτάδι και θέλω να εξοικειωθώ μαζί του. Με τρομάζουν οι θόρυβοι κι εδώ μέσα ακούγονται σαν κεραυνοί. Μέσα στο ημίφως που διαλύει ή μεγεθύνει το φως του φακού σχηματίζονται τεράστιοι τερατόμορφοι όγκοι που μετακινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Εδώ η σταγόνα του νερού ακούγεται σαν καμπάνα. Εδώ τα τιτιβίσματα των πουλιών ακούγονται σα συναυλία. Εδώ ο παραμικρός θόρυβος δοκιμάζει τις αντοχές του νευρικού συστήματος. Εδώ η ζωή που μετακινείται δίπλα σου είναι άγνωστη και συνήθως επικίνδυνη. Ο ατομικός φόβος καλύπτεται από εκείνον του πλήθους και εξαφανίζεται ή δημιουργείται και γιγαντώνεται;

Σ΄ αυτό το βάθος δε φτάνουν οι ήχοι της μηχανικής ζωής μας, κι αυτό μου επιτρέπει να μεταφερθώ στο χρόνο. Εστιάζω την προσοχή μου στους ήχους των φυσικών όντων: στη σταγόνα του σταλαχτίτη που πέφτει στο πάτωμα του σπηλαίου ηχώντας διαφορετικά ανάλογα με το ύψος και το βάθος.

Ακούστε, ακούστε την ηχώ
Στα κύματα της μνήμης
Πώς παφλάζει
Ακούστε, ακούστε αυτό το φως
Που μας μιλά για θάνατο
Που μας μιλά για θαύμα.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Εδώ μέσα εξαφανίζεται ο υπόλοιπος κόσμος. Όλος ο κόσμος είναι αυτός ο περιορισμένος του σκότους που μεγεθύνει την ανθρώπινες φυσικές αδυναμίες που τονίζει την εξάρτηση από άγνωστες δυνάμεις που δεν υποπίπτουν στον έλεγχό του. Καταρρίπτοντας την αλαζονεία του, γυμνός ως πρωτογέννητος, χωρίς καμιά προστασία, έρμαιο άγνωστων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων, έρχεται να δηλώσει την υποταγή του, την αδυναμία του και να παρακαλέσει για χάρη. Τίποτε άλλο δεν του δίνει σιγουριά, παρά αυτό το φοβερό άγνωστο που ικετεύει.

Τελικά δεν θα μάθω ποιο είναι το πάνω και το κάτω,
Το χώμα και το νερό
Το μέσα και το έξω
Το σκοτάδι και το φως.
Οδός άνω κάτω μία και η ωυτή, έλεγε από χρόνια ο Ηράκλειτος.
Γιάννης Σακελλαράκης, Ανασκάπτοντας το παρελθόν

Η έννοια του ακανόνιστου και μη αρμονικού, αυτού που ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποτάξει στις διαστάσεις του. Έξω από μέτρα, κανόνες, έλεγχο υπογραμμίζοντας με τη παρουσία του τη διάσταση του χρόνου, υπενθυμίζοντας από τη μια την αιωνιότητα και από την άλλη τη σύντομη φθορά. Είναι το αθέατο που βλέπεις πιο καθαρά, αυτό που δε βλέπουν τα μάτια, αλλά σε μια εποχή προ λογικής το ένστικτο, η βούληση, το συναίσθημα η ανάγκη υποδεικνύει το φαινόμενο. Μπορούμε να μιλάμε για φαινόμενο και καθεαυτό; Ο μινωίτης έχει ξεκαθαρίσει στο μυαλό του το κατά φύσιν, το υπέρ φύσιν και το παρά φύσιν

Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, στις σκοτεινές σήραγγες όπου δε φτάνει το λιγοστό φως της εισόδου, ο αρχέγονος φόβος ξυπνά…

και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά των βράχων τ‘ αγάλματα
Οδυσσέας Ελύτης

Όσο πιο πολύ μένεις στο σκοτάδι τόσο συνηθίζουν τα μάτια σου να βλέπουν χωρίς πολύ φως. Τότε βλέπεις αυτά που δε φαντάζεσαι αρχικά. Ο χρόνος δίνει δύναμη στο σκοτάδι επιτρέποντάς του να αναδείξει σιγά σιγά όσα κρύβει

Χρόνος αθροισμένος στην αρχέγονη σπηλιά∙
σταλαχτίτης και σταλαγμίτης:
Κάτι σαν αισθητικό αρχείο του χρόνου.
Κάτι σαν καλλιτεχνική αποκρυστάλλωση του καιρού.
Κάτι σαν υπέροχες πορσελάνες που προικίζει
το παρελθόν στο μέλλον.
Κάτι σαν αλατούχα βυζιά όπου ο χρόνος
συμπυκνώνοντας προσφέρει
τη γαλακτερή του κλεψύδρα, τη θηλή –στάλα
σε κάθε νεογέννητο
Μανόλης Πρατικάκης, Το νερό

Λιγοστός ο αέρας και συχνά αποπνικτικός. Ελάχιστη ή καθόλου φυτική και ζωική ύπαρξη. Το νερό και η πέτρα είναι οι κυρίαρχοι του χώρου. Συγκεκριμένα η πέτρα όπως το νερό τη χτίζει, την πλάθει, τη ζωγραφίζει, τη χρωματίζει. Εικόνες, σχήματα, κοιλότητες, εσοχές, δίπλες, κολώνες, ρυάκια, λοφάκια, στήλες ξεδιπλώνονται συνέχεια μπροστά μου. Αίθουσες μικρές και μεγάλες με ανοίγματα μικρότερα και ακόμα πιο μικρά που θ’ άξιζε για καθένα απ’ αυτά ν’ αφιερωθεί αρκετός χρόνος για τους αιώνες της διαδρομής τους να φτάσουν μέχρι εδώ και να μας πουν «να ‘μαι». Εδώ κι εκεί τραυματισμένοι σταλαγμίτες, σπασμένοι σταλαχτίτες κείτονται πτώματα νεκρά στο έδαφος έχοντας χάσει τη δυνατότητα να εξελιχθούν. Οι ακρωτηριασμένοι θα χρειαστούν χιλιετίες για να μεγαλώσουν μερικά εκατοστά.

Εκατομμύρια χρόνια ζωής ανακόπτονται ξαφνικά όταν τα τεράστια χοντρά πλοκάμια αποκόπτονται από τους σταλαχτίτες και κείτονται νεκροί γίγαντες στο έδαφος. Μα το χταπόδι έχει την ικανότητα ν’ αναγεννιέται και νέες σταγόνες ζωής κυλάνε σα δάκρυ που δεν έσταξε, από το οποίο θα συνεχίσει την αργή πορεία του στο χρόνο.

Τα πρώτα ασημένια δάκρυα
του βράχου μαργαριτάρια του
μέλλοντος, οι κατοπινοί
σταλαχτίτες. Η ζωή αγωνίζεται
να εδραιωθεί όπου μπορεί.
Το αποτέλεσμα δεν το
σχηματίζει ούτε η πιο
τολμηρή φαντασία.

Οι αργές, ανεπαίσθητες αλλαγές του χρόνου που δείχνουν οι σταλαχτίτες έρχονται σε αντίθεση με τις πιο γρήγορες εναλλαγές του κόσμου που δημιουργεί το φως. Η απουσία του έχει κάνει πρωταγωνιστές εδώ το νερό και την πέτρα: το νερό ως δρων, την πέτρα ως δρώμενο ή πάσχον: τα γιγάντια βράχια έχουν υποστεί τη διάβρωση της βροχής των αιώνων. Ποιος θα το ‘λεγε ότι η ρευστότητα του νερού με την υπομονή και τη δύναμη του χρόνου θα κατάφερνε να επιβληθεί και να διαμορφώσει τη στερεότητα των πετρωμάτων. Φαλλόσχημοι σταλαχτίτες και σταλαγμίτες υπενθυμίζουν το συμβολισμό των σπηλαίων ως μήτρας και το συσχετισμό τους με τη γέννηση και τη γονιμότητα.

φύσις
Η μήτρα της ζωής, της φιλοσοφίας, της σκέψης
βατή και άβατη
ποθεινή και δεδομένη
στο μέρος δυσθεώρητη
στο σύνολο ασύλληπτη
άπειρη ακόμα και στο ελάχιστ
στο πέραν αιωρεί επικίνδυνα και λυτρωτικά τη σκέψη μας

Επιτέλους μπόρεσα να εννοήσω ότι αυτό που με γοήτευε με το νερό ήταν η δαιμονική χάρη του να δραπετεύει και ν’ ανάγεται (σε αλκυόνα αθέατη στην όστρια;) Ν’ ανακαλύπτει την παραμικρή ραγισματιά και μ’ αυτή να ορίζει. Εκείνο που το κάνει απρόβλεπτο, δηλαδή καθαρή ουσία του γίγνεσθαι.

Αυτό το ανείπωτο και ανεκμυστήρευτο που θα κρύβει πάντα ένα υπόλοιπο.
….
Ύλη πρώτη απ’ όπου πλάθονται τα όνειρα.
Μανόλης Πρατικάκης , Tο νερό

Κύμα νερού μελωδικό δοξάρι, συρμένο στις χορδές
Της αιθρίας και των φύλλων.
Ηχεί ανάλογα με το ηχείο του ρυακιού του.
Κι απλώνει η φύση παρτιτούρες ένα γύρο.
Μανόλης Πρατικάκης , Tο νερό. Σταγόνες

Διψούμε αυτό που στάζει. Η κάθε βρύση ζητά να
Ενωθεί μ’ αυτό που κελαρύζει μέσα μας.
Μανόλης Πρατικάκης , Tο νερό. Σταγόνες

N’ ακούς των νερών τις ένορκες καταθέσεις.
Μανόλης Πρατικάκης , Το νερό, Σταγόνες 20

Και το ταξίδι ακόμα συνεχίζεται
Μέσα στο φως και στο νερό
Που πρωτομίλησαν στα μάτια.
Κιβώτια χρόνου
Στοιβαγμένα μέσα μας
Για τον καθένα χωριστά
Ατέρμονη αλυσίδα σφηνωμένη
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Ψυχῇσιν
θάνατος ὕδωρ γενέσθαι,
ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι,
ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται,
ἐξ ὕδατος δὲ ψυχή.

Για τις ψυχές θάνατος
είναι να γίνουν νερό,
για το νερό θάνατος να γίνει γη,
από τη γη γίνεται νερό κι απ’ το νερό ψυχή.
Ηράκλειτος [22

Λήσεται μὲν γὰρ ἴσως τὸ αἰσθητὸν φῶς τις, τὸ δὲ νοητὸν ἀδύνατον ἐστιν, ἢ ὡς φησιν Ἡράκλειτος· τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἂν τις λάθοι;

Θα ξεφύγει ίσως κανείς από το αισθητό φως, αλλά είναι αδύνατο να ξεφύγει από το νοητό. Ή, όπως λέει ο Ηράκλειτος, πως κανείς να κρυφτεί απ’ αυτό που δεν δύει ποτέ; [27]
Ηράκλειτος

περιόδους· ὦν ὁ ἥλιος ἐπιστάτης ὤν καὶ σκοπὸς ὁρίζειν καὶ βραβεύειν καὶ ἀναδεικνύναι καὶ ἀναφαίνειν μεταβολὰς καὶ ὥρας αἵ πάντα φέρουσι.
Ηράκλειτος

Πρέπει να καταδυθείς στον υπόγειο κόσμο που ζούσε εκατομμύρια χρόνια και που θα κυλά σιωπηλά, διακριτικά, αθέατος και μετά το σύντομο δικό μας πέρασμα απ’ αυτό τον κόσμο. Πέτρινοι όγκοι, αγάλματα οι σταλαγμίτες και οι σταλαχτίτες στραφταλίζουν, κι ας μην υπάρχει κανείς να τα δει και να τα θαυμάσει. Χωρίς πολλούς παρατηρητές, χωρίς να ζητούν δημοσίευση στη μοναξιά και στην απουσία των άλλων, με υπομονή και τέχνη δημιουργούν τα δικά τους θαύματα και περιμένουν…

Η ζωή μας μετρημένη στους δείκτες του ρολογιού του που ποτέ δεν πάει λάθος, γρήγορα ή αργά, απλά κάποια στιγμή σταματά αμετάκλητα. Η μεγάλη αγωνία του ανθρώπου να εισβάλλει στα άδυτα των αδύτων του, να μάθει τα μυστικά του, που είναι τα μυστικά της ίδιας της ζωής του, να τον γνωρίσει πριν έρθει, να τον μετρήσει πριν κυλήσει και τον προσπεράσει, να τον προσπεράσει βιαστικά, να τον προλάβει ή να τον παρατείνει ή να τον αλλάξει, να τον νικήσει, να του αφήσει τα σημάδια του, να δηλώσει την ύπαρξή του, να προλάβει να μπει στην πορεία του σαν τις κυλιόμενες σκάλες

Ο χρόνος τόσο ανύπαρκτος μετά από εμάς όσο και πριν από εμάς. Πόση σημασία έχει αν δεν υπάρχουμε εμείς να τον βιώσουμε; Σίγουρα υπήρχε πριν από εμάς και πιθανότατα θα υπάρχει και μετά από εμάς. Τόσο εγωιστική, μυωπική, στενόμυαλη και περιορισμένη η αντιμετώπιση ενός ιδεαλιστικού κόσμου που μάλιστα προσλαμβάνουμε βάζοντάς τα στα καλούπια των πηγών της γνώσης μας, έχοντας όμως τη ελπίδα να φτάσουμε τον κόσμο των μέτρων, των δυνατοτήτων και των περιορισμών μας.

Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο

ΧΙ

Τα μάτια τον χωράνε τον καιρ
Τον τρέφουν με το φως και το σκοτάδι
Στα βλέφαρά τους πάντοτε κρατούν
Την πρώτη μνήμη που ξανάρχεται στο σώμα.
Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες το λευκό και μες στο μαύρο

Ή ένας κόσμος που δε μας λαμβάνει υπόψη του καθόλου λειτουργώντας ανεξάρτητα από εμάς φωνάζοντάς μας επιδεικτικά την αδυναμία και την ασημαντότητά μας. Τι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως φωνή του ανθρώπου που δείχνει τη δύναμή του;

Βιώνω τα πεπερασμένα χρονικά μου όρια
Με βιασύνη να προλάβω να ζήσω στο χρόνο που μου απομένει
Διαθέτοντας εισιτήριο με άγνωστη ημερομηνία επιστροφής
Προϊόν κατανάλωσης με ημερομηνία λήξης
Ο φόβος το αλατοπίπερο της ζωής μας
Η πικάντικη γεύση του ελλιπούς χρόνου
Η ανασφάλεια του άγνωστου
Η ακροβασία της άγνοιας
Τα όρια του φυλακισμένου χρόνου
Η ασημαντότητα της αλαζονείας
Η δίψα της πλεονεξίας και της απληστίας
Η γελοιότητα του παντοδύναμου της φύσης
Η ωριμότητα της ανεπάρκειας
Το γέλιο και το κλάμα στους δίσκους για να ισορροπεί η ζυγαριά

Όταν αρχίζει η ιλιγγιώδης πτώση της επίγνωσης της φθαρτότητας
Που διαβρώνει την αθωότητα
που περιορίζει την ελπίδα
Που σε αναγκάζει να κοιτάξεις επιτέλους
χωρίς προσωπείο το πρόσωπό σου
Να ρίξεις άπλετο φως στο ημίφως του άγνωστου
Που δεν πρόκειται ποτέ να φωτιστεί
γιατί ο φακός σου σχηματίζει έναν περιορισμένο κύκλο
αφήνοντας σκοτεινά όλα έξω από αυτόν
Αρχίζει η απομυθοποίηση του χρόνου
Γίνονται πλέον αντιληπτά τα όρια,
τα πλαίσια της φυλακής και του απείρου …

Οι δυσδιάκριτες δυνάμεις στο πλαίσιο του περιορισμένου χώρου του σπηλαίου με την απουσία του φωτός καθιστούν ορατή την αδυναμία ερμηνείας της προέλευσής τους. Ακροβατώντας στο αθέατο, στο άρρητο και το αναπόδεικτο, ανοίγοντας τυφλά νοητικά βήματα στο ανεξερεύνητο φιλοσοφικό διάστημα, το μόνο παρήγορο που μένει να κάνουμε είναι να σφίξουμε το χέρι του συνοδοιπόρου μας και να μοιραστούμε τις ανησυχίες μας εκτονώνοντας την επιθυμία μας για την αναζήτηση της αλήθειας, που δε θα περιορίσει την ακόρεστη δίψα της γνώσης, αλλά θα κάνει πιο πλούσιο το συμπόσιο.

Αίτιο – αποτέλεσμα. Ορθολογισμός. Κανένα μυστήριο πια. Η γνώση των επιστημονικών νόμων οδηγεί τον άνθρωπο στην αλαζονεία της εντύπωσης ότι η γνώση έχει όρια. Ο άνθρωπος δε θεωρεί τον εαυτό του μύωπα που ψηλαφεί τα σκοτάδια του αθέατου. Έτσι, αποκαλύπτοντας τα μυστικά, χάθηκε το μυστήριο και η ομορφιά του, το συναίσθημα της ανασφάλειας, της αμφιταλάντευσης στο θεατό και στο αθέατο, το δυνατόν και το αδύνατον. Το πρέπον και το δέον έγινε μπορετό, εφόσον είναι βουλόμενον.

Νυν και αεί
Δε διαβάζεται η ζωή
δεν ξεγελιέται με όνειρα το σκοτάδι
Πάνος Κυπαρίσσης, Το χώμα που μένει

Ακόμα και σήμερα το πάτωμα του σπηλαίου διατηρεί μαρτυρίες των αντικειμένων,
που χρησιμοποιήθηκαν στο χώρο του σαν
«Ασύνδετες φράσεις που έμειναν
ασβεστολιθικές στιγμές μέσα στο χρόνο»
Τίτος Πατρίκιος, Η ηδονή των παρατάσεων

Σιωπηλά κι αδιαμαρτύρητα γυαλίζουν τώρα στο φως του προβολέα για να ξαναχαθούν στον απόκρυφο και αθέατο κόσμο τους μέχρι κάποιος άλλος να τα αναζητήσει, να ρίξει το τεχνητό φως του πάνω τους για να του φανερώσουν τα μυστικά τους: τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της μορφής τους ή τον επιβλητικό και αποτρόπαιο όγκο τους βυθιζόμενα και πάλι στην απούσα παρουσία τους μέχρι ποιος ξέρει πότε.

το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
του μαύρου
Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί, Γένεσις

Κι όμως εκεί, στην άλλην όχθη
κάτω απ’ το μαύρο βλέμμα της σπηλιάς
ήλιοι στα μάτια πουλιά στους ώμους
ήσουν εκεί· πονούσες
τον άλλο μόχθο την αγάπη
την άλλη αυγή την παρουσία
την άλλη γέννα την ανάσταση·
κι όμως εκεί ξαναγινόσουν
στην υπέρογκη διαστολή του καιρού
στιγμή-στιγμή σαν το ρετσίνι
το σταλαχτίτη το σταλαγμίτη.
Γ. Σεφέρη, ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Εδώ φαίνεται πρωταγωνιστής το «είναι» και χρειάζεται να αφήσεις το χρόνο να λειτουργήσει στη σκέψη σου για να συνειδητοποιήσεις ότι όλα είναι το αποτέλεσμα ενός αργού, αλλά διαρκούς και σταθερού «γίγνεσθαι»…

…μια ενεργός παθητικότητα ή μια παθητική ενεργητικότητα, πάντως δυναμική αυτοπεποίθηση και επίγνωση του «είναι» τους, ώστε να μη χρειάζεται όχι να το προβάλλουν, αλλά ούτε καν να το δηλώσουν.

O ποιητής ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων
Τὶς …
Τίς ο Ὢν και ποῖος, ποδαπὸς καὶ ἡλίκος;
Αντωνυμίες: αντί ονόματος
Ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις:
η ζήτησις του γνωστού άγνωστου,
του άγνωστου γνωστού

>Χαϊνόσπηλιος: το θαυμαστό μυστήριο ενός υπόγειου κόσμου

Απρ 20107

>Πρέπει να καταδυθείς στον υπόγειο ποταμό που κυλούσε εκατομμύρια χρόνια και που θα κυλά σιωπηλά, διακριτικά, αθέατος και μετά το σύντομο δικό μας πέρασμα απ’ αυτό τον κόσμο. Στραφταλίζουν, λάμπουν αστράφτουν, κι ας μην υπάρχει κανείς να τα δει και να τα θαυμάσει. Χωρίς πολλούς παρατηρητές, χωρίς να ζητούν δημοσίευση στη μοναξιά και στην απουσία των άλλων, με υπομονή και τέχνη δημιουργούν τα δικά τους θαύματα και περιμένουν… Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, στις σκοτεινές σήραγγες όπου δε φτάνει το λιγοστό φως της εισόδου, ο αρχέγονος φόβος ξυπνά.

Λιγοστός ο αέρας και συχνά αποπνικτικός. Ελάχιστη ή καθόλου φυτική και ζωική ύπαρξη. Το νερό και η πέτρα είναι οι κυρίαρχοι του χώρου. Συγκεκριμένα η πέτρα όπως το νερό τη χτίζει, την πλάθει, τη ζωγραφίζει, τη χρωματίζει. Εικόνες, σχήματα, κοιλότητες, εσοχές, δίπλες, κολώνες, ρυάκια, λοφάκια, στήλες ξεδιπλώνονται συνέχεια μπροστά μου. Αίθουσες μικρές και μεγάλες με ανοίγματα μικρότερα και ακόμα πιο μικρά που θ’ άξιζε για καθένα απ’ αυτά ν’ αφιερωθεί αρκετός χρόνος για τους αιώνες της διαδρομής τους να φτάσουν μέχρι εδώ και να μας πουν «να ‘μαι». Εδώ κι εκεί τραυματισμένοι σταλαγμίτες, σπασμένοι σταλαχτίτες κείτονται πτώματα νεκρά στο έδαφος έχοντας χάσει τη δυνατότητα να εξελιχθούν. Οι ακρωτηριασμένοι θα χρειαστούν χιλιετίες για να μεγαλώσουν μερικά εκατοστά.

Ένα σημείο σα ματωμένη κηλίδα∙ οξείδωση μου λέει η λογική, μα το χρώμα του το αμφισβητεί. Θέτω το δάχτυλο «επί τον τύπο των ήλων» και το φέρνω στο φως: διάφανο υγρό.

Ματώνουν άραγε τα σπήλαια;
Λοιπόν ματώνουν τα σπήλαια; Κόκκινες κηλίδες απλωμένες εδώ κι εκεί. Άλλοτε σαν πληγή που αιμορραγεί άλλοτε ως αίμα που εκτινάχθηκε και πιτσίλισε δεξιά κι αριστερά. Άλλοτε η πληγή χαίνουσα φαίνεται ανίατη κι άλλοτε το αίμα ξεραμένο από την πολυκαιρία στεγνό σαν κρούστα ξεφλουδίζει να πετάξει το νεκρό δέρμα για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί άλλο, υγιές, από κάτω. Πάνω στο αγνό τρυφερό άσπρο δέρμα των σπηλαίων, στην αστραφτερή ή ιριδίζουσα επιφάνειά τους μοιάζει σαν αποτρόπαιο έγκλημα που συντελέστηκε στα ξαφνικά.

Ξαφνικά γυρίζω προς τα πίσω και βλέπω μόνο σκοτάδι. Ο αρχέγονος φόβος ξυπνά. Προσπαθώ να συγκεντρώσω την προσοχή μου και το μυαλό μου στον κύκλο που ορίζει το φως του φακού. Ξαναβρίσκω τον έλεγχό μου. Με πιάνει όμως μια βιασύνη να βγω έξω. Ο φόβος μήπως ξαφνικά τελειώσουν οι μπαταρίες του φακού. Δύσκολα μπορώ πια να μείνω. Προχωρώντας σχεδόν τρέχοντας κινδυνεύω να πέσω στο επικίνδυνα γλιστερό έδαφος του σπηλαίου, καθώς μάλιστα τα παπούτσια μου έχουν σχηματίσει δεύτερη σόλα από τη λάσπη που κουβαλούν.

Πώς να τα εξερευνήσει κανείς όλα αυτά; Τι να δεις και τι ν’ αφήσεις; Πώς να προλάβεις να τα χαρείς;

>Σπήλαιο Τραπέζας ή Κρόνιον

Απρ 20107

>
Το Σπήλαιο της Τράπεζας ή αλλιώς Κρόνιο βρίσκεται κοντά στο χωριό Τζερμιάδων του Νομού Λασιθίου. Μια μικρή παράκαμψη από τον περιφερειακό δρόμο του χωριού σε οδηγεί σε ένα πλάτωμα, όπου η είσοδος του σπηλαίου με δυσκολία διακρίνεται ανάμεσα στις πτυχές των βράχων.

Το σπήλαιο χρησίμευσε, όπως συνέβαινε και με τα περισσότερα σπήλαια, ως ανθρώπινη κατοικία κι αργότερα εξυπηρέτησε ταφικές ανάγκες. Πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα φανερώνουν ότι είχε αναπτυχθεί μια σχέση με τις χώρες της Εγγύς Ανατολής και ειδικότερα με την Αίγυπτο.

Ανηφορίζω το γραφικό μονοπάτι ανάμεσα στους σκιερούς γέρικους πρίνους, «ανάμεσα σε φεγγερά περάσματα και δροσερούς λειμώνες», καθώς το στενό μονοπάτι στρίβει ανάμεσα στους βράχους, πριν σου προσφέρει ως δώρο – έκπληξη το πλάτωμα της εισόδου του σπηλαίου. Ακόμα κι όταν φτάσουμε πολύ κοντά, ανάμεσα στα βράχια, η είσοδος του σπηλαίου είναι δυσδιάκριτη, αν δε βρεθείς στην κατάλληλη θέση.

Ανεβαίνω με προσοχή το μικρό ύψωμα που εμποδίζει την πρόσβασή μας στο σκοτεινό κόσμο, λες και κάποια δύναμη θέλει να εντείνει την προσμονή περισσότερο, για να μεγεθύνει την απόλαυση του κρυμμένου χώρου. Αφού προχωρήσουμε μέσα από ένα στενό διάδρομο με πρασινωπές πλευρές, καθώς το φως επιτρέπει την ανάπτυξη ζωής, οδηγούμαστε σ΄ ένα μικρό άνοιγμα. Ο χώρος του σπηλαίου μας υποδέχεται προσφέροντάς μας ταυτόχρονα την απογοήτευση. Ακρωτηριασμένοι σταλαχτίτες και σταλαγμίτες. Ένας ακρωτηριασμένος σταλαγμίτης μετρά το βάρος του χρόνου και το πέρασμά του από την πλάτη του και την παρουσία του ανθρώπου. Λεηλατημένα σπήλαια… Λεηλατημένη η ζωή τους από τον άνθρωπο ή το χρόνο …

Ένας ευμεγέθης σταλαγμίτης στη μέση περίπου του σπηλαίου αφήνει δυο στενά ανοίγματα στα πλαϊνά του. Μικρές κόγχες με κολονάκια ξεπροβάλλουν στα πλάγια του σπηλαίου. Ρυτιδωμένα τα τοιχώματα του σπηλαίου συνιστούν έργο τέχνης. Δεξιά στο πρώτο πλάτωμα μια κοιλότητα οδηγεί σε μια νέα αίθουσα με χαμηλή οροφή. Στη μια πλευρά της ο σταλαγμίτης στη φυσική του μορφή ή διαμορφωμένος κατάλληλα θυμίζει αναπαυτική πολυθρόνα. Να χρησιμοποιήθηκε κάποτε ως κάθισμα ενός εξέχοντος προσώπου;

Τουρίστες ξεναγούνται στο εσωτερικό του σπηλαίου, περνώντας μέσα από τα στενά περάσματα, ανιχνεύοντας το μυστηριώδη κόσμο του σπηλαίου… Ο σύγχρονος άνθρωπος του ολόφωτου 24ωρου ως μύωψ ψηλαφεί τα σκοτάδια του άγνωστου. Μήπως το ίδιο δε συμβαίνει και με τα σκοτάδια της ζωής; Με οδηγό τη φαντασία μπορείς να δεις…;

Κατά την έξοδο στο φως η πανοραμική θέα στο λασιθιώτικο κάμπο έρχεται να σε ανταμείψει γενναιόδωρα για αυτό που στερήθηκες τόση ώρα στο σκοτάδι.
Τραβώντας μια νοητή γραμμή από την είσοδο του σπηλαίου προσπαθώ να εντοπίσω στην απέναντι πλευρά του Οροπεδίου το «Δικταίον Άνδρον», όπου μεταφέρθηκε τελικά η λατρεία.

Καθισμένη στο ξύλινο παγκάκι που πρόσφατα τοποθετήθηκε κάτω από τον πανύψηλο σκιερό πρίνο, εκεί που τελειώνουν τα σκαλοπάτια της ανηφορικής διαδρομής, αρκετά ψηλά από το χωριό, χωρίς όμως να χάνω την οπτική επαφή, προσπαθώ να απομονώσω τους ήχους της μηχανικής ζωής μας. Από το σημείο αυτό έχω τη δυνατότητα να βλέπω το μεγαλύτερο μέρος του εύφορου λασηθιώτικου κάμπου που ετοιμάζεται να δρασκελίσει το πρώτο βήμα του κύκλου της ζωής.

Εστιάζω την προσοχή μου στους ήχους των φυσικών όντων: στο κελάηδημα των πουλιών, στον ήχο που κάνει το φύλλο αφήνοντας το δέντρο, στους χυμούς που τριζοβολούν μέσα στους φυτικούς ιστούς και που βιάζονται να κάνουν γνωστή την παρουσία τους στο φως. Τα ανθοπέταλα κάνουν έναν εκκωφαντικό θόρυβο στην ησυχία, αν τύχει και οι άνθρωποι σταματήσουν για λίγο τις οχληρές πολύβουες δραστηριότητές τους. Αν η πνοή του ανέμου ζωηρέψει, ακούγονται σαν ανθισμένη βροχή, καθώς αφήνονται στο χώμα, το οποίο συνεχίζουν να ομορφαίνουν, έχοντας εκτελέσει το μικρό τους χρέος, παραδίδοντας τη σκυτάλη στο εσώτερο τμήμα του άνθους, στον κάλυκα, να συντηρήσει και να παραδώσει τον καρπό, αυτόν που εγγυάται τη διαιώνιση της ζωής. Ανεπαισθήτως τα νέα φύλλα εναλλάσσονται με τα παλιά στα αιωνόβια αειθαλή δέντρα. Δεν υπάρχουν κενά στον κύκλο τη ζωής. Τα φυλλοβόλα είναι εκείνα που με τις έντονες αλλαγές τους προκαλούν το δέος και το θαυμασμό.

Τα γιγάντια βράχια γύρω και πάνω από την είσοδο του σπηλαίου έχουν υποστεί τη διάβρωση της βροχής των αιώνων. Σιωπηλά κι αδιαμαρτύρητα γυαλίζουν στον ήλιο ή στη βροχή, σκοτεινιάζουν στη συννεφιά και στη νύχτα. Δέχονται αδύναμα ν’ αντιδράσουν στις βίαιες επιθέσεις του ανθρώπου και συνεχίζουν με το υπόλοιπο τους να μεταφέρουν τη γνώση τους σ’ ένα νέο χώρο. Μόνο μια δυνατή εσωτερική δύναμη της γης, ένας σεισμός, μπορεί να τα μετακινήσει από τη θέση τους. Με τα αόρατα μάτια τους είδαν τις γενιές των ανθρώπων να περνούν και να χάνονται για να τις διαδεχτούν οι επόμενες.

Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα της λασιθιώτικης γης κορυφές που ανέβαιναν οι μινωίτες να ευχαριστήσουν, να δοξάσουν, να εμβαπτιστούν σε νέες δυνάμεις, κι ολόγυρα στις πλαγιές τρύπες και εσοχές τα σπήλαια, όπου καταδύονταν μετά την ανάβαση προετοιμαζόμενοι άραγε για το σκοτεινό μακρινό τους ταξίδι; Φαλλικές προσομοιώσεις, προθήκες για τις προσφορές των πιστών. Τελετές ζωής ή τελετουργίες θανάτου; Ποιος θα το ξεκαθαρίσει;

To φως και το σκοτάδι, το ύψος και το βάθος, το μέσα και το έξω, το φανερό και το κρυφό, το ορατό και το αόρατο, το γνωστό και το άγνωστο το προσιτό και το απρόσιτο: οι μεγάλες αντιθέσεις. Τα μάτια, όταν συνηθίζουν το σκοτάδι, βλέπουν περισσότερα. Να ισχύει το ίδιο και με τα μάτια της ψυχής; Όταν πια βγεις έξω, το φως είναι πιο λαμπερό. Η επιστροφή από το θάνατο στη ζωή. Η ανακούφιση και η ασφάλεια του γνωστού.

Προσπαθώ να μεταφερθώ στο χρόνο κάνοντας μια γρήγορη διαδρομή. Οι αργές ανεπαίσθητες αλλαγές του χρόνου φαίνονται στο εσωτερικό του σπηλαίου, στους σταλαχτίτες, οι πιο γρήγορες στη γη, στις καλλιέργειες. Σήμερα οι άνθρωποι στη θέση του ταύρου έχουν μηχανικούς ίππους που αποδίδουν με μια ξενόφερτη λέξη. Αίτιο – αποτέλεσμα. Ορθολογισμός. Κανένα μυστήριο πια. Η γνώση των επιστημονικών νόμων οδηγεί τον άνθρωπο στην αλαζονεία της εντύπωσης ότι η γνώση αυτή επεκτείνεται και δεν έχει όρια. Ο άνθρωπος δε θεωρεί τον εαυτό του μύωπα που ψηλαφεί τα σκοτάδια του αθέατου. Έτσι νομίζοντας τα κάνει όλα φανερά, αποκαλύπτοντας τα μυστικά , χάθηκε το μυστήριο και η ομορφιά του, το συναίσθημα της ανασφάλειας, της αμφιταλάντευσης στο θεατό και στο αθέατο, το δυνατόν και το αδύνατον. Το πρέπον και το δέον έγινε μπορετό, εφόσον είναι βουλόμενον.

Μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια ένας κάτοικος της ίδιας γης πάτησε στις ίδιες πέτρες με σας και προσπαθεί να σκεφτεί τις ελπίδες και τους φόβους σας. Μετά από μερικές ακόμα χιλιάδες χρόνια κάποιος άλλος θα αναρωτιέται και για σας και για μένα. Μόνο που εγώ θα είμαι απλώς ένας περαστικός που δεν άφησε τα σημάδια του, που δε χάραξε δρόμους, που δεν έκανε τον πλανήτη να θαυμάσει και να ζηλέψει τη ζωή σας, αν είναι σωστές οι υποθέσεις που κάνουμε για σας.

>Δικταίον Άνδρον

Απρ 20107

>

Το σπήλαιο του Ψυχρού αποτελεί πολύ σημαντικό λατρευτικό χώρο της μινωικής Κρήτης. Άλλωστε η χρήση των σπηλαίων ως κέντρων λατρείας ήταν από τα βασικά χαρακτηριστικά των θρησκευτικών αντιλήψεων των αρχαίων Κρητών.

Το σπήλαιο του Ψυχρού είναι από τους πρώτους αρχαιολογικούς τόπους στην Κρήτη όπου έγιναν ανασκαφές. Επιλεγμένα ευρήματα από τις ανασκαφές στο σπήλαιο μπορεί να δει κανείς σε μια προθήκη στην αίθουσα 7 του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου , ενώ ένα μέρος τους βρίσκεται στην αποθήκη. Αρκετά άλλα ευρήματα αποκτήθηκαν από την συλλογή Γιαμαλάκη ( που επίσης αποτελεί τμήμα του μουσείου Ηρακλείου, αλλά προσωρινά δεν εκτίθεται ) και άλλα από διάφορες συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από αυτά σημαντικά είναι τα ευρήματα που από το 1896 βρίσκονται στο Μουσείο Ασμόλεαν του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης όπου τα κατέθεσε ο Έβανς ως τμήμα της Κρητικής Συλλογής του. Λιγότερα ευρήματα βρίσκονται σο μουσείο του Λούβρου.

Οι ανασκαφείς και αρκετοί μελετητές ταυτίζουν το σπήλαιο Ψυχρού με το γνωστό Δικταίον Άνδρον, όπου, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Δίας με την βοήθεια της Αμάλθειας και των Κουρητών και το οποίο συνδέθηκε με ιστορίες όπως του μάντη Επιμενίδη που “κοιμήθηκε” εδώ ή με την ένωση Δία – Ευρώπης.

Η ανακάλυψη αρχαίων στο σπήλαιο έγινε το 1880, κατά μαρτυρία του Ιωσήφ Χατζηδάκη, από έναν κυνηγό που κατέφυγε στο πάνω σπήλαιο για να προστατευθεί από την κακοκαιρία και με το όπλο του βρήκε τυχαία ένα χάλκινο ειδώλιο βοδιού. Το γεγονός μαθεύτηκε και αμέσως άρχισαν οι κάτοικοι να ψάχνουν για αρχαία στο πάνω σπήλαιο. Βρήκαν πολυάριθμα χάλκινα και πήλινα ειδώλια, διπλούς πέλεκυς, βέλη, ξίφη, αιχμές δοράτων και πήλινα αγγεία (σκουτέλια) , που τα πούλησαν σε διάφορους αγοραστές, ενώ ολόκληρα χάλκινα αντικείμενα φαίνεται ότι κατάληξαν σε χυτήρια του Ηρακλείου.

Στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα κάτοικοι της περιοχής βρήκαν στο σπήλαιο αρχαιολογικά ευρήματα. Αυτά παρακίνησαν τον αρχαιολόγο Ιωσήφ Χατζηδάκη να το επισκεφτεί μαζί με τον Ιταλό F. Halbherr το 1886 και να διεξάγουν πρόχειρη ανασκαφική έρευνα.

 Κατά τον Χόγκαρθ, τα πρώτα αρχαία ανακαλύφθηκαν το 1883 από τους ντόπιους που χρησιμοποιούσαν το σπήλαιο ως στάβλο για τα κατσίκια και τα γουρούνια. Ειδοποιήθηκαν ο Χατζιδάκης και ο Αλμπέρ, που το εξερεύνησαν πρώτοι το 1886. Προσπάθησαν να αποκτήσουν όσο πιο πολλά αρχαία μπορούσαν από τους χωρικούς, ενώ ερεύνησαν περίπου δύο τετραγωνικά μέτρα στο πάνω σπήλαιο με σκοπό να ανακαλύψουν τα ερείπια κάποιου βωμού. Ύστερα από την αναχώρησή τους, οι χωρικοί συνέχιζαν να βρίσκουν αρχαία, κυρίως χάλκινα, ανάμεσα στους βράχους του πάνω σπηλαίου. Τα αρχαία αυτά τα πούλησαν στον Έβανς που επισκέφτηκε το σπήλαιο το 1994. Ο Έβανς επέστρεψε στο σπήλαιο το 1985, και 1896 μαζί με τον Μάιρς έκανε ανασκαφή κάτω από τον βόρειο τοίχο στο πάνω σπήλαιο. Ανακάλυψε ένα τμήμα μιας ενεπίγραφης τράπεζας προσφορών.

Τα ευρήματα τα πήρε στη Βρετανία στο Μουσείο Ασμόλεαν. Εκτεταμένες αναφορές και πολλές εικόνες από τα ευρήματα της ανασκαφής υπάρχουν στο βιβλίο του «Το Ανάκτορο του Μίνωα στην Κνωσό». Ο τρίτος ερευνητής του σπηλαίου ήταν ο Γάλλος Ντεμάρν, που ήρθε και ανάσκαψε στο πάνω σπήλαιο το 1987, και μάλιστα βρήκε το ένα κομμάτι από τη ενεπίγραφη τράπεζα προσφορών που είχε βρει τον προηγούμενο χρόνο ο Άρθουρ Έβανς. Τα ευρήματα αυτά τα δημοσίευσε το 1902.

Οι πρώτοι ερευνητές του σπηλαίου δεν επεδίωξαν να ανασκάψουν συστηματικά το σπήλαιο για δύο λόγους: ο ένας ήταν οι πολιτικές συνθήκες στην Κρήτη που δεν ευνοούσαν ακόμη ένα τέτοιο εγχείρημα, και ο δεύτερος ήταν η κατάσταση στο πάνω σπήλαιο, που δεν προσφερόταν για εύκολη ανασκαφή, αφού πολλοί βράχοι είχαν καταπέσει και έπρεπε να μετακινηθούν. Ωστόσο τα ευρήματα που είχαν συλλέξει ήταν αρκετά σημαντικά για να δώσουν τη βεβαιότητα ότι το σπήλαιο ήταν ένα μεγάλο αρχαίο λατρευτικό κέντρο.

Συστηματική ανασκαφή του σπηλαίου έγινε από τον Χόγκαρθ το 1899. Η ανασκαφή δημοσιεύτηκε προκαταρκτικά το 1899-1900. Τα πήλινα ευρήματα δημοσιεύτηκαν από τον Βανς Γουάτρους το 1996.

Ανάλογες έρευνες έκαναν ο A. Evans, το 1897, ο J. Demargne και το 1899 ο G. Hogarth. Συστηματικές έρευνες δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Το σύνολο σχεδόν των ευρημάτων που προέκυψαν από λαθρανασκαφές και επίσημες ανασκαφές δημοσίευσε ο J. Boardman το 1961. Τα πολυάριθμα αναθήματα που αποκαλύφθηκαν είναι σήμερα μοιρασμένα ανάμεσα στο Μουσείο Ηρακλείου και το Ashmolean Museum της Οξφόρδης.

Η λατρεία αρχίζει μάλλον από την Πρωτομινωική περίοδο (2800-2300 π.Χ.) – αν και υπάρχουν στον προθάλαμο ίχνη παλαιότερης ανθρώπινης παρουσίας σ΄ αυτό το σημείο τα κυριότερα όμως ευρήματα είναι της Μεσομινωικής περιόδου (1800 π.Χ.) και μεταγενέστερα, διότι η διάρκεια χρήσης του είναι μακραίωνη.

Συνεχίζεται αδιάκοπα ως την Γεωμετρική (8ος αι.π.Χ.) και Ανατολίζουσα -Αρχαϊκή εποχή (7ος – 6ος αιώνας π.Χ.). Από τα ευρήματα φαίνεται ότι το σπήλαιο είχε επισκέπτες και κατά τη Ρωμαϊκή ακόμη περίοδο. Οι πιστοί αφιέρωναν πολλά αναθήματα, όπως ειδώλια πιστών, θεών, ζώων, διπλούς πελέκεις, όπλα κλπ.

Σε υψόμετρο 1.025μ., ένα ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί σε ένα πλάτωμα, p1080081.JPG

μπροστά στη στενή είσοδο του σπηλαίου. p1330896.JPG

Δεξιά υπάρχει ένας προθάλαμος ( 42Χ19μ.) p1330913.JPG, στον οποίο υπήρχε βωμός ορθογώνιος ύψους 1μ., κτισμένος, με αργολιθοδομή.

Σ΄ αυτό το χώρο αποκαλύφθηκαν επίσης νεολιθικά όστρακα, πρωτομινωικές ταφές (2800-2200 π.Χ.) και αναθήματα της μεσομινωικής εποχής (2200-1550 π.Χ.). Στο βορειότερο τμήμα του προθαλάμου αναπτύσσεται χαμηλός θάλαμος. Σ΄ αυτόν βρέθηκε ένας ακανόνιστος περίβολος με δάπεδο λιθόστρωτο σε ορισμένα μέρη, που σχημάτιζε ένα είδος τεμένους.

Η μεγάλη αίθουσα (84Χ38μ.) p1330821.JPG p1330600.JPG είναι κατωφερής και στο βάθος αριστερά διανοίγεται μικρός θάλαμος, μία εσοχή του οποίου επιδεικνύεται ως το “λίκνον” του Δία. Δεξιά αναπτύσσεται μεγαλύτερος θάλαμος (25Χ12μ.) που χωρίζεται σε δύο τμήματα, στο ένα από τα οποία υπάρχει μικρή λίμνη, p1330750.JPG ενώ στο άλλο υπάρχει ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός σταλακτίτης, “ο μανδύας του Διός”. Στη μεγάλη αίθουσα είχαν αποτεθεί πάρα πολλά αναθήματα, κυρίως χάλκινα ειδώλια και ελάσματα, εγχειρίδια, αιχμές βελών και διπλοί πελέκεις.

Έχοντας ανηφορίσει, με αρκετό κόπο ομολογουμένως, το μονοπάτι που οδηγεί στο σπήλαιο, αναρωτιέμαι τι συνεχίζει να οδηγεί σήμερα τόσους ανθρώπους εδώ πάνω.
• Η ελπίδα ότι θα συναντήσουν ένα παλιό θεό;
• Η επιθυμία να προσκυνήσουν την αρχαία Βηθλεέμ;
• Η ομορφιά του τοπίου
• ή απλά η ζωή τους καθορίζεται από την τύχη, αφού κατευθύνεται από τα ταξιδιωτικά γραφεία;

Το πιο ενδιαφέρον ερώτημα πάντως είναι γιατί οι μινωίτες επέλεξαν το συγκεκριμένο χώρο για να λατρέψουν τη μητέρα Φύση, τη θεά της γονιμότητας.
Ο τόπος συνδυάζει διπλό πλεονέκτημα: κορυφή και σπήλαιο, ή καλύτερα σπήλαιο σε κορυφή. Βρίσκεται στην αγκαλιά της γης, την αρχή της ζωής, τη μήτρα, χώρο προστασίας, που για χιλιάδες χρόνια ζει σταθερά, σιωπηλά και υπόγεια χωρίς φωνές, αναπαράγει, επαναλαμβάνει και ενδυναμώνει τις φωνές λειτουργώντας ως ηχείο. Υπενθυμίζει την αιώνια ανακύκλιση, τον κύκλο της ζωής. Μέσα στο σκοτάδι του έρχονταν οι πιστοί να βρουν το υπερβατικό φως. p1330748.JPG Αφήνοντας πίσω τους το δυνατό άπλετο φως του ηλίου, το οποίο προσλάμβαναν όλο και πιο έντονα ανεβαίνοντας, καθώς η ματιά αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη εμβέλεια, επέλεγαν να καταδυθούν στο σκοτάδι για να βιώσουν, μέσα από την αντίθεση, την αξία του φωτός και να συνειδητοποιήσουν ότι τόσο το σκοτάδι όσο και το φως είναι πλευρές της ζωής τους. Μήπως ανάμεσά τους κινείται η ζωή μας, όπως έλεγε ο Καζαντζάκης;

Η επιλογή της κορυφής μπορεί να κρύβει ένα μέρος της ανθρώπινης έπαρσης ή και μια προσπάθεια να πλησιάσουν περισσότερο το φως. Αυτό άραγε έσπρωξε τον Πλάτωνα και αργότερα το χριστιανισμό να κινηθούν ανοδικά; Το σπήλαιο βέβαια μπορεί να δηλώνει το τέλος της ζωής ( οι μινωίτες δεν έκαιγαν, αλλά έθαβαν τους νεκρούς τους). Λίγες χιλιάδες χρόνια αργότερα ο χριστιανισμός χρησιμοποίησε το σπήλαιο ως κοιτίδα της αληθινής ζωής με τη γέννηση του Θεανθρώπου, αλλά το βάθος και το σκοτάδι ήταν ο απαραίτητος χώρος κατάδυσης για την ήττα του θανάτου και τη νίκη της ζωής.

 Άραγε η σύγχρονη επιστήμη (σπηλαιολογία) συνειδητοποιεί τις σχέσεις αυτές, όταν κάνει βουτιά στο αβυσσαλέο κενό του σκότους για να μελετήσει κάθε πηγή ζωής; Τα ρίγη της χαμηλής θερμοκρασίας εντείνονται από το δέος αυτό και από τη συνειδητοποίηση ότι τα σπήλαια αποτέλεσαν την πρώτη φυσική κατοικία του ανθρώπου;

   Αναρωτιέμαι αν η σχέση αυτή του ανθρώπου με τα σπήλαια (κατοικία, προστασία, ναός, σχολείο, καλλιτεχνικός χώρος) διατηρείται στις σύγχρονες κατοικίες μας ή είναι για πολλούς ο μοναδικός επενδυτικός σκοπός ή για άλλους ένα ακόμα μέσο επίδειξης της ματαιοδοξίας τους και εν τέλει του απέραντου εσωτερικού τους κενού και της μοναξιάς τους;

Να είναι άραγε τυχαίο ότι οι άνθρωποι ακόμα και σήμερα, όπως τουλάχιστον φανερώνεται αρχιτεκτονικά, θέλουν να επικοινωνούν συλλογικά με το θείο και μόνο οι σύγχρονοι Κροίσοι χτίζουν ένα μικρό ναό στην άκρη της βίλλας τους. Όπως έχουν όλα τα υλικά αγαθά , θέλουν να έχουν και ένα θεό δικό τους;

>Καρφί Λασιθίου, μινωικό ιερό κορυφής

Απρ 20107

>

Ανηφόρισα στο Καρφί προσπαθώντας να καταλάβω τι οδηγούσε για αιώνες του ανθρώπους εδώ πάνω, στις εσχατιές του ορίζοντα, για να λατρέψουν τους θεούς τους. Η κόπωση του σώματος κατά την ανοδική πορεία, και μάλιστα για έναν απροπόνητο όπως εγώ, αποζημιώνεται σε κάθε σου βήμα από μια νέα εικόνα, λες κι ένα αόρατο χέρι σπρώχνει μαλακά την πλάτη σου υποβοηθώντας σε να περπατήσεις το δύσκολο μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή, όπου το μόνο που μπορείς πια ν’ αρθρώσεις είναι «Θεέ μου» ή απλά «Θεέ».

Έχοντας εκπληρώσει το δύσκολο στόχο της κοπιαστικής ανάβασης και της κατάκτησης της κορυφής, αφού ηρεμήσω τους χτύπους της καρδιάς μου, για τους οποίους δεν ευθύνεται μόνο η κατακόρυφη σχεδόν πεζοπορία, μπορώ να ανταμείψω τον εαυτό μου με την πολυτέλεια της ανάπαυσης.

Αλλά αυτό δεν κρατά για πολύ. Πώς να καθίσεις για πολύ σε ένα σημείο, όταν τόση ομορφιά κωδικοποιημένη σε εικόνες σε προκαλεί; Μετατοπίζομαι λοιπόν συνεχώς αναζητώντας καλύτερη ή απλώς διαφορετική θέα. Επιλέγω ένα σημείο όπου από κάτω μου χάσκει το χάος. Η κομμένη ανάσα, η ζάλη από την υψοφοβία δεν είναι ικανές να με εμποδίσουν να πάψω να κοιτάζω. Τα άκρα προκαλούν τη σκέψη μου. Νιώθω την ανάγκη να ξεφύγω από τα όριά μου.

Αφήνω το μάτι μου ελεύθερο να περικυκλώσει το χώρο, να τον κλείσει και να τον φυλακίσει, να τον κρατήσει για πάντα, αλλά εκείνο λαίμαργο και αχόρταγο δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, αλλά βουλιμικά καταπίνει εικόνες , που όμως ξέρω ότι δε θα σταθούν για πολλή ώρα στη μνήμη μου. Βοηθός μου η τεχνολογία για να παγώσω το χρόνο και να κρατήσω την εικόνα ενός δευτερόλεπτου, γιατί, κι αν ακόμα το θέλω, η επόμενη στιγμή δε θα είναι η ίδια. Σταθερός συνοδός μου ο άνεμος που χαϊδεύει ή δέρνει, μουρμουρίζει ή ουρλιάζει στα μυτερά χαράκια που ορθώνονται φύλακες στις κορυφογραμμές.

Σε κάθε πέτρα σε κάθε βήμα σταματώ για να φυλακίσω μια εικόνα στο φακό, να καταγράψω μια σκέψη, απελπισμένα να κρατήσω το χρόνο που φεύγει, να μην πω πώς έφυγα από εδώ χωρίς να αγγίξω έστω και ελάχιστα την ομορφιά του.

Καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, το φως από διαφορετική γωνία, κάθετα πια, πέφτει πάνω στα πράγματα διώχνοντας τις σκιές. Προηγουμένως το φως δεν τα είχε αποκαλύψει όλα. Τα πράγματα αποκαλύπτονται πλέον ολόγυμνα χωρίς να μπορούν να κρατήσουν προστατευμένο στη σκιά το μισό εαυτό τους. Είναι πλέον απροστάτευτα μπροστά μου, στο έλεός μου, στην περιέργειά μου, σε κάθε διάθεσή μου να τα αγκαλιάσει μαλακά ή να τα αρπάξει βίαια και αποφασιστικά, να τα εξουσιάσει, να νιώσει ότι έχει τον έλεγχο πάνω τους, ότι μπορεί να επηρεάσει την πορεία τους, ότι δεν είναι ένας ξένος κι αδιάφορος, αλλά υπάρχει ένας στενός σύνδεσμος μεταξύ τους, του οποίου η ταυτότητα παραμένει ακόμα απροσδιόριστη.

Πριν το φως αρχίσει να λιγοστεύει και να δημιουργεί και πάλι σκιές, πριν αρχίσει να παραμορφώνει την πλευρά που είδα, πρέπει να το αξιοποιήσω. Πάντα μ’ άρεσε να κοιτάζω κατάματα το φως . Ήθελα να κλέψω κάτι από τη λάμψη του, μα κυρίως ήθελα να μάθω την πηγή και τα μυστικά του, να το κοιτάξω κατάματα, κόντρα, ακόμα κι αν διαπίστωνα ότι αυτό μου στερούσε τη διαύγεια της όρασης κι ίσως έβλαπτε, αν γινόταν κατ’ εξακολούθησιν, την ίδια την όραση. Μήπως πρέπει ν’ αλλάξω μέθοδο; Να βλέπω καθαρά τα πράγματα, όπως φωτίζονται από το φως, βρισκόμενη πίσω από τα πράγματα, για να μην αλλοιώνει η σκιά μου την καθαρότητα της μορφής τους; Αυτό βέβαια σημαίνει ότι πρέπει διαρκώς να μετακινούμαι και ν’ αλλάζω οπτική γωνία προσαρμοζόμενη στη γραμμή του φωτός.

Οι ματιές μου αρχίζουν να μου προκαλούν ζάλη. Δεν είναι εύκολο να αποθηκεύσεις στη μνήμη σου τόσο δυνατές εικόνες, που καθεμιά τους σε αφήνει ξέπνοο με την αγριάδα της ομορφιάς της, τον πρωτογονισμό, αλλά και την καθαρότητα και την παρθενικότητά της. Ο τόπος απομακρυσμένος από τους ανθρώπους έχει διασώσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό την ιδιαιτερότητα της φυσιογνωμίας του.

Ο άνεμος κινδυνεύει να με παρασύρει. Έχει πάψει πια να χαϊδεύει. Έχει αγριέψει άραγε από την ανθρώπινη παρουσία που διασαλεύει την ησυχία του, την αυθεντικότητά της ύπαρξής του; Ας μετακινηθώ και πάλι. Εμπιστεύομαι ένα ψηλό βράχο μπροστά μου σαν τείχος ότι δε θα αφήσει το σώμα μου να ριχτεί στο κενό και αφήνομαι να ακουμπήσω με την πλάτη σ’ ένα άλλο βράχο. Το σώμα μου ίσα ίσα που χωρά ανάμεσά τους. Μόνο το κεφάλι μου προεξέχει από τον ορίζοντα του πρώτου βράχου. Αυτή η στάση που το σώμα μου αφήνεται να ενωθεί με τους βράχους μου παρέχει μια κάποια ασφάλεια για να μείνω σαν πολιορκούμενη από το κενό και τον ορίζοντα. Στο βράχο που ακουμπά η πλάτη μου έρπει ένας μικρός θάμνος. Είναι τόσο μικρός που ίσα ίσα καλύπτει με το φτενό του φύλλωμα σα χαλί τα κενά που δημιουργήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου από τη διάβρωση. Επιβίωση όπως όπως, με όποιους όρους.

Τοποθετώ προσεκτικά το πόδι μου στα κενά των βράχων. Δε θέλω η μικρή μου περιπέτεια να καταντήσει μια μεγάλη οδυνηρή περιπέτεια. Επιλέγω βράχους με ιδιάζον σχήμα σε θέση προεξέχουσα να μοιραστώ καθισμένη πάνω της τη θέα που κι εκείνη αιώνια απολαμβάνει, που ο βίαιος άνεμος, η καταιγιστική βροχή και τα παγωμένα χιόνια δεν έχουν καταφέρει να φθείρουν αρκετά. Έχει βρει τον τρόπο της να επιβιώνει. Αξίζει το σεβασμό μου. Κι αμέσως μετά τη ντροπή μου. Με τρόμο σηκώνομαι από πάνω της. Νιώθω σα να έχω κάνει βεβήλωση, ιεροσυλία.

Στέκομαι παραπέρα καθώς δεξιά μου προς την ανατολή περιμένουν να φωτογραφηθούν πεζούλες: κάποτε τον καιρό μεγαλύτερης φτώχειας θα δέχονταν τον ιδρώτα του ανθρώπινου μόχθου. Η πρώτη στο βάθος σχεδόν κυκλικού σχήματος ίσως να ήταν αλώνι, ίσως η ορχήστρα ενός θεάτρου για πανάρχαιες τελετουργίες.

Προχωρώ όλο και περισσότερο. Πού θέλω να φτάσω; Καταλήγω σε ένα σημείο σε περίοπτη θέση. Είμαι τυχερή που η τύχη μου επιφύλαξε συνθήκες μεγάλης ορατότητας, ώστε να διακρίνω πέρα από τη Ντία και δυτικά μέχρι τη Ροδιά. Από τη μια πλευρά ο χώρος των ανθρώπινων δυνατοτήτων και έργων: η γη της επαγγελίας του λασιθιώτικου κάμπου. Από την άλλη χάσκει κάτω από τα πόδια σου το κενό της πτώσης που σε τραβά σα μαγνήτης. Το αεράκι που ολοένα δυναμώνει σε ωθεί ν’ αφήσεις την επαφή σου με το έδαφος και ν’ απογειωθείς προς τον άγνωστο χώρο του άλλου χάους που υψώνεται πάνω σου. Ανάμεσα σε δυο κενά, με την εποπτεία του επίγειου, ατενίζω το τρίτο κενό της θάλασσας, που σε περίπτωση περιορισμένης ορατότητας τα όριά της σβήνουν και συγχέονται με του ουρανού.

Αναρωτιέμαι πώς ο μινωίτης πιστός βίωνε τη λατρεία της Μεγάλης Μητέρας σε ανάλογο κλιματολογικό περιβάλλον. Η ανάβαση των μινωιτών στο σημείο που τους επέτρεπε να προσεγγίσουν πληρέστερα το χώρο, του οποίου ένιωθαν ότι αποτελούν μικρές μονάδες, τους οδήγησε στην κατάκτηση μιας ισορροπίας και αρμονίας που κερδίζεται με απλό και φυσικό τρόπο, που προσφέρει χαρά, όπως φαίνεται από τα χρώματα και τις μορφές μέσα στη μινωική τέχνη. Έρχεται να ευχαριστήσει τους θεούς αναγνωρίζοντας ότι σ’ αυτούς οφείλει τα αγαθά της γης και της ίδιας της ζωής. Ατενίζοντας αφ’ υψηλού σε περίπτωση καθαρότητας της ατμόσφαιρας αποκτούσε μια ευρεία και σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων που οφείλεται στο μακρινό πλάνο. Μπροστά η θάλασσα που θυμίζει πως κυκλώνει το νησί και πίσω ο λασιθιώτικος κάμπος με το σχεδόν κυκλικό του σχήμα ζαλίζει με την έννοια του κύκλου. Χαιρόμενος την ομορφιά της ζωής αισθάνεται ικανοποίηση και αυτοπεποίθηση για τη δική του μικρή, αλλά ουσιώδη συμβολή και ενισχύει την αυτοπεποίθηση και την ελπίδα του βλέποντας τη γη ετήσια να ανθίζει και να καρπίζει για χάρη του. Η ομαδική ανάβαση και λατρεία αναδεικνύει το πνεύμα συναδέλφωσης και συνεργασίας τόσο στη δύσκολη πορεία όσο και στη μετοχή και κοινωνία της ομορφιάς που απολαμβάνουν. Σε μια αγαστή συνεργασία με το περιβάλλον και τους υπόλοιπους ενοικούντες σ’ αυτό ο μινωίτης συνειδητοποιεί ότι οι άνθρωποι δεν αποτελούν εχθρό ο ένας για τον άλλο, αλλά βοηθό απέναντι στον κοινό στόχο που είναι το άγνωστο. Θέλουν να μοιραστούν τα συναισθήματα και τις εμπειρίες

Από την άλλη συνειδητοποιώντας τη φθαρτότητα , ακροβατώντας ανάμεσα στην ασφάλεια και στην ανασφάλεια, τη σωτηρία και την απώλεια, τη ζωή και το θάνατο περιορίζοντας την έπαρση και αλαζονεία του συνειδητοποιεί τα όρια του και συσχετίζοντάς τα με εκείνα της φύσης θέτοντας τη ζωή του στα όρια της χρυσής ισορροπίας του μέτρου. Προσπαθώ να φανταστώ το τοπίο σε κατάσταση νεφελώδη ή ομιχλώδη, που είναι η συνηθέστερη ακόμα και πολλές ημέρες του καλοκαιριού. Καθώς , όπως λένε οι επιστήμονες, οι κλιματολογικές συνθήκες δεν αλλάζουν ριζικά στο πέρασμα 3-4 χιλιετιών, προσπαθώ να μεταφερθώ πίσω στο χρόνο. Το μάτι μετεωριζόμενο στο γαλακτώδες τοπίο, όπου χάνονται τα σύνορα του ουρανού και γης, αγωνίζεται να διαπεράσει το λευκό χάος της ομίχλης αναζητώντας διέξοδο στο φως. Πολύ μακρύτερα από τους ανθρώπους, πιο κοντά στον αέρα παρά στη γη και στους ανθρώπους, χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα διεκδικώντας μέσα από τη φυγή από την πραγματικότητα το δρόμο που οδηγεί στη γνώση.

Όταν στο πρόσωπό του αισθανόταν το υγρό άγγιγμα της ομίχλης ή το απαλό χάδι και άλλοτε το άγριο χτύπημα του αέρα, ένιωθε άραγε ότι ήταν έρμαιο των φυσικών δυνάμεων, ένιωθε το φόβο του για το άγνωστο να υποχωρεί στην προσδοκία της λατρείας της θεότητας ή δεν μπορούσε να τιθασεύσει τους χτύπους της καρδιάς του; Κι όταν η ομίχλη σερνόταν στο έδαφος συνιστώντας κατάσταση «ορατότητας μηδέν» περνώντας κύματα κύματα ανάμεσα από τους ανθρώπους, διαπερνώντας τα σώματα των πιστών, μουσκεύοντας τα πάντα (ανθρώπους ,ζώα, κτίρια) με ρυθμό βιαστικό, εξαφανιζόμενη τόσο γρήγορα όσο βιαστικά ήρθε, αφήνοντας τη ζωογόνο δροσιά της ή οδηγώντας στα τυφλά τα βήματά τους ν’ απέχουν χιλιοστά από το κενό, με την αδρεναλίνη να εκτοξεύει την ένταση στα ύψη και να οδηγεί στην έκσταση βγάζοντάς τον έξω από τα όρια του υλικού εαυτού του , αφού προηγουμένως έχει βουτήξει στο απόλυτο κενό του φόβου, του κενού και του απείρου, αποτίνασσε από πάνω του το δέρμα του φιδιού, μένοντας αναγεννημένος, αναπλασμένος, έτοιμος να συνεχίσει ή να ξαναρχίσει τη ζωή του από την αρχή. Φόβος. Βύθιση. Ανάταση. Έκσταση. Λύτρωση. Κάθαρση.

Σίγουρα είχε προλάβει να τοποθετηθεί στα όρια του. Η θέση του εξουσιαστή, του ισχυρού δεν του ανήκε. Συνειδητοποιούσε την αδυναμία και τη μικρότητα που χαρακτηρίζει τόσο τον άνθρωπο, όσο και τα άλλα όντα της φύσης. Αν ήθελε να ισορροπήσει, θα έπρεπε να αποδεχτεί αυτό το ρόλο ισοτιμίας, συνεργασίας και συμπόρευσης.

Πριν πάρει το δόμο της επιστροφής, τα πνευμόνια του είχαν φουσκώσει όχι μόνο από τον καθαρό αέρα, το δεδομένο που είχε σεβαστεί και δεν είχαν φθείρει όπως ο σύγχρονος άνθρωπος, αλλά κυρίως από μια αίσθηση πληρότητας που προέκυπτε από τη συνειδητοποίησης της αρμονίας και ισορροπίας με τη φύση, που τους επέτρεπε να συνεχίσουν τη ζωή τους, αναγεννημένοι, αναπλασμένοι, έτοιμοι να συνεχίσουν ή να ξαναρχίσουν τη ζωή τους από την αρχή απολαμβάνοντας κάθε στιγμή τους, σίγουροι ότι μέχρι την επόμενη ανάβαση η προσμονή της κορυφής που θα τους περιμένει πάντα εκεί θα γεμίζει την ψυχή τους με υψηλές προσδοκίες συνταύτισης με το περιβάλλον και το θεό, που στην συνείδησή τους ταυτίζονταν.

Σήμερα μετά από τόσα χρόνια, όταν ο άνθρωπος έχει φτάσει πολύ ψηλότερα, όταν έχει κατακτήσει και την ψηλότερη κορυφή της γης , εκείνη των Ιμαλάϊων 8.688 μ., και προχωρώντας ακόμα ψηλότερα , ξεφεύγοντας από τα νενομισμένα όρια της γνώσης του, καταρρίπτοντας ή υπερνικώντας τους φυσικούς νόμους (βαρύτητα) πώς αισθάνεται; Συνειδητοποιεί ότι κάποιοι άλλοι, κι αυτοί πολύ λίγοι είναι που πάτησαν στο φεγγάρι και όχι ο ίδιος , έστω κι αν το φαντάστηκε, αλλά περιορισμένος στον τεχνητό χώρο που του στενεύει τους ορίζοντες , τις διαδρομές του σώματος και της σκέψης, συνειδητοποιεί ότι έχει φτάσει πολύ χαμηλότερα, όπου τα πόδια του με δυσκολία τον ανεβάζουν σ’ αυτές τις χαμηλές κορυφές, που ουσιαστικά τώρα πια διαφεντεύουν και τις απολαμβάνουν μόνο τα κατσίκια και τα όρνια, και όχι εκείνος ο μεγάλος και ισχυρός. Σήμερα διαπιστώνουμε τα σημάδια της ληστρικής επιδρομής που άφησε άνθρωπος συλώντας ακόμα και τους τάφους ανθρώπων που έφτασαν τόσο ψηλά για να αναφωνήσουν αυθόρμητα «Θεέ μου». Γιατί ο άνθρωπος θέλει να γκρεμίσει αυτό που οι άλλοι χτίζουν; Γιατί δε σέβεται ούτε τον ύπνο των νεκρών; Γιατί είναι τόσο απελπισμένα προσκολλημένος στην ύλη κοιτάζοντάς την από τόσο κοντά που του κρύβει τον ορίζοντα, επιτρέποντάς του να βλέπει μόνο τον εαυτό του; Συνειδητοποιεί ότι η λογική δεν είναι αποτελεσματικό μέσο ή η αξιοποίησή του δεν έγινε με τον πιο εποικοδομητικό τρόπο, όταν κατώτερα πλάσματα χαίρονται περισσότερα απ’ αυτόν. Οι μόνοι που μπορούν άφοβα να χαίρονται τη θέα είναι τα ζώα. Τα κατσίκια έχουν ανοίξει τα δικά τους μονοπάτια. Αφήνουν το στίγμα τους φροντίζοντας στη διαιώνιση του κύκλου της γονιμότητα ς της γης. Ακούω και το φτεροκόπημα των πουλιών στον αέρα. Τα όρνια απλά κυνηγούν το θήραμά τους εποπτεύοντας από ψηλά ή αφήνονται στα εναέρια ρεύματα ζώντας αυτά μόνο την ουσία και το θαύμα της φύσης.

Το μέτρο της λογικής σε κρατά εντός κύκλου και τροχιάς, αλλά για να γνωρίσεις άγνωστους πλανήτες, θα πρέπει να ξεφύγεις από την πεπατημένη τροχιά και να ορίσεις δική σου. Χωρίς βαρύτητα να σε συγκρατεί κινδυνεύεις να χαθείς, ελπίζεις όμως να κάνεις αυτό το βήμα που θα σε φέρει πιο κοντά στο άγνωστο, που θα κάνει το άγνωστο λιγότερο άγνωστο. Χρειάζεται όμως να έχεις μια σταθερή βάση, αυτή που δεν έχασαν ποτέ οι μινωίτες: πατώντας γερά τα πόδια τους στη γη, ακόμα κι όταν κινδύνευαν να χάσουν την ισορροπία τους από τους πειρασμούς της εξωτερικής ή της εσωτερικής τους φύσης, έβρισκαν πάντα την απάντηση που τους επανέφερε εντός τροχιάς.

Άραγε έχει μεγαλύτερη αξία το βίωμα ή η συνειδητοποίησή του; Υποθέτω ότι οι μινωίτες είχαν κερδίσει και τα δύο. Το βίωμα αποτελεί βέβαια την προϋπόθεση της συνειδητοποίησης , το εμπειρικό υλικό αποτελεί τη βάση που επεξεργάζεται η νόηση, σύμφωνα με τον Καντ. Φυσικά το ερώτημα, όπως και τόσα άλλα , θα μείνει αναπάντητο. Βασανιζόμενη και δοκιμαζόμενη στο χώρο της φιλοσοφίας αρκετά χρόνια έχω καταλάβει ότι μόνο προσωπικές υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε και, στην καλύτερη περίπτωση, να ανταλλάσσουμε τις υποθετικές μας εκτιμήσεις, ίσως όχι για να βρούμε μια απάντηση, που πολύ φοβάμαι ότι διαρκώς ξεγλιστρά από τα χέρια μας, και να κάνουμε κάτι άλλο: να απλώσουμε το χέρι στο συνοδοιπόρο, να σφίξουμε το δικό του για να μοιραστούμε την αγωνία του αγνώστου που μερικές στιγμές πάει να γίνει αβάστακτη.

« Παλιότερα άρθρα


Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων