Αρχείο μηνός Φεβρουάριος 2019

Όταν το λογοτεχνικό πρότυπο ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα. 2018 Κοκκινοσκουφίτσες και Λύκοι,  εμπνευσμένοι από την “Αιολική Γη” του Βενέζη (Εισήγηση σε συνέδριο)

Όταν το λογοτεχνικό πρότυπο ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα. Κοκκινοσκουφίτσες και Λύκοι,  εμπνευσμένοι από την Αιολική Γη του Βενέζη.

Ελένη Ηλία,  Δρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ΕΚΠΑ

Εισήγηση στο Συνέδριο «Εκπαίδευση στον 21ο αιώνα. Αναζητώντας την καινοτομία, την τέχνη, τη δημιουργικότητα», που πραγματοποιήθηκε στις 20-22 Απριλίου 2018, στη Σχολή Μωραϊτη.
https://www.dropbox.com/…/3%CE%BF%20%CE%A3%CF%85%CE%BD%CE%A…
τ. Α’ Πρακτικών, επιμ. Γιώτα Παπαδημητρίου, Χριστόφορος Κωσταρής, Αθήνα, 2018, σσ. 529-534, ISBN Α΄ τόμου: 978-618-83517-5-2 και ISBN SET: 978-618-83517-4-5.

Περίληψη

Σε εγκιβωτισμένο απόσπασμα της Αιολικής Γης του Ηλία Βενέζη παρουσιάζεται μια διαφορετική αφηγηματική εκδοχή του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας. Στην εκδοχή αυτή τα στοιχεία του κλασικού παραμυθιού εμπλουτίζονται και διαφοροποιούνται σύμφωνα με τις εμπειρίες του παππού του έργου, ο οποίος αφηγείται συχνά την παραλλαγμένη ιστορία στα εγγόνια του. Στην «Κοκκινοσκουφίτσα του παππού»  είναι έκδηλη η αγάπη του για τα Κιμιντένια, το φυσικό περιβάλλον όπου ζει. Η αφήγηση του παππού χρησιμοποιείται ως πρότυπο, προκειμένου μαθητές Νηπιαγωγείου, οι οποίοι κατέχουν ήδη την υπόθεση της κλασικής «Κοκκινοσκουφίτσας»,  να δημιουργήσουν τις δικές τους πρωτότυπες αφηγήσεις, αναφορικά με τη συγκεκριμένη ηρωίδα. Τα νήπια στις αφηγήσεις που πραγματοποιούν, αξιοποιούν στοιχεία της κλασικής Κοκκινοσκουφίτσας,  καθώς και της Κοκκινοσκουφίτσας που αποδίδεται στον παππού του μυθιστορήματος του Βενέζη. Επίσης,  προχωρούν  σε τροποποιήσεις και ανατροπές και των δύο λογοτεχνικών προτύπων, που αναδεικνύουν την ποιότητα της δημιουργικής σκέψης που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ηλικία. Στα κείμενά τους καταγράφονται τα  συναισθήματα, οι επιθυμίες και τα ερεθίσματα που δέχονται, αφομοιώνουν και αξιοποιούν δημιουργικά. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου παράγονται οι παιδικές αφηγήσεις, εκτυλίχθηκε σε δύο διαφορετικές ομάδες νηπίων, με μία παραλλαγή. Στη μία περίπτωση, μετά την ανάγνωση του αποσπάσματος της Αιολικής Γης, ζητήθηκε από τα παιδιά η εικονογράφησή του. Στη συνέχεια κάθε νήπιο επέλεγε μία από τις ζωγραφιές των συμμαθητών του και με βάση αυτήν ανέπτυσσε τη δική του αφηγηματική εκδοχή. Στην άλλη περίπτωση τα παιδικά κείμενα δημιουργήθηκαν με μόνο ερέθισμα το λογοτεχνικό πρότυπο και εικονογραφήθηκαν στη συνέχεια από το σύνολο των μαθητών. Οι αφηγήσεις μεταφέρθηκαν σε πρώτο ενικό πρόσωπο και παρουσιάστηκαν από τα ίδια τα νήπια που τις δημιούργησαν, σε ανοιχτή εκδήλωση, με τίτλο «Κοκκινοσκουφίτσες και Λύκοι».Στο χώρο που πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση, αναρτήθηκαν και οι σχετικές παιδικές ζωγραφιές.

Λέξεις-κλειδιά: Λογοτεχνία, Νηπιαγωγείο, Κοκκινοσκουφίτσα, Βενέζης.

 1.Εισαγωγή

Στη φράση «Και της γιαγιάς η Κοκκινοσκουφίτσα ήταν όμορφη! Μονάχα… αυτό, μονάχα που ήταν… αλλιώτικη» (Βενέζης, 2009, σ. 70), διαφαίνεται η ικανοποίηση, η έκπληξη και ο ενθουσιασμός του μικρού κύριου ήρωα και των άλλων παιδιών της Αιολικής γης,  καθώς στις αφηγήσεις του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας που άλλοτε ακούν από τον παππού και άλλοτε από τη γιαγιά τους, διαφοροποιούνται πλήρως η αφηγηματική πλοκή, ο τόπος δράσης αλλά και τα χαρακτηριστικά των ηρώων.

Στο συγκεκριμένο εγκιβωτισμένο απόσπασμα που αναφέρεται στο πασίγνωστο παραμύθι (εκδ. Εστία, σσ. 75-77), ο Βενέζης αποδίδει τους χαρακτήρες του παππού και της γιαγιάς μέσα από το διαφορετικό  τρόπο που ο καθένας αφηγείται στα εγγόνια του το πασίγνωστο παραμύθι. Συγκεκριμένα, η γιαγιά στην αφήγησή της δίνει έμφαση στην υποταγή των προσώπων του παραμυθιού στο πεπρω­μένο. Ο δε παππούς μεταφέρει τη δράση στα Κιμιντένια, γεγονός από το οποίο απορρέει ο δεσμός του με τον τόπο του, η έκδηλη αγάπη του για το φυσικό περιβάλλον όπου ζει.

Στο βιβλίο η αφήγηση του παππού παρουσιάζεται αναλυτικά, σε ευθύ λόγο, όπως ακριβώς την ακούν ο ήρωας και τα αδέρφια του από τον ίδιο ενώ ως προς την αφήγηση της γιαγιάς επισημαίνονται απλώς οι διαφορές της από αυτήν του παππού. Έτσι, η «Κοκκινοσκουφίτσα του παππού» χρησιμοποιείται ως πρότυπο για τους μαθητές, προκειμένου να δημιουργήσουν τις δικές τους πρωτότυπες αφηγήσεις με θέμα την Κοκκινοσκουφίτσα. Με βάση αφενός τις θετικές αντιδράσεις των παιδιών του λογοτεχνικού προτύπου για τις διαφορετικές αφηγήσεις των δύο γερόντων αλλά και τις σημαντικότατες αποκλίσεις τους από το ήδη γνωστό σε όλους παραμύθι, τα νήπια παροτρύνονται να πρωτοτυπήσουν κι αυτά με τη σειρά τους. Αντιμετωπίζουν την πρόκληση να εκφράσουν  με τις δικές τους αφηγήσεις κάτι ιδιαίτερο, διαφορετικό σε σχέση με τη δημοφιλή ηρωίδα, καλλιεργώντας τη δημιουργική σκέψη τους και ταυτόχρονα ανακαλύπτοντας και αναδεικνύοντας τη μοναδικότητά τους.

  1. Στοιχεία εφαρμογής

 Το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε σε δημόσιο νηπιαγωγείο της Δυτικής Αττικής, με δύο διαφορετικές, εικοσιπενταμελείς ομάδες νηπίων, κατά τη διάρκεια του υποχρεωτικού ωραρίου. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε και στις δύο περιπτώσεις σε διάστημα τριών μηνών με την ενθουσιώδη συμμετοχή του συνόλου των νηπίων.

  1. Στόχοι-επιδιώξεις του εκπαιδευτικού λογοτεχνικού προγράμματος

 

  • Η γλωσσική ανάπτυξη και ειδικότερα η καλλιέργεια της αφηγηματικής ικανότητας.  
  • Η καλλιέργεια της δημιουργικής σκέψης.
  • Η συνειδητοποίηση από τα νήπια της δημιουργικότητας του αναγνωστικού ρόλου.
  • Η εξοικείωση με το λογοτεχνικό φαινόμενο και η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας ως αποτέλεσμα της απόλαυσης που προσφέρει η λογοτεχνική ανάγνωση.
  • Η διασφάλιση της καθολικής συμμετοχής των μαθητών και  η  δυνατότητα  έκφρασης των προσωπικών εμπειριών, επιθυμιών και προσδοκιών  τους, μέσα από τη διαφορετική αφηγηματική εκδοχή τους για την Κοκκινοσκουφίτσα, σύμφωνα με το λογοτεχνικό πρότυπο.
  • Η έναρξη της προσωπικής πορείας των μαθητών-αναγνωστών προς την αυτογνωσία, μέσα από την έκφραση του εσωτερικού τους κόσμου κατά την ελεύθερη αναδιήγηση του παραμυθιού.
  • Η συνειδητοποίηση, η αποδοχή και ο σεβασμός της μοναδικότητας, της ιδιαιτερότητας του καθενός μέσα από τη διαφορετικότητα, την πρωτοτυπία των αφηγήσεών τους.
  • Η επαφή κι επικοινωνία των νηπίων, η δημιουργία ανάμεσα σε όλα τα μέ­λη της σχολικής τάξης ισχυρών φιλικών δεσμών, ως συνέπεια της εκδήλωσης των  συναισθημάτων, των επιθυμιών και των ερεθισμάτων που δέχονται, αφομοιώνουν και αξιοποιούν δημιουργικά, όπως αυτά προκύπτουν κατά τις αφηγήσεις τους.
  • Το άνοιγμα του σχολείου στην ευρύτερη κοινωνία, με συνακόλουθο την επικοινωνία και την κατανόηση ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, που θα προσφέρει σε όλους μας αισιοδοξία και ελπίδα, μέσα από την ποικιλότροπη παρουσίαση των διαφορετικών, πρωτότυπων αφηγήσεων των μαθητών.
  • Η κατανόηση της σύνδεσης ανάμεσα στον προφορικό και το γραπτό λόγο, της ιδιότητας του γραπτού λόγου να αναπαριστά τον προφορικό, μέσα από την καταγραφή των αφηγήσεων των νηπίων.
  1. Αρχές και μεθοδολογία διδασκαλίας

 4.1. Η αποκλίνουσα σκέψη στο πλαίσιο της λογοτεχνικής ανάγνωσης

 

Μέσα από την ιδιαιτερότητα της ανάγνωσης του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας από τον παππού στην Αιολική Γη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην πρωτοτυπία της αφήγησής του, γίνεται προφανής η ανεξάντλητη φύση της Λογοτεχνίας, το γεγονός δηλαδή ότι η κάθε ατομική ανάγνωση είναι διαφορετική, μοναδική, πρωτότυπη, ανεπανάληπτη και αξίζει να εκφραστεί, ακριβώς επειδή απορρέει από τη μοναδικότητα του κάθε αναγνώστη.  Οι θεωρητικοί της ανταπόκρισης συνδέουν σχετικά την ερμηνεία του κείμε­νου με  τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε συγκεκριμένου αναγνώστη (Τζιόβας, 1987, σσ. 236, 239) . Ο  Alter αναφέρει σχετικά  ότι ο φανταστικός κόσμος κρύβει πολλαπλά νοήματα κι ότι το ενδιαφέρον που παρουσιάζει οποιοσδήποτε κλασικός ή νεότερος συγγραφέας έγκειται ακριβώς στο ότι το έργο του μπορεί να εμπνεύσει διάφορες ερμηνείες (1985, σ. 72) Αντίστοιχα, ο Riffaterre θεωρεί ότι η ερμηνεία κάθε λογοτεχνικού κειμένου δεν πρέπει να επιδιώκει να διαλύσει την αμφιλογία, η οποία είναι χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής γραφής, καθώς όλες οι λέξεις είναι πολυσημικές (1985, σ. 145) .

Αν η καλλιέργεια της δημιουργικότητας συνδυαστεί με την ανάγκη των μαθητών, ειδικότερα αυτών νηπιακής ηλικίας για συμμετοχή σε παιγνιώδεις δραστηριότητες (Χουιζίνγκα, 1989), προκύπτουν αβίαστα, εκπαιδευτικά προγράμματα δημιουργικής έκφρασης με επίκεντρο τη λογοτεχνία (Ποσλανιέκ, 1992), με θεαματικά αποτελέσματα για το σύνολο των νηπίων της σχολικής τάξης (Ηλία, 2004, σ. 167).

  4.2. Η εξέλιξη της αφηγηματικής διαδικασίας

 

Στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται η δημιουργία από τα νήπια δικών τους πρωτότυπων αφηγηματικών κειμένων, με βάση το λογοτεχνικό πρότυπο που αποκλίνει από τη γνωστή υπόθεση του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας. Η διαδικασία απ’ την οποία προκύπτουν τα παιδικά κείμενα, είναι αυτή των ερωταποκρίσεων. Ο δάσκαλος, που είναι ένας πολύ προσεκτικός ακροατής, διατυπώνει ερωτήσεις, διευκρινιστικές συνήθως, σε σχέση με τις προηγούμενες απαντήσεις που έχει λάβει (Pascucci και Rossi, 2002). Είναι αυτονόητο πως όσο πληρέστερες είναι οι απαντήσεις των νηπίων τόσο περιορίζεται ο αριθμός των ερωτήσεων του δασκάλου. Πρόκειται για παραγωγή κειμένων με βάση την αρχή της φθίνουσας καθοδήγησης, που εφαρμόζεται στα κειμενοκεντρικά μοντέλα διδασκαλίας (Ματσαγγούρας, 2001:  180-182, 199-203). Όσο δηλαδή οι απαντήσεις των μαθητών γίνονται πληρέστερες και σαφέστερες τόσο οι σχετικές ερωτήσεις που απευθύνει ο δάσκαλος περιορίζονται.  Οι αφηγήσεις στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος,  είτε είναι ατομικές είτε ομαδικές  (Huck κ. ά., 1979: 679-713),  καταγράφονται με παραδοσιακούς ή σύγχρονους τρόπους (γραφή σε χαρτί, γραφή σε υπολογιστή, μαγνητοφώνηση, βιντεοσκόπηση κ.λπ.) για ποικιλότροπη αξιοποίηση. Η αξιοποίηση αυτή, π. χ. θεατρική απόδοση, δημοσίευση κ.λπ.,  λειτουργεί για τους μαθητές ως επιπλέον «κίνητρο» έκφρασης των αναγνωστικών τους εντυπώσεων (Ηλία και Ματσαγγούρας, 2006: 312-313).

  1. Διδακτικό υλικό

 Από την «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη, όπου ένα αγόρι αφηγείται τη ζωή του στη μικρασιατική ύπαιθρο την περίοδο έως τους διωγμούς του 1914, απομονώνουμε το απόσπασμα,  στο οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν εξαιρετικό αφηγηματικό χειρισμό, για να σκιαγραφήσει τα «πορτρέτα» δύο ηρώων του, ώστε αυτοί μέσα από τις «αντιθέσεις» τους να γίνουν ευκρινέστεροι στην αντίληψη του αναγνώστη. (Ηλία, 2000, σ. 149-150). Ο Βενέζης παρουσιάζει  δύο εναλλακτικές αφηγήσεις της Κοκκινο­σκουφίτσας, που τις αποδίδει στον παππού και στη γιαγιά του μικρού ήρωα. Έτσι αναδεικνύει με πρωτο­τυπία και αποτελεσματικότητα τις διαφορές ανάμε­σα στις προσωπικότητες των δύο ηλικιωμένων ηρώων. Στην  αφήγηση του παππού για την Κοκκινοσκουφίτσα, η αφηγηματική υπόθεση εκτυλίσσεται στο δάσος με τις βελανιδιές του βουνού με το όνομα Κιμιντένια, στη μικρασιατική ύπαιθρο. Σύμφωνα με αυτήν, οι βελανιδιές προσκαλούν την Κοκκινοσκουφίτσα όταν φτάνει στην ηλικία των πέντε ετών, στο απρόσιτο για τους υπόλοιπους ανθρώπους δάσος τους. Την υποδέχονται και τη φροντίζουν στοργικά. Το κοριτσάκι μεταμορφώνεται σε ελάφι και ζει παντοτινά ανάμεσα στα φιλικά δέντρα, προστατευμένο από κάθε κίνδυνο.

 

  1. Παρουσίαση δραστηριοτήτων

6.1. Τα ερεθίσματα της παιδικής έκφρασης

Τα αφηγηματικά κείμενα των νηπίων προέκυψαν με δύο τρόπους. Ο καθένας από αυτούς εφαρμόστηκε από τον ίδιο εκπαιδευτικό σε διαφορετική ομάδα μαθητών. Ενώ στην πρώτη εκδοχή του προγράμματος τα νήπια εικονογραφούν την αφήγηση του παππού για την Κοκκινοσκουφίτσα στην Αιολική Γη, στη δεύτερη εκδοχή εικονογραφούν τις διαφορετικές αφηγήσεις των συμμαθητών τους.

Αναλυτικότερα, στη μία περίπτωση μετά από την ανάγνωση του αποσπάσματος της Αιολικής Γης, ζητείται από τα παιδιά η εικονογράφησή του. Στη συνέχεια κάθε νήπιο επιλέγει μία από τις ζωγραφιές των συμμαθητών του και με βάση αυτήν αναπτύσσει τη δική του αφηγηματική εκδοχή. Καθώς η παιδική ζωγραφιά που αναφέρεται στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό απόσπασμα, ουσιαστικά συνιστά έναν τρόπο έκφρασης των αναγνωστικών εντυπώσεων του μαθητή που την έφτιαξε, ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη παρεμβάλλεται ο «άλλος» αναγνώστης, ο διάλογος με το λογοτεχνικό έργο διευρύνεται. Στην άλλη περίπτωση τα παιδικά κείμενα δημιουργούνται με αποκλειστικό ερέθισμα την αφήγηση του παππού, το σύνολο των παιδικών κειμένων προηγούνται  δηλαδή από τις ζωγραφιές που αναφέρονται σε αυτά. Αφού κάθε νήπιο ολοκληρώνει την αφήγησή του, οι συμμαθητές του την εικονογραφούν.

Σύμφωνα με το σχεδιασμό του προγράμματος, το σύνολο των νηπίων έχουν λοιπόν ουσιαστικό κίνητρο να παρακολουθήσουν προσεκτικά την ανάγνωση του κειμένου και κατά συνέπεια την ευκαιρία να το απολαύσουν, καθώς στη συνέχεια θα το χρησιμοποιήσουν ως πρότυπο, για να δημιουργήσουν τις δικές τους πρωτότυπες αφηγήσεις, στη σχολική τάξη. Επίσης τα νήπια επιμελούνται ιδιαίτερα τις ζωγραφιές τους, ώστε αυτές να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των συμμαθητών τους και να χρησιμοποιηθούν στις αφηγήσεις τους.

6.2. Τα Αποτελέσματα του προγράμματος

 Τα νήπια στο πλαίσιο του προγράμματος, αναδιηγούνται το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, υποδυόμενα είτε την Κοκκινοσκουφίτσα είτε το Λύκο, σύμφωνα με ελεύθερη επιλογή τους, ανεξάρτητα από το φύλο τους. Στις αφηγήσεις τους χρησιμοποιούν κατά συνέπεια το πρώτο ενικό πρόσωπο, όπως ακριβώς και στο θεατρικό δρώμενο που προκύπτει από τις προηγηθείσες αφηγήσεις τους. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα εξελίσσεται σε ανοιχτή θεατρική σχολική παράσταση.

Οι Κοκκινοσκουφίτσες:

Είμαι στο δάσος με τις βελανιδιές και μαζεύω λουλούδια, για να τα πάω στη γιαγιά μου. Ο λύκος με ακολούθησε. Άρχισε να τρέχει καταπάνω μου, για να με πιάσει. Όμως τρέχω κι εγώ κι όλο του ξεφεύγω, γιατί πριν έρθω στο δάσος είχα φάει καλά. Ενώ ο λύκος είναι πεινασμένος και κουράζεται. Έτσι δεν μπορεί να με φτάσει.

Πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς κι αντί για τη γιαγιά μου βρίσκω εκεί το λύκο. Αρχίζω να τρέχω για να γλιτώσω. Στο δρόμο μου πέφτει ένα βελανίδι. Χοροπήδησε και το έπιασα. Το βελανίδι είναι μαγικό, κάνει ευχές. Έτσι ευχήθηκε και για μένα, να τρέξω πάρα πολύ γρήγορα, για να μην με φτάσει  ο λύκος. Πρόλαβα και μπήκα στο σπίτι μου και έτσι σώθηκα.

Περνάω από το δάσος και πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν φοβάμαι, γιατί στο δάσος δεν υπάρχουν άγρια ζώα. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν περνάει από το δάσος, γιατί όλοι νομίζουν ότι έχει λύκους. Μόνον εγώ έχω πάει εκεί και ξέρω την αλήθεια. Όποτε με βλέπουν να μπαίνω στο δάσος, μου λένε ότι θα με δαγκώσουν οι λύκοι. Συνέχεια τους απαντάω ότι δεν υπάρχουν λύκοι, μα αυτοί το ξεχνάνε. Τι έχουν μέσα στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι; Πιστεύω όταν περάσει καιρός να καταλάβουν.

Οι Λύκοι:

Πηγαίνω στην πλατεία να παίξω με τα παιδιά. Βαρέθηκα να είμαι μόνος μου. Φοράω καπέλο για να μην με ενοχλεί ο ήλιος. Με το καπέλο δεν φαίνομαι καθόλου τρομαχτικός. Φωνάζω τα παιδιά γύρω μου και τους διαβάζω το παραμύθι «Τα τρία γουρουνάκια». Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είμαι καλός, γιατί χαμογελάω. Τα παιδιά με αγκαλιάζουν. Η Κοκκινοσκουφίτσα έρχεται στην πλατεία κι έτσι έχουμε γνωριστεί. Το βράδυ κοιμόμαστε παρέα στο σπίτι της. Όταν τα παιδιά είναι στο σχολείο, πηγαίνω σ’ ένα στάβλο και παίζω με τα προβατάκια.

Βρίσκομαι στο δρόμο και οδηγώ τα αυτοκίνητα που περνάνε. Βοηθάω τους οδηγούς να μην χαθούν. Κι έτσι όλοι με συμπαθούν. Από εδώ περνάνε η Κοκκινοσκουφίτσα με το αυτοκίνητο που οδηγεί η γιαγιά της, κάθε Παρασκευή που κλείνουν τα σχολεία. Επειδή το σχολείο της Κοκκινοσκουφίτσας είναι δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς, η Κοκκινοσκουφίτσα μένει μαζί της. Τα Σαββατοκύριακα όμως τα περνάνε με τους γονείς της. Όταν δεν βρίσκω φαγητό, πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς. Μου μαγειρεύει χοιρινό με πατάτες ή παστίτσιο, επειδή είμαστε φίλοι. Έχω κι άλλους φίλους. Έτσι δεν κινδυνεύω να μείνω ποτέ νηστικός.

Η Κοκκινοσκουφίτσα μαζεύει λουλούδια, για να τα χαρίσει στον ήλιο. Ανεβαίνει στην κορυφή της βελανιδιάς, για να φτάσει στον ουρανό και δίνει στον ήλιο τα λουλούδια, επειδή μας χαρίζει το φως. Ύστερα η Κοκκινοσκουφίτσα μαζεύει όλα τα βελανίδια, για να παίζει όταν είναι στο σπίτι της. Στο σπίτι της γιαγιάς της δεν πηγαίνει ποτέ, γιατί με φοβάται. Η γιαγιά μένει συνέχεια κλειδωμένη στο σπίτι της, για να μην της κάνω κακό. Έτσι η Κοκκινοσκουφίτσα όταν θέλει ν’ ακούσει παραμύθια, τα διαβάζει στα βιβλία της.

  1. Αξιολόγηση

Το λογοτεχνικό πρότυπο πρόσφερε το κατάλληλο ερέθισμα, ώστε  να παρακινηθεί το σύνολο των νηπίων να συμμετέχουν με απόλυτη επιτυχία στη δραστηριότητα. Ο καθολικός ενθουσιασμός των νηπίων για τη συμμετοχή στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, διατηρήθηκε μάλιστα αμείωτος σε όλη τη διάρκειά του.

Η φαντασία των νηπίων αποδείχτηκε ανεξάντλητη. Κάθε αφήγηση είναι διαφορετική, πρωτότυπη, ανεπανάληπτη. Όποτε γίνεται αναφορά από κάποιο νήπιο σε στοιχεία προηγούμενης αφήγησης συμμαθητή του, γίνεται ταυτόχρονα θαυμάσια αξιοποίηση των στοιχείων αυτών.

Μέσα από τη διεξαγωγή του προγράμματος, η σχέση  μεταξύ όλων ανεξαιρέτως των μαθητών εξελίχθηκε ποιοτικά, οπότε δεν παρατηρήθηκαν περιπτώσεις περιθωριοποίησης.

Η ικανότητα της ακρόασης και της επικοινωνίας αναπτύχθηκε για το σύνολο των νηπίων στο έπακρο, όπως αποδεικνύεται από την ευστοχία των αφηγήσεων, από την ποικιλία τους και από τη δημιουργική αξιοποίηση στοιχείων των αφηγήσεων των συμμαθητών.

Η ταύτιση των νηπίων με τα κύρια αφηγηματικά πρόσωπα του παραμυθιού, εξαρτήθηκε πλήρως από το φύλο τους, παρά τις συνεχείς υπενθυμίσεις του εκπαιδευτικού ότι η επιλογή του ήρωα που θα υποδυθούν, είναι εντελώς ελεύθερη. Το σύνολο των κοριτσιών ταυτίστηκαν με την Κοκκινοσκουφίτσα ενώ των αγοριών με το Λύκο, χωρίς καμία απόκλιση.

Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, με παραλλαγές ως προς τον τρόπο απόδοσης των μαθητικών αφηγήσεων μπορεί να πραγματοποιηθεί σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού αλλά και του Γυμνασίου.

8. Βιβλιογραφία

Alter, J. (1985). Προς τι η διδασκαλία της λογοτεχνίας; Η Διδασκαλία της Λογοτεχνίας  (Ι.Ν. Βασιλαράκης,  μτφρ.)  Αθήνα: Επικαιρότητα, 63-74.

Βενέζη, Η. (2009). Αιολική Γη, Αθήνα: Εστία,

Booth, W.C. (1987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.

Ηλία, Ε.Α.  και Ματσαγγούρας Η. Γ. (2006). Από το παιχνίδι στο λόγο: Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες. Στο Π. Παπούλια-Τζελέπη, Α. Φτερνιάτη, Κ. Θηβαίος (Επιμ.) στο  Έρευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην Ελληνική Κοινωνία. Πρακτικά Συνεδρίου: Ελληνικά Γράμματα, 307-317.

Ηλία, Ε. Α. (2000). Ο αναγνώστης και η Λογοτεχνική Δημιουργία του Ηλία Βενέζη. Αθήνα: Αστήρ.  

Huck, C., Hepler, S. και Hickman, J.  (1979). Children’s Literature in the Elementary School: Holt Rinehart And Winston, 679-713.

Iser, W. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Ματσαγγούρας, Η. Γ. (2001). Η Σχολική Τάξη, τ. Β΄ : Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του γραπτού λόγου. Αθήνα.

Pascucci, M. και Rossi, F. (2002). ΄Oχι μόνο γραφέας, Γέφυρες, τ. 6, 16-23.

Ποσλανιέκ, Κ. (1992). Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, μτφρ. Στ. Αθήνη. Αθήνα: Καστανιώτης.

Riffaterre, Μ. (1985). Η εξήγηση των λογοτεχνικών φαινομένων. Η Διδασκαλία της Λογοτεχνίας  (Ι. Ν. Βασιλαράκης, μτφρ).  Αθήνα:Επικαιρότητα,  135-164.

Τζιόβας, Δ. (1987). Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές κι ερμηνευτικές αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Γνώση.

Χουιζίνγκα, Γ. (1989). Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, μτφρ. Σ. Ροζάκης – Γ. Λυκιαρδόπουλος. Αθήνα: Γνώση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Εισαγωγή:  Τα παρακάτω κείμενα τα αφηγήθηκαν μαθητές του Νηπιαγωγείου μας των σχολικών ετών 2010-2011 και 2011-2012. Στην παρένθεση που ακολουθεί κάθε κείμενο παρατίθεται το όνομα του νηπίου που το αφηγήθηκε. Οι αφηγήσεις προέκυψαν με ερέθισμα το εγκιβωτισμένο απόσπασμα της Αιολικής Γης του Ηλία Βενέζη (σελίδες 76-77) όπου παρουσιάζεται μια διαφορετική αφηγηματική εκδοχή του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας. Στην εκδοχή αυτή τα στοιχεία του κλασικού παραμυθιού εμπλουτίζονται και διαφοροποιούνται σύμφωνα με τις εμπειρίες του παππού του έργου, ο οποίος αφηγείται συχνά την παραλλαγμένη ιστορία στα εγγόνια του. Στην εκδοχή του είναι έκδηλη η αγάπη του για το φυσικό περιβάλλον όπου ζει. Η «Κοκκινοσκουφίτσα του παππού» χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τους μαθητές μας, προκειμένου να δημιουργήσουν τις δικές τους πρωτότυπες αφηγήσεις. Τα νήπια αξιοποίησαν στοιχεία της κλασικής Κοκκινοσκουφίτσας , η οποία τούς ήταν ήδη γνωστή, καθώς και στοιχεία της Κοκκινοσκουφίτσας του Βενέζη, προχώρησαν δε σε τροποποιήσεις και ανατροπές τους, που αναδεικνύουν την ποιότητα της δημιουργικής σκέψης που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ηλικία. Στα κείμενά τους καταγράφονται τα  συναισθήματα, οι επιθυμίες και τα ερεθίσματα που δέχονται, αφομοιώνουν και αξιοποιούν δημιουργικά.

Τα κείμενα  3-15 που ανήκουν στους μαθητές της περσινής χρονιάς προέκυψαν αναλυτικότερα ως εξής. Μετά από την ανάγνωση του αποσπάσματος της Αιολικής Γης, ζητήθηκε από τα παιδιά η εικονογράφησή του. Στη συνέχεια κάθε νήπιο επέλεγε μία από τις ζωγραφιές των συμμαθητών του και με βάση αυτήν ανέπτυσσε τη δική του αφηγηματική εκδοχή.

Όλα τα υπόλοιπα παιδικά κείμενα (εκείνα των φετινών μαθητών), προηγήθηκαν  από τις ζωγραφιές που αναφέρονταν σε αυτά. Αφού δηλαδή κάθε νήπιο ολοκλήρωνε την αφήγησή του, στη συνέχεια οι συμμαθητές του την εικονογραφούσαν.

Τα κείμενα των νηπίων παρουσιάζονται από τα ίδια ως θεατρική παράσταση στην ανοιχτή χριστουγεννιάτικη εκδήλωση του Νηπιαγωγείου μας. Για το λόγο αυτό τα συνδέσαμε στο παρακάτω έργο με την Πρωτοχρονιά, οπότε ο Άγιος Βασίλης φροντίζει  για την εκπλήρωση των επιθυμιών των παιδιών.

Οι ζωγραφιές, κάποιες από τις οποίες συνοδεύουν εδώ ενδεικτικά τα αντίστοιχα κείμενα, εκτίθενται  στην αίθουσα όπου πραγματοποιείται η χριστουγεννιάτικη εκδήλωση του Νηπιαγωγείου μας.                                                                                                       .

Σχεδιασμός προγράμματος- Σύνταξη δημοσίευσης- Επιμέλεια θεατρικού κειμένου:

Ελένη Α. Ηλία

                                  

                                                                                 2012… ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΕΣ

                                                                                                (Θ ε α τ ρ ι κ ό)

Μαμά: Φάε, γιατί αλλιώς θα φωνάξω τον κακό το λύκο.

Παιδάκι: Μαμά είναι κακός ο λύκος;

Μαμά.: Η Κοκκινοσκουφίτσα ξέρει. Ρώτησέ την.

Παιδάκι:  Θα ρωτήσω και το λύκο. Αλλά πού να τους βρω;

Μαμά:  Παρακάλεσε τον Άι-Βασίλη να τους στείλει εδώ.

Ακούγονται τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και στη σκηνή εισέρχονται τα νήπια ντυμένα Κοκκινοσκουφίτσες και Λύκοι. Κάθε νήπιο αφηγείται μία από τις ιστορίες που ακολουθούν. Τα κείμενα με την αρίθμηση 1, 2, 3, 4, 7, 12, 16, 18, 19, 20, 22, 23, 25, 27, 29, 31, 33, 35 τα αφηγούνται τα κορίτσια, που υποδύονται την Κοκκινοσκουφίτσα ενώ τα υπόλοιπα τα αφηγούνται τα αγόρια, που υποδύονται το Λύκο.

 

1.     

Η μικρή βελανιδιά που είναι φίλη μου, με γλίτωσε από το λύκο. Με πήγε στο      Μεγάλο Δάσος με τις βελανιδιές, ψηλά στα Κιμιντένια. Τα σκληρά κλωνάρια τους γέρναν σαν χέρια πάνω μου. Τα φύλλα τους έπεφταν σαν χρυσή βροχή. Μου φώναζαν: «Μείνε μαζί μας Κοκκινοσκουφίτσα!» Θα το κάνω και θα γίνω το μοναδικό ελάφι του δάσους. [Η Κοκκινοσκουφίτσα του παππού στην Αιολική Γη]

 

 

 

2.   Θα ήθελα να είχα αδερφάκια αλλά δεν έχω. Έτσι κάνω παρέα με τη γιαγιά μου. Παίζουμε μαζί επιτραπέζια. Η γιαγιά δεν τα ξέρει καλά κι έτσι την κερδίζω συνέχεια. Όταν φτάσω είκοσι χρονών, θα γίνω ελαφάκι. Οι βελανιδιές θα με μεταμορφώσουν, γιατί μέσα στο δάσος δεν υπάρχει κανένα ελαφάκι. Θα χοροπηδάω ανάμεσά τους, θα σκαρφαλώνω πάνω τους, θα κόβω τα φύλλα τους και θα τα ρίχνω κάτω. Όταν θα έχω γίνει ελαφάκι, θα πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς, εκείνη όμως δεν θα με γνωρίζει. Θα με ταϊζει σποράκια, θα μου δίνει νεράκι και θα με χαϊδεύει. Επειδή θα είναι στεναχωρημένη που θα της λείπω, θα φροντίζει το ελαφάκι κι έτσι θα παρηγοριέται(Χριστίνα)

3.

Είμαι στο δάσος με τις βελανιδιές και μαζεύω λουλούδια, για να τα πάω στη γιαγιά μου. Ο λύκος με ακολούθησε. Άρχισε να τρέχει καταπάνω μου, για να με πιάσει. Όμως τρέχω κι εγώ κι όλο του ξεφεύγω, γιατί πριν έρθω στο δάσος είχα φάει καλά. Ενώ ο λύκος είναι πεινασμένος και κουράζεται. Έτσι δεν μπορεί να με φτάσει (Σοφία)

 

 

 

4.  Περπατάω στο δάσος. Οι βελανιδιές μου ζητάνε να μείνω μαζί τους για πάντα. Μου αρέσει εδώ αλλά δεν μπορώ να μένω συνέχεια. Θέλω να πηγαίνω να βλέπω τη γιαγιά μου. Μια φορά τη βρήκα γρατζουνισμένη απ’ το λύκο. Ήθελε να την φάει, όμως δεν μπορούσε γιατί είχε πιει πολύ νερό κι η κοιλιά του ήταν φουσκωμένη. Έτσι τη γρατζούνισε μόνο για να με τρομάξει. Ήθελε να είμαι λυπημένη, για να με πιάσει εύκολα. Είχε δέσει ένα σχοινί, για να σκόνταφτα όπως γύριζα από τη γιαγιά, να έπεφτα και να ορμούσε καταπάνω μου(Ειρήνη)

 

5. 

Έφαγα τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας και  φούσκωσε η κοιλιά του. Πήγα να πιω νερό στο ποτάμι, για να χωνέψω κι εκεί με βρήκε ένας κυνηγός κι άρχισε να με πυροβολεί. Τραυματίστηκα. Η Κοκκινοσκουφίτσα έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς κι έψαχνε να τη βρει. Ύστερα ήρθε στο ποτάμι. Εγώ έκανα ψέματα πως είμαι πεθαμένος. Η Κοκκινοσκουφίτσα τρόμαξε κι έφυγε τρέχοντας. Μπήκε στο δάσος με τις βελανιδιές, για να ξεκουραστεί. (Κωνσταντίνος 1)

 

6.  Ο κυνηγός μου άλλαξε τα μυαλά, για να μην φάω την Κοκκινοσκουφίτσα. Η Κοκκινοσκουφίτσα έπαιζε με τη βελανιδιά έξω από το σπίτι της. Έτρεχε συνέχεια γύρω της ώσπου έγινε ελάφι. Ο κυνηγός δεν ξέρει ότι τώρα η Κοκκινοσκουφίτσα έχει γίνει ελάφι. Έτσι το ελαφάκι κινδυνεύει από τον κυνηγό. Στοχεύει το ελάφι αλλά εκείνο του ξεφεύγει και μπαίνει στο δάσος με τις βελανιδιές, όπου δεν πηγαίνουν κυνηγοί. Κι έτσι γλιτώνει. (Παύλος)

 

 

7.                                                                            

Πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς κι αντί για τη γιαγιά μου βρίσκω εκεί το λύκο. Αρχίζω να τρέχω για να γλιτώσω. Στο δρόμο μου πέφτει ένα βελανίδι. Χοροπήδησε και το έπιασα. Το βελανίδι είναι μαγικό, κάνει ευχές. Έτσι ευχήθηκε και για μένα, να τρέξω πάρα πολύ γρήγορα, για να μην με φτάσει  ο λύκος. Πρόλαβα και μπήκα στο σπίτι μου και σώθηκα. (Σοφία)

 

8.  Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας είναι στην κουζίνα και πίνει ένα ποτήρι γάλα. Εγώ πηγαίνω τότε και πέφτω στο κρεβάτι της. Εκείνη τη στιγμή φτάνει η Κοκκινοσκουφίτσα, που έχει φέρει στη γιαγιά της ένα κέικ. Με βλέπει, τρομάζει και βγαίνει έξω από το σπίτι. Βγαίνω κι εγώ πίσω της. Της ζητάω το κέικ κι εκείνη μου το δίνει. Το τρώω και τότε η Κοκκινοσκουφίτσα ξαναμπαίνει στο σπίτι της γιαγιάς. Η γιαγιά της λέει ότι της έλειψε πολύ και της δίνει ένα ποτήρι γάλα. Έπειτα ξαπλώνουν μαζί στο κρεβάτι για να κοιμηθούν, γιατί η Κοκκινοσκουφίτσα είναι κουρασμένη από το δρόμο. (Νικόλας)

 

9.  Το σπίτι της Κοκκινοσκουφίτσας είναι ανάμεσα στις βελανιδιές. Κρύβομαι εκεί και την περιμένω. Οι βελανιδιές ειδοποιούν την Κοκκινοσκουφίτσα να μην βγει από το σπίτι. Τότε εγώ ανεβαίνω στα κεραμίδια κι από κει στα κλαδιά μιας βελανιδιάς. Τρώω όλα της τα βελανίδια. Ύστερα ανεβαίνω και σ’ άλλη βελανιδιά και τρώω τα βελανίδια. Χορταίνω και φεύγω χωρίς να φάω την Κοκκινοσκουφίτσα. (Γιάννης)

 

10.  Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας έχει πάει να ψωνίσει κι εγώ κρύβομαι δίπλα στο κρεβάτι της. Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι απέξω και παίζει. Όταν γυρίζει η γιαγιά, έχει φέρει γάλατα, ζάχαρη, καφέδες και ξύλα, για ν’ ανάψει το τζάκι. Μένω κρυμμένος χωρίς να κάνω καθόλου φασαρία. Επειδή είναι κουρασμένη, ξαπλώνει να κοιμηθεί χωρίς να με δει. Τότε εγώ την τρώω. Μετά μπαίνει μέσα η Κοκκινοσκουφίτσα κι αρχίζει να μου πετά τα ξύλα για να με σκοτώσει. Ανοίγει την κοιλιά μου μ’ ένα ψαλίδι κι ελευθερώνει τη γιαγιά της. (Αργύρης)

 

11.  Μια κακιά μάγισσα μαγεύει την Κοκκινοσκουφίτσα κι εκείνη γίνεται πρόβατο. Όταν σκοτεινιάζει γυρίζει στο σπίτι της αλλά οι γονείς της δεν την αναγνωρίζουν και την διώχνουν. Η Κοκκινοσκουφίτσα δεν έχει φωνή, για να τους πει ποια είναι. Συναντάω το πρόβατο αλλά δεν το πειράζω, γιατί είμαι καλός λύκος. Όμως το προβατάκι τρομάζει από το κακό φεγγάρι και μπαίνεισε μια στάνη με πολλά πρόβατα. (Κωνσταντίνος 2)

 

12.                                                                          

Η φίλη μου τη βελανιδιά μου είπε για το λύκο που ζει στα Κιμιντένια ότι είναι κακός και μπορεί να με φάει. Έτσι φοβόμουν ν’ ανέβω στο βουνό. Τώρα όμως που έγινα πέντε χρονών, ανέβηκα στο βουνό, για να δω μόνος μου πόσο κακός  είναι ο λύκος. Όταν τον είδα, κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο, για να μην με δει κι αυτός. Σκέφτηκα ένα σχέδιο για να τον εμποδίσω να φτάσει στο καλυβάκι της γιαγιάς. Τον φώναξα και του είπα αν θέλει να φάει κάτι από το καλαθάκι μου. Αυτός τα έφαγε όλα. Τότε άρχισα να τρέχω γύρω-γύρω κι εκείνος έτρεχε πίσω μου, για να με φάει κι εμένα. Έτσι ζαλίστηκε κι εγώ βρήκα χρόνο να φτάσω πρώτη στη γιαγιά και να κλειδώσω την πόρτα. (Ηλιάνα)

 

13.  Η Κοκκινοσκουφίτσα μαζεύει λουλούδια, για να τα χαρίσει στον ήλιο. Ανεβαίνει στην κορυφή της βελανιδιάς, για να φτάσει στον ουρανό και δίνει στον ήλιο τα λουλούδια, επειδή μας χαρίζει το φως. Ύστερα η Κοκκινοσκουφίτσα μαζεύει όλα τα βελανίδια, για να παίζει όταν είναι στο σπίτι της. Στο σπίτι της γιαγιάς της δεν πηγαίνει ποτέ, γιατί με φοβάται. Η γιαγιά μένει συνέχεια κλειδωμένη στο σπίτι της, για να μην της κάνω κακό. Έτσι η Κοκκινοσκουφίτσα όταν θέλει ν’ ακούσει παραμύθια, τα διαβάζει στα βιβλία της (Κώστας)

 

14.  Κάθε μεσημέρι η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας την παίρνει από το σχολείο και πηγαίνουν στο σπίτι της μέχρι να τελειώσει η μαμά της τη δουλειά και να πάει να την πάρει. Μια μέρα τις περίμενα στο δρόμο. Κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο, για να βγω ξαφνικά μπροστά στην Κοκκινοσκουφίτσα και να τη φάω. Η γιαγιά της τότε μου έριξε μία με την ομπρέλα, ζαλίστηκα κι έπεσα στο δρόμο. Τότε πέρασε κι ένας σκαραβαίος και με χτύπησε. Έτσι μου ξέφυγαν η Κοκκινοσκουφίτσα με τη γιαγιά της. (Παναγιώτης)

 

15.  Πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας, γιατί θέλω να δω τηλεόραση. Η πόρτα είναι ανοιχτή, γιατί η γιαγιά περιμένει την Κοκκινοσκουφίτσα. Μπαίνω στο σπίτι και σπάω την τηλεόραση κατά λάθος. Τότε ξεσπάει φωτιά. Έρχεται η Κοκκινοσκουφίτσα και ειδοποιεί την αστυνομία. Με πηγαίνουν στο νοσοκομείο, γιατί έχω χτυπήσει το κεφάλι μου. Θα με βάλουν στο αναπηρικό καροτσάκι και θα με γυρίσουν στη φωλιά μου. (Μάριος)

 

16.  Για να πάω στο σπίτι της γιαγιάς, πήρα το δρόμο με τα κακά ζωάκια, γιατί με κορόιδεψε ο λύκος. Μου είπε ότι αυτός ο δρόμος ήταν καλύτερος κι εγώ που είμαι μικρή, τον πίστεψα. Όταν περνούσα, τα κακά ζωάκια κοιμόντουσαν. Εγώ περπατούσα στις μύτες των ποδιών, για να μην τα ξυπνήσω. Έτσι άργησα να φτάσω στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν κατάλαβα ότι ο λύκος την είχε κλειδώσει στη ντουλάπα κι είχε φορέσει τα ρούχα της. Πήγα να της ετοιμάσω φαγητό. Όταν βγήκα από την κουζίνα, ο λύκος είχε βγάλει τα ρούχα της γιαγιάς. Όπως τον είδα κανονικό, τρόμαξα κι έκλεισα τα μάτια μου. Τότε ακούστηκε η γιαγιά από τη ντουλάπα, να φωνάζει «Βοήθεια!». Ένας κυνηγός που περνούσε, την άκουσε, σκότωσε το λύκο κι έτσι ελευθέρωσα τη γιαγιά (Αγγελική)

 

 17. Ζω μόνος στο σπίτι μου στο δάσος και περιμένω να περάσει η Κοκκινοσκουφίτσα, για να την φάω. Πριν δοκίμασα να φάω το μπαμπά της αλλά μόλις μπήκα στο σπίτι του από το ανοιχτό τζάμι, γύρισε να πάρει το όπλο του και φοβήθηκα κι έφυγα. Η Κοκκινοσκουφίτσα με βλέπει κι αρχίζει να τρέχει αριστερά και δεξιά ώσπου τη χάνω. Είναι κρυμμένη πίσω από τα δέντρα. Ψάχνω και θα την βρω. Μετά έχουν σειρά η μαμά κι ο μπαμπάς της, γιατί πεινάω πολύ. Αλίμονό μου όμως αν με δει κανένας κυνηγός. Θα γεμίσει την κοιλιά μου πέτρες και θα πνιγώ. (Χρήστος)

 

18. Το χαϊδευτικό μου όνομα είναι Σκουφίτσα. Έχω ένα κουταβάκι, που το φροντίζω μόνη μου, γιατί η μαμά έχει πολλές δουλειές. Το πλένω, του δίνω φαγητό και νεράκι και το παίρνω στην αγκαλιά μου, για να το πάω βόλτα στο δάσος. Μια μέρα στο δάσος ήταν ο λύκος και κοιμόταν. Το κουταβάκι μου γάβγισε και τον ξύπνησε. Ο λύκος μου ζήτησε τη ζακέτα μου, γιατί κρύωνε. Φοβήθηκα ότι αυτό που πραγματικά ήθελε, ήταν να φάει το κουταβάκι μου. Έτσι άρχισα να τρέχω, για να του ξεφύγω. Όταν έφτασα στο σπίτι μου, έκλεισα τα παράθυρα, για να μην βλέπει το κουταβάκι το λύκο, επειδή φοβόταν. Ύστερα ο λύκος έφυγε και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς. Εκείνη έκρυψε αμέσως το φαγητό της, για να μην το φάει ο λύκος. Κι έτσι ο λύκος κοιμήθηκε πάλι νηστικός (Ευδοκία)

 

19.  Είμαι πέντε χρονών. Η μαμά μου με στέλνει να πάω το φαγητό στη γιαγιά, που μένει στην άλλη άκρη του δρόμου. Σήμερα συνάντησα δύο λύκους. Ο ένας είχε κατέβει απ’ το βουνό κι ο άλλος είχε φύγει απ’ το δάσος. Άρχισαν να τσακώνονται για μένα. Όταν έφυγα απ’ το σπίτι της γιαγιάς, οι λύκοι μου είπαν: «Πού πας κοριτσάκι;» Τότε εγώ που ξέρω καράτε,  τους έπιασα έναν-έναν απ’ τα πόδια και τους πέταξα μακριά. Οι λύκοι φοβήθηκαν τόσο πολύ, που δεν ξαναφάνηκαν στο δρόμο μου (Ζωή)

 

20.  Πηγαίνω στο Νηπιαγωγείο. Μία φορά με το μπαμπά μου είδαμε το λύκο που έφαγε μια πασχαλίτσα κι ύστερα πέθανε από την πείνα. Ο μπαμπάς μου αγαπά τα άλογα, τα προβατάκια, τις αγελάδες αλλά όχι τους λύκους. Ούτε και εγώ ταϊζω λύκους, γιατί μια φορά που πήγα να ταϊσω κάποιον, αυτός παραλίγο να μου δαγκώσει το δάχτυλο. Ταϊζω όμως το ελαφάκι που έχει παρέα η γιαγιά μου. Το είχε βρει σ’ ένα δέντρο κοντά στο σπίτι της. Ήταν τραυματισμένο στο πόδι. Το είχε τσιμπήσει μέλισσα. Η γιαγιά το έκανε καλά κι έγιναν φίλοι (Άννα)

 

21.                                                                         

Είμαι στο δάσος και περιμένω την Κοκκινοσκουφίτσα. Ο Θεούλης έχει θυμώσει μαζί μου, επειδή ξέρει ότι θέλω να την φάω κι έτσι ενώ παντού είναι μέρα, εδώ που βρίσκομαι εγώ έχει ρίξει σκοτάδι. Αλλά έχω τόσο πολύ καιρό να φάω. Όλα τα ζώα έχουν τρομάξει κι έχουν φύγει από το δάσος. Έχουν πάει στο σπίτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας, για να την προσέχουν. Όταν ήταν στο δάσος κι έψαχναν να βρουν φαγητό, τα άρπαζα ένα-ένα, τα πήγαινα στο σπίτι και τα τρώγαμε μαζί με το μπαμπά μου (Χρήστος)

 

 

22.  Μια φορά που χιόνιζε φόρεσα ένα κόκκινο σκουφάκι, για να πάω φαγητό στη  γιαγιά μου που είχε πάθει γρίπη. Μου αρέσει πολύ το χιόνι κι έτσι σταμάτησα, για να φτιάξω ένα χιονάνθρωπο. Όπως σκάλιζα το χιόνι με τα χέρια μου, βρήκα δύο λύκους. Ο ένας ήταν κακός. Το κατάλαβα από τα δόντια του, που ήταν κοφτερά. Ο άλλος φαινόταν καλός. Έτσι τον πήρα και τον πήγα μέσα σ’ ένα μαγικό κήπο, που τον ζέσταινε ο ήλιος. Όταν ο λύκος ξεπάγωσε, έγινε άγριος. Όμως εκεί που περπατούσε, γλίστρησε πάνω στη μαγική σκόνη του κήπου και μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα. Τον άλλο λύκο που ήταν κακός, τον βρήκε ένας κυνηγός μες στο χιόνι και τον σκότωσε. (Έλενα)

 

 

23.   Έχω πολλές αδερφές, που είναι πιο μεγάλες από μένα και παίζουμε όλες μαζί χιονοπόλεμο το Χειμώνα ενώ το Καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα και πετάμε η μια στην άλλη νερό. Εμένα με φωνάζουν Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί όταν κάνει κρύο, φοράω κόκκινο σκούφο. Μια μέρα που πήγα μόνη μου στο σπίτι της γιαγιάς, είχα βγει στον κήπο της να μαζέψω μαργαρίτες. Τότε  μπήκε κρυφά μες στο σπίτι ένας λύκος και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι, που κοιμόταν η γιαγιά. Όταν γύρισα μέσα, είδα το λύκο στην κρεβατοκάμαρα. Πήρα ένα δηλητήριο απ’ την κουζίνα, τον ψέκασα και ο λύκος λιποθύμησε. (Κατερίνα)

 

24.                                                                          

Είμαι έξω από το σπίτι της Κοκκινοσκουφίτσας. Την περιμένω για να την φάω.  Ανοίγει την πόρτα της, για να δει αν βρέχει. Είμαι κρυμμένος πίσω από τα δέντρα και δεν με βλέπει. Την αρπάζω και την τρώω. Οι γονείς της ψάχνουν ανάμεσα στα δέντρα για να τη βρουν. Έχουν ανησυχήσει και βάζουν τα κλάματα. Κάποιος που τα είδε όλα, τους στέλνει στη φωλιά μου. Τους τρώω κι αυτούς. Αν περάσει κάποιος με πιστόλι, θα με πυροβολήσει. Τότε από την τρύπα θα βγουν και η Κοκκινοσκουφίτσα και οι γονείς της. (Βαγγέλης)

 

 

25.   Δεν φοβόμουν να μπαίνω στο δάσος, γιατί ο μπαμπάς μου είχε πει ότι σκότωσε όλους τους λύκους. Όμως μια μέρα  που μάζευα φράουλες, έχασα το δρόμο μου κι έφτασα κοντά σ’ ένα βράχο. Ήταν το σπίτι του λύκου, που με περίμενε, για να με φάει. Δεν έφευγε μακριά από τη φωλιά του, γιατί φοβόταν μην τον σκοτώσουν κι αυτόν. Έτρεξα στο σπίτι να ειδοποιήσω το μπαμπά μου. Όμως κι ο λύκος έτρεξε γρήγορα σαν τον άνεμο, πέρασε κολυμπώντας το ποτάμι και έφτασε από την άλλη μεριά του δάσους. Ο μπαμπάς μου φτιάχνει ένα καράβι και περνάει κι αυτός μετά από λίγο καιρό το ποτάμι. Ψάχνει το δάσος και βρίσκει το λύκο μαζί με άλλους τέσσερις λύκους να κάνουν πάρτι. Τους σκοτώνει όλους, για να μην κινδυνέψω ξανά. (Ελένη)

 

26.                                                                  

Η Κοκκινοσκουφίτσα έχει ένα φακό, για να βλέπει το δρόμο όταν πηγαίνει στο σπίτι της γιαγιάς της, που είναι στο βουνό, κοντά στο δικό μου σπίτι. Εγώ θέλω αυτός ο φακός να γίνει δικός μου. Θέλω δικό μου και το ρολόι της γιαγιάς. Ό,τι έχουν οι άλλοι, τα ζηλεύω όλα και τα θέλω δικά μου. Έτσι όταν βλέπω την Κοκκινοσκουφίτσα, γίνεται πανικός. Όμως αυτή προλαβαίνει και φωνάζει «μαμά, μαμά!». Εκείνη την ακούει και με κυνηγάει με μια ζουγκράνα της γιαγιάς. Παίρνω το αυτοκίνητό μου, για να φύγω πολύ γρήγορα αλλά το τρακάρω και με πιάνει η αστυνομία. (Θοδωρής)

 

27.   Το σπίτι μου βρίσκεται στην πόλη, κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου. Στη διαδρομή για το σπίτι της γιαγιάς συναντάω τις φίλες μου και πηγαίνουμε όλες μαζί εκεί, για να παίξουμε. Μια φορά η γιαγιά μας έκανε πλάκα. Όταν παίζαμε σκοτεινό δωμάτιο, η γιαγιά φόρεσε μια στολή αρκούδας και μπήκε μέσα να μας τρομάξει. Μετά την πρώτη τρομάρα, σκεφτήκαμε πως θα ήταν η γιαγιά. Τη ρωτήσαμε κι εκείνη απάντησε με τρομαχτική φωνή: «Δεν είμαι η γιαγιά, είμαι μια αρκούδα.» Τότε γελάσαμε πολύ. Ύστερα μας χτύπησε ο λύκος την πόρτα, γιατί πεινούσε. Του πετάξαμε κρέας μαγειρεμένο στην κατσαρόλα. Αυτός το άρπαξε και γύρισε στο δάσος. (Δήμητρα)

 

 

28.                                        

Κάθε μέρα μπαίνω στο σπίτι της Κοκκινοσκουφίτσας από το παράθυρο όταν λείπουν όλοι και ψάχνω τα ντουλάπια. Βρίσκω πατάτες, αγγούρια, ντομάτες, ψωμί του τοστ και φτιάχνω σάντουιτς και σαλάτες. Τα τρώω και γυρίζω στο δάσος να κοιμηθώ. Μια μέρα που έλειπαν στο σούπερ μάρκετ, έφτιαχνα μπισκότα. Τους άκουσα που γύρισαν και πήδησα αμέσως από το παράθυρο. Μου είχε χυθεί αλεύρι και άφησα το σπίτι λερωμένο, δεν πρόλαβα να το καθαρίσω. Έτσι κατάλαβαν ότι κάποιος μπαίνει μέσα κι έβαλαν στο σπίτι κάμερα. Από τότε δεν μπορώ να πηγαίνω. Τώρα πια πάω και τρώω στο σπίτι της γιαγιάς. Αν με ανακαλύψουν, ο μπαμπάς της Κοκκινοσκουφίτσας που είναι κυνηγός, θα έρθει στο δάσος να με σκοτώσει. (Τζόνυ)

 

 

29.   Πηγαίνω στο Γυμνάσιο. Η στολή του σχολείου μου έχει κόκκινο φόρεμα και κόκκινο καπέλο. Έτσι η γιαγιά μου με φωνάζει Κοκκινοσκουφίτσα. Έχω βρει μια ροζ πεταλούδα και την έχω κάνει κατοικίδιο. Την παίρνω μαζί μου στο μάθημα. Της δίνω φαγητό και νεράκι. Τρώει όλα τα λουλούδια, ακόμη και τα δηλητηριώδη. Στο σπίτι έχουμε κι άλλα ζωάκια που τα φροντίζει ο μπαμπάς μου, κοτοπουλάκια, πάπιες, αλογάκια και μοσχαράκια. Ο μπαμπάς μου είναι και κυνηγός. Σκοτώνει τους λύκους κι επειδή δεν μου αρέσει να τους βλέπω σκοτωμένους, τους ρίχνει σ’ ένα μπουντρούμι. (Κωνσταντίνα)

 

30.                                    

Ο μπαμπάς της Κοκκινοσκουφίτσας μου χάλασε το σπίτι μ’ ένα σφυρί. Θύμωσε γιατί είχα πάει στο μαντρί του και του πήρα το φαγητό. Επειδή φοβόμουν να μην με σκοτώσει, πήρα το καράβι και πήγα στο νησί. Όμως αυτός ακολούθησε τα χνάρια μου και έφτασε στο νησί με το επόμενο πλοίο. Εδώ κάνουν διακοπές η Κοκκινοσκουφίτσα με τη γιαγιά της. Πήγε να τις ρωτήσει αν είναι καλά και τους είπε να μην φοβούνται, γιατί θα με σκοτώσει (Μάνος)

 

 

 

31.   |Περνάω από το δάσος και πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν φοβάμαι, γιατί στο δάσος δεν υπάρχουν άγρια ζώα. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν περνάει από το δάσος, γιατί όλοι νομίζουν ότι έχει λύκους. Μόνον εγώ έχω πάει εκεί και ξέρω την αλήθεια. Όποτε με βλέπουν να μπαίνω στο δάσος, μου λένε ότι θα με δαγκώσουν οι λύκοι. Συνέχεια τους απαντάω ότι δεν υπάρχουν λύκοι, μα αυτοί το ξεχνάνε. Τι έχουν μέσα στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι; Πιστεύω όταν περάσει καιρός να καταλάβουν. (Κατερίνα)

 

32.                                                    

Εγώ μαζί με άλλους τέσσερις λύκους ανοίγουμε δρόμους,  για να περάσει η Κοκκινοσκουφίτσα από το δάσος και να πάει στη γιαγιά της. Αλλά δεν έχουμε προλάβει να φτιάξουμε το δρόμο μέχρι το σπίτι της γιαγιάς. Εκεί μπροστά είναι χαλασμένος, έχει κοπεί. Εγώ μέχρι να φτάσει η Κοκκινοσκουφίτσα,  κλειδώνω τη γιαγιά στη ντουλάπα, για να πέσω στο κρεβάτι της. Όταν η Κοκκινοσκουφίτσα με βρίσκει, με έχει πάρει ο ύπνος στο κρεβάτι της γιαγιάς. Μου παίρνει το κλειδί, ανοίγει τη ντουλάπα και  ελευθερώνει τη γιαγιά. Την περνάει με δυσκολία από τον κομμένο δρόμο μ’ ένα καρότσι και φτάνουν στο σπίτι της. Εγώ θα μείνω για πάντα εδώ. Έρχονται και οι άλλοι λύκοι που φτιάχνουμε μαζί τους δρόμους, για να ξεκουράζονται κι αυτοί. (Γιάννης 1)

 

33.   Εγώ με τους γονείς μου μένουμε στο σπίτι μας στο δάσος. Έχουμε πισίνα και μια λιμνούλα με πάπιες και κύκνους. Δεν φοβόμουν να βγαίνω μόνη μου στο δάσος, γιατί δεν ήξερα ότι υπάρχει λύκος. Οι γονείς μου δεν μου το είχαν πει, για να μην τρομάξω. Αυτοί δεν ήξεραν ότι πήγαινα μόνη μου έξω στο δάσος. Πήγαινα κρυφά όταν ήταν μεσημέρι κι οι γονείς μου κοιμούνταν. Μια μέρα με πλησίασε ένα μικρό λυκάκι. Γίναμε αμέσως φίλοι. Το πήρα να μείνει στο σπίτι κοντά μου. Τότε οι γονείς μου κατάλαβαν ότι έβγαινα μόνη μου. Μου είπαν από δω και πέρα να βγαίνω μόνο μαζί με το λυκάκι. Το ζωάκι θα βγαίνει και μόνο του, για να πηγαίνει στο μπαμπά του. Δεν θέλει να του μιλήσει για την Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί φοβάται να μην της κάνει κακό. Όμως μια φορά ξεχνιέται και του το λέει. Ο λύκος προσκαλεί στο δάσος την Κοκκινοσκουφίτσα με τους γονείς της. Όποτε δεν βρίσκει φαγητό, πηγαίνει εκείνος και τρώει στο σπίτι της.  (Ελευθερία)

 

34.                                                                         

Πηγαίνω στην πλατεία να παίξω με τα παιδιά. Βαρέθηκα να είμαι μόνος μου. Φοράω καπέλο για να μην με ενοχλεί ο ήλιος. Με το καπέλο δεν φαίνομαι καθόλου τρομαχτικός. Φωνάζω τα παιδιά γύρω μου και τους διαβάζω το παραμύθι «Τα τρία γουρουνάκια». Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είμαι καλός, γιατί χαμογελάω. Τα παιδιά με αγκαλιάζουν. Η Κοκκινοσκουφίτσα έρχεται στην πλατεία κι έτσι έχουμε γνωριστεί. Το βράδυ κοιμόμαστε παρέα στο σπίτι της. Όταν τα παιδιά είναι στο σχολείο, πηγαίνω σ’ ένα στάβλο και παίζω με τα προβατάκια. (Γιώργος)

 

35.  Αυτό το βράδυ είμαστε βόλτα με τις φίλες μου απ’ το σχολείο. Μας έχει πάει ο μπαμπάς μου σ’ ένα άλλο χωριό με το αυτοκίνητο. Λύκοι δεν υπάρχουν πουθενά, γιατί ο μπαμπάς μου είναι κυνηγός και τους έχει σκοτώσει όλους. Όταν γυρίζουμε τ’ άλλα κορίτσια στα σπίτια τους, εγώ με το μπαμπά συνεχίζουμε τη βόλτα μας. Πηγαίνουμε να δούμε τα βαρελότα που πέφτουν στο Δημαρχείο. Αμέσως μετά αρχίζει μια συναυλία κι εκεί ακούω το αγαπημένο μου τραγούδι. (Ευαγγελία)

 

 

 

 

36.  Βρίσκομαι στο δρόμο και οδηγώ τα αυτοκίνητα που περνάνε. Βοηθάω τους οδηγούς να μην χαθούν. Κι έτσι όλοι με συμπαθούν. Από εδώ περνάνε η Κοκκινοσκουφίτσα με το αυτοκίνητο που οδηγεί η γιαγιά της, κάθε Παρασκευή που κλείνουν τα σχολεία. Επειδή το σχολείο της Κοκκινοσκουφίτσας είναι δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς, η Κοκκινοσκουφίτσα μένει μαζί της. Τα Σαββατοκύριακα όμως τα περνάνε με τους γονείς της. Όταν δεν βρίσκω φαγητό, πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς. Μου μαγειρεύει χοιρινό με πατάτες ή παστίτσιο, επειδή είμαστε φίλοι. Έχω κι άλλους φίλους. Έτσι δεν κινδυνεύω να μείνω ποτέ νηστικός. (Γιάννης 2)

Μαμά:   Τι κατάλαβες απ’ όλα αυτά; Ο λύκος είναι καλός ή κακός;

Παιδάκι:    Θα το σκεφτώ και θα σου πω όταν μεγαλώσω.

Τ Ε Λ Ο Σ

Συνεντεύξεις με ήρωες της νεοελληνικής πεζογραφίας στο Νηπιαγωγείο (Εκπαιδευτική έρευνα/Εισήγηση σε διεθνές συνέδριο)

Συνεντεύξεις με ήρωες της νεοελληνικής πεζογραφίας στο Νηπιαγωγείο.

Ελένη Α. Ηλία, Δρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ΕΚΠΑ, Νηπιαγωγός

Εισήγηση στο 4ο διεθνές συνέδριο της Ε.Ε.Π.Ε.Κ./ Εκπαιδευτική έρευνα                            (Λάρισα, Οκτώβριος 2018)

Πρακτικά συνεδρίου https://drive.google.com/open?id=1g0DOpzqz4vadC8w3eM8m-eM5P8nfi84y                     τόμος Β΄-Πλήρη άρθρα, Λάρισα, 2019, σσ. 1015-1021

ISSN (ηλεκτρονικής έκδοσης): 2529-15-80                                ISBN SET: 978-618-84206-0-1                                                        ISBN τόμου Β: 978-618-84206-2-5

Περίληψη

Στο πλαίσιο εμψυχωτικών, εκπαιδευτικών προγραμμάτων επιλέγονται κείμενα για αξιοποίηση στο νηπιαγωγείο, από το χώρο της νεοελληνικής πεζογραφίας. Στα συγκεκριμένα προγράμματα περιλαμβάνεται η διαδικασία των συνεντεύξεων, τις οποίες δίνουν τα νήπια, υποδυόμενα εκείνα τα διαχρονικά λογοτεχνικά πρόσωπα, που μαζί τους έχουν ταυτιστεί. Μέσα από τις συνεντεύξεις τους ως λογοτεχνικοί ήρωες, τα νήπια ουσιαστικά καταθέτουν αβίαστα την αναγνωστική εμπειρία τους αναφορικά με αξιόλογα νεοελληνικά πεζογραφήματα. Έτσι διερευνάται η δυνατότητά τους να επιτελούν δημιουργικά στο σύνολό τους τον αναγνωστικό ρόλο τους, να προσεγγίζουν εύστοχα και πρωτότυπα τα συγκεκριμένα έργα. Εκφράζοντας τα νήπια την αναγνωστική προσέγγισή τους, διαμορφώνουν την αφηγηματική υπόθεση σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, οπότε προκύπτουν προσωπικά τους χαρακτηριστικά και πραγματικά τους βιώματα. Απολαμβάνοντας τη λογοτεχνική διδασκαλία ως παιχνίδι, αποκομίζουν πολύτιμες εκπαιδευτικές και αναγνωστικές εμπειρίες, οδεύουν αποτελεσματικά προς την αυτογνωσία και τη φιλαναγνωσία, καλλιεργούν τη φαντασία τους και κατακτούν σταδιακά την αναγνωστική ωριμότητα.

 

Λέξεις κλειδιάΑναγνωστική δημιουργικότητα, διαχρονικότητα,  λογοτεχνικά κείμενα.

Εισαγωγή

Με την παρούσα εισήγηση αποσκοπούμε να διερευνήσουμε τη δυνατότητα των νηπίων να προσεγγίζουν δημιουργικά τα καταξιωμένα έργα νεοελλήνων πεζογράφων, στο πλαίσιο εμψυχωτικών, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, που σχεδιάζονται για την αποτελεσματικότερη διδασκαλία τους.  Τα έργα που η αισθητική τους ποιότητα και η αφηγηματική τους αρτιότητα έχουν διαχρονικά αποδειχθεί, συνιστούν πολύτιμη συμβολή στη μύηση των μαθητών στο λογοτεχνικό φαινόμενο και κατά συνέπεια στην καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας τους. Επίσης, τα συγκεκριμένα έργα συμβάλλουν ουσιαστικά στην αγωγή των νηπίων γενικότερα (Tompkins, 1988, σ. 204), καθώς και ειδικότερα στην πορεία τους προς την αυτογνωσία, όπως αυτή πραγματοποιείται μέσα από τη λογοτεχνία. Θεωρούμε λοιπόν ότι τα νήπια θα ωφεληθούν πολλαπλά από την επιλογή και από το χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κειμένων κατάλληλων προς αξιοποίηση στο πλαίσιο εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αν και τα κείμενα αυτά δεν έχουν γραφτεί επί τούτω (ad hoc) και αποκλειστικά για εκείνα ούτε έχουν αξιοποιηθεί εκδοτικά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Αναλυτικότερα, η λογοτεχνική ανάγνωση είναι διαδικασία όπου εκδηλώνεται η δημιουργικότητα που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη (Κωτόπουλος, 2012), αφού καθώς ανταπο­κρινόμαστε στον αναγνωστικό μας ρόλο, γινόμαστε συνδημιουργοί του συγγραφέα.  Ως αποτέλεσμα της εντατικής αντιληπτικής δραστηριότητας που επιτε­λούμε κατά την ανάγνωση των πεζογραφημάτων ειδικότερα, ανακαλύπτοντας τα λανθάνοντα νοήματα, δημιουργώντας προσδοκίες για  την εξέλι­ξη της υπόθεσης, διαμορφώνοντας στάσεις απέναντι στα διάφορα λογοτεχνικά πρόσωπα κ.ο.κ., αποκομίζουμε την αίσθηση ότι εμπλεκόμαστε ά­μεσα στα αφηγηματικά δρώμενα (Iser 1990, σσ. 44-45) . «Ταυτιζόμαστε» με τους ήρωες (Booth, 1987, σσ. 278-281, 378), ώστε βιώνουμε προσωπικά τις καταστάσεις αλλά και τα συναισθήματα που αποδίδονται στο κείμενο. Βασική προϋπόθεση για την εμπλοκή του αναγνώστη συνιστά η λογοτεχνική αξία του πεζογραφήματος, που είναι αποτέλεσμα της αφηγηματικής δεξιοτεχνίας του δημιουργού του. Η διαχρονική καταξίωση των λογοτεχνικών κειμένων, όπως άλλωστε και ευρύτερα κάθε έργου τέχνης, διασφαλίζει αδιαμφισβήτητα την ποιότητά του.

Καθώς η ίδια η φύση της λογοτεχνίας ουσιαστικά υπαγορεύει τον τρόπο διδασκαλίας της, με τη διδακτική λογοτεχνική προσέγγιση σε οποιαδήποτε εκπαιδευτική βαθμίδα, φροντίζουμε και επιδιώκουμε ακριβώς να αξιοποιούμε την ανεξάντλητη φύση της Λογοτεχνίας. Οι θεωρητικοί της ανταπόκρισης συνδέουν την ερμηνεία του κείμε­νου με  τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε συγκεκριμένου αναγνώστη (Τζιόβας, 1987, σσ. 236, 239). Ο  Alter αναφέρει σχετικά  ότι ο φανταστικός κόσμος κρύβει πολλαπλά νοήματα κι ότι το ενδιαφέρον που παρουσιάζει οποιοσδήποτε κλασικός ή νεότερος συγγραφέας έγκειται ακριβώς στο ότι το έργο του μπορεί να εμπνεύσει διάφορες ερμηνείες (1985, σ. 72). Αντίστοιχα, ο Riffaterre θεωρεί ότι η ερμηνεία κάθε λογοτεχνικού κειμένου δεν πρέπει να επιδιώκει να διαλύσει την αμφιλογία, η οποία είναι χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής γραφής, καθώς όλες οι λέξεις είναι πολυσημικές (1985, σ. 145).

Περιγραφή και μεθοδολογία της έρευνας

Το γεγονός ότι η κάθε ατομική ανάγνωση είναι διαφορετική, μοναδική, πρωτότυπη, ανεπανάληπτη και αξίζει να εκφραστεί, καθώς απορρέει από την ιδιαιτερότητα,  τη μοναδικότητα του κάθε αναγνώστη, οδηγεί στο σχεδιασμό εκπαιδευτικών προγραμμάτων για λογοτεχνική διδασκαλία στο νηπιαγωγείο Στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων, οι μαθητές-αναγνώστες διατυπώνουν ελεύθερα την ταύτισή τους με τα συγκεκριμένα αφηγηματικά πρόσωπα, ξαναζούν την αφηγηματική σκηνή που τους έχει συναρπάσει και διαμορφώνουν την εξέλιξη της δράσης, σύμφωνα με τις προσωπικές τους εμπειρίες και επιθυμίες.

Η εξασφάλιση του αναγνωστικού δικαιώματος των μαθητών να εκφράζουν ελεύθερα την ανταπόκρισή τους στα κείμενα, μπορεί να έχει τη μορφή είτε της δημιουργικής μίμησης είτε της τροποποίησης είτε της ανατροπής του λογοτεχνικού προτύπου (Ματσαγγούρας, 2001, σσ. 215, 220-222). Προκειμένου να επιτύχουμε την αβίαστη συμμετοχή των νηπίων, ώστε να  επιλέξουν κάποια από τις τρεις εκδοχές, επιδιώκουμε να προσδίδουμε παιγνιώδη χαρακτήρα (Ποσλανιέκ, 1992) στα λογοτεχνικά εκπαιδευτικά προγράμματα, σύμφωνα με την έμφυτη ανάγκη της παιδικής φύσης για παιχνίδι (Χουιζίνγκα, 1989). Συγκεκριμένα, τα νήπια φορούν τα γυαλιά της Φαντασίας ή κολυμπούν στον ωκεανό της Φαντασίας ή αποκτούν το «μαγικό» εισιτήριο ή δέχονται το άγγιγμα του «μαγικού» ραβδιού. Έτσι εισχωρούν στον κόσμο της λογοτεχνικής ιστορίας και μεταμορφώνονται στους ήρωές της.

Για να διερευνήσουμε το ρόλο των νηπίων ως αναγνωστών, εάν και σε ποιο βαθμό διαθέτουν το «επίπεδο της αναγνωστικής ωριμότητας» (Culler, 1988, σσ. 102, 109, 115), που θα τους επέτρεπε να «συνομιλήσουν» με αξιόλογα αλλά και ενδεχομένως απαιτητικότερα πεζογραφήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ως ερευνητικό εργαλείο χρησιμοποιούμε τη συνέντευξη. Στην αρχή των προγραμμάτων χρησιμοποιείται η ημιδομημένη συνέντευξη. Ο εκπαιδευτικός, ο οποίος παίρνει σε πρώτη φάση τις συνεντεύξεις, θέτει στα νήπια, που υποδύονται τα λογοτεχνικά πρόσωπα με τα οποία έχουν ταυτιστεί, ερωτήσεις για τη δράση τους, τον τόπο, το χρόνο, την εξέλιξή της, τις σχέσεις τους με τα υπόλοιπα δρώντα πρόσωπα, τα συναισθήματά τους, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους κ. ά., σε σχέση πάντα με τις προηγούμενες απαντήσεις που έχει λάβει.

Οι συνεντεύξεις ώστε τα νήπια να εκφράσουν εντυπώσεις και εμπειρίες από την επαφή τους με το εκάστοτε κείμενο, στη συνέχεια είναι μη δομημένες, εφόσον οι γενικές ερωτήσεις που απευθύνει ο εκπαιδευτικός, είναι αρκετές για να αναπτύξουν οι μαθητές τη δράση τους και τα συναισθήματά τους ως λογοτεχνικοί ήρωες. Οι διευκρινιστικές, συμπληρωματικές ερωτήσεις διαρκώς μειώνονται, στο βαθμό  που οι απαντήσεις στις συνεντεύξεις γίνονται πληρέστερες, σύμφωνα με τη διδακτική αρχή της «φθίνουσας καθοδήγησης» (Ματσαγγούρας, 2001, σσ. 180-182, 199-203).

Εφόσον πρόκειται για συνεντεύξεις ημιδομημένες αρχικά και μη δομημένες στη συνέχεια, οι απαντήσεις των νηπίων καταγράφονται από τον εκπαιδευτικό (Pascucci και Rossi, 2002) ως ενιαία αφήγηση, με παραδοσιακούς ή σύγχρονους τρόπους (κυρίως γραφή σε χαρτί και  γραφή σε υπολογιστή). Διαβάζονται δε αμέσως μετά από τον εκπαιδευτικό επίσης ως ενιαίο κείμενο, ώστε τα νήπια να έχουν τη δυνατότητα και την ευκαιρία να επαληθεύσουν την πιστότητα και την ακρίβεια των λεγομένων τους.

Η καταγραφή των συνεντεύξεων γίνεται για ποικιλότροπη αξιοποίηση. Το περιεχόμενό τους εξελίσσεται συνήθως  σε θεατρικό δρώμενο ενώ παράλληλα δημοσιεύεται με μορφή έντυπη ή ηλεκτρονική. Αυτές οι διαδικασίες συνιστούν προϋποθέσεις που θα προσφέρουν στους μαθητές επιπλέον «κίνητρα», για την αβίαστη και ενθουσιώδη συμμετοχή τους στα σχετικά προγράμματα (Ηλία και Ματσαγγούρας, 2006, σσ. 312-313).

Στο κατάλληλο διδακτικό πλαίσιο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα νήπια θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιτελέσουν επαρκώς ή έστω στοιχειωδώς τον κατεξοχήν δημιουργικό αναγνωστικό ρόλο αναφορικά με τα επιλεγμένα αφηγηματικής αρτιότητας και αισθητικής ποιότητας νεοελληνικά πεζογραφήματα, να τα απολαύσουν και ταυτόχρονα να ωφεληθούν ποικιλότροπα από τις αδιαμφισβήτητες λογοτεχνικές αρετές τους.

Η διαδικασία των συνεντεύξεων από λογοτεχνικούς ήρωες της νεοελληνικής πεζογραφίας πραγματοποιήθηκε σε τρεις διαφορετικές εικοσιπενταμελείς τάξεις δημοσίων νηπιαγωγείων στη Δυτική Αττική από το 2010 έως το 2013, καθώς και το 2017, με διαφορετικά κείμενα κάθε φορά.

Αποτελέσματα της έρευνας

Εδώ θα επικεντρωθούμε σε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα πεζογραφήματα «Αιολική Γη», του Ηλία Βενέζη (2009), που είναι από τους βασικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 (Κορδάτος, 1983)  και «Αναφορά στο Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη (2015). Πρόκειται για δύο έργα με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Τα περισσότερα επιλεγμένα αποσπάσματα που αξιοποιήθηκαν στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αναφέρονται σε επεισόδια από τα παιδικά χρόνια των κύριων ηρώων τους, που οι ίδιοι μας τα αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο. Ένα απόσπασμα αναφέρεται σε πασίγνωστο λαϊκό  θρύλο.

Αιολική Γη

Θα παρουσιάσουμε ενδεικτικά δύο συνεντεύξεις νηπίων ως λογοτεχνικών προσώπων, σε σχέση με ισάριθμα αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Τα πεινασμένα τσακάλια». Επίσης, τρεις συνεντεύξεις για ένα εγκιβωτισμένο απόσπασμα, με θέμα το θρύλο για το αθάνατο νερό με τη Γοργόνα και το Μέγα Αλέξανδρο.

Απόσπασμα: Έρχονταν άλλες νύχτες, κι αυτές ήταν οι πιο πολλές, που ο Μεγάλος Δράκος, αποκάνοντας να φιλεύει και να κοιμίζει τα τσακάλια, τ’ άφηνε να ξεχυθούν στον κάμπο, στην οργωμένη γη, να φάνε και να χορτάσουν… Ακούγαμε τ’ άγρια ουρλιαχτά τους… και τα περιμέναμε με αγωνία και φόβο. -Θα ‘ρθουν άραγες ίσαμε δω;.. (σσ. 51-52)

Συνέντευξη: Παίζουμε έξω από το σπιτάκι του παππού. Όταν βραδιάζει, ακούμε τα τσακάλια να ουρλιάζουν. Μπαίνουμε στο σπίτι, για να κοιμηθούμε. Τα τσακάλια συνεχίζουν να ουρλιάζουν μέχρι να τα ακούσει ο Μεγάλος Δράκος και να πάει να τα ταΐσει. Ο Δράκος καμιά φορά κοιμάται και δεν τα ακούει. Τα τσακάλια ουρλιάζουν για να τον ξυπνήσουν. Τότε ο Δράκος έρχεται δίπλα στο σπίτι μας και δίνει στα τσακάλια τροφή.

Απόσπασμα: Ερχόταν όμως ο καιρός που ωρίμαζαν οι καρποί… Τότες το να μας ριχτούνε τα τσακάλια δεν ήταν χωρίς κίνδυνο όπως την άνοιξη… Γι’ αυτό οι άνθρωποι κοιτάζαν πώς να πολεμήσουνε το κακό και ν’ αντισταθούνε… Περιμέναμε και, μόλις τα τσακάλια έρχονταν κοντά, χύνονταν όλοι … βγάζοντας άγριες φωνές και χτυπώντας ντενεκέδες ή τούμπανα… Τ’ αγρίμια τρομαγμένα τραβιόνταν πίσω, λυσσασμένα ουρλιάζοντας (σ. 54)

Συνέντευξη:  Παίζουμε μαζί με τα αδέρφια μου  με τα καραβάκια που έχουμε φτιάξει από πεύκο. Ύστερα νυστάζουμε και πηγαίνουμε για ύπνο. Το πρωί βρίσκουμε στην αυλή τενεκέδες και τύμπανα και παίζουμε με αυτά μουσική. Ο παππούς με τη γιαγιά μας που πίνουν αυτήν την ώρα αυτή τον καφέ τους, ενοχλούνται από το θόρυβο και μας φωνάζουν να σταματήσουμε. Εμείς ρωτάμε πώς βρέθηκαν όλα αυτά στην αυλή και ο παππούς μας λέει για τον πόλεμο με τα τσακάλια, που νίκησαν οι άνθρωποι. Εγώ και τα αδέρφια μου στεναχωριόμαστε, γιατί θα θέλαμε να είχαν νικήσει τα πεινασμένα τσακάλια.

Απόσπασμα: «Ήρθε το βράδυ… πως όχι, ο Μεγαλέξαντρος δεν πέθανε» (σσ. 121-122). Ένας από τους δευτερεύοντες ήρωες του έργου αποδίδει ελεύθερα το θρύλο για το αθάνατο νερό, δίνοντας έμφαση στην οργή του Μεγαλέξαντρου απέναντι στην αδερφή του και στις δικές της τύψεις για το κακό που άθελά της προξένησε στον αδερφό της.

Συνέντευξη: Είχα θάψει το αθάνατο νερό στο βυθό της θάλασσας. Το βρήκε ένας νέος ψαράς κατά τύχη και ήπιε όλο το μπουκάλι χωρίς να ξέρει τι είναι κι έτσι έγινε αθάνατος. Κι άλλοι ψαράδες είχαν δει το μπουκάλι αλλά επειδή δεν διψούσαν, δεν το είχαν πιει. Ο ψαράς που το ήπιε, δεν το ξέρει πως έχει γίνει αθάνατος. Ζει μόνος του, γιατί από τότε που ήπιε το αθάνατο νερό, δεν αγαπάει τις γυναίκες κι ούτε εμείς οι Γοργόνες τον θέλουμε γι’ άντρα μας. Όταν αυτός ο ψαράς θα είναι πια πολύ γέρος και δεν θα μπορεί να πεθάνει, θα μετανιώσει που έχει πιει το αθάνατο νερό αλλά δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα.

Συνέντευξη: Παίρνω το νερό απ’ τα χέρια του αδερφού μου του Μεγαλέξανδρου. Εκείνος μου το δίνει, για να γίνω αθάνατη. Θέλουμε και οι δύο να είμαστε αθάνατοι, για να μην χωριστούμε ποτέ. Από τότε που ήμαστε μικροί, ζούσαμε οι δυο μας, αφού οι γονείς μας έχουν πνιγεί όταν ταξίδευαν με το καράβι. Τους θυμόμαστε από μια φωτογραφία.

Συνέντευξη:   Με το μπαμπά μου ψαρεύαμε με τη βάρκα μας. Ο μπαμπάς έριξε  τα δίχτυα και έπιασε έναν ξιφία. Τότε εμφανίστηκε μπροστά μας μια Γοργόνα. Γνώριζε το μπαμπά που ψάρευε εδώ συχνά. Της είπαμε πως η μαμά μου είναι άρρωστη. Τότε μας έδωσε ένα φάρμακο που έφτιαξε για αυτήν. Η μαμά το ήπιε και μέχρι να ξημερώσει είχε γίνει καλά. Όμως επειδή στο φάρμακο η Γοργόνα έριξε αθάνατο νερό, η μαμά δεν θα πεθάνει ποτέ. Εγώ και ο μπαμπάς, όποτε αρρωσταίνουμε, πίνουμε φάρμακα που μας δίνει ο γιατρός και όχι η Γοργόνα. Έτσι κάποτε θα πεθάνουμε.

Αναφορά στο Γκρέκο

Απόσπασμα: Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού… ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: -Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!

Συνέντευξη: Ο δάσκαλος όλη την ώρα μάς έλεγε: «Καθαρίστε τα χέρια σας». Είχα βαρεθεί να τον ακούω. Ήταν Άνοιξη κι ήθελα ν’ ακούσω ένα πουλάκι, που ήταν στη φωλιά του πάνω σ’ ένα δέντρο. Όταν είπα «Σώπα δάσκαλε»,  όλοι σταμάτησαν, γιατί ήθελαν να ακούσουν το πουλί. Ο δάσκαλος όμως είπε «μπορεί να είναι βρώμικο», γιατί αυτός είχε πρόβλημα με την καθαριότητα. Αλλά όταν βαρέθηκε να λέει «σκουπίστε, σφουγγαρίστε, γυαλίστε τα χέρια σας», σταμάτησε κι αυτός. Το πουλάκι τραγουδούσε μια ωραία μελωδία, επειδή ήταν πια ελεύθερο. Αυτό το πουλί το είχε σε κλουβί κάποιος από αυτούς που πάνε στο καφενείο. Αλλά το ελευθέρωσε ένα αγόρι.

Συνέντευξη: Στην τάξη μας κάνουμε φασαρία. Τότε η δασκάλα μας φωνάζει. Μια μέρα ζωγράφιζα κούκλες. Είχα ζωγραφίσει πολλές κι είχα λερώσει με τις μπογιές τη μπλούζα, το κολάν και τις κάλτσες μου. Η δασκάλα μού φώναξε, επειδή είχα λερωθεί. Εγώ της είπα: «Σώπα, τα παιδιά δεν θέλουμε να μας φωνάζεις». Τότε άρχισε να κελαηδάει το πουλί. Η δασκάλα μου δεν το άκουγε, γιατί φώναζε. Εγώ το άκουγα και το άκουγαν και τα άλλα παιδιά και μας άρεσε πολύ να το ακούμε.

Συζήτηση

Τα νήπια σύντομα ξεκινούν να επαναλαμβάνουν μεταξύ τους αυθόρμητα, ως ελεύθερη δραστηριότητα, τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα μετατρέπεται σε αυτήν την περίπτωση σε ελεύθερο, μιμητικό παιχνίδι, όπου κάποιο νήπιο απευθύνει σε συμμαθητή του τις ερωτήσεις της συνέντευξης, αντιγράφοντας το ρόλο του εκπαιδευτικού στην αντίστοιχη διαδικασία. Ο συμμαθητής απαντά στις ερωτήσεις ως το λογοτεχνικό πρόσωπο που έχει επιλέξει να υποδυθεί. Φυσικά οι ρόλοι τους εναλλάσσονται ενώ η διαδικασία επαναλαμβάνεται αβίαστα όλο και συχνότερα από όλο και περισσότερους μαθητές. Μάλιστα το νήπιο που παίρνει κάθε φορά τη συνέντευξη, μιμείται και τη διαδικασία της καταγραφής από τον εκπαιδευτικό. Παρακολουθώντας αυτό το ελεύθερο παιχνίδι των νηπίων, όταν διαπιστωθεί ότι έχουν αφομοιώσει σε ικανοποιητικό βαθμό τις ερωτήσεις που συνηθίζει να απευθύνει ο εκπαιδευτικός κατά τις συνεντεύξεις, δίνεται στα ίδια τα νήπια η δυνατότητα να παίρνουν συνέντευξη από τους συμμαθητές τους ως λογοτεχνικούς ήρωες, ενώ ο εκπαιδευτικός καταγράφει και πάλι με την ίδια ακρίβεια τις απαντήσεις.

Η εικονογράφηση του λογοτεχνικού κειμένου είναι μια συγκεκριμένη ανάγνωση, που θα μπορούσε να περιορίσει  και να κατευθύνει τη φαντασία των μαθητών-αναγνωστών. Για το λόγο αυτό όταν επιλέγουμε κείμενα χωρίς εικονογράφηση, επιτυγχάνεται  καλύτερα η καλλιέργεια της φαντασίας των νηπίων.

Η επιλογή αξιόλογων έργων που αγγίζουν συναισθηματικά τον εκπαιδευτικό, συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στο αποτέλεσμα της λογοτεχνικής διδασκαλίας. Συγκεκριμένα, στους μαθητές νηπιακής ηλικίας το κείμενο το διαβάζει για πρώτη φορά ο εκπαιδευτικός. Αυτό που οι μαθητές σε αυτήν την περίπτωση προσλαμβάνουν, δεν είναι απλώς και μόνο το κείμενο αλλά και η προσωπική ανάγνωση του εκπαιδευτικού σε αυτό. Όταν το κείμενο που ο εκπαιδευτικός παρουσιάζει, συγκινεί ή γοητεύει τον ίδιο ιδιαίτερα, με την ανάγνωσή του το υποστηρίζει. Αντίθετα, σε ένα κείμενο που του είναι αδιάφορο, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα με την ανάγνωσή του να το υπονομεύσει.

Στις συνεντεύξεις αναφορικά με το κεφάλαιο Τα πεινασμένα τσακάλια, της Αιολικής Γης, τα παιδιά-αναγνώστες εκδηλώνουν την ευαισθησία τους απέναντι στα ζώα, που υπακούοντας στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, γίνονται επικίνδυνα για τη σοδειά και αναγκάζουν τους ανθρώπους να αμυνθούν, να την προστατέψουν.

Με το απόσπασμα για το αθάνατο νερό της Αιολικής Γης,  η προσέγγιση της έννοιας του θανάτου επιτυγχάνεται με τον προσφορότερο και ασφαλέστερο τρόπο. Άλλωστε ο θάνατος συνιστά το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ευαίσθητου παιδαγωγικού στόχου, τον οποίο πραγματεύονται τα λογοτεχνικά κείμενα (Ζερβού, 1997) .

Η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας του Καζαντζάκη, που αποτελεί την πεμπτουσία  της μυθιστοριογραφίας του, συνδέεται αναπόσπαστα και ποικιλότροπα από αφηγηματικής πλευράς με το φυσικό στοιχείο. Οι ήρωες του Καζαντζάκη στο σύνολό τους καταφεύγουν στο φυσικό κόσμο για να απαντούν στις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις. Το φυσικό περιβάλλον δεν τους προσφέρει μόνο ποικίλες απολαύσεις αλλά και ουσιαστικά διδάγματα και ευκαιρίες αυτογνωσίας, ειδικότερα δε τη δυνατότητα επικοινωνίας με το Θεό (Ηλία, 1997). Στο απόσπασμα από το έργο Αναφορά στο Γκρέκο, ο Καζαντζάκης κατορθώνει θαυμάσια να αποδώσει την ουσία της θέσης του για τον μοναδικό και αναντικατάστατο ρόλο της φύσης στην ανθρώπινη ύπαρξη, ως πεδίου αγωγής και αυτογνωσίας. Αξιοποιούμε την περιεκτικότητα και την ευστοχία αυτού του αφηγηματικού σημείου της πεζογραφίας του Καζαντζάκη αλλά και την πλήρη καταληπτότητά του από τα νήπια, ώστε και οι αναγνώστες νηπιακής ηλικίας να έχουν τη δυνατότητα να μυηθούν στις βαθύτερες αξίες του φιλοσοφικού στοχασμού του Καζαντζάκη, όπως αυτές συνοψίζονται σε μια μόνο φράση.

 

Συμπεράσματα

Το λογοτεχνικό πρότυπο πρόσφερε σε καθεμιά από τις περιπτώσεις εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα οποία αναφερθήκαμε, το κατάλληλο ερέθισμα, ώστε  να παρακινηθεί το σύνολο των νηπίων να συμμετέχουν με απόλυτη επιτυχία σε αυτά. Ο καθολικός ενθουσιασμός των νηπίων για τη συμμετοχή στα προγράμματα, διατηρήθηκε μάλιστα αμείωτος σε όλη τη διάρκειά τους.

Η φαντασία των νηπίων αποδείχτηκε ανεξάντλητη, καθώς διαπιστώνεται το εύρος των αποκλίσεων στις απαντήσεις, το γεγονός ότι στο σύνολό τους τα νήπια όχι μόνο επιλέγουν να διαφοροποιούνται σημαντικά από το λογοτεχνικό πρότυπο αλλά και μένουν ανεπηρέαστα από τις προηγηθείσες απαντήσεις των συμμαθητών τους ακόμη και όταν υποδύονται τον ίδιο λογοτεχνικό ήρωα. Παραμένοντας σταθερά προσανατολισμένα στα προσωπικά τους χαρακτηριστικά, βιώματα και επιθυμίες, διαμορφώνουν τη δική τους, ιδιαίτερη, πρωτότυπη, μοναδική αφηγηματική εκδοχή.

Μέσα από τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων στο πλαίσιο των προγραμμάτων, η σχέση  μεταξύ όλων ανεξαιρέτως των μαθητών εξελίχθηκε ποιοτικά, οπότε δεν παρατηρήθηκαν περιπτώσεις περιθωριοποίησης.

Η ικανότητα της ακρόασης και της επικοινωνίας αναπτύχθηκε για το σύνολο των νηπίων στο έπακρο, όπως αποδεικνύεται από την ευστοχία των απαντήσεων, από την ποικιλία τους και από την αφομοίωση των ερωτήσεων της συνέντευξης, που απεύθυνε ο εκπαιδευτικός στους μαθητές ως λογοτεχνικά πρόσωπα. Επίσης, στο πλαίσιο των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων επιτεύχθηκε η καλλιέργεια της δημιουργικής σκέψης, η γλωσσική ανάπτυξη των μαθητών, η κατανόηση από τα νήπια της σύνδεσης ανάμεσα στον προφορικό και το γραπτό λόγο, της ιδιότητας του γραπτού λόγου να αναπαριστά τον προφορικό. Επιπλέον, με την ανάδειξη και αξιοποίηση του περιεχομένου των συνεντεύξεων, πραγματοποιήθηκε το άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία.

Αν και τα πεζογραφήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας συνήθως παρουσιάζονται αποσπασματικά, προκειμένου η έκτασή τους να είναι περιορισμένη, τα νήπια ανταποκρίνονται σε αυτά εξίσου θετικά με τα υπόλοιπα κείμενα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν για τα νήπια τα επιλεγμένα έργα, καθώς αποδίδονται με αριστοτεχνικό, λογοτεχνικό τρόπο και αναφέρονται σε θέματα ουσιαστικά, καίρια, και διαχρονικά σημαντικά. Τέτοια θέματα, όπως η κοινή μοίρα του θανάτου που όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε, ο ρόλος του  φυσικού στοιχείου στη ζωή μας, τα μαθήματα ζωής που η φύση προσφέρει, , κάνουν τους μικρούς μαθητές όχι μόνο ωριμότερους αναγνώστες αλλά και σοφότερους ανθρώπους.

Τα συγκεκριμένα εκπαιδευτικά προγράμματα με κοινό στοιχείο τη συνέντευξη από λογοτεχνικά πρόσωπα που υποδύονται μαθητές-αναγνώστες, μπορεί άνετα να πραγματοποιηθούν σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού αλλά και του Γυμνασίου.

Αναφορές

Booth, W.C. (1987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.

Culler, Jonathan. (1988). Literary competence στο J. P. Tompkins (Επιμ.), Reader-response criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press: 101-117.

Huck, C., Hepler, S. και Hickman, J.  (1979). Children’s Literature in the Elementary School: Holt Rinehart And Winston.

Iser, W. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Tompkins, J. P. (1988). The reader in history: The changing shape of literary-response στο J. P. Tompkins (Επιμ.), Reader-response criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 201-232.

Alter, J. (1985). Προς τι η διδασκαλία της λογοτεχνίας; Η Διδασκαλία της Λογοτεχνίας  (Ι.Ν. Βασιλαράκης,μτφρ.)  Αθήνα: Επικαιρότητα, σσ. 63-74.

Βενέζης, Η. (2009), Αιολική Γη, Αθήνα: Εστία.

Ζερβού, Α. (1997). Στη χώρα των θαυμάτων. Το παιδικό βιβλίο ως σημείο συνάντησης παιδιών-ενηλίκων, Αθήνα: Πατάκης.

Ηλία, Ε.Α.  και Ματσαγγούρας Η. Γ. (2006). Από το παιχνίδι στο λόγο: Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες. Στο Π. Παπούλια-Τζελέπη, Α. Φτερνιάτη, Κ. Θηβαίος (Επιμ.), Έρευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην Ελληνική Κοινωνία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σσ. 307-317.

Ηλία, Ελένη, Α. (1997). Οι ήρωες του Καζαντζάκη και ο φυσικός κόσμος, Πνευματικά Χανιά, τ. 28-29: 10-18.

Καζαντζάκης, Ν. (2015). Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα: Καζαντζάκη.

Κορδάτος, Γ. (1983). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τ. 2. Αθήνα: Επικαιρότητα.

Κωτόπουλος, Τ. (2012, Ιούλιος). Η «νομιμοποίηση» της δημιουργικής γραφής, ΚΕΙΜΕΝΑ 15, http://keimena.ece.uth.gr

Ματσαγγούρας, Η. Γ. (2001). Η Σχολική Τάξη, τ. Β΄ : Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του γραπτού λόγου. Αθήνα.

Pascucci, M. και Rossi, F. (2002). ΄Oχι μόνο γραφέας, Γέφυρες, τ. 6, σσ. 16-23.

Riffaterre, Μ. (1985). Η εξήγηση των λογοτεχνικών φαινομένων. Η Διδασκαλία της Λογοτεχνίας(Ι. Ν. Βασιλαράκης, μτφρ).  Αθήνα: Επικαιρότητα, σσ. 135-164.

Ποσλανιέκ, Κ. (1992). Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα (Στ. Αθήνη, μτφρ.) Αθήνα: Καστανιώτης.

Τζιόβας, Δ. (1987). Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές κι ερμηνευτικές αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Γνώση

Χουιζίνγκα, Γ. (1989). Ο άνθρωπος και το παιχνίδι (Σ. Ροζάκης – Γ. Λυκιαρδόπουλος, μτφρ.) Αθήνα: Γνώση

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Στις μέρες μας το «παιδικό βιβλίο» γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Οι ενήλικοι προετοιμάζουν με προορισμό τα παιδιά έναν τεράστιο όγκο βιβλίων από τον οποίο οι ίδιοι ή τα παιδιά επιλέγουν εκείνα που θα διαβάσουν. Αυτό που ιδιαίτερα φροντίζουν είναι να δώσουν στα βιβλία ελκυστική μορφή και ταυτότητα «παιδικού βιβλίου», ώστε οι ενδιαφερόμενοι να τα επιλέξουν.

Στο πλαίσιο του προβληματισμού και των πειραματισμών μας σχετικά με την  καταλληλότητα για παιδιά αξιόλογων λογοτεχνικών έργων, που δεν έχουν ωστόσο αξιοποιηθεί εκδοτικά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, επιλέξαμε για λογοτεχνική διδασκαλία στα νήπια την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη. Στο βιβλίο ένα αγόρι αφηγείται τη ζωή του στη μικρασιατική ύπαιθρο την περίοδο έως τους διωγμούς του ’14. Στο διάστημα μέχρι τα Χριστούγεννα ολοκληρώθηκε η διδασκαλία του πρώτου κεφαλαίου, με τίτλο «Κιμιντένια» και του τρίτου, με τον τίτλο «Τα πεινασμένα τσακάλια». Από τα συγκεκριμένα κεφάλαια διαβάστηκαν αποσπάσματα. Μετά από την ανάγνωση κάθε αποσπάσματος, τα παιδιά το εικονογραφούσαν. Στη συνέχεια επέλεγαν μία από τις ζωγραφιές των συμμαθητών τους και ανέπτυσσαν την αφήγησή τους για το αντίστοιχο απόσπασμα, με σημείο αναφοράς τη ζωγραφιά που είχαν επιλέξει.

Έτσι ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη παρεμβαλλόταν ο «άλλος» αναγνώστης, ο διάλογός μας με το λογοτεχνικό κείμενο διευρυνόταν. Το σύνολο των παιδιών είχαν συνεπώς ουσιαστικό κίνητρο να παρακολουθήσουν προσεκτικά την ανάγνωση του κειμένου και κατά συνέπεια την ευκαιρία να το απολαύσουν, καθώς στη συνέχεια θα παρουσίαζαν την αναγνωστική τους ανταπόκριση στην ομάδα ανάγνωσης, που ήταν η σχολική τάξη. Επίσης τα νήπια επιμελούνταν ιδιαίτερα τις ζωγραφιές τους, ώστε αυτές να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των συμμαθητών τους και να χρησιμοποιηθούν στις αφηγήσεις τους.

Στη συνέχεια παρατίθενται τα σχετικά αποσπάσματα και ακολουθούν ορισμένες από τις αφηγήσεις και τις ζωγραφιές που αναφέρονται σε αυτά.

Το πρόγραμμα  σχεδιάστηκε  από τη νηπιαγωγό, δρ. Νεοελλ. Λογοτεχνίας Ελένη Α. Ηλία και υλοποιήθηκε με τους μαθητές του κλασικού τμήματος 2010-2011.

 

Κ Ι Μ Ι Ν Τ Ε Ν Ι Α

 

Α) Οι πρόγονοί μου δουλέψανε σκληρά τη γη που είναι κάτω απ’ τα Κιμιντένια.Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας.Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε από τα Κιμιντένια κι η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, όλα τα’ αδέρφια μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του Καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.

Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξιδεύαν (σ. 30)

1. Το παιδάκι με τη μαμά του δεν έχουν φύγει για το κτήμα του παππού, γιατί δεν έχουν ακόμη λιώσει τα χιόνια στα Κιμιντένια. Όσο μένει στην πόλη, μαζεύει κοχύλια, για να κάνει κατασκευές όταν θα είναι στο κτήμα. Έτσι περνάει τον καιρό του στην εξοχή και όταν επιστρέφει στην πόλη, πουλά τις κατασκευές του στους φίλους του. Τα χρήματα που κερδίζει, τα δίνει στον παππού, για ν’ αγοράζει εργαλεία για το κτήμα (Γιάννης 1)

2. Τα Καλοκαίρια το παιδάκι μένει στο κτήμα του παππού. Σκάβουν μαζί με τον παππού το χώμα και βρίσκουν θησαυρούς, βραχιόλια και κολιέ, αντρικά και κοριτσίστικα παπούτσια. Αυτούς τους θησαυρούς τους έχει αφήσει ένας γίγαντας που έχει το παλάτι του ψηλά στα Κιμιντένια. Ο παππούς με το παιδάκι πηγαίνουν τους θησαυρούς στη γιαγιά. Ο γίγαντας είχε κι άλλους πολύτιμους θησαυρούς σ’ ένα μπαούλο στο παλάτι του. Κάποτε όμως μπήκαν άνθρωποι και τους έκλεψαν. Ο γίγαντας δεν μπόρεσε να τους εμποδίσει, γιατί κρατούσαν όπλα (Σοφία 1)

 

3.Τα Καλοκαίρια το παιδάκι με τον παππού μένουν κάτω απ’ τα Κιμιντένια. Ανεβαίνουν συχνά στο βουνό και βρίσκουν σπηλιές, που είναι γεμάτες νυχτερίδες. Σ’ αυτές μένουν ήρεμοι γίγαντες. Ανάμεσά τους υπάρχει και κάποιος, που ενώ είναι κακός, κάνει τον καλό. Θέλει να φάει το παιδάκι σούπα αλλά δεν θα τα καταφέρει, γιατί ο παππούς που είναι κυνηγός, παίρνει πάντα μαζί του ντουφέκι (Χριστίνα)

4. Στα παιδιά αρέσει πολύ το σπίτι του παππού, γιατί έχει όμορφα χρώματα. Συχνά πηγαίνει και παίρνει από εκεί τα παιδιά ένας πειρατής. Τα βάζει στο καράβι του και ταξιδεύουν σ’ ένα ελληνικό νησί. Ο πειρατής δεν είναι άγριος, δεν αρπάζει θησαυρούς και δεν τον φοβάται κανένας. Έχει αυτό το καράβι, για να πηγαίνει τους ανθρώπους για μπάνιο. Επειδή είναι φίλος του παππού, όταν πηγαίνει το σπίτι του, του έχουν δικό του δωμάτιο και τον φιλοξενούν (Ορέστης)

 

Β) Γυρίζω στο μικρό κρεβάτι μου και κουκουλώνουμαι με το σεντόνι. Μα την ίδια στιγμή ένας καθαρός, καθαρότατος θόρυβος, ένα τικ τικ, έρχεται μες στη νύχτα απ’ το μέρος του Κίτρινου.

-Τ’ άκουσες επιτέλους;.. ψιθυρίζει στα σκοτεινά η φωνή της Άρτεμης, και θαρρώ πως τρέμει. Τ’ άκουσες;

-Αχ, τ’ άκουσα! Μουρμουρίζω κι εγώ με ταραχή. Τι να ‘ναι;

-Τα σπαθιά ξυπνούνε…, λέει εκείνη.

Μα τότε ξυπνά κι η Ανθίππη. Είναι η μεγαλύτερη αδερφή μας, είναι ως δώδεκα χρονών κι είναι η δεύτερη μητέρα μας. Πάντα της λέγαμε τα μυστικά μας.

-Τι έχετε εσείς εκεί; Ρωτά σιγανά.

-Ανθίππη, άκου!…λέει η Άρτεμη, κι είναι η φωνή της σαν να γυρεύει βοήθεια. Τα σπαθιά ξυπνήσαν στο Κίτρινο!..

Η Ανθίππη ακούει κι ύστερα λέει ατάραχη:

-Ποντίκια είναι, μην κάνετε έτσι. Κοιμηθείτε! (σ. 34-35).

 

1. Τα σπαθιά ξυπνούν, για να πολεμήσουν τους κακούς, που έχουν φτάσει έξω από το σπίτι του παππού. Ο παππούς θα τους νικήσει, οι κακοί όμως θα ξαναγυρίσουν και θα είναι περισσότεροι. Έτσι θα νικήσουν τον παππού και θα μπουν στο σπίτι. Θα τους πάρουν όλους, επειδή θέλουν τα χρήματά τους. Μετά από είκοσι μέρες, θα σκοτώσουν τον παππού και τη γιαγιά και θα αφήσουν τα παιδιά ελεύθερα (Γιάννης 2)

2. Έχει ανεμοστρόβιλο και ο παππούς με τη γιαγιά δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι. Σε ένα ειδικό μέρος, σε ψηλές ντουλάπες έχουν σπαθιά, για να προστατεύονται από τους κλέφτες. Μέσα στον ανεμοστρόβιλο μπαίνουν κλέφτες κρυφά στο σπίτι, παίρνουν τα χρήματα και φεύγουν μακριά. Ο παππούς και η γιαγιά θα καταλάβουν ότι τα σπαθιά δεν μπορούν να τους προστατέψουν. Θα βάλουν κάμερες και από τότε δεν θα τους κλέβει κανείς (Νίκος)

 

 

 

 

ΤΑ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΑ ΤΣΑΚΑΛΙΑ

 

Α) Έρχονταν άλλες νύχτες, κι αυτές ήταν οι πιο πολλές, που ο Μεγάλος Δράκος, αποκάνοντας να φιλεύει και να κοιμίζει τα τσακάλια, τα’ άφηνε να ξεχυθούν στον κάμπο, στην οργωμένη γη, να φάνε και να χορτάσουν. Την άνοιξη, όταν οι καρποί ακόμα δεν είχαν γίνει, η επιδρομή τους ήταν ακίνδυνη, και κανένας στο κτήμα δε νοιαζόταν γι’ αυτή. Ακούγαμε τ’ άγρια ουρλιαχτά τους μακριά στο βάθος, αδύνατα στην αρχή, και τα περιμέναμε με αγωνία και φόβο.

-Θα ‘ρθουν άραγες ίσαμε δω;.. (σ. 51-52)

 

1. Τα παιδιά παίζουν έξω από το σπιτάκι του παππού. Όταν βραδιάζει, ακούν τα τσακάλια να ουρλιάζουν. Τα παιδιά μπαίνουν στο σπίτι, για να κοιμηθούν. Τα τσακάλια συνεχίζουν να ουρλιάζουν μέχρι να τα ακούσει ο Μεγάλος Δράκος και να πάει να τα ταϊσει. Ο Δράκος καμιά φορά κοιμάται και δεν τα ακούει. Τα τσακάλια ουρλιάζουν για να τον ξυπνήσουν. Τότε πηγαίνει δίπλα στο σπίτι των παιδιών και δίνει στα τσακάλια τροφή. Τα παιδιά όποτε βλέπουν το Δράκο, τρομάζουν (Παύλος)

2. Το παιδάκι έφαγε μακαρόνια και πήγε στο δωμάτιό του να κοιμηθεί. Ονειρεύτηκε το Μεγάλο Δράκο να μπαίνει στο σπίτι τους. Ξύπνησε τρομαγμένο και χώθηκε κάτω απ’ το κρεβάτι του, για να μην το βρει ο Δράκος. Εκεί το ξαναπήρε ο ύπνος. Όταν ξημέρωσε, τα είχε όλα ξεχάσει και δεν φοβόταν πια (Εύη)

 

Β) Ερχόταν όμως ο καιρός που ωριμάζαν οι καρποί, και τα μισογινωμένα τσαμπιά κρέμονταν απ’ τα κλήματα. Τότες το να μας ριχτούνε τα τσακάλια δεν ήταν χωρίς κίνδυνο όπως την άνοιξη. Αν τόσο μεγάλα κοπάδια πεινασμένα αγρίμια μπαίναν για μία μονάχα νύχτα μες στο κτήμα, την άλλη μέρα δεν θα βρισκόταν πια καρπός.

Γι’ αυτό οι άνθρωποι κοιτάζαν πώς να πολεμήσουνε το κακό και ν’ αντισταθούνε. Όλοι όσοι δουλεύανε στο υποστατικό, γυναίκες κι άντρες, χωρίζονταν σε τρεις βάρδιες. Η πρώτη ίσαμε τις δέκα τη νύχτα, η άλλη ίσαμε τα μεσάνυχτα,κι η τρίτη ως τις πρωινές ώρες. Περιμέναμε και, μόλις τα τσακάλια έρχονταν κοντά, χύνονταν όλοι κατά τα σύνορα του υποστατικού, βγάζοντας άγριες φωνές και χτυπώντας ντενεκέδες ή τούμπανα. Αν η νύχτα ήταν σκοτεινή, πολλοί βαστούσανε αναμμένες σκίζες δαδιά στα χέρια. Τ’ αγρίμια τρομαγμένα τραβιόνταν πίσω, λυσσασμένα ουρλιάζοντας, και χιμούσαν σ’ άλλα γειτονικά υποστατικά (σ. 54)

1. Η  Άρτεμη είναι στο σπίτι του παππού και ζωγραφίζει τα τσακάλια. Ύστερα κολλά τη ζωγραφιά στον τοίχο και φωνάζει τον παππού και τη γιαγιά να τους την δείξει. Ο παππούς προειδοποιεί την Άρτεμη να μην πλησιάσει ποτέ τα τσακάλια, γιατί θα της κάνουν κακό. Η Άρτεμη δεν το πιστεύει αυτό. Πηγαίνει σε μια σπηλιά, για να δει τα τσακάλια από κοντά. Ένα τσακάλι είναι πεινασμένο και την δαγκώνει. Όμως επειδή είναι παιδάκι, τα τσακάλια την αφήνουν να φύγει. Τώρα πια η Άρτεμη είναι σίγουρη πως τα τσακάλια είναι καλά και θα το πει στα αδέρφια της (Σοφία 2.)

 

2. Τα παιδιά παίζουν με τα καραβάκια που έχουν φτιάξει από πεύκο. Όταν νυστάζουν, πηγαίνουν για ύπνο. Το πρωί βρίσκουν στην αυλή τενεκέδες και τύμπανα και παίζουν μουσική. Ο παππούς με τη γιαγιά που πίνουν αυτήν την ώρα καφέ, ενοχλούνται από το θόρυβο και φωνάζουν τα παιδιά μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά ρωτάνε πώς βρέθηκαν όλα αυτά στην αυλή και ο παππούς τους λέει για τον πόλεμο με τα τσακάλια, που νίκησαν οι άνθρωποι. Τα παιδιά στεναχωριούνται, γιατί θα ήθελαν να είχαν νικήσει τα πεινασμένα τσακάλια (Παναγιώτης)

3. Το παιδάκι βλέπει από το παράθυρό του τα τσακάλια, που τρώνε καρπούς από τα δέντρα. Ύστερα ο παππούς βγαίνει έξω, για να τους ρίξει κόκαλα από το φαγητό που μαγείρεψαν εχθές, επειδή τα τσακάλια δεν έχουν χορτάσει. Το παιδάκι βγαίνει μαζί του. Ο παππούς τού έχει μάθει να μην φοβάται να ταϊζει τα τσακάλια. Τα ζώα χόρτασαν και έφυγαν και τότε ο παππούς στόλισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ύστερα σήκωσε το παιδάκι στην αγκαλιά του κι εκείνο έβαλε το αστέρι στην κορφή του δέντρου. Κι όλοι μαζί τραγούδησαν το τραγούδι «Αστεράκι μου λαμπρό» (Ιωάννα)

 

4. Τα κοριτσάκια παίζουν έξω με τις κούκλες τους. Όταν βλέπουν από μακριά τα τσακάλια να πλησιάζουν, τρέχουν μέσα στο σπίτι. Τα τσακάλια ψάχνουν στο κτήμα του παππού, για να βρουν τροφή. Έχουν κατέβει από το βουνό, επειδή εκεί δεν υπάρχει τίποτα να φάνε. Ευτυχώς στο κτήμα του παππού βρίσκουν πολλά κόκαλα. Ο παππούς ήξερε ότι τα τσακάλια θα έρθουν και το είχε πει στο παιδάκι. Έτσι εκείνο σκόρπισε κόκαλα, για να φάνε τα τσακάλια. Τα κορίτσια που τα είδαν όλα αυτά απ’ το παράθυρο, πήγαν και βρήκαν τον αδερφό τους στο δωμάτιό του κι έκαναν όλοι μαζί μια αγκαλιά (Σοφία 1)