«Σώπα, δάσκαλε, φώναξε, σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!» : Η αναγνωστική ανταπόκριση νηπίων στη φράση-κλειδί της αφηγηματογραφίας του Καζαντζάκη
Ελένη Ηλία, Δρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ΕΚΠΑ.
Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο“Η Θέση του Νίκου Καζαντζάκη στην Εκπαίδευση, στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό. Εκδοχές πρόσληψης στη Διδασκαλία και στην Έρευνα” (Ηράκλειο, 19, 20, 21 και 22 Οκτωβρίου 2017).
Περίληψη
Ο ρόλος του φυσικού στοιχείου στα πεζογραφήματα του Καζαντζάκη αναδεικνύεται καθοριστικός. Η φύση λειτουργεί ως πρωταρχικός παράγοντας διαμόρφωσης της φιλοσοφίας και της στάσης ζωής των λογοτεχνικών ηρώων του. Ο ώριμος αναγνώστης διαπιστώνει σε κάθε έργο του Καζαντζάκη πως η φύση συνιστά το μοναδικό δρόμο που οδηγεί τα αφηγηματικά του πρόσωπα στις υπαρξιακές αναζητήσεις τους, στην αυτογνωσία τους. Τα νήπια, η πιο ευαίσθητη αναγνωστική ηλικία, δεν αποκλείονται από τη δυνατότητα να βιώσουν τη θεώρηση αυτή. Ο Καζαντζάκης κατορθώνει να συνοψίσει τη θέση του για τον παιδαγωγικό ρόλο της φύσης στην ανθρώπινη ύπαρξη και να την υποβάλλει στο νηπιακό αναγνωστικό κοινό, σε μία μόνο φράση από το μυθιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο». Η φράση αποδίδεται σε ένα μικρό αγόρι, το οποίο αυθόρμητα εκφράζει την ανάγκη της επικοινωνίας με το φυσικό κόσμο και της απόλαυσης που απορρέει από αυτήν. Στη σχολική τάξη αξιοποιούμε το σχετικό απόσπασμα, επιδιώκοντας να ανιχνεύσουμε την ανταπόκριση των νηπίων αναφορικά με τη σπουδαιότητα του ρόλου της φύσης ειδικότερα στη ζωή και την εξέλιξη ενός παιδιού. Αναπτύσσουμε εκπαιδευτικές δράσεις, χρησιμοποιώντας το εν λόγω κείμενο ως λογοτεχνικό πρότυπο και ερέθισμα της φαντασίας των μαθητών μας. Παρουσιάζουμε τέλος το αποτέλεσμα αυτής της εκπαιδευτικής μας προσέγγισης, δηλαδή τα πρωτότυπα αφηγηματικά κείμενα τα οποία τα νήπια παράγουν με ερέθισμα το παραπάνω απόσπασμα, με βάση την αρχή της φθίνουσας καθοδήγησης. Έτσι, ως συμπέρασμα προκύπτει η δυνατότητα της συγκεκριμένης φράσης του Καζαντζάκη να οδηγήσει τα νήπια σε έναν ουσιαστικό «διάλογο» με τη φύση, μέσα από τον οποίο προκύπτουν αβίαστα οι δικές τους εμπειρίες κι εκφράζονται οι προσωπικές σχέσεις κι επιθυμίες αναφορικά με το φυσικό κόσμο. Σε μια εποχή μάλιστα που ο κόσμος της τεχνολογίας έχει κατακτήσει επικίνδυνα την τρυφερή νηπιακή ηλικία, η επιλογή της παραπάνω εκπαιδευτικής προσέγγισης συμβάλλει αναμφίβολα στην εξισορρόπηση της αναπτυξιακής πορείας των μικρών μαθητών.
- Εισαγωγή
Η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας του Καζαντζάκη, που συνιστά την πεμπτουσία της μυθιστοριογραφίας του, συνδέεται αναπόσπαστα και ποικιλότροπα από αφηγηματικής πλευράς με το φυσικό στοιχείο. Ο συγγραφέας δημιουργεί όλα τα αφηγηματικά πρόσωπα των μυθιστορημάτων του, «αντιγράφοντας ένα και μοναδικό πρότυπο, την ίδια του την προσωπικότητα» (Ζωγράφου, 1977: 280, 287). Οι ήρωες του Καζαντζάκη στο σύνολό τους καταφεύγουν στο φυσικό κόσμο για να απαντούν στις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις. Το φυσικό περιβάλλον δεν τους προσφέρει μόνο ποικίλες απολαύσεις αλλά και ουσιαστικά διδάγματα και ευκαιρίες αυτογνωσίας, ειδικότερα δε τη δυνατότητα επικοινωνίας με το Θεό (Ηλία, 1997).
Στο σημείο αυτό ακολουθεί το σύντομο σε έκταση απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό έργο του συγγραφέα «Αναφορά στο Γκρέκο», που επιλέξαμε για τη διδασκαλία μας σε νήπια: Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: -Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί! (Καζαντζάκης, 2007).
Στην τελευταία φράση του αποσπάσματος, ο μικρός μαθητής ζητά να διακοπεί η διδασκαλία, προκειμένου να απολαύσουν τα παιδιά καλύτερα το κελάηδισμα ενός πουλιού, καθώς το θεωρούν πιο ευχάριστο και σημαντικό από το σχολικό μάθημα. Εδώ λοιπόν ο Καζαντζάκης κατορθώνει θαυμάσια να αποδώσει την ουσία της θέσης του για τον μοναδικό και αναντικατάστατο ρόλο της φύσης στην ανθρώπινη ύπαρξη, ως πεδίου αγωγής και αυτογνωσίας. Αξιοποιώντας την περιεκτικότητα και την ευστοχία αυτού του αφηγηματικού σημείου της πεζογραφίας του Καζαντζάκη αλλά και την πλήρη καταληπτότητά του από τα νήπια, σχεδιάζουμε και υλοποιούμε το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Έτσι και οι αναγνώστες νηπιακής ηλικίας θα έχουν τη δυνατότητα να μυηθούν στις βαθύτερες αξίες του φιλοσοφικού στοχασμού του Καζαντζάκη, όπως αυτές συνοψίζονται σε λίγες μόνο λέξεις.
- Αρχές και πρακτικές της διδακτικής μας προσέγγισης
- 1. Η φύση της λογοτεχνίας και ο τρόπος διδασκαλίας της
Η ανάγνωση κάθε λογοτεχνικού κειμένου είναι μία ιδιαίτερα «δημιουργική» διαδικασία (Iser, 1990: 44-45). Γινόμαστε συνδημιουργοί του συγγραφέα, καθώς ανταποκρινόμαστε στο ρόλο πού εκείνος μας έχει καθορίσει , «σύμφωνα με το επίπεδο της αναγνωστικής μας ωριμότητας» (Culler, 1988: 102, 109, 115) άλλα και τη «διάθεση της στιγμής» (Τζιόβας, 1987: 236, 239). Κατά την ανάγνωση, ως αποτέλεσμα της εντατικής αντιληπτικής δραστηριότητας που επιτελούμε, αποκομίζουμε την αίσθηση ότι εμπλεκόμαστε άμεσα στα αφηγηματικά δρώμενα. «Ταυτιζόμαστε» με τους ήρωες (Booth, 1987: 278-281, 378) και βιώνουμε προσωπικά καταστάσεις και συναισθήματα που αποδίδονται στο κείμενο. Καθώς η επαφή μας με το λογοτεχνικό έργο έχει το χαρακτήρα του βιώματος, συντελεί στην αυτογνωσία μας.
Η ίδια η φύση της λογοτεχνίας υπαγορεύει τόσο το στόχο όσο και τον τρόπο διδασκαλίας της. Ειδικότερα στο Νηπιαγωγείο, όπου πραγματοποιείται ή πρώτη επαφή των μαθητών με το λογοτεχνικό φαινόμενο και ουσιαστικά καθορίζεται η μετέπειτα σχέση τους με αυτό και διαμορφώνονται τα αισθητικά κριτήρια τους, επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις εκείνες, που θα επιτρέψουν στα παιδιά να βιώσουν την αισθητική απόλαυση, τη συγκινησιακή φόρτιση την οποία η λογοτεχνία προσφέρει. Παράλληλα τους δίνουμε τη δυνατότητα να εκφράσουν την ανταπόκριση τους στα λογοτεχνικά κείμενα, καθώς και να τα αξιοποιήσουν ως κινητήρια δύναμη της φαντασίας τους, πηγή έμπνευσης για πρωτότυπες δημιουργίες (Ηλία, 2004).
2.2. Τα εκπαιδευτικά λογοτεχνικά προγράμματα και η εξέλιξή τους
Επιλέγουμε η επαφή με τη λογοτεχνία να πραγματοποιείται στο πλαίσιο εκπαιδευτικών λογοτεχνικών προγραμμάτων, όπου ο ρόλος του συνόλου των μαθητών είναι κατεξοχήν δημιουργικός. Ο σχεδιασμός κάθε εκπαιδευτικού προγράμματος λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ομάδας που θα το υλοποιήσει. Καθώς το κυρίαρχο στοιχείο της παιδικής φύσης είναι η ανάγκη και η διάθεση για παιχνίδι (Χουιζίνγκα, 1989), προτείνεται η λογοτεχνική διδασκαλία μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα με παιγνιώδη φύση (Ποσλανιέκ, 1992), ώστε η παιγνιώδης ατμόσφαιρα να συνεπάρει το σύνολο των νηπίων. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας οι μαθητές διατυπώνουν ελεύθερα την ταύτισή τους με συγκεκριμένα αφηγηματικά πρόσωπα, ξαναζούν την αφηγηματική σκηνή που τους έχει συναρπάσει και διαμορφώνουν την εξέλιξη της δράσης σύμφωνα με τις προσωπικές τους εμπειρίες και επιθυμίες.
Οι μαθητές παράγουν τα αφηγηματικά κείμενά τους αναφορικά με το λογοτεχνικό πρότυπο, είτε ομαδικά είτε ατομικά (Huck κ. ά., 1979), με βάση τη διδακτική αρχή της «φθίνουσας καθοδήγησης» (Ματσαγγούρας, 2001: 180-182, 199-203). Αποκρίνονται σε ερωτήσεις του δασκάλου (Pascucci και Rossi, 2002), οι οποίες διαρκώς μειώνονται, στο βαθμό που οι δικές τους απαντήσεις γίνονται πληρέστερες, κινούμενες είτε στον άξονα της «δημιουργικής μίμησης» είτε σε αυτόν της «τροποποίησης» είτε σε αυτόν της«ανατροπής» του λογοτεχνικού προτύπου (Ματσαγγούρας, 2001: 215, 220-222). Η αναγνωστική ανταπόκριση των μαθητών στο παραπάνω πλαίσιο πάντοτε καταγράφεται με παραδοσιακούς ή σύγχρονους τρόπους (γραφή σε χαρτί, γραφή σε υπολογιστή, μαγνητοφώνηση, βιντεοσκόπηση κ.λπ.), για ποικιλότροπη αξιοποίηση. Η αξιοποίηση αυτή (θεατρική απόδοση, δημοσίευση κ.λπ.) συνιστά μία ακόμη προϋπόθεση που θα τους προσφέρει επιπλέον «κίνητρο», για να εκφράζουν ελεύθερα τις αναγνωστικές εντυπώσεις τους κατά τη συμμετοχή τους στα σχετικά προγράμματα (Ηλία και Ματσαγγούρας, 2006: 312-313).
- Στόχοι του προγράμματος
- Να συνειδητοποιήσουν τα νήπια το βασικό στοιχείο της πεζογραφίας του Καζαντζάκη, που συνίσταται στον καθοριστικό ρόλο της φύσης στις υπαρξιακές αναζητήσεις των ηρώων του.
- Να αντιληφθούν τα νήπια τη φύση ως πλαίσιο αγωγής και αυτογνωσίας τους.
- Να εξοικειωθούν τα νήπια με το λογοτεχνικό φαινόμενο μέσα από την επαφή τους με τα υψηλής αισθητικής ποιότητας και αφηγηματικής αξίας, διαχρονικά και οικουμενικά αναγνωρισμένα πεζογραφήματα του Καζαντζάκη.
- Να διασφαλιστεί η καθολική, ενεργητική συμμετοχή των μαθητών στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που επικεντρώνεται στο επιλεγμένο κείμενο του Καζαντζάκη και η δυνατότητα έκφρασης-ανταλλαγής των προσωπικών εμπειριών, επιθυμιών και προσδοκιών τους, αναφορικά με αυτό.
- Να αναπτυχθεί η δημιουργική σκέψη, η γλωσσική ανάπτυξη και ειδικότερα η αφηγηματική ικανότητα των νηπίων.
- Να κατανοήσουν τα νήπια τη σύνδεση ανάμεσα στον προφορικό και το γραπτό λόγο, την ιδιότητα του γραπτού λόγου να αναπαριστά τον προφορικό μέσα από την καταγραφή και αξιοποίηση των αφηγηματικών κειμένων τους, με ερέθισμα το κείμενο του Καζαντζάκη.
- Ταυτότητα του προγράμματος
Το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά στο προαιρετικό ωράριο του νηπιαγωγείου, που διαρκεί από τη μία έως τις τέσσερις μ.μ. και σε αυτό συμμετείχαν δεκατρία νήπια και τρία προνήπια.
- Μεθόδευση
Πριν από την ανάγνωση του σχετικού αποσπάσματος, απομονώνουμε τη φράση «Σώπα, δάσκαλε!» και ζητάμε από τους μαθητές να μαντέψουν ποιος τη λέει, σε ποιον και για ποιο λόγο. Με το συγκεκριμένο χειρισμό επιδιώκουμε να προσφέρουμε ένα ερέθισμα, που θα εξάψει την περιέργειά τους, θα τους προβληματίσει και έτσι όταν ακολουθήσει η ανάγνωση του αποσπάσματος του Καζαντζάκη όπου θα λυθεί η απορία τους, να το παρακολουθήσουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή. Επιπλέον, κατά τον τρόπο αυτό, η ανάγνωση του αποσπάσματος που ακολουθεί, επιφυλάσσει την έκπληξη, εφόσον οι υποθέσεις και οι προσδοκίες των παιδιών ματαιώνονται (Riffaterre, 1988). Ως αποτέλεσμα της έκπληξης, κορυφώνεται το αναγνωστικό ενδιαφέρον για το κείμενο.
Στη συνέχεια καλούμε τα νήπια να αναδιηγηθούν το απόσπασμα, αντικαθιστώντας τον εννιάχρονο Νικολό με τον εαυτό τους. Κάθε νήπιο της τάξης παρουσιάζει δηλαδή τον εαυτό του στη θέση του παιδιού που αναφέρεται στο πουλί, απευθυνόμενο στο δάσκαλο.
- Αποτελέσματα 1. Τα μαντέματα
Τα περισσότερα παιδιά θεώρησαν ότι τη φράση τη λέει κάποιο οικείο τους λογοτεχνικό πρόσωπο (π.χ. Ο Μικρός Πρίγκιπας, από το ομώνυμο βιβλίο του Εξυπερύ).
Τα παιδιά μαντεύουν ότι η φράση λέγεται σε ένα δάσκαλο:
α) επειδή ήταν άρρωστος, έβηχε πάρα πολύ και στεναχωριούνταν να τον ακούν.
β) επειδή φώναζε, προσπαθώντας κάτι να εξηγήσει.
γ) επειδή φώναζε στα παιδιά που δεν έπαιρναν την τσάντα τους να φύγουν αλλά ήθελαν να μείνουν κι άλλο στο σχολείο.
δ) επειδή δεν ήθελαν να συνεχίσουν το μάθημα του καράτε, αφού δεν τα πήγαιναν καλά σε αυτό κ. ο. κ.
2. Οι αφηγήσεις
Κάθε νήπιο αφηγείται την ίδια σκηνή, με παραλλαγές από το λογοτεχνικό πρότυπο και πρωταγωνιστή το ίδιο. Στη συνέχεια παραθέτουμε ενδεικτικά μερικές από τις αφηγήσεις που καταγράψαμε:
α) Ο δάσκαλος μάς φωνάζει συνέχεια «πλύνετε τα χέρια σας και πλύνετε τα μαλλιά σας». Μια μέρα που μας μάθαινε πρόσθεση, ήταν Καλοκαίρι και του είπα: «Κύριε, θέλετε ν’ ακούσουμε το πουλί;» Αυτός απάντησε: «Όχι. Τα βαριέμαι τα πουλιά. Δεν μου αρέσουν καθόλου. Μου αρέσουν μόνον όταν τα σκοτώνουμε και τα τρώμε». Τότε όλα τα παιδιά φώναξαν: «Σε παρακαλούμε, δάσκαλε, σε παρακαλούμε». Ο δάσκαλος είπε: «Όχι, όχι παιδιά, θα κάνουμε μόνο πρόσθεση». Τότε του είπα εγώ: «Μα κύριε αυτή είναι μια μελωδία». Κι όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν στο παράθυρο, ν’ ακούσουν αυτή τη μελωδία. Το πουλί κελαηδούσε, για να πάνε κοντά του και τ’ άλλα πουλιά να τραγουδήσουν όλα μαζί. Μαζεύτηκαν τα πουλιά κι ο δάσκαλος τους κι άρχισαν όλα μαζί να τραγουδάνε. Κι ο δικός μας δάσκαλος έκανε μια γκριμάτσα και είπε: «Εντάξει τότε, αφού με παρακαλάτε όλοι, να κάνουμε κι ένα διάλειμμα». Ύστερα είπε: «Τελικά μου αρέσουν τα πουλιά». Και κάθε μέρα, την ίδια ώρα έρχονται και τα είκοσι πουλιά με το δάσκαλό τους και μας τραγουδάνε τη μελωδία τους.
β) Ο δάσκαλος μας έλεγε ιστορίες για τους παλιούς ανθρώπους. Εγώ δεν ήθελα να ακούω, γιατί οι παλιοί άνθρωποι έκαναν άσχημα πράγματα με όπλα. Όταν μας λέει ο δάσκαλος αυτές τις ιστορίες, εγώ προτιμάω να ζωγραφίζω και να γράφω. Σήκωσα το χέρι και του είπα: «Μπορείτε να σταματήσετε τις ιστορίες για τους παλιούς ανθρώπους;» Κι εκείνος δεν συνέχισε άλλο. Κι όταν ο δάσκαλος σταμάτησε, ακούσαμε το πουλί που κελαηδούσε. Κι ο δάσκαλος είπε τότε «μου αρέσει πάρα πολύ αυτό το πουλί που κελαηδάει». Κι εμείς είπαμε όλοι μαζί «Και σε μας αρέσει να το ακούμε». Κι ύστερα ρωτήσαμε το δάσκαλο: «Να ζωγραφίσουμε αυτό το πουλί;» Και είπε «ναι». Ο δάσκαλος τότε μας έγραψε την πρόταση «Μας αρέσει πολύ που κελαηδάει το πουλάκι».
γ) Ο δάσκαλος μάς έλεγε για τα ρολόγια, μάς μάθαινε την ώρα. Αυτό ήταν εύκολο μάθημα. Το είχαμε μάθει όλα τα παιδιά. Ήταν Άνοιξη κι άκουγα τον Απρίλιο να τραγουδάει. Η φωνή του έμοιαζε σαν του πουλιού. Ο Απρίλης τραγουδούσε, γιατί ήθελε να χαλάσει το μάθημά μας. Δεν του άρεσε το σχολείο. Του άρεσε μόνο να τραγουδάει όλη μέρα. Ήθελε τα παιδιά να μην κάνουν μάθημα. Αυτό έλεγε με το τραγούδι του. Ο δάσκαλος το κατάλαβε και σταμάτησε το μάθημα. Εμείς τα παιδιά όμως θέλαμε να κάνουμε μάθημα. Εγώ το είπα στο δάσκαλο. Αλλά αυτός δεν με άκουσε. Άκουσε τον Απρίλη και δεν μάς έκανε πια άλλο μάθημα.
δ) Ο δάσκαλός μας είναι καλός. Τον αγαπάμε, γιατί μας μαθαίνει γράμματα. Κι αυτός μας αγαπάει. Μας φτιάχνει αεροπλάνα, παιχνίδια και τριαντάφυλλα από χαρτί. Μας δίνει χαρτιά, για να ζωγραφίζουμε ό, τι θέλουμε και τις ζωγραφιές μας τις βάζει στον τοίχο. Μια μέρα ο δάσκαλος μάς λέει: «Ακούστε πώς κελαηδάει το πουλί!» Ύστερα, γράφει τη λέξη «πουλί» και την βάζει στον τοίχο, για να την δούμε και να την γράψουμε κι εμείς. Το πουλί κελαηδούσε, για να πει στο δάσκαλο να μας μάθει να γράφουμε τη λέξη «πουλί». Ύστερα συνέχισε να κελαηδάει, γιατί του άρεσε που γράψαμε αυτή τη λέξη.
ε) Ο δάσκαλός μας φωνάζει, γιατί αντί να πάρουμε τα βιβλία για να διαβάσουμε, παίρνουμε τους μαρκαδόρους να ζωγραφίσουμε. Τότε εγώ του λέω: «Σώπα δάσκαλε, να ακούσουμε το πουλί!» Ο δάσκαλος σταματάει να φωνάζει. Εμείς τελειώνουμε τις ζωγραφιές μας κι ύστερα παίρνουμε τα βιβλία μας. Είχαμε την ιδέα να ζωγραφίσουμε, γιατί όταν ζωγραφίζουμε, γίνεται ησυχία. Και τότε τα πουλιά κελαηδάνε.
στ) Μια φορά σήκωσα το χέρι μου και ο δάσκαλος μού είπε να σταματήσω για να μην μου ρίξει μπάτσο. Εγώ τότε του είπα να είναι λίγο πιο ήρεμος, γιατί του είχαν δώσει μια τελευταία ευκαιρία για να ηρεμήσει, επειδή συνέχεια φώναζε. Μας φώναζε, επειδή δεν κοιμόταν καλά. Έβλεπε πολλή ώρα τηλεόραση και ξάπλωνε πολύ αργά. Έβλεπε αστυνομικές ταινίες. Όταν μετά κοιμόταν, έβλεπε όνειρα με κλέφτες που το είχαν σκάσει. Τώρα κάθε μέρα στο σχολείο μας ακούμε ένα πουλί να κελαηδάει. Αυτό το πουλί το έχει ο δάσκαλός μας. Ο δάσκαλος έχει γίνει καλός κι ευγενικός, βοηθάει τον κόσμο κι είναι ήρεμος, επειδή η ζωή του τώρα που ζει με το πουλί, έχει αλλάξει. Κοιμάται μόλις σκοτεινιάζει και δεν καθυστερεί μπροστά στην τηλεόραση.
- Η Αξιολόγηση του προγράμματος από τα νήπια
Από τα νήπια που συμμετείχαν στο πρόγραμμα, ζητήθηκε να το αξιολογήσουν, να αναφερθούν στις εντυπώσεις τους είτε για την εξέλιξη και ολοκλήρωση του προγράμματος γενικότερα είτε για την προσωπική συμμετοχή τους σε αυτό. Για τα νήπια το πλέον σημαντικό είναι ότι ακουγόταν στην τάξη τους κελάηδισμα πουλιού, οπότε άρχισαν να το παρακολουθούν και το απολάμβαναν ιδιαίτερα. Έδειχναν εξαιρετικά εντυπωσιασμένα από τη σύμπτωση να ακούγεται πάντα το κελάηδισμα στη διάρκεια της πραγματοποίησης του προγράμματος. Για αρκετά από τα νήπια αυτό το κελάηδισμα συνιστούσε άμεση και προσωπική επικοινωνία τους με το πουλί. Θεωρούσαν ότι κελαηδώντας, το πουλί εκδήλωνε τη χαρά του και συχνά μάλιστα έμπαιναν στη διαδικασία να εντοπίσουν την αιτία αυτής της χαράς. Υπέθεταν ότι οφείλεται στο γεγονός ότι γεννάει ή στο ότι βρίσκεται κοντά τους ή στο ότι αυτά μαθαίνουν στο σχολείο όμορφα πράγματα κ. ό. κ.
Οι δεκατέσσερις από τους δεκαέξι μαθητές ταυτίζονται πλήρως με το μαθητή του έργου του Καζαντζάκη, που απευθυνόμενος στο δάσκαλο τού ζήτησε να σταματήσει το μάθημα για να ακούσουν το πουλί. Συγκεκριμένα, δηλώνουν ότι συμφωνούν απόλυτα πως είναι πιο σημαντικό να ακούν το πουλί παρά το δάσκαλο. Ένας μαθητής, αναφέρει ωστόσο ότι δεν θα έλεγε ποτέ «σώπα» στο δάσκαλό του για να ακούσει το κελάηδισμα πουλιού αλλά μόνο για να ακούσει κάποιο τραγούδι. Εξηγεί ότι δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τα πουλιά, επειδή όποτε τα κοιτάζει που πετάνε ψηλά, τον ενοχλεί στα μάτια ο ήλιος. Ένας ακόμη μαθητής δηλώνει ότι ποτέ δεν θα έλεγε στο δάσκαλό του «σώπα» για να ακούσει κάτι στη φύση, αφού αυτά που μαθαίνει ένα παιδί από το δάσκαλο είναι πιο χρήσιμα.
- Συμπεράσματα
Αφού είχαν προηγηθεί τα μαντέματα των νηπίων και μεσολάβησαν οι διακοπές του Πάσχα, μόλις επιστρέψαμε, τα παιδιά ρωτούσαν ανυπόμονα πότε θα διαβάσουμε το κείμενο, για να διαπιστώσουν εάν είχαν μαντέψει σωστά. Πραγματικά, όταν διαβάστηκε το απόσπασμα, τα νήπια το παρακολούθησαν με πολλή προσοχή. Ακούγοντας πως ο λόγος που ο μαθητής ζητούσε από το δάσκαλο να σταματήσει, ήταν για να απολαύσει το κελάηδισμα του πουλιού, η έκπληξή τους ήταν φανερή.
Αυτό που δεν είχαμε προβλέψει και πραγματικά προκάλεσε τον ενθουσιασμό όλων, ήταν ότι την ώρα των παιδικών αφηγήσεων στο πλαίσιο της διεξαγωγής του προγράμματος, ακουγόταν συνεχώς κελάηδισμα πουλιού από το προαύλιο του δικού μας σχολείου. Ενδεχομένως το κελάηδισμα να ακουγόταν σε όλες τις διδακτικές ώρες, ωστόσο εμείς να μην είχαμε ευαισθητοποιηθεί σχετικά, ώστε να το προσέξουμε. Αυτή η ευαισθητοποίηση ήταν αποτέλεσμα της ανάγνωσης του αποσπάσματος του Καζαντζάκη και της διεξαγωγής του σχετικού εκπαιδευτικού προγράμματος.
Η σύμπτωση να ακούμε ζωντανά κελάηδισμα πουλιού κατά την αφήγηση των μαθητών αναφορικά με το απόσπασμα του Καζαντζάκη, προσέδωσε στο πρόγραμμά μας μια διάσταση σχεδόν «μαγική», που συνέβαλε σημαντικά στην επιτυχία του. Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι αυτό το γεγονός που επαναλαμβανόταν καθημερινά στη διάρκεια του προγράμματος, ως εκκίνηση της διαδικασίας της αφήγησης από κάθε μαθητή, χρησιμοποιούσαμε τη φράση «Ακούμε τώρα το πουλί και την ιστορία σας». Χάρη στο κελάηδισμα του πουλιού, η ατομική αφήγηση κάθε νηπίου εκτυλισσόταν σε ένα πολύ ήρεμο, σχεδόν κατανυκτικό περιβάλλον.
Όπως προκύπτει από την παράθεση των αποτελεσμάτων, το σύνολο των στόχων επιτεύχθηκαν πλήρως. Συγκεκριμένα, όλες οι αφηγήσεις διακρίνονται για τη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία τους. Η πλοκή τους είναι ενδιαφέρουσα και ο χαρακτήρας του δασκάλου αποτυπώνεται ευκρινέστατα. Κυρίως όμως προκύπτει η θετική στάση των συγκεκριμένων μαθητών του νηπιαγωγείου για το φυσικό κόσμο, η διάθεσή τους για επικοινωνία μαζί του, η πεποίθησή τους για τη σπουδαιότητα της μεταξύ τους επαφής.
Βιβλιογραφία
Booth, Wayne, C. (1987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.
Culler, Jonathan. (1988). Literary Competence στο J. P. Tompkins ( Επιμ.), Reader-response criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press: 101-117.
Ζωγράφου, Λιλή. (1977). Νίκος Καζαντζάκης. Ένας τραγικός, Αθήνα: Παπαζήσης.
Ηλία, Ελένη, Α. και Ματσαγγούρας Ηλίας, Γ. (2006). Από το παιχνίδι στο λόγο: Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες. Στο Π. Παπούλια-Τζελέπη, Α. Φτερνιάτη, Κ. Θηβαίος (Επιμ.) στο Έρευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην Ελληνική Κοινωνία. Πρακτικά Συνεδρίου: Ελληνικά Γράμματα: 307-317.
Ηλία, Ελένη, Α. (2004). Η ανάγνωση-διδασκαλία της Λογοτεχνίας ως παιχνίδι φαντασίας και έκφραση της προσωπικότητας, Διαδρομές, τ. 15: 167-178.
Ηλία, Ελένη, Α. (1997). Οι ήρωες του Καζαντζάκη και ο φυσικός κόσμος, Πνευματικά Χανιά, τ. 28-29: 10-18.
Huck, C., Hepler, S. και Hickman, J. (1979). Children’s Literature in the Elementary School: Holt Rinehart And Winston: 679-713.
Iser, Wolfang. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.
Καζαντζάκης, Νίκος (2007). Αναφορά στον Γκρέκο. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Ματσαγγούρας, Ηλίας. Γ. (2001). Η Σχολική Τάξη, τ. Β΄ . Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του γραπτού λόγου. Αθήνα.
Pascucci, M. και Rossi, F. (2002). ΄Oχι μόνο γραφέας, Γέφυρες, τ. 6: 16-23.
Ποσλανιέκ, Κριστιάν. (1992). Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, μτφρ. Στ. Αθήνη. Αθήνα: Καστανιώτης.
Riffaterre, Michael. (1988). Describing poetic structures. Two approaches to Baudelaire’s “Les Chats” στο Tompkins, J. P. ( Επιμ.), Reader-response criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press:26-40.
Τζιόβας, Δημήτρης. (1987). Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές κι ερμηνευτικές αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Γνώση.
Χουιζίνγκα, Γιόχαν. (1989). Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, μτφρ. Σ. Ροζάκης – Γ. Λυκιαρδόπουλος. Αθήνα: Γνώση.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΙΣ ΥΠΑΡΞΙΑΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Ελένη Α. Ηλία
(Το πλήρες άρθρο, με τον τίτλο “Οι ήρωες του Καζαντζάκη και ο φυσικός κόσμος“, έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Πνευματικά Χανιά, τχ. 28-29, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1997, σελ. 10-15).
Με αφορμή τα εκατόν τριάντα χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη πραγματοποιούνται ποικίλες εκδηλώσεις και αφιερώματα που αναφέρονται στη μορφή και το έργο του. Η δική μας συμμετοχή σε αυτήν την επέτειο, περιλαμβάνει την απόπειρα να παρουσιάσουμε το ρόλο της φύσης στα μυθιστορήματά του. Η επιλογή μας απορρέει από την διαπίστωση ότι η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας του Καζαντζάκη, που συνιστά την πεμπτουσία και της μυθιστοριογραφίας του, συνδέεται αναπόσπαστα και ποικιλότροπα από αφηγηματικής πλευράς με το φυσικό στοιχείο.
Ο συγγραφέας δημιουργεί όλα τα αφηγηματικά πρόσωπα των μυθιστορημάτων του, αντιγράφοντας ένα και μοναδικό πρότυπο, την ίδια του την προσωπικότητα (Λιλής Ζωγράφου, Νίκος Καζαντζάκης. Ένας τραγικός, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1977, σσ. 280, 287). Έτσι οι ήρωες του Καζαντζάκη στο σύνολό τους καταφεύγουν στο φυσικό κόσμο για να απαντούν στις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις. Το φυσικό περιβάλλον τους προσφέρει εκτός από ποικίλες απολαύσεις, ουσιαστικά διδάγματα, ευκαιρίες αυτογνωσίας και τη δυνατότητα επικοινωνίας με το Θεό.
Παράλληλα, τα ιδανικά τους συνεχώς αναμετριούνται και συγκρούονται με τα ένστικτα και τις φυσικές ορμές τους. Ανάμεσα στους παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην τοποθέτηση των ανθρώπων από το συγγραφέα συμπεριλαμβάνεται η «οδύνη μπροστά στους τυφλούς βιολογικούς νόμους», όλοι οι ήρωές του μάχονται με ένα μόνον εχθρό, τη σάρκα τους (Λ. Ζωγράφου, ό.π., σσ. 228 285).
Αυτός ο εσωτερικός αγώνας των ηρώων αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίπονος και συχνότατα μαρτυρικός, οπότε στα κείμενα αναφέρονται ως «μάρτυρες» ή «ήρωες». Αυτό που εκφράζεται στο έργο του είναι ένας ηρωισμός κινημένος από την απελπισία, μια πάλη με το ανέφικτο. Γιατί ο συγγραφέας με τα μυθιστορήματά του επιδιώκει ακριβώς να κάνει απτό αυτόν τον εσωτερικό του αγώνα (Α. Σαχίνη, Πεζογράφοι του καιρού μας, εκδ. Ινσιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1989, σσ. 35, 38, 45). Έτσι παρακολουθούμε στο βιβλίο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» το Μανολιό να αγωνίζεται να μην υποκύψει στην ασυνείδητη ερωτική επιθυμία του για τη χήρα, την οποία επιδιώκει να απομακρύνει από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής της. Αντίστοιχα ο καπετάν Μιχάλης δολοφονεί την Τουρκάλα Εμινέ, που έχει ερωτευτεί, για να μην τον αποπροσανατολίζει η σκέψη της από τον αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης. Γενικότερα για τη γυναίκα, επισημαίνεται ότι είναι εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί (Α. Σαχίνη, ό.π., σ.51), ενώ και ο αφανισμός του αντικειμένου του πειρασμού θεωρείται προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων (Λ. Ζωγράφου, ό.π., σ. 98).
Οι ήρωες του Καζαντζάκη σε πλείστες περιπτώσεις εμφανίζονται όχι απλώς και μόνο να απολαμβάνουν την ομορφιά και την αρμονία του φυσικού κόσμου και να εμπνέονται από αυτήν αλλά και να αφήνονται πλήρως στις φυσικές τους ορμές, χωρίς αντιστάσεις και αναστολές. Ο αφηγητής στο έργο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» υπακούει στην εσωτερική του παρόρμηση να αγγίξει με γυμνό σώμα την αμμουδιά, συσχετίζοντας την αίσθηση που αποκομίζει από αυτήν του την επαφή, με εκείνη του βρέφους που θηλάζει από το μητρικό στήθος (σσ. 183-184). Ο Ζορμπάς κολυμπώντας σε μια ερημική παραλία μέσα στη νύχτα, κραυγάζει κάθε τόσο με τρόπο που θυμίζει κόκορα, άλογο ή σκύλο. Ο αφηγητής ερμηνεύει αυτές τις ιδιότυπες κραυγές του ήρωα ως έκφραση της απόλυτης απελευθέρωσης της ψυχής του, η οποία οφείλεται στην επαφή του με το θαλασσινό νερό και στην ερημιά του τοπίου (σ. 87). Αντίστοιχα ο Μανολιός στο βιβλίο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» κράζει σαν γεράκι, εκδηλώνοντας έτσι την αγαλλίαση που νιώθει στο αντίκρισμα του ξωκκλησιού του προφήτη Ηλία μέσα στα χρώματα της αυγής (σ.310). Τέλος, για το γερο-Σήφακα στον «Καπετάν Μιχάλη», που κείτεται ετοιμοθάνατος στη αυλή του, τα λεμόνια που κρέμονται από πάνω του, οι μέλισσες που πετούν τριγύρω του, τα μυρμήγκια που περπατούν στο σώμα του, του προσφέρουν τόσο έντονη αίσθηση ασφάλειας και αγαλλίασης, που εκμηδενίζει την αγωνία του θανάτου (σσ. 441-444). Όσο για τον εγγονό του τον Κοσμά, αισθάνεται εξίσου βαθιά την επαφή του με το φυσικό κόσμο:
Παράξενη, δροσερή αναγάλλιαση περέχυνε το κορμί και την ψυχή του. Δέχουνταν ήσυχα πάνω του τα νερά, ένας βράχος ήταν κι αυτός, ένας βράχος της Κρήτης, κι ως βρέχουνταν ένιωθε, ως το μεδούλι της ραχοκοκαλιάς του, τη χαρά της πέτρας και της γης που ποτίζουνταν (σσ. 464-465).
Για συγκεκριμένες διαθέσεις, στάσεις, επιλογές και αποφάσεις των αφηγηματικών προσώπων συχνά εμφανίζεται αποκλειστικά υπεύθυνο το φυσικό στοιχείο. Στον «Καπετάν Μιχάλη» η ακατανίκητη ερωτική επιθυμία προκαλείται στους ήρωες από τον υγρό, νυχτερινό άνεμο, τους ήχους και τα αρώματα της Άνοιξης και το φωτισμένο από τη σελήνη κρητικό τοπίο (σσ. 51, 53, 114-115, 170). Ο νεαρός Κοσμάς επηρεάζεται επίσης τόσο καταλυτικά από το κρητικό τοπίο, που, αν και αρχικός του στόχος ήταν να πείσει τον καπετάν Μιχάλη να συνθηκολογήσει, τελικά παραμένει κοντά του και θανατώνεται πολεμώντας και ο ίδιος για την απελευθέρωση του νησιού (σσ. 431-432, 494). Στο μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» η ώρα της αυγής απομακρύνει την υπαρξιακή αγωνία του αφηγητή, τον γαληνεύει.
Επίσης, ο φυσικός κόσμος συνιστά για τους ήρωες του Καζαντζάκη πεδίο και πλαίσιο βιωματικής γνώσης, που καθορίζει τον τρόπο μέτρησης του προσωπικού τους χρόνου. Για παράδειγμα, η αβεβαιότητα των Κρητικών για το μέλλον τους, που οφείλεται στις συνεχείς εξεγέρσεις τους, αποδίδεται θεωρούμενη σε σχέση με τη συμμετοχή τους στις περιοδικές αγροτικές δραστηριότητες:
Ο μούστος έβραζε στα βαρέλια –ποιος θα πιει το κρασί, αναρωτιόνταν οι Κρητικοί, ποιος θα ζυμώσει ψωμί από τη φετινή σοδειά, ποιος θα ζει να κάμει Χριστούγεννα; (Ο καπετάν Μιχάλης, σ. 316)
Ο δε Μιχελής που αποχαιρετά την άρρωστη αρραβωνιαστικιά του καθώς φεύγει για το σανατόριο ενώ ακούγονται τα τραγούδια των εργατών του τρύγου, αναλογίζεται με οδύνη την κυκλική πορεία του χρόνου στη φύση σε αντίθεση με τη ζωή της Μαριορής που τελειώνει οριστικά (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σ. 317).
Άλλοτε πάλι διάφορα φυσικά αντικείμενα συνιστούν σύμβολα των ανθρώπινων ψυχικών καταστάσεων. Τα αφηγηματικά πρόσωπα διακρίνουν ή προβάλλουν στα αντικείμενα αυτά τις διαθέσεις τους, τα όριά τους, τα στοιχεία του ψυχισμού τους. Ο Μανολιός (ό.π., σ. 117) κατευθυνόμενος στο σπίτι της χήρας για να της μιλήσει για το Χριστό ώστε εκείνη να μετανιώσει για τις αμαρτίες της, φοβάται το ενδεχόμενο η ερωτική του επιθυμία για κείνη να αποδειχτεί ισχυρότερη της αγνής πρόθεσής του. Αυτός του ο φόβος αντικατοπτρίζεται στα αστέρια που για πρώτη φορά τη δύσκολη εκείνη νύχτα τού θυμίζουν τα μάτια ενός λύκου που παραμονεύουν στο σκοτάδι το κοπάδι του. Στο ίδιο έργο ο παπα-Φώτης αναφερόμενος στην εξομολογητική διάθεση που κατακλύζει τους συντρόφους τη νύχτα, παραλληλίζει την ανθρώπινη ψυχή με το νυχτολούλουδο που ανοίγει στο σκοτάδι (σ. 290). Εκεί επίσης, ο Μιχελής περπατώντας στη βροχή που συνεχώς δυναμώνει, αισθάνεται πως ταυτόχρονα δυναμώνει το αμοιβαίο μίσος του προς τους συγχωριανούς του (σσ. 375-376).
Αντίστοιχα, στον «Τελευταίο Πειρασμό» η Μαρία που θεωρεί ότι κινδυνεύει η ζωή του γιου της, αισθάνεται σαν αμυγδαλιά που έχει χάσει όλα τα άνθη της από το δυνατό φύσημα του ανέμου (σ. 141) ενώ για τη Μαγδαληνή η ροδιά στην αυλή της γίνεται το σύμβολο της οικογένειας που επιθυμούσε να είχε αποκτήσει.
Στη μυθιστοριογραφία του Καζαντζάκη η φύση συνιστά τον κυριότερο τρόπο επικοινωνίας του ανθρώπου με το μεταφυσικό κόσμο, τις θεϊκές δυνάμεις. Για παράδειγμα, ο Μανολιός στη γοητευτική θέα του φυσικού περιβάλλοντας νιώθει ότι τον αγκαλιάζει το χέρι του Θεού («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σ. 307), την ύπαρξη του οποίου διακρίνει και ο παπα-Φώτης στη φύση ύστερα από τη βροχή αλλά και σε κάθε μεμονωμένο πλάσμα, όσο μικρό και ταπεινό κι αν είναι (ό.π., 322, 379).
Ολοκληρώνοντας, θα αναφερθούμε σε δύο αποσπάσματα από τη βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη με τίτλο «Για να γίνει μεγάλος», που έγραψε η Έλλη Αλεξίου (εκδ. Καστανιώτη, 1994). Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο Καζαντζάκης αρέσει ακριβώς επειδή οι φιλοσοφικές θέσεις του παροτρύνουν στο φανατικό αντιπάλεμα, στην εξουδετέρωση με τη δράση της εξαφάνισης και του θανάτου, καθώς μάλιστα ο κάθε αναγνώστης αντλεί ενθουσιασμό από αυτή τη φιλοσοφία, για να δοθεί στα δικά του ιδανικά (σ.326).
Επίσης τον χαρακτηρίζει ως τον επιστήμονα-δημιουργό, που πάνω από τις σοφά χρησιμοποιημένες αφηγηματικές τεχνικές του υπάρχει η «δεσπόζουσα αρχή», ο «ιερός στόχος του ανεβάσματος της ανθρώπινης φύσης» (ό.π., σ. 336).