Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ευχές

Το μήνυμα των Χριστουγέννων

ΤΑ   «ΠΡΩΤΑ»  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Τι κι αν πέρασαν χρόνια. Φέτος, ας γιορτάσουμε τα «πρώτα» μας Χριστούγεννα. Ας στολίσουμε την ψυχή μας με αγάπη και συγχώρεση, με ελπίδα και πίστη. Κάθε αρετή και άλλο χρώμα, κάθε αρετή και άλλο στολίδι. Το πιο πλουμιστό δέντρο θα είναι αυτό της ψυχής μας. Αγάπη για το συνάνθρωπο, την εικόνα του Χριστού, που τόσο υποτιμήσαμε και παραπετάξαμε. Ας της δώσουμε τη θέση που της αξίζει, ας φανούμε ελεήμονες και ας απλώσουμε χέρι βοηθείας σε όσους το αποζητούν.

Να βάλουμε και λαμπιόνια, μα θα περιμένουμε να έρθει το Φως της Γεννήσεώς Σου Χριστέ μου και τότε θα φωτιστούμε, θα λάμψουμε ολόκληροι, θα φωτίσουμε κάθε σκοτεινό μας σημείο με χαρά. Και τούτη τη χρονιά και κάθε άλλη που θα έρθει, θα σου ετοιμάσουμε μια ζεστή φάτνη στην καρδιά μας. Να γεννηθείς εκεί και να μας αναστήσεις. Να μας γεμίσεις ταπείνωση, να μας διδάξεις την αγάπη Σου. Και με όση δύναμη έχουμε, Σου ζητάμε να μας ελεήσεις. Να γίνεις Εσύ ο οδηγός μας, η καταφυγή μας, η ελπίδα μας, η αρχή και το τέρμα του δρόμου που βαδίζουμε.

Η Γέννησή Σου, Χριστέ, ας σημάνει τη δική μας αναγέννηση και ας φέρει στην άδεια ψυχή μας το μήνυμα της χαράς και της ελπίδας ότι, με τη δική Σου βοήθεια, όλα θα λάμψουν και πάλι μέσα μας, γύρω μας.

Καλά  Χριστούγεννα

Xristougenna

 

Χριστουγεννιάτικα ανθολογήματα

Τα Χριστούγεννα  προσφέρουν μια ευκαιρία να ξαναβρούμε τους παλιούς μας ποιητές και συγγραφείς , που με δύναμη ψυχής τραγούδησαν τον νεογέννητο Χριστό. Ίσως έτσι κι εμείς γίνουμε  λίγο «ήμεροι και άκακοι».

«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

να ‘ναι ήμερος να ‘ναι άκακος

λίγο φαΐ, λίγο κρασί,

Χριστούγεννα κι Ανάσταση»

Οδ. Ελύτης

 

«Τι φως και χρώμα κι ομορφιά

να σκόρπιζε το αστέρι,

όπου στην κούνια του Χριστού

τους μάγους έχει φέρει;»

 

«Ω, μέσα μου γεννιέται ένας Θεός

και το κορμί μου γίνεται ναός,

δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή,

μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί».

Κ. Παλαμάς

 

«Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη- ποιος δεν το ξέρει;-

των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ αστέρι.

Κι όποιος το βρει μες στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει

σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το μπορεί να φτάσει».

Γ. Δροσίνης

 

«Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,

κουνιούνται τα καμπαναριά κι οι φωνές που βγαίνουν

απ’ το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα,

μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.

Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν αγγέλοι,

Και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,

μοιάζει αγγελική ματιά».

Κ. Κρυστάλλης

 

«Τα άγια σου σπάργανα φιλούμε

μπροστά σου εδώ γονατισμένοι,

και ταπεινά παρακαλούμε.

….  ….  ….

Δέξου, Χριστέ, την προσευχή μας,

Κι ας γίνει Φάτνη σου η ψυχή μας».

Γ. Μαρκοράς

christmas_melancholy_h_633_451

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Λόφος, Ο τόπος μας

Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στον τόπο μας. Έθιμα μιας άλλης εποχής

της Ευγενίας Μπαλαούρα (Α2)

kalanta2bsti2bnikaia

 

ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Οι άνθρωποι μαζεύονταν σε κάθε γειτονιά για να σφάξουν το γουρούνι. Έβαζαν σ’ ένα σιδερένιο αντικείμενο (φτιαράκι) κάρβουνο και πάνω του θυμίαμα. Μ’ αυτό θύμιαζαν τρεις φορές το γουρούνι και ύστερα το τοποθετούσαν στο λαιμό του. Το έκοβαν σε κομμάτια και επειδή δεν υπήρχαν ψυγεία το έβαζαν μέσα σε μεγάλα δοχεία (καδιά) σκεπάζοντας τα με πολύ αλάτι (χοντρό). Το παχύ κρέας το ‘βραζαν και το έκαναν λίγδα για να μαγειρεύουν. Άλεθαν το κρέας και έκαναν λουκάνικα. Έβραζαν, επίσης τα εντόσθια (πνευμόνια, καρδιά, νεφρά, σπλήνα, συκώτι) και μ’ αυτά γέμιζαν το παχύ έντερο του γουρουνιού (ονομαζόταν παμπάρα). Το κρεμούσαν μαζί με τα λουκάνικα σ’ ένα ψηλό σημείο για να στεγνώσουν. Το κεφάλι και τα πόδια τα μαγείρευαν πατσά.

 

ΚΑΛΑΝΤΑ

Τα παιδιά πήγαιναν περίπου κατά τις 4-5 το ξημέρωμα στα σπίτια και έψελναν κάλαντα. Συγκεκριμένα τραγουδούσαν: «Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο. Κόλιαντρα!» Τότε, οι μεγάλοι έδιναν ξυλοκέρατα (χαρούπια), ολόκληρα ξερά σύκα (μάκες) και σκομαΐδες (σύκα ανοιγμένα στη μέση που τα άφηναν στον ήλιο για να ξεραθούν-στεγνώσουν)

 

καλαντα

ΗΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία και το μεσημέρι οι νοικοκυρές μαγείρευαν κοτόσουπα και οι άντρες έψηναν στη σούβλα. Μαζεύονταν μεγάλες παρέες, έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και πολλές φορές χόρευαν.

 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Έφτιαχναν την πίτα με πολλά φύλλα και έβαζαν ένα κέρμα (φλουρί), ένα μικρό ξυλάκι που «παρίστανε» την γκλίτσα και ένα άλλο ξυλάκι φτιαγμένο έτσι ώστε να μοιάζει με αλέτρι. Αυτά τα έβαζαν για να εξασφαλίσουν μια καλή αγροτική χρονιά.

αρχείο λήψης

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

→ Ο πρώτος επισκέπτης που θα πήγαινε στο σπίτι υποδεχόταν από την οικογένεια με χαρά, η οποία τον κέρναγε και τον έβαζε να καθίσει δίπλα στο τζάκι για να κάνει πυδιακό. Δηλαδή: αφού έδινε ευχές(“Θέλω κατσίκια, νύφες, γαμπρούς κ.ά.”) έριχνε στο τζάκι σιτάρι ή αλάτι. Αν οι σπόροι έσκαγαν, η χρονιά (και η σοδειά) θα ήταν γόνιμη για την οικογένεια ενώ αν δεν έσκαγαν, προβλεπόταν μια δύσκολη χρονιά.

→ Ακόμη ένα έθιμο που γινόταν την Πρωτοχρονιά στον Λόφο ήταν το εξής: επειδή υπήρχε μόνο ένα σημείο με νερό όλοι ήθελαν να πάνε πρώτοι (το πρωί). Αυτός που θα έφτανε πρώτος θεωρούταν ο τυχερός της χρονιάς.

ΕΠΙΠΛΕΟΝ

→ Ανήμερα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς δεν καθάριζαν τη στάχτη του τζακιού, γιατί το θεωρούσαν γρουσουζιά.

→ Τα λουκάνικα μπορούσαν να τα φάνε μετά την παραμονή των Θεοφανίων, εφόσον τα είχε «φωτίσει» ο παπάς.

 

 

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Εκδηλώσεις

Καλά Χριστούγεννα!

της  Βάγιας  Γιαννώτα (Α1)

κατάλογος

Με αφορμή την είσοδο του Δεκέμβρη, που αποτελεί για όλους μας έναν από τους ομορφότερους μήνες του χρόνου, αποφασίσαμε να ενταχθούμε άμεσα στο γιορτινό κλίμα των Χριστουγέννων! Στολίσαμε την τάξη μας όχι μόνο με στολίδια και γιρλάντες αλλά κυρίως με το αίσθημα χαράς και αναμονής της ωραιότερης γιορτής του χρόνου! Πλέον, το πνεύμα των Χριστουγέννων μας αγγίζει ολοένα και περισσότερο!!!  Ευχόμαστε σε όλους καλές γιορτές με υγεία και αγάπη!

10834155_905593362797747_1602727179_n

Δημοσιεύθηκε στην Λογοτεχνία

Καλά Χριστούγεννα με ένα διήγημα για τα κάλαντα άλλων εποχών

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της Κοκκώνας το σπίτι

           Δεν ήτον δρόμος πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ’ εκεί όστις θα ανέβαινεν εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν εις την κάτω. Λιθόστρωτον ανηφορικόν, από κάτω απ’ της Σταματρίζαινας το σπίτι έως επάνω εις τον ναόν της Παναγίας της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα, κάθε βήμα και άσθμα. Εφούσκωνεν, εκοντανάσαινε κανείς διά ν’ αναβεί, εγλιστρούσε διά να καταβεί.

          Αμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παλιόσπιτον του γερο-Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον. Κάτω έχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλών σκοτοδίνην, σημειούμενος από ολίγους έρποντας θάμνους εδώ κι εκεί, οι οποίοι θα εφαίνοντο εις το σκότος της νυκτός εκείνης ως να ήσαν κακοποιοί ψηλαφώντες και αναρριχώμενοι ή και σκαλικάντζαροι ελλοχεύοντες και καραδοκούντες ως να έλθει η ώρα να εισβάλουν εις τας οικίας διά των καπνοδόχων. Το κύμα υποκώφως εφλοίσβιζεν εις τα κράσπεδα του κρημνού, και ακούραστος βορράς φυσών από προχθές, μαλακώσας την εσπέραν ταύτην, εξήπλωνε τες αποθαλασσιές του έως τον μεσημβρινόν τούτον μικρόν λιμένα, ο παγκρατής χιονόμαλλος βασιλεύς του χειμώνος.

Από το άλλο μέρος του δρόμου, αριστερά εις τον ανερχόμενον, δίπλα εις το σπίτι τού γερο-Παγούρη, και αντικρύζουσα με το του Χατζή Παντελή, υψούτο ατελείωτος οικοδομή, με τέσσαρας τοίχους ορθούς μέχρι του πατώματος, με τας ξυλώσεις χασκούσας έως της οροφής, με την στέγην καταρρέουσαν, με φαιούς και φθειρομένους τους τοίχους, την οποίαν η εγκατάλειψις, ο άνεμος και η βροχή είχον καταστήσει ερείπιον και χάλασμα. Τα παιδία, όσα κατήρχοντο την μεσημβρίαν από το έν σχολείον και όσα ανήρχοντο την εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν, της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να την εκδικηθώσι την ημέραν δι’ όσον τρόμον τούς επροξένει την νύκτα, όταν ετύχαινε να περάσωσιν. Οι παπάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από την οικία του δημάρχου, με τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των, αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζιά, και διώκοντες τους σκαλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα αγιασμού και εις την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρεί ο οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθεί ν’ απολαύσει την οικοκυράν της. Τοιαύτη οικία επόμενον ήτο να γίνει κατοικητήριον των φαντασμάτων, άσυλον ίσως των βρυκολάκων, και ίσως ορμητήριον και τόπος συγκεντρώσεως των τυράννων της ώρας ταύτης, των σκαλικαντζάρων.

*** Συνέχεια ανάγνωσης “Καλά Χριστούγεννα με ένα διήγημα για τα κάλαντα άλλων εποχών”