Η   Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Ο Τ Η Τ Α    Τ Η Σ    Α Φ Η Γ Η Μ Α Τ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ  Τ Ο Υ    Η Λ Ι Α    Β Ε Ν Ε Ζ Η (Εισήγηση σε συνέδριο /Δημοσιευμένο άρθρο) κ. ά. άρθρα για τον Ηλία Βενέζη

Η εισήγηση παρουσιάστηκε στο συνέδριο “Ηλίας Βενέζης. Ένας αιώνας μετά τη γέννησή του”, που πραγματοποιήθηκε στη Στοά του Βιβλίου, το Μάιο του 2006. Δημοσιεύτηκε στον τόμο “Ημερίδες για τους Ηλία Βενέζη, Άγγελο Τερζάκη, Στράτη Μυριβήλη”, επιμ. Γιολάντα Πατεράκη, εκδ. Εθνική Εταιρεία των Ελλήνων Λογοτεχνών, Αθήνα, 2009, σσ. 12-17 και αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Δημοφών, τχ. 66, 2014, σσ. 5-7.

Ελένη Α. Ηλία   

Περίληψη

            Το μεγαλύτερο μέρος των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του Ηλία Βενέζη συνιστά μαρτυρία των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων της εποχής του. Ο συγγραφέας έχει αξιοποιήσει λογοτεχνικά τις περιπέτειες του μικρασιατικού ελληνισμού κυρίως, από τον οποίο και ο ίδιος προέρχεται, το διωγμό του 1914, την καταστροφή του  ΄22, την προσφυγιά. Στα αυτοβιογραφικά στοιχεία του  έργου του περιλαμβάνονται επίσης αναφορές σε περιβάλλοντα, ήθη και τρόπους ζωής που έχουν οριστικά εκλείψει. Ωστόσο, αν και τα κείμενά του αποδίδουν  αποκλειστικά μια πραγματικότητα που συνιστά πλέον παρελθόν, κατορθώνουν να αφορούν προσωπικά τον αναγνώστη που βιώνει τη σύγχρονη καθημερινότητα. Του προκαλούν έντονη συγκινησιακή φόρτιση,  με συνέπεια  να συμβάλλουν σημαντικά  στην αυτογνωσία του.

Η ερμηνεία της παραπάνω αναγνωστικής αντίδρασης θα ήταν σκόπιμο να αναζητηθεί στον τρόπο προσέγγισης της συγκεκριμένης θεματολογίας από το συγγραφέα. Ειδικότερα, στην τεράστια έμφαση που δίνει στον εσωτερικό κόσμο, στα συναισθήματα και τους προβληματισμούς των ηρώων του. Η έμφαση αυτή επιτυγχάνεται αφενός με την ποσοτική υπεροχή των αντίστοιχων αφηγηματικών σημείων. Αφετέρου δε με τη χρησιμοποίηση ποικίλων τεχνικών, οι οποίες συντελούν στην υποβολή των συναισθηματικών αντιδράσεων των λογοτεχνικών προσώπων, με αποτέλεσμα  την  έντονη αντιληπτική δραστηριοποίησή μας και συνακόλουθα την εμπλοκή μας σε αυτές. ΄Ετσι, η αγωνία και ο φόβος που προξενεί  ο κίνδυνος του θανάτου, ο οποίος κυριαρχεί στα  ιστορικά γεγονότα που υφίστανται οι αφηγηματικοί ήρωες, όπως και τα συναισθήματα  που διαμορφώνουν τις  προσωπικές σχέσεις τους, είτε  καθορίζονται από την εθνική ταυτότητα και τους κοινωνικούς ρόλους τους είτε τα υπερβαίνουν, συνιστούν  βασικότατο σημείο επαφής  τους με το σύγχρονο αναγνώστη.

 

 

 

 

Η   Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Ο Τ Η Τ Α    Τ Η Σ    Α Φ Η Γ Η Μ Α Τ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ

                           Τ Ο Υ    Η Λ Ι Α    Β Ε Ν Ε Ζ Η

                                                                                             

            Το μεγαλύτερο μέρος των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του Ηλία Βενέζη συνιστά μαρτυρία των ιστορικών γεγονότων της εποχής του. Ο συγγραφέας επιδιώκοντας να γράψει για τα περιστατικά που τον συγκλόνισαν παρά τις πολλαπλάσιες δυσκολίες που ενυπάρχουν σε απόπειρες λογοτεχνικής απόδοσης άμεσων εμπειριών, καλύπτει μάλλον πρώτιστα μια εσωτερική του ανάγκη[1].

Αναφέρεται κυρίως στις περιπέτειες του μικρασιατικού ελληνισμού από τον οποίο προέρχεται. Στο διωγμό του 1914, στην καταστροφή του  ’22, στην προσφυγιά, όπως ο ίδιος τα βίωσε. Στα αυτοβιογραφικά στοιχεία του έργου του περιλαμβάνονται επίσης περιβάλλοντα, ήθη και τρόποι ζωής που έχουν οριστικά εκλείψει. Συγκεκριμένα, καθώς οι ήρωες του Βενέζη ζουν σε υπαίθριους χώρους, στη συντριπτική πλειοψηφία τους απασχολούνται στους πρωτογενείς τομείς παραγωγής. Στο έργο του ενυπάρχουν συνεπώς πολλές δραστηριότητες και ιδιότητες που έχουν ριζικά διαφοροποιηθεί ή εκλείψει στη σύγχρονη εποχή: αγρότες, βοσκοί, γουναράδες, λοτόμοι, ψαράδες, παραδοσιακοί κτίστες, φαροφύλακες, κοντραμπατζήδες, ραβδοσκόποι… Ο πετροπόλεμος, η μονομαχία, η πάλη ανάμεσα στις αρσενικές καμήλες για τη διεκδίκηση του θηλυκού, που προσφέρεται ως ψυχαγωγικό θέαμα, συμπληρώνουν την εικόνα ενός κόσμου που έχει παρέλθει.

Ωστόσο, η λογοτεχνική δημιουργία του Βενέζη, είτε αναφέρεται σε πολεμικές είτε σε ειρηνικές περιόδους, αφορά προσωπικά τους σημερινούς αναγνώστες, τους προκαλεί έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Στη σχετική βιβλιογραφία επισημαίνεται αναλυτικότερα ότι το έργο του «θέλγει» και «συναρπάζει»[2], «πείθει»[3] και «προβληματίζει»[4], προσφέρει στον αναγνώστη ηδονή[5], τον καθοδηγεί και συμβάλλει στην ευτυχία του[6]. Αρκετοί από τους μελετητές του Βενέζη που έχουν επιχειρήσει να ερμηνεύσουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, συγκλίνουν στην άποψη ότι στο έργο του το επίκαιρο ανάγεται σε διαχρονικό, το εθνικό ιστορικό γεγονός προσλαμβάνει διαστάσεις οικουμενικές, πανανθρώπινες[7].

Εδώ επιχειρούμε να αναζητήσουμε τις αφηγηματικές επιλογές του Βενέζη που ευθύνονται για την επικαιρότητα της αφηγηματογραφίας του τόσες δεκαετίες μετά. Επισημαίνουμε καταρχάς την τεράστια έμφαση με την οποία ο συγγραφέας αναφέρεται στον εσωτερικό κόσμο, στα συναισθήματα και τους προβληματισμούς των ηρώων του. Η έμφαση αυτή, όπως θα δούμε παρακάτω, επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση πλήθους τεχνικών που προκαλούν την εντατική αντιληπτική δραστηριοποίηση του αναγνώστη. Κατά συνέπεια, ο τελευταίος βιώνει  προσωπικά συναισθηματικές καταστάσεις που προκαλεί κυρίως ο κίνδυνος του θανάτου. Ο θάνατος, πραγματικότητα συνυφασμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη οποιασδήποτε εποχής σε παγκόσμια κλίμακα, συνιστά το κυρίαρχο γεγονός στο έργο του συγγραφέα. Σύμφωνα με τον Καραντώνη, το έργο αυτό παρουσιάζει το σύμπλεγμα της ατομικής αντίστασης με την αιωνιότητα της φθοράς[8]. Ο Π. Χάρης διακρίνει εδώ τον αιώνιο θρήνο που σφραγίζει την ανθρώπινη ζωή[9] και ο Γ. Χατζίνης το δράμα της ψυχικής προσαρμογής με το μυστήριο του εξωτερικού κόσμου[10]. ΄Οσο για τον Α. Σαχίνη, επισημαίνει τον πόνο που προκαλεί η ματαιότητα του ανθρώπινου αγώνα[11], η αναποτελεσματικότητα του οποίου τονίζει ιδιαίτερα τη γενναιότητα εκείνων που τον διεξάγουν[12].

Ας παρακολουθήσουμε στο σημείο αυτό το θεματικό μοτίβο του θανάτου ενδεικτικά στα τρία  παρακάτω κείμενα. Στη «Γαλήνη» παρακολουθούμε τη βίαιη θανάτωση της νεαρής ΄Αννας , που συμβαίνει όταν η κοπέλα ύστερα από μακρά περίοδο αναμονής, απολαμβάνει την ευτυχία δίπλα στον αγαπημένο της. Στα τραγικά γεγονότα του βιβλίου συγκαταλέγεται επίσης ο πνιγμός της Ελένης, συζύγου του Γλάρου, στην προσπάθειά της να διαφυλάξει έναν αρχαίο κούρο, που στην πώλησή του η οικογένεια έχει στηρίξει όλες της τις ελπίδες για οικονομική ανόρθωση. Ωστόσο, κατά τη βιβλιογραφία  το έργο συνιστά «αντίσταση στο θάνατο»[13], «ύμνο» στη βιολογική αντοχή του ανθρώπινου κυττάρου, αφού και όταν το άτομο χαθεί, η ομάδα θα συνεχίσει να αγωνίζεται, ξεπερνώντας το φράγμα του θανάτου[14]. Στον επίλογο η αφήγηση επικεντρώνεται στο μικρότερο παιδί του Γλάρου με το συμβολικό όνομα Αυγή ( σσ.234-237). Στο διήγημα «Ο Μανόλης Λέκας» της συλλογής ΄Ανεμοι, όπου κυριαρχεί το ψυχολογικό και δραματικό στοιχείο[15], η πραγματικότητα επιφυλάσσει στους ήρωες ό, τι ακριβώς θεωρούσαν ως τη μεγαλύτερη καταστροφή και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποφύγουν. Σκοτώνεται ο μικρότερος γιος της οικογένειας, που οι γονείς του επεδίωκαν συστηματικά να προφυλάξουν, ενώ ο διανοητικά ανάπηρος μεγαλύτερος αδερφός του, που οι δικοί του ενδομύχως εύχονταν το θάνατό του, παραμένει στη ζωή (σ.37). Στο διήγημα «Οι Γλάροι» από το βιβλίο με τίτλο Αιγαίο , ο ήρωας, φαροφύλακας σε ένα ερημονήσι, που έχει απομείνει μόνος μετά το θάνατο και των δύο παιδιών του στον πόλεμο, βρίσκει παρηγοριά στη συντροφιά δυο γλάρων. Αν και η εξημέρωση των πουλιών, τα οποία ο γέροντας αποκαλεί με τα ονόματα των παιδιών του, συνιστά έναν τρόπο αντίστασής του στο θάνατο, στη συνέχεια του επιφυλάσσει έναν επιπλέον πόνο. Όταν νεαροί εκδρομείς σκοτώνουν τους  γλάρους του, η απόγνωση και η μοναξιά του ήρωα φαντάζουν πια  ανυπέρβλητες (σ.52).

Εστιάζουμε σε ορισμένες  από τις πάμπολλες στα έργα του Βενέζη συναισθηματικές αντιδράσεις που προκαλούν στους ήρωες  ο θάνατος ως ενδεχόμενο ή ως τετελεσμένο γεγονός για τους ίδιους και τους οικείους τους αντίστοιχα, προκειμένου να φανερωθεί η έκταση και η ποικιλία με τα οποία αποδίδονται από το συγγραφέα. Στο «Νούμερο 31328» αιτία της σκληρότητας που εμφανίζουν οι αιχμάλωτοι απέναντι στους συντρόφους τους συνιστά η συνεχής ταλαιπωρία και ο κίνδυνος να εκτελεστούν. Ο νεαρός Ηλίας χαίρεται που οι Τούρκοι σκοτώνουν κάποιο συγκρατούμενό του, επειδή είχε βρεθεί σε αυτή τη θέση αντί για τον ίδιο (σ.39). Αλλού εμφανίζεται να μην αισθάνεται συμπόνια για έναν αιχμάλωτο που τον είχε ευεργετήσει, όταν εκείνος πεθαίνει τελικά από τις κακουχίες (  σσ. 78-79). Ο Γιάννης στο ίδιο μυθιστόρημα αντέχει αντίθετα στις αντίξοες συνθήκες της αιχμαλωσίας και τονώνει το ηθικό των συντρόφων του, αντλώντας δύναμη από την πεποίθησή του ότι η γυναίκα και τα τρία παιδιά του κατόρθωσαν να επιζήσουν και να περάσουν στην Ελλάδα. Ο αναγνώστης όμως γνωρίζει ότι η οικογένεια του ήρωα έχει σκοτωθεί. Η πλάνη του τον οδηγεί επίσης να επιδιώκει να αποσπάσει την υπόσχεση όσων απελευθερώνονται νωρίτερα ότι θα επισκεφτούν τους δικούς του για να τους μεταφέρουν νέα του, χωρίς ωστόσο να αναφερθούν στις δυσκολίες διαβίωσής του, για να μην τους λυπήσουν. Η τραγική ειρωνεία αναφορικά με το συγκεκριμένο πρόσωπο κορυφώνεται, καθώς εκείνος φαντάζεται, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, την έκπληξη των αγαπημένων του όταν θα εμφανιστεί απροειδοποίητα.

Ως θύμα τραγικής ειρωνείας παρουσιάζεται επίσης η θεία Μαρία, ηρωίδα του μυθιστορήματος Γαλήνη, καθώς παραμένει αισιόδοξη για την επιστροφή του γιου της από την ανατολή, επειδή οι γύρω της επιλέγουν να της αποκρύψουν ότι έχει σκοτωθεί. ΄Εχει προηγηθεί στο έργο η σκηνή της άφιξης των αιχμαλώτων στο συνοικισμό, την οποία παρακολουθούμε μέσα από την οπτική των προσφύγων κατοίκων του. Ενώ οι περισσότεροι περιμένουν  δικούς τους, παρακολουθούμε να επιστρέφει ένα μόνον πρόσωπο, το οποίο αδυνατούν αρχικά να αναγνωρίσουν εξαιτίας της απόστασης:

΄Ενας μονάχος, άνθρωπος πρόβαλε στο μονοπάτι.  Είχε  σκεπασμένο  με  τσουβάλια το κορμί του, το   μούτρο του ήταν κίτρινο, ήταν ολομόναχος, καταπόδι  του τρέχαν τα σκυλιά και τον γαύγιζαν. Κι από πίσω   του ήταν λόφοι.  Σκιά θανάτου σκέπασε μονομιάς τους Φωκιανούς (σ.125).

Εκτός της τραγικής ειρωνείας και της κοινής οπτικής μας με αυτήν των ηρώων, η αγωνία του θανάτου αποδίδεται συχνά στο έργο του Βενέζη  με την αδιάκοπη δημιουργία προσδοκιών στον αναγνώστη αναφορικά με το χαμό κάποιου αφηγηματικού προσώπου. Παρακολουθούμε, για παράδειγμα, τον Αντρέα να αγωνιά έντονα για τη ζωή της αγαπημένης του ΄Αννας, όταν η κοπέλα του διηγήθηκε το όνειρο που είδε την περασμένη νύχτα, καθώς  του θυμίζει το όνειρο του φίλου του την ημέρα που τον σκότωσαν. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του νέου να πείσει την κοπέλα να μην απομακρυνθεί από τους δικούς της, όπως προγραμμάτιζε για εκείνη την ημέρα, μαρτυρούν τη βεβαιότητά του για κάποια δυσάρεστη εξέλιξη, ενισχύοντας σημαντικά τις σχετικές αναγνωστικές προσδοκίες (σ. 127).

Στο έργο του Βενέζη πέρα από τα συναισθήματα που συνδέονται με το θάνατο, ιδιαίτερα μας απασχολούν επίσης και όσα οι ήρωες αναπτύσσουν για τους συνανθρώπους τους είτε αυτά καθορίζονται από την εθνική ταυτότητα και τους κοινωνικούς ρόλους τους είτε τα υπερβαίνουν. Στο διήγημα «Το Λιος» της συλλογής Αιγαίο, Τούρκοι συλλαμβάνουν ένα νέο ανάπηρο  ψαρά  σε απαγορευμένη για τους ΄Ελληνες περιοχή, αλλά τελικά του επιτρέπουν  να επιστρέψει με τη βάρκα του στο νησί του. Ο νεαρός που έως τότε μισούσε θανάσιμα όλους τους Τούρκους, επειδή κάποιοι από αυτούς είχαν προκαλέσει στο παρελθόν την αναπηρία του, ύστερα από τη μεγαλοψυχία τους στο πρόσφατο επεισόδιο αλλάζει ριζικά στάση απέναντί τους. Η διαφοροποίηση των συναισθημάτων του προκύπτει από την πρόθεσή του να χτυπήσει στο κομμένο χέρι του τατουάζ, καθώς η παράσταση που επέλεξε συνδεόταν άμεσα με όσα συνέβησαν στο Λιος (σ.34). Επίσης, στο διήγημα της συλλογής ΄Ωρα Πολέμου με τίτλο ΄Ανθρωποι στο Σαρωνικό» ένας πατέρας κυριεύεται από τυφλό μίσος για τους Ιταλούς, όταν κατά τη διάρκεια της Κατοχής κάποιοι από αυτούς γίνονται αιτία να σκοτωθεί η κόρη του. ΄Ετσι, ο ήρωας εμφανίζεται σε κάποιο σημείο διατεθειμένος να σκοτώσει έναν Ιταλό στρατιώτη που απολάμβανε αμέριμνος τη φυσική ομορφιά ενώ σε άλλη περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στις απελπισμένες κραυγές κάποιου ναυαγού που υποθέτει ότι είναι ιταλικής καταγωγής. Στη συνέχεια προσπαθεί μανιωδώς να απομακρύνει το πτώμα  Ιταλού ναυαγού που το κύμα έχει φέρει σε ακτή του νησιού του. Η απελευθέρωση του ήρωα από το εθνικό μίσος πραγματοποιείται σταδιακά, για να ολοκληρωθεί με την οργισμένη αντίδρασή του στην κακομεταχείριση του κρανίου Ιταλού στρατιώτη από ΄Ελληνες εκδρομείς μετά το τέλος του πολέμου.

Η κυριαρχία της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού στο έργο του Βενέζη επισημαίνεται πολύ συχνά στη βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα ο Κορδάτος διακρίνει στις σελίδες του «Νούμερου» ειδικότερα  διάχυτο ανθρωπισμό τόσο σε Τούρκους όσο και σε Ρωμιούς αιχμαλώτους[16]. Ο Μ. Γ. Μερακλής διαπιστώνει για το ίδιο έργο πως δεν υπάρχουν Τούρκοι και ΄Ελληνες, καταπιεστές και θύματα παρά μονάχα «ψυχές που κρατούν όρθιο το αίτημα της ανθρώπινης αγάπης»[17]. Ο Παπατσώνης διατυπώνει σχετικά το συμπέρασμα πως η συμφορά είναι μάστιγα των ανθρώπων και όχι των Ελλήνων[18]. Καθώς εδώ ο οίκτος εκφράζεται και για τους βασανιζόμενους και για τους βασανιστές[19], το βιβλίο καθίσταται «αντιπολεμικό»[20]  και η ανθρωπολογία και χαρακτηρολογία που παρουσιάζεται από το συγγραφέα «διεθνική» ή «υπερεθνική»[21].

Συνεχίζουμε ως προς τα συναισθήματα των ηρώων που μας υποβάλλονται, με μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις από το μυθιστόρημα «Αιολική Γη», όπου κυριαρχεί η παιδική αθωότητα. Η είδηση που μετέφερε στη μικρή ΄Αρτεμη ο αδερφός της Πέτρος ότι ο κυνηγός με τον οποίο εκείνη είναι ερωτευμένη βρισκόταν στο δάσος παρέα με την όμορφη Σκωτσέζα, τη Ντόρις, προκαλεί αμηχανία και αναστάτωση στο κορίτσι, όπως αριστοτεχνικά υποδηλώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα:

Τα δάχτυλα της ΄Αρτεμης χαλαρώνουν, ανοίγουν. Το αιχμαλωτισμένο τζιτζίκι κάνει με τη μια φτερούγα που  του μένει μεγάλο αγώνα να πετάξει, δεν μπορεί, σέρνεται στη γη, φεύγει (σσ. 179-180).

Αλλά και στην ικεσία που η ΄Αρτεμη απευθύνει στον παππού της, για να κρατήσουν στο σπίτι τους το αρκουδάκι που της έστειλε η Ντόρις, μετά το θάνατο του κυνηγού την  ημέρα εκείνη που ο τελευταίος σκότωσε τη μαύρη αρκούδα  για να χαρίσει  το ζωάκι στη γυναίκα, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του έρωτα της μικρής ηρωίδας, που ξεπερνά την πικρία της για την προτίμηση του νέου στην κοπέλα (σ. 246). ΄Οσο για τον Πέτρο, διακρίνουμε αρχικά το ερωτικό  του συναίσθημα για τη Ντόρις στο ξαφνικό ενδιαφέρον του για το κυνήγι, που συνιστά την αγαπημένη της δραστηριότητα (σσ. 185-186).

Ας στραφούμε για άλλη μια φορά στη βιβλιογραφία  για το έργο του Βενέζη, προκειμένου να εντοπίσουμε αναφορές στο στοιχείο της υποβολής, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την  εμπλοκή μας στον ψυχισμό των λογοτεχνικών προσώπων. Ο Χατζίνης αναγνωρίζει την υποβολή ως τον κυριότερο δρόμο μέσα από τον οποίο ο συγγραφέας μας πραγματοποιεί τις προθέσεις του[22] και ο Τ. Αθανασιάδης διευκρινίζει επίσης ότι ο Βενέζης δεν υπογραμμίζει αλλά υποβάλλει[23].

Αξιοσημείωτη ωστόσο θα κρίναμε και την ποσοτική υπεροχή των αφηγηματικών σημείων   στα οποία ο Βενέζης υποβάλλει τα συναισθήματα των ηρώων του. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο έρωτας που αισθάνονται  στην «Αιολική Γη» ΄Αρτεμη και Πέτρος για τον κυνηγό και τη Ντόρις αντίστοιχα, λανθάνει σε εννέα αφηγηματικά σημεία σε μια ενότητα έκτασης τεσσάρων σελίδων (σσ.179-182). Στο «Νούμερο 31328» αντιλαμβανόμαστε την ψυχική ανάταση που προσφέρουν στους αιχμαλώτους οι κρυφοί νυχτερινοί τους περίπατοι, σε δέκα τουλάχιστον υποδηλωτικές αναφορές (σσ.173-175). Στο μυθιστόρημα «Ωκεανός» η αίσθηση της μοναξιάς που διακατέχει τους ήρωες καθώς ταξιδεύουν στον Ατλαντικό, αποδίδεται μέσα από δώδεκα διαφορετικές ενδείξεις (σσ. 173-174,193, 209). Τέλος, η πληγωμένη αξιοπρέπεια του Μανόλη Λέκα, όταν αναγκάζεται να υποκύψει στον εκβιασμό κάποιου Τούρκου αξιωματούχου, προκειμένου ο τελευταίος να απαλλάξει το γιο του από τη στράτευση, λανθάνει στην επιθετική συμπεριφορά που εκδηλώνει ο ήρωας προς ποικίλους στόχους σε εφτά αφηγηματικά σημεία σε δύο μόλις σελίδες (΄Ανεμοι, σσ. 33-34).    

Ανακεφαλαιώνοντας, θα τονίζαμε ότι η εστίαση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος στον εσωτερικό κόσμο των λογοτεχνικών προσώπων του Βενέζη, που κυριαρχείται από την απειλή του θανάτου ή επικεντρώνεται στις ανθρώπινες σχέσεις, επιτυγχάνεται με ποικίλες τεχνικές οι οποίες δημιουργούν την υποβολή. Ο συγκεκριμένος αφηγηματικός προσανατολισμός καθιστά τα έργα  του εξαιρετικά επίκαιρα, καθώς επιτρέπει την ταύτιση του σύγχρονου αναγνώστη με τους ήρωές του.                

[1] Γ. Θεοτοκά (χ.χ.) Πνευματική Πορεία, Εστία, Αθήνα, σ.288.

[2] Α. Σαχίνη, Η πεζογραφία της Κατοχής, ΄Ικαρος, Αθήνα, 1948  και   Ε. Π. Παπανούτσου, «Ο Ραψωδός της χαμένης πατρίδας», Μνήμη του Ηλία Βενέζη, Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα 1978, σ. 9.

[3] Τ. Αθανασιάδη, Η Πεζογραφία του Ηλία Βενέζη. Αναγνωρίσεις-Δοκίμια, εκδ. AlvinRedman, Αθήνα 1965, σ.262 και Αιμ. Χουρμουζίου, «Η διηγηματογραφία του Βενέζη», Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα, 1978, σ.85.

[4] Τέλλου ΄Αγρα, «΄Ένα μεταπολεμικό βιβλίο», ό. π., σ.71.

[5] Γ. Ξενόπουλου, «Γαλήνη», ό.π., σ.74.

[6] Πέτρου χάρη, «Ηλίας Βενέζης», Νέα Εστία, Χριστούγεννα ’74, σσ. 37, 40.

[7] Ας περιοριστούμε εδώ στα κείμενα των  Παπανούτσου (ό.π.), Τσιρόπουλου, «Ο Ηλίας Βενέζης εθνικός συγγραφέας», MarcelArland, «Μνήμη του Ηλία Βενέζη», Α. Κατακουζηνού, «Μικρό ψυχογράφημα για ένα μεγάλο φίλο», που περιλαμβάνονται στον τόμο Τετράδια Ευθύνης 6, στις σελίδες 12, 47,117 και 27 αντίστοιχα,  στις μελέτες των Π. Χάρη (ό.π.,σ.23) και Γ. Αθανασιάδη-Νόβα , «Μνήμη Ηλία Βενέζη», επίσης από το αφιέρωμα της Νέας Εστίας, ό.π. ,σ. 13 και στο βιβλίο του Α.. Καραντώνη, Φυσιογνωμίες, τ. Β΄ , εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1977, σ.483.

[8] Α. Καραντώνη, «Ηλίας Βενέζης», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τ. Β΄ , Δεκέμβριος 1946, σ.318.

[9] Π. Χάρη, «Ηλία Βενέζη: Γαλήνη, β΄ έκδοση», Νέα Εστία, τ.27, 1940, σ.713.

[10] Γ. Χατζίνη, Ελληνικά Κείμενα, εκδ. Π. Οικονόμου, Αθήνα, σ. 129.

[11] Α. Σαχίνη, Πεζογράφοι του καιρού μας, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1989, σ.86.

[12] Α. Καραντώνη, Φυσιογνωμίες, ό.π., σ. 481 – Α. Σαχίνη, Η πεζογραφία της Κατοχής, ό.π., σ.116  και Γ. Χατζίνη, ό.π., σ.138.

[13] Γ. Χατζίνη, ό.π., σσ. 127-128.

[14] Α. Καραντώνη, «Ηλίας Βενέζης», ό.π.

[15] Α. Θρύλου, «Τα βιβλία: Διηγήματα και αφηγήματα», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τ. Α΄ , εκδ. A. G. I. S,  σσ. 25-26.

[16] Γ. Κορδάτου, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τ. 2, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1983, σ. 741.

[17] Μ. Γ. Μερακλή, Προσεγγίσεις στην Ελληνική Πεζογραφία (Ο Αστικός Χώρος), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1986, σ.79.

[18] Τ. Κ. Παπατσώνη, «Οάσεις της κολάσεως»,Τετράδια Ευθύνης 6, ό.π., σ.61.

[19] Γ. Χατζίνη, «Τοποθέτηση του Ηλία Βενέζη», Νέα Εστία, Χριστούγεννα ’74, ό.π., σ.85.

[20] Γ. Κορδάτου, ό.π.

[21] Μ. Γ. Μερακλή, ό.π., σ.78.

[22] Γ. Χατζίνη, Ελληνικά Κείμενα, ό.π., σσ. 130 ,134-135.

[23] Τ. Αθανασιάδη, ό.π., σσ. 267-268.

 

ΜΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΛΙΑ

 

Στα λογοτεχνικά πεζογραφήματα του Βενέζη συναντάμε πλήθος αναφορών στο φυσικό, πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον των ηρώων του. Μια προσέγ­γιση του έργου του που θα φιλοδοξούσε να χαρακτηριστεί “οικολογική” θεωρού­με ότι θα πρέπει καταρχάς να επισημάνει αφηγηματικά σημεία που περιλαμβά­νουν περιγραφές τοπίων, φυσικών φαινομένων, φυσικών και πολιτισμικών στοι­χείων, εθίμων, επαγγελματικών δραστηριοτήτων, καθημερινών συνηθειών κλπ. Τα παραπάνω σημεία μπορούν από τη μια μεριά να αντιμετωπιστούν ως αυτούσια αποσπάσματα που μεταδίδουν οικολογικές πληροφορίες. Η χρησιμότητα τους στην περίπτωση αυτή θα είναι ασφαλώς πολλαπλάσια, αν απευθυνθούν σε παιδιά, καθώς η λογοτεχνική φύση των αποσπασμάτων εγγυάται τη ζωντάνια, την αμεσό­τητα και την πρωτοτυπία της περιγραφής και συνεπώς εξασφαλίζει το αναγνωστι­κό ενδιαφέρον. Από την άλλη μεριά, αυτού του είδους τα αφηγηματικά σημεία μπορούν να μελετηθούν ως αναπόσπαστα μέρη του λογοτεχνικού κειμένου, που επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες και εξυπηρετούν ορισμένους αφηγηματι­κούς στόχους στην αναγνωστική διαδικασία.

Οπωσδήποτε, όμως, μια προσέγγιση που θα σταματούσε ως εδώ θα αδικούσε υπερβολικά το Βενέζη, γιατί θα αγνοούσε τα σημαντικότερα δεδομένα. Η παρου­σία της φύσης είναι συνεχής και πολύπλευρη στο έργο του. Η συμμετοχή φυσικών στοιχείων και όντων στις τραγικές στιγμές και στον εσωτερικό κόσμο των αφηγη­ματικών προσώπων, η πρωταρχική θέση της φυσικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης, η απόλυτη εξάρτηση των ηρώων από το φυσικό παράγοντα, η ουσιαστική αλληλεπίδραση και επικοινωνία τους με το φυσικό κόσμο, η ισορροπία και η εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους μαζί του, μαρτυρούν τη βαθύτατη οικολογική συνείδηση του Βενέζη. Ταυτόχρονα τα στοιχεία αυτά επι­δρούν σημαντικά στην κατεύθυνση της οικολογικής ευαισθητοποίησης του ανα­γνώστη, χάρη στην υποβλητική δύναμη του έργου του.1

 

Οικολογικά αποσπάσματα

Η διαφορετική εικόνα που παρουσιάζει η φύση με την αλλαγή των εποχών γί­νεται συχνά αντικείμενο περιγραφής από το Βενέζη. Έτσι αν συμπαραθέσουμε, για παράδειγμα, αποσπάσματα της Αιολικής γης που αναφέρονται στο καλοκαίρι (σ. 157), τη φθινοπωρινή εικόνα που συναντάμε στη Γαλήνη (α. 72), περιγραφές του χειμώνα και της άνοιξης από τη συλλογή Άνεμοι (σα. 48, 85-86) κλπ., ο ανα­γνώστης θα αποκτήσει μια σφαιρική αντίληψη των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε εποχής, αλλά και της κυκλικής κίνησης του χρόνου, του αέναου κύκλου της ζωής. Την παρουσία του φυσικού κόσμου στο έργο του Βενέζη συμπληρώνουν ακόμη αναφορές στην επίδραση του ήλιου πάνω στη γη και ιδιαίτερα στα φυτά (Αιολική Γη, ο. 133), στην κίνηση των σύννεφων που άλλοτε σκεπάζουν και άλλοτε αποκα­λύπτουν τη σελήνη (Ωκεανός, σσ. 171-172), σε φυσικούς ήχους στην εξοχή (Αιολι­κή Γη, α. 27). Περιγραφές φυσικών φαινομένων, όπως η βροχή (Γαλήνη, σ. 86) αλλά και η καταιγίδα (Άνεμοι, α. 72, Έξοδος, σα. 272, 273-275, Αιολική Γη, σσ. 188, 190-191) με τους χείμαρρους και τις πλημμύρες που προκαλεί (Γαλήνη, σσ. 87-88, 91), φανερώνουν την άλλοτε ευεργετική και άλλοτε καταστροφική δύναμη του φυσικού παράγοντα. Οι εξίσου εντυπωσιακές αφηγηματικές αναφορές σε θα­λασσινά (ό.π. σσ. 103,111-112) και σε ορεινά τοπία (Αιολική Γη, σ. 24) αποδίδουν εξαιρετικά την ποικιλία και την ομορφιά του γεωφυσικού χώρου στον οποίο κι­νούνται οι ήρωες του Βενέζη.

Καθώς οι ήρωες αυτοί ζουν σε υπαίθριους χώρους, στη συντριπτική πλειοψη­φία τους απασχολούνται στους πρωτογενείς τομείς παραγωγής. Στο έργο του Βε­νέζη ενυπάρχουν συνεπώς πολλές επαγγελματικές ή άλλες ανθρώπινες δραστη­ριότητες που έχουν ριζικά διαφοροποιηθεί ή τείνουν να εξαλειφθούν στη σύγχρο­νη εποχή. Αγροτικές ενασχολήσεις εμφανίζουν τα αφηγηματικά πρόσωπα της Αιολικής Γης, της Γαλήνης και διαφόρων διηγημάτων κυρίως από τους Ανέμους. Βοσκούς, γουναράδες, λοτόμους, ψαράδες και παραδοσιακούς χτίστες συναντάμε συχνότατα να ασκούν τα επαγγέλματα τους στις σελίδες του Βενέζη. Οι διαδικα­σίες της διάνοιξης δρόμων (Γαλήνη, σσ. 215-216) και της καθέλκυσης πλοίων (Ώρα Πολέμου, σσ. 90-91) περιγράφονται επίσης συχνά από το συγγραφέα. Το κυνήγι άγριων ζώων είναι μια από τις τακτικότερες δραστηριότητες των βενεζικών προσώπων (Αιολική Γη, α. 135, 227-228) ενώ από το έργο δε λείπει ούτε το επάγγελμα του παλιού φαροφύλακα (Αιγαίο, σσ. 41-42) ούτε και η περιγραφή συ­νοικιακού ψιλικατζίδικου της προπολεμικής εποχής (ό.π., σσ. 98-99,103-104).  Ιδι­αίτερα αξιοσημείωτη είναι η παρουσίαση του ραβδοσκόπου στο παρακάτω από­σπασμα της Γαλήνης:

Τότε ο γέρος έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, ύστερα γονάτισε κ’ έκαμε τρεις μετάνοιες, φιλώντας τη γη και προσευχόμενος. Ύστερα σηκώθηκε, πήρε το ραβδί του κι άρχισε να περπατά αργά, σαν να έψαυε, σιωπηλός, αποτραβηγμένος στον εαυτό του. Από πίσω τον ακολουθούσαν η νύφη και τα εγγόνια τον. Κάπου κάπου σταματούσε, σήκωνε το ραβδί του με τρόπο που να μην αγγίζει τη γη, κ’ έμενε εκεί, με τα μάτια του στηλωμένα επίμονα στο χώμα, περιμένοντας τη μυστηριακή από­κριση του νερού που έτρεχε, σκοτεινά, στα έγκατα. Δεν έβρισκε, και πάλι προχω­ρούσε.

Τέλος, κάποτε, σταμάτησε οριστικά.

Το χέρι που βαστούσε το ραβδί άρχισε να τρέμει αλαφρά. Στο σεβάσμιο πρόσω­πο περιχύθηκε, τότε, ανεπαίσθητη ωχρότητα. Ήταν φανερό πόσο όλες οι δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στο ίδιο σημείο. Τα χείλη του κινήθηκαν.

Εδώ, είπε.

Και χτύπησε τη γη με το ραβδί του.

Βρήκαν τη φλέβα σε είκοσι μέτρα βάθος. (σα. 65-66)

Εξαιρετικό βάρος αποκτά στο έργο του Βενέζη η ιδιότητα του λαθρέμπορου. Οι λεγόμενοι «κοντραμπατζήδες» είναι τα αφηγηματικά εκείνα πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν τον ηρωισμό, τη γενναιότητα σε συνδυασμό με την ευσυνειδη­σία, τη μεγαλοψυχία και την ηθική (Άνεμοι, σσ. 24-26). Για παράδειγμα ο Αντώ­νης Παγίδας, αρχηγός των κοντραμπατζήδων στην Αιολική Γη προστατεύει πάντα τους αδύναμους, όπως το μισότρελο κυρ-Στέφανο που κοροϊδεύουν οι συγχωρια­νοί του (σσ. 100-103) και τους χριστιανικούς πληθυσμούς των ορεινών μικρασιατι­κών χωριών που διώκονται από τους Τούρκους (σ. 296). Ο Παγίδας άλλωστε πα­ραμένει στην Ανατολή κατά την περίοδο των διωγμών, προτιμώντας να αντιμετω­πίσει μόνος του τους φανατισμένους Τούρκους πολεμιστές παρά να εγκαταλείψει το νεκρό φίλο του, που βρίσκεται θαμμένος στην αιολική γη (σ. 306). Ανάλογη γενναιoψυχία και παλικαριά με αυτήν των κοντραμπατζήδων εμφανίζει στο έργο κι ο τύπος του παραδοσιακού ληστή (ό.π., σσ. 38-39,42).

Οι οικολογικές αναφορές του Βενέζη δεν εξαντλούνται, βέβαια, στα παραπά­νω. Ένα πλήθος ηθών, εθίμων, λαϊκών μύθων και δοξασιών παρουσιάζονται επί­σης από το συγγραφέα, προσφέροντας στον αναγνώστη πολύτιμα στοιχεία γύρω από τη δημοτική παράδοση. Ας ξεκινήσουμε από την περίπτωση της γοργόνας, της «Δέσποινας του Αιγαίου», όπως αποκαλείται (Αιολική Γη, σ. 119), που γίνεται αντικείμενο αφήγησης από πολλούς ήρωες του Βενέζη. Η αι­τία της αθανασίας της, η αδιάκοπη αγωνία της για τον αδερφό της το Μεγαλέξαν­δρο, η απόλυτη κυριαρχία της στο θαλάσσιο κόσμο, η ανεκπλήρωτη επιθυμία του μεγάλου θεριού της θάλασσας να την παντρευτεί, η σχέση της με τους ναυτικούς παρουσιάζονται στην Αιολική Γη (σσ. 117-120), στην Έξοδο (σσ. 266-267) και στο Ώρα Πολέμου, σο. 81-83).

Εδώ θα παραθέσουμε ενδεικτικά μια εντυπωσιακή περιγραφή της μορφής της από την Αιολική Γη:

Το αγοράκι θυμάται τότε πως είδε πλάι στη μάσκα του καϊκιού, μες στη θολού­ρα του νερού, μια ψαροσυρά σα δελφινιού. Ύστερα είδε ολάκερο το ψάρι. Απ’ τη μέση κι απάνου σα να ‘χε κορμί γυναίκας. Δυο μάτια λάμπανε σα φωτιά. Το κορμί στυλώθηκε, μια, ορθό ίσαμε το κύμα κι απότομα βυθίστηκε με το κεφάλι, για να μην ξαναφανεί πια. Μαύρα μαλλιά σαν πλοκάμια χταποδιού παίξαν στον αγέρα για λίγο, όταν το κεφάλι της Γοργόνας υψώθηκε. Κ’ ύστερα τα τύλιξε, τα μαλλιά, και τα πήρε μαζί του ο αφρός. (α. 118)

Η πίστη των ναυτικών στην ύπαρξη και στη δύναμη της γοργόνας φανερώνεται στο Βενέζη ακόμη και από το γεγονός ότι αρκετοί την έχουν σχηματισμένη πάνω στο σώμα τους με την τεχνική του τατουάζ (Έξοδος, σσ. 261-261, Αιγαίο, σσ. 21, 38). Ο συγγραφέας παρουσιάζει τη σχετική διαδικασία που γίνεται από τους «σταμπαδόρους» και τονίζει το γεγονός πως οι ήρωες επιλέγουν παραστάσεις που συμβολίζουν καθοριστικά περιστατικά της ζωής τους. Για παράδειγμα το τατουάζ στο χέρι του Γραίγου στην Έξοδο αναπαριστά τον περίεργο τρόπο που γεννήθηκε (σ. 267) ενώ ο γλάρος που φτιάχνουν στο χέρι του ήρωα του «Λιος», συνδέεται με την απελευθέρωση του από τους Τούρκους (Αιγαίο, σ. 39).

Σε σχέση με τους νεαρούς ήρωες που ζουν στην Ανατολή στις αρχές του αιώνα ο Βενέζης παρουσιάζει και άλλη μια χαρακτηριστική δραστηριότητα. Πρόκειται για τον πετροπόλεμο, ένα βίαιο κι επικίνδυνο παιχνίδι, στο οποίο συχνά μερικοί τραυματίζονται θανάσιμα (Άνεμοι, σσ. 34-35, Αιολική Γη, σα. 86-87). Ο πετροπό­λεμος είναι κατά το συγγραφέα ένας τρόπος μύησης των παιδιών στο ριψοκίνδυνο τρόπο που ζουν οι κοντραμπατζήδες, τα ενδοξότερα πρόσωπα στην κοινωνία της εποχής. Ο πετροπόλεμος που υποκαθιστά μια πραγματική μάχη εκπληρώνει την επιθυμία και την ανάγκη των αγοριών να χύσουν αίμα, να διακινδυνέψουν τη ζωή τους, να κατανικήσουν το αίσθημα του φόβου, προκειμένου να ανδρωθούν.

Αλλά ο πετροπόλεμος δεν είναι η μοναδική δραστηριότητα που εκφράζει το βίαιο πάθος της Ανατολής. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το έθιμο της πάλης ανάμεσα σε δυο αρσενικές καμήλες, για τη διεκδίκηση της θηλυκιάς, που γίνεται κάτω από τον ήχο του τύμπανου σε υπαίθριο θέατρο. Όπως προκύπτει από το πα­ρακάτω απόσπασμα της Αιολικής Γης, τα πληγωμένα ζώα υποφέρουν τρομερά, αν και αναμετρήθηκαν μόνο και μόνο για να προσφέρουν ένα απολαυστικό, διασκε­δαστικό θέαμα στο κοινό:

Όταν, απότομα, τραβούν το θηλυκό απ’ τη μέση. Το σέρνουν και το κρύβουν. Τα τούμπανα σωπαίνουν μονομιάς. Γίνεται ησυχία θανάτου. Τα δυο τ’αρσενικά τ’ αφήνουν λεύτερα. Κοιτάζει το ένα τ’ άλλο. Κ’ ύστερα με βία, με λύσσα, με μανία χι­μούν το ένα καταπάνω στ’ άλλο. Είναι μια πάλη φοβερή κι άγρια, είναι το κορυφω­μένο ένστιχτο που λυσσά και βογκά, είναι η σκοτεινή θεότητα της Ανατολής που δεν ξέρει το μέτρο, που ξέρει μοναχά το πάθος ζυμωμένο μ’ αφρό και αίματα.

Καταματωμένα, κατατσακισμένα, πάντα άγρια, όταν ο θάνατος λίγο θα θέλει για να ‘ρθει να κατασιγάαει οριστικά το πάθος, τότε θα τα τραβήξουν τ’ αρσενικά που πάλεψαν, που χύσανε το αίμα τους, και που δεν ικανοποιήθηκαν (σσ. 172-173).

Η μονομαχία μέχρι θανάτου συνηθίζεται ανάμεσα και στους ανθρώπους της Ανατολής που συναντάμε στο Βενέζη, ως ο μοναδικός δίκαιος και έντιμος τρόπος για να λύνουν τις διαφορές τους. Έτσι ο κοντραμπατζής Αντώνης Παγίδας μονο­μαχεί με τον επιστήθιο φίλο του, το Γαρμπή, για να πάρει εκδίκηση για τον σκοτωμένο αδερφό του, όπως υπαγορεύει ο κώδικας τιμής της εποχής (ό.π., σσ. 299-301). Η αναφορά στο σπάσιμο του ροδιού και στους πυροβολισμούς που ρίχνονται στον αέρα, για να γιορταστεί ένα χαρμόσυνο γεγονός ή για να τιμηθεί κάποιο πρόσωπο είναι μερικά ακόμη από τα έθιμα που παρουσιάζει ο Βενέζης  στην

Αιολική Γη (σσ. 168, 306).  Επίσης στην Έξοδο ο συγγραφέας αναφέρεται στους αναστενάρηδες (σσ. 38-39)  ενώ στον Ωκεανό περιγράφει διάφορα έθιμα των λαών της Μεσογείου, όπως ένα πανηγύρι στην Αλγερία (σσ. 83-85).

 

Οι αφηγηματικές λειτουργίες των οικολογικών αναφορών

Είναι καιρός, όμως, να αναζητήσουμε τις αφηγηματικές σκοπιμότητες που εξυ­πηρετούν στο έργο του Βενέζη οι παραπάνω αναφορές στο φυσικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό περιβάλλον των ηρώων. Από τις αφηγηματικές λειτουργίες που επιτελούνται συχνότερα με τη χρησιμοποίηση οικολογικών στοι­χείων είναι η πολύπλευρη προσέγγιση του αναγνώστη με τους ήρωες, που εξα­σφαλίζει την επιθυμητή από το συγγραφέα αναγνωστική στάση απέναντι τους. Στην περίπτωση αυτή περιλαμβάνεται η παρουσίαση δυο διαφορετικών τόπων στους οποίους ψαρεύουν τα πρόσωπα του «Λιος». Η μια περιοχή προσφέρει ασφάλεια στους ψαράδες, αφού βρίσκεται στα ελληνικά χωρικά ύδατα, αλλά πε­ριέχει ελάχιστες ποσότητες ψαριού. Η δεύτερη, που περιέχει άφθονο ψάρι, βρί­σκεται κάτω από τον έλεγχο των τουρκικών αρχών, οπότε είναι εξαιρετικά επικίν­δυνη για τους Έλληνες που ψαρεύουν παράνομα εκεί. Με βάση την επιλογή του τόπου ψαρέματος, οι ήρωες του διηγήματος κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες: στους συνετούς και στους ριψοκίνδυνους (Αιγαίο, σα. 16-17).  Στο ίδιο έργο ο κύ­ριος ήρωας ζητά, όπως είδαμε, να φτιάξουν στο ανάπηρο χέρι του τατουάζ, που να παριστάνει ένα γλάρο (σ. 40). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει2 την απαλλαγή του νέου από το μίσος που αισθανόταν για τους Τούρκους, οι οποίοι στο παρελθόν σκότω­σαν τους συντρόφους του και προκάλεσαν την αναπηρία του. Η διαφοροποίηση των συναισθημάτων του αντιλαμβανόμαστε ότι οφείλεται στη μεγαλοψυχία κάποιων Τούρκων, που, αν και τον συνέλαβαν να ψαρεύει στο “Λιος”, τον άφησαν να επι­στρέψει ατιμώρητος στο νησί του, γεγονός που συνδυάστηκε από τον νέο με ένα γλάρο, τον οποίο πυροβόλησε ο Τούρκος στρατιώτης.

Αν περάσουμε στο διήγημα Άνθρωποι οτο Σαρωνικό βλέπουμε πως η χαρά και η αμεριμνησία της μικρής ηρωίδας εναρμονίζεται με τη γαλήνη της φύσης γύρω της. Καθώς η σκληρή εικόνα του πολτοποιημένου κρανίου της, που ακολουθεί, εναντιώνεται πλήρως στην παραπάνω φυσική ηρεμία και ομορφιά, ο βίαιος θάνα­τος της μας συγκλονίζει βαθιά (Ώρα Πολέμου, σσ. 18-19). Η συμπάθεια μας είναι εξασφαλισμένη και για τον Ιταλό φαντάρο που νιώθει ευτυχισμένος στο διήγημα, επίσης χάρη στη γαλήνια φύση (ό.π., σ. 24). Συνεπώς δεν επιθυμούμε το θάνατο του που επιδιώκει προς στιγμήν ο πατέρας της Φωτεινής, για να εκδικηθεί, επειδή άλλοι Ιταλοί στρατιώτες ευθύνονται για το χαμό της.

Κι ενώ στα παραπάνω σημεία οι αναφορές του συγγραφέα στη φύση υπαγο­ρεύουν τη στάση μας απέναντι στους ήρωες, στην Αιολική Γη ο ενθουσιασμός και η ικανοποίηση που προσφέρει στη Ντόρις η πάλη ανάμεσα στις δυο καμήλες (σ. 173) μαρτυρεί την προτίμησή της στο έντονο ερωτικό πάθος. Στο ίδιο έργο η αντίθεση ανάμεσα στους αργούς ρυθμούς της φύσης στην καλοκαιρινή ανατολή και στο γοργό καλπασμό της Άρτεμης (σ. 208) φανερώνει την οργή και την απόγνωση της μικρής ηρωίδας, επειδή ο αγαπημένος της κυνηγός βρίσκεται μάξι με τη Ντόρις στη σπηλιά εκείνη που παλιότερα είχε επισκεφτεί με την Άρτεμη.

Το τουρκικό φαγητό «αλεμάν τσορμπά», που περιγράφει ο Βενέζης στο Νού­μερο 31328, καθώς το μοιράζονται οι Έλληνες αιχμάλωτοι με τους Τούρκους
στρατιώτες, συνιστά μια μορφή σύγκλισης ανάμεσα στις δυο αντίπαλες εθνότητες
(σ. 193). Ο «αψύς» καυτός καλοκαιρινός ήλιος της Ανατολής εμφανίζεται να επι­δρά εξίσου σε Έλληνες και Τούρκους, να τους «μελώνει», να τους «τιθασεύει», με
αποτέλεσμα να «πέφτουν οι άνθρωποι – χωρίς ν’ αντιδρούν, χωρίς να πονηρεύονται, χωρίς να μισούν» (ό.π., σ. 202). Συνεπώς, εδώ η φύση παρουσιάζεται ως μια
δύναμη που ενώνει τα αφηγηματικά πρόσωπα, που υπονομεύει και καταργεί τις
εθνικές διαφορές τους.

Ο Βενέζης στο έργο αναφέρεται συνήθως στη φύση, δημιουργώντας αφηγηματικές αντιθέσεις ανάμεσα στην αρμονία, στη γαλήνη και στην ομορφιά της από τη μια μεριά και στην άθλια ψυχολογική κατάσταση των αιχμαλώτων ή στις θλιβερές συνθήκες διαβίωσης τους από την άλλη. Έτσι, κάπου ο συγγραφέας αναπολεί τις τρυφερές στιγμές που έζησε στο κτήμα του παππού του τα προηγούμενα καλοκαίρια, όπως περνά από εκεί αιχμάλωτος, οδηγούμενος σε στρατόπεδο στο εσωτερικό της Ανατολής (σσ. 70-71). Αλλού κάνει λόγο για τον ασυμβίβαστο με την αγωνία του λυρισμό του νυχτερινού τοπίου που φωτίζει η σε­λήνη (σ. 53) ή για ένα πολύχρωμο λουλούδι που άνθισε έξω απ’ το στρατόπεδο αιχμαλώτων, από το οποίο δεν μπορεί να διαφύγει ο ήρωας-αφηγητής (σσ. 222-223). Οι αντιθέσεις που εμφανίζονται όταν η τρυφερή ομορφιά της φύσης αντιπα­ρατίθεται στην απαίσια πραγματικότητα της αιχμαλωσίας, είναι τα συνεκτικά ση­μάδια του κειμένου, όπως επισημαίνει ο Τέλλος Άγρας για το Νούμερο 31328 («Ένα μεταπολεμικό βιβλίο», Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα 1978, σ. 69).

Στο συγκεκριμένο έργο, όπως άλλωστε και σε άλλα πεζογραφήματα του Βενέζη, η φύση αναδεικνύεται κάποιες φορές σε μοναδικό παράγοντα που υπαγορεύει στους ήρωες την ανάγκη για καλύτερη ζωή. Για παράδειγμα η θέα της θάλασσας μέσα από το τουρκικό στρατόπεδο γεμίζει ελπίδες και νοσταλγία τους αιχμαλώ­τους (σσ. 231-232) ενώ τα λουλούδια που εκείνοι βλέπουν, όταν δουλεύουν εξα­ντλητικά για τη διάνοιξη ενός δρόμου, τους προκαλούν υπαρξιακούς προβληματι­σμούς (σσ. 192-193). Στον επίλογο του βιβλίου η χαραυγή δίνει στον ήρωα, που μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο της γυναίκας του και των παιδιών του, παρηγο­ριά και κουράγιο για να συνεχίσει τη ζωή του (σ. 245).

Όσο για την Έξοδο, οι ήρωες που κατευθύνονται στην Αθήνα, για να σωθούν  από τους Γερμανούς και τον τρελό λοτόμο του Κιθαιρώνα, εμφανίζονται να κοιτά­ζουν έκθαμβοι κι εκστατικοί τη θέα της πόλης από το κάστρο της Φυλής, ξεχνώ­ντας προς στιγμή τα βάσανα και την αγωνία για τη ζωή τους (σ. 353). Η ειδυλλια­κή θέα του Σαιν-Τζώρτζη γεννά και στη μικρή Φωτεινή από το διήγημα  Άνθρωποι στο Σαρωνικό τον πόθο να επισκεφτεί το γειτονικό νησάκι. Επειδή η επιθυμία της παραμένει ανεκπλήρωτη, εξαιτίας του βίαιου θανάτου της, επιτείνεται ο πόνος και η ένταση του αναγνώστη (Ώρα Πολέμου, α. 19). ‘Οταν πάλι ο πατέρας της μι­κρής ηρωίδας ετοιμάζεται να σκοτώσει ένα νεαρό Ιταλό, για να εκδικηθεί για το θάνατο της, η παρουσία της φύσης αποδεικνύεται επαρκής για να ματαιώσει την πράξη του:

Ένα δευτερόλεπτο. Τα δάχτυλα σφίχτηκαν στο ξύλο. Άγρια. Μα την ίδια ακρι­βώς στιγμή ένα κοπάδι μαυροπούλια, ήταν κοράκια, σηκωμένο από κάπου εκεί κοντά, πέρασε πάνω απ’ τα κίτρινα βράχια, σε λίγο ύψος, άγρια κράζοντας.

Ξαφνιασμένος ο γέροντας βοσκός σήκωσε ψηλά τα μάτια. Τα δάχτυλα χαλάρω­σαν στο ραβδί. Η αστραπή πέρασε απ’ τα μάτια, έφυγε με τα μαυροπούλια.

«Θε μου!… Τι ήταν να κάνω;» (σσ. 24-25)

Το ίδιο ισχυρό αποδεικνύεται το φυσικό στοιχείο και στη συλλογή Αιγαίο. Στο διάλογο ανάμεσα στο νεαρό Έλληνα που ψάρευε παράνομα στο Λιος και στους Τούρκους που τον συνέλαβαν, κυριαρχεί ειρωνεία και ένταση. ‘Οταν, όμως, την προσοχή των συνομιλητών αποσπά η ρυθμική κίνηση ενός δελφινιού, τότε τα λό­για τους εκφράζουν νοσταλγία και συμπάθεια (σ. 29). Στο διήγημα Δεν έχει πλοίο παρουσιάζονται δυο ιερόδουλες που κάνουν βαρκάδα στο ανοιχτό πέλαγος. Το θαλασσινό τοπίο κάνει τόσο επιτακτική την ανάγκη τους να απαλλαγούν από τις άθλιες συνθήκες ζωής τους στο νησί, που επιδιώκουν με όλες τους τις δυνάμεις να πείσουν το βαρκάρη να τις οδηγήσει μακριά από την εξουσία της πάτρωνας, στις Τουρκικές ακτές, παρ’ όλο που εκεί είναι βέβαιο πως τις περιμένει ο θάνατος (ό.π., σσ. 74, 77-78).

Στο συγκεκριμένο διήγημα εμφανίζεται μια επιπλέον αφηγηματική λειτουργία της φύσης. Ύστερα από τις απεγνωσμένες και μάταιες προσπάθειες των ιερόδουλων να διαφύγουν, παρατίθεται η εικόνα του σύννεφου που σκέπασε τον ήλιο, με αποτέλεσμα να σκοτεινιάσουν ο ουρανός και η θάλασσα. Έτσι υπογραμμίζεται εντονότερα πως χάθηκε οριστικά κάθε ελπίδα των ηρωίδων για καλύτερη ζωή (ό.π., σ. 78).

 

Τα αφηγηματικά πρόσωπα της φύσης

Ας σταθούμε, όμως, τώρα και σε ορισμένες περιπτώσεις που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της αφήγησης τη φύση προσωποποιημένη ή ως συμ­βολικό στοιχείο. Στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται πως η προσωποποίηση στο έργο του Βενέζη (Σγουρός Α., ό.π., σ. 393), η απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων στα ζώα και στα άψυχα (Χατζίνης Γ., Ελληνικά κείμενα, ό.π., σ. 130) έχει σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση από την καθημερινότητα, τον εξωραϊσμό και την αποθέωση του αντικειμένου (Παναγιωτόπόυλος Ι. Μ., Τα πρόσωπα και τα κείμενα, τόμ. Β’, Ανήσυχα Χρόνια, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 19802, σ. 70) . Οι λειτουργίες της προσωποποιίας της φύσης στα πεζογραφήματα του Βενέζη συνοψίζονται στο σχολιασμό μιας κατάστασης, στην προετοιμασία μιας εξέλιξης ή στη μεταφορά του έργου από το ρεαλισμό στην ποίηση (Χσυρμούζιος Αιμ., «Η διηγηματογραφία του Βενέζη», Τετράδια Ευθύνης 6, ό.π., σ. 79).

Αντικείμενο των διαλόγων των φυσικών στοιχείων και όντων στην Αιολική Γη είναι συχνά κάποιος από τους ήρωες ή και το σύνολο των αφηγηματικών προσώ­πων του έργου. Ορισμένοι τέτοιοι διάλογοι εξυμνούν τον ηρωισμό των κοντραμπατζήδων και το ριψοκίνδυνο τρόπο ζωής τους. Παρακολουθώντας τη νύχτα και τους ανέμους να αναφέρονται με στοργή, τρυφερότητα και θαυμασμό στις αρετές των ηρώων αυτών, νιώθουμε να μας τυλίγει η γοητεία της φαντασίας του Βενέζη (σσ. 249-250). Σε άλλο σημείο δυο ποταμοί εμφανίζονται επίσης εντυπωσιασμένοι από τη γενναιότητα που επέδειξε ο αρχηγός των κοντραμπατζήδων Αντώνης Πα­γίδας στην αναμέτρηση του με ένα φοβερό ληστή της Ανατολής, το Σελήμ τον Αράπη (σ. 281). Το κεφάλαιο που αναφέρεται στην ανακάλυψη του πτώματος του κυνηγού με τα κίτρινα άστρα από την Άρτεμη και τη Ντόρις ολοκληρώνεται με διάλογο των δέντρων και των πουλιών που ζουν στα Κιμιντένια, για το θάνατο του:

Έπεφτε το βράδυ. Οι οξιές πήραν το μήνυμα, το ψιθύρισαν μες στα φύλλα τους, το δώσανε παραπέρα, σ’ όλη τη χώρα τους.

«Το μάθατε; Ο κυνηγός σκοτώθηκε! Ο κυνηγός πια δε θα περάσει κάτω απ’ τον ίσκιο μας!»

Τ άκουσαν πιο κάτω οι αγριοβελανιδιές και το ψιθνρίσανε στους περαστικούς τσαλαπετεινούς και στ’ αγριοπερίστερα.

«Το μάθατε; Ο κυνηγός σκοτώθηκε!»

«Ποιος κυνηγός σκοτώθηκε;»

«Αυτός που δεν κυνηγούσε κυνηγούς κι αγριοπερίστερα. Αυτός που κυνηγούσε τ’ αγριογούρουνα στο μεγάλο φαράγγι».

«Γιατί πέθανε;» ρώτησαν οι τσαλαπετεινοί και τ’ αγριοπερίστερα.

«Από αγάπη»,είπαν οι βελανιδιές, (σα. 240-241)

‘Οταν πλησιάζει το ξέσπασμα του πολέμου, όλα τα πλάσματα που ζουν στα Κιμιντένια συμμερίζονται τον πανικό των αφηγηματικών προσώπων. Οι τσαλαπετει­νοί και τ’ αγριοπερίστερα, οι σαύρες κι οι χελώνες, τα αγριογούρουνα και τα τσα­κάλια εκφράζουν την αγωνία τους για την επικείμενη καταστροφή: «Η θύελλα έρ­χεται! Η θύελλα έρχεται!» (σσ. 266-268). Η καθολική εμπλοκή της φύσης φανερώ­νει την αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση όλων των ειδών που κατοικούν στην αιολική γη. Οι ήρωες του έργου θεωρούνται από το συγγραφέα μέλη μιας μόνο από τις τόσες βιοκοινότητες του οικοσυστήματος που αντιμετωπίζουν τις κοινές, ολέθριες συνέπειες του επικείμενου πολέμου. Έτσι το έργο αποδίδει την τερά­στια καταστροφικότητα για τη ζωή στη μικρασιατική ύπαιθρο και ταυτόχρονα συμβάλλει ουσιαστικά στην οικολογική ευαισθητοποίηση του αναγνώστη.

Υπάρχουν, ωστόσο και περιπτώσεις στο έργο του Βενέζη όπου δέντρα, ζώα ή άλλα φυσικά αντικείμενα εμφανίζονται ως αφηγηματικά πρόσωπα που διηγούνται τα ίδια την προσωπική τους ιστορία ή συνιστούν το δρων υποκείμενο της αφήγησης. Δύο καρυδιές του Καυκάσου, αναζητώντας τον ήλιο που ήταν σπάνιος στον τόπο που μεγάλωναν, ταξιδεύουν με τη βοήθεια του μεγάλου ποτα­μού της περιοχής και των παραποτάμων του ως την πεδιάδα κάτω από τα Κιμιντένια, όπου γεννιέται το παιδί τους, η μεγάλη καρυδιά, στο κτήμα του παππού τού ήρωα-αφηγητή (Αιολική Γη, σσ. 61-62). Έτσι ο αναγνώστης συνειδητοποιεί τον πρωταρχικό ρόλο που παίζουν στη μεταβολή και την εξέλιξη του οικοσυστήματος και οι ανόργανοι φυσικοί παράγοντες. Πιο κάτω, σ’ ένα ολόκληρο κεφάλαιο του έργου, η μοναδική μεγάλη αρκούδα που απέμεινε στην αιολική γη, περιγράφει στο μικρό της την πορεία των προγόνων τους από το Λίβανο στο Καζ-Νταγ κι ύστερα στα Κιμιντένια, προκειμένου να γλιτώσουν από τους ανθρώπους που τους κυνηγούν και αφανίζουν το γένος τους. Με την πεποίθηση που εκφράζεται από την αρκούδα πως όσο υπάρχουν οι άνθρωποι, αυτή και το παιδί της δε θα πάψουν να κινδυνεύουν (σσ. 219-222), ο Βενέζης μεταδίδει με υποβλητικό τρόπο το οικο­λογικό του μήνυμα στον αναγνώστη. ‘Οταν ο συγγραφέας αναφέρεται στη συνέ­χεια στη θανάτωση της αρκούδας από τον κυνηγό της Αιολικής Γης, εστιάζει την αφήγηση του στη σφαίρα, από την οποία το ζώο σκοτώθηκε. Αναφέρεται στη φυ­σική ύλη από όπου αυτή προήρθε και στην πορεία που διένυσε μέχρι να βρεθεί στο όπλο του συγκεκριμένου κυνηγού. Έτσι η ευθύνη δε βαραίνει ολοκληρωτικά τον κυνηγό, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει ιδιαίτερα συμπαθής στον ανα­γνώστη (σ. 228).

Η προσωποποίηση του ωκεανού στο ομώνυμο έργο εντοπίζεται σε μια σειρά αφηγηματικών σημείων. Παντού στο κείμενο το πρώτο γράμμα της λέξης γράφε­ται με κεφαλαίο, οπότε σχηματίζεται η εντύπωση πως πρόκειται για κύριο όνομα. Επιπλέον, στον ωκεανό αποδίδονται ιδιότητες προσώπου. Για το λόγο αυτό, η λέ­ξη ωκεανός έχει θέση υποκειμένου και ακολουθείται από ρήματα ενεργητικής φωνής (Ωκεανός, σσ. 56,134,170,196). Η προσωποποίηση του ωκεανού, το γεγο­νός πως το φυσικό στοιχείο εμφανίζεται ως δρων πρόσωπο, δίνει στην αναμέτρηση του με τους ήρωες του έργου εντυπωσιακότερες διαστάσεις.

Όσο για τη συμβολική χρησιμοποίηση της φύσης, θα σταθούμε σε μερικές περιπτώσεις που συναντάμε σε διηγήματα της συλλογής Ώρα Πολέμου. Σχο Άνθρωποι στο Σαρωνικό συναντάμε μια ολόκληρη ενότητα που αναφέρεται στη διαμάχη ενός γλάρου και ενός κορακιού. Το θαλασσοπούλι πετά, κρατώντας στο ράμφος του ένα ψάρι, που προσπαθεί να το αρπάξει το κοράκι που πετά κυκλικά από πάνω του. Αυ­τή η φυσική εικόνα συμβολίζει στο έργο την πάλη του καλού με το κακό που γίνεται στον εσωτερικό κόσμο του κυρίου ήρωα (σ. 27). Η σκηνή επαναλαμβάνεται πιο κά­τω, αυτή τη φορά όμως το κοράκι κατορθώνει να αρπάξει από το γλάρο τη λεία του. Το αποτέλεσμα αυτό ερμηνεύεται από τον αφηγητή ως νίκη του κάλου πάνω στο κακό, αφού το «κακό» κοράκι, τρώγοντας το ψάρι, μιμείται τις συνήθειες του «καλού» γλάρου (σ. 37). Κοράκια που πετούν πάνω από το κάστρο της πόλης στο διήγη­μα Η κυρούλα της Λαμίας, συνιστούν το σύμβολο της καθημερινής ασκήμιας που χα­ρακτηρίζει τη ζωή των κατοίκων της. Αντίθετα, τα λελέκια τα οποία μολονότι οι άν­θρωποι στη Λαμία τα περιμένουν με ανυπομονησία, φτάνουν εκεί παροδικά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ομορφιά στη ζωή τους (σ. 53). Τα βουνά που υψώνο­νται τριγύρω από την πόλη συμβολίζουν στο διήγημα αυτό τα εσωτερικά δεσμά της ηρωίδας, -αντίστοιχα με τα «τείχη» στο ομώνυμο ποίημα του Καβάφη- (σσ. 53-54). Τη διαδρομή, τέλος, της ηλικιωμένης γυναίκας πέρα από τα βουνά του τόπου της, προκειμένου να φυγαδεύσει το νέο που κυνηγούν οι Γερμανοί, την αντιλαμβανόμα­στε ταυτόχρονα και ως συμβολική πορεία προς την απελευθέρωση, την απομάκ’ρυν-οη από τα μίζερα όρια της ως τότε ζωής της (σσ. 65-66).

 

Ο δεσμός των ηρώων του Βενέζη με τη φύση

Θα τελειώσουμε αυτό το άρθρο με ορισμένα αφηγηματικά σημεία, που καθώς αναφέρονται στη συνεχή αλληλεπίδραση και στους άρρηκτους δεσμούς των ηρώ­ων του Βενέζη με διάφορα όντα και στοιχεία του φυσικού κόσμου, μαρτυρούν τη βαθιά οικολογική του συνείδηση. Οι σχετικές αναφορές είναι εξαιρετικά σημαντι­κές διότι επηρεάζουν ή και καθορίζουν την περιβαλλοντική στάση του αναγνώστη, χάρη στη μεγάλη υποβλητική τους δύναμη.

Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία για το Βενέζη, συναντάμε την επισήμανση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, πως τα βενεζικά αφηγηματικά πρόσωπα «είναι φύση, μόνο φύση» (Παναγιωτόπουλος Ι.Μ., «Στοιχεία του έργου του Βενέζη», Νέα Εστία, τόμ. 96 (Χριστούγεννα ’74, σ. 5)   ενώ και ο Α. Σαχίνης παρατηρεί για την Αιολική Γη πως τον κυρίαρ­χο τόνο της δεν τον δίνουν τα πρόσωπα, αλλά ο τόπος (Η πεζογραφία της Κατοχής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1948, σ. 121).  Η φύση, σημειώνει ο Β. Λαούρδας, συνιστά το μοναδικό πεδίο, όπου γίνεται αντιληπτός ο χρόνος στο έρ­γο του Βενέζη («Η Αιολική Γη», Φιλολογικά Χρονικά, τόμ. Α’, 1944, σ. 74).  Ο Άγγελος Σικελιανός παρατηρεί για τη φύση πως βρίσκεται σε ενότητα και διαλεκτική συμφωνία με την ψυχή και το ήθος (Πρόλογος Αγγέλου Σικελιανού οτη Β’ έκδ. της Αιολιχής Γης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, ο. 12). Η έννοια της φύσης στο έργο του Βενέζη προσδιορίζεται πληρέστερα με τις επισημάνσεις που τη χα­ρακτηρίζουν στοιχείο «ιερό» (Ιακωβίδου Λιλή, «Ο Ηλίας Βενέζης μέσα από την αρρώστια», Νέα Εστία, Χριστούγεννα ’74, σ.  ), «έρωτα, μνήμη και μύθο» (Χουρμούζιος Αιμ., ό.π., σ. 84 ), «προέκταση των ονείρων μας» (Αθανασιάδης Τ., ό.π., α. 253), «οντότητα που περιέχει πνευματική ευγλωττία» (Τσιρόπουλος Κ., «Ο Ηλίας Βενέζης εθνικός συγγραφέας», Τετράδια Ευθύνης 6, σ. 49).

Η προσέγγιση της φύσης από το συγγραφέα αφήνει την αίσθηση μιας μυστικής επικοινωνίας (Παναγιωτόπσυλος Ι.Μ., Τα πρόσωπα και τα κείμενα, ό.π., σ. 65) , μιας βαθιάς σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό κόσμο (Buenzod Ε., Τετράδια Ευθύνης 6, ό.π., σ. 123).

Αυτός ο δεσμός εντοπίζεται στην κοινή αγωνία, την αγωνία που μοιράζεται ο άνθρωπος με όλα τα όντα (Χατζίνης Γ., Ελληνικά Κείμενα, ό.π., σ. 130).

Η απόφαση του ήρωα του διηγήματος Άνθρωποι στο Σαρωνικό να θάψει τελι­κά το πτώμα του Ιταλού ναυαγού -παρόλο το μίσος του για τους Ιταλούς, που σκό­τωσαν το παιδί του- υπαγορεύεται σύμφωνα με τον αφηγητή από τις φυσικές δυ­νάμεις, αφού το κύμα συνεχώς βγάζει το νεκρό σώμα στην ακτή, όσες φορές κι αν προσπαθεί να το απομακρύνει ο ήρωας, σπρώχνοντάς το όλο και βαθύτερα στη θάλασσα (Ώρα Πολέμου, σ. 40). Ο συγκεκριμένος ήρωας που ζει κοντά στη φύση είναι άλλωστε ο μόνος που κατορθώνει να σεβαστεί ουσιαστικά την αξία της αν­θρώπινης ζωής. Αυτό προκύπτει από την οργισμένη και αποτελεσματική αντίδρα­ση του αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, για την άσχημη μεταχείριση ενός κρα­νίου που ανήκε σε Ιταλό από Αθηναίους εκδρομείς (ό.π., σσ. 48-50).

Στη συλλογή Αιγαίο η τεράστια επίδραση της θάλασσας στον ανάπηρο ήρωα του διηγήματος το Καΐκι του Θησείου, ο οποίος έζησε κοντά της τα παιδικά του χρόνια, αν και ποτέ ο ίδιος δεν υπήρξε ναυτικός, γίνεται φανερή από την απόφα­ση του να φτιάξει ένα μεγάλο καΐκι δίπλα από το μαγαζάκι του έξω από τον αρ­χαιολογικό χώρο του Θησείου (σσ. 107-108). Η επίδραση της θάλασσας γίνεται επίσης πολύ συχνά ιδιαίτερα φανερή στον Ωκεανό, όταν τονίζεται και από τον αφηγητή και από τους ίδιους τους ήρωες πως τους επηρεάζει το ρεύμα του γκολφστρήμ. Συγκεκριμένα το γκολφστρήμ εμφανίζεται ως αιτία των τσακωμών που συμβαίνουν συνεχώς ανάμεσα στα μέλη του πληρώματος όσο το πλοίο τους ταξι­δεύει μέσα στο ρεύμα, αλλά θεωρείται και υπαίτιο της ψυχοπάθειας του γέρου καμαρότου, που εκδηλώθηκε στο ίδιο σημείο (σσ. 202-203, 207,214).

Η θάλασσα που στέλνει πάντα μηνύματα στο νησιώτη ήρωα της Εξόδου Γραί­γο, όσο μακριά της κι αν βρίσκεται, τον προειδοποιεί και για την απελευθέρωση του, πριν τα γερμανικά αεροπλάνα βομβαρδίσουν τη φυλακή του (σ. 164). Στην Αιολική Γη ο αφηγητής υποστηρίζει πως η Ντόρις έρχεται από τη Σκωτία να εγκα­τασταθεί στο μικρασιατικό χώρο, όχι επειδή συμπτωματικά παντρεύτηκε με Έλληνα, αλλά γιατί η θάλασσα του Αιγαίου, από το οποίο καταγόταν η γιαγιά της, ασκεί πάνω της ισχυρότατη μαγνητική επίδραση (σ. 156). Ο φαροφύλακας που ζει μονάχος του σε ένα ξερονήσι βρίσκει συντροφιά σε δυο γλάρους που κάθε βράδυ επιστρέφουν στο καλύβι του και τους αποκαλεί με τα ονόματα των σκοτω­μένων γιων του. Και όταν περαστικοί σκοτώνουν τα πουλιά του, ο πόνος που νιώ­θει ο ήρωας είναι εξίσου δυνατός με εκείνον για το χαμό των παιδιών του στον πόλεμο (Αιγαίο, σσ. 45-46,50,52).

Η ουσιαστική επαφή του ανθρώπου με τη φύση συνιστά στην Αιολική Γη το κυρίαρχο θέμα της αφήγησης. Ο ίδιος ο ήρωας-αφηγητής διαπίστωνε από την παιδι­κή του ηλικία το διακοσμητικό χαρακτήρα της φύσης στον αστικό χώρο σε αντίθε­ση με την εξοχή, όπου ήτανΧβαθύς ο δεσμός του ανθρώπου με τον ήλιο, με το χώ­μα, με το νερό» (σ. 53). Αυτό αποδεικνύεται από το χάρισμα που είχε ο μπαρμπα-Ιωσήφ, ο οποίος για πάρα πολλά χρόνια καλλιεργούσε τη γη και μπόλιαζε τα δέ­ντρα, να ακούει «το αίμα του δέντρου, απ’ όπου είχε πάρει τη φλούδα το μπόλι, να τρέχει αργά μες στο αίμα του άγριου κορμού, ν’ ανακατεύεται μέσα του, αρχίζο­ντας έτσι την πράξη του θαύματος, τη μεταμόρφωση του» (σ. 60). Για το χάρισμα αυτό ο γέροντας είχε πει στους μικρούς ήρωες, όταν παρακολούθησαν τη διαδικα­σία του μπολιάσματος -που έπαιρνε μορφή ιεροτελεστίας (σ. 59)-, πως δίνεται σε όλους όσους αγαπούν πραγματικά τα δέντρα (σ. 60).

Για τον παππού του αφηγητή, που είναι επίσης άνθρωπος της υπαίθρου, οι και­ρικές συνθήκες έχουν καθοριστική σημασία. Η διαδικασία τη§ πρόγνωσης του καιρού είναι αποτέλεσμα της «συνομιλίας» του, της μυστικής επαφής του με τα φυσικά στοιχεία και τα ουράνια σώματα (σ. 67). Όταν η γη διψούσε, η χαρά των ανθρώπων για τη βροχή δεν σχετιζόταν τόσο με την αύξηση της αγροτικής παρα­γωγής, όσο προερχόταν από το γεγονός πως «πονούσαν το χώμα σαν πλάσμα ζω­ντανό που υπόφερνε» χωρίς το νερό (σ. 69). Με την πάροδο των χρόνων τα αφη­γηματικά πρόσωπα της Αιολικής Γης διδάσκονταν από τη φύση να μην αγωνιούν  για τα καιρικά φαινόμενα και να τα αντιμετωπίζουν όταν ήταν καταστροφικά για τη σοδειά με γαλήνη και στωικότητα (σ. 73). Το πόσο βαθιά πίστευαν οι ήρωες στην παντοδυναμία της φύσης γίνεται φανερό από το γεγονός πως δεν παραβία­ζαν ποτέ τους ιερούς της νόμους, σκοτώνοντας για παράδειγμα ένα ετοιμοθάνατο ζώο, γιατί θεωρούσαν πως σε διαφορετική περίπτωση θα τιμωρηθούν και οι ίδιοι με θάνατο (σα 209-211).

Την περίοδο των διωγμών ο μπαρμπα-Ιωσήφ επιλέγει να μην εγκαταλείψει το κτήμα, παρά το ότι όσοι Έλληνες παρέμειναν τότε στη Μικρά Ασία ήταν βέβαιο πως θα θανατώνονταν από τους Τούρκους (σσ. 304-305). Όμως ούτε και για τον παππού του αφηγητή είναι δυνατό να αποχωριστεί τον τόπο του. Για το λόγο αυτό, φεύγοντας για την Ελλάδα ο ήρωας κρύβει στον κόρφο του λίγο χώμα από την αι­ολική γη, ώστε να μην αισθάνεται τόσο έντονη την απουσία της (σ. 308). Η μικρή Αυγή, τέλος, στη Γαλήνη αγγίζει το χώμα στον τάφο της μητέρας της κι αισθάνεται πως χαϊδεύει την ίδια τη νεκρή που τόσο νοσταλγεί, αφού από τον πατέρα της έμαθε πως «τα χέρια και το σώμα των ανθρώπων γίνουνται χώμα» (σ. 237).

Επιχειρήσαμε, λοιπόν, εδώ μια «οικολογική» προσέγγιση στο έργο του Βενέζη που να εντοπίζει το πλήθος των φυσικών, κοινωνικών και πολιτισμικών στοιχείων του, να καταγράφει τους αφηγηματικούς τους ρόλους και λειτουργίες και να ανα­δεικνύει την οικολογική ευαισθησία που το χαρακτηρίζει.

 

  1. Στις περισσότερες μελέτες που αναφέρονται στο Βενέζη εξαίρεται το στοιχείο της υποβολής που χα­ρακτηρίζει το έργο του. Για το Γ. Χατζίνη το στοιχείο αυτό συνιστά τον κυριότερο δρόμο μέσα από τον οποίο ο συγγραφέας πραγματοποιεί τις λογοτεχνικές προθέσεις του (Ελληνικά κείμενα, εκδ. Π. Οικονόμου, Αθήνα, σσ. 130,134-135). Ο Τ. Αθανασιάδης επισημαίνει τη συγγραφική τεχνική του δημιουργού να υποβάλλει και όχι να υπογραμμίζει (Αναγνωρίσεις, εκδ. ALVIN REDMAN, Αθήνα, 1965, σσ. 240, 267-268), ενώ ο Σγουρός από τους άπειρους τρόπους με τους οποίους ο Βενέζης υποβάλλει, ξεχωρίζει αυτόν της υπερβολής των νύξεων («Τα πλαίσια της πεζο­γραφίας του 1930 και η Αιολική Γη», Φιλολογικά Χρονικά, τόμ. Α’, 1944, σ. 392). Τις νύξεις, αλλά και τις υπομνήσεις και τις αποσκοπήσεις θεωρεί και ο Α. Σαχίνης ως τα αφηγηματικά χαρακτηρι­στικά του Βενέζη που υπηρετούν την υποβολή (Πεζογράφοι του καιρού μας, εκδ. Ινστιτούτο του βι­βλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 19893, σ. 79).
  2. Με τον όρο «υποδηλώνει» αναφερόμαστε στο υπονοούμενο – «IMPLICIT» κατά τον ISER-, που μαζί με το αναφερόμενο («EXPLICIT») συναπστελοΰν το λογοτεχνικό κείμενο (The act of Reading, the Jons Hopkins University Press, Baltimore and London: 19915, σσ. 24,55,169). Επίσης οι R. Wellek και A. Warren επισημαίνουν την «υποδηλωτική φύση» της λογοτεχνικής γλώσσας (Θεωρία Λογοτε­χνίας, μετάφρ. Στ. Δεληγιώργης, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1980, σ. 29).

 

(Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τ. 12, Αθήνα 1997, σελ. 84-95).

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Η ΕΠΛ είναι ήδη σε ψηφιοποιημένη μορφή αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Προγράμματος
Μεταπτυχιακών Σπουδών «Παιδικό Βιβλίο και Παιδαγωγικό Υλικό» του ΤΕΠΑΕΣ/
Πανεπιστημίου Αιγαίου. Θα τη βρείτε στη διεύθυνση:
επιλέγοντας στην υποενότητα
ΤΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ
->Περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας.

 

Ένα σχόλιο στο “Η   Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Ο Τ Η Τ Α    Τ Η Σ    Α Φ Η Γ Η Μ Α Τ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ  Τ Ο Υ    Η Λ Ι Α    Β Ε Ν Ε Ζ Η (Εισήγηση σε συνέδριο /Δημοσιευμένο άρθρο) κ. ά. άρθρα για τον Ηλία Βενέζη

Τα σχόλια είναι κλειστά.