Την Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2025, πραγματοποιήθηκε, μετά από πρόσκληση του προϊσταμένου του ΚΕΔΑΣΥ ΕΥΒΟΙΑΣ, στο πλαίσιο του 20ου Σχολικού Δικτύου Εκπαιδευτικής Υποστήριξης (ΣΔΕΥ), μια εξαιρετικά ουσιαστική συνάντηση με τα μέλη των Επιτροπών Διεπιστημονικής Υποστήριξης (ΕΔΥ) των σχολικών μονάδων του Δικτύου. Ένα από τα θέματα που μας απασχόλησε είναι από τα πλέον ευαίσθητα και κρίσιμα: η διαχείριση περιστατικών παιδικής παραμέλησης ή/και κακοποίησης και ο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζει η ΕΔΥ και η τήρηση αρχείου σε αυτή για την οργάνωση αποτελεσματικών παρεμβάσεων.
Από τη συζήτηση αναδείχθηκε η ανάγκη για σαφήνεια, πρωτόκολλο και επαγγελματισμό. Ως εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί που στελεχώνουμε το σύστημα υποστήριξης, αναγνωρίζουμε ότι το σχολείο δεν είναι απλώς ένας χώρος μάθησης. Είναι ένας κρίσιμος φορέας δευτερογενούς κοινωνικοποίησης και, συχνά, ένα πολύτιμο “παράθυρο” στην ιδιωτική ζωή ενός παιδιού που ενδεχομένως βρίσκεται σε διακινδύνευση.
Ο ρόλος του/της εκπαιδευτικού υπερβαίνει κατά πολύ τη «μετάδοση γνώσεων». Από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, το σχολείο δεν είναι απλώς ένας χώρος μάθησης είναι ένας κρίσιμος φορέας δευτερογενούς κοινωνικοποίησης και, συχνά, ο μοναδικός θεσμικός μηχανισμός που έχει σταθερή και μακροχρόνια επαφή με το παιδί. Αυτή η θέση μας επιφορτίζει με μια επιπλέον ευθύνη: την ευθύνη της παιδικής προστασίας.
Η διαχείριση υποψιών παιδικής παραμέλησης ή κακοποίησης είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο ευαίσθητα καθήκοντα για κάθε εκπαιδευτικό. Ο δισταγμός είναι ανθρώπινος, όμως η αδράνεια είναι δυνατό να αποβεί κρίσιμη. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται κεντρικός ρόλος της ΕΔΥ, η οποία καλείται να μετατρέψει την ατομική «υποψία» ή το «ένστικτο» απλά ενός/μιας εκπαιδευτικού σε μια συλλογική, τεκμηριωμένη και επαγγελματική διαδικασία.
Η Σημασία του Αρχείου της ΕΔΥ

Η διεπιστημονική ομάδα (ΕΔΥ) δεν λειτουργεί βασιζόμενη σε θολές εντυπώσεις ή μεμονωμένες αναφορές. Η δουλειά της, ειδικά σε τόσο σοβαρά ζητήματα, απαιτεί συστηματική τεκμηρίωση. Η τήρηση ενός ειδικού αρχείου από την ΕΔΥ δεν αποτελεί γραφειοκρατική εμμονή, αλλά θεμελιώδη επαγγελματική πρακτική, δανεισμένη από τις αρχές της κοινωνικής εργασίας: «Ό,τι δεν είναι καταγεγραμμένο, δεν έχει συμβεί».
Σε αυτό το αρχείο, η ΕΔΥ δεν καταγράφει ερμηνείες ή προσωπικές κρίσεις. Καταγράφει όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά τα γεγονότα, παρατηρήσεις και ημερομηνίες:
- Συχνότητα συμπεριφορών ή/ και απουσιών.
- Παρατηρήσεις σχετικά με τη σωματική κατάσταση ή υγιεινή (π.χ. επίμονη έλλειψη κατάλληλου ρουχισμού, σημάδια που χρήζουν διερεύνησης).
- Αναφορές του ίδιου του παιδιού.
- Επαφές που έγιναν με την οικογένεια και το αποτέλεσμά τους.
Αυτή η καταγραφή επιτρέπει στην ΕΔΥ να διακρίνει αυτό που είναι κρίσιμο: τα μοτίβα (patterns). Ένα μεμονωμένο περιστατικό μπορεί να είναι τυχαίο. Η επανάληψη, ωστόσο, αποκαλύπτει μια δομική δυσκολία ή μια κατάσταση κινδύνου.
Το Αρχείο ως Βάση για τη Λήψη Αποφάσεων

Το αρχείο της ΕΔΥ δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι το μοναδικό εργαλείο πάνω στο οποίο η διεπιστημονική ομάδα θα βασίσει τις αποφάσεις της. Χωρίς αυτό, η λήψη αποφάσεων γίνεται συναισθηματική, αποσπασματική και νομικά ευάλωτη.
Με βάση τα τεκμήρια του αρχείου, η ΕΔΥ μπορεί συλλογικά να αποφασίσει για την κλιμάκωση των παρεμβάσεων:
- Εσωτερική Παρέμβαση: Σχεδιασμός ενός πλάνου υποστήριξης για το παιδί εντός του σχολείου (π.χ. εμπλοκή ψυχολόγου, κοινωνικού λειτουργού).
- Συμβουλευτική Γονέων: Μια δομημένη προσέγγιση της οικογένειας για την κατανόηση των δυσκολιών και την παροχή καθοδήγησης.
- Διασύνδεση: Παραπομπή της οικογένειας σε εξωτερικές υποστηρικτικές δομές (π.χ. Κοινωνική Υπηρεσία Δήμου, Κέντρο Ψυχικής Υγείας).
- Αναφορά στην εισαγγελία ανηλίκων: Όταν τα δεδομένα του αρχείου τεκμηριώνουν επαρκώς ότι το παιδί βρίσκεται σε άμεσο ή σοβαρό κίνδυνο, η ΕΔΥ προχωρά στην εκπλήρωση της έννομης υποχρέωσής της για αναφορά στις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές.
Αυτή η διαδικασία διασφαλίζει ότι η οποιαδήποτε παρέμβαση, ειδικά η τελευταία, δεν είναι μια παρορμητική πράξη, αλλά το αποτέλεσμα ώριμης, διεπιστημονικής και τεκμηριωμένης αξιολόγησης.
Η Προστασία των Δεδομένων ως Ηθική και Νομική Επιταγή

Σύμφωνα με το άρθρο 23 (ν.3500/2006) «1. Παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, μέλος του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ή του ειδικού βοηθητικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, επιμελητής, προπονητής ή γιατρός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε ανήλικο, ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πληροφορείται ή διαπιστώνει με οποιονδήποτε τρόπο, ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ανηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούται να το αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες διωκτικές αρχές. Την ίδια υποχρέωση έχει ιατρός που με βάση σοβαρά αντικειμενικά ευρήματα της ιατρικής εξέτασης διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ενηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας. 1. Τα πρόσωπα της παρ. 1, που προβαίνουν σε αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση, για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά. 2. Α. Τα πρόσωπα της παρ. 1 καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, μόνο αν το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο. 3. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τα μέλη του προσωπικού και τους Προϊσταμένους των Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.) του άρθρου 6 και της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 4547/2018 (Α’ 102).».
Η συλλογή τόσο ευαίσθητων πληροφοριών εγείρει, δικαίως, προβληματισμούς για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Εδώ, η στάση μας πρέπει να είναι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη. Το αρχείο της ΕΔΥ, ειδικά όταν περιέχει ζητήματα προστασίας ανηλίκων, διέπεται από τους αυστηρότερους κανόνες ασφαλείας και εχεμύθειας.
Η τήρησή του νομιμοποιείται από τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR), καθώς η επεξεργασία αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση «έννομης υποχρέωσης» (δηλαδή την υποχρέωση αναφοράς περιστατικών κακοποίησης) και για τη διαφύλαξη «ζωτικού συμφέροντος» του υποκειμένου, δηλαδή του παιδιού.