Bes Bajraktarević is a Bosnian Ph.D. student in comparative literature at Harvard University. Her research focuses on the intersections of law, philosophy, and the humanities, as well as literary theory and criticism.
Three Citizens, a Flower
Leaves in a pond in an almost-rose, a thirty-year-old defacement
by a mortar shell explosion
at my feet.
If more than three people were killed, the asphalt is filled with red resin, a rose.
Bloody, or floral?
Concrete scars.
An abstract scar is when mother turns on the news at our first dinner together in twenty-four months,
listens carefully, like her parents did not
the last time.
At six years old, I was asked what I hated. Him, his chin, his little eyes, his hatred,
my hatred
a child’s, now on TV, at twenty-three.
“We were too young for too much,” sister sighed today,
so let me check—at what age were you
ready for war?
I despised the idea that I would write in this language, more yours than mine.
Pain’s a mistake you taste after a rich meal,
you spit and push it away, full. It runs in our veins.
But I’m not us with my boundaries, my suitcase, a repeated rodeo.
No need to pretend any of this is mine. Just fear—
do you fold it like trousers or like a shirt?
Grandmother’s afraid of things only she sees: people, their screams.
A man in a wheelchair hides in her clock, other men, with guns, on chairs
she arranges for them facing the news.
They may be the only ones eager to fight this war of ghosts, echoes
we hear through the window mother won’t replace because our future is robbed
once again. She says people are tired, too tired this time.
Next time I come, will leaves in a pond form a rose or a lily?
We pray not to be or know the names of those who will have died
at our feet.
Τρεις πολίτες, ένα λουλούδι
Φύλλα σε μια λιμνούλα, σε ένα σχεδόν τριαντάφυλλο, μια παραμόρφωση τριάντα ετών
από έκρηξη όλμου
στα πόδια μου.
Εάν σκοτώνονταν πάνω από τρεις άνθρωποι, η άσφαλτος γεμίζει με κόκκινη ρητίνη: ένα τριαντάφυλλο.
Ματωμένη ή φλοράλ;
Ξεκάθαρες ουλές.
Μία αφηρημένη ουλή είναι όταν η μητέρα βάζει τις ειδήσεις στο πρώτο μας δείπνο μετά από είκοσι τέσσερις μήνες,
ακούει προσεκτικά, όπως δεν το έκαναν οι γονείς της
την τελευταία φορά.
Στα έξι μου, με ρώτησαν τι μισούσα. Αυτόν, το πηγούνι του, τα μάτια του, το μίσος του,
το δικό μου μίσος
ενός παιδιού, στην τηλεόραση τώρα, στα είκοσι τρία του.
«Ήμασταν τόσο νέοι για τόσα πολλά» είπε κι αναστέναξε σήμερα η αδερφή μου·
για να δω λοιπόν: σε ποια ηλικία ήσουν
έτοιμη για πόλεμο;
Απεχθανόμουν την ιδέα να γράψω σε αυτή τη γλώσσα, την περισσότερο δική σου παρά δική μου.
Ο πόνος είναι ένα λάθος που το γεύεσαι μετά από ένα πλούσιο γεύμα,
το φτύνεις και το πετάς, έχοντας κορεστεί. Τρέχει στις φλέβες μας.
Αλλά εγώ δεν είμαι εμείς με τα όριά μου, τη βαλίτσα μου, ένα ροντέο που να επαναλαμβάνεται.
Δεν χρειάζεται να προσποιούμαι πως κάτι από όλα αυτά είναι δήθεν δικό μου. Μόνο ο φόβος—
πώς τον διπλώνει κανείς, σαν παντελόνι ή σαν πουκάμισο;
Η γιαγιά μου φοβάται πράγματα που μόνο εκείνη βλέπει: τους ανθρώπους, τις κραυγές τους.
Ένας άντρας σε αναπηρικό αμαξίδιο κρύβεται μέσα στο ρολόι του τοίχου, κάτι άλλοι, με όπλα, καθισμένοι σε καρέκλες
που τις τακτοποιεί για κείνους απέναντι στις ειδήσεις.
Ίσως είναι οι μόνοι που ανυπομονούν να πολεμήσουν αυτόν τον πόλεμο φαντασμάτων, αντίλαλοι
που τους ακούμε από ένα παράθυρο το οποίο η μητέρα μου δεν θέλει να αντικαταστήσει γιατί κάποιοι μας κλέβουν επανειλημμένα το μέλλον.
Λέει πως οι άνθρωποι κουράστηκαν, κουράστηκαν πολύ αυτή τη φορά.
Όταν ξανάρθω, τα φυλλαράκια στη λίμνη θα σχηματίζουν άραγε ένα τριαντάφυλλο ή ένα κρίνο;
Προσευχόμαστε να μην είμαστε εμείς ή έστω να μην γνωρίζουμε τα ονόματα αυτών που θα έχουν πεθάνει
στα πόδια μας.
Ετικέτες: Βοσνία και Ερζεγοβίνη, ΗΠΑ, Ποίηση