Once Upon a Time
Once upon a time, son,
they used to laugh with their hearts
and laugh with their eyes;
but now they only laugh with their teeth,
while their ice block-cold eyes
search behind my shadow.
There was a time indeed
they used to shake hands with their hearts;
but that’s gone, son.
Now they shake hands without hearts
while their left hands search
my empty pockets.
“Feel at home!” “Come again”
they say, and when I come
again and feel
at home, once, twice,
there will be no thrice—
for then I find doors shut on me.
So I have learned many things, son.
I have learned to wear many faces
like dresses—homeface,
officeface, streetface, hostface,
cocktailface, with all their conforming smiles
like a fixed portrait smile.
And I have learned too
to laugh with only my teeth
and shake hands without my heart.
I have also learned to say, “Goodbye,”
when I mean “Good riddance”;
to say “Glad to meet you,”
without being glad; and to say “It’s been
nice talking to you,” after being bored.
But believe me, son.
I want to be what I used to be
when I was like you. I want
to unlearn all these muting things.
Most of all, I want to relearn
how to laugh, for my laugh in the mirror
shows only my teeth like a snake’s bare fangs!
So show me, son,
how to laugh; show me how
I used to laugh and smile
once upon a time when I was like you.
Μια φορά κι έναν καιρό
Μια φορά κι έναν καιρό, γιε μου,
γελούσαν με την καρδιά τους
γελούσαν και με τα μάτια τους:
τώρα όμως γελούν μονάχα με τα δόντια τους,
ενώ τα παγερά τους μάτια
κοιτάζουν πέρα από μένα, πίσω κι απ’ τη σκιά μου.
Υπήρχε ένας καιρός που όντως
συνήθιζαν να δίνουν τα χέρια με την καρδιά τους:
αλλά αυτό πάει πια, γιε μου.
Τώρα κάνουν χειραψία χωρίς εγκαρδιότητα
ενώ το αριστερό τους χέρι ψαχουλεύει
τις άδειες μου τσέπες.
«Νοιώστε σαν στο σπίτι σας!», «ξαναπεράστε!»
μου λένε και, όταν περάσω ξανά
και νοιώσω
σαν στο σπίτι μου, μία, δύο φορές
—δεν θα υπάρξει τρίτη—,
βρίσκω να μου έχουν κλείσει την πόρτα κατάμουτρα.
Έτσι έχω μάθει πολλά πράγματα, γιε μου.
Έχω μάθει να φοράω διάφορα πρόσωπα
σαν να ‘ναι φορεσιές: πρόσωπο σπιτιού,
πρόσωπο γραφείου, πρόσωπο δρόμου, πρόσωπο οικοδεσπότη,
πρόσωπο κοκτέιλ, με το χαμόγελο που ταιριάζει στο καθένα
σαν ένα σταθερό χαμόγελο σε πίνακα ζωγραφικής.
Και έχω μάθει κι εγώ
να γελάω μόνο με τα δόντια μου
και να δίνω το χέρι χωρίς εγκαρδιότητα.
Έχω μάθει επίσης να λέω «χαίρετε»,
όταν εννοώ «καλά ξεκουμπίδια».
Nα λέω «χαίρω πολύ»,
χωρίς να χαίρομαι καθόλου. Να λέω «χάρηκα
που τα είπαμε», ενώ βαριόμουν.
Αλλά πίστεψέ με, γιε μου.
Θέλω να είμαι αυτό που υπήρξα
όταν ήμουν σαν εσένα. Θέλω
να τα ξεμάθω αυτά που με κάνουν βουβό.
Πάνω από όλα, θέλω να ξαναμάθω
πώς να γελάω, γιατί το γέλιο μου στον καθρέφτη
δείχνει μονάχα τα δόντια μου, σαν τα γυμνά δόντια του φιδιού!
Δείξε μου, λοιπόν, γιε μου,
πώς να γελάσω. Δείξε μου πώς
κάποτε γελούσα και χαμογελούσα
μια φορά κι έναν καιρό που ήμουν σαν εσένα.