Χαρακτηριστικά του θανάτου

Ιούλ 200916


Τα επίθετα που χαρακτηρίζουν το θάνατο φανερώνουν την απέχθεια των ανθρώπων γι’ αυτόν και εκφράζουν την άποψή τους ότι ταυτίζεται με τη μοίρα του ανθρώπου.

Β [i] Οι δυνάμεις που ευθύνονται για το θάνατο του ανθρώπου και που κυβερνούν το νεκρό μετά θάνατο είναι η Μοίρα, ο Άδης, ο Θάνατος, ο Χάρος, αλλά και ο Ερμής. [ii]

 Το μέλος του ανθρώπινου σώματος στο οποίο φαίνεται η επίπτωση του θανάτου είναι κυρίως τα μάτια. Τα μάτια κλείνουν και επέρχεται μαύρο σκοτάδι. [iii] Ακολουθούν περίεργες για μας εκφράσεις που δηλώνουν την επιθανάτια αγωνία ή απλώς περιγράφουν το θάνατο[iv]. Η σωματική δύναμη παραλύει[v]. Δεν τον ενδιαφέρει πια τίποτα. [vi]

Η φρίκη δε σταματά εκεί. Τα σκουλήκια συνεχίζουν με το αποτρόπαιο έργο τους την καταστροφή, ενώ ακολουθεί η αποσύνθεση: η σήψη της σάρκας και των οστών. [vii]

Από τη στιγμή που πεθαίνει κάποιος η ψυχή του χωρίζεται από το σώμα[viii]. Η ψυχή αποχωρεί, πετά, φεύγει σαν καπνός (είναι άυλη επομένως) και κατευθύνεται στον Άδη, που είναι ο χώρος των νεκρών. Προφανώς ο Άδης είναι υπόγειος χώρος, αφού οι ψυχές κατεβαίνουν σ’ αυτόν, στης γης τα τρίσβαθα, σκοτεινός (ανήλιαγα σκοτάδια[ix]), άρα η επικοινωνία με τον πάνω κόσμο, τον κόσμο του φωτός αδύνατη[x].

Για να καταφέρει ο νεκρός να περάσει στην καινούρια του πατρίδα, στον Κάτω Κόσμο, πρέπει να διαβεί το ποτάμι, πράγμα αδύνατο, αν δεν τύχει από τους ζωντανούς τις καθιερωμένες τιμές για τους νεκρούς. Διαφορετικά τριγυρίζει έξω από τις πλατειές πόρτες του Άδη, χωρίς να μπορεί να μπει μέσα, γιατί οι άλλες ψυχές τον αποδιώχνουν[xi].

Από τη στιγμή που του προσφερθούν οι νεκρικές τιμές ο νεκρός ανήκει οριστικά πια στον καινούριο του κόσμο, όπου δεν υπάρχει μνήμη του παλιού και ακόμα περισσότερο δεν υπάρχει επιστροφή. Εξαίρεση γίνεται μόνο αν το θελήσουν οι θεοί. Εκεί υπάρχει σκιώδης ύπαρξη, καθόλου όμως ζωή, όπως συνειδητοποιεί ο Αχιλλέας ότι η προσπάθειά του ν’ αγκαλιάσει τον Πάτροκλο είναι μάταια[xii].

Το βασίλειο του Κάτω Κόσμου προκαλεί τη φρίκη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στους θεούς, γι’ αυτό  ο βασιλιάς του Πλούτωνας το κρατά κλειστό μακριά από τα μάτια τους γεμάτος ντροπή[xiii].

[xiv]



 

[i] Σελίδα: 1
352 Σελίδα: 1
352 μαύρος θάνατος

Σ 463-5 ο Ήφαιστος συμπονώντας τη Θέτιδα την παρηγορεί και εύχεται να μπορούσε να διώξει τον οργισμένο θάνατο από το παιδί της, όταν θα τον ζυγώνει η άσπλαχνη μοίρα.

Π 855- 7 μετά τα τελευταία λόγια του Πατρόκλου ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια και η ψυχή του πέταξε να κατεβεί στον Άδη θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε ανδρειά και νιότη.

Φ 547-8 ο Απόλλωνας συμπαραστέκεται στον Αντήνορα και στέκεται στο πλευρό του να διώξει από πάνω του τη βαριά Μοίρα του θανάτου.

Χ 261-72 ο Αχιλλέας δε δέχεται τη συμφωνία, γιατί όπως δε μονιάζουν τα λιοντάρια με τους ανθρώπους και τα αρνιά με τους λύκους το ίδιο κι αυτοί δε γίνεται να έχουν αγάπη πριν ένας από τους δύο πέσει στη γη και χορτάσει με το αίμα του το Χάρο. Τέλος λέει ότι δεν έχει γλιτωμό, αλλά το θάνατό του ετοίμασε η Αθηνά με το κοντάρι του κι έτσι θα πληρώσει μαζεμένες τις πίκρες για τους συντρόφους που του σκότωσε.

Χ 361-3 Ως είπε τούτα, ευθύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,

κι απ’ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,

θρηνολογώντας για τη μοίρα της που αφήκε αντρειά και νιότη.

Ψ 99-101 και άπλωσε τα χέρια του, αλλά η ψυχή τού ξέφυγε βαθιά στο χώμα κλαψουρίζοντας σαν καπνός

Π 571-80 ο Επειγέας , ο οποίος είχε  σκοτώσει έναν ξάδερφό του στην πατρίδα του έφτασε στη Θέτιδα και στον Πηλέα και τους παρακάλεσε να   τον κρατήσουν ,κι εκείνοι τον έστειλαν στην Τροία με τον Αχιλλέα. Αυτός τώρα σκοτώθηκε από τον Έκτορα που του έριξε μια πέτρα στο κεφάλι και χύθηκε γύρω του ο θάνατος ο ψυχοκαταλύτης.

 

μαύρος θάνατος

 

 

[ii] Σελίδα: 1
ευκαιρία να  τον χτυπήσει με το σπαθί στο σβέρκο, το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα, και εκείνου τα μάτια του τα σφαλίζει η Μοίρα η παντοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος.

Ρ 477-8 ο Αυτομέδοντας λέει στον Αλκιμέδοντα, ότι, αφού τον Πάτροκλο τον κρατά ο θάνατος και η μαύρη μοίρα, κανείς δεν μπορεί να κυβερνήσει τα άλογά του.

Π 330-4  ο Αίας του Οϊλέα, καθώς σκοντάφτει και πέφτει μπρούμυτα ο Κλεόβουλος, βρίσκει την

1.  έπειτα τον Έχεκλο χτυπά με το σπαθί στο κεφάλι. Το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα κι εκείνου τα μάτια σφαλίζει η Μοίρα η τρανοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος

Φ 547-8 ο Απόλλωνας συμπαραστέκεται στον Αντήνορα και στέκεται στο πλευρό του να διώξει από πάνω του τη βαριά Μοίρα του θανάτου.

Χ 261-72 ο Αχιλλέας δε δέχεται τη συμφωνία, γιατί όπως δε μονιάζουν τα λιοντάρια με τους ανθρώπους και τα αρνιά με τους λύκους το ίδιο κι αυτοί δε γίνεται να έχουν αγάπη πριν ένας από τους δύο πέσει στη γη και χορτάσει με το αίμα του το Χάρο. Τέλος λέει ότι δεν έχει γλιτωμό, αλλά το θάνατό του ετοίμασε η Αθηνά με το κοντάρι του κι έτσι θα πληρώσει μαζεμένες τις πίκρες για τους συντρόφους που του σκότωσε.

Ω 343-4 ο Ερμής παίρνει μαζί του το ραβδί, με το οποίο γητεύει και κλείνει τα μάτια όσων θέλει, ενώ άλλους ξυπνά από τον ύπνο.

Σ 463-5 ο Ήφαιστος συμπονώντας τη Θέτιδα την παρηγορεί και εύχεται να μπορούσε να διώξει τον οργισμένο θάνατο από το παιδί της, όταν θα τον ζυγώνει η άσπλαχνη μοίρα.

 

Σελίδα: 1
ευκαιρία να  τον χτυπήσει με το σπαθί στο σβέρκο, το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα, και εκείνου τα μάτια του τα σφαλίζει η Μοίρα η παντοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος.

 

 

[iii] Σελίδα: 1
Ζ 11 Ο Αίας σκοτώνει τον Ακάμαντα, του οποίου τα μάτια σκεπάζει σκοτάδι.

Ξ 516-9 ο Μενέλαος σκοτώνει τον Υπερήνορα στα σπλάχνα και από την ανοιχτή πληγή φεύγει η ψυχή και σκεπάζει τα μάτια του θολό σκοτάδι.

Π 855- 7 μετά τα τελευταία λόγια του Πατρόκλου ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια και η ψυχή του πέταξε να κατεβεί στον Άδη θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε ανδρειά και νιότη.

Χ 361-3 Ως είπε τούτα, ευθύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,

κι απ’ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,

θρηνολογώντας για τη μοίρα της που αφήκε αντρειά και νιότη.

Ω 343-4 ο Ερμής παίρνει μαζί του το ραβδί, με το οποίο γητεύει και κλείνει τα μάτια όσων θέλει, ενώ άλλους ξυπνά από τον ύπνο

Υ 463-72 ο Τρώας πηγαίνει κοντά στον Αχιλλέα, μήπως και του χάριζε τη ζωή, ο άμυαλος, αφού δε σκέφτηκε ότι δεν μπορεί να του αλλάξει το μυαλό, γιατί δεν είχε μπροστά του έναν καλόγνωμο ή  ψυχόπονο άνθρωπο, αλλά ένα θεριό. Όπως του έσφιγγε τα γόνα τα μες στα χέρια του, εκείνος του κάρφωσε το σπαθί στο συκώτι. Το ολόμαυρο αίμα πλημμύριζε τον κόρφο του και νύχτα πυκνή σκέπασε τα δυο του μάτια , καθώς του έφευγε η ζωή.

Υ 472-89  ανδροκτασίες

1.  έπειτα τον Έχεκλο χτυπά με το σπαθί στο κεφάλι. Το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα κι εκείνου τα μάτια σφαλίζει η Μοίρα η τρανοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος

Φ 177-83 ο Αστεροπαίος, αφού για τρεις φορές απέτυχε να σκοτώσει τον Αχιλλέα, προσπαθεί και για τέταρτη φορά, αλλά τότε εκείνος τον πετυχαίνει στην κοιλιά, κοντά στον αφαλό, χύθηκαν τα σπλάχνα του στη γη και σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι, καθώς ξεψυχούσε.

Χ 361-3 Ως είπε τούτα, ευθύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,

κι απ’ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,

θρηνολογώντας για τη μοίρα της που αφήκε αντρειά και νιότη.

 

Σελίδα: 1
Σελίδα: 1
Ζ 11 Ο Αίας σκοτώνει τον Ακάμαντα, του οποίου τα μάτια σκεπάζει σκοτάδι.

Ξ 516-9 ο Μενέλαος σκοτώνει τον Υπερήνορα στα σπλάχνα και από την

 

 

[iv] Σελίδα: 1
Ρ 311-5 ο Αίας σκοτώνει το Φόρκη που στάθηκε μπροστά στον Ιππόθοο. Τον πετυχαίνει στα έντερα κι αυτός σωριάστηκε στη γη και έσφιγγε το χώμα με τις παλάμες.

Τ 59-62 ο Αχιλλέας εύχεται στη σύναξη των Αχαιών να είχε χτυπήσει η Άρτεμη τη Βρισηίδα τη μέρα που κυρίευσε τη Λυρνησσό και την πήρε. Έτσι δε θα δαγκώνανε τόσοι Αχαιοί τη γη κάτω από τα χέρια των εχθρών, όσο κρατούσε ο θυμός του.

Υ 472-89  ανδροκτασίες

Ω 725- 45 το μοιρολόγι της Ανδρομάχης. ο Έκτορας έκανε πολλούς Αργίτες να δαγκάσουν τη γη.

 

 

[v] Σελίδα: 1
Η16 ο Ιφίνοος σωριάζεται νεκρός στο χώμα από τον Έκτορα και λύνεται η δύναμή του.

Ν 358-60 έτσι (ο Ποσειδώνας και ο Δίας) του πολέμου του ανέσπλαχνου και της σφαγής της άγριας

τεντώσαν το σκοινί  από πάνω τους για να τους κλείσουν μέσα,

ασύντριφτο, άλυτο, μα που λυσε πολλών τα γόνα τότε.

 

 

 

 

[vi] Π 770-6 γύρω στον Κεβριόνη πολεμούν σαν αντίθετοι άνεμοι οι δυο λαοί και πέφτουν κονταριές, σαϊτιές και πετριές στις ασπίδες, ενώ ο ίδιος ο νεκρός κείτουνταν φαρδύς πλατύς στη σκόνη, χωρίς να τον νοιάζουν πια τα άλογα και οι μάχες.

 

 

[vii] Σελίδα: 1
Χ 509 η Ανδρομάχη λέει στο νεκρό Έκτορα ότι θα τον φάνε σκουλήκια, μακριά από τους δικούς του, αφού πρώτα χορτάσει τους σκύλους. Κι όμως υπάρχουν τόσα ρούχα που θα μπορούσαν να γίνουν το σάβανό του, τώρα όμως θα τα κάψει και το μοναδικό κέρδος του θα είναι ο έπαινος των Τρώων.

Τ 23-7 ο Αχιλλέας δέχεται να φορέσει την καινούρια του πανοπλία, ανησυχεί όμως μήπως χωθούν οι μύγες από τις πληγές στο σώμα του Πατρόκλου γεννώντας σκουλήκια και χαλάσουν την όψη του, αφού τέλειωσε η ζωή του, και σαπίσει.

Έκτορας το κορμί του δε σάπισε ούτε τα σκουλήκια, που τρώνε όσους σκοτώνονται στον πόλεμο, τον έχουν φάει. Αν και ο Αχιλλέας τον σέρνει άσπλαχνα κάθε πρωί γύρω από το μνήμα  του Πατρόκλου, κι ο ίδιος, όταν θα πάει, θα απορήσει που μένει ολόδροσος και απείραχτος και έφυγαν τα αίματα και έκλεισαν οι πληγές, που τόσες του άνοιξαν με τα όπλα. Έτσι νοιάστηκαν γι’ αυτόν οι θεοί που τον αγάπησαν κατάκαρδα.

Δ174 (συνέχεια) θα κείτεται στην Τροία  και τα κόκαλά του θα τα σαπίζει το χώμα

 

 

[viii] Σελίδα: 1
Π 502-5 ο Πάτροκλος  πατώντας το στήθος του Σαρπηδόνα τραβά το κοντάρι και ξεχύνονται τα σπλάχνα του και ξεριζώνει την ψυχή του.

Ξ 516-9 ο Μενέλαος σκοτώνει τον Υπερήνορα στα σπλάχνα και από την ανοιχτή πληγή φεύγει η ψυχή και σκεπάζει τα μάτια του θολό σκοτάδι.

Π 855- 7 μετά τα τελευταία λόγια του Πατρόκλου ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια και η ψυχή του πέταξε να κατεβεί στον Άδη θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε ανδρειά και νιότη.

Χ 361-3 Ως είπε τούτα, ευθύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,

κι απ’ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,

θρηνολογώντας για τη μοίρα της που αφήκε αντρειά και νιότη.

Ψ 99-101 και άπλωσε τα χέρια του, αλλά η ψυχή τού ξέφυγε βαθιά στο χώμα κλαψουρίζοντας σαν καπνός

Ω 46-54 όταν κάποιος χάσει δικό του άνθρωπο ή αδέρφι από την ίδια κοιλιά ή και παιδί του ακόμα, αφού τον κλάψει και δαρθεί μερώνει και σωπαίνει, γιατί οι Μοίρες έδωσαν στον άνθρωπο καρδιά να αντέχει. Μόνο ο Αχιλλέας συμπεριφέρεται άπρεπα στον Έκτορα που σκότωσε τον Πάτροκλο, και δε θα του βγει σε καλό, μήπως τον οργιστούν οι θεοί, γιατί ό,τι ντροπιάζει αυτός είναι σώμα χωρίς ψυχή.

 

 

[ix] Σελίδα: 1
Ε 652-4 Απαντώντας του ο Σαρπηδόνας τον φοβερίζει ότι εκείνος θα τον σκοτώσει κερδίζοντας δόξα, ενώ ο Άδης θα χαρεί το σώμα του Σ 328-40 ο Αχιλλέας θρηνώντας τον Πάτροκλο λέει ότι είναι γραφτό να μπει στη γη μετά τον Πάτροκλο

Τ 273-4  ο Αχιλλέας μιλώντας στη σύναξη των Αχαιών λέει ότι το δίχως άλλο ο Δίας θα έβαλε στο μυαλό του να κατεβούν αμέτρητοι Αχαιοί στον Άδη.

Π 855- 7 μετά τα τελευταία λόγια του Πατρόκλου ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια και η ψυχή του πέταξε να κατεβεί στον Άδη θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε ανδρειά και νιότη.

Χ 482 εσύ κινάς και πας στης γης τα τρίσβαθα

Ψ 49-53 ο Αχιλλέας δίνει εντολή να φέρουν ό,τι χρειάζεται για να βάλουν στο νεκρό να το έχει μαζί του καθώς θα κατεβαίνει στα ανήλιαγα σκοτάδια.

Η 327-37 ο Νέστορας προτείνει :

«Υγιέ του Ατρέα και σεις οι επίλοιποι των Αχαιών αρχόντοι,

τώρα στερνά πολλοί μακρόμαλλοι σκοτώθηκαν Αργίτες,

και σκόρπισε το μαύρο γαίμα τους ο γαύρος Άρης γύρω

στου Σκάμανδρου το ρέμα, κι έστειλε στον Άδη τις ψυχές τους.

 

 

 

 

[x] Σελίδα: 1
Ι 406-9 «Τα παχιά ζώα κουρσεύονται, κουρσεύονται τα βόδια,

τα ξανθοκέφαλα αγοράζουνται φαριά και τα τριπόδια

μόνο η ζωή του ανθρώπου, ως ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη,

πίσω δε γέρνει, δεν κουρσεύεται, δεν πιάνεται ποτέ της.»

 

 

[xi] Σελίδα: 1
Ψ 65-79 όταν ο Αχιλλέας πηγαίνει στην ακρογιαλιά και τον παίρνει ο ύπνος έρχεται η ψυχή του Πάτροκλου να τον ανταμώσει με τη μορφή του ίδιου σε  όλα και μάλιστα φορούσε και τα ρούχα του. Του ζητά να θάψει το κορμί  ου γρήγορα, γιατί τον διώχνουν οι ψυχές και δεν τον αφήνουν να μπει στον Κάτω Κόσμο περνώντας το ποτάμι, κι έτσι τριγυρίζει έξω από τον πλατύπορτο Άδη. Του ζητά να του δώσει το χέρι του, γιατί από τη στιγμή που θα βάλουν φωτιά και θα τον κάψουν δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει στον απάνω κόσμο.

 

 

 

[xii] Σελίδα: 1
Ψ 103-4 ο Αχιλλέας συνειδητοποιεί ότι στον Άδη βρίσκεται ψυχή και σκιώδης ύπαρξη, όμως καθόλου ζωή.

Χ 386-90 ο Αχιλλέας λέει ότι δε θα προχωρήσει στη μάχη, αφού ο Πάτροκλος περιμένει νεκρός στα πλοία άκλαυτος και άθαφτος,  που αυτός δεν πρόκειται να τον ξεχάσει όσο θεωρείται ζωντανός και τον βαστούν τα γόνατά του (έχει τις δυνάμεις του). Αλλά  και αν όσοι βρίσκονται στον Άδη ξεχνούν τους πεθαμένους, αυτός κι εκεί ακόμα θα τον συλλογίζεται.

 

 

[xiii] Σελίδα: 1
Υ 61-6 καθώς ο Δίας και ο Ποσειδώνας βροντούν που αρχίζει η μάχη, ο Άδης, ο βασιλιάς των νεκρών, τρομάζει και πετάγεται από το θρόνο του, φοβούμενος μήπως ο Ποσειδώνας πάει κι ανοίξει από πάνω του στα δυο τη γη και φανεί σε θνητούς και αθάνατους το αρχοντικό του, που και οι θεοί το εχθρεύονται, φριχτό και αραχλιασμένο.

 

 

 

[xiv] Επιμέλεια: Γιακουμάκη Μαρία

 

[1] Σελίδα: 1
352 Σελίδα: 1
352 μαύρος θάνατος

Σ 463-5 ο Ήφαιστος συμπονώντας τη Θέτιδα την παρηγορεί και εύχεται να μπορούσε να διώξει τον οργισμένο θάνατο από το παιδί της, όταν θα τον ζυγώνει η άσπλαχνη μοίρα.

Π 855- 7 μετά τα τελευταία λόγια του Πατρόκλου ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια και η ψυχή του πέταξε να κατεβεί στον Άδη θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε ανδρειά και νιότη.

Φ 547-8 ο Απόλλωνας συμπαραστέκεται στον Αντήνορα και στέκεται στο πλευρό του να διώξει από πάνω του τη βαριά Μοίρα του θανάτου.

Χ 261-72 ο Αχιλλέας δε δέχεται τη συμφωνία, γιατί όπως δε μονιάζουν τα λιοντάρια με τους ανθρώπους και τα αρνιά με τους λύκους το ίδιο κι αυτοί δε γίνεται να έχουν αγάπη πριν ένας από τους δύο πέσει στη γη και χορτάσει με το αίμα του το Χάρο. Τέλος λέει ότι δεν έχει γλιτωμό, αλλά το θάνατό του ετοίμασε η Αθηνά με το κοντάρι του κι έτσι θα πληρώσει μαζεμένες τις πίκρες για τους συντρόφους που του σκότωσε.

Χ 361-3 Ως είπε τούτα, ευθύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,

κι απ’ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,

θρηνολογώντας για τη μοίρα της που αφήκε αντρειά και νιότη.

Ψ 99-101 και άπλωσε τα χέρια του, αλλά η ψυχή τού ξέφυγε βαθιά στο χώμα κλαψουρίζοντας σαν καπνός

Π 571-80 ο Επειγέας , ο οποίος είχε  σκοτώσει έναν ξάδερφό του στην πατρίδα του έφτασε στη Θέτιδα και στον Πηλέα και τους παρακάλεσε να   τον κρατήσουν ,κι εκείνοι τον έστειλαν στην Τροία με τον Αχιλλέα. Αυτός τώρα σκοτώθηκε από τον Έκτορα που του έριξε μια πέτρα στο κεφάλι και χύθηκε γύρω του ο θάνατος ο ψυχοκαταλύτης.

 

μαύρος θάνατος

 

[1] Σελίδα: 1
ευκαιρία να  τον χτυπήσει με το σπαθί στο σβέρκο, το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα, και εκείνου τα μάτια του τα σφαλίζει η Μοίρα η παντοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος.

Ρ 477-8 ο Αυτομέδοντας λέει στον Αλκιμέδοντα, ότι, αφού τον Πάτροκλο τον κρατά ο θάνατος και η μαύρη μοίρα, κανείς δεν μπορεί να κυβερνήσει τα άλογά του.

Π 330-4  ο Αίας του Οϊλέα, καθώς σκοντάφτει και πέφτει μπρούμυτα ο Κλεόβουλος, βρίσκει την

1.  έπειτα τον Έχεκλο χτυπά με το σπαθί στο κεφάλι. Το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα κι εκείνου τα μάτια σφαλίζει η Μοίρα η τρανοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος

Φ 547-8 ο Απόλλωνας συμπαραστέκεται στον Αντήνορα και στέκεται στο πλευρό του να διώξει από πάνω του τη βαριά Μοίρα του θανάτου.

Χ 261-72 ο Αχιλλέας δε δέχεται τη συμφωνία, γιατί όπως δε μονιάζουν τα λιοντάρια με τους ανθρώπους και τα αρνιά με τους λύκους το ίδιο κι αυτοί δε γίνεται να έχουν αγάπη πριν ένας από τους δύο πέσει στη γη και χορτάσει με το αίμα του το Χάρο. Τέλος λέει ότι δεν έχει γλιτωμό, αλλά το θάνατό του ετοίμασε η Αθηνά με το κοντάρι του κι έτσι θα πληρώσει μαζεμένες τις πίκρες για τους συντρόφους που του σκότωσε.

Ω 343-4 ο Ερμής παίρνει μαζί του το ραβδί, με το οποίο γητεύει και κλείνει τα μάτια όσων θέλει, ενώ άλλους ξυπνά από τον ύπνο.

Σ 463-5 ο Ήφαιστος συμπονώντας τη Θέτιδα την παρηγορεί και εύχεται να μπορούσε να διώξει τον οργισμένο θάνατο από το παιδί της, όταν θα τον ζυγώνει η άσπλαχνη μοίρα.

 

Σελίδα: 1
ευκαιρία να  τον χτυπήσει με το σπαθί στο σβέρκο, το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα, και εκείνου τα μάτια του τα σφαλίζει η Μοίρα η παντοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος.

 

[1] Σελίδα: 1
Ζ 11 Ο Αίας σκοτώνει τον Ακάμαντα, του οποίου τα μάτια σκεπάζει σκοτάδι.

Ξ 516-9 ο Μενέλαος σκοτώνει τον Υπερήνορα στα σπλάχνα και από την ανοιχτή πληγή φεύγει η ψυχή και σκεπάζει τα μάτια του θολό σκοτάδι.

Π 855- 7 μετά τα τελευταία λόγια του Πατρόκλου ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια και η ψυχή του πέταξε να κατεβεί στον Άδη θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε ανδρειά και νιότη.

Χ 361-3 Ως είπε τούτα, ευθύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,

κι απ’ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,

θρηνολογώντας για τη μοίρα της που αφήκε αντρειά και νιότη.

Ω 343-4 ο Ερμής παίρνει μαζί του το ραβδί, με το οποίο γητεύει και κλείνει τα μάτια όσων θέλει, ενώ άλλους ξυπνά από τον ύπνο

Υ 463-72 ο Τρώας πηγαίνει κοντά στον Αχιλλέα, μήπως και του χάριζε τη ζωή, ο άμυαλος, αφού δε σκέφτηκε ότι δεν μπορεί να του αλλάξει το μυαλό, γιατί δεν είχε μπροστά του έναν καλόγνωμο ή  ψυχόπονο άνθρωπο, αλλά ένα θεριό. Όπως του έσφιγγε τα γόνα τα μες στα χέρια του, εκείνος του κάρφωσε το σπαθί στο συκώτι. Το ολόμαυρο αίμα πλημμύριζε τον κόρφο του και νύχτα πυκνή σκέπασε τα δυο του μάτια , καθώς του έφευγε η ζωή.

Υ 472-89  ανδροκτασίες

1.  έπειτα τον Έχεκλο χτυπά με το σπαθί στο κεφάλι. Το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα κι εκείνου τα μάτια σφαλίζει η Μοίρα η τρανοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος

Φ 177-83 ο Αστεροπαίος, αφού για τρεις φορές απέτυχε να σκοτώσει τον Αχιλλέα, προσπαθεί και για τέταρτη φορά, αλλά τότε εκείνος τον πετυχαίνει στην κοιλιά, κοντά στον αφαλό, χύθηκαν τα σπλάχνα του στη γη και σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι, καθώς ξεψυχούσε.

Χ 361-3 Ως είπε τούτα, ευθύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,

κι απ’ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,

θρηνολογώντας για τη μοίρα της που αφήκε αντρειά και νιότη.

 

Σελίδα: 1
Σελίδα: 1
Ζ 11 Ο Αίας σκοτώνει τον Ακάμαντα, του οποίου τα μάτια σκεπάζει σκοτάδι.

Ξ 516-9 ο Μενέλαος σκοτώνει τον Υπερήνορα στα σπλάχνα και από την

 

[1] Σελίδα: 1
Ρ 311-5 ο Αίας σκοτώνει το Φόρκη που στάθηκε μπροστά στον Ιππόθοο. Τον πετυχαίνει στα έντερα κι αυτός σωριάστηκε στη γη και έσφιγγε το χώμα με τις παλάμες.

Τ 59-62 ο Αχιλλέας εύχεται στη σύναξη των Αχαιών να είχε χτυπήσει η Άρτεμη τη Βρισηίδα τη μέρα που κυρίευσε τη Λυρνησσό και την πήρε. Έτσι δε θα δαγκώνανε τόσοι Αχαιοί τη γη κάτω από τα χέρια των εχθρών, όσο κρατούσε ο θυμός του.

Υ 472-89  ανδροκτασίες

Ω 725- 45 το μοιρολόγι της Ανδρομάχης. ο Έκτορας έκανε πολλούς Αργίτες να δαγκάσουν τη γη.

 

[1] Σελίδα: 1
Η16 ο Ιφίνοος σωριάζεται νεκρός στο χώμα από τον Έκτορα και λύνεται η δύναμή του.

Ν 358-60 έτσι (ο Ποσειδώνας και ο Δίας) του πολέμου του ανέσπλαχνου και της σφαγής της άγριας

τεντώσαν το σκοινί  από πάνω τους για να τους κλείσουν μέσα,

ασύντριφτο, άλυτο, μα που λυσε πολλών τα γόνα τότε.

 

 

 

[1] Π 770-6 γύρω στον Κεβριόνη πολεμούν σαν αντίθετοι άνεμοι οι δυο λαοί και πέφτουν κονταριές, σαϊτιές και πετριές στις ασπίδες, ενώ ο ίδιος ο νεκρός κείτουνταν φαρδύς πλατύς στη σκόνη, χωρίς να τον νοιάζουν πια τα άλογα και οι μάχες.

 

[1] Σελίδα: 1
Χ 509 η Ανδρομάχη λέει στο νεκρό Έκτορα ότι θα τον φάνε σκουλήκια, μακριά από τους δικούς του, αφού πρώτα χορτάσει τους σκύλους. Κι όμως υπάρχουν τόσα ρούχα που θα μπορούσαν να γίνουν το σάβανό του, τώρα όμως θα τα κάψει και το μοναδικό κέρδος του θα είναι ο έπαινος των Τρώων.

Τ 23-7 ο Αχιλλέας δέχεται να φορέσει την καινούρια του πανοπλία, ανησυχεί όμως μήπως χωθούν οι μύγες από τις πληγές στο σώμα του Πατρόκλου γεννώντας σκουλήκια και χαλάσουν την όψη του, αφού τέλειωσε η ζωή του, και σαπίσει.

Έκτορας το κορμί του δε σάπισε ούτε τα σκουλήκια, που τρώνε όσους σκοτώνονται στον πόλεμο, τον έχουν φάει. Αν και ο Αχιλλέας τον σέρνει άσπλαχνα κάθε πρωί γύρω από το μνήμα  του Πατρόκλου, κι ο ίδιος, όταν θα πάει, θα απορήσει που μένει ολόδροσος και απείραχτος και έφυγαν τα αίματα και έκλεισαν οι πληγές, που τόσες του άνοιξαν με τα όπλα. Έτσι νοιάστηκαν γι’ αυτόν οι θεοί που τον αγάπησαν κατάκαρδα.

Δ174 (συνέχεια) θα κείτεται στην Τροία  και τα κόκαλά του θα τα σαπίζει το χώμα

 

[1] Σελίδα: 1
Π 502-5 ο Πάτροκλος  πατώντας το στήθος του Σαρπηδόνα τραβά το κοντάρι και ξεχύνονται τα σπλάχνα του και ξεριζώνει την ψυχή του.

Ξ 516-9 ο Μενέλαος σκοτώνει τον Υπερήνορα στα σπλάχνα και από την ανοιχτή πληγή φεύγει η ψυχή και σκεπάζει τα μάτια του θολό σκοτάδι.

Π 855- 7 μετά τα τελευταία λόγια του Πατρόκλου ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια και η ψυχή του πέταξε να κατεβεί στον Άδη θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε ανδρειά και νιότη.

Χ 361-3 Ως είπε τούτα, ευθύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,

κι απ’ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,

θρηνολογώντας για τη μοίρα της που αφήκε αντρειά και νιότη.

Ψ 99-101 και άπλωσε τα χέρια του, αλλά η ψυχή τού ξέφυγε βαθιά στο χώμα κλαψουρίζοντας σαν καπνός

Ω 46-54 όταν κάποιος χάσει δικό του άνθρωπο ή αδέρφι από την ίδια κοιλιά ή και παιδί του ακόμα, αφού τον κλάψει και δαρθεί μερώνει και σωπαίνει, γιατί οι Μοίρες έδωσαν στον άνθρωπο καρδιά να αντέχει. Μόνο ο Αχιλλέας συμπεριφέρεται άπρεπα στον Έκτορα που σκότωσε τον Πάτροκλο, και δε θα του βγει σε καλό, μήπως τον οργιστούν οι θεοί, γιατί ό,τι ντροπιάζει αυτός είναι σώμα χωρίς ψυχή.

 

[1] Σελίδα: 1
Ε 652-4 Απαντώντας του ο Σαρπηδόνας τον φοβερίζει ότι εκείνος θα τον σκοτώσει κερδίζοντας δόξα, ενώ ο Άδης θα χαρεί το σώμα του Σ 328-40 ο Αχιλλέας θρηνώντας τον Πάτροκλο λέει ότι είναι γραφτό να μπει στη γη μετά τον Πάτροκλο

Τ 273-4  ο Αχιλλέας μιλώντας στη σύναξη των Αχαιών λέει ότι το δίχως άλλο ο Δίας θα έβαλε στο μυαλό του να κατεβούν αμέτρητοι Αχαιοί στον Άδη.

Π 855- 7 μετά τα τελευταία λόγια του Πατρόκλου ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια και η ψυχή του πέταξε να κατεβεί στον Άδη θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε ανδρειά και νιότη.

Χ 482 εσύ κινάς και πας στης γης τα τρίσβαθα

Ψ 49-53 ο Αχιλλέας δίνει εντολή να φέρουν ό,τι χρειάζεται για να βάλουν στο νεκρό να το έχει μαζί του καθώς θα κατεβαίνει στα ανήλιαγα σκοτάδια.

Η 327-37 ο Νέστορας προτείνει :

«Υγιέ του Ατρέα και σεις οι επίλοιποι των Αχαιών αρχόντοι,

τώρα στερνά πολλοί μακρόμαλλοι σκοτώθηκαν Αργίτες,

και σκόρπισε το μαύρο γαίμα τους ο γαύρος Άρης γύρω

στου Σκάμανδρου το ρέμα, κι έστειλε στον Άδη τις ψυχές τους.

 

 

 

[1] Σελίδα: 1
Ι 406-9 «Τα παχιά ζώα κουρσεύονται, κουρσεύονται τα βόδια,

τα ξανθοκέφαλα αγοράζουνται φαριά και τα τριπόδια

μόνο η ζωή του ανθρώπου, ως ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη,

πίσω δε γέρνει, δεν κουρσεύεται, δεν πιάνεται ποτέ της.»

 

[1] Σελίδα: 1
Ψ 65-79 όταν ο Αχιλλέας πηγαίνει στην ακρογιαλιά και τον παίρνει ο ύπνος έρχεται η ψυχή του Πάτροκλου να τον ανταμώσει με τη μορφή του ίδιου σε  όλα και μάλιστα φορούσε και τα ρούχα του. Του ζητά να θάψει το κορμί  ου γρήγορα, γιατί τον διώχνουν οι ψυχές και δεν τον αφήνουν να μπει στον Κάτω Κόσμο περνώντας το ποτάμι, κι έτσι τριγυρίζει έξω από τον πλατύπορτο Άδη. Του ζητά να του δώσει το χέρι του, γιατί από τη στιγμή που θα βάλουν φωτιά και θα τον κάψουν δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει στον απάνω κόσμο.

 

 

[1] Σελίδα: 1
Ψ 103-4 ο Αχιλλέας συνειδητοποιεί ότι στον Άδη βρίσκεται ψυχή και σκιώδης ύπαρξη, όμως καθόλου ζωή.

Χ 386-90 ο Αχιλλέας λέει ότι δε θα προχωρήσει στη μάχη, αφού ο Πάτροκλος περιμένει νεκρός στα πλοία άκλαυτος και άθαφτος,  που αυτός δεν πρόκειται να τον ξεχάσει όσο θεωρείται ζωντανός και τον βαστούν τα γόνατά του (έχει τις δυνάμεις του). Αλλά  και αν όσοι βρίσκονται στον Άδη ξεχνούν τους πεθαμένους, αυτός κι εκεί ακόμα θα τον συλλογίζεται.

 

[1] Σελίδα: 1
Υ 61-6 καθώς ο Δίας και ο Ποσειδώνας βροντούν που αρχίζει η μάχη, ο Άδης, ο βασιλιάς των νεκρών, τρομάζει και πετάγεται από το θρόνο του, φοβούμενος μήπως ο Ποσειδώνας πάει κι ανοίξει από πάνω του στα δυο τη γη και φανεί σε θνητούς και αθάνατους το αρχοντικό του, που και οι θεοί το εχθρεύονται, φριχτό και αραχλιασμένο.

 

 

[1] Επιμέλεια: Γιακουμάκη Μαρία

Αφήστε μια απάντηση



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων