Δημοσιεύθηκε στην Αγία Βαρβάρα, Αγιογραφίες

Δύο μεγάλοι μας άγιοι στις 4 Δεκεμβρίου: Η αγία Βαρβάρα κι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

AgiaVarvara04
Η Αγία Βαρβάρα έζησε κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο διώκτης των χριστιανών Διοκλητιανός (284-305). Γεννήθηκε στην Ηλιούπολη (σημερινό Μπάαλμπεκ) του Λιβάνου και υπήρξε θυγατέρα του πλουσίου ειδωλολάτρη και τοπάρχη Διόσκορου.
Η κόρη ήταν πολύ όμορφη και καθώς ήταν ορφανή από μητέρα και χωρίς αδέλφια, ο πατέρας της την πρόσεχε ιδιαιτέρως. Ήθελε να την κρατήσει ανύπανδρη, απομακρυσμένη από τις βιωτικές μέριμνες και τις ανθρώπινες συντυχίες. Γι’αυτόν τον λόγο έκτισε ένα ψηλό πύργο και την απομόνωσε εκεί. Μια χριστιανή θεραπαινίδα ανέλαβε την ανατροφή και διαπαιδαγώγησή της και απ’αυτήν σίγουρα μυήθηκε στην κατά Θεόν ζωή. Στην μόνωση του πύργου η κόρη καλλιεργούσε το πνεύμα της με προσευχή, μελέτη των Γραφών και εξάσκηση των αρετών. Κάποτε ο πατέρας της θέλησε να καλλωπίσει τον πύργο και διέταξε τους εργάτες του να κτίσουν στην βάση του ένα λουτρό με δύο παράθυρα. Κατ’εκείνο τον καιρό χρειάσθηκε να λείψει και έτσι η νεαρή Βαρβάρα έδωσε την εντολή να ανοιχθεί και τρίτο παράθυρο στο λουτρό ώστε και τα τρία παράθυρα να γίνουν εις τύπον της Αγίας Τριάδος, από την οποία προέρχεται κάθε φως φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Όταν τελείωσε το έργο η Αγία στάθηκε με καμάρι πάνω από τον λουτήρα-κολυμβήθρα και κοιτάζοντας ανατολικά, σχημάτισε με το δάκτυλο στα μάρμαρά του τον θείο τύπο του Σταυρού. Ο Σταυρός χαράχθηκε επάνω στο μάρμαρο σαν να σκαλίστηκε από εργαλείο και όχι ανθρώπινο χέρι και έτσι δειχνόταν στους πιστούς κατά τα μετά το μαρτύριό της χρόνια. Χαρούμενη η Αγία για το έργο της αυτό επιδόθηκε σε εκτενή προσευχή και δεν απέλιπε του να επιτιμά τα άψυχα είδωλα που τιμούσε ο πατέρας της και όσους τα προσκυνούσαν.
Όταν κάποτε ο Διόσκορος επέστρεψε και είδε το λουτρό φτιαγμένο με τρία παράθυρα, ζήτησε εξηγήσεις από τους εργάτες και εκείνοι του υπέδειξαν την θυγατέρα του η οποία απολογούμενη μαρτύρησε την πίστη της στην χριστιανική θρησκεία. Με τα τρία δάκτυλά της ενωμένα έκανε το σημείο του Σταυρού λέγοντας ότι «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, αυτό το μοναδικό φως φωτίζει όλη την κτίση και μέσω του σημείου του Σταυρού σώζονται οι άνθρωποι». Αμέσως ο θυμωμένος πατέρας τράβηξε το σπαθί του και όρμησε να φονεύσει την κόρη του. Η Αγία διέφυγε στο βουνό όπου άνοιξε θαυματουργικά ένας βράχος στα δύο και προστάτεψε την μάρτυρα. Το ίδιο θαύμα είχε γίνει και άλλοτε για να προστατευθεί η πρωτομάρτυς και ισαπόστολος Θέκλα……
Ο οργισμένος Διόσκορος συνάντησε στον δρόμο δύο βοσκούς και τους ρώτησε αν ξέρουν κάτι. Ο μεν πρώτος αν και ήξερε, δήλωσε άγνοια, ο δε δεύτερος αφού αρνήθηκε με τα λόγια, έδειξε με τα χέρια του τον τόπο καταφυγής της Αγίας. Τότε ο Διόσκορος κατεδίωξε την Αγία, την συνέλαβε αρπάζοντάς την από τα μαλλιά και την ενέκλεισε σε σκοτεινό χαμόσπιτο βάζοντας φρουρούς να την προσέχουν. Ύστερα την παρέδωσε στον Ηγεμόνα Μαρκιανό να την ανακρίνει ακόμη και με βασανιστήρια αφού την κατήγγειλε ως χριστιανή και εχθρό της έννομης τάξεως.
Εκείνος όταν αντίκρυσε την όμορφη νεαρή γυναίκα, ξέχασε τα λόγια του άστοργου πατέρα της και άρχισε με καλοπιάσματα να την κάνει να αλλάξει γνώμη. Μπροστά στο αμετάθετο της γνώμης της, διέταξε να την μαστιγώσουν με ωμά νεύρα βοδιών (βούνευρα) μέχρι να βαφτεί η γη από το αίμα της και ακολούθως να τρίψουν τις πληγές της με τρίχινα υφάσματα. Πονεμένη και αιμόφυρτη την έριξε στην φυλακή. Γύρω στα μεσάνυκτα της παρουσιάστηκε μέσα σε δυνατό φως ο Ιησούς Χριστός και αφού της έδωσε κουράγιο, την θεράπευσε και την ευλόγησε. Μέσα στην φυλακή υπήρχε ακόμη μια νεαρή χριστιανή, η Ιουλιανή, η οποία προβληματίστηκε για τα βάσανα της Βαρβάρας. Καθώς την είδε θεραπευμένη αποφάσισε να την ακολουθήσει στην επιλογή της να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού.
Ο Μαρκιανός κάλεσε ενώπιόν του την Βαρβάρα και καθώς την είδε υγιή, απέδωσε το γεγονός σε παρέμβαση των θεών της πίστεώς του. Η Βαρβάρα το αρνήθηκε, υποδεικνύοντας ως μόνο θεραπευτή της τον Ιησού Χριστό. Τότε εκείνος θυμωμένος διέταξε τους παρευρισκόμενους να ξύσουν τα πλευρά της Μάρτυρος με σιδερένια νύχια και επιπλέον με αναμένες λαμπάδες να καίνε τα ήδη ξυσμένα μέλη. Έπειτα διέταξε με ένα σφυρί να χτυπάνε την τιμία της κεφαλή.
Η Ιουλιανή παρακολουθώντας τα μαρτύρια αυτά της Βαρβάρας δεν μπόρεσε να κρύψει την ευαισθησία της και άρχισε να κλαίει. Τότε ο Μαρκιανός διέταξε να την συλλάβουν και να την κρεμάσουν στο ξύλο δίπλα στην Βαρβάρα και με σιδερένιες ξύστρες να ξεσχίσουν τις πλευρές της. Το μαρτύριο αυτό οι δύο γυναίκες το υπέμεναν προσευχόμενες στον Θεό να τους δώσει δύναμη να το αντέξουν μέχρι τέλους. Κατόπιν ο άκαρδος Ηγεμόνας έδωσε εντολή να τους κόψουν τους μαστούς τους με σμίλη. Επειδή όμως η μια ενίσχυε την άλλη με προσευχή και λόγους φιλάδελφους, ο Ηγεμόνας τις χώρισε, και την μεν Ιουλιανή φυλάκισε, την δε Βαρβάρα έδωσε εντολή γυμνή και ματωμένη να την περιφέρουν στους δρόμους για να διαπομπευθεί. Η Αγία Βαρβάρα ζήτησε την θεία βοήθεια σ’αυτό το μαρτύριο και η χάρις του Θεού την ενέδυσε με φωτεινή εκ του ουρανού νεφέλη που την κατέστησε αόρατη στα μάτια του πλήθους……Κατησχυμμένος ο Μαρκιανός για άλλη μια φορά έδωσε οριστική εντολή να θανατωθούν οι δύο γυναίκες με αποκεφαλισμό. Ο πατέρας της Αγίας βλέποντας από κοντά όλο το φρικτό μαρτύριο, θεώρησε μαλθακότητα για τον εαυτό του να φονευθεί η κόρη του από ξένο χέρι. Γι’αυτό και άρπαξε την θυγατέρα του από τα μαλλιά ετοιμάζοντας με τα ίδια τα χέρια του την σφαγή. Ανεβάζοντάς την στο βουνό ακολουθούσε μαζί της και η Ιουλιανή. Τότε η Αγία Βαρβάρα γονάτισε και προσευχήθηκε και για τις δύο. Και την μεν Ιουλιανή αποκεφάλισε δήμιος, την δε Βαρβάρα ο κακούργος πατέρας της. Η θεία δίκη όμως δεν άργησε να παρέμβει. Κεραυνός κατέκαψε τον Διόσκορο και τον έκανε στάκτη.

200px-SanGiovanniDamascenoΟ Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ήταν διαπρεπέστατος θεολόγος και ποιητής του 8ου αιώνα μ.Χ. και μέγας πατήρ της Εκκλησίας. Γεννήθηκε στη Δαμασκό στα τέλη του 7ου αιώνα μ.Χ. και έτυχε επιμελημένης αγωγής από τον πατέρα του Σέργιο, που ήταν υπουργός οικονομικών του άραβα χαλίφη Αβδούλ Μελίκ του Α’. Δάσκαλός του ήταν κάποιος πολυμαθής και ευσεβέστατος μοναχός, που ονομαζόταν Κοσμάς και ήταν από τη Σικελία. Ο Σικελός μοναχός πράγματι, εκπαίδευσε τον Ιωάννη και τον θετό του αδελφό Κοσμά τον Μελωδό άριστα σ’ όλους τους κλάδους της γνώσης. ( Το μοναχό αυτό τον είχε απελευθερώσει από τους Άραβες, πληρώνονας λύτρα, ο πατέρας του αγίου, ο οποίος συστηματικά ξόδευε πολλά χρήματα για να εξαγοράζει και να απελευθερώνει αιχμαλώτους).

Όταν πέθανε ο Σέργιος, ο γιός του Ιωάννης διορίστηκε, χωρίς να το θέλει, πρωτοσύμβουλος του χαλίφη Βελιδά (705 – 715 μ.Χ.). Αργότερα, όταν ο χαλίφης Ομάρ ο Β’ εξήγειρε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Ιωάννης μαζί με τον θετό του αδελφό Κοσμά (τον έπειτα επίσκοπο Μαϊουμά), έφυγαν από τη Δαμασκό και πήγαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί ο Ιωάννης έγινε μοναχός στην περίφημη Μονή του αγίου Σάββα ( ο οποίος γιορτάζει μια μέρα μετά, 5 Δεκ.), όπου έμεινε σ’ όλη του τη ζωή, μελετώντας και συγγράφοντας.

Στο διωγμό κατά των αγίων εικόνων, επί Λέοντος του Ισαύρου (726 μ.Χ.), πήρε ενεργό μέρος και εξαπέλυσε κατά του ασεβούς αυτοκράτορα, τους τρεις γνωστούς λόγους υπέρ των αγίων εικόνων, πράγμα που θορύβησε τον Λέοντα. Αναφέρεται ότι ο Λέων διέταξε να μιμηθούν την γραφή του Δαμασκηνού και να στείλουν στο Χαλίφη πλαστή επιστολή του, με την οποία να φαίνεται ότι αυτός προσέφερε τη Δαμασκό στους Βυζαντινούς. Ο Χαλίφης πείστηκε και του έκοψε το δεξί χέρι. Το βράδυ έστειλε μεσίτες ο Ιωάννης στο βάρβαρο παρακαλώντας να του χαρίσει το κομμένο χέρι για να το θάψει. Ο Σαρακηνός συμφώνησε και του έδωσε το χέρι. Ο Άγιος το πήρε το πήγε στο ναό, που είχε στο σπίτι του. Έπεσε κάτω μπροστά στη αγία εικόνα της Θεομήτορος (που αποτελούσε οικογενειακό κειμήλιο και την φύλαγε με ευλάβεια στο παρεκκλήσιο του σπιτιού του) και προσευχόμενος με δάκρυα έλεγε:

«Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ, η τον Θεόν μου τεκούσα,
δια της θείας εικόνας η δεξιά μου εκόπη.
Ουκ αγνοείς την αιτίαν, δι’ ην εμάνη ο Λέων
Προφθασον, τοίνυν, ως τάχος και ιασαί μου την χείρα.
Η δεξιά του Υψίστου, η από Σου σαρκωθείσα,
Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας.
Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου.
Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος.
Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε,
Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας,
Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μητηρ ούσα»
Λέγοντας αυτά ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε και βλέπει την αγία εικόνα της Αειπαρθένου και του λέγει: «Γιατρεύτηκε το χέρι σου και μη λυπάσαι πλέον γι’ αυτό. Κάνε τώρα αυτό γραφίδα γραμματέως όπως μου υποσχέθηκες».Τότε ξύπνησε ο Άγιος και βλέποντας το χέρι του θεραπευμένο, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα του. Από τη χαρά του φρόντισε και έβαλε αργυρό ομοίωμα του χεριού του κάτω από το αριστερό μέρος της Εικόνας της Παναγίας. Ένεκα τούτου του περιστατικού ονομάστηκε η Εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας. Μετά από το θαυματουργικό αυτό γεγονός ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποφασίζει να γίνει μοναχός στη Λαύρα του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου στην Παλαιστίνη.Μαζί του είχε και την Εικόνα της Παναγίας Τριχερούσας .Το έτος 1217 ο Άγιος Σάββας ο Χιλανδαρηνός, περνώντας από την Ιερά Μονή του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, πήρε μαζί του την Εικόνα της Παναγίας της Γαλακτοτροφούσης και την Εικόνα της Παναγίας Τριχερούσης και τις μετέφερε στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους, όπου η Αγία Εικόνα παρέμεινε μέχρι το έτος 1347.Τότε έρχεται στο Άγιο Όρος ο Σέρβος Κράλης Δρούσαν, ο οποίος αναχωρών για την πατρίδα του, πήρε την Εικόνα της Τριχερούσας ως ευλογία.
Η Εικόνα φιλοξενήθηκε στην Ιερά Μονή Στουντενίτσης της Σερβίας.Όταν στις αρχές του 15ου αιώνα οι Σέρβοι πληροφορήθηκαν ότι κινδυνεύουν να υποδουλωθούν στους Τούρκους, αμέσως παίρνουν την Αγία Εικόνα της Παναγίας Τριχερούσας από το Σερβικό Μοναστήρι και την τοποθετούν στη ράχη ενός γαϊδαρου και αφήνουν το ζώο ελεύθερο να το οδηγήσει όπου η Παναγία θελήσει.Και πράγματι, κατά θαυματουργικό τρόπο, το ήσυχο αυτό ζώο διέσχισε όλη τη Σερβία, την Ελληνική περιοχή της Μακεδονίας και ήρθε στο Άγιο Όρος, στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, όπου οι μοναχοί την υποδέχθηκαν με τιμές και λιτανείες.Το ευλογημένο αυτό γαϊδουράκι, σύμφωνα με την ιερή παράδοση, μόλις τοποθετήθηκε η Εικόνα στο Ιερό του Μοναστηριού, έπεσε νεκρό.Μέχρι σήμερα η Αγία αυτή Εικόνα της Παναγίας Τριχερούσας θεωρείται ως η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου και Προστάτης του Σέρβικου Ορθόδοξου λαού.
Ο Ιωάννης κατανάλωσε όλη του τη ζωή για τη δόξα της Εκκλησίας και άφησε σε μας θησαυρούς ανυπολόγιστης αξίας. Έζησε με οσιότητα πάνω από εκατό χρόνια και κοιμήθηκε ειρηνικά το 749 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή του Αγίου Σάββα. Χάρη στην ευγλωττία του ονομάσθηκε και «Χρυσορρόας», ενώ για το πλούσιο μουσικό του έργο ονομάστηκε «Μαΐστωρ της μουσικής».

Δημοσιεύθηκε στην Αγιογραφίες

Αγία Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς: Η πολιούχος μας

 

OLYMPUS DIGITAL CAMERAΗ Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο πατέρας της, που ονομαζόταν Κώνστας ή Κέστος, ήταν άρχοντας της περιοχής και διέθετε πολλά πλούτη.
Σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε η Αγία Αικατερίνη μαθητεύοντας δίπλα στους καλύτερους δασκάλους λόγω της οικονομικής ευμάρειας του πατέρα της και του ακόρεστου πνεύματος που την διακατείχε. Έτσι γνώρισε την ελληνική φιλοσοφία (Πλάτωνας, Αριστοτέλης κλπ), έμαθε γλώσσες και σπούδασε την ιατρική επιστήμη.
Το καλλιεργημένο πνεύμα της, η μεγάλη της ομορφιά και τα πλούτη της οικογένειας της, την κατέστησαν μια από τις πιο περιζήτητες νύφες της περιοχής της. Θέλοντας να παντρευτεί κάποιον ισάξιό της δεν έκανε δεκτά τα προξενιά που της πήγαιναν. Η μητέρα της προσπαθώντας να λύσει το πρόβλημα αυτό την έστειλε να επισκεφθεί και να συμβουλευτεί έναν χριστιανό ασκητή που ασκήτευε λίγο έξω από την Αλεξάνδρεια. Με τις συμβουλές του ασκητή αλλά και ένα όνειρο που είδε με την Θεοτόκο αποφάσισε να διδαχθεί τον χριστιανισμό και να βαπτισθεί χριστιανή. Μετά την βάπτισή της είδε στο όνειρό της την Παναγία και τον Χριστό. Η Θεοτόκος της πέρασε στο χέρι ένα δαχτυλίδι και της ζήτησε να έχει μοναδικό νυμφίο τον Υιό της. Ξυπνώντας είδε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της και κατάλαβε πως δεν ήταν ένα απλό όνειρο. Από τότε αφιέρωσε την ζωή της στον Χριστό και την αληθινή θρησκεία.
Βρισκόμαστε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. όπου αυτοκράτορας της Ρώμης είναι ο Μαξιμίνος. Αυτός ζητά από τους υπηκόους του μαζί με την δήλωση υποταγής προς το πρόσωπό του, να συμμετέχουν σε ειδωλολατρικές θυσίες. Η αρχή γίνεται από την Αλεξάνδρεια. Όταν έρχεται η ώρα της Αγίας Αικατερίνης να δηλώσει την υποταγή της στον αυτοκράτορα, εκείνη αν και δηλώνει υπήκοός του, αρνείται να θυσιάσει σε είδωλα. Παρουσιάζει τις απόψεις της σε αυτόν και τον καλεί να φέρει μπροστά της τους σοφούς της αυτοκρατορίας ώστε να διαλεχθούν. Ο Μαξιμίνος θαμπωμένος από την ομορφιά και την ευφράδειά της, δίνει εντολή να μαζευτούν στην Αλεξάνδρεια οι 50 πιο σοφοί άνδρες της αυτοκρατορίας. Η Αγία «νίκησε» με την βοήθεια του Θεού τους πενήντα σοφούς -όπως της είχε φανερώσει ότι θα γίνει πριν την συνδιάλεξη με αυτούς ο Αρχάγγελος Μιχαήλ- με αποτέλεσμα να ζητήσουν αυτοί να βαπτιστούν χριστιανοί.
Οι 50 αυτοί σοφοί, καταδικάστηκαν από τον Μαξιμίνο να καούν ζωντανοί. Η δε Αγία Αικατερίνη βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Κατά την διάρκεια των βασανισμών ένας άγγελος την έσωσε από ένα νέο μηχάνημα βασανισμού με 4 τροχούς το οποίο αμέσως μετά κύλησε σε μια κατηφόρα και σκότωσε πολλούς ειδωλολάτρες. Βλέποντας αυτό το θαύμα η γυναίκα του Αυτοκράτορα και ο στρατηγός Πορφύριος θέλησαν να γίνουν χριστιανοί και μαζί με διακόσιους στρατιώτες (που εκδήλωσαν την ίδια επιθυμία) επισκέφθηκαν την Αγία Αικατερίνη στην φυλακή της. Ο Μαξιμίνος μετά από αυτό διέταξε τον βασανισμό και τον αποκεφαλισμό της συζύγου του καθώς και την εκτέλεση του Πορφυρίου και των διακοσίων στρατιωτών.25 Νοεμβρίου ήταν όταν μετά από τα παραπάνω γεγονότα, οδηγήθηκε η Αγία Αικατερίνη στο δικαστήριο. Εκεί αποφασίσθηκε ο αποκεφαλισμός της ο οποίος και εκτελέστηκε αμέσως, έξω από την πόλη.Το άψυχο σώμα της Αγίας μετέφεραν δύο Άγγελοι στο όρος Σινά όπου και βρέθηκε μετά από 4 αιώνες από ένα ασκητή. Ο ασκητής αυτός το μετέφερε στη μονή όπου και βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας μυροβολώντας και κάνοντας θαύματα.
Η εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη της Αγίας Αικατερίνης στις 25 Νοεμβρίου.

Απολυτίκιο της Αγίας Αικατερίνης:
Την πανεύφημον νύμφην Χριστού υμνήσωμεν, Αικατερίναν την θείαν και πολιούχον Σινά, την βοήθειαν ημών και αντίληψιν ότι εφίμωσε λαμπρώς, τους κομψούς των ασέβων, του Πνεύματος τη δυνάμει, και νυν ως Μάρτυς στεφθείσα, αιτείται πάσι το μέγα έλεος.

Δημοσιεύθηκε στην 28 Οκτωβρίου, Αγία Σκέπη, Αγιογραφίες

Άγια Σκέπη και 28η Οκτωβρίου

Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ και επέτειος του «ΟΧΙ» 28/10

κατάλογος
Λόγω των πολλών θαυμάτων από την Παναγία, που ανέφεραν οι Έλληνες στρατιώτες στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με απόφασή της το 1952, καθιέρωσε να εορτάζεται η Άγια Σκέπη της Θεοτόκου αντί για την 1η Οκτωβρίου, στις 28 Οκτωβρίου.
Η εορτή της Άγιας Σκέπης της Θεοτόκου η οποία τελούνταν από παλαιότατων χρόνων την 1η Οκτωβρίου, ήταν ανάμνηση του θαύματος το οποίο είδε ο Όσιος Ανδρέας. Κατά τη διάρκεια μιας αγρυπνίας στο παρεκκλήσι της «Αγίας Σορού» του ναού των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, ο Όσιος Ανδρέας είδε την Θεοτόκο να προχωράει από τις βασιλικές πύλες προς το θυσιαστήριο ανάμεσα σε λευκοφορους άγιους, από τους οποίους ξεχώριζαν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος.
Όταν έφθασε στο θυσιαστήριο γονάτισε και προσευχόταν για πολλή ώρα, κλαίγοντας και παρακάλωντας τον Υιό της για την σωτήρια του κόσμου. Όταν ολοκλήρωσε την δέησή της, έβγαλε από το κεφάλι της το αστραφτερό μαφόριο, που φορούσε και με μία κινήση το άπλωσε σαν σκεπή επάνω από το εκκλησίασμα. Έτσι απλωμένο το έβλεπε για αρκετή ώρα ο Όσιος Ανδρέας μαζί με τον Επιφανιο, που τον συνόδευε. Όσο φαινόταν εκεί η Θεοτόκος, φαινόταν και η ιερή εσθήτα να σκορπίζει τη Χάρη της. Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό, άρχισε και η Θεία Σκέπη να συστέλλεται και σιγά – σιγά να χάνεται. Το ιερό αυτό μαφόριο που φυλασσόταν εκεί συμβόλιζε την Χάρη και την προστασία που παρέχει η Παναγία στους πιστούς.

Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ και επέτειος του OXI
ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ
Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου
Στα χρόνια του βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου (457-474 μ. Χ.) ζούσε στην Κων/πολη ο όσιος Ανδρέας, ο κατά Χριστόν σαλός. Σαλός είναι ο τρελός και κατά Χριστόν σαλοί ονομάζονται κάποιοι άγιοι, οι οποίοι κάνανε κάποια περίεργα και παράλογα πράγματα, με απώτερο σκοπό να τους θεωρούν παλαβούς ή παλιανθρώπους και να μη τους τιμούν οι άνθρωποι· και έτσι αυτοί να ζουν με ταπείνωση και στην αφάνεια. Μια νύχτα που γινότανε αγρυπνία στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, ο όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του Επιφάνιο, που έγινε αργότερα πατριάρχης Κων/πόλεως (520-536 μ. Χ.), είδαν την Υπεραγία Θεοτόκο οφθαλμοφανώς, όχι σε όραμα, να μπαίνει από την κεντρική πύλη του ναού. Την συνόδευαν οι Ιωάννης ο Πρόδρομος και Ιωάννης ο Θεολόγος και πλήθος αγγέλων. Αφού μπήκε μέσα στο ναό προχώρησε στον σολέα. Εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε πολλή ώρα με θερμά δάκρυα υπέρ της σωτηρίας των πιστών, ενώ την βλέπανε μόνο ο Ανδρέας και ο Επιφάνιος. Αφού προσευχήθηκε για πολύ η Θεοτόκος σηκώθηκε και μπήκε μέσα στο ιερό, όπου φυλασσόταν το μαφόριο της δηλαδή το τσεμπέρι της, το πήρε στα χέρια της και βγαίνοντας έξω το άπλωσε πάνω από τους πιστούς, για να δείξει ότι τους σκέπει και τους προστατεύει.
Αυτό είναι το γεγονός το οποίο στάθηκε αφορμή η Εκκλησία μας να καθιερώσει την γιορτή της αγίας Σκέπης δηλαδή τη γιορτή προς τιμή της Παναγίας, η οποία σκεπάζει (σκέπει) και προστατεύει το λαό του Θεού και φωτίζει τους πιστούς στο δρόμο για την τελείωση. Μας σκεπάζει με τις προσευχές της, με τις παρακλήσεις της και με τα δάκρυά της.

proskilisi_okt08

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940

Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο σημαντικότερες εθνικές γιορτές του έθνους μας έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να συνεορτάζονται με μία γιορτή της Παναγίας. Την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την 28η Οκτωβρίου την Αγία Σκέπη της Θεοτόκου.
Η γιορτή αυτή μετατέθηκε από την εκκλησία μας το 1952 από την 1η Οκτωβρίου την 28η ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα του Θεού για τη σκέπη και την προστασία της στον αγώνα των Ελλήνων απέναντι στον αλαζονικό ιταλικό στρατό.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η εποποιία του 1940, αποτελεί ένα θαύμα, είναι ένα από τα πολλά θαύματα στην ιστορία των Ελλήνων. Η θεϊκή χάρη συνεργάσθηκε με την ανθρώπινη προσπάθεια. Και είναι δίκαιο που μαζί με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα πάνω από τους τάφους των ηρώων, σήμαναν δοξαστικές καμπάνες για ένα ‘’ευχαριστώ’’ στην Παναγία, σ’ εκείνη, στην οποία η εθνική συνείδηση απέδωσε για μια ακόμα φορά ‘’τα νικητήρια’’. Τη Σκέπη των αγωνιστών. Την Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων.
Γιατί στα κρίσιμα χρόνια του πολέμου οι Έλληνες εμπιστεύθηκαν στα χέρια της Παναγίας τον αγώνα τους. Ζήτησαν τη μητρική προστασία της για να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους. Και ήταν τόση η πίστη τους, ώστε την έβλεπαν να τους εμψυχώνει και να τους σκεπάζει, καθώς πολεμούσαν απεγνωσμένα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας. Η άλλοτε Υπέρμαχος Στρατηγός των Ρωμηών γίνεται η Αγία Σκέπη των αγωνιστών και το θαύμα επαναλαμβάνεται. Χάρη στην πίστη που θερμαίνει τις ψυχές τους οι μαχητές περιφρονούν τη λογική των αριθμών και αντιστέκονται στις σιδερόφρακτες εχθρικές στρατιές με ηρωισμό που κινεί τον παγκόσμιο θαυμασμό.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιογραφίες

Βίος Αγίου Δημητρίου του Μεγαλομάρτυρα του Μυροβλύτη.

Ο Άγιος Δημήτριος ο Μεγαλομάρτυρας ο Μυροβλύτης εορτάζει στις 26 Οκτωβρίου

κατάλογος

Νεανική ηλικία – Υπατικό αξίωμα. Ο Άγιος ήλθε στον κόσμο γύρω στο 280 μ.Χ. στην Μεγάλη Θεσσαλονίκη από γονείς επισήμους, οι οποίοι κατάγονταν από τις πιο επιφανείς οικογένειες των Μακεδόνων. Η σημαντικότατη τότε πόλη της Θεσσαλονίκης βρισκόταν ακόμη στο σκότος της ειδωλολατρίας. Είχε δεχθεί στο εύφορο έδαφος της τον σπόρο του Ευαγγελικού Κηρύγματος από τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, περίμενε όμως να στείλει ο Θεός την μεγαλειώδη μορφή του διδασκάλου και μάρτυρος Του Δημητρίου, για να καρποφορήσει όχι πλέον «εν τριάκοντα», αλλά «εν εκατόν» (Μάρκ. δ’ 8), και να ετοιμαστεί για να αναδειχθεί σε λίγο «η πρώτη μετά την πρώτη», την Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του ήταν θαυμαστοί για την αρετή της ψυχής τους. Η δε παιδεία του συνταιριασμένη με την ψυχική ευγένεια, την ωραιότητα του σώματος και το άσπιλο της ψυχής, καθιστούσε τον Δημήτριο επάξιο κατοικητήριο του Θεού, ναό αγιασμένο του Υψίστου. Και στην μεν παιδική και την εφηβική ηλικία υπερίσχυσε από όλους τους συνομηλίκους του και δεν υπήρχε κανένα αληθινό αγαθό στο οποίο να μη διέφερε πολύ από τους άλλους.
Όταν δε έφθασε στην ανδρική ηλικία, έδειχνε την φυσική του δύναμη εξασκώντας την ανδρεία και την ρωμαλεότητα και μαθαίνοντας την τέχνη του πολέμου• είχε όμως και άριστο ήθος, ήταν ντροπαλός και γινόταν πιο συμπαθής με την σεμνότητά του. Το πιο αξιοθαύμαστο και ανθρωπίνως ανέφικτο ήταν ότι η παρθενία του, την οποία ασπάστηκε από την νεότητά του, δεν περιοριζόταν στο σώμα, αλλά βασίλευε και στην ψυχή του. Αυτά τον έκαναν περιβόητο σε όλους τόσο, πού και ο ίδιος ο βασιλέας εζήτησε να τον γνωρίσει. Καταλαβαίνοντας λοιπόν τον μεγαλοφυή χαρακτήρα του Δημητρίου ο βασιλέας, τον ανεβάζει από την αρχή σε μεγάλη δόξα αναγορεύοντάς τον πρώτα συγκλητικό της Θεσσαλονίκης και μετά ανθύπατο και αυθέντη της Ελλάδος, φορώντας του την κατάλληλη στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι στο χέρι, καθώς και τον επίσημο ωρατίωνα (τήβεννο) του υπάτου. Όταν ο βασιλέας τον κόσμησε με όλα τα υπατικά διάσημα και του έδωσε στα χέρια τόσο μεγάλη εξουσία, φρόντιζε όλα τα κοινά και διοικούσε τα πάντα νομίμως. Είναι χαρακτηριστική η πληροφορία πού μας έχει διασώσει η παράδοση σχετικά με την προσωπική του ζωή, ότι δηλαδή την εποχή της υπατείας του είχε ορίσει κάποιον από τους έμπιστούς του ανθρώπους να τον ξυπνά συχνά τις νυκτερινές ώρες, ώστε να «προσκαρτερή τη προσευχή και τη δεήσει» (Πράξ. α΄ 14).
«Ως ωραίοι οι πόδες των Ευαγγελιζομένων…» Ο θεόσταλτος αυτός προστάτης, σύντροφος και διδάσκαλος των Θεσσαλονικέων, γέμιζε την πόλη από ορθοδοξία και κατατρόπωνε όσους είχαν διαφορετικό φρόνημα. Έλεγαν οι παλαιοί, ότι εκείνοι πού εμβάθυναν στα θεια ζητούσαν να εξακριβώσουν ποιος είναι ο λόγος, για τον οποίο η φήμη του μάρτυρος αυτού, πού έστεψε ο Θεός φύλακα της Θεσσαλονίκης, απλώθηκε τόσο πολύ και βεβαιώθηκαν ότι αυτό συνέβη όχι τόσο εξαιτίας των σωματικών θεραπειών πού γίνονταν από την προσευχή του, όσο για την κάθαρση των ψυχών πού γινόταν με την διδαχή του. Έτσι λοιπόν πολλοί απολαμβάνοντας την γλυκύτατη διδασκαλία του μάρτυρος απομακρύνθηκαν από το πικρό σκοτάδι της απάτης και ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό μπαίνοντας στον χώρο πού λάμπει το γλυκό φώς της αληθείας.
Μπροστά στον τύραννο. Επειδή ο Δημήτριος, δεν ζούσε κρυφά την χριστιανική ζωή ούτε ήταν νυκτερινός μαθητής του Χριστού, αλλά μάλλον διδάσκαλος της αληθείας, ο οποίος άφοβα και φανερά ομολογούσε την ευσέβεια, ανακαλύπτεται εύκολα απ’ αυτούς, πρώτα αποκαλύπτουν τα σχετικά μ’ αυτόν στον βασιλέα, ότι δηλαδή είναι Χριστιανός και καταφρονεί τους θεούς τους. Ακούγοντάς τα λοιπόν αυτά ο βασιλέας κυριεύτηκε συγχρόνως από έκπληξη, ανία, δέος και οργή. Αλλά επειδή δεν ήθελε να το πιστέψει αυτό μόνο από την ακοή και δεν υπέφερε να χάση τέτοιον άνδρα, προτίμησε να το διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια. Διατάζει λοιπόν να φέρουν τον άνδρα μπροστά του. Όταν αυτός παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν έφριξε από το μέγεθος της εξουσίας ούτε δείλιασε μπροστά στις τιμωρίες πού τον περίμεναν ούτε και φοβήθηκε την αγριότητα του δικαστού. Αλλά βλέποντας αυτή την ωμότητα σαν αφορμή για να φανεί καλύτερα ο πόθος πού είχε προς τον Θεό, μπαίνει αμέσως σαν λιοντάρι στον αγώνα.
Ο Μαξιμιανός προσπάθησε με ήπιο ύφος να πείσει τον Άγιο να πιστέψει στα είδωλα όμως ο Άγιος του είπε τα εξής: —Αυτή η πίστη μου στον αληθινό Θεό μού έχει χαρίσει και θα μού χαρίσει στο μέλλον αγαθά άφθαρτα, αναλλοίωτα, αιώνια. Τον Χριστό από μικρό παιδί λατρεύω και δέχομαι ως Προνοητή, Δεσπότη και Θεό μου. Αυτόν μού προτείνεις τώρα να αρνηθώ και να προτιμήσω τα φαύλα; Διότι τί άλλο είναι τα χάλκινα και χρυσά κατασκευάσματα, οι θεοί σου; Και αν το κάνω αυτό, ποιος φρόνιμος άνθρωπος δεν θα με θεωρήσει ανόητο και απερίσκεπτο; Ο Μαξιμιανός άρχισε τότε να εξοργίζεται και να τον απειλεί. Αλλά ο Άγιος έμεινε σταθερός στην πίστη ομολογώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό. Χολώθηκε ο Μαξιμιανός και σκέφθηκε ευθύς να επιβάλει την μεγαλύτερη τιμωρία στον Δημήτριο. Συγκράτησε όμως την ορμή του, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει την απώλεια τέτοιου ανδρός. Άκουσε όλα αυτά να τα λέγει ο Άγιος με φρόνημα σταθερό, γενναίο παράστημα και ελεύθερο στόμα, κι εκείνη την στιγμή ανέβαλε την τιμωρία, και τον έστειλε στην φυλακή.
Στην φυλακή με τον Άγιο Νέστορα. Στην φυλακή Και ενώ ο άγιος προσευχόταν χαρούμενος μέσα στο δεσμωτήριο, ο σατανάς σπεύδει να τον βγάλει από την καλή αυτή ασχολία ,στήνει ενέδρα, ξεσηκώνεται δόλια εναντίον του. Βλέπει λοιπόν ο αθλητής του Χριστού έναν σκορπιό να έρπει στην γη με το κεντρί σηκωμένο και έτοιμο να τον χτυπήσει στο πόδι και σφραγίζοντάς τον με τον σταυρό επικαλέστηκε αυτόν πού έδωσε εξουσία στο πλάσμα του να πατά επάνω σε φίδια και σκορπιούς, και τον θανάτωσε αμέσως και αυτόν και τον νοητό σκορπιό πού κρυβόταν μέσα του. Εκείνη ακριβώς την στιγμή εμφανίζεται θείος άγγελος και του βάζει ένα στεφάνι στο κεφάλι λέγοντας «ειρήνη σοι, αθλητά του Χριστού, ίσχυε και ανδρίζου». Έτσι ο Κύριος πού γρήγορα παρηγορεί «τούς φοβουμένους αυτόν», από την πρώτη στιγμή πού κλείστηκε στην φυλακή, τον βοηθά με αυτό το θαυμάσιο σημείο να είναι ήρεμος και για το μέλλον τον γεμίζει με προθυμία. Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας, ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο. Όμως προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα ο οποίος τον κάλεσε μπροστά του και τον κατηγόρησε ότι με μαγεία κατάφερε να νικήσει τον Λυαίο. Όμως ο Νέστορας ομολόγησε τον Χριστό και του είπε ότι ο Θεός στον οποίο πιστεύει ο Δημήτριος τον βοήθησε. Τότε ο τύραννος έδωσε εντολή να αποκεφαλίσουν τον Νέστορα.

Το μαρτύριο – Αρχή θαυμάτων. Από εδώ αρχίζουν να διαβάλλουν επίμονα τον Δημήτριο ψιθυρίζοντας ότι αυτός είναι ο αίτιος της σφαγής του Λυαίου. Διατάζει λοιπόν να θανατωθεί ο Άγιος με λόγχες μέσα στα καμίνια του λουτρού πού ήταν φυλακισμένος. Έτσι κι έγινε. Σπεύδουν οι στρατιώτες στην φυλακή, για να λογχεύσουν τον Άγιο και να υπερασπιστούν έτσι τον βασιλέα και την ειδωλολατρία. Και ο γνήσιος μαθητής του Χριστού ανοίγει τις αγκάλες του, για να τον κτυπήσουν στα καίρια μέρη. Σηκώνει το δεξί του χέρι για να τον λογχίσουν στην πλευρά σαν τον Χριστό. Δέχεται κατόπιν πολλές πληγές με τα κοντάρια, πού πέρασαν τις σάρκες του τρυπώντας και τις απέναντι πλευρές από την εσωτερική μεριά και πολλαπλασιάζοντας έτσι το πάθος της ζωηφόρου πλευράς του Κυρίου του, πού λογχεύθηκε επάνω στον Σταυρό. Γέμισε το σώμα του πληγές και το στόμα του ύμνους στον Θεό. Έτσι έγιναν όλα αυτά, στις 26 Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 304, και το νεκρό σώμα του μάρτυρος ο Μαξιμιανός διέταξε να το ρίξουν σε ένα πηγάδι πού υπήρχε εκεί. Αλλά δεν ήταν δυνατόν ο Θεός, για τον οποίο θυσιάστηκε εκείνο το σώμα, να το παραβλέψει. Αλλά κάποιοι από τους φιλοχρίστους με την προτροπή Εκείνου ήλθαν την νύκτα και βρίσκοντάς το ριγμένο εκεί χωρίς καμία τιμή, αυτό πού ήταν τόσο πολύτιμο, το έβγαλαν και το περιποιήθηκαν με ευλάβεια. Ύστερα οι φίλοι του Θεού τον θάπτουν και τον σκεπάζουν με χώμα στο σημείο όπου μαρτύρησε.

Συνέχεια ανάγνωσης “Βίος Αγίου Δημητρίου του Μεγαλομάρτυρα του Μυροβλύτη.”