Στον Κεραμικό, λοιπόν, την ώρα που αποχαιρετάς τους αγαπημένους σου ανθρώπους, αυτούς που δικαίωσαν τις αρχές και τις αξίες που επιτρέπουν στην πόλη να επιβιώσει, καλείται ο Αθηναίος πολίτης να δει τη ζωή του μέσα από το πρίσμα του θανάτου, να τη θαυμάσει, να δει το μεγαλείο της, τη λάμψη της, να διαβάσει τη δικαίωση στα μάτια αυτών που έρχονται για εμπορικούς ή άλλους λόγους χωρίς να μπορούν να κρύψουν πάντοτε τη ζήλια τους, να την κρίνει και να τη συγκρίνει, για να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του.
Από τη μια το ανεξερεύνητο κενό του θανάτου που χάσκει κάτω σου, που οι Έλληνες δεν κατάφεραν να το δουν ποτέ χωρίς αποστροφή, και από την άλλη η λάμψη της ζωής που υψώνεται πάνω σου προσωποποιημένη στα λαμπρά ανθρώπινα έργα αφιερωμένα στους θεούς με την ψευδαίσθηση ότι έχεις εξασφαλίσει τη βοήθεια και τη συμπαράστασή τους κλείνει προκλητικά και δελεαστικά το μάτι.
Bιώνοντας το αίσθημα της απώλειας των αγαπημένων του προσώπων πρέπει να βρει δύναμη να συνεχίσει τη ζωή του και τον πόλεμο που μόλις άρχισε και, που όπως φαίνεται θα είναι μακρύς και σκληρός, καθώς μεταφράζεται ως αντιπαράθεση των δυο διαφορετικών μορφών του αρχαίου κόσμου, των δυο διαφορετικών τρόπων σκέψης της , όπως εντοπίζονται στη διαφορά των πολιτευμάτων: της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας.
Ήταν οι πολίτες του κόσμου μέσα από τα χρώματα και τους στραφταλισμούς των μαρμάρων που υψώνονται στο πιο ψηλό σημείο της πόλης τους, εκεί που οι θεοί τους προστατεύουν, όταν το λιμάνι, οι δρόμοι και η αγορά γεμίζουν από ξένους που φέρνουν τα χρήματά τους, όταν στα διαλείμματα της άθλησης, στα νυχτερινά συμπόσια, όπου το νερωμένο κρασί μπόρεσε να απελευθερώσει τη σκέψη και να αποκρύψει τις πιο μύχιες ελπίδες, φόβους και ανησυχίες…
Εκεί που διασταυρώνονται οι απόψεις που συγκρούονται όχι πάντα με ηρεμία και ανεκτικότητα, όταν οι δίκες γραφής δημιουργούν μια υψηλή στοίβα φακέλων, όταν η άλλη άποψη εκδιώκεται (Αναξαγόρας) …
Όταν η σφαιρική γνώση μέσα από την αντιπαράθεση των δυο πλευρών ερμηνεύεται ως προσπάθεια χρηματισμού σε μια Αθήνα που έχει αφαιρέσει και το δέρμα των συμμάχων της και όχι μόνο τα πορτοφόλια τους…
Όταν δε θα αργήσει να έρθει η μέρα που ο άνθρωπος σύμβολο της ελεύθερης σκέψης έκφρασης και αναζήτησης θα φορτωθεί ως εξιλαστήριο θύμα τα λάθη όλων ως άλλος Χριστός, χωρίς να φέρει όμως την ανάσταση, όταν οι πολιτικές δολοπλοκίες ερμηνεύονται εύκολα μέσω του DNA που φτάνει ως τις μέρες μας, αφήνοντας τις πόλεις άδειες και στέλνοντάς τους στα πέρατα του κόσμου να επιβιώσουν…
Όταν οι δυνατοί ιμπεριαλιστές σφάζουν, πουλούν, κλέβουν πώς ακούγεται στα αυτιά του αθηναίου πολίτη ο λόγος του Περικλή; Η λάμψη του μεγαλείου έχει καθησυχάσει τις ένοχες φωνές της συνείδησής τους, έχει κρύψει τα σκοτάδια της βαρβαρότητας;
Η εκμετάλλευση των δούλων επιτρέπει να πατήσουν το πόδι τους περήφανα πάνω στο πτώμα που δημιούργησαν για να μπορέσουν να επιβιώσουν όταν μόνο αδύναμες φωνές έχουν μιλήσει γι αυτούς που back stage έχουν θέσει τις βάσεις αυτού του μεγαλείου, χωρίς τους οποίους οι Αθηναίοι θα ήταν υποχρεωμένοι να αναλώνονται στις βιοτικές μέριμνες που δε θα τους άφηναν χρόνο και ψυχική δύναμη να πετάξουν τόσο ψηλά , αλλά θα τους είχαν προσδεμένους στα γρανάζια της πεζής επιβίωσης .
Όταν το άτομο δεν έχει συνειδητοποιήσει τους όρους και τα όρια της ζωής του, αλλά αγωνίζεται σε ένα μοναχικό δρόμο που στοχεύει στην προσωπική του ανάδειξη χωρίς να καταφέρνει να ισορροπεί παρά μόνο με το σθεναρό διπλωματικό χειρισμό ενός φωτισμένου ανθρώπου, που μόλις έλλειψε φάνηκαν αμέσως τα σημάδια της απουσίας του…
Η ελευθερία που θα επιτρέψει στο άτομο να φτάσει ψηλά προϋποθέτει μια ώριμη προσέγγιση της ζωής με αποδοχή των ορίων της ευθύνης, σεβασμό των άλλων, συνεργασία και συμπόρευση.
Όταν το εγώ κινημένο από το θράσος της προσωπικής ανύψωσης και όχι ανάτασης έφτασε πολύ ψηλά χάνοντας την επαφή του με τη βάση, αναγκαστικά βρέθηκε μετέωρο σε άγνωστους ουρανούς, χωρίς το σκοινί που θα το κρατούσε στέρεα προσδεμένο στο έδαφος.
Στους αντίποδες η Σπάρτη, όπου το άτομο έχει εξαφανιστεί μέσα στο σύνολο, αλλά το σύνολο αυτό μπορεί να προχωρεί ενωμένο, καθώς έχει διαμορφώσει και αναπτύξει τους συνεκτικούς αρμούς ανάμεσα στα μέλη της που μπορούν να τους επιτρέπουν να κινούνται κρύβοντας και ελέγχοντας το φόβο του θανάτου, πράγμα που τους επιτρέπει στη συνέχεια να βλέπουν και να ρυθμίζουν τα της ζωής ισορροπώντας ανάμεσά τους.
Τελικά καλείσαι να επιλέξεις ανάμεσα στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προς χάριν του συνόλου που θα σου επιτρέψει να ζήσεις ισορροπημένα εντός αυτού ή ελευθερία χωρίς όρια που εξαρθρώνει τη σχέση σου με τους άλλους αφήνοντας το άτομο έκθετο και απροστάτευτο, ώστε σε λίγο η κατάρρευση της πόλης θα το παρασύρει στη ροή της. Πού βρίσκεται η χρυσή τομή ανάμεσα στους δυο αυτούς διαφορετικούς τρόπους ζωής από την ακραία στέρηση της ελευθερία ως την ακραία χωρίς φραγμούς ελευθερία; Και βέβαια χρυσή τομή δε σημαίνει ακριβώς το κέντρο , ίσο μοίρασμα, σημαίνει ότι το ένα από τα δυο τμήματα πλεονεκτεί και υπερτερεί ελάχιστα μεν, ώστε να μη γίνεται έντονα αντιληπτή η διαφορά. Αν είναι έτσι, το προβάδισμα, την ισορροπία και την αρμονία θα πρέπει να το δώσουμε στο εγώ ή στο εμείς, στο άτομο ή στο σύνολο; Φαντάζομαι ότι κρίνοντας και μόνο εκ του αποτελέσματος η απάντηση έχει δοθεί, διαβάζοντας τα λάθη της δημαγωγίας και των πολιτικών φιλοδοξιών
Αλλά αυτό λέει η θεωρία… Στην πράξη, όμως, πόσο διατεθειμένος είναι κανείς να εφαρμόσει αυτή τη χρυσή τομή στη ζωή του, όταν ζει στην 3η χιλιετία μ.Χ. , όταν το ενδιαφέρον μας για τη δημοκρατία αναλώνεται στους τύπους και όχι στην ουσία της, όταν τη θυμόμαστε μόνο όταν πρόκειται με την παραβίαση των αρχών της να τονίσουμε το δικό μας ρόλο;
Σίγουρα θα πρέπει να ένιωθε πάρα πολύ περήφανος ο Αθηναίος πολίτης που άκουγε αυτό το εγκώμιο της πόλης του και που πιθανόν στα αυτιά του μεταφραζόταν ως εγκώμιο του εαυτού του με την προσωπική συμμετοχή που ενέχει η δημοκρατία. Έτσι ο λόγος από επιτάφιος ουσιαστικά μετατρέπεται σε προσωπικό εγκώμιο του Αθηναίου πολίτη. Τι ώθησε άραγε τον Περικλή και μάλιστα αυτή τη δεδομένη στιγμή να πλάσει το εγκώμιο μιας πόλης που στο μεγαλύτερο μέρος είναι δημιούργημα δικό του; Με την οξύνοια και τη διορατικότητα που τον διακατείχε είχε διαβλέψει ότι αυτή η λάμψη δε θα διαρκούσε πολύ και ήθελε ως κύκνειο άσμα στον εαυτό του και στην πολιτεία να το αφήσει πίσω του.
Ένας Περικλής, όμως, που «άστραφτε και βροντούσε» και δε δίσταζε να πει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, πώς αναλώνεται σε μια άνευ όρων κολακεία της πόλης και των πολιτών; Θα πρέπει βέβαια να ανιχνεύσουμε πίσω από την κολακεία την αίσθηση αδυναμίας ως κίνητρο και να υποθέσουμε ότι ο Περικλής είχε οσμιστεί το τέλος που δε θέλησε να πει με ωμά λόγια, γατί ήξερε ότι οι συμπολίτες του δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένοι ν’ ακούσουν και ν’ αντέξουν ή που έλπιζε ότι δε θα έφτανε τόσο γρήγορα και που είχε την ευτυχία να μην προλάβει, καθώς το δικό του τέλος προηγήθηκε της πόλης του.
Όταν πολύ λίγα χρόνια αργότερα και μετά το θάνατο του Περικλή, ο Αριστοφάνης, εκφραστής του μέσου Αθηναίου πολίτη, αηδιασμένος από την αποφορά της δημαγωγίας και του ατομικισμού, θέλησε να πάρει όχι απλώς τα βουνά, αλλά να αφήσει κάθε στέρεη βάση πίσω του που δε θα του θύμιζε τίποτα πια από αυτό το μεγαλείο διεκδικώντας μια θέση κι αυτός στην πολιτεία των πουλιών με τους Όρνιθες 414 π.Χ., καθώς φαίνεται, η σήψη είχε ήδη προχωρήσει, η μυρουδιά είχε αρχίσει να εξαπλώνεται και τα λόγια του Περικλή για τον υποψιασμένο Αθηναίο πολίτη ακούγονται ως όχι «κοιτάξτε τι έχετε» , αλλά «κοιτάξτε τι θα χάσετε».
Δεν πέρασαν πολλές δεκαετίες και η καλλιτεχνική φυγή του Αριστοφάνη επαναλήφθηκε σε μια νέα μορφή της με σοβαρότερο ένδυμα που ταυτίζεται με το πολιτικό: η πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα δεν είναι παρά η επίσημη φυγή από την πολιτική πραγματικότητα της Αθήνας που διαπιστώνοντας τα λάθη της δεν την κρίνει βιώσιμη πια, χωρίς βέβαια να καταφέρνει στα ερείπια της γκρεμισμένης δημοκρατίας να οικοδομήσει μια υλοποιήσιμη νέα πολιτική τάξη, έστω κι αν με τη λάμψη της σκέψης του κατάφερε στο πέρασμα πολλών αιώνων ομολογουμένως ο Πλάτωνας να πείσει πολλούς, ίσως ακόμα και σήμερα, ότι μια τέτοια πολιτεία θα ήταν βιώσιμη.
Μα το θέμα δεν είναι η απογείωση του Αριστοφάνη και η φυγή του Πλάτωνα στους αρκετά εύθραυστους ουρανούς της φαντασίας. Το ερώτημα είναι πώς παραμένεις στη γη καταφέρνοντας να ζεις μέσα στα πράγματα, να τα βλέπεις, να μην τα αποδέχεσαι και να τα αλλάζεις, πώς είναι άραγε υλοποιήσιμη η σύζευξη του ρεαλισμού με τον ιδεαλισμό. Όσο κι αν ο Πλάτωνας επεδίωξε την πιο αντικειμενική εκδοχή του ιδεαλισμού, οι σκέψεις του δεν είναι τίποτε άλλο παρά λόγια του αέρα, και αν έχουν κάποια αξία, είναι στο ότι μας επιτρέπουν να προβληματιζόμαστε όχι πώς θα φύγουμε μακριά πηγαίνοντας σε ένα ανύπαρκτο ιδανικό τόπο όπου όλα είναι τέλεια , αλλά πώς θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τις εξιδανικευμένες λύσεις της εδώ και τώρα.
Φαίνεται, αν κρίνουμε από τους κυματισμούς που άφησε πίσω του η σκέψη του Πλάτωνα, ότι η ανάγκη της φυγής του ανθρώπου από την ασφυκτική του πραγματικότητα, δυνάμωνε στο πέρασμα των αιώνων παρά τη φιλότιμη συνδρομή της επιστήμης. Όμως η επιστροφή σ’ αυτόν δεν ήταν παρά μια παιδική παρόρμηση να ακούσουμε ένα ωραίο παραμύθι πριν μας πάρει λυτρωτικά ο ύπνος απομακρύνοντάς μας από αυτά που μας πονούν και μας βασανίζουν, αντί να ανοίξουμε διάπλατα τα μάτια μας, όσο κι αν μας τσούζει το δυνατό φως, όσο κι αν αυτά που βλέπουμε μας γεμίζουν φρίκη.
Πριν κυριαρχήσει το αίσθημα του πανικού και αν καταφέρουμε να το αποφύγουμε, αν βρούμε τη δύναμη να αντέξουμε, πριν νιώσουμε ότι η αναπνοή μας τελειώνει και οι δυνάμεις λιγοστεύουν το ζητούμενο είναι να μπορέσουμε με δυνατές ανάσες οξυγόνου που θα ζωογονήσουν το σώμα και το μυαλό μας να προλάβουμε να αρπάξουμε το χέρι του διπλανού μας, να αντλήσουμε και να δώσουμε, να ανταλλάξουμε τις λιγοστές μας δυνάμεις, που με την πρόσθεση θα πολλαπλασιαστούν, και να μείνουμε εδώ κοιτώντας κατάματα την πραγματικότητα, έτσι όπως τη φτιάξαμε ή όπως την έφτιαξαν άλλοι για μας, αγωνιζόμενοι μέχρι τέλους, μη έχοντας εξάλλου άλλη επιλογή απ’ αυτή.