λογοτεχνικά


>Οδυσσέας και Ναυσικά

Απρ 20107

>
Οι τρεις γυναίκες- πειρασμοί κατά την επιστροφή του Οδυσσέα αντιστοιχούν στις ισάριθμες δοκιμασίες στις οποίες υπόκειται ένας δόκιμος προτού τις διεκπεραιώσει με επιτυχία για να πάρει το χρίσμα του ήρωα φθάνοντας στο σκοπό του. Τρεις γυναίκες που εκπροσωπούν διαφορετικά οφέλη και ιδανικά. Χρονικά ο Οδυσσέας συνάντησε πρώτη τη μάγισσα Κίρκη, στο παλάτι της οποίας έμεινε ένα χρόνο, έως ότου οι σύντροφοί του κουρασμένοι από την ανία της απραξίας τον παρακίνησαν να αποχωρήσουν, με αποτέλεσμα να κάνει το χρήσιμο, αλλά φρικιαστικό, ταξίδι στον Άδη.

Μένει μετέωρο το ερώτημα αν ο Οδυσσέας θα έμενε και πόσο κοντά στην Κίρκη χωρίς την υποκίνηση των συντρόφων. Η αναζήτηση της περιπέτειας που πολλές φορές τον έβαλε σε μπελάδες, όπως ο ίδιος ομολογεί αναφερόμενος στους Κύκλωπες, θα έφτανε άραγε στον κορεσμό, όπως συνέβη αργότερα με τη νύμφη Καλυψώ;

Εκεί τον οδήγησε η ανάγκη, όταν ο Ήλιος τον άφησε μόνο χωρίς συντρόφους συντρίβοντας τα πλοία του μετά από επίκληση στο Δία, τιμωρώντας τους για τα βόδια που του έφαγαν στη Θρινακία, παρά τις συστάσεις του Τειρεσία.

Μια θεά του προσέφερε την αθανασία ( τι περισσότερο να ζητήσει ένας άνθρωπος από τη ζωή του από το καθ΄ ομοίωσιν, έστω και προ Χριστού) εφόσον αρκετοί ήρωες είχαν αξιωθεί να κερδίσουν μια θέση στον Όλυμπο. Το μεγάλο στοίχημα του ανθρώπου είναι η υπέρβαση της μεγάλης αδυναμίας της θνητότητας και είναι χαρακτηριστική η διακριτική απ ό,τι στους θεούς αναφορά του ποιητή στους ανθρώπους με τα επίθετα θνητός και βροτός.

Τι περίμενε άραγε να βρει ο Οδυσσέας επιστρέφοντας στην Ιθάκη; Έχουν περάσει χρόνια πολλά, τουλάχιστον εφτά στο νησί της Καλυψώς, από τότε που ο κατεξοχήν ήρωας της Οδύσσειας πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα του από τον ψυχή του μάντη Τειρεσία. Η επιθυμία της επιστροφής αιτιολογείται ως ανία συμβίωσης πλέον με τη θεά και όχι ως βιασύνη και υπερβάλλων ζήλος επιστροφής. Στο πλαίσιο της Οδύσσειας, όπου η λέξη λειτουργεί με τη σημασία που της προσέδωσε ο ήρωας με τον περιπετειώδη τρόπο ζωής του, έχουμε μια πρόχειρη εξήγηση. Βέβαια το ποιητικό παιχνίδι της ύπνωσης και της εγρήγορσης, της απραξίας και της αφύπνισης, εξυπηρετούν τους μηχανισμούς της πλοκής του ποιητή. Αξίζει πάντως να ελέγξουμε πώς ο ήρωας, που έχει θέσει στην ανώτερη κλίμακα των αξιών του την πατρίδα με ό,τι αυτή περιλαμβάνει (οικογένεια, παλάτι-εξουσία, περιουσία, χωρίς βέβαια τίποτε απ’ αυτά να είναι διασφαλισμένο), στην ομιλητική του συνεύρεση με την Πηνελόπη δε διστάζει να αναφερθεί στην επτάχρονη διαμονή και παραμονή του στην Καλυψώ, ως κατάσταση παρά τη θέλησή του ή ως αναγκαιότητα που έπρεπε να αποδεχτεί προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του. Ο ήρωας ενεργώντας καίρια και σκόπιμα με υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, αλλά και καρπωνόμενος τα οφέλη, υλικά και πνευματικά, ενός ταξιδιού, κατόρθωσε τελικά, σε αντίθεση προς τους νήπιους συντρόφους του, να επιστρέψει στην Ιθάκη του.

Το μεγάλο ερώτημα προκύπτει από την τρίτη και δυσκολότερη, σύμφωνα με το νόμο των τριών, δοκιμασία που αναφέρεται σε εμπόδιο γένους θηλυκού και ακούσει στο όνομα Ναυσικά.

Έχοντας φτάσει στα όρια της σωματικής του αντοχής, εξαρτώντας κυριολεκτικά τη ζωή του από αυτήν, εκείνος ο μεγάλος σοφός, χάρη στην εξυπνάδα του οποίου μια απόρθητη για δέκα έτη πόλη υπέκυψε χάρη στην οξύνοιά του βρίσκεται τώρα τρωτός μπροστά σε μια θνητή γυναίκα, και μάλιστα παιδούλα. Είναι η ανάγκη που δίνει δύναμη στον άνθρωπο να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του, πρέπει να το παραδεχτούμε, αλλά πέρα από την ανάγκη και την πονηριά ή έστω τη διπλωματικότητα που επιστρατεύει ο καταπτοημένος ήρωας που ποτέ δε χάνει τη νοητική και πνευματική του διαύγεια, μήπως ήρθε η ώρα να δοκιμάσει και ο ίδιος τα δικά του όρια αντοχής στο όνομα ενός πειρασμού που υπακούει στο όνομα έρωτας;

Τα λόγια
Ο Οδυσσέας
θάρρος της έβαλ’ η θεά, και πήρε της το φόβο.
Αγνάντια στάθη ασάλευτη· κι εκείνος διαλογιόταν,
ν’ αγγίξη της τα γόνατα της νέας και να προσπέση,
για από μακρόθε με γλυκά να τη ρωτήξη λόγια
που πέφτει η χώρα, και σκουτιά συνάμα να γυρέψη.

καλότυχα τ’ αδέρφια σου, που πάντα στην ψυχή τους
περίσσιας γίνεσαι αφορμή χαράς, και καμαρώνουν
τέτοιο βλαστάρι σα θωρούν μες στους χορούς να μπαίνη.
Μα ακόμα πιο καλότυχος απ’ όλους είν’ εκείνος,
που βγή στα δώρα νικητής, και ταίρι του σε πάρη.

Τί σαν κι εσένα άλλο θνητό τα μάτια μου δεν είδαν,
άντρα ή γυναίκα· θαμασμός με πιάνει σαν θωρώ σε.
Τέτοια στη Δήλο, στο βωμό του Απόλλωνα το πλάγι,
νιοβλάσταρη είδα φοινικιά κάποτε να φουντώνη·

Και καθώς τότες σάστισα τη φοινικιά σαν είδα,
τί τέτοιο από τη γής δεντρί ποτές δε βλάστησε άλλο,
τώρα μ’ εσένα, ώ κορασιά, θαμάζω και σαστίζω,
κι όσο άν πονώ, τα γόνατα φοβάμαι να σου αγγίξω.

Η Ναυσικά
Μακάρι τέτοιος να ‘βγαινε κι ο άντρας ο δικός μου
και να ‘στεργε στον τόπο αυτό μ’ εμάς να λημεριάζη

Ποιός είν’ αυτός που ακολουθάει τη Ναυσικά ο ξένος,
ο ώριος κι ο τρανός; και που τον βρήκε; δίχως άλλο
τον παίρνει· ή πρέπει να ‘πεσε με πλοίο, ή ξωμερίτης
και τόνε δέχτηκε, τί αυτός της γειτονιάς δεν είναι·

Ο ποιητής
Και ως έφτασε στα ξακουστά παλάτια του γονιού της,
στα ξώθυρα σταμάτησε, κι οι θεόμοιαστοι αδερφοί της,
5 ζυγώσανε και στάθηκαν και ξέζεψαν τα ζώα,
και τα καθάρια φέρανε φορέματα στον πύργο.
Πέρασε τότε η Ναυσικά στο θάλαμο της ίσια,
όπου η γριά Ευρυμέδουσα καλή φωτιά άναβέ της,

Ο Αλκίνοος
Μακάρι ο Δίας κι η Αθηνά κι ο Απόλλωνας να δώσουν
σαν τέτοιος που ‘σαι στη μορφή, κι ομόγνωμος μ’ εμένα,
να πάρής και την κόρη μου και να λεχτής γαμπρός μου
κι εδώ να ζής· θα σου ‘δινα και χρήματα και σπίτι,
315 άν έμνησκες αυτόθελα· μα άν όχι, δε σε βιάζει
κανένας απ’ τους Φαίακες· να μην το δώση ο Δίας.

Ναυσικά
Κι η Ναυσικά με κάλλη θεοσταλμένα,
κοντά στης καλοκάμωτης σκεπής το στύλο στάθη,
και θάμαζε κατάματα τον Οδυσσέα τηρώντας,
460 και με δυό λόγια φτερωτά του λάλησε και του είπε·
«Γειά σου, χαρά σου, ξένε μου, και σα βρεθής στη γής σου
να με θυμάσαι, που τη ζωή χρωστάς σ’ εμένα πρώτη.»

Ο Οδυσσέας
Και γύρισε ο τετράξυπνος Δυσσέας και της είπε·
«Ώ Ναυσικά, του αντρόψυχου του Αλκίνου θυγατέρα,

465 να δώση ο Δίας ο βροντηχτής, ο σύγκλινος της Ήρας,
στη γής μου νά ‘ρθω, να χαρώ του γυρισμού τη μέρα,
και τότε ολοχρονίς εγώ σα θεά θα σε δοξάζω,
που αλήθεια εσύ, παρθένα μου, τη ζωή μού ‘χεις σωσμένη.»

Έχει προηγηθεί το τραγούδι του Δημόδοκου για την απιστία της Αφροδίτης με τον Άρη, που τους συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω απατημένος σύζυγος Ήφαιστος. Ένας υπαινιγμός άραγε σε ένα αδίκημα που θα μπορούσε να κάνει ο Οδυσσέας;

και λέει του Ερμή ο Απόλλωνας, του Δία ο γιός, ο ρήγας.
335 «Ώ γιέ του Δία, μηνυτή και πλουτοδότη Ερμή μου,
σε τέτοια δίχτυα δυνατά δε θά ‘στεργες να πέσης,
αν είχες την ωριόχρυση Αφροδίτη στο πλευρό σου;»

Κι ο μηνυτής ο Αργοφονιάς, απολογήθη κι είπε·
«Δοξαριστή μου Απολλωνα, μακάρι να γινόταν.

340 Τρείς φορές τόσα ας μού ‘ριχταν δεσμά γύρω τριγύρω,
κι ας με κοιτάζατε οι θεοί κι οι θεές μαζί σας όλες,
σώνει με την πανώρια εγώ να πλάγιαζα Αφροδίτη.»

Είπε, κι οι αθάνατοι θεοί ξεσπάσανε στα γέλια.

Όσο κι αν ψάξει κανείς προσεκτικά τη διήγηση του Οδυσσέα στην Πηνελόπη, θα βρει αναφορές σε όλους τους σταθμούς και τους ανθρώπους που αποδείχτηκαν σημαντικοί για το νόστο του, το όνομα της Ναυσικάς όμως, παρά την υπόσχεσή του δεν αναφέρεται πουθενά. Τόσο γρήγορα ξεχάστηκε η βοήθεια που του προσέφερε από ένα ήρωα αγνώμονα, ή πρόκειται για μια εσκεμμένη απόκρυψη εκ μέρους του ήρωα που έχει αφήσει αδιευκρίνιστα τα συναισθήματά του ή τα αφήνει αιωρούμενα;

Σε ένα γραμματειακό είδος όπως το ηρωικό έπος ο στόχος επικεντρώνεται στο στόχο που επιτεύχθη. Θα ήταν πρόωρο ίσως να κάνουμε λόγο για συναισθηματική ανάλυση, όταν αυτή αποκαλύπτεται πρώτη φορά στη λυρική ποίηση, με την αφύπνιση της προσωπικότητας. Θα ήταν παρακινδυνευμένο άραγε να αναρωτιόμαστε αν στη «σχέση» Οδυσσέα -Ναυσικάς ο ποιητής έθεσε πρόδρομα τις βάσεις μιας λυρικής παρουσίασης, μέσω μιας συναισθηματικής ενδοσκόπησης που λειτουργεί ακόμα ως ύφαλος, δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί, πάρει μορφή, οριστικοποιηθεί, εκφραστεί, μιας και αντίκειται στο λόγο. Όταν μάλιστα ο ίδιος ο λόγος ως λογική αρχίζει δειλά να ξεπροβάλλει μέσα από το μύθο, πως θα μπορούσε να μιλήσει για έρωτα, ο οποίος βρίσκεται σε μια περίεργη σχέση με το λόγο; Η αγάπη εκδηλώνεται χωρίς σωματικές διαχυτικότητες και στην περίπτωση της πλέον στέρεης συζυγίας, Έκτορα -Ανδρομάχης, αλλά και στο παιχνίδι που αναβιώνει ανάμεσα στην Πηνελόπη και τον Οδυσσέα με άξονα τη συζυγική κλίνη, που πρέπει ο ήρωας να αποδείξει ότι είναι γνώστης και επομένως δίκαιος κάτοχός της.

Η φιλία ανάμεσα σε αντίθετα φύλα είναι αγαπητική και σχεδόν ερωτική, αν δούμε τη σχέση Αθηνάς Οδυσσέα, τουλάχιστον στη συνάντησή τους, όταν ο ήρωας φτάνει επιτέλους στην πατρική του γη.

Η αγάπη όμως ως έρωτας και μάλιστα ανέκφραστος ή ανανταπόδοτος είναι η μοναδική φορά που παρουσιάζεται στον Όμηρο. Αυτή τη διάθεση διέκριναν ή φαντάστηκαν και ο Γ. Ρίτσος και ο Κ. Καρτελιάς στα ποιήματα που ακολουθούν.

Γ. Ρίτσου, Ναυσικά
Σβήσε το λύχνο, γριά Ευρυμέδουσα, τι κάνεις τόσην ώρα;
Μήτε πεινάω, σου λέω, μήτε νυστάζω. Το μόνο που θέλω
Είναι να κλείσω τα μάτια μου. Ρίξε μου μια κουβέρτα ακόμα.
Και τι που κάνει ζέστη; Εγώ κρυώνω. Ολόγυμνο τον είδα, νένα,
Δίπλα στα σκοίνα, κι είχε φύκια στα μαλλιά του. Άλλο δε θέλω
Μονάχα να του βγάλω ένα προς ένα τα μικρά χαλίκια
που ‘χαν κολλήσει στις γυμνές πατούσες του και να του βάλω
Ετούτο το λουλούδι, που κρατώ στον κόρφο μου, στα δυο του δάχτυλα
Κει που χωρίζουν από το λουρί του σάνταλου. Τώρα,
κοιμάται δίπλα, σκεπασμένος με τα κόκκινα σκουτιά μου.

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Τραγούδι: Φαραντούρη,
Στίχοι: Κώστας Καρτελιάς
http://www.youtube.com/watch?v=Ba_v5Ixf1Tg

Για τη Ναυσικά
Αυτά που σου ‘κλεψα τα έκρυψα καλά
μες στου μυαλού μου τις σπηλιές
μες στην καρδιά μου
να χει η ψυχή μου ηδονικά μυρωδικά
και να μυρίζουν το όνομά σου τα όνειρα μου
Έχουν τα όνειρα αρώματα που λες
θα γίνω κλέφτης να τους κλέβω μυρωδιές
Έχουν τα όνειρα αρώματα που λες
θα γίνω κλέφτης να τους κλέβω μυρωδιές
Στον εραστή μην κλάψεις, μην ταπεινωθείς
από το ληστή δεν παίρνεις πίσω τα φιλιά σου
κράτα μονάχα να θυμάσαι τη στιγμή
που του χες πει «ό,τι κι αν έχω είναι δικά σου»
κράτα μονάχα να θυμάσαι τη στιγμή
που του χες πει «ό,τι κι αν έχω είναι δικά σου»

Αν από την πλευρά της Ναυσικάς μπορούμε να εντοπίσουμε αυτή την ερωτική ατμόσφαιρα στο Ομηρικό ποίημα, μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον Οδυσσέα;

Τα μόνα στοιχεία που τον σχετίζουν με την κοπέλα και μπορούν να δώσουν απάντηση στις απορίες μας είναι ο ικετευτικός λόγος που της απευθύνει.

ΙΚΕΣΙΑ
Ορισμός: Είναι η επίκληση ανθρώπου προς άνθρωπο ή θεό να πραγματοποιήσει μια συγκεκριμένη επιθυμία. Ο ικέτης παρακαλεί άμεσα ή έμμεσα τον άνθρωπο από τον οποίο εξαρτάται η ζωή του να τον βοηθήσει να διατηρηθεί στη ζωή, να αποφύγει το θάνατο.

Τυπικό σχήμα τις ικεσίας :

α. σωματικές εκφράσεις
¨ γονάτισμα του ικέτη και άγγιγμα των γονάτων του ικετευόμενου και τις γενειάδας του, αν πρόκειται για άνδρα,
¨ προσφορά δώρων και υπόσχεση μελλοντικών.

Β. λεκτικό σχήμα
¨ επίκληση
¨ χαρακτηριστικά επίθετα – αρμοδιότητες του προσώπου
¨ υπενθύμιση παλαιότερων προσφορών του ικέτη
¨ αίτημα

Το τυπικό αυτό σχήμα δεν τηρείται πάντοτε και η παράβασή του εξυπηρετεί κάθε φορά το σκοπό του ποιητή που ξέρει να ποικίλει για να αποφεύγει τη μονοτονία τις επανάληψης.

· H ικεσία παρουσιάζεται θεοποιημένη στην Ιλιάδα: εκπροσωπείται από τις Παράκλησες(«Λιταί») και η προσβολή τις (= η άρνηση του ικέτη) επιφέρει τιμωρία στον άνθρωπο που δε σέβεται τη θεϊκή τις υπόσταση.

Την ιστορία τις τη μαθαίνουμε από το Φοίνικα στη Ραψ. Ι στ 502-512 :
« Γιατί ΄ναι κόρες κι οι Παράκλησες του Δία του τρισμεγάλου
κουτσές, με αλλήθωρα τα μάτια τις, με μούτρα ζαρωμένα,
και πολεμούν να φτάσουν τρέχοντας ξοπίσω από την Τύφλα.
Μα η Τύφλα, δυνατή, με ολόγερα ποδάρια, τρέχει απ’ τις
πολύ πιο μπρος στη γης αλάκερη, και τις θνητούς προφταίνει
κακό να κάνει, κι οι Παράκλησες ξοπίσω τις γιατρεύουν.
Κι όποιος του Δία τις κόρες σέβεται, μπροστά του ως καταφθάνουν,
έχει απ’ αυτές μεγάλο τις’ όφελος κι ακούνε τις ευχές του.
Μα ο που τις διώξει πεισματώνοντας και τις παραψηφήσει,
πάνε στο γιο του Κρόνου τρέχοντας στο Δία, παρακαλώντας
τη συφορά να στείλει πίσω του, να πάθει, να πλερώσει.»

Μετάφραση Ι.Θ. Κακριδή –Ν. Καζαντζάκη.

Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι τα τόσο κολακευτικά λόγια που απευθύνει ο Οδυσσέας του οποίου η ζωή εξαρτάται από τη νεαρή κοπέλα εκφράζονται στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να επιτύχει το σκοπό της ικεσίας και κρύβουν μεγάλο βαθμό υπερβολής αποσκοπώντας να τη συγκινήσει με μια ρητορική κίνηση captatio benevolentiae (σύλληψη της ευνοίας), δηλαδή για να τον πάρει από καλό μάτι η κοπέλα, να τη συγκινήσει και επομένως να προβεί στις ανάλογες ενέργειες για τη διάσωσή του: παροχή τροφής και ένδυσης αρχικά και στη συνέχεια γνωριμία με πρόσωπα που θα αναλάβουν τη μεταφορά του στην πατρίδα του.

Καταρχήν βέβαια επιχειρεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον της, αν και η σκηνική του παρουσία είναι αρκετή, για τα σύγχρονα δεδομένα, όχι όμως της εποχής εκείνης, γι’ αυτό κρίθηκε απαραίτητη η μεσολάβηση τη Αθηνάς. Και πάλι όμως τα πρώτα λόγια που απευθύνει ο ταλαιπωρημένος ξένος στη βασιλοπούλα αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές της ανθρωπιάς και της καλής ανατροφής της, εφ’ όσον φαίνεται άνθρωπος που έχει και αναγνωρίζει έναν κώδικα ηθικής, στον οποίο η ίδια, αλλά και η κοινωνία της αποδίδει εξαιρετική σημασία.

«Προσπέφτω σου, ώ βασίλισσα, θνητή για αθάνατη είσαι·

άν είσαι απ’ τις αθάνατες που κατοικούν τα ουράνια,
παρόμοια με την Άρτεμη, του μέγα Δία την κόρη,
στην όψη και στ’ ανάστημα και στη μορφή σε κρίνω·
άν είσαι πάλε απλή θνητή, του κόσμου κατοικήτρα,
καλότυχοι, κι ο κύρης σου κι η βλογημένη η μάνα,

καλότυχα τ’ αδέρφια σου, που πάντα στην ψυχή τους
περίσσιας γίνεσαι αφορμή χαράς,και καμαρώνουν
τέτοιο βλαστάρι σα θωρούν μες στους χορούς να μπαίνη.
Μα ακόμα πιο καλότυχος απ’ όλους είν’ εκείνος,
που βγή στα δώρα νικητής, και ταίρι του σε πάρη.

Η επίκληση είναι εξαιρετικά μεγάλη σε έκταση, όπως και η συνολική έκταση της ικεσίας (36 στίχοι συνολικά), πράγμα ασυνήθιστο στις ικεσίες, με μια ολόκληρη σειρά κολακευτικών λόγων που λογικά δικαιολογούνται από την άγνοια της ταυτότητάς της και συμπληρώνονται από ευχές κατάλληλα προσαρμοσμένες στην περίσταση, στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, στην ηλικία του, το φύλο και την κοινωνική θέση του τη συγκεκριμένη εποχή. Στη θέση των χαρακτηριστικών έχουμε μια σειρά κολακευτικών λόγων που εύστοχα λήγουν με την αναφορά στο ζητούμενο από την κοπέλα και που ανταποκρίνεται στο κλίμα και στη διάθεση από την αφύπνισή της μετά το όνειρο που της ενέπνευσε η θεά Αθηνά.

Ακολουθεί η παρομοίωση με το βλαστάρι της φοινικιάς που αποτελεί το αποκορύφωμα των επαίνων, και μέσω της οποίας ο πανέξυπνος βρίσκει την ευκαιρία να της υποβάλλει τη σκέψη ότι ο κυριολεκτικά ξεβράκωτος που βρίσκεται τώρα μπροστά της δεν είναι ένας τυχαίος ή παρακατιανός, αλλά ένας σπουδαίος άνθρωπος που η μοίρα, κοινή για όλους τους ανθρώπους, κάποια στιγμή τον έριξε στα πόδια της. Αυτό του δημιουργεί πρόσφορο έδαφος, αφού διεκτραγωδήσει τα βάσανα που πέρασε για να αφυπνίσει τη συμπόνια της και να διώξει μια πιθανή εντύπωση αλαζονείας, να προβάλλει πια το αίτημα το οποίο διατυπώνεται αναλυτικά και με σαφήνεια, δείχνει άνθρωπο που ξέρει τι θέλει που παρά τη γύμνια του σώματός του περιβάλλεται με πολλές ψυχικές, πνευματικές και ηθικές αρετές. Αυτός που δεν έχει ένα ρούχο να φορέσει και παρουσιάζεται ολόγυμνος μπροστά της χωρίς προσχήματα, εξιδανικεύσεις, προσποιήσεις και ωραιοποιήσεις που δεν έχει πού την κεφαλή κλίναι αυτή τη στιγμή που κρίνεται η ζωή του δεν ξεχνά ότι δεν υπάρχει μόνο αυτός: κρατά μια καλή κουβέντα, μια ευχή για την κοπέλα που βρίσκεται απέναντί του, μιας και δεν έχει ο ίδιος τίποτα να της ανταποδώσει τη χάρη που της ζητά, απευθύνεται στους θεούς να το κάνουν εκ μέρους του. Με αυτό είναι σα να τερματίζει ουσιαστικά και την υποχρέωση του ήρωα απέναντι στην κοπέλα, καθώς όποια ευεργεσία της αξίζει για την καλή της πράξη μπορεί να τη διεκδικήσει μόνο από τους θεούς. Η συγκεκριμένη ευχή μάλιστα ξεκαθαρίζει ότι ξεχωρίζει τη ζωή του από τη δική της, ιδιαίτερα με το στίχο άντρα και σπίτι και καλή καρδιά αναμεταξύ σας. Αυτό όμως ίσως τροφοδοτήσει ασύστατες προσδοκίες ή κοριτσίστικα όνειρα που αυτή τη μέρα οι θεοί παίζουν ένα άσχημο παιχνίδι εις βάρος της για να επιτύχουν τους σκοπούς τους, αφυπνίζοντας την ίδια ερωτικά. Το μόνο τελικά που θα διεκδικήσει η ίδια από τον ήρωα τη μία και μοναδική φορά που θα τον συναντήσει στο παλάτι είναι η υστεροφημία, που μπορεί να συνοδεύεται και από άλλες ανέκφραστες προσδοκίες.

«Γειά σου, χαρά σου, ξένε μου, και σα βρεθής στη γής σου
να με θυμάσαι, που τη ζωή χρωστάς σ’ εμένα πρώτη.»

Ο Οδυσσέας δεν της χάρισε την υστεροφημία, σίγουρα πάντως την κέρδισε από τον ποιητή, ενώ ο αναγνώστης την αναγνωρίζει ως μια από τις πιο συμπαθητικές και αγαπητές μορφές της Οδύσσειας και ολόκληρου το ομηρικού έργου. Αν κέρδισε κάτι από τις σιωπηλές διεκδικήσεις της από τον Οδυσσέα, μένει βέβαια ένα ερώτημα αναπάντητο, για το οποίο απάντηση μπορεί να δώσει μόνο η … σιωπή του ίδιου του Οδυσσέα, που αναφερόμενος στα πρόσωπα που καθόρισαν την επιστροφή του αποσιωπά σκόπιμα το όνομά της, και όχι φαντάζομαι ως ανάξιο να αναφερθεί.

Κι εσένα οι θεοί να δώσουνε ό,τι ζητάει η ψυχή σου,
άντρα και σπίτι και καλή καρδιά αναμεταξύ σας,
που άλλο στη γής καλύτερο και πιο λαμπρό δεν είναι,
παρά μιά γνώμη να ‘χουνε γυναίκα κι άντρας πάντα
στο σπίτι, να λυπούνται οχτροί, να καμαρώνουν φίλοι,

και το καλό τους τ’ όνομα να συχνακούνε εκείνοι.»

Γιατί η παρουσία της Ναυσικάς αποτελεί πειρασμό και μάλιστα το σημαντικότερο απ’ όσους έχει συναντήσει ο ήρωας; Πρώτα πρώτα γιατί δεν τον διεκδικεί ή δεν του επιβάλλει την παρουσία της δια της βίας ή δεν απαιτεί για τη βοήθειά της αντάλλαγμα κάποιες υπηρεσίες του. Είναι η γνήσια αγάπη ανάλογη προς την χριστιανική σε βάθος και ποιότητα που προσφέρεται χωρίς απαιτήσεις και ανταλλάγματα. Δεν κρύβει υστεροβουλία και συμφέρον και κατά αυτή την έννοια είναι η πλέον αγνή. Για την περίπτωση της Ναυσικάς πρόκειται για την πρώτη περίπτωση που αντίκρισε με διαφορετικά μάτια έναν εκπρόσωπο του άλλου φύλου προετοιμασμένη από το όνειρο της Αθηνάς που της έκανε λόγο για γάμο.

Η δροσιά της ηλικίας, η αγνότητα της παρθενίας, αν και ως όρος δε δηλώνεται στο ποίημα, εκτιμάται όμως από τον αναγνώστη μεταγενέστερων εποχών, η παιγνιώδης και χαρούμενη ατμόσφαιρα που έρχεται σε έντονη αντίθεση με την απεγνωσμένη κατάσταση του Οδυσσέα που επιζητά την επιβίωση μεγεθύνουν στα μάτια του την αξία και την ομορφιά που έχει απέναντί του.

Θα μπορούσε βέβαια να αντιτείνει κανείς ότι οι ήρωες δε διαθέτουν την ελευθερία της βούλησής τους, καθώς η Αθηνά έχει σκηνοθετήσει τη συνάντηση των προσώπων για να βοηθήσει τον προστατευόμενό της. Ως εδώ όμως. Η ελευθερία του ήρωα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί ή όχι τις ευκαιρίες που φέρνει μπροστά του η θεά. Θα μπορούσε εκείνο το ίδιο βράδυ να δεχτεί την πρόταση γάμου που του απευθύνει γεμάτος εκτίμηση κιόλας από τη σύντομη γνωριμία του ο βασιλιάς Αλκίνοος, κερδίζοντας όχι μόνο μια δροσερή κοπέλα ως σύζυγο αντί μιας γερασμένης Πηνελόπης , αλλά και πολλά άλλα πλεονεκτήματα: ένα ακμάζον βασίλειο και οικονομικά με κοινωνική και πολιτική οργάνωση, όπου δε φαίνεται η εξουσία του Αλκίνοου να απειλείται από τους άρχοντες, αλλά βρίσκεται σε μια αγαστή συνεργασία μαζί τους, και μια κοινωνική ζωή στερεωμένη σε ηθικό δίκαιο. Η οργανωμένη κοινωνία προβάλλεται έντονα μέσα από την αντιπαραβολή της προς την κοινωνία των Κυκλώπων. Αυτό που έχει μπροστά του ο Οδυσσέας, το γνωστό, δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα και κανένα κίνδυνο, γι’ αυτό το λόγο δεν έχει και κίνητρο να αγωνιστεί ένας άνθρωπος που έδωσε το όνομα του σε ένα κείμενο που έγινε πλέον συμβολικό: ο άνθρωπος των αγώνων, που υπερβαίνει τα εμπόδια, που τίποτα δεν του προσφέρεται, αλλά το κερδίζει με τις σωματικές ή νοητικές του δυνάμεις, θα έχανε την ταυτότητά του και την υπόστασή του, αν έμενε εκεί.

Αντίθετα επιλέγει να συνεχίσει το ταξίδι μέχρι τέλους, το ταξίδι στο άγνωστο, όπου έχει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του για να κερδίσει τα πάντα, καθώς όλα είναι αμφισβητήσιμα και τίποτε δεδομένο, από την οικογένειά του, πρώτα πρώτα τη σύζυγο, μέχρι την περιουσία και το βασίλειο, από τα οποία μπορεί να κριθεί και η ίδια του η ζωή.

Αν αυτή την τελευταία στιγμή, στο παρά πέντε της επιστροφής του στην πατρίδα, εμφανίζεται ο πειρασμός, είναι για να επαναξιολογήσει την απόφαση που πήρε, την απόφαση του αγώνα, της εγρήγορσης και όχι της επανάπαυσης και του εφησυχασμού. Έτσι δικαιώνεται ο ρόλος του ανθρώπου, που απαντά πρόθυμα «παρών» στις δυσκολίες, που κλείνει την πόρτα στο εύκολο, στο γνωστό, στο δεδομένο, στη στασιμότητα. Κατ’ αυτή την έννοια ο Οδυσσέας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρώτος φιλόσοφος, που δέχεται να ξεκινήσει από το μηδέν και να αποκτήσει με τις όποιες ψυχοσωματικές δυνάμεις διαθέτει τα σκοπούμενα αγαθά. Διατηρεί την ελευθερία επιλογής του, λέγοντας «όχι» σ΄ αυτά που του επιβάλλονται, προσπερνώντας πολλά εμπόδια, αρνούμενος αγαθά για τα οποία άλλοι θα έτριβαν τα χέρια τους από ευχαρίστηση, και με καθυστέρηση δέκα ετών αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του αποδεχόμενος το όποιο τίμημα. Η παρουσία της Αθηνάς δίπλα του και του Ποσειδώνα εναντίον του φανερώνουν την πίστη του ποιητή στον ανθρώπινο ήρωά του που μπορεί να υπερβαίνει δυνάμεις ανώτερες από εκείνον ή να συνεργάζεται με αυτές χωρίς να στερείται την ελευθερία του.

Το ομηρικό πρόβλημα ανακύπτει σε κάθε μας βήμα: αν πρόκειται για το πρώτο ελληνικό λογοτεχνικό κείμενο προϋποθέτει ένα πολύ υψηλό επίπεδο πνευματικής εξέλιξης σε όλους τους τομείς πέραν του καθαρά λογοτεχνικού: ανθρωπογνωσίας ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, πολιτικής, φιλοσοφίας.

Και βέβαια πρέπει να σκεφτούμε ότι η επίτευξη ενός στόχου γίνεται πιο ενδιαφέρουσα και πιο γοητευτική όταν το τίμημα, η θυσία, το αντίτιμο έχει αξία. Ο Οδυσσέας προσπέρασε χωρίς δυσκολία την πρόταση της αθανασίας, που αποτελεί το σημαντικότερο αγαθό που απαρνήθηκε. Το επόμενο που θα μπορούσε να επιθυμήσει στα ανθρώπινα πια πλαίσια είναι μια ευνομούμενη κοινωνία. Αυτή του προσφέρθηκε και την αρνήθηκε. Έτσι ο σκοπός που προτίμησε αίρεται σε επίπεδο υψηλότερο απ’ αυτό, κι ας πρόκειται για ένα όχι ιδιαίτερα εύφορο νησί, αλλά κακοτράχαλο χωρίς αμαξιτούς δρόμους, έστω και αν πρόκειται να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να διώξει τους μνηστήρες για να διεκδικήσει τη σύζυγό του , αν δεν είναι κιόλας πολύ αργά. Αρνείται τα πάντα για να αγωνιστεί για το τίποτα που για κείνον σημαίνει τα πάντα.

«Ο Οδυσσέας στο ποτάµι» του Τάκη Σινόπουλου

Ένα φεγγάρι ολονυχτίς ταξίδευε
πάνω στην ασηµένια σου χορδή
ποτάµι σιγανό
ποτάµι

Ήσυχος ήλιος τώρα απλώνεται στη γη
ζεσταίνει το αίµα σου µε φως.
Ύστερα θάρθει το κορίτσι το αλαφρό
θα κρούσει φωτεινές παλάµες
η πέτρα του ύπνου θα κυλήσει από τα µάτια σου
θα σηκωθείς µέσα στην πρασινόλευκη σιωπή
κι οι νύµφες θα τροµάξουνε
θα φύγουν στην κοιλάδα γοργοπόδαρες
και το κορίτσι τ’ άσπρο θάναι δροσερό
σα δέντρο κάτω από το φως
πιο πέρα τ’ άλλα δέντρα κι η σιωπή
θα στρίψουν θα κοιτάξουν
το δέντρο µε το φόρεµα της άνοιξης
να σκύβει ατάραχο ν’ αγγίζει το ποτάµι
την ασηµένια σου χορδή
ποτάµι σιγανό
ποτάµι

Μα εσύ µιλώντας τώρα εµπρός στο Βασιλιά
– και τ’ άσπρο δέντρο ακούγοντας στα δώµατα.
Μιλώντας µε τον τρόπο που µιλούν
οι ζωντανοί θυµήσου.
Στη θάλασσα οι πνιγµένοι ταξιδεύοντας
γυρεύουν την πατρίδα τους κι όλο κοιτάνε κάτω

ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ
Απόψε μέτρησα για σένα χίλια μίλια
λευκό χαρτί μες στης αγάπης την μποτίλια,
το φως που ρίχνει η κάμαρά σου στην αυλή σου,
για μένα είναι σινεμά του παραδείσου.

Χίλια τα πλάνα σου, τα χρώματα κι οι τόποι,
Ελένη, Κίρκη, Ναυσικά και Πηνελόπη
μια χαραμάδα άνοιξέ μου να περάσω
μ’ένα σου τρικ να ψωνιστώ και να ξεχάσω

Είν’η καρδιά μου φτερωτή σε άδειο μύλο,
φύσα ουρανέ μου κι όταν σβήσει ο παλμός,
θα’ναι για σένα που θα ζω σε αιώνιο κύκλο
ατμός, βροχή, ποτάμι, θάλασσα κι ατμός.

Βάφει η σελήνη τα βουνά κι εσύ τα χείλη,
μ’άρωμα ψέμα μου ποτίζεις το μαντήλι,
κι ύστερα φεύγεις με αυτόματο πιλότο,
κάποιο κρυμένο θησαυρό να βρείς στο Νότο.

Τόσα ταξίδια σε κορμιά ψυχές και τρένα,
τόσα τραγούδια σε παράθυρα κλεισμένα,
σαν τους φαντάρους που ξεχνούν τη μοναξιά τους,
μ’ένα φτηνό τραντζιστοράκι στη σκοπιά τους.

>Του νεκρού αδελφού

Απρ 20107

>Πώς τα πρόσωπα βιώνουν το θάνατο
Η πρώτη απουσία που καταγράφεται, του πατέρα, δημιουργεί το κλίμα της συγκρατημένης αισιοδοξίας και ευτυχίας. Η απουσία αυτή διαταράσσει την αρμονία του μαγικού αριθμού και των πολλαπλασίων του 12. Η απουσία του ενός δημιούργησε συσπείρωση των εναπομεινάντων μελών στρέφοντας την προσοχή και ορίζοντας ως στόχο την ευτυχία της κόρης , της μικρότερης που θ’ αποτελέσει εγγύηση για τη διαιώνιση της ζωής. Στα πλαίσια του αγεωγράφητου και άχρονου χωροχρόνου του ποιήματος, που συνιστά μια οικουμενική διαχρονικότητα, η προσοχή επικεντρώνεται στην άγουρη, αθώα και ανέγγιχτη ομορφιά και τιμή της μοναχοκόρης, που πρέπει να διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού. Με τη γνωστή οικονομία το δημοτικού τραγουδιού και τη φιλοσοφική διάσταση του δυναμικού χρόνου, που τον βιώνουμε ανάλογα με τις εμπειρίες μας και τα συναισθήματά μας και όχι στο στατικό χώρο που ορίζουν οι δείχτες του ρολογιού, φτάνει η στιγμή που θα οριστεί η ευτυχία της κοπέλας. Ευτυχία σημαίνει γάμος. Αν η κοπέλα πεθάνει άγαμη, θεωρείται ότι παντρεύεται το χάρο. Έτσι με βάση τις λαϊκές δοξασίες με το προξενιό και τον επικείμενο ή προσδοκώμενο γάμο η έννοια του θανάτου απομακρύνεται, αλλά δεν αποσοβείται εντελώς, καθώς τη ζωή της νυμφευμένης μπορεί ν’ αγγίξει ο θάνατος άλλου προσώπου, και τον ευτυχισμένο, ανέμελο νυμφευμένο βίο της μπορεί να διακόψει και να διασαλεύσει ένας ενδεχόμενος θάνατος της οικογένειας.

Τα όρια ζωής και θανάτου συγχέονται

Ο πατέρας είναι ένας υποθετικά νεκρός λόγω της αναιτιολόγητης απουσίας του

Η Αρετή είναι μια ζωντανή νεκρή, εφόσον ζει άβουλη και ανελεύθερη, φυλακισμένη μακριά από την πραγματική ζωή στην πατρική εστία, αλλά και στη συζυγική οικία, ζώντας (ποιητικά) μόνο το χρόνο του σκοταδιού που προσιδιάζει στο χρόνο του θανάτου

Οι 9 αδελφοί αιφνίδια και αναίτια μετατρέπονται από ζωντανοί σε νεκρούς

Απ αυτούς εντοπίζονται οι εξής καταστάσεις

Ο Κωνσταντής είναι ζωντανός, νεκρός (αναίτια, παράλογα και απροσδόκητα), νεκροζώντανος (αφύσικα και φρικιαστικά), νεκρός (λυτρωτικά επιστρέφοντας εκεί που ανήκει).

Η μάνα είναι μια δυστυχισμένη ζωντανή – νεκρή από τη στιγμή που θα χάσει τους γιους της ή από τη στιγμή που θα απομακρυνθεί η κόρη της και θα καταλήξει μια λυτρωτικά νεκρή.

Τελικά ο τελευταίος στίχος τι γεύση αφήνει στον αναγνώστη;

Είναι η ζωή που κρύβει μέσα της το θάνατο ή ο θάνατος που κρύβει μέσα του τη ζωή; Πιστεύω ότι δεν περιμένετε ούτε από μένα ούτε από κανέναν άλλο να σας δώσει απάντηση, ίσως ούτε κι από τον εαυτό σας.

Όταν ο Κωνσταντής δίνει όρκο στη μητέρα του, η μοίρα της Αρετής, αλλά και της μάνας, έχει σφραγιστεί οριστικά και τελεσίδικα. Η ανύπαρκτη συμμετοχή, η άβουλη απουσία της κόρης, αλλά και η αποτυχημένη προσπάθεια αντίστασης της μητέρας η οποία επιστρατεύσει τόσο λογικά όσο και συναισθηματικά επιχειρήματα δεν είναι ικανές ν’ αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη μοίρα .

Είναι τυχαίο άραγε ότι οι δυο γυναικείες παρουσίες , οι λιγότερο ελεύθερες να ορίσουν τη ζωή τους και επομένως οι λιγότερο υπεύθυνες, είναι αυτές που υποφέρουν περισσότερο; Κι όσο μικρότερη ελευθερία και ευθύνη φέρεις, τόσο μεγαλύτερο το πάθος, τόσο εντονότερη η τραγικότητα. Είναι τυχαίο άραγε ότι η ζωή είναι γένους θηλυκού, ενώ ο θάνατος γένους αρσενικού; (Κακριδής)

Έτσι ο Κωνσταντής ως άτομο που επιφορτίστηκε την ευθύνη της ζωής της αδελφής του και δεσμεύτηκε με τον ιερό όρκο που συγχωνεύει ΑΕ παγανιστικές και χριστιανικές αντιλήψεις χρεώνεται ένα τίμημα που καταρχήν δε φαντάζει ως τίμημα, αλλά ως απελευθέρωση: «να ζήσει» ένα βράδυ, για να επιστρέψει την αδελφή του στη μάνα του. Η αμφισημία «στη μάνα μας να πάμε» για τον υποψιασμένο αναγνώστη που γνωρίζει ότι αυτό πρακτικά είναι ανέφικτο, παράλογο και αφύσικο, προοικονομεί το μαρτύριο της Αρετής , το πέρασμα από την άγνοια στη γνώση, το οδοιπορικό αγωνίας δίπλα σ’ ένα νεκρό.

Η παραβίαση αυτού του φυσικού νόμου λογικά θα επιφέρει τιμωρία στα πρόσωπα που συμμετείχαν στη διασάλευση της τάξης:

· στη μάνα που έχει βαριά ευθύνη, γιατί με τις κατάρες της προκάλεσε τη νεκρανάσταση του Κωνταντή, η οποία πεθαίνει, αφού βιώσει μια ζωή ως θάνατο, ζώντας ως ζωντανή νεκρή.

· Στην Αρετή, που συμμετέχει στη διασάλευση της τάξης αυτής, συνυπάρχοντας για ένα κρίσιμο διάστημα μ’ να νεκρό, ζώντας τις πιο φρικιαστικές της ζωής της

Οι κατάρες της μάνας αναγκάζουν τον Κωνσταντή να νεκραναστηθεί, να περάσει από τον κύκλο του θανάτου στον κύκλο της ζωής. Όμως η πορεία αυτή κατά τις χριστιανικές αντιλήψεις είναι αδύνατη. Λογική, φυσική και αναγκαία αποδεχτή είναι μόνο η αντίστροφη πορεία, η οποία είναι μοναδική (άπαξ συμβαίνουσα) με μονόδρομη πορεία , και όχι αμφίδρομη. Σε αντίθεση με τις χριστιανικές αντιλήψεις η ελληνική μυθολογία βρίθει από παραδείγματα αμφίδρομης πορείας.

Η πορεία της Αρετής από την άγνοια στη γνώση γίνεται βήμα προς βήμα, και είναι αργή, σταδιακή και βασανιστική και στο τέλος η αλήθεια είναι άρρητη και ανείπωτη. Η Αρετή δε λέει πουθενά τα πράγματα με τα’ όνομά τους . Ο αφηγητής που έχει τα πρωτεία σ’ όλο το ποίημα στη σκηνή του οδοιπορικού έντεχνα και διπλωματικά αποχωρεί παύοντας να σχολιάζει, ξέροντας να σιωπά στα δύσκολα, αναλαμβάνοντας μόνο τον τυπικό ρόλο του δημοσιογράφου που δίνει το μικρόφωνο πότε στον ένα και πότε στον άλλο. Η αριθμολογία είναι έντονα προσεγμένη: 5 διάλογοι Αρετής – Κωνσταντή με 3 διαλόγους που προκλήθηκαν από τα ερεθίσματα των πουλιών ( ο αγγελιαφόρος της ΑΕ τραγωδίας ) συνήθως φέρνει στα δημοτικά τραγούδια άσχημες ειδήσεις, ο αγγελιαφόρος κακών παραφράζοντας το μάντι κακών.

Ο αφηγητής γίνεται κάμερα που βλέπει και ακούει με τα μάτια και τα αυτιά της Αρετής . Το μοναδικό του σχόλιο είναι μοναχή της

Πώς δικαιολογείται η οργή της μάνας προς τον Κωνσταντή και πώς μπορούμε να δεχτούμε την ανάλγητη συμπεριφορά της να ταράξει τον ύπνο του νεκρού;

Είναι η κόρη που έχασε και που θα ‘θελε τώρα κοντά της

Είναι η μοναξιά που βιώνει

Ή είναι ο πόνος του θανάτου που δεν μπορείς να τον αντέξεις μόνος και παραλογίζεσαι

Είναι η υπόσχεση που δεν τηρήθηκε

Είναι η διασάλευση των αξιών για τις οποίες παρείχαν εγγυήσεις ιερά πρόσωπα

Είναι η απλότητα του λόγου και όχι των νοημάτων που επιτρέπει στον καθένα να προβάλλει μέσα από τον τεράστιο καθρέπτη της που χωρά τους πάντες τις αντιλήψεις και τις ερμηνείες καθενός

Ένας γνήσιος φυσικός ζωντανός λαϊκός αληθινός κόσμος

Στο χώρο του πολέμου, άνθρωποι και ζώα αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τον εχθρό, όταν διαπιστώνουν ότι κρίνεται η ζωή τους. Πώς άραγε να ερμηνεύσουμε την απουσία πολεμικής διάθεσης, παρά ως μια δεδομένη παραδοχή μειονεκτικότητας προς έναν σαφώς ισχυρότερο εχθρό, που συν τοις άλλοις είναι ύπουλος, γιατί είναι άγνωστος =αόρατος (α
στερητικό +<όραση). Βλέπουμε = διαπιστώνουμε μόνο τα αποτελέσματά του, τις απουσίες που αφήνει στο πέρασμα του (οξύμωρο, ε; βλέπουμε τις απουσίες)Λυπάμαι που θα διαφωνήσω με το Ρίτσο (οποίον θράσος εκ μέρους μου!): Κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Για το Ρίτσο είναι πρόσθεση, εφόσον βλέπει από την οπτική γωνία του θανάτου: ο θάνατος
προσθέτει στη λίστα του. Για μένα, και υποθέτω με αρκετή σιγουριά και για όλους τους ανθρώπους, ο θάνατος είναι μια αφαίρεση – απουσία.
Να θυμηθώ στο δημοτικό του νεκρού αδελφού ότι στον πρώτο κιόλας στίχο μέσα από την πρόσθεση εμφανίζεται αμέσως – αμέσως μια αφαίρεση
Μάνα(1) με τους εννιά (9) σου γιους και με τη μια σου κόρη (1)
1+9+1=11
11=12-1
Η απουσία που προσμετράται (υπολογίζοντας τον πανταχού παρόντα στη δημοτική ποίηση νόμο των τριών – πολλαπλασίων του τρία) είναι του πατέρα. Από τον πρώτο στίχο κιόλας διαπιστώνουμε το πρώτο χτύπημα του θανάτου, που είναι μια απουσία που βαραίνει τα εναπομείναντα πρόσωπα, προκαλώντας την ορφάνια τους, την έλλειψη προστάτη απέναντι σε ένα
πανίσχυρο εχθρό. Αν ο ισχυρός προστάτης πρώτος υπέκυψε στο χτύπημα του ισχυρού αντιπάλου, τι μπορούμε να αναμένουμε από τα προστατευόμενα (που έχουν πάψει πια να είναι προστατευμένα) μέλη της οικογένειας; Και πράγματι σε πολύ σύντομο χρόνο, όπως φαίνεται από τη συστολή του χρόνου της αφήγησης, 9 άνδρες(=παλικάρια, γενναίοι) θερίζονται από
το χτύπημά του αφήνοντας την απαρηγόρητη μάνα σαν καλαμιά στον κάμπο. Ανακεφαλαίωση: 1 απουσία του πατέρα και 9 απουσίες των γιων= 10 απουσίες

Συμπέρασμα: έχουν απομείνει 2 παρουσίες: μάνα και κόρη
Και όχι μόνο αυτό, αλλά στο πλαίσιο των ιστορικών – κοινωνικών συνθηκών του ποιήματος ο ανδρικός πληθυσμός, ο μάχιμος πληθυσμός, άφησε με την απουσία του ανυπεράσπιστο το γυναικείο- άμαχο πληθυσμό της οικογένειας (μάνα και κόρη) και επιπλέον διασπασμένο, ώστε να μην μπορούν να εφαρμόσουν καν το η ισχύς εν τη ενώσει, ή τουλάχιστον να βρει παρηγοριά
κλαίγοντας η μια στην αγκαλιά της άλλης. Η αίσθηση της αδυναμίας του άμαχου άραγε εκφράζεται στην προοικονομία – αρνητική στάση της μάνας στον επικείμενο γάμο (αποξένωση για την ίδια) της κόρης της; μετρώ σε τρεις μόλις στίχους(πάλι ο νόμος των τριών) 5 φορές ξεν-
«Μάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα,
Στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
Αν πάμε εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.»)

Η ταυτόχρονη παρουσία –απουσία του Κωνσταντή αποτελεί βέβαια διασάλευση της φυσικής τάξης και οδηγεί τα πρόσωπα που υπεύθυνα ή ανεύθυνα συμμετέχουν σ’ αυτήν να δεχτούν τις συνέπειες – τιμωρία = το δικό τους θάνατο: τη μάνα που με τις κατάρες της προκάλεσε τη νεκρανάσταση του Κωνσταντή (υπεύθυνη)και την κόρη που αναγκάστηκε να βιώσει μια δραματικό – τραγική συμπόρευση με το νεκρό Κωνσταντή (ανεύθυνη).
Ο κοινός τους θάνατος πέρα από την αίσθηση παντοδυναμίας του θανάτου που αφήνει ως πικρή γεύση στα χείλη μας, μήπως υποδηλώνει την άποψη ότι ούτε το μοίρασμα (ή διπλασιασμός;) του πόνου της απουσίας = θανάτου είναι μια ικανοποιητική στάση;
Μήπως αφήνει τη μοιρολατρική εντύπωση της επίγειας μοναξιάς και παρηγορεί μόνο με τη λυτρωτική χριστιανική θεωρία της επανένωσης των προσώπων σε ένα χώρο που δεν είναι επίγειος, όμως για τον επί γης άνθρωπο συνεχίζει να παραμένει άγνωστος, επομένως δεν τον έχει βοηθήσει καθόλου να ρίξει φως στο σκοτάδι, αλλά απλά ενίσχυσε την πίκρα και τη μοναξιά του;

Λόγος και σιωπή στο δημοτικό τραγούδι του νεκρού αδελφού
Ένα πέπλο μυστικής σιωπής καλύπτει το πρόσωπο του πατέρα που δεν αναφέρεται πουθενά και δικαιολογημένα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται για ένα μονίμως απόν πρόσωπο, ένα νεκρό πρόσωπο.

Η Αρετή είναι ένα πρόσωπο που κινείται αποκλειστικά στο σκοτάδι και όσο μένει αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο και το φως του ήλιου στο πλαίσιο της πατρικής (ή μητρικής;) οικίας στερείται την ελευθερία να κινείται, να σκέφτεται, να αισθάνεται, να αποφασίζει για τη ζωή της, ακόμα και να αγανακτεί, να διαμαρτύρεται, να μιλά καν. Η σιωπή της επιβάλλει το τίμημα που πρέπει να πληρώσει με το θάνατό της, αφού προηγουμένως έχει ζήσει οδυνηρές στιγμές συνύπαρξης μ’ ένα νεκρό.

Η Αρετή έφταιξε σε τίποτα ή είναι το θύμα που αναίτια και τραγικά πάσχει; Η έλλειψη βούλησης, η σιωπή είναι αρκετή να την καταδικάσει σε μια μοναξιά σε όλη της ζωή της, καθώς η συνύπαρξή της με άλλα πρόσωπα είναι ανύπαρκτη, παρά μόνο με την αφύσικη μορφή του νεκραναστημένου Κωνσταντή; Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, σχεδόν φυλακισμένο, για το καλό του, έχει τη δυνατότητα να αρθρώσει λόγο και μάλιστα επαναστατικό προς ισχυρότερες δυνάμεις τουλάχιστον τις ορατές ( τη μητέρα και τους 9 αδελφούς της);

Το τίμημα της σιωπής πληρώνουν και τα 8 αδέλφια που δε διεκδικούν τα δημοκρατικά δικαιώματα της αντίθετης ψήφου τους, αλλά επαναπαύονται ή υποτάσσονται στη βούληση άλλων αφήνοντας τη ζωή να κυλήσει ερήμην τους, συμβάλλοντας με την παραίτησή τους στη μοναχική ζωή της Αρετής κατά τον έγγαμο βίο της.

Η μητέρα παρά τις καλές της προθέσεις να κάνει το καλύτερο για την κόρη της διαφυλάσσοντας την ομορφιά και την τιμή της κάνει το μεγάλο λάθος να μην υπολογίζει καθόλου τη σκέψη και τα συναισθήματά της, αλλά να ενεργεί με μια κτητικότητα στην αγάπη της και αφού την διασφαλίσει τότε μόνο συναινεί σ’ αυτό το γάμο.

Το τίμημα που πληρώνει ο Κωνσταντής, ο οποίος υφίσταται και τη μεγαλύτερη ποινή, όχι μόνο του θανάτου, ως στέρησης του φωτός και της ζωής, αλλά της νεκρανάστασης, της βίωσης του νυκτερινού σκότους ή ημίφωτος, προκύπτει από το αμάρτημα να σκέφτεται και να ενεργεί με γνώμονα το συμφέρον του και όχι τα συναισθήματα του επιβάλλοντάς τα στους άλλους, έστω και δια της πειθούς, χωρίς να τους υπολογίσει καθόλου, αναλαμβάνοντας με μεγάλη ευκολία επί ματαίω το όνομα ιερών προσώπων στο στόμα του με τον όρκο του.

Ο αναγνώστης βουβός κι αυτός παρακολουθεί την τραγωδία που εξελίσσεται στους στίχους του ποιήματος περιμένοντας την αναμενόμενη καταστροφή, από την οποία όμως θα βιώσει το πάθος των άλλων με ανακούφιση, εφόσον θα έχει γίνει μάθος για τον ίδιο, ώστε να μη χρειαστεί να το κάνει ο ίδιος.

Τα στοιχεία μιας τραγωδίας,

¨ στην οποία τα πρόσωπα αθώα, ανυποψίαστα πάσχουν και καταστρέφονται

¨ προκαλώντας τον έλεό μας

¨ και στο τέλος την κάθαρση,

¨ αφού θεατής της τραγωδίας, στον οποίο απευθύνεται το ποίημα, είναι ολόκληρος ο λαός,

¨ τραγική ειρωνεία, εφόσον ο αναγνώστης – ακροατής γνωρίζει , ενώ οι ήρωες αγνοούν

¨ πορεία κλιμακούμενης έντασης, που οδηγείται στην κορύφωση για να καταλήξει στη λύση

¨ η διασάλευση της φυσικής τάξης (ζωής – θανάτου) αποδεκτή εν μέρει στους ΑΕ, είναι απαράδεκτη στους ΝΕ, εξαιτίας της μεσολάβησης του χριστιανισμού

Όσο η Αρετή εκφράζει εντονότερα την ανησυχία της για τον Κωνσταντή στο ταξίδι της επιστροφής, τόσο εκείνος αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει πειστικότερα επιχειρήματα. Συμφωνείτε με την άποψη αυτή;

Λειτουργεί ως μοτίβο που αποτελείται από τρία μέρη:

¨ αφηγητής – εξωτερικό ερέθισμα

¨ διατύπωση ερώτησης από την Αρετή

¨ απάντηση – δικαιολογία του Κωνσταντή

α)

3 αφηγητής

1 τα πουλιά

1 Αρετή

1 Κωνσταντής
-Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος;

-Άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

-Πουλάκια είν’ κι ας κελαηδούν, πουλάκια είν κι ας λένε

β)

1 αφηγητής

2 τα πουλιά

2 Αρετή

1 Κωνσταντής

Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε

-Δεν είναι κρίμα κι άδικο παράξενο μεγάλο

να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους;

– Άκουσες Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια,

πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους;

– Απρίλης είν και κελαηδούν και Μάης και φωλεύουν

γ)

1Αρετή

2 Κωνσταντής

– Φοβούμαι σ΄, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.

– Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Άι- Γιάννη,

κι εθύμιασε μας ο παπάς με περισσό λιβάνι

δ)

1 αφηγητής

2 τα πουλιά

1 αφηγητής

1 Αρετή

1 Κωνσταντής

-Για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο

τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος

-Άκουσες, Κωνσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;

-Άφησε, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν

ε)

2 Αρετή

1 Κωνσταντής

-Πες μου πού είν’ τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,

και τα σγουρά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;

-Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου

α)

3 αφηγητής αρκετοί στίχοι, για να εισαγάγει το θέμα και να ενημερώσει τον αναγνώστη – ακροατή

1 τα πουλιά διακριτική νύξη, μιλώντας γενικά, χωρίς να κάνουν λόγο για τα συγκεκριμένα πρόσωπα

1 Αρετή δειλή ερώτηση, χωρίς να τολμά να επαναλάβει τα λόγια

των πουλιών

1 Κωνσταντής δε σπουδαιολογεί την ερώτηση, αλλά προσπαθεί να την προσπεράσει ανώδυνα

β)

1 αφηγητής

2 τα πουλιά επαναλαμβάνουν εντονότερα αυξάνοντας τον αριθμό των στίχων, μιλώντας ακόμα γενικά, αλλά τονίζοντας τη μεγάλη ηθική παραβίαση

2 Αρετή η επίταση του ερεθίσματος βρίσκει το στόχο του, και η Αρετή διατυπώνει την ερώτηση σε δυο στίχους, τολμώντας να επαναλάβει την ερώτηση των πουλιών, χωρίς όμως να κάνει το συσχετισμό με τα πρόσωπα

1 Κωνσταντής αναγκάζεται να δώσει μια εξήγηση, η οποία όμως είναι άσχετη με το θέμα

γ)

1Αρετή χωρίς εξωτερικό ερέθισμα,, περνά άμεσα στο θέμα κάνο- ντας απευθείας (σε β΄ πρόσωπο) το συσχετισμό. Δηλώνει το συναίσθημα (φοβούμαι σε) και αιτιολογώντας το προλαβαίνει πιθανή διαμαρτυρία, χρησιμοποιώντας όχι στοιχεία άλλων, αλλά δικά της εμπειρικά στοιχεία (όσφρησης), που δεν είναι όμως τα πλέον αξιόπιστα- αδιάσειστα

2 Κωνσταντής αναγκάζεται να δώσει μια λογική και όσο γίνεται πειστική εξήγηση χρησιμοποιώντας λέξεις – φράσεις που στηρίζουν την επιχειρηματολογία του: εχτές βραδίς = πρόσφατα, διαρκεί ακόμα, περισσό λιβάνι= δεν έχει εξαφανιστεί η δράση του

Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται το 1ο σχήμα του νόμου των τριών με κλιμάκωση, το τρίτο το καλύτερο, οπότε πρέπει να ξαναπάρουν τα πράγματα από την αρχή

δ)

1 αφηγητής

2 τα πουλιά επειδή η επιχειρηματολογία του Κωνσταντή φαίνεται πειστική και ενδέχεται να επαναπαυτεί η Αρετή, τα πουλιά επανέρχονται με 2 στίχους

1 αφηγητής για τον ίδιο λόγο και ο αφηγητής αναγκάζεται να επανεμφανιστεί

1 Αρετή η Αρετή ξαναπιάνει το νήμα των ερωτήσεων από την αρχή, το ίδιο δειλά χωρίς να συγκεκριμενοποιεί την ερώτηση

1 Κωνσταντής κι αυτός προσπαθεί να προσπεράσει την ερώτηση, όπως στην αρχή, και έμμεσα προτείνει να αφήσουν το θέμα

ε)

2 Αρετή χωρίς εξωτερικό ερέθισμα αναδιπλώνει την ερώτηση (οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή), καθώς τα ερεθίσματα είναι οι δικές της εμπειρίες για την εμφάνισή του (οπτικές, που είναι οι πλέον αξιόπιστες =το βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια).

Αρχίζει από γενική περιγραφή της εμφάνισης και συγκεκριμένα αναφέρει στοιχεία της ανδρικής ομορφιάς (=μαλλιά, μουστάκι) που παρουσιάζουν διαφοροποίηση.

τα κάλλη= ομορφιά για όλους

και η λεβεντιά ένδειξη αρρενωπότητας

τα μαλλιά= στοιχείο ομορφιάς όλων των ανθρώπων

μουστάκι= διακριτικό του φύλου του

πάλι όμως δεν τολμά να διατυπώσει τη φοβερή λέξη που χρησιμοποίησαν επανειλημμένα τα πουλιά: πεθαμένος

1 Κωνσταντής δίνει μια λογική αλλά αόριστη απάντηση, η οποία αποτελεί ένα μικρό μόνο μέρος της αλήθειας

Αυτή τη φορά ο νόμος των τριών δεν ολοκληρώνεται. ( Ουσιαστικά υπάρχει δύο φορές το σχήμα νόμος των τριών, μόνο που στη δεύτερη περίπτωση απουσιάζει το τέλος που αποτελεί τον επίλογο συνολικά αυτής της ενότητας). Θα ήταν ο επίλογος που θα δήλωνε αν η Αρετή πείστηκε ή όχι από τις δικαιολογίες του Κωνσταντή, όμως η επόμενη ενότητα στην αρχή της προϋποθέτει ότι το οδυνηρό οδοιπορικό για την Αρετή συνεχίστηκε χωρίς να τολμά να ομολογήσει στον αδερφό της, ίσως και στον ίδιο της τον εαυτό, τη φοβερή αλήθεια.

Η μυστηριώδης εξαφάνιση του Κωνσταντή έξω από την εκκλησία και η ταφόπλακα που βροντά ξανα-σφραγίζοντας τον τάφο και επαναφέροντας τη φυσική τάξη που είχε διασαλευτεί, βάζει βέβαια τέλος στην αγωνία της, καθώς δίνει σαφή απάντηση στις υποψίες της, όμως γκρεμίζει το δικό της επίγειο κόσμο και -σύμφωνα με τις λαϊκές αντιλήψεις- προετοιμάζει το δικό της θάνατο, ως τιμωρία, αφού σ’ αυτή την παραβίαση της φυσικής τάξης συμμετείχε και η ίδια.

Η τελευταία απάντηση του Κωνσταντή είναι αποστομωτική και λογικά πειστική, καθώς μετά από αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει αντίλογος. Εκεί που φαινομενικά λοιπόν η λογική φαίνεται να έχει κλείσει το θέμα τα γεγονότα που ακολουθούν ,η εικόνα του χώρου της εκκλησίας η ήχος της ταφόπλακας φέρνουν συνειρμικά στο μυαλό της Αρετής όλα τα προηγούμενα στοιχεία τα οποία επεξεργαζόμενη λογικά και συνολικά μπορεί να συναγάγει το τελικό αποτέλεσμα. Η απορία δεν υπάρχει νόημα να διατυπωθεί, καθώς η απάντηση έχει δοθεί από τα ίδια τα γεγονότα. Έτσι η απάντηση του Κωνσταντή περιττεύει , αλλά και ο ίδιος δεν είναι παρών για να δώσει απάντηση. Το β μέρος του νόμου των τριών που θα ολοκλήρωνε τον αριθμό των 6 ενοτήτων δεν ολοκληρώνεται καθώς η σιωπή του ποιητή και των προσώπων, της Αρετής και του Κωνσταντή, είναι η καλύτερη απάντηση, ενώ ο αναγνώστης έχει μείνει άφωνος μπροστά στα διαδραματιζόμενα κι εξάλλου στο πλαίσιο της τραγικής ειρωνείας είναι γνώστης των γεγονότων.

Να εντοπίσετε πρόσωπα ή και γεγονότα που παρουσιάζονται στο ποίημα, τα οποία αντιστρατεύονται τον κόσμο της πραγματικότητας και της φυσικής τάξης.

ο όρκος του Κωνσταντή

η κατάρα της μάνας

η νεκρανάσταση του Κωνσταντή

το ταξίδι του Κωνσταντή στη Βαβυλώνα (χρόνος και μέσα)

η ομιλία των πουλιών

η μυστηριώδης εξαφάνιση του Κωνσταντή

ο κοινός θάνατος μάνας και κόρης

Το πολιτιστικό φορτίο του ποιήματος που, ξεκινώντας από αρχαιοελληνικές αντιλήψεις και συνεχίζοντας με χριστιανικές αντιλήψεις, φτάνει μέχρι σήμερα

¨ η θέση της γυναίκας

¨ οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί

¨ ο λόγος – υπόσχεση

¨ το μοιρολόι

¨ τα βάσανα (πόλεμος, αρρώστα, θάνατος) που κατατρέχουν το λαό

¨ η στενή σχέση με τη φύση

¨ η απέχθεια για την ξενιτιά

¨ η θαλπωρή της πατρικής εστίας

¨ το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα

¨ η επικράτηση του συναισθήματος έναντι της λογικής

¨ η επικράτηση των εμπειρικών στοιχείων

Πρόσωπα της ΑΕ μυθολογίας που κατέβηκαν ζωντανά στον Άδη

1. Ο Οδυσσέας, για να πάρει χρησμό από το μάντη Τειρεσία για την επιστροφή του στην πατρίδα του
2. Ο Ηρακλής, επιτελώντας ένα από τους 12άθλους του, για να φέρει τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα
3. ο Θησέας για να βοηθήσει το φίλο του Πειρίθο να αρπάξει την Περσεφόνη
4. Ο Ορφέας, για να επαναφέρει στη ζωή τη γυναίκα του Ευρυδίκη
5. Ο Άδωνις μοιράζοντας τη ζωή του στον πάνω και Κάτω κόσμο
6. οι Διόσκουροι, Κάστωρ και Πολυδεύκης, εναλλασσόμενοι μέρα παρά μέρα στη ζωή και στο θάνατο
7. Η Περσεφόνη, μοιράζοντας σε εξάμηνα τη ζωή της ανάμεσα στη μητέρα της Δήμητρα στον πάνω κόσμο και στο σύζυγό της Πλούτωνα στον Κάτω κόσμο
8.

Μια παραλλαγή του “Νεκρού αδελφού”, που προέρχεται από την περιοχή Σωζοπόλεως – Αγαθουπόλεως, και ειδικότερα από το χωριό Κωστή.

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με την μια την κόρη
στα σκοτεινά την έλουζε , στ’ άφεγγα τη χτενίζει
και στο χρυσό ν’ αυγερινό , έπλεκε τα μαλλιά της
να μην το μάθει η γειτονιά και στείλει προξενήτες.
Προξενητάδες ήρθανε από την Βαβυλώνα
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.

Και η συνέχεια του τραγουδιού :

Γυρεύουν τόπο να σταθούν , αυλές να ξεπεζέψουν ,
γυρεύ’ν αργυροπάλουκα να δέσουν τ’ άλογά τους ,
γυρεύουν και την Αρετή πολύ μακρυά στα ξένα.
Όλα τ’ αδέλφια δεν θέλουν κι’ ο Κωνσταντίνος θέλει.
« — Ελάτες κι’ ας την δώσουμε την Αρετή στα ξένα ,
στα ξένα και στα μακριά και στου γαμπρού τα χέρια ,
να την φορέσουν μάλαμα κι’ όλο μαργαριτάρι ,
να βάλουν στο κεφάλι της διαμάντινο στεφάνι.
Δός την μάννα μ’, δόστηνε την Αρετή στα ξένα
να κάνουμε ξένους δικούς και ξένες παραμάνες
που είμ’ κι’ εγώ πραματευτής τυχαίνει και παγαίνω ,
για νάχει το άλογό μ’ ταγή και γω νάχω κονάκι».
Κι’ η μάννα της εφώναξε , τον Κωνσταντή της λέγει.
— Αν είνε λύπη ή χαρά ποιός πάγει να την φέρει ;
— Αν είνε λύπη ή χαρά το άλογό μου έχω ,
δάση βουνά θε να διαβώ , την Αρετή να φέρω.
Κι έστρεξε και έδωσε την Αρετή στα ξένα.
Τότ’ άλλαξε η Αρετή και βάζει τα χρυσά της ,
στους προξενήτες έτρεξε με λύπη με χαρά της.
Ήλθε πανούκλα φόνισσα η αντρογυνοχωρίστρα ,
μήνες οχτώ δεν πέρασαν τ’ αδέλφια οχτώ πεθαίνουν ,
και στις εννιά ο Κωνσταντής , το πρώτο παλλικάρι
κι’ απόμεινε η μάννα της σα φύλλο , σα κλωνάρι.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε , σ’ όλα μοιρολογούσε ,
στου Κωνσταντή τα χώματα νε έκλαιγε , νε θρηνούσε.
Ο ήλιος εβασίλευε κι’ η μάννα βλαστημούσε.
«Πέτρα να γίνεις Κωνσταντή , σίδερο να μη λυώσεις
που έστρεξες και έδωσα την Αρετή στα ξένα»
Ο Κωνσταντής σαν τ’ άκουσε βαριά τον βαρυφάνει ,
κάνει τα χέρια τιυ τσαπιά , τις απαλάμες φκυάρια
και το κιβούρι του άλογο και το καπάκι σέλλα
και τα καρφιά του κιβουριού , καλύβια στ’ άλογό του.
Βιτσιά τον μαύρο έδωσε , στην Αρετή παγαίνει ,
βρίσκει χορό τρικούβερτο , η Αρετή τον σέρνει.
— Ποιός είν’ αυτός όπου χτυπά , ποιός είνε που βροντάει ;
— Ξένος στη θύρα στέκεται , την Αρετή ζητάει.
Κατέβηκε η Αρετή τον ξένο της κοιτάζει.
— Ποιός είσαι συ , ω ξένε μου , και ποιό το όνομά σου ;
— Δεν είμ’ εγώ ο Κωνσταντής , το πρώτο σου αδέλφι ;
Για σήκω έλα , Αρετή , κι’ η μάννα σου σε θέλει.
— Πού είν’ Κωνσταντή , τα νειάτα σου , πού είν’ η ομορφιά σου;
πού είνε η ξανθή περτσιά (1) , το μαύρο σου μουστάκι ;
— Αχ , βαριά αρρώστια πέρασα και πάγ’ η ομορφιά μου
κ’ έπεσε η ξανθή μ’ περτσιά , το μαύρο μου μουστάκι ,
άϊντε να πάμε , Αρετή , η μάννα μας σε θέλει.
— Αν και με θέλει για καλό , να πάγω ετσ’ πως είμαι
αν και με θέλει για κακό , να βουτηχτώ στα μαύρα.
— Άϊντε να πάμε , Αρετή , κι’ ας είσαι όπως είσαι.
Πάν’ στ’ άλογο τ’ την κάθησε , στη μάννα της την πάγει.
Στο δρόμο όπου πάγαιναν , πουλάκια κελαηδούσαν ,
δεν κελαηδούσαν σαν πουλί , μηδέ σα χελιδόνι
μόν’ κελαηδούσαν κι’ έλεγαν μ’ ανθρώπινη φωνίτσα.
— Για δες καημός που γίνεται εις τον επάν’ τον κόσμο ,
να περπατούν οι ζωνανοί με τις αποθαμένοι.
— Ακούς τί λένε τα πουλιά , ακούς τί λεν’ τ’ αηδόνια ;
— Άφσε , πουλιά ’ναι και λαλούν , πουλιά ’ναι και ας λένε.
Και στο χωριό που κόντεψαν , ο Κωνσταντής της λέγει.
— Άντε , Αρετή , στο σπίτι μας και κάνε το σταυρό σου
(και γω) θα συργιανίσω τ’ άλογό μ’ που θέλ’ να κασαντίσει.
Κι’ αν δεν πιστέψ’ η μάννα μου που σ’ έφερα στο σπίτι ,
να και το δαχτυλίδι μου , την πρώτη μ’ αρραβώνα.
Βλέπει την πόρτα σφαλιχτή , σφιχτά μανταλωμένη
και τα σπιτοπαράθυρα νάναι αραχνιασμένα.— Ποιός είν’ αυτός
που κρικελεί και την κρικέλα παίζει ;
— Εγώ είμαι , μανούλα μου , η μίκρο Αρετή σου.
— Αν είσαι συ η Αρετή κι’ αν είσαι η καλή μου
έλα να φάνεις το πανί σ’, τότε θα σε γνωρίσω.
Η πόρτ’ αμέσως
άνοιξε και μέσ’ τον λάκκο (2) μπαίνει ,
τρεις σαϊτιές δεν έρριξε κι’ η μάννα της φωνάζει :
«Αυτές οι τρεις οι σαϊτιές μοιάζουν της Αρετής μου»
κι’ η μάννα την γκλυκοφιλεί και την γλυκορωτάει :
— Με ποιόνα ήρθες Αρετή μ’ για πές με την αλήθεια ;
— Ο αδερφός μου μ’ έφερε , ο πρώτος ο Κωνσταντίνος.
Κι’ η μάννα σαν το άκουσε , πέφτει , λιγοθυμάει
κι’ επάν’ στο λιγοθύμιασμα εβγήκε η ψυχή της.

(1) μπούκλα , (2) αργαλειός.

Διαφορές της παραλλαγής της Σωζοπόλεως – Αγαθουπόλεως

· η «φυλάκιση « της Αρετής γίνεται για να μην τα στείλουν προξενιό από τη γειτονιά, προφανώς η Αρετή προορίζεται για κάποιον εκλεκτό γαμπρό

· πλούτος και μεγαλοπρέπεια των προξενητάδων που προμηνύουν ένα πλούσιο και επιτυχημένο γάμο για τη Αρετή

· ο Κωνσταντής εκτός από το προσωπικό του συμφέρον προβάλλει και την πλούσια τύχη που θα έχει η Αρετή , άρα η ευτυχία προϋποθέτει πλούτο

· ο Κωνσταντής απευθύνεται στη μάνα και όχι σε όλο το οικογενειακό συμβούλιο

· ο Κωνσταντής δε δίνει το φοβερό όρκο

· παρουσιάζονται τα ανάμεικτα συναισθήματα της Αρετής, ενώ στο σχολικό κείμενο ούτε ο ποιητής αξιώνει να ασχοληθεί μαζί της

· μαθαίνουμε την αιτία και το χρονικό διάστημα της απώλειας των 9 αδελφών

· αναφέρεται λεπτομερειακά η κατάρα της μάνας στο Κωνσταντή

· το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιεί ο Κωνσταντή είναι πιο φρικιαστικό

· περιγράφεται και η έξοδος του από τον τάφο

· η Αρετή φαίνεται να περνά ευτυχισμένη ζωή στη Βαβυλώνα και δεν είναι μόνη της

· δεν αναγνωρίζει τον Κωνσταντή και όταν εκείνος ομολογεί την ταυτότητά του εκείνη θέτει λογικά ερωτήματα που προκαλούν λογικές διαβεβαιώσεις από μέρους του αδελφού της

· και στο διάστημα της επιστροφής όμως τα πουλιά επεμβαίνουν επικρίνοντας τη διασάλευση της φυσικής τάξης

· ο Κωνσταντής αποχαιρετά την Αρετή όταν πλησιάζουν στο πατρικό σπίτι και της δίνει το δαχτυλίδι του να προσφέρει στη μητέρα του ως αποδεικτικό στοιχείο ότι εκτέλεσε την υπόσχεσή του

· η μάνα ζητά πιστοποιητικά για να αναγνωρίσει την Αρετή και αυτό γίνεται μέσω του αργαλειού

· μένει ασαφής η τύχη της Αρετής, καθώς δηλώνεται ο θάνατος μόνο της μητέρας

· το ποίημα κινείται σε ένα περισσότερο λογικό παρά εξωλογικό περιβάλλον

· παρουσιάζονται τυπικά στοιχεία των δημοτικών τραγουδιών, όπως οι αναγνωρίσεις ( το δαχτυλίδι του Κωνσταντή, η ύφανση από την Αρετή)

· η Αρετή δεν είναι τόσο τραγικό πρόσωπο, καθώς όλοι θέλουν το καλό της και ίσως τελικά οι θυσίες που υπέστη να μην πήγαν χαμένες, και στο τέλος δε φαίνεται να πεθαίνει , αφήνεται όμως μια αοριστία ως προς την τύχη της

· η απουσία όρκου από μέρους του Κωνσταντή δε δικαιολογεί την κατάρα της μάνας

· η νεκρανάσταση του Κωνσταντή είναι φρικιαστική , ενώ ο ποιητικός εξωραϊσμός της στο σχολ. βιβλίο τη θέτει εκτός πραγματικότητας

Ερωτήσεις
1. Το τραγούδι αρχίζει με μια κατάσταση ευτυχίας. Πώς προσδιορίζεται αυτή;

2. Να αποδώσετε σε πεζό λόγο:

· το θέμα της διαφωνίας του Κωνσταντή με τη μητέρα του

· τα επιχειρήματα του κάθε συνομιλητή

3. Να παρουσιάσετε με στοιχεία του κειμένου την κοινωνική θέση της γυναίκας, όπως φαίνεται μέσα στο ποίημα.

4. Ο Κωνσταντής με τον βαρύ του όρκο ανέλαβε κάποια δέσμευση.

· Να εντοπίσετε τους στίχους που εκφράζουν τον όρκο και τη δέσμευση του Κωνσταντή.

· Γιατί ο Κωνσταντής δεν μπορούσε να τηρήσει τη δέσμευση που ανέλαβε;

· Ποιο γεγονός επέτρεψε στον Κωνσταντή να εκπληρώσει τελικά τον όρκο του και με ποιο τίμημα;

5. Το ταξίδι επιστροφής έχει χαρακτηριστεί ως «οδοιπορικό αγωνίας» για την Αρετή. Συμφωνείτε με αυτό το χαρακτηρισμό; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

6. Σε ποιους στίχους φαίνεται η ανησυχία της Αρετής στο ταξίδι επιστροφής της προς την πατρική εστία;

7. Ποια επιχειρήματα χρησιμοποιεί ο Κωνσταντής για να διασκεδάσει τις υποψίες της Αρετής;

8. Όσο η Αρετή εκφράζει εντονότερα την ανησυχία της για τον Κωνσταντή στο ταξίδι της επιστροφής, τόσο εκείνος αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει πειστικότερα επιχειρήματα. Συμφωνείτε με την άποψη αυτή;

9. Να εντοπίσετε πρόσωπα ή και γεγονότα που παρουσιάζονται στο ποίημα και τα οποία αντιστρατεύονται τον κόσμο της πραγματικότητας και της φυσικής τάξης.

10.Στο ποίημα όπως και σε πολλά άλλα δημοτικά τραγούδια απουσιάζει η μορφή του πατέρα. Πώς εξηγείτε την απουσία αυτή;

11.Σε ποιο χρόνο γίνεται το ταξίδι της επιστροφής στο πατρικό σπίτι; Ποια στοιχεία βρίσκουμε μέσα από το κείμενο; Υπάρχουν αρκετοί χρονικοί προσδιορισμοί στο ποίημα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

12.Ποιο από τα πρόσωπα του ποιήματος προκάλεσε περισσότερο τη συμπάθειά σας;
Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

13.Ποια στοιχεία του ποιήματος προσδιορίζουν το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα πρόσωπα του ποιήματος;

>Μες στο λευκό και μες στο μαύρο

Απρ 20107

>
ΜΕΣ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ
Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο
Χ

Είναι το άγγιγμα που θέλει
η ομορφιά
είναι το φίλημα που γίνεται
στον κήπο
είν’ το θρινάκι που μιλάει
με τα στάχυα
πριν τα σηκώσει και τα δώσει στο βοριά.

Μες σ’ ένα αλώνι που γυρίζει διαρκώς
χιλιάδες χρόνια
χιλιάδες κόκκοι που ‘πεσαν στη γη
να πατηθούν και να βλαστήσουν.

Όλα κυλούν μες σ’ ένα δάκρυ καθαρό.
Δ. Περοδασκαλάκης

Το κείμενο μονολογώντας φιλοσοφικά ανακινεί τον οικουμενικό και διαχρονικό διάλογο για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο «που του δόθηκε» να ζήσει, παρακάμπτοντας ή εκμηδενίζοντας την ελευθερία και τη βούλησή του, τοποθετώντας τον σ’ ένα προδιαγεγραμμένο πλαίσιο, αποκαλύπτοντας την τραγικότητα της ύπαρξής του. Στο ποίημα οι φιλοσοφικές απόψεις ειδικότερα περιστρέφονται ή στροβιλίζονται γύρω από τη συμβολική ενέργεια της αγροτικής εργασίας του λιχνίσματος, που αποτελεί την τελική φάση ολοκλήρωσης του ετήσιου κύκλου της δημιουργίας, η οποία ξεκινώντας από το σπόρο που πέφτει με τη σπορά μέσα στη γη καταλήγει πάνω στη γη με το λίχνισμα.

Η πρώτη μας διαπίστωση κατά την ανάγνωση είναι η στενή σχέση με τη φύση, η καλή γνώση της αγροτικής ζωής,, η αξιοποίηση των συμβολισμών της. Το λίχνισμα για λόγους πρακτικής αναγκαιότητας συμβαίνει κατά το χρόνο του απογεύματος, αφού έχει προηγηθεί η προτελευταία φάση, το αλώνισμα, και συμβολικά αντιστοιχεί στην καμπή της ζωής. Τα αλώνια βρίσκονταν σε επιλεγμένα μέρη, ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν τη δύναμη του ανέμου, του οποίου η ένταση ενισχύεται το απόγευμα. Ο βοριάς και όχι άλλος άνεμος, ο πιο ισχυρός σε ένταση, είναι αυτός που μπορεί να παρασύρει τα άχυρα και να διαχωρίσει τον καρπό (στάχυα).
Αυτή η διαδικασία του λιχνίσματος γίνεται μια πράξη τρυφερή και ομιλητική, επικοι-νωνίας (κατά Δ. Ν. Μαρωνίτη) συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής. Όμως με μια αίσθηση απροσδόκητου, διάψευσης και ανατροπής, η ώρα της ολοκλήρωσης της φυσικής πορείας και διαδρομής, της δικαίωσης και συνειδητοποίησης, καταλήγει σε μια ώρα πικρή: ενώ ο άνθρωπος περίμενε την πληρωμή, ενώ θεωρούσε τον εαυτό του κυρίαρχο πρόσωπο σ’ αυτή τη διαδικασία του κύκλου που διήνυσε ο σπόρος, αποδεικνύεται ότι είναι και ο ίδιος ένα παθητικό πρόσωπο, ένα πρόσωπο πάσχον.
Το αλώνι με το κυκλικό σχήμα του συμβολίζει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, την ανακύκλωση των στοιχείων, καθώς κάθε στοιχείο στην περιφέρεια του κύκλου σηματοδοτεί ταυτόχρονα την αρχή και το τέλος του. Έτσι όταν φτάσεις στο σημείο από το οποίο έχεις ξεκινήσει έχεις πραγματοποιήσει το σκοπό σου (τέλος), αλλά η πραγματοποίηση αυτή είναι και το τέλος = τέρμα. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την ετυμολογία της λέξης που παραπέμπει στην καταστροφή, από το αρχαίο αλίσκομαι. Από την ετυμολογία του αλωνιού από το αλίσκομαι προκύπτει το δάκρυ, καθώς και από τη διαπίστωση ότι αυτή η αδιάκοπη ροή και ανακύκλωση (τα πάντα ρει) συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της και δυστυχώς ουκ αν εμβαίης δις εις τον αυτόν ποταμόν. Ο άνθρωπος έχει ελάχιστο κυματισμό στον αιώνιο κύκλο της ροής.
Το θρινάκι που μιλάει είναι η πιο καθοριστική στιγμή του ξεκαθαρίσματος. Ως τρίτο στοιχείο του ποιήματος (φίλημα, άγγιγμα, θρινάκι) μέσω του νόμου των τριών εστιάζει στην ανώτερη, έσχατη και ως εκ τούτου τελευταία κίνηση: μας τοποθετεί στο τέλος , στα άκρα, στην περιφέρεια, και όχι στο κέντρο. Η αρχαία άλως, ως κεντρικό τμήμα του γυναικείου στήθους, συνειρμικά λειτουργεί βέβαια και ως ζωοποιός δύναμη με τη διαδικασία του θηλασμού, υπενθυμίζοντάς μας τις μινωικές θεές της γονιμότητας. Η ζωογόνος δύναμή της όμως δεν είναι αρκετή να συντηρήσει τη ζωή, καθώς αυτή έχει ολοκληρώσει την πορεία και έχει φτάσει στο τέλος της. Επομένως αποκλείεται η δυνατότητα ερμηνείας του αλωνιού ως πηγή και κέντρου συντήρησης της ζωής.
Έτσι η ομορφιά που παρουσιάζουν οι δυο πρώτοι στίχοι, που οδηγεί στην ερωτική ατμόσφαιρα των δύο επόμενων (άγγιγμα, φίλημα (ο έρωτας είναι σημαντικός σταθμός στην πορεία της ζωής, εφόσον συμβάλλει στη συνέχιση της ζωής) και καταλήγει στη στιγμή της κάρπωσης, ενώ θα έπρεπε να δίνουν μόνο χαρά, αντίθετα καταλήγουν στην πικρή διαπίστωση ότι ολοκληρώνεται για μια ακόμη φορά ένας κύκλος ζωής κι αυτή η συμπλήρωση και ολοκλήρωση/ τελείωση/σκοπός/ τέλος/ τέρμα δεν είναι η κορύφωση που περιμέναμε, η δικαίωση, αλλά αναγκαστικά συνοδεύεται από τα πικρά συναισθήματα της απώλειας.
Πολλά εκφραστικά στοιχεία (ανοδική κίνηση, νόμος των τριών, κλιμάκωση) χρησιμο-ποιούνται για να τονίσουν την κατάληξη της ανθρώπινης διαδρομής, που συμβαδίζει με τη διάψευση και τη ματαιότητα του επίγειου: παρά τις καλές προσπάθειες και όλες τις ευοίωνες προοπτικές αποκαλύπτεται η αδυναμία του ανθρώπου να διαχωρίσει την τύχη του από εκείνη των υπόλοιπων δημιουργημάτων της φύσης: ένας μικρός κόκκος στο αλώνι και ο ίδιος, ασήμαντος, που τον περιμένει η ίδια τύχη με εκατομμύρια άλλους, και όχι ο σπουδαίος και ο ξεχωριστός, όπως αρχικά πίστευε.
Ένα ζουμ- κοντινό πλάνο στη στιγμή που ο άνθρωπος θέτει τη τελευταία πινελιά του έργου του και είναι έτοιμος να σταθεί στην άκρη περήφανος για το κατόρθωμά του. Ύστερα ο ποιητικός φακός απομακρύνεται σ’ ένα ολοένα και μακρινότερο πλάνο : από το θρινάκι βλέπει το αλώνι και μετά με μια ιλιγγιώδη πορεία στον παρελθόντα χρόνο (χιλιάδες χρόνια), που προκαλεί υπαρξιακή ζάλη, σταματώντας σε πολύ κοντινά πλάνα (στους σπόρους που πατήθηκαν), αυτή η ισχυρή αντίθεση κοντινού και μακρινού, γενικού και μερικού, ατομικού και συνολικού , ύπαρξης και ουσίας αφήνει τον παρατηρητή – αναγνώστη ζαλισμένο και απελπισμένο στην ασημαντότητά του, άλαλο, άφωνο, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια λέξη για να διαμαρτυρηθεί ούτε να υψώσει τον τόνο της φωνής του ή τα χέρια του σε μια επανάσταση . Η αθόρυβη, σιωπηλή αποδοχή/ εξωτερίκευση του εσωτερικού πόνου καθίσταται μια ροή δακρύων, όπως η αιώνια ροή των γεγονότων του Σκοτεινού Εφέσιου που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Το ποτάμι κυλά και θα κυλά αιώνια, μόνο που δεν μπορείς να μπεις παρά μια και μοναδική φορά στα νερά του. Ο ποταμός αυτός αποδεικνύεται τελικά ένας ποταμός δακρύων, ένας Κωκυτός, οριακός στη σχέση ζωής και θανάτου, εφόσον οδηγεί στη συνειδητοποίηση της τραγικής μοίρας του ανθρώπου, που ανακαλύπτει ότι δεν είναι το σπουδαίο και ξεχωριστό δημιούργημα, το πεφωτισμένο ον, αλλά ένα ον όπως όλα τα άλλο που υπακούει στους ίδιους νόμους φθοράς και μάλιστα αθώος και ακόμα χειρότερα με συνείδησή της τραγικότητας του.
Το θρινάκι, το όργανο της εργασίας, σε σχήμα συνεκδοχής εστιάζει την προσοχή μας στο όργανο αντί στην ίδια την εργασία που προϋποθέτει δρων πρόσωπο, απενοχοποιώντας έτσι την πρόθεση και την ευθύνη του. Στο 8στιχο κυριαρχούν τα ονόματα φωτογραφίζοντας στιγμιαίες, άχρονες ενέργειες (άγγιγμα, φίλημα) και το όργανο των εργασιών (θρινάκι) που υποθέτουμε ότι χειρίζεται ο άνθρωπος, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος εμπλέκεται στη διεργασία του. Στο 4στιχο κυριαρχούν τα ρήματα σε χρόνο που τονίζει τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες ενέργειες που υφίστανται (παθητική σύνταξη) τα περιεχόμενα του αλωνιού. Ενώ θα περιμέναμε η ανθρώπινη παρουσία να κινεί τα νήματα στο χώρο αυτό, η απουσία ενεργητικού ρήματος και η δήλωση της παρουσίας του μέσω ονομάτων που ενέχουν μια στατικότατα και επομένως διαχρονικότητα, μαζί με τον τελευταίο στίχο, όπου το δάκρυ βρίσκεται έξω από τον έλεγχό του επιβεβαιώνουν την αδυναμία του ανθρώπου όχι να παρέμβει και ν’ αλλάξει τα γεγονότα, αλλά να διαμαρτυρηθεί καν, αφού κι αυτό ακόμα είναι μάταιο και άσκοπο.
Ο τελευταίος στίχος με την παρήχηση των υγρών συμφώνων (2 λ όλα κυλούν, 2ρ δάκρυ καθαρό) ζωντανεύει παραστατικά την εικόνα και τον ήχο της ροής των δακρύων. Ο άν-θρωπος είναι τραγικά αθώος, θύμα αυτής της αέναα επαναλαμβανόμενης διαδικασίας που τον συμπαρασύρει χωρίς να τον ρωτά και χωρίς να τον λαμβάνει υπόψη του, εφόσον δε διαφαίνεται ούτε λάθος ούτε αμαρτία ούτε ύβρις. Χωρίς κανένα επιλήψιμο σημείο εκ μέρους του ανθρώπου που συμμετέχει σ’ αυτό τον αιώνιο κύκλο, χωρίς καμιά ευθύνη, το δάκρυ του κυλά καθαρό, όχι όμως και εξαγνιστικό. Η κάθαρση ως το τελευταίο στάδιο αυτής της αιώνιας τραγωδίας σκόπιμα απουσιάζει καθιστώντας τραγικότερη την τραγωδία χωρίς λύτρωση. Το δάκρυ είναι βουβό χωρίς θεατές να συγκινήσει, εφόσον όλοι είναι ταυτόχρονα ηθοποιοί και θεατές, παρακολουθούν και βιώνουν το αιώνιο δράμα τους. Η ελπίδα είναι απούσα, καθώς τόσες χιλιάδες χρόνια κανείς από μηχανής θεός δεν μπόρεσε να δώσει λύση στο πανάρχαιο δράμα.
Η ανοδική κίνηση που εικονοποιείται με το θρινάκι προϋποθέτει με το φυσικό νόμο της βαρύτητας την καθοδική πορεία, την αντίστροφή της. Η άνω και η κάτω οδός μία και ωυτή του Ηράκλειτου, οι δύο αντίθετες εκδοχές της ίδιας ενέργειας συμπληρώνοντας η μια την άλλη ολοκληρώνουν τον κύκλο της δημιουργίας και της φθοράς καταλήγοντας στην παλίντροπο αρμονία, αφανή και ως εκ τούτου μυστήρια, την οποία ο άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να αποτρέψει ή να ανατρέψει.
Η ομορφιά και ο έρωτας οδηγούν σε μια πορεία τελείωσης, που είναι ο τερματισμός της πορείας, και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες της αιώνιας κάρπωσής τους είναι μια ματαιοπονία που συνειδητοποιεί κανείς μόνο στο τέλος ή όταν προσπαθήσει να δει συνολικά τη διαδικασία του κύκλου, όταν θέλει να κάνει ένα γενικό απολογισμό, μια σφαιρική θεώρηση αναζητώντας τη θέση του στο χώρο και στο χρόνο και συνακόλουθα το νόημα της παρουσίας του, τις δυνάμεις που κινούν την ύπαρξή του, τα όρια της ελευθερίας του, τις δυνατότητας επιλογών του. Ο αποκλεισμός μιας δεύτερης δυνατότητας , μιας επανέναρξης της κυκλικής πορείας θα μπορούσε βέβαια να σκεφτεί κανείς ότι θα έκανε πιο ουσιαστική την εδώ παραμονή μας, με την προϋπόθεση ότι αποδέχεται τον παθητικό ρόλο του ανελεύθερου επιλογέα, του κινούμενου εντός πεπερασμένου χώρου με πεπερασμένες δυνατότητες που αναρωτιέται αν έχει άραγε την ικανότητα να αναζητήσει και να βρει μια ικανοποιητική απάντηση ή θα είναι ένα τραγικό παιχνίδι τυφλόμυγας , όπου το μαντίλι δεν πρόκειται να αφαιρεθεί ποτέ από τα μάτια.
Η ομορφιά και ο έρωτας είναι το δέλεαρ, το δόλωμα που σε θέτουν και σε συγκρατούν εντός τροχιάς, πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποιείς την παγίδα, το δόκανο στην οποία βρί-σκεσαι, χωρίς παραμυθία. Σαν παγιδευμένο ζώο οι κινήσεις σου περιορίζονται στο χώρο και το χρόνο όπου αλώνεται ή αναλώνεται ή καθηλώνεται η ζωή σου.
Η σιωπηλή αντίδραση του βουβού κλάματος, όπου ο λόγος και η λογική απουσιάζουν, επισφραγίζουν την προσυπογραφή της αδυναμίας, ισοπεδώνουν τη βούληση αντίστασης, σοκάρουν με τον αιφνιδιασμό της ιλιγγιώδους πτώσης από τον αλαζονικό θρόνο του ισχυ-ρού στο σκοτεινό βάραθρο της αδυναμίας ανόδου.
Ο άνθρωπος έχασε τον αγώνα αμαχητί αθωράκιστος απέναντι σε μια άγνωστη δύναμη που όρισε τους κανόνες του παιχνιδιού παρασύροντας και εξαπατώντας , αποκρύπτοντας την αλήθεια που συνήθως καθυστερείς να εντοπίσεις ή να συνειδητοποιήσεις, αλλά ακόμα και τότε είσαι ανίσχυρος, απλά τραγικότερος.
Όταν η ποίηση γίνεται ένας χώρος πραγματικά ποιητικός =δημιουργικός στο πλαίσιο της ανθρώπινης ζωής και φίλα διακείμενος μαζί της , όπως φιλική είναι η σχέση της με το λόγο και τη γνώση, ο ποιητής γίνεται φιλόλογος ταυτιζόμενος νοηματικά με το φιλόσοφο. Κι αν θέλουμε να επιμείνουμε ή να εμμείνουμε στη σχέση με το Λόγο, όπως την είδε ο Εφέσιος φιλόσοφος, με την οπτική του οποίου βλέπω να συμβαδίζει η φιλοσοφική οπτική του κειμένου, ο λόγος αποτελεί το όλον στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το μέρος, η ανθρώπινη μονάδα, ή και το ανθρώπινο είδος ως μονάδα, χωρίς ίσως τη δυνατότητα -εξαιτίας αυτής της μερικότητας και της περιαγωγής του μέσα στο όλον- να έχει την εποπτεία και τη συνολική θεώρηση, γι αυτό ίσως απουσιάζει επαρκής και ασφαλής εξήγηση του είναι ή του γίγνεσθαι.
Το κείμενο σε μια διαλεκτική σχέση με το χρόνο εντός της ομάδας ποιημάτων όπου εντάσσεται (Δεκατέσσερις χειραψίες με το χρόνο) έρχεται να τοποθετηθεί ομιλητικά μαζί τους, να συνυπογράψει τον αγώνα και την αγωνία του με το ανθρώπινο γένος στο πλαίσιο του χρόνου που κυλά ερήμην του, να συνυπογράψει την τύχη του και να θέσει τον εαυτό του και το δέκτη – αναγνώστη στο πλαίσιο της ανθρώπινης περιορισμένης κυκλικής κίνησης όπου τα όρια του είναι πεπερασμένα και στον οποίο βρίσκεται πολιορκημένη η ζωή μας. Όσο παραμένουμε εντός κύκλου και τροχιάς η μοίρα είναι προκαθορισμένη χωρίς περιθώριο επιλογής. Τότε λογικά η μόνη διέξοδος που διαφαίνεται είναι η φυγή από τον κύκλο και ο εκτροχιασμός, η εκτόξευση ή διαφυγή από τη γήινη και υλική τροχιά. Αυτό όμως ίσως απαιτεί μια τολμηρή έξοδο που προϋποθέτει αρκετό ρίσκο: την κίνηση στον άγνωστο χώρο εκτός του κύκλου. Εφόσον φιλοσοφία, αν δεχτούμε αυτή την ερμηνεία, εμπεριέχει μια θεωρητική και μια έμπρακτη εκδοχή, από το κείμενο προκύπτει ένα προκλητικό ερώτημα: αν θα κινηθούμε στα γνωστά ορισμένα πεπερασμένα όρια όπου βρίσκεται πολιορκημένη η ζωής μας από την αλαζονεία της λογικής θεώρησης που χαρακτηρίζουμε ασφάλεια, ή θα τολμήσουμε να αφήσουμε το στέρεο έδαφος που απαιτεί η λογική μας και να ταξιδέψουμε στον ανασφαλή άπειρο χώρο όπου δεν υπάρχουν αποδείξεις και πιστοποιητικά, όπου η είσοδος είναι ελεύθερη για τους τολμηρούς ή ριψοκίνδυνους της σκέψης και μοναδικό διαβατήριο είναι η βούληση της απόφασης.
Το σολωμικό αλωνάκι της πολιορκημένης από εσωτερικούς και εξωτερικούς περιορι-σμούς ζωής μας επιδέχεται, αν δε θέλουμε να υπογράψουμε το φιλοσοφικό μας θάνατο, ως μόνη λύση μια τολμηρή και ριψοκίνδυνη έξοδο.
Αν στο αλώνι δεν υπάρχει άλως, αλλά καραδοκεί η άλωση, τότε θα πρέπει να διερωτηθού-με αν και τι υπάρχει εκτός κύκλου. Να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε αν θα παραμείνουμε εντός κύκλου με πιστοποιημένη την άλωση ή θα αιωρηθούμε εκτός κύκλου στον άγνωστο χώρο του απείρου.
Αν οι δυνάμεις εντός κύκλου είναι άγνωστο από πού ορίζονται και πώς επιδρούν με μόνο σίγουρο ότι στερούν τα όρια της ελευθερίας μας , τι περιθώρια αφήνει άραγε ο υπερβατικός χώρος έξω από τον κύκλο; Η υπέρβαση μιας φιλοσοφικής εξόδου ως παραλογισμός που στηρίζεται σε αυθαίρετες υποθέσεις εξασφαλίζει στον άνθρωπο τουλάχιστον την ελπίδα ενός κόσμου ιδεατού χωρίς τα στίγματα που χαρακτηρίζουν την επίγεια ζωή μας. Ακροβατώντας στο αθέατο και στο άρρητο, το αναπόδεικτο, κερδίζουμε τη σιγουριά απλώς της ελευθερίας της σκέψης μας και όχι της ζωής μας. Αυτή είναι τελεσίδικα περιορισμένη από εσωτερικούς ή εξωτερικούς πολιορκητές, χωρίς ελπίδα, ασφάλεια και παρηγοριά. Ανοίγοντας τυφλά νοητικά βήματα στο ανεξερεύνητο φιλοσοφικό διάστημα, ανοίγουμε ίσως ένα παράθυρο στο μέλλον του ανθρώπου. Από την άλλη το μόνο παρήγορο που μένει να κάνουμε είναι να σφίξουμε το χέρι του συνοδοιπόρου μας και να μοιραστούμε τις ανησυχίες μας συνεχίζοντας το ταξίδι στο απέραντο αρχιπέλαγος το κατάστικτο με τα νησιά των φιλοσοφικών μας απόψεων εκτονώνοντας την επιθυμία μας για την αναζήτηση της αλήθειας, που δε θα περιορίσει την ακόρεστη δίψα της γνώσης, αλλά θα κάνει πιο πλούσιο το συμπόσιο.

>Η ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Απρ 20106

>Η ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Πας ο ων εκ της αληθείας
ακούει μου της φωνής

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΘ 37-38

Μπορεί και να ‘ναι απ’ τα γεράνια
που απόψε ο αέρας δε φυσά.
τον μάλωσαν μαζί με το φεγγάρι
και το δυόσμο που πέφτει πάνω
στην αφή.
Τώρα μπορείς πιο ήσυχα ν’ ακούσεις
τον τρόπο που χτενίζονται οι μηλιές
πώς διηγείται ο αδελφός σου τα’ όνειρό το
πώς το σκυλί το σούρουπο γαβγίζει τ’ όνομά σου.

Άκου!
Μη θέλεις όλα να τα γράφεις
δεν κατοικεί η αλήθεια στη γραφή.

Δημήτρη Περοδασκαλάκη, Μες στο λευκό και μες στο μαύρο

Στην εργασία μου θα προσπαθήσω να κατανοήσωτο πρώτο ποίημα Η γραφή και η αλήθεια της συλλογής «Μες στο Λευκό και μες στο μαύρο», το οποίο λειτουργεί ως ποιητικές προγραμματικές δηλώσεις της συλλογής.

Αν θέλουμε με λίγα λόγια να συλλάβουμε το νόημα του ποιήματος, θα το αναζητήσουμε στην κατακλείδα, όπου προκύπτει το συμπέρασμα ότι δεν κατοικεί η αλήθεια στη γραφή, και το διατυπώνεται η συμβουλή ή και προειδοποίηση να μην προσδοκά ο αναγνώστης να βρει τα πάντα στη γραφή. Εφόσον δε διαπιστώνω την πρόταση ενός εναλλακτικού γλωσσικού τρόπου επικοινωνίας, εκείνον του προφορικού λόγου, θα πρέπει να υποθέσω ότι ο τρόπος επικοινωνίας που επιλέγεται είναι η σιωπή, ένας τρόπος που στην πραγματικότητα αναιρεί την ίδια την ανθρώπινη επικοινωνία, αλλά και την ίδια την ποιητική επικοινωνία, εφόσον στις μέρες μας η ποίηση προσλαμβάνεται κυρίως μέσω της ανάγνωσης της γραφής και όχι της ακρόασης μιας απαγγελίας.

Από την άλλη η αποκάλυψη μέρους της αλήθειας και όχι του συνόλου των πληροφοριών μπορεί να οδηγήσει με τη σκόπιμη απόκρυψη στοιχείων. Θα πρέπει να αναζητήσουμε τους πιθανούς λόγους αυτής της απόκρυψης:

· Την αδυναμία του ποιητή να εκφραστεί μέσω της γλώσσας και μάλιστα της γραπτής που στερείται εξωγλωσσικών και παραγλωσσικών στοιχείων, της λεγόμενης γλώσσας του σώματος και καθίσταται γι αυτό το λόγο ανεπαρκής να αποδώσει σκέψεις ή συναισθήματα, όταν τα λόγια είναι φτωχά, ή όταν θα προϋπέθετε μια συνεχή επικοινωνία ποιητή –αναγνώστη, πομπού και δέκτη στην περίπτωση ασάφειας,

· Ο ποιητής επιλέγει να κρατήσει μυστικά και κρυφά, μόνο για τον εαυτό του, δεδομένα προσωπικά που δε θέλει να τα μοιραστεί με άλλους, γιατί αποτελούν ιδιωτική περιουσία και άβατο χώρο.

· Γιατί θέλει να μοιραστεί την αλήθεια του με τον αναγνώστη μέσω ενός υπαινικτικού ύφους, κατά το οποίο ο αναγνώστης καθίσταται τόσο οικείος, ώστε μπορεί να καταλαβαίνει τα μισόλογα ή τους υπαινιγμούς.

· Ένας ποιητής που απευθύνεται με γραπτό λόγο στους αναγνώστες του και τους δηλώνει ότι δεν πρόκειται να βρουν γραμμένα τα πάντα, μήπως τους στερεί τα κίνητρα να ασχοληθούν με την ποίησή του; Μπορεί βέβαια να συμβαίνει κάτι άλλο: τουλάχιστον θα πρέπει να στραφούν κάπου αλλού ή πρέπει να αναζητήσουν έναν άλλο τρόπο για να λάβουν το μήνυμα.

Μήπως πρέπει να κάνουμε μια διαφορετική ανάγνωση; Μήπως ο ποιητής θέλει να ωθήσει τον αναγνώστη να συμμετάσχει ενεργά στη διαδικασία της ποίησης, ποιώντας κι αυτός το δικό του έργο: της κατανόησης και ίσως τέλος τέλος της εύρεσης της αλήθειας που και οι δυο, ποιητής και αναγνώστης, αναζητούν και που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορούν να την κατακτήσουν; Κατ’ αυτή την έννοια ο ρόλος του αναγνώστη γίνεται ουσιαστικός και συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος συνεργασίας και συναδέλφωσης, δηλαδή πραγματικής ανθρώπινης επικοινωνίας.

Αυτή είναι βέβαια η κατάληξη του ποιήματος που ξαφνιάζει τόσο, ώστε σε αναγκάζει να ξεκινήσεις από εκεί. Δεν μπορείς όμως να αγνοήσεις ολόκληρο το ποίημα. Ποιες είναι οι συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη; Αν την αλήθεια δεν την προσεγγίζεις ή έστω δεν την αποκαλύπτεις με τη γραφή, τότε με ποιο άλλο τρόπο; Πρέπει τώρα ως αναγνώστρια να πάρω στα σοβαρά το ρόλο του συνεργάτη – συνερευνητή της αλήθειας σ’ ένα δρόμο όμως που χαράζει ο ποιητής , ψάχνοντας να βρω τα σημάδια που έχει κρύψει εδώ κι εκεί. Κάτι σαν παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού. Καλούμαι σε μια αποκωδικοποίηση του μηνύματος. Ας παίξουμε το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού λοιπόν. Ας προσπαθήσω να βρω τα κρυμμένα σημεία του κώδικα. Ας προσπαθήσω να τα αναζητήσω βήμα βήμα, λέξη λέξη:

· ο αέρας δε φυσά, γιατί τα γεράνια σε συνεργασία με το φεγγάρι και το δυόσμο τον μάλωσαν (σαν παιδί που συνηθίζουμε να μαλώνουμε όταν έχει κάνει κάποια αταξία), οπότε αμέσως αμέσως ο αέρας υποτασσόμενος ως στοιχείο που απευθύνεται στην ακοή έχει υποβαθμίσει την αίσθηση αυτή)

Τρία στοιχεία επεμβαίνουν ρυθμίζοντας τη σχέση ενός φυσικού φαινομένου, του ανέμου, ενός στοιχείου που προσλαμβάνεται κυρίως με την ακοή. Η υπερίσχυση των στοιχείων αυτών σημαίνει υπεροχή άλλων αισθήσεων

· τα γεράνια της όρασης κυρίως και δευτερευόντως της όσφρησης ,

· το φεγγάρι της όρασης ,

· το δυόσμο που πέφτει πάνω στην αφή, η οποία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς μπαίνοντας σε λειτουργία ελευθερώνει και τη δεύτερη δύναμή του δυόσμου, την οσμή, που μέχρι τότε παρέμενε στην αφάνεια, κι αυτές οι δυο αισθήσεις (αφή και όσφρηση μαζί) προκαλώντας η μια την άλλη δεν αφήνουν τον άνθρωπο να τα επιλέξει, αλλά επιβάλλονται ( η αφή και η όσφρηση και με αυτή μάλιστα τη σειρά παρουσιάζονται ως οι κύριες προσλαμβάνουσες αισθήσεις, εξάλλου πάλι το τρίτο στοιχείο βάσει του νόμου των τριών καταλαμβάνει εκτός από μεγαλύτερη έκταση και μεγαλύτερη σημασία)

( δεν μπορώ να μη θυμηθώ το ρόλο των αισθήσεων στον Πειρασμό του Σολωμού).

Συγκεντρώνοντας τα μέχρι τώρα στοιχεία είναι λοιπόν σαν τρία φυσικά στοιχεία να έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία να πρωταγωνιστήσουν και να κυριαρχήσουν θέτοντας τις ανθρώπινες αισθήσεις σε συναγερμό, αφού έχουν επιβληθεί και περιορίσει σε βαθμό καταστολής την ακοή, το φύσημα του ανέμου, που θεωρούσαν ενοχλητικό, γιατί ο θόρυβός του προκαλούσε μια δυσαρμονία.

Η αποκατάσταση λοιπόν ιδανικού κλίματος ( η σιγή – σιωπή του ανέμου) επιτρέπει στον ίδιο τον άνθρωπο ν’ ακούσει σε πολύ χαμηλά ντεσιμπέλ τον ελαφρύ ήχο που αφήνουν οι μηλιές

· (μηλιές: δέντρα γένους θηλυκού, δηλαδή καρποφόρα, θυμούμενη τον ορισμό που δίνει ο Φ. Κακριδής στα ονόματα γένους θηλυκού),

· παραπέμπουν στο γυναικείο φύλο, αναδεικνύοντας ερωτισμό με τη φροντίδα της εμφάνισης «χτενίζονται»

· το πλήθος τους παραπέμπει σε περιβόλι και θυμίζει τον Κήπο/παράδεισο κι αυτό με τη σειρά του τη χαμένη ευτυχία και αιωνιότητα.

(να θυμηθώ ότι και στου νεκρού αδελφού η ομορφιά της Αρετής δίνεται μόνο με το χτένισμά της

«στα σκοτεινά την έλουζε, στα άφεγγα τη χτενίζει

στ άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της»

και πολύ παρακάτω

« ηύρε την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι» )

Κι εδώ και στον Πειρασμό του Σολωμού και στο δημοτικό τα γεγονότα διαδραματίζονται/ αναδεικνύονται τη νύχτα, όπου η όραση καταστέλλεται, και η καταστολή αυτή συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη πρόσληψη του αρώματος των γερανιών και του δυόσμου

(γενικά το άρωμα μπορούμε να το αισθανθούμε σε όλο του το μεγαλείο μόνο αν (μισο)κλείσουμε τα μάτια μας, αν καταστείλουμε δηλαδή την όραση).

Η νύχτα εξάλλου ως χρόνος περιορισμένης όρασης , σε φυσικές τουλάχιστον συνθήκες, επιτρέπει σε άλλες αισθήσεις να πάρουν το προβάδισμα, όπως συμβαίνει και στους τυφλούς, ουσιαστικά δηλαδή περιθωριοποιείται ο ρόλος του σώματος και κινητοποιείται ο νοητικός μηχανισμός, ο οποίος στο χρόνο που επιλέγεται στο ποίημα βρίσκει το πιο εύφορο έδαφος για να λειτουργήσει.

Με λίγα λόγια αυτές είναι οι ιδανικές συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος, και μάλιστα λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας τη χρονική στιγμή, το σούρουπο, δηλαδή το τέλος μιας μέρας, το καταλληλότερο για αξιολόγηση, απολογισμό και περισυλλογή. Τότε μπορείς να δεχτείς μηνύματα από ένα πρόσωπο αναλόγου ηλικίας/ ισοτιμίας στην οικογενειακή ιεραρχία, αλλά και με παραπομπή στη συναδέλφωση. Αλλά και από άλλα όντα δέχεσαι μηνύματα κατώτερα από τα ανθρώπινα, ζώα, που όμως εξισώνονται και ανεβαίνουν στην κλίμακα της επικοινωνίας, καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου ζώου αποτελεί σύμβολο πίστης, φροντίδας και αφοσίωσης

(να μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος κι ο μόνος που αναγνώρισε τον Οδυσσέα χωρίς κανένα αναγνωριστικό σημάδι μετά από είκοσι συναπτά χρόνια απουσίας ήταν ο σκύλος του- τι δυνατό χαστούκι αλήθεια στη ματαιοδοξία και στον εγωισμό του ανθρώπου). Έτσι διαπιστώνεις ότι άνθρωποι ζώα και φυτά, καθώς και τα στοιχεία της φύσης ζουν στο ίδιο σύστημα που υπακούει στους ίδιους νόμους γέννησης και φθοράς, όπως πικρά απαντά στην έπαρση του Διομήδη ο Γλαύκος, στο πεδίο της μάχης, στο χώρο δηλαδή που ακούς στο σβέρκο σου την ανάσα του θανάτου, όπως παρατηρείται σε άλλο ποίημα:

«που μίλησε για φύλλα και γι ανθρώπων γενεές».

Ξανασυγκεντρώνω τα στοιχεία μου. Για να επιτευχθεί η εσωτερική επικοινωνία, για να λάβει ο άνθρωπος τα μηνύματα από το περιβάλλον του σε όλο το εύρος πρόσληψης των αισθήσεων, απαιτείται σιωπή και αυτοσυγκέντρωση. Αφού λοιπόν σε αυτό το ευνοϊκό κλίμα ολοκληρωθεί η διαδικασία του εσωτερικού διαλόγου (ή μονολόγου;) ο ποιητής είναι έτοιμος να στείλει το μήνυμά του απευθυνόμενος στην ακοή των δεκτών σου. Μάλλον προϋποθέτει ότι μόνο σε ένα ανάλογο κλίμα μπορεί να γίνει δεκτό χρησιμοποιώντας το ρήμα της ακοής, ενώ προηγουμένως την έχει θέσει στο περιθώριο: ισχυρή αντίθεση που φτάνει στο παράλογο και οξύμωρο: ενώ θεωρεί ιδανικό περιβάλλον εκείνο της απομόνωσής του («βάζοντας» τους πάντες να απουσιάζουν) και εκμεταλλεύεται τις ευνοϊκές συγκυρίες των στοιχείων της φύσης για την αυτοσυγκέντρωσή του, αξιώνει να στείλει το ποιητικό μήνυμα ακουστικά, «άκου», μέσω της γραφής, η οποία αναγκαστικά στις μέρες μας προσλαμβάνεται μόνο οπτικά (πρόκειται για ένα συναρπαστικά παράλογο συνδυασμό των αισθήσεων). Το μήνυμα που στέλνεται είναι λακωνικό: το μόνο που ζητείται ν’ ακουστεί είναι η δήλωση να μην περιμένει ο αναγνώστης να τα βρει όλα γραμμένα.

Αυτό σημαίνει ότι ο μοναδικός τρόπος πρόσληψης μηνυμάτων δεν είναι η ποίηση ή τουλάχιστον η ποίηση δεν μπορεί να τα χωρέσει/αποκαλύψει όλα; Καθημερινά διαπιστώνουμε ότι ούτε με τον προφορικό ούτε ακόμα περισσότερο με το γραπτό λόγο δεν μπορούμε να μεταδώσουμε τη δύναμη των σκέψεων και πολύ λιγότερο των αισθημάτων μας. Έτσι, ο ποιητής απευθύνεται στους μεμυημένους στον κώδικα της αλήθειας, όντας σίγουρος ή τουλάχιστον ελπίζει ότι αυτοί τουλάχιστον θα συλλάβουν το μήνυμα: αξιοποιώντας το πλούσιο θρησκευτικό λεκτικό του οπλοστάσιο προτάσσει ως μότο «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής».

Να θεωρήσω λοιπόν ότι χρησιμοποιείται ένας μυστικός κώδικας επικοινωνίας και μάλιστα αξιώνεται από τον αναγνώστη να τον γνωρίσει μόνος του προκειμένου να αποκωδικοποιήσει το ποιητικό μήνυμα, και να μην τα περιμένει όλα από τον ποιητή στο πλαίσιο της φιλοσοφικής αναζήτησης και της ποιητικής συνεργασίας. Σε αυτό τον αναγνώστη απευθύνεται ζητώντας να τον καταλάβει με αυτό τον τρόπο. Δεν επιχειρεί ο ποιητής την προσέγγιση, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο να τον προσεγγίσουν. Κι αν ισχύουν αυτά που σκέφτομαι, αναρωτιέμαι τι είναι που κάνει τον άνθρωπο και όχι τον ποιητή να διστάζει να προσεγγίσει επί της ουσίας τους ανθρώπους, αλλά τους ζητά να τον προσεγγίσουν εκείνοι μέσω του παιχνιδιού του κρυμμένου θησαυρού. Θεωρεί φαντάζομαι ότι σ’ αυτό το παιχνίδι δεν μπορεί να συμμετάσχει ο καθένας και μάλιστα ακόμα πιο περιορισμένος θα είναι ο αριθμός εκείνων που θα φτάσουν μέχρι το τέλος, ανακαλύπτοντας τελικά τον κρυμμένο θησαυρό.

Καταλήγω στα προσωπικό μου συμπέρασμα από το ποίημα:
Το έντονο συγκινησιακά κλίμα που δημιουργείται από το ρόλο, τη συμμετοχή ή εξασθένιση, των αισθήσεων, δημιουργεί μια υπαινιχτικά ερωτική ατμόσφαιρα, καθώς στο ημίφως του δειλινού η όραση παραχωρεί τη θέση της στις κυρίως ερωτικές αισθήσεις, όσφρηση και αφή, ενώ η ίδια επιτρέπει την παραποίηση των δεδομένων ή τη χαλάρωση του σώματος από τις ημερήσιες δραστηριότητες για να περάσει στις νυχτερινές: του απολογισμού κα της αυτοκριτικής. Είναι η ώρα της ξεκούρασης, της επαφής με τους αγαπημένους μας, της επικοινωνίας γενικότερα. Ενώ ο ίδιος ο ποιητής έχει λάβει τα μηνύματά του, είναι έτοιμος να στείλει το δικό του, που δημιουργεί μια ανατροπή: είναι η συνειδητοποίηση ότι δε χωρεί, δεν περιορίζεται η ομορφιά της ζωής σε λέξεις, που δημιουργούν στεγανά και περιορίζουν τη φαντασία και τη σκέψη και του ποιητή και του αναγνώστη.



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων