“ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ (Εισήγηση σε διεθνές συνέδριο/δημοσιευμένο άρθρο).

“ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ – Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ  ΜΑΞ  ΒΕΛΘΟΥΙΣ”.

“CHILD AND PICTURE BOOK IN THE CLASS. THE CASE OF M. VELTHUIJS’ BOOKS”.

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΛΙΑ, Δρ. Λογοτεχνίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Η εισήγηση παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο “Εικόνα και Παιδί” (Θεσσαλονίκη, 2002)  https://www.auth.gr/news/conferences/8765?fbclid=IwAR0P0cWKQJru8dG4TSHxPuwuBMq8R7Ym3i2OAOcvGPsbo7VdqhfqnGkPRcs

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαδρομές, τχ. 94, Καλοκαίρι 2009, σσ. 8-16.

Περίληψη: Η πρώτη επαφή των παιδιών με τη λογοτεχνία ειδικότερα στο Νηπιαγωγείο γίνεται κυρίως μέσα από εικονογραφημένα βιβλία. Σε σχέση με τα βιβλία αυτά χρησιμοποιούμε στην καθημερινή διδακτική πράξη διάφορες παιγνιώδεις, εμψυχωτικές δραστηριότητες, οι οποίες αποσκοπούν στην ανάδειξη της δημιουργικότητας του αναγνωστικού ρόλου, παρακινώντας τους μαθητές να εκφράσουν λεκτικά την ανταπόκριση τους στο έργο. Με τη συγκεκριμένη αξιοποίηση του εικονογραφημένου βιβλίου επιτυγχάνεται αφενός η καλλιέργεια της φαντασίας των μαθητών και αφετέρου η εκδήλωση συναισθημάτων και προσωπικών στοιχείων τους, που έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστικότερη γνωριμία και συνακόλουθα τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των μελών της σχολικής τάξης. Εδώ θα επικεντρωθούμε ενδεικτικά σε τρία βιβλία του διεθνώς διακεκριμένου Ολλανδού εικονογράφου Μαξ Βέλθουις, που κυκλοφορούν και στην Ελλάδα με τους τίτλους «Ο ερωτευμένος βάτραχος», «Ο Βάτραχος το Χειμώνα», και «Ο Βάτραχος κι ο Ξένος». Στην εισήγηση παρατίθενται ποικίλες παιδικές προσεγγίσεις-αναγνώσεις των τριών παραπάνω βιβλίων, ώστε να διαφανεί η ποιότητα της σκέψης των σύγχρονων παιδιών όταν αυτή λειτουργεί με ερέθισμα το εικονογραφημένο λογοτεχνικό έργο.

Εισαγωγή: Στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και ειδικότερα στο Νηπιαγωγείο η διαπαιδαγώγηση των μαθητών θα ήταν σκόπιμο να συνδυαστεί με την επαφή τους με το λογοτεχνικό φαινόμενο. Αφενός μεν η εμπλοκή του παιδιού-αναγνώστη στην αφηγηματική υπόθεση μιας λογοτεχνικής ιστορίας (Iser 1990: 38-39, 104, 233, 281 και 1991: 48, 67)  –γεγονός που συνιστά συνέπεια της εντατικής αντιληπτικής δραστηριοποίησης η οποία επιτελείται κατά την αναγνωστική διαδικασία (Iser 1990: 30, 32, 41, 161, 165, 283-284, 291)–  και κυρίως η ταύτισή του με τους ήρωές της (Booth 1987: 278-281, 378), αφετέρου δε η εξοικείωσή του με την εικονοπλαστική δύναμη του ποιητικού λόγου (Μπενέκος 1981: 121-122 και Καλλέργης 1995: 22, 35) συμβάλλουν καθοριστικά στην κοινωνική και ψυχική του ωρίμανση, στην αισθητική του καλλιέργεια, στην ανάπτυξη της φαντασίας του, στην εξέλιξη της λεκτικής έκφρασής του, καθώς και στην κατάκτηση οποιουδήποτε ειδικότερου γνωστικού αντικειμένου. Η συνειδητοποίηση από μέρους του σύγχρονου εκπαιδευτικού κόσμου της παιδαγωγικής ιδιότητας της λογοτεχνίας (Σιδέρη 1990: 44), που ας μην ξεχνάμε ότι κατά την αρχαιότητα συνιστούσε τη βασική διάστασή της και καθόριζε πλήρως την αποστολή και λειτουργία της (Tompkins 1988: 204), προκαλεί τη συνεχώς αυξανόμενη και συστηματική αξιοποίησή της στο καθημερινό διδακτικό πλαίσιο με θεαματικά αποτελέσματα.[1]

Για τα μικρότερα παιδιά, καθώς δεν γνωρίζουν αρκετά ή καθόλου ανάγνωση, ενδείκνυνται τόσο τα σύντομα έμμετρα ποιήματα που αφομοιώνονται ευκολότερα (Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου 1988: 93), όσο και τα εικονογραφημένα βιβλία όπου το κείμενο περιορίζεται σε αναφορές στα βασικότερα σημεία της δράσης, ενώ οι αντίστοιχες εικόνες αποδίδουν λεπτομέρειες σε σχέση με αυτήν και με τη φύση και τα χαρακτηριστικά των ηρώων (Landes 1985: 51 και Ψαράκη 1995: 129). Ξεκινώντας λοιπόν από τη γενικώς διαπιστωμένη έλξη που ασκούν οι εικόνες στα μικρά παιδιά[2], συμπεριλάβαμε στη διδασκαλία μας σε δύο δημόσια νηπιαγωγεία της Δυτικής Αττικής κατά τα σχολικά έτη 2000-2001 και 2001-2002 δεκατέσσερα λογοτεχνικά εικονογραφημένα βιβλία Ελλήνων και ξένων δημιουργών, σε σχέση με τα οποία πραγματοποιήσαμε ποικίλες εμψυχωτικές, εκπαιδευτικές δραστηριότητες, που αποσκοπούν στην ανάδειξη της αναγνωστικής δημιουργικότητας (Ιser 1990: 44-45) μέσα από τη λεκτική κυρίως έκφραση της ανταπόκρισης του συνόλου των μαθητών. Οι τελευταίοι απολάμβαναν τρομερά τις εν λόγω παιγνιώδεις δραστηριότητες, όπου συμμετείχαν με ιδιαίτερη προθυμία και ενθουσιασμό.

Υποδυόμενοι ένα συγκεκριμένο ήρωα, αναφέρονταν στις εντυπώσεις και τη στάση τους απέναντι στα διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα, όπως επίσης και στις προσδοκίες και επιθυμίες τους για την εξέλιξη της πλοκής. Ακολουθώντας ή ανατρέποντας τα αφηγηματικά δεδομένα, αναδημιουργούσαν το νόημα του κειμένου (Nodelman 1992: 138-139) σύμφωνα με τα προσωπικά τους βιώματα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, την ψυχική διάθεσή τους κατά τη συγκεκριμένη στιγμή κ.λπ. Καθώς μέσα από την ανταπόκρισή τους παρουσίαζαν πτυχές του εαυτού τους, άρχιζαν να τον ανακαλύπτουν, να οδεύουν προς την αυτογνωσία (Ιser 1991: 128, 134). Ταυτόχρονα αποκάλυπταν τον εσωτερικό τους κόσμο στους συμμαθητές τους και το δάσκαλο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη στενότερη και πιο ουσιαστική επαφή μεταξύ όλων των μελών της σχολικής τάξης. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι οι μαθητές εξέφραζαν την ανταπόκρισή τους με εξαιρετική υπευθυνότητα, ειλικρίνεια και συνέπεια, προφανώς επειδή αυτή σε κάθε περίπτωση καταγραφόταν άμεσα και με ακρίβεια από το δάσκαλο, προκειμένου στη συνέχεια να δημοσιευτεί σε διάφορα τοπικά και γνωστά παιδαγωγικά περιοδικά.[3]

Εδώ θα επικεντρωθούμε ενδεικτικά σε τρία από τα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία του πολυβραβευμένου[4] σε Ευρώπη και Αμερική Ολλανδού Max Velthuijs (Μαξ Βέλθουις), παρουσιάζοντας τις δραστηριότητες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διδασκαλία τους, καθώς και μέρος της ανταπόκρισης των μαθητών, όπως εκφράστηκε μέσα από αυτές. Ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά των έργων του Βέλθουις καταρχάς θα επισημαίναμε τον πρωτεύοντα ρόλο της εικονογράφησης, που την συναντάμε σε κάθε σελίδα να καλύπτει τουλάχιστον τα δύο τρίτα, ενώ το γραπτό κείμενο που τοποθετείται πάντοτε στο κάτω μέρος της σελίδας, περιορίζεται σε δύο έως πέντε αράδες. Ο αφηγητής ο οποίος χρησιμοποιεί το γ’ ενικό πρόσωπο, παραμένει απλός παρατηρητής της ζωής στο δάσος και αντιμετωπίζει όλα τα αφηγηματικά πρόσωπα, που προέρχονται από τον κόσμο των ζώων, με ουδετερότητα. Ωστόσο η θετική ή αρνητική στάση του αναγνώστη απέναντι στους διάφορους ήρωες καθορίζεται απόλυτα από το συγγραφέα-εικονογράφο, που αποδίδει την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσά τους, τη μεταστροφή της στάσης τους για τους γύρω τους με βάση τα νέα δεδομένα που συνεχώς προκύπτουν. Η συμπάθεια και  αλληλεγγύη που τα ζώα της ιστορίας εμφανίζουν τελικά μεταξύ τους, οδηγούν τον αναγνώστη προς την ίδια κατεύθυνση. Η αναγνωστική συμπάθεια ενισχύεται από τη λιτότητα η οποία διακρίνει τόσο τη μορφή όσο και το λόγο που εκφέρουν οι ήρωες.

Αναφορικά με τα τρία βιβλία, εντυπωσιακά στάθηκαν η αφοσίωση και ο ενθουσιασμός που επέδειξαν τα νήπια στο σύνολό τους όχι μόνο κατά τη διάρκεια της πρώτης ανάγνωσης αλλά και των αλλεπάλληλων που ακολούθησαν μετά από δική τους επιθυμία. Παρά το γεγονός ότι ασχοληθήκαμε με τα βιβλία του Βέλθουις διεξοδικά για τρεις ολόκληρες συνολικά εβδομάδες[5] στο πλαίσιο των προγραμματισμένων δραστηριοτήτων μας, οι μαθητές δεν αρκέστηκαν σε αυτό, αλλά αφιέρωσαν στα έργα του μεγάλο μέρος των ελεύθερων δραστηριοτήτων τους. Όποιος κατόρθωνε να εξασφαλίσει κάποιο από τα συγκεκριμένα βιβλία, που αναδείχθηκαν τα δημοφιλέστερα της σχολικής βιβλιοθήκης, περιτριγυριζόταν από συμμαθητές του, οι οποίοι τον άκουγαν καθηλωμένοι να αναδιηγείται την ιστορία με βάση την αλληλουχία των εικόνων, ενώ στη συνέχεια αναφέρονταν στην ανταπόκρισή τους, επαναλαμβάνοντας τις σχετικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες που είχαν προηγηθεί. Συχνά μάλιστα το παιδί το οποίο είχε αναλάβει να παρουσιάσει την ιστορία, έπαιζε ότι κατέγραφε αυτά που αφηγούνταν οι υπόλοιποι, με εξαιρετική σοβαρότητα. Η αναπαράσταση των προσφιλέστερων αφηγηματικών σκηνών κυριαρχούσε στο ελεύθερο παιχνίδι των νηπίων και επιπλέον οι ήρωες ήταν συνεχώς παρόντες στις παιδικές εικαστικές δημιουργίες. Επίσης με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία οι μαθητές έφτιαξαν βιβλία με θέμα τις τρεις ιστορίες, ζωγραφίζοντας οι ίδιοι τις εικόνες που τους είχαν εντυπωσιάσει. Στο σημείο αυτό ας περάσουμε στην παρουσίαση του έργου του Βέλθουις, του οποίου η επίδραση στα παιδιά συνιστά την πλέον αξιόπιστη απόδειξη της λογοτεχνικότητάς του, την εγκυρότερη καταξίωσή του.

Στο βιβλίο «Ο Βάτραχος το Χειμώνα» παρουσιάζεται το έντονο πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζει ο κύριος ήρωας κατά τη χειμερινή περίοδο, εξαιτίας του ψύχους, του πάγου και του χιονιού που καλύπτουν το δάσος. Οι δυσκολίες για το Βάτραχο ξεπερνιούνται αποκλειστικά χάρη στη βοήθεια των φίλων του (Εικόνα 1).  Η υλική και ψυχολογική υποστήριξη που του παρέχουν η Πάπια, το Γουρούνι και ο Λαγός, του επιτρέπουν να απολαύσει ξανά τον ερχομό της άνοιξης. Έτσι το βιβλίο υποβάλλει στους μικρούς αναγνώστες του τις αξίες του αλτρουισμού, της κοινωνικής αλληλεγγύης, τους προσφέρει την πολύτιμη  εμπειρία της ανιδιοτελούς φιλίας. Μετά την ανάγνωση του κειμένου, στη διάρκεια της οποίας το βιβλίο ήταν μόνιμα στραμμένο προς τα παιδιά, ώστε ακούγοντας τις φράσεις να παρακολουθούν ταυτόχρονα τις αντίστοιχες εικόνες, προσφέρθηκε διαδοχικά σε κάθε μαθητή το «μαγικό εισιτήριο». Πρόκειται για ένα μικρό συνήθως σε μέγεθος αντικείμενο, που συνδέεται με την αφηγηματική υπόθεση και τα νήπια θεωρούν ότι παρέχει τη δυνατότητα σε όποιον το αποκτά, να εισέρχεται στον κόσμο της ιστορίας και επιλέγοντας το ρόλο του σε αυτόν, να αποφασίζει για τη δράση του και την εξέλιξή της είτε σύμφωνα με την πλοκή είτε αντίθετα από αυτήν. Για το συγκεκριμένο έργο ως μαγικό εισιτήριο χρησιμοποιήθηκε ένα μάλλινο κασκόλ, όπως αυτό με το οποίο εμφανίζεται η Πάπια σε κάποια εικόνα να πατινάρει πάνω στον πάγο και σε επόμενη να το προσφέρει στο Βάτραχο που κρυώνει.

Ορισμένα παιδιά επέλεξαν το ρόλο του Βατράχου, για ν’απολαμβάνουν τη φροντίδα και τη συντροφιά των φίλων τους, όπως δήλωσαν, ενώ άλλα ταυτίστηκαν με τα υπόλοιπα ζώα που είναι σε θέση όχι μόνο ν’αντιμετωπίζουν το κρύο, αλλά και να χαίρονται παγοδρομώντας, παίζοντας με το χιόνι ή ανάβοντας το τζάκι τους. Όλα ωστόσο τα παιδιά εξέφρασαν ανεπιφύλακτα την προτίμησή τους στην εποχή της Άνοιξης, επειδή την συνέδεσαν με την ξενοιασιά και την ευτυχία του Βατράχου. Η Μαρία Λ. ανέφερε πως είναι το ποτάμι όπου συνηθίζει να πλένεται ο Βάτραχος. Τώρα που μπήκε η Άνοιξη κι είναι δροσερό το νερό του, αρέσει στο Βάτραχο να κολυμπά εκεί. Μετά το μπάνιο, το ποτάμι του ζητά να κοιμηθεί κοντά του, για να τον έχει συντροφιά. Όλο το χειμώνα που ο Βάτραχος έμεινε μακριά, εκείνο είχε γίνει πάγος, επειδή ένιωθε μοναξιά. Η Μαρία Μ. που επέλεξε το ρόλο του Λαγού, ισχυρίστηκε πως ο Βάτραχος το Χειμώνα μπορούσε ν’ αντιμετωπίζει το κρύο, φορώντας το πουλόβερ του. Ωστόσο τη φροντίδα των φίλων του την χρειάζεται σ’ όλες τις εποχές. Κάθε βράδυ συγκεντρώνονται όλοι στο σπίτι του και του μαγειρεύουν, γιατί είναι πολύ κουρασμένος απ’ το παιχνίδι. Έπειτα κοιμούνται μαζί του, επειδή ο Βάτραχος φοβάται τα φαντάσματα.

Σε σχέση με το ίδιο βιβλίο, τα παιδιά κλήθηκαν με επίκεντρο την εικόνα που αναπαριστά την παγοδρομία του Βάτραχου η οποία καταλήγει με την πτώση του (Εικόνα 2), να αφηγηθούν τη δική τους εκδοχή για το συγκεκριμένο περιστατικό. Στη συνέχεια ξαναδιαβάστηκαν οι ιστορίες όλων των μαθητών, προκειμένου οι ίδιοι να ψηφίσουν αυτήν που προτιμούσαν. Η ιστορία που πλειοψήφησε, δραματοποιήθηκε στη συνέχεια από τα παιδιά, που επέλεξαν να της δώσουν τον τίτλο «Βατραχένιο».

Στο βιβλίο «Ο ερωτευμένος Βάτραχος» παρουσιάζεται η ερωτική διάθεση που διακατέχει το Βάτραχο κατά την περίοδο της Άνοιξης. Ο κύριος ήρωας, ο οποίος δυσκολεύεται να εκδηλώσει στην Πάπια τον έρωτα που νιώθει για κείνην, καθώς μάλιστα η επιλογή του κρίνεται ασυνήθιστη από τον κοινωνικό τους περίγυρο, προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή της με τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά του. Μετά τον τραυματισμό του στην προσπάθειά του να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις ύψος, η Πάπια καθώς του παρέχει τις πρώτες βοήθειες, του αποκαλύπτει πως τον αγαπά. Η ανάδειξη του έρωτα ως δημιουργικής δύναμης, αιτίας πόνου και ταυτόχρονα ευτυχίας, καθιστά διαχρονικό και οικουμενικό το συγκεκριμένο βιβλίο.

Στην προτίμηση των μαθητών, την οποία εδώ εξέφρασαν με μαγικό εισιτήριο ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα (Εικόνα 3), πρώτος ήταν ο ρόλος του Βάτραχου και ακολούθησε αυτός της Πάπιας που επιλέχτηκε αποκλειστικά από κορίτσια. Δεν έλειψαν ωστόσο και οι περιπτώσεις παιδιών που ταυτίστηκαν με κάποιο από τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, το Λαγό ή το Γουρούνι. Σύμφωνα με την ανταπόκριση του συνόλου της τάξης, η Πάπια γνώριζε από την πρώτη στιγμή τον έρωτα του Βάτραχου για κείνην, εφόσον είτε τον είχε δει κρυφά ν’ αφήνει λουλούδια και ζωγραφιές έξω από την πόρτα της είτε της είχε δηλώσει ο ίδιος απερίφραστα τα αισθήματά του είτε τα κατάλαβε μόνη της επειδή «της έκανε συνέχεια πλάκα». Όσο για τα άλματα του Βάτραχου (Εικόνα 4), τα παιδιά τα απέδωσαν   στην  επιδίωξή   του  να   φτάσει   ένα   μπουκέτο   λουλούδια  που κρεμόταν στο πιο ψηλό κλαδί του μεγαλύτερου δέντρου του δάσους, για να τα προσφέρει στην αγαπημένη του, ή τα εξέλαβαν ως προπόνηση για μια μεγάλη αθλητική διοργάνωση όπου σκόπευε να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο. Η πλειοψηφία των μαθητών αναφέρθηκε στο αίσιο τέλος της σχέσης του ζευγαριού, που οδήγησε στη δημιουργία πλήθους απογόνων, οι οποίοι έμοιαζαν και στους δύο γονείς τους, μερικοί δηλαδή ήταν Βάτραχοι και οι υπόλοιποι Πάπιες. Όσο για τη στάση του κοινωνικού περίγυρου απέναντι στους δύο ερωτευμένους ήρωες, αρκετά από τα παιδιά την φαντάστηκαν θετική, κάνοντας λόγο για γάμο με πολλούς προσκεκλημένους, σπουδαία δώρα και μπομπονιέρες. Λιγότερα ήταν τα παιδιά που υποστήριξαν πως το ζευγάρι απομονώθηκε από την κοινότητα και τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το δάσος, μην αντέχοντας τη ντροπή και το φόβο.

Η Μαρία Π. αφηγείται ως Βάτραχος πως ζωγραφίζει μια καρδούλα (Εικόνα 5), για να τη χαρίσει στην Πάπια που αγαπά. Όταν την επισκέπτεται, προκειμένου να της μιλήσει για τον έρωτά του, διαπιστώνει πως κι εκείνη  τρέφει  ανάλογα  αισθήματα απέναντί του. Θα ζήσουν λοιπόν αρκετό καιρό μαζί, χωρίς ωστόσο να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά, αφού είναι διαφορετικοί. Ο Βάτραχος δεν θα πάψει ποτέ να την αγαπά, όμως η Πάπια θα ερωτευτεί κάποτε το Λαγό. Μετά το γάμο των δύο τελευταίων ο Βάτραχος θα τους επισκέπτεται τακτικά, επειδή τους θεωρεί φίλους του, και θα χαρίζει δώρα στα παιδιά τους, που θα μοιάζουν στη μητέρα τους. Τέλος ο Νίκος Ε., επιλέγοντας το ρόλο του Λαγού, αναφέρει πως έχει παντρευτεί την Πάπια, ενώ ο Βάτραχος τη Χήνα. Βάτραχος και Λαγός προπονούνταν μαζί στα άλματα, αλλά ο δεύτερος τα κατάφερε καλύτερα, αφού πέρασε τα σύννεφα και προσγειώθηκε κανονικά, χωρίς να χτυπήσει, εντυπωσιάζοντας την Πάπια. Το ζευγάρι Λαγού-Πάπιας θα ζήσει παντοτινά ενωμένο, περνώντας τον καιρό του στο σπίτι τους με μουσική και τσάι ή  το χιόνι, ανεβασμένο στον αγαπημένο τους βράχο. Η Πάπια θα  γεννήσει  πολλά   κορίτσια και αγόρια, που όλα θα μοιάζουν στην ίδια. Ο μόνος που θα δημιουργεί προβλήματα στην οικογένεια είναι το Γουρούνι, το οποίο είναι θυμωμένο μαζί τους, επειδή ήθελε κι εκείνο να παντρευτεί την Πάπια.

Στο δε έργο με τίτλο «Ο Βάτραχος και ο Ξένος» γίνεται λόγος για την εμφάνιση στο δάσος ενός ταξιδιώτη Ποντικού, που προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις στην παρέα των ζώων τα οποία κατοικούν μόνιμα εκεί. Το Γουρούνι και η Πάπια αντιμετωπίζουν τον «ξένο» εντελώς αρνητικά, ενώ ο Βάτραχος επιδιώκει να τον γνωρίσει προσωπικά πριν σχηματίσει οποιαδήποτε άποψη για κείνον. Τελικά αποδεικνύεται ότι οι επιφυλάξεις των ζώων του δάσους απέναντι στον Ποντικό είναι εντελώς αβάσιμες, αφού ο τελευταίος δεν διστάζει ακόμη και να διακινδυνέψει τη ζωή του, προκειμένου να τα σώσει όταν απειλούνται. Ως αποτέλεσμα της αυταπάρνησης και της γενναιότητας του Ποντικού, όλοι στο δάσος συμφιλιώνονται μαζί του και θλίβονται ειλικρινά που εκείνος αποφασίζει να φύγει από κοντά τους, για να συνεχίσει τα ταξίδια του. Η πολυπολιτισμικότητα των σύγχρονων σχολικών τάξεων και γενικότερα των ευρωπαϊκών κοινωνιών επιφυλάσσει για το συγκεκριμένο έργο μια ιδιαίτερα σημαντική θέση στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης οι ήρωες του βιβλίου προσκλήθηκαν στην τάξη. Στην πραγματικότητα, ο δάσκαλος χρησιμοποιώντας κατασκευές από χαρτόνι ή άλλα αντικείμενα, μεταμφίεσε τους ίδιους τους μαθητές, που παρέμεναν με τα μάτια κλειστά, στα διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα. Όταν οι ήρωες του βιβλίου βρίσκονταν ήδη ανάμεσά μας, αφού προηγήθηκε η αναγνώρισή τους, ακολούθησαν οι συνεντεύξεις τους που δόθηκαν στο δάσκαλο. Για παράδειγμα, απευθυνθήκαμε στο μαθητή ο οποίος κουβαλούσε τον ταξιδιωτικό σάκο (Εικόνα 6), αποκαλώντας τον «Ποντικέ», σ’ εκείνον που φορούσε το πράσινο στεφάνι από κανσόν όπου προεξείχαν δύο μικρές λευκές μπάλες, ξεκινήσαμε τη συνέντευξη με τη φράση «Πες μας Βάτραχε τη γνώση σου για τον Ποντικό» κ.ο.κ. Προκειμένου να δοθεί στα παιδιά η δυνατότητα να εκδηλώσουν την ταύτισή τους με κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο της ιστορίας, η δραστηριότητα επαναλήφθηκε συχνά με την ακόλουθη παραλλαγή. Τα διάφορα αντικείμενα τοποθετήθηκαν σε σωρό στο κέντρο του κύκλου που καθόμαστε με τους μαθητές, και ο καθένας από αυτούς με σειρά προτεραιότητας που καθόριζε η τύχη, διάλεγε για τον εαυτό του εκείνο το αντικείμενο που αντιστοιχούσε στον ήρωα τον οποίο επιθυμούσε να υποδυθεί κατά τη συνέντευξη.

Από τα παιδιά που επέλεξαν το ρόλο του Βάτραχου η Μαρία Πρ. ισχυρίστηκε πως με τον Ποντικό είναι φίλοι και παίζουν μαζί. Όσο για το Γουρούνι, που προσπαθεί να διώξει τον Ποντικό από το δάσος, εκτιμά ότι η στάση του φανερώνει πως δεν αγαπά το Βάτραχο και αδιαφορεί για την ευτυχία του. Ο δε Ανδρέας Α., αν και επίσης δηλώνει φίλος του Ποντικού, αναφέρει πως δεν θα τον λυπήσει καθόλου η αναχώρηση του τελευταίου, επειδή θεωρεί βέβαιο ότι πολύ σύντομα θα επιστρέψει στο δάσος. Τονίζει μάλιστα πως θα τον συνοδέψει και ο ίδιος ως το αεροδρόμιο, για να του ευχηθεί για το ταξίδι. Η Ευρυδίκη Κ., που επισημαίνει τους εξαιρετικά στενούς δεσμούς οι οποίοι αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον Ποντικό και όλα τα υπόλοιπα ζώα που τους έσωσε τη ζωή, αφηγείται πως ο Ποντικός δεν ταξιδεύει μόνος. Τον ακολουθούν και οι φίλοι του, καθώς τους είναι αδύνατο να τον αποχωριστούν έστω και για λίγο.

Μεταξύ των μαθητών που προτίμησαν να υποδυθούν κάποιο από τα υπόλοιπα ζώα της ιστορίας ήταν η Πόπη Κ., που ως Γουρούνι εξήγησε πως ο λόγος για τον οποίο ήθελε να διώξουν τον Ποντικό από το δάσος ήταν ότι έτρωγε όλα τους τα φρούτα. Άλλαξε βέβαια γνώμη για κείνον όταν έσβησε την πυρκαγιά στο σπίτι του Γουρουνιού. Τελικά όμως ο Ποντικός θ’ αποφασίσει μόνος του να εγκαταλείψει τους καινούριους του φίλους στο δάσος, αποδεικνύοντας με τη στάση του ότι δεν τους είχε αγαπήσει τόσο πολύ όσο εκείνοι. Ως Ποντικός ο Χρήστος Γ. μας διαβεβαίωσε ότι δεν είναι βρωμιάρης και δεν του αρέσει να τον χαρακτηρίζουν έτσι. Από το δάσος δεν έφυγε επειδή επιθυμούσε να ταξιδέψει και αλλού, αλλά εξαιτίας του Γουρουνιού που τον έδιωχνε. Το Καλοκαίρι όμως θα ξαναγυρίσει εκεί, γιατί δεν θα είναι πια θυμωμένος μαζί του.

Μετά την αναχώρηση του Ποντικού ζητήσαμε από τα παιδιά να συνεχίζουν την ιστορία, με αλληλογραφία ανάμεσα σε κείνον και στα υπόλοιπα ζώα του δάσους. Στο γράμμα των ζώων προς τον Ποντικό που προηγήθηκε, αυτά εξέφρασαν την επιθυμία τους να επιστρέψει σύντομα κοντά τους, στέλνοντάς του μάλιστα ανάμεσα σε πολλά άλλα δώρα κι ένα αυτοκίνητο, για να επισπευτεί η επάνοδός του. Στην απάντηση του Ποντικού, η οποία επίσης συντάχθηκε συλλογικά από τα παιδιά, αναφέρεται ότι παραμένει μακριά τους όχι γιατί δεν επιθυμεί να τους συναντήσει, αλλά γιατί νοσηλεύεται σε κλινική με τραύμα στο κεφάλι. Τους προσκαλεί μάλιστα να τον επισκεφτούν εκεί. Έπειτα από την εξέλιξη αυτή, καθένας από τους μαθητές, υποδυόμενος το Βάτραχο, κλήθηκε να δώσει το τέλος που επιθυμούσε.  Κάποιος αφηγήθηκε ότι πήρε μαζί του στο νοσοκομείο  ένα παγκάκι (Εικόνα 7) που έφτιαξε όπως του είχε μάθει ο Ποντικός, για να κάθεται ο τελευταίος όταν βγαίνει στον κήπο και τον περίμενε ώσπου ν’ αναρρώσει, οπότε επέστρεψαν οι δυο τους στο δάσος, όπου έμειναν για πάντα. Άλλος έκανε λόγο για ένα δράκο που έφαγε το γιατρό και για αστυνομικούς που πυροβόλησαν το δράκο, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον Ποντικό να επιστρέψει στους φίλους του.

Συμπεράσματα: Όπως συνεπώς αποδεικνύεται από τις συγκροτημένες, ευφάνταστες, πρωτότυπες παιδικές αφηγήσεις που παρατέθηκαν παραπάνω σχετικά με τα τρία έργα του Βέλθουις, το εικονογραφημένο λογοτεχνικό παιδικό βιβλίο, καθώς καθίσταται ιδιαίτερα «ευανάγνωστο» για τους μικρούς αναγνώστες χάρη στον κυρίαρχο ρόλο των εικόνων, θα μπορούσε με την κατάλληλη αξιοποίησή του μέσα στη σχολική τάξη να συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας, να μυήσει τους μαθητές στην ουσία του λογοτεχνικού φαινομένου και να καλλιεργήσει σημαντικά τη φαντασία τους.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αποστολίδου, Β., Χοντολίδου, Ε. (επιμέλεια) (1999), Λογοτεχνία και Εκπαίδευση, Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός.

Berger, J. (1986), Η εικόνα και το βλέμμα, μτφρ. Ζ. Κονταράτος, Αθήνα: Οδυσσέας.

Καλλέργης, Η.Ε. (1995), Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα: Καστανιώτης.

Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου, Κ. (1988), «Η ποίηση στο Νηπιαγωγείο», Η Παιδική Λογοτεχνία και το μικρό παιδί, Αθήνα: Καστανιώτης, 85-102.

Μπενέκος, Α. (1981), Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ένας σταθμός στην Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα: Δίπτυχο.

Σιδέρη, Α. (1990), «Το αντίδοτο», Δέντρο, τ. 56-57, σσ. 42-44.

Ψαράκη, Β. (1995), «Σχέση Εικόνας και Κειμένου. Η γλώσσα της εικόνας», Παιδική Λογοτεχνία. Θεωρία και Πράξη, επιμ. Α. Κατσίκη-Γκίβαλου, Αθήνα: Καστανιώτης, 129-134.

 

Ξενόγλωσση

Booth W. C. (21987), The Rhetoric of Fiction, Middlesex: Penguin Books

ΙΒΒΥ, (1992), Hans Christian Andersen Award 1992, 25-26.

Iser, W. (51991), The Act of Reading. A Theory of Aesthetic Response, Baltimore and London: Johns Hopkins University Press.

Iser, W. (51990), The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Landes, S. (1985), “Picture Books as Literature”, Children’s Literature Association-Quarterly, 10(2), 51-54.

Nodelman, P. (1992), The Pleasures of Children’s Literature, London: Longman.

Tompkins, J.P. (61988), «The Reader in History : The Changing Shape of Literary Repsonse », Reader-Response Criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 201-232.

 

Σημειώσεις

[1]      Ενδεικτικά αναφερόμαστε στην επισταμένη πολυετή προσπάθεια της εξαμελούς Ομάδας Έρευνας για τη Διδασκαλία της Λογοτεχνίας, που συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη από εκπαιδευτικούς των τριών βαθμίδων, και οδήγησε στην πρόταση ενός νέου ολοκληρωμένου προγράμματος λογοτεχνικής διδασκαλίας, στοιχεία του οποίου πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Πανελλήνιο Συνέδριο που διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1997, με τίτλο «Λογοτεχνία και Εκπαίδευση» (βλ. σχετικά Αποστολίδου Β., Χοντολίδου Ε. 1999: 11-12, 319-390).

[2]      Στην επισήμανση του Berger αναφορικά με τη σπουδαιότητα, την πρωταρχικότητα της εικόνας σε σχέση με τις λέξεις για την παιδική αντίληψη (Berger 1986: 7-9), προσθέτουμε κάτι που είπε η Νίκη Γουλανδρή σε εκδήλωση της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς στην αίθουσα Λόγου της Στοάς του Βιβλίου τον Απρίλη του 2002 για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου. Σε ερώτηση της Αγγελικής Βαρελλά για τις αναγνωστικές προτιμήσεις της όταν ήταν παιδί, υποστήριξε πως περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο είχε αγαπήσει «Το μαγικό ταξίδι» της Σέλμα Λάγκερλεφ, διότι αν και βρισκόταν σε μια ηλικία που δυσκολευόταν ακόμη να διαβάζει, την γοήτευαν τρομερά οι εικόνες του. Επίσης, στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η παρατήρηση μιας μικρής μαθήτριας του Δημοτικού πως «δεν έχει δει πιο άσχημο βιβλίο» όταν έλαβε ως δώρο ένα λογοτεχνικό έργο χωρίς εικονογράφηση.

[3]      Πρόκειται για α) τα άρθρα μου με γενικό τίτλο «Τα παιδιά διαβάζουν λογοτεχνικά κείμενα» στα τεύχη 23, 24 και 25 του περιοδικού Λαμπηδόνα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ασπροπύργου, στο οποίο η πρόσβαση των παιδιών της περιοχής είναι ιδιαίτερα εύκολη, καθώς και για τα: β) «Παρέα με τους ήρωες των βιβλίων. Λογοτεχνικές προσεγγίσεις στο Νηπιαγωγείο», περ. Σύγχρονο Νηπιαγωγείο, τχ. 27, Μάιος-Ιούνιος 2002, σσ. 20-22, γ) «Μαγικές Εικόνες. Μια εφαρμοσμένη πρόταση για τη διδασκαλία της ποίησης σε μικρά παιδιά», περ. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τχ. 61, Φεβρουάριος-Απρίλιος 2002, σσ. 21-23, δ) «Με τα γυαλιά της Φαντασίας και το Μαγικό Εισιτήριο. Παιδικές λογοτεχνικές αναγνώσεις», περ. Παράθυρο στην εκπαίδευση του παιδιού, τχ. 15, Μάιος-Ιούνιος 2002, σσ. 191-193 και τχ. 16, Ιούλιος-Αύγουστος 2002, σσ. 45-47.

[4]      Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1992 περιελήφθη στον Πίνακα του Διεθνούς Βραβείου Η. C. Andersen  για την προσφορά του στην εικονογράφηση του παιδικού βιβλίου (βλ. στο δελτίο της IBBY 1992: 25-26).

[5]     Όλα τα κείμενα που διδάσκονταν τα παιδιά, επιλέγονταν με βάση την επικαιρότητα ―εποχή, καιρικές συνθήκες, κ.λπ.―. Συνεπώς τα τρία βιβλία του Βέλθουις παρουσιάστηκαν σε χρονικό διάστημα έξι περίπου μηνών.