Αρχείο μηνός Φεβρουάριος 2019

Δημοσιευμένα άρθρα για Καβάφη, Καρυωτάκη, Μυριβήλη, Άγρα.

Βλ. Δημοσιευμένα άρθρα μου για περισσότερους νεοέλληνες λογοτέχνες (Αργύρη Εφταλιώτη, Έλλη Αλεξίου, Μάρω Δούκα, Άλκη Ζέη, Ρίτα Μπούμη-Παπά κ. ά.) στα Αρχεία της Ομάδας Δημιουργικοί Εκπαιδευτικοί του Π.Σ.Δ.   https://blogs.sch.gr/eisk/ 

 

Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη

Ελένη Α. Ηλία, δρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ε.Κ.Π.Α.

Το άρθρο μου Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη, έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 59-61, Χειμώνας ’97-98, σσ. 4510-4520.

Η ειρωνεία προκύπτει όταν αυτό που λέγεται είναι το αντίθετο αυτού που εννοείται (W. Iser, The impled reader, The Johns Hopkins University Press, Balti­more and London, 51990, σ. 33). Συνεπώς, ό ειρωνικός λόγος απαιτεί την εντατική αναγνωστική δραστηριοποίηση, προκειμένου να γίνει αντιληπτό το υπονοούμε­νο (ό.π., σσ. 34, 77, 221). ΄Οσο ενεργότερη, όμως, είναι η συμμετοχή του αναγνώ­στη στην παραγωγή του νοήματος, τόσο μεγαλύτερη επίδραση ασκεί στην αντί­ληψη του το έργο (W. Iser, The act of reading, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 51991, σσ. 21,48, 67,128).

Σε ορισμένες μελέτες για τον Καβάφη, όπως αυτές του Τίμου Μαλάνου (1) και του Νάσου Βαγενά (2), επισημαίνεται ή ειρωνική διάσταση της ποί­ησής του. Ο Γιώργος Βελουδής, μελετώντας την « ειρωνεία στον Καβάφη», εντοπίζει πλήθος ποιημάτων με ει­ρωνικό ύφος,  τα οποία διακρίνει σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη το θύμα της ειρωνείας ταυτί­ζεται με το θύμα της ίδιας του της άγνοιας, οπότε πρόκειται για τραγική ειρωνεία. Εδώ, καθώς αντικείμενο της ειρωνείας είναι η αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο, προκύπτουν συσχετισμοί με την κλασική τραγωδία. Στη δεύτερη κατηγορία ποιημάτων η ειρω­νεία συνίσταται στη διπροσωπία των ηρώων τους (3).

Εδώ θα ασχοληθούμε με τις ειρωνικές ποιητικές αναφορές στην νεότητα. Οι περιπτώσεις αυτές είναι λιγοστές, αναλογικά με το πλή­θος των ποιημάτων που αναφέρονται σε διάφορες νεανικές μορφές. Ό Σεφέρης γράφει για το έργο του Καβάφη πως ολόκληρο «κρυσταλλώνε­ται γύρω από το στέλεχος ενός νέου σώματος» (4), ενώ σημειώνεται ενδεικτικά ότι και τα δεκατρία ποιή­ματα που έγραψε ο ποιητής το 1917 είχαν ως θέμα νεαρά πρόσωπα (5). Κατά. τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, επίσης, η ποιητική παραγωγή του Καβάφη είναι «με­στή από μορφές νέων». Αυτό αποδεικνύεται από μία στατιστική ανάλυση, όπου η παρουσία των νέων εντοπίζεται στην χρήση της λέξης «νέος» ως ουσιαστικό 25 φορές, 16 φορές ως επίθετο, της λέξης «παιδί» 19 φορές, της λέξης «έφηβος» 9 φορές και 7 φορές της λέξης «νεότης». Στό έργο του Καβάφη αναφέρονται επιπλέον τά: «αγόρι», «νεανικός», «νεολαία», «πρώτα νειάτα», «πρώτα εφηβικά χρόνια», «πολύ νέος» και «νεότατος»(6).

Κρίνουμε, ωστόσο, σκόπιμο να αναλύσουμε τις λιγοστές έστω αυτές περιπτώσεις ειρωνικής αναφοράς στη νεότητα, επειδή φωτίζουν ε­ντονότατα τη θεώρηση της νεότητας στο συνολικό έργο του ποι­ητή.

Το ποίημα « Ηρώδης Αττικός» ξεκινά με την έκφραση θαυμα­σμού για τη δόξα τού ομώνυμου ρήτορα8:

Α, του Ηρώδη του Αττικού τι δόξα ειν’ αυτή.

Εκείνο όμως, για το οποίο κρίνεται και θεωρείται αξιοζήλευτος ο συγκεκριμένος φιλόσοφος, δεν είναι ο φιλοσοφικός του στοχασμός ή η ρητορική του δεινότητα. Οι σύγχρονοι του ποιητή νέοι της Αιγύ­πτου, που συγκεντρώνονται για να ανταλλάσσουν τις φιλοσοφικές τους απόψεις, θαυμάζουν τον Ηρώδη ως αξιέραστο άνδρα:

Πόσα παιδιά στην Αλεξάνδρεια τώρα,

στην Αντιόχεια, ή στην Βηρυτό

(οι ρήτορες του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),

όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια

που πότε ή ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,

και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια.

ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά;-10

κατά που θέλει και κατά που κάμνει

οι ΄Ελληνες (οι ΄Ελληνες!) να τον ακολουθούν,

μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,

μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο11

Το ενδιαφέρον, λοιπόν, των Αλεξανδρινών νέων για τη φιλοσοφία είναι επιφανειακό. ” Εκείνο που ουσιαστικά τους απασχολεί είναι ο έρωτας12. Συνεπώς, ή νεότητα σκιαγραφείται εδώ κυριευμένη από το ερωτικό στοιχείο, και σε απόλυτη διάσταση με την σοφία13.

Στο ποίημα «Εύνοια τού “Αλεξάνδρου Βαλα» ο ήρωας14, που συμ­μετέχει σε μια αρματοδρομία, εμφανίζεται αδιάφορος για την ήττα του. Η αδιαφορία του αποδίδεται στο γεγονός πως η στενή σχέση του με τον ισχυρό Βάλα θα εξασφαλίσει την αμφισβήτηση τού αποτελέ­σματος τού αγώνα:

Του Βάλα ειμ’ εγώ η αδυναμία, ο λατρευτός

Αύριο, να δεις, θα πουν πως ο αγών δεν έγινε σωστός,

΄Αλλωστε, επισημαίνει ότι θα αναγορευόταν νικητής, αν και μόνον το απαιτούσε:

(Μα αν ήμουν ακαλαίσθητος, κι αν μυστικά το είχα προστάξει θα ‘ βγαζαν πρώτο, οι κόλακες, και το κουτσό μου αμάξι).

Θεωρεί, όμως, περιττό να επιδιώξει τη νίκη, επειδή η ομορφιά του και η κοινωνική του θέση επαρκούν για να μην στερείται καμιά επιθυ­μητή απόλαυση:

Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία ρόδα την νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει. Είμαι ο νέος ο πιο δοξαστός.

Η επιτυχία τού νεαρού ήρωα στηρίζεται, λοιπόν, αποκλειστικά στην εξωτερική του εμφάνιση και όχι στις ικανότητες του. Η Ιλίνσκαγια τονίζει ότι αυτός ο γραφικός τύπος, που είχε πλήθος εξου­σιών μόνο και μόνο χάρη στην εύνοια τού αυτοκράτορα Βάλα, εκ­φράζει το αποκορύφωμα της απάθειας και της πολιτικής αδιαφορίας, της παραίτησης από τις ηθικές και κοινωνικές αξίες15. Μέσα από την ειρωνεία τού ποιητή, για την ανάδειξη της μετριότητας τού νέου σε πλέον σημαντική προσωπικότητα, φανερώνεται ή δύναμη της νεα­νικής ομορφιάς. Η «αιθέρια εφηβική μορφή» που κυριαρχεί στο έργο τού ποιητή, αφού όλοι οι νέοι του – φανταστικοί ή υπαρκτοί, επώνυ­μοι ή ανώνυμοι – είναι «ωραίοι και εύρωστοι» οδηγεί μακρυά από τη φαυλότητα16. Το κάλλος λειτουργεί στον Καβάφη ως φωτισμός, λύ­τρωση, έκσταση και παρηγοριά, θεωρούμενο η ουσία τού ανθρωποκε­ντρικού σύμπαντος17.

Το ποίημα «Από την σχολήν τού περιωνύμου φιλοσόφου» αναφέ­ρεται σε έναν ωραίο νέο:

(μορφήν εις άκρον ευειδή),

οικονομικά εξαρτώμενο από τους γονείς του. Ο ποιητής παρουσιάζει

τις διαδοχικές αναζητήσεις του μέχρι να καταλήξει να ασχολείται αποκλειστικά  με την εξωτερική του εμφάνιση:

Έμεινε μαθητής τού Αμμωνίου Σακκά δυο χρόνια, Κατόπι μπήκε στα πολιτικά. Την περιέργειάν του είλκυσε κομμάτ’ η Εκκλησία/ να βαπτισθεί και να περάσει Χριστιανός.

Παράλληλα σημειώνονται οι αιτίες, για τις οποίες απομακρυνόταν ο νεαρός από τις δραστηριότητες που είχε αρχικά καταπιαστεί, χωρίς ο ποιητής ευθέως να τις κρίνει18, αν και μαρτυρούν την ανευθυνότη­τα του ήρωά του:

αλλά βαρέθηκε και την φιλοσοφία και τον Σακκά, Μα τα παραίτησεν. Ήταν ο Έπαρχος μωρός κ’ οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή· τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι..,,

Μα γρήγορα την γνώμη του άλλαξε, θα κάκιωνε ασφαλώς με τους γονείς του, επιδεικτικά εθνικούς-και θα του έπαυαν -πράγμα φρικτόν-ευθύς τα λίαν γενναία δοσίματα.

Στην παράθεση των μελλοντικών σχεδίων του νέου, πού ακολουθεί, επαναλαμβάνονται παραδόξως οι ίδιες ενασχολήσεις που ο ήρωας έχει, ήδη, απαρνηθεί;

Έπειτα ίσως εκ νέου στον Σακκά να πήγαινε. Κι αν εν τω μεταξύ απέθνησκεν ο γέρος, πήγαινε σ’ άλλου φιλοσόφου ή σοφιστού πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς. ΄Η τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά να επέστρεφεν. 

Αυτοί οι τελευταίοι στίχοι αντιτίθενται στους προηγούμενους με αποτέλεσμα να εκλαμβάνονται ως ειρωνεία. Κορυφαίο σημείο της αντίθεσης συνιστά η επισήμανση πως το ενδιαφέρον του νέου για τη φιλοσοφία ή τα πολιτικά θα αναθερμανθεί τουλάχιστον αρκετά χρονιά αργότερα, όταν η φυσική του κατάσταση δεν θα του επιτρέπει να συχνάζει στους διεφθαρμένους οίκους και στα κρυφά καταγώγια της Αλεξάνδρειας, όπως κάνει στο παρόν.

Τουλάχιστον για δέκα χρόνια ακόμη η καλλονή του θα διαρκούσεν.

Το καταληκτικό ειρωνικό ποιητικό σχόλιο προκαλεί την εντατικοποιημένη δραστηριοποίηση του αναγνώστη19, ώστε αυτός να ανα­γνωρίσει τα γηρατειά ως πραγματική αιτία της πιθανής επιστροφής του ήρωα στα φιλοσοφικά και τα πολιτικά. Χάρη στην ενεργοποίηση μας αυτή αντιλαμβανόμαστε πληρέστατα την προνομιούχο θέση της νεότητας, πού μπορεί απερίσκεπτα να απολαμβάνει τον έρωτα. Ο α­τέρμονος έρωτας, η καλλιέργεια της κοψμότητας και η αδράνεια και η μαλθακότητα υπαγορεύονται κατά το Ρόδη Ρούφο από το στοιχείο της ατομικής ευτυχίας πού συνιστά την υπέρτατη αξία για τα πρό­σωπα της ποίησης του Καβάφη20. Και ο Κ. Μητσάκης επισημαίνει πως ύψιστη αξία και αυτοσκοπός στους ανθρώπους τού Καβάφη είναι οι ηδονές21, ενώ ο Κ. Π. Μιχαηλίδης θεωρεί πως η στάση της αναζήτησης της ομορφιάς ξεκινά από το «κενό» που αισθάνονται οι ήρωες, ως προσπάθεια αποφυγής του22. Ταυτόχρονα με τα προνόμια της νεότη­τας συνειδητοποιούμε την πικρία για την ερωτική στέρηση που επι­φέρει η σωματική γήρανση. Ή Ιλίνσκαγια διακρίνει μια μελαγχολι­κή ατμόσφαιρα στην ποίηση του Καβάφη, που την αποδίδει στα μοτί­βα των γηρατειών καί του θανάτου23. “Αλλωστε καί ό Πόλυς Μοδινός κάνει λόγο γιά τόν μόνιμο φόβο και το άγχος που κυριαρχεί στο έργο τού ποιητή για τον «αναπόφευκτο χωρισμό από τη νεότητα, την ομορ­φιά, το σφρίγος της ζωής24.

Στο «Τέμεθος, Άντιοχεύς· 400 μ.Χ.» ο ομιλών διαχωρίζει τον εαυ­τό του και όσους ακόμη γνωρίζουν το πρόσωπο στο όποιο αναφέρεται το ποίημα με τίτλο «Ο Εμονίδης» από τους υπόλοιπους αναγνώστες τής Αντιόχειας25:

Μια αγάπη του Τεμέθου       το ποίημα εκφράζει,

ωραίαν κι αξίαν αυτού.      Εμείς οι μυημένοι

οι φίλοι του οι στενοί ·        εμείς οι μυημένοι

γνωρίζουμε για ποιον        εγράφησαν οι στίχοι.

Ειρωνευόμενος ο Καβάφης εκείνους που το αγνοούν26

(Οι ανίδεοι Αντιοχείς        διαβάζουν, Εμονίδην),

προβάλλει την σπουδαιότητα τής ερωτικής ζωής του συγκεκριμένου νέου, συγκρινόμενης με την ποιητική τέχνη27.

Στο ποίημα «Ας φρόντιζαν» ένας νέος αναφέρεται στην ανάγκη του να εργαστεί, για να επιβιώσει, ύστερα από την οικονομική του κατάρρευση, που αποδίδει στην ακρίβεια της πόλης του. Ο ήρωας, αφού παραθέτει τις πολυπληθείς ικανότητες και γνώσεις του,

(Άλλα είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.

Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος

ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα-

τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις.

Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,

κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.   ·

Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά),

εμφανίζεται διατεθειμένος να τις αξιοποιήσει, για να ωφελήσει την πατρίδα του:

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα, την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Ωστόσο η πρόθεση που δηλώνει ανατρέπεται στους αμέσως επό­μενους στίχους, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται ως ειρωνεία28. Συ­γκεκριμένα, σκεπτόμενος ο νέος τού ποιήματος το ενδεχόμενο να μην τον προσλάβει η κυβέρνηση, σχεδιάζει να εργασθεί για τους εχθρούς του τόπου του. Η ειρωνεία, μάλιστα, κορυφώνεται, καθώς η περιφρό­νησή του για τους τελευταίους δεν συμβιβάζεται με την συνεργασία, που προτίθεται να τους ζητήσει:

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα, κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει, θα πάγω στον αντίπαλο του, τον Γρυπό. Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει, πηγαίνω παρευθύς στον  Υρκανό.

Ο παράλογος συλλογισμός του νέου, που ακολουθεί, πως δεν αισθάνεται τύψεις για την προδοσία της χώρας του, επειδή και οι τρεις πιθανές επιλογές του είναι εξίσου επιζήμιες για αυτήν

(Κ’ ειν’ η συνείδησίς μου ήσυχη

για το αψήφιστο της εκλογής.

Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο),

επιτείνει τον ειρωνικό χαρακτήρα του ποιήματος. Το αποκορύφωμα της ειρωνείας εντοπίζεται στους τελευταίους στίχους. Εδώ, ο νεαρός ήρωας επιρρίπτει ευθύνες, για τις συνθήκες29 που προκάλεσαν την πα­ραπάνω στάση του, στους «κραταιούς» θεούς:

Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.

Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.

Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί

να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.

Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

Χάρη στο συγκεκριμένο ποιητικό ύφος, προκύπτει εντονότατα ο τυχο­διωκτισμός, η ανευθυνότητα και η έλλειψη ηθικών άξιων που διακρί­νουν συνολικά την νεότητα στο έργο του Καβάφη. Για «ηθική ευλυ­γισία» και «αμοραλισμό» μιλά ο Κ. Πλησης30, συνέπεια της διάλυ­σης του Ελληνισμού των παροικιών31.

Τελειώνουμε με το ποίημα «Μέρες του 1908 ». Στους πρώτους στίχους ο ποιητής εμφανίζεται σύμφωνος με τον νεαρό ήρωα του32, που αρνήθη­κε μια θέση εργασίας, επειδή αυτή δεν ανταποκρινόταν στα αξιόλογα προσόντα του, παρόλο που αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης:

Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.

Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,

νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.

Στην συνέχεια, όμως, ο Καβάφης εξακολουθεί να εκφράζει την
υποστήριξη του στον ίδιο, που δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει
σημαντικά ποσά από τυχερά παιχνίδια και από δάνεια:                  t

Από χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί, στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά.

Έτσι αντιλαμβανόμαστε την ειρωνεία του ισχυρισμού του, η οποία προκαλείται από την αντίθεση ανάμεσα στην απόφαση του ήρωα να μην αποδεχθεί την ταπεινωτική δουλειά που του προσφέρ­θηκε καί στον αναξιοπρεπή τρόπο ζωής που επέλεξε, προκειμένου να αντιμετωπίσει το βιοποριστικό του πρόβλημα. Την ίδια ειρωνι­κή λειτουργία διακρίνουμε καθώς ο ποιητής αναγνωρίζει στον νέο την ικανότητα να διαλέγει ανόητους αντιπάλους, για να τους κερ­δίζει εύκολα:

όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.

Ειρωνικά εκλαμβάνουμε, επίσης, την χρήση του ρήματος «ξέπε­φτε», επειδή αυτό αναφέρεται μόνον για τις περιπτώσεις που ο ήρω­ας δανειζόταν ευτελή ποσά και όχι για το γεγονός του δανεισμού καθεαυτό:

Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.

Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,                         4

κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.

Συνεπώς, εξαιτίας τής έντονης δραστηριοποίησης του αναγνώστη πού συνεπάγεται ή ειρωνεία, αντιλαμβανόμαστε καίρια τα στοιχεία τής αναζήτησης του εύκολου κέρδους και της αδιάκοπης απόλαυσης, που χαρακτηρίζουν σταθερά τους νέους του Καβάφη.

Η ειρωνική στάση τού ποιητή απέναντι στους νεαρούς ήρωες του τονίζει την έλλειψη κάθε αρετής, έκτος από την ομορφιά και τον ερωτισμό τους. Όμως αυτά τα εφήμερα χαρακτηριστικά -προ­νόμιο αποκλειστικό τής νεότητας- αναδεικνύονται έτσι τα μόνα ε­παρκή για την εξασφάλιση της ευτυχίας. Στην αναπόφευκτη απώ­λειά τους εντοπίζεται λοιπόν η τραγικότητα τής ύπαρξης. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία για τον Καβάφη, η παρουσίαση τής αναμέτρησης του ανθρώπου με τις ιστορικές δυνάμεις33 και την φθορά του χρόνου34 οδηγεί στην απόκτηση τής δραματικής συνείδησης τής αν­θρώπινης ματαιότητας35.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Τ. Μαλάνου, Ό ποιητής Κ. Π. Καβάφης, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1957, σ. 171.
  2. Νάσου Βαγενά, Ό πο ιητής καί ό χορευτής* Μια εξέταση τής ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, έκδ. Κέδρος, ‘Αθήνα 1979, σσ. 101-102.
  3. Γ. Βελουδή, ‘Αναφορές: έξη νεοελληνικές μελέτες, έκδ. Φιλιππότη, ‘Αθήνα 1983, σσ. 50, 51, 52-53.
  4. Δοκιμές, εκδ. Φέξη, Αθήνα. 1962, σ. 455.
  5. Τ. Μαλάνου, ό.π., σ. 89.
  6. Δ. Ν. Μαρωνίτη κ.ά., Ο Καβάφης και οι νέοι, εκδ. Θεμέλιο. “Αθήνα, 1984, σ. 8.
  7. Σέ ολόκληρο τό έργο τοΰ Καβάφη διακρίνεται μιά ενιαία εσωτερική γραμ­μή, πού σά «ραχοκοκκαλιά» οργανώνει τήν ποιητική ροή (Σ. Ιλίνσκαγια, Κ. Π. Καβάφης. Οί δρόμοι προς τον ρεαλισμό στην ποίηση τοΰ 20οϋ αι., έκδ. Κέδρος, “Αθήνα 1983, σ. 388) καί εξασφαλίζει αλληλουχία ανάμεσα στά ποιήματα (ό.π., σ. 176). Τήν συνοχή πού χαρακτηρίζει τό συγκεκριμένο ποιητικό έργο, καθώς, όμως, καί τήν ποικιλία του, τά εντοπίζει καί ό Τ. Κ. Παπατσώνης (« Υποκειμενικά άντλήματα από τόν Καβάφη», περ. Ευθύνη, τεΰχ. 20,1973, σ. 388).
  8. ‘Ο Καβάφης, αν καί αναφέρεται συχνά σέ ιστορικά πρόσωπα καί περιό­δους τοΰ παρελθόντος, μένει διαρκώς στό παρόν (Γιάννη Δάλλα, «01 2 όψεις τοΰ νομίσματος τοΰ Όροφέρνη», περ. Δ ιαβάζω, τεΰχ. 78, σ. 110), μένει ανθρώπινος καί μόνο (“Α. Καραντώνη, Φυσιογνωμίες: Κριτικά δοκίμια, έκδ. Δωρικός, ‘Αθήνα, 1966, σ. 317), αποδίδοντας τήν ψυχή μετά πανανθρώπινα προβλήματα (Θ. Σουλο-γιάννη, «Κ. Παλαμάς καί Κ. Καβάφης. Διαμάχη καί οπαδοί. “Ενα χρονικό», περ. Διαβάζω, ό.π., σ. 50), πού παραμένει πάντα ή ίδια, ενώ ό ιστορικός χρόνος κυλά γύρω της (Δημήτρη Καραμβάλη, Πρακτικά τρίτου Συμποσίου ποίησης, έκδ. Γνώ­ση, σ. 399).
  9. Ό Καβάφης, εξιδανικεύοντας τους νέους του, έχει πλάσει μιά «πολιτεία πλατωνικών εφήβων» (Α. Καραντώνη, ό.π., σ. 312), όπου ή σύγχρονη Αίγυπτος μέ τίς νέγρικες μορφές της δέν έχει καμιά θέση (Θ. Δ. Φραγκόπουλου, «Τό Κεραμε-οΰν», Μέρες τοΰ ποιητή Κ. Π. Καβάφη, Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 255).
  10. Ό Γ. Βελουδής επισημαίνει πώς ό Καβάφης συνήθως κλείνει σέ παρενθέ­σεις ή παύλες κάποιο προσωπικό ειρωνικό σχόλιο (Γ. Βελουδής, ο.π., σσ. 54-55).
  11. “Η παρούσα στάση των νέων θεωρείται από τόν Μ. Γ. Μερακλή ώς τό απο­κορύφωμα τής κατάπτωσης (Παλαμάς – Καβάφης, Πρακτικά τρίτου Συμποσίου ποίησης, ο.π., σ. 31).
  12. Ό έρωτας εμπεριέχεται στό έργο του ποιητή, γιατί, ό,τι κι αν γράφει, παρα­μένει έρωτοπαθής, όπως καί οί αρχαίοι (Γ. Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής καί ηθικής, έκδ. Ερμής, 1983, σ. 48).
  13. Ό ερωτισμός στον Καβάφη είναι τό αντιστάθμισμα (Σ. Ίλίνσκαγια, ο.π., σ. 209) στην διαχρονική τραγικότητα του ανθρώπου (Εΰαγ. Καλογήρου, Πρακτι­κά τρίτου Συμποσίου ποίησης, ο.π., σ. 78), πού έγκειται στην άναπόφευτκη υπο­ταγή στην μοίρα του (Δ. Καραμβάλη, ο.π., σ. 399).
  14. Στην ποίηση τοϋ Καβάφη συναντάμε οκτώ νέους «ιστορικούς», είκοσι έπτά«ψευδοίστορικούς», τρεις «γραμματειακούς» καί τριάντα έξι «σύγχρονους». (Δ. Μαρωνίτη κ.ά., Ό Καβάφης καί οί νέοι, ο.π., σσ. 17-18).
  15. Σ. ” Ιλίνσκαγια, ο,π., σ. 238.
  16. Κ. Πληση. δ.π.,σ. 238.
  17. Κ. h. Τσιρόπουλου. – Ό ποιητής Καβάφης ■ ποιητής εθνικός», Μέρες τοΰ ποιητή Κ. Π. Καβάφη. Τετράδια. Ευθύνης 19, σ. 170.
  18. Ό Καβάφης ούτε επικροτεί τήν παρακμή των νέων πού εμφανίζει στο έργο του (Γιώργου Δεληγιάννη, Πρακτικά τρίτον Συμποσίου ποίησης, σ. 61), ούτε ταυ­τίζεται μέ αυτήν, παρά μόνο εκφράζει «συγκατάβαση ή συμπόνοια» (Μανόλη Λαμπρίδη. Πρακτικά τρίτον Συμποσίου ποίησης, σσ. 400-401).
  19. Κ. Π. Μιχαηλίδη,«’Ιστορία καί ποίηση: Ό υπαρξιακός Καβάφης», Τετρά­δια Ευθύνης 19, α.
  20. Σ. Ίλίνσκαγια, ό.π., σσ. 60-61.
  21. Πόλυ Μοδινού, Κύκλος Καβάφη, Βιλιοθήκη Γενικής Παιδείας 14, Ίδρυμα Σχολής Μωράίτη, ‘Αθήνα 1983, σ. 210.
  22. Ο Τίμος Μαλάνος θεωρεί ότι ο Καβάφης δημιούργησε το ποιητικό του
    έργο, για να μιλήσει για τα «δικά του»: το κατατρεγμένο ερωτικό του ένστικτο,
    αλλά και το δράμα του για την διπλή προσωπικότητα του, πού ξεκινούσε από τήν
    ανάγκη του νά κρύψει τήν ανωμαλία του (Τ. Μαλάνου, ό.π., σσ. 6061). Συχνά,
    λοιπόν, ό ποιητής εκμυστηρεύεται έμμεσα τίς ροπές του (ό.π., σ. 65), αναφέρεται
    στην δική του ψυχική δόνηση, μέσα από ιστορικά καί άλλα προσωπεία (Όλγας
    Βότση, «Λίγα γιά τόν Καβάφη», Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 35).
  23. Τό ποίημα αυτό αποκαλύπτει ρητά «τό κρυπτικό παιχνίδι του είρωνα» (Γ. Βελουδή, ό.π., σ. 50).
  24. στήν υπεροχή της, ακόμη, απέναντι στις άλλες δραστηριότητες του ανθρώπου, που επισημαίνει ο Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης (« Η ποιητική συνείδηση του Καβά­φη», περ. Παλίμψηστον, τεύχ. 8, Ηράκλειο,   Ιούνιος 1989, σσ. 177, 178, 181).
  25. Ο Τ. Μαλάνος θεωρεί ότι ο Καβάφης δημιούργησε το ποιητικό του έργο, για να μιλήσει για “τα δικά του”: το κατατρεγμένο ερωτικό του ένστικτο αλλά και το δράμα του για τη διπλή προσωπικότητά του, που ξεκινούσε από την ανάγκη του να κρύψει τη σεξουαλική ιδιαιτερότητά του (ό. π., σσ. 60-61). Συχνά λοιπόν ο ποιητής εκμυστηρεύεται έμμεσα τις ροπές του (ό. π., σ. 65),  αναφέρεται στη δική του ψυχική δόνηση μέσα από ιστορικά και άλλα προσωπεία (Όλγας Βότση, “Λίγα για τον Καβάφη”, Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 35).
  26.  Το ποίημα αυτό αποκαλύπτει ρητά το “κρυπτικό παιχνίδι του είρωνα” (Γ. Βελουδή, ό. π., σ. 50).
  27. Το στοιχείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, αν λάβουμε υπόψη την “απαρασάλευτη” και “απόλυτη” πεποίθηση του Καβάφη στην αξία της ποίησης, στην υπεροχή της, ακόμη, απέναντι στις άλλες δραστηριότητες του ανθρώπου, που επισημαίνει ο Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης στη μελέτη του “Η ποιητική συνείδηση του Καβάφη”, περ. Παλίμψηστον, τεύχ. 8, Ηράκλειο, Ιούνιος 1989, σσ. 177, 178, 181).
    1. Σημειώνεται πως και όταν, κάπου, η στάση φαντάζει ευγενική, η αξία, που την εμπνέει, δεν είναι άλλη από την προσωπική φιλοδοξία (Ρόδη Ρούφου, ό.π., σ. 26).
    2. « Η εξάρτηση από τις συνθήκες του τόπου και του χρόνου» συνιστά την αναμφισβήτητη αρχή του ποιητικού θέματος στον Καβάφη (Σ. Ιλίνσκαγια, σ. 250).
    3. Κ. Πλησή, ό.π., σ. 230.
    4. Μ. Μ. Παπαϊωάννου,« Ο πολιτικός Καβάφης», Πρακτικά τρίτου Συμποσί­ου ποίησης, σ. 280.
    5. Θέμα των τελευταίων ποιημάτων του Καβάφη είναι διάφοροι ανώνυμοι νέοι, στην πλειοψηφία τους σύγχρονοι τού ποιητή, πού ασκούν « βάναυσα» επαγ­γέλματα, όπως υπάλληλοι, χειρώνακτες, χαρτοπαίκτες και πόρνοι (Δ. Ν. Μαρωνί­τη κ.ά., ό.π., σσ. 24-25).
    6. Νίκου Όρφανίδη,« Ο Ιστορικός πληθυσμός του Καβάφη και η αναμέτρη­σή του με την Ιστορία», Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 169.
    7. Παναγιώτη Φωτέα, «Μία πρόταση ανάγνωσης του Καβάφη», Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 265.
    8. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 10.

 

ΣΤΡΑΤΗ  ΜΥΡΙΒΗΛΗ,

“Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΝΑ” ΚΑΙ “Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ”:

Ο ρόλος του φυσικού περιβάλλοντος

στον ερωτισμό των ηρώων  και στην απόδοση των ερωτικών σκηνών

Ελένη Α. Ηλία

 

Πολλά έχουν γραφτεί για τον πρωταρχικό ρόλο του φυσικού χώρου, του τοπίου στο έργο του Μυριβήλη. Ανεξάντλητη πηγή του συγγραφέα θεωρείται η βαθιά, ερωτική, πλήρης επαφή του, ο αράγιστος, βαθιά ριζωμένος σύνδεσμός του με τη γη του (Αντρέα  Καραντώνη, Από τον Σολωμό ως τον Μυριβήλη, Εστία, σ. 234). Ο Μυριβήλης είναι φλογερός εραστής του λεσβιακού τοπίου, που το επέβαλλε και το διαπλάτυνε ώστε να γίνει εθνικό (Μ. Ν. Τσιάμη, Μορφές του Αιγαίου, Αθήνα, 1973, σ. 59). Στο μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα θριαμβευτής, πρωταγωνιστής είναι η φύση, η αιώνια ελληνική (Τατιάνας Σταύρου, Τετράδια Μνήμης, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1982, σ. 20). Εδώ «οργιάζει» η περιγραφή τοπίων. Ο καθημερινόις αγώνας του συνόλου με τη θάλασσα και με την ελιά δικαιώνει το μυθιστόρημα (Απόστολου Σαχίνη, Πεζογράφοι του καιρού μας, Ινστ. Του Βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1989, σ. 67). Πρόκειται για μια εξαίρετη θαλασσινή και ψαράδικη συμφωνία (Α. Καραντώνη, ό. π.) Αλλά και στο έργο Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια ο Μυριβήλης έδωσε ολόκληρο το νησί του, στεριά, θάλασσα, βλάστηση, χωριό. Οι συζητήσεις στα επαρχιακά, παραθαλάσσια καφενεία, οι εκδρομές, το κολύμπι, το ψάρεμα κα;ι το κυνήγι και οι περίπατοι στα εξοχικά τοπία του νησιού κυριαρχούν εδώ (ό. π.)

Εδώ θα επικεντρωθούμε στη σχέση της φύσης με τον έρωτα στα δύο παραπάνω έργα. Βέβαια η σχέση αυτή παρατηρείται και στο μυθιστόρημα Η Ζωή εν Τάφω, που ολοκληρώνει την τριλογία. Αντίθετα, στο αφήγημα Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, φυσικός κόσμος και έρωτας δεν συνδέονται ουσιαστικά. Ο ερωτικός δεσμός του Λεωνή με τη Σαπφώ, χήρα του φίλου και συμπολεμιστή του Βρανά παρουσιάζεται στη Δασκάλα με τα χρυσά μάτια. Στην Παναγιά τη Γοργόνα παρακολουθούμε την ερωτική έλξη που ασκεί η έφηβη Σμαραγδή στο σύνολο των ηρώων χωρίς ωστόσο να οδηγεί σε δημιουργία δεσμών ανάμεσά τους (Α. Σαχίνη, ό. π., σ. 66). Συχνά, όπως θα δούμε, ο συγγραφέας συνδέει ή εμπλέκει με ποικίλους τρόπους στην περιγραφή των δύο κύριων ηρωίδων, Σαπφώς και Σμαραγδής, το άμεσο φυσικό περιβάλλον τους. Άλλοτε, διάφορα φυσικά στοιχεία και αντικείμενα χρησιμοποιούνται σε παρομοιώσεις για την περιγραφή των αφηγηματικών προσώπων και των ερωτικών συναισθημάτων τους. Από το φυσικό κόσμο προέρχονται ειδικότερα οι ενδείξεις για την αναγνώριση από τον αναγνώστη τέτοιων συναισθημάτων. Επιπλέον, η φύση εμφανίζεται ως η δρώσα δύναμη, που υπαγορεύει και καθορίζει την ίδια την ερωτική στάση των ηρώων. Άλλωστε, στις αναφορές για τη σχέση των προσώπων του έργου με την ίδια τη φύση κυριαρχούν εκφράσεις που της προσδίδουν ερωτικό τόνο και διάσταση. Για παράδειγμα, παραθέτουμε το απόσπασμα από τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», που αναφέρεται στο πρώτο θαλάσσιο μπάνιο του Λεωνή ύστερα από τη μακρόχρονη θητεία του στο μικρασιατικό μέτωπο και φανερώνει την ευεργετική επίδραση της θάλασσας στον ψυχισμό του:  « Έπαιζε με τη θάλασσα σα με μια γυναίκα. Τη χάιδευε, την προκαλούσε, την παίδευε. Κυλιότανε πάνω της  σαν πάνω σ’ ένα πελώριο ζο, σπαργωμένο από ακατέλυτα νιάτα. Την έσπρωχνε με τους γερούς ώμους του, που να του γλείφει τις πλάτες, να ξεχειλά μπροστά από τα λαιμά του και να του μουρμουρίζει πίσω από τα’ αυτιά…» Και πιο κάτω: «Η νωθρή κίνηση του χλιου νερού του ‘δινε την εντύπωση των γυναίκειων λαγόνων, σαν τις κυβερνά ο δημιουργικός ρυθμός». Τη «θαλασσολαγνεία» -όπως αποκαλείται η ερωτική απόλαυση που προσφέρει στο Λεωνή η θάλασσα- ο ίδιος τη διακρίνει και στη Σαπφώ, που κολυμπά δίπλα του. Ωστόσο, η ίδια ιδιότητα αποδίδεται και στη Σμαραγδή από το μυθιστόρημα «Η Παναγιά η Γοργόνα». Η ερωτική σχέση της ηρωίδας με το θαλασσινό νερό την αποδεσμεύει από τη σκληρή καθημερινότητα. Και είναι αξιοσημείωτο πως αυτήν την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας που μόνο το κολύμπι προσφέρει, η Σμαραγδή τη θεωρεί ό, τι πολυτιμότερο στη ζωή της:  «Άλλες φορές πάλι, σαν έβλεπε τη θάλασσα αδειανή από καϊκια, τραβούσε με τη βάρκα στ’ ανοιχτά. Εκεί ένιωθε τη λευτεριά της απόλυτη, να την κατέχει από τηυν κορφή ως τα νύχια σαν ένα αξετίμητο προνόμιο. Γδυνόταν ανάμεσα ουρανού και θάλασσας και πηδούσε κατακέφαλα μ’ ένα σύγκρυο ηδονής που την τρέλαινε. Αυτή τη χαρά, τη σχεδόν άγρια, της τη χάριζε μονάχα το ψυχρό μπάτσισμα που έδινε το νερό σ’ ολάκερη την ύπαρξή της. Ένιωθε τότες μέσα την αληθινή, τη γεμάτη ζωή, σα να μισοζούσε όλες τις άλλες ώρες που περνούσε έξω στη στεριά». Εκτός δε από τους «ηδονικούς σπασμούς» που προξενεί στη Σμαραγδή η θάλασσα, ο αφηγητής αναφέρεται και στο ερωτικό άγγιγμα του μπάτη πάνω στο φόρεμα της Σαπφώς.

Για να αποδοθεί λοιπόν η ερωτική σχέση των ηρώων με τη φύση, στον αφηγηματικό λόγο χρησιμοποιούνται, όπως είδαμε, οι κατάλληλες ερωτικές λέξεις. Ισχύει όμως και το αντίστροφο, δηλαδή ο αφηγητής χρησιμοποιεί το φυσικό κόσμο, προκειμένου να παρουσιάσει ερωτικά συναισθήματα και εντυπώσεις μεταξύ των ηρώων. Το γέλιο της Σαπφώς παρομοιάζεται με λιτρίδια που κυλούν παρασυρμένα από το κύμα ενώ το πρόσωπο της Σμαραγδής με μαγικό τριανταφυλλί λουλούδι και τα μάτια της με «πυροφάνια του ήλιου». Όσο για τον έρωτα της τελευταίας για το νεκρό Λάμπη, αφού ανακαλύπτει η ίδια ότι πνίγηκε λόγω του απελπισμένου έρωτά του για εκείνη, ο αφηγητής τον χαρακτηρίζει «αστροπελέκι» που φώτισε και ταυτόχρονα έκαψε την ηρωίδα. Τον ίδιο έρωτα τον παρομοιάζει επίσης με εντυπωσιακό φυτό που άπλωσε γιγάντια κλαδιά στη θλιμμένη ψυχή της.

Για να περιγραφεί η ευεργετική επίδραση που είχε για το Λεωνή ο έρωτας που ένιωσε για τη Σαπφώ, ύστερα από τον πόνο, την αθλιότητα και το θάνατο που βίωσε στον πόλεμο, ο αφηγητής αποκαλεί ντο αίσθημά του «λουλούδι της ζωής» και αλλού «μυθικό άνθος που φύτρωσε στην στεγνή ψυχή του». Αλλά και για τη Σαπφώ η παρουσία του Λεωνή υπήρξε εξίσου λυτρωτική. Η ψυχική της διάθεση μετά από τη γνωριμία τους παρομοιάζεται με τη νεογέννητη, πολύχρωμη, ανοιξιάτικη και γεμάτη σπιθοβολιές πλάση» και ακόμη με «πηγή, λάλημα και φτεροκόπι».

Ο Λεωνής και η  Σαπφώ, νεαρή χήρα του Βρανά, συμπολεμιστή και επιστήθιου φίλου του Λεωνή,  διακατέχονται από το κοινό, βασανιστικό συναίσθημα της ενοχής για την αμοιβαία μεταξύ τους ερωτική έλξη. Όταν κατορθώνουν να το κατανικήσουν και να χαρούν τον έρωτά τους, επιλέγεται μια εικόνα από το φυσικό κόσμο που σηματοδοτεί τη μεταστροφή της στάσης τους. Πρόκειται για μια ομάδα αιχμαλωτισμένων καβουριών που είχαν μαζέψει οι δύο ήρωες στην εκδρομή τους και τα οποία όρμησαν «ξελευτερωμένα» πίσω προς το ρέμα τους όταν τα δάχτυλα της Σαπφώς που τα κρατούσε, χαλάρωσαν κατά την ερωτική επαφή.

Η χρησιμοποίηση της φύσης στα δύο έργα δεν εξαντλείται σε συμβολισμούς και σχήματα λόγου που αποδίδουν το ερωτικό στοιχείο. Η παρουσία της είναι άμεση, συνεχής και ποικιλότροπη σε κάθε περιγραφή των αφηγηματικών προσώπων που έχει στόχο να αναδείξει τον ερωτισμό τους. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, καθώς ο άνθρωπος εμφανίζεται γενικότερα στα έργα του Μυριβήλη ως «εξάρτημα» της θάλασσας και της γης (Α. Καραντώνη, Πεζογράφοι και Πεζογραφήματα της γενιάς του ’30, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1977, σ. 57), «Μονάδα φυσική» που διαρκώς βρίσκεται σε αδιάσπαστη ανταπόκριση με τη φύση και πορεύεται με το νόμο της (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, τ. Β: Ανήσυχα χρόνια, Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 1980, σ. 52). Ο συγγραφέας συνδέει το φυσικό τοπίο με τη μορφή της Σαπφώς, καθώς ο Λεωνής παρατηρεί το σώμα, τα μαλλιά, τις κινήσεις, τη στιγμή που η γυναίκα τού δείχνει τον ορίζοντα από το παράθυρό της. Σε άλλο σημείο που ο ήρωας εμφανίζεται να περπατά πίσω της στην ακροθαλασσιά, η περιγραφή του τοπίου εναλλάσσεται με την περιγραφή της Σαπφώς, ώσπου τοπίο και ηρωίδα συνδέονται όταν εκείνη ανεβαίνει σε ένα βράχο, που «σα να ‘γινε μονομιάς βάθρο αγάλματος». Η ίδια ταύτιση εμφανίζεται και σε άλλη περιγραφή της ηρωίδας, όπου η ρυθμική κίνησή της όπως κάνει βαρκάδα, εναρμονίζεται πλήρως με την κίνηση της θάλασσας. Το ηλιακό φως και η θάλασσα που έρχονται σε επαφή με τα μαλλιά και το σώμα της κοπέλας, τονίζουν την ομορφιά της, με αποτέλεσμα να επιτείνεται ο ερωτικός θαυμασμός και πόθος του Λεωνή για εκείνη. Το πόσο έντονα αναδεικνύει το φυσικό περιβάλλον τη σωματική αρμονία και το σφρίγος της Σαπφώς, φανερώνεται από το γεγονός πως ακόμη και στα όνειρα του ήρωα η κοπέλα εμφανίζεται πάντα μέσα στο θαλάσσιο σκηνικό.

Η σύνδεση και ταύτιση της νεανικής γυναικείας ομορφιάς και γοητείας με το θαλασσινό στοιχείο παρατηρείται και στην περίπτωση της Σμαραγδής.  Όταν η ηρωίδα του έργου «Η Παναγιά η Γοργόνα» κολυμπά κάποια νύχτα που το φως του φεγγαριού είναι πολύ δυνατό, χωρίς να υποψιάζεται πως ο ερωτευμένος Λάμπης την παρακολουθεί, περιγράφεται ντυμένη με τη «ρευστή κι αγέρινη» φορεσιά της θάλασσας που η ουρά της, το κύμα που σκάει αφρίζοντας, φτάνει στην ακρογιαλιά. Το πρόσωπο και το σώμα της ηρωίδας, όποτε φωτίζονται από το φεγγάρι, προκαλούν ασυγκράτητο ερωτικό πάθος σε οποιονδήποτε την κοιτάζει. Αντίστοιχα, σε κάποια σκηνή που η Σμαραγδή εμφανίζεται να παρατηρεί εκστατική την ομορφιά του δειλινού, με του οποίου το χρώμα φωτίζεται το πρόσωπό της, ο νεαρός Μανώλης που βρίσκεται δίπλα της, αισθάνεται ακατανίκητη ερωτική έλξη. Ο ερωτευμένος με τη Σμαραγδή Αχιλλέας ανεβάζει κοχύλια από το βυθό, για να της τα χαρίσει. Όσο για το Λεωνή στο άλλο μυθιστόρημα, τα λουλούδια που συχνά μαζεύει για τη Σαπφώ, παρακινημένος από τον κρυφό έρωτά του για εκείνη, δεν αποφασίζει να της τα προσφέρει παρά μόνο με το πρόσχημα ότι προορίζονται για τον τάφο του νεκρού φίλου του και συζύγου της. Ο φυσικός κόσμος συνιστά διέξοδο για τον μυστικά ερωτευμένο άντρα και στο αφηγηματικό σημείο όπου εμφανίζεται αντί να φιλήσει τα χείλη της Σαπφώς όπως θα επιθυμούσε, να δαγκώνει ένα αχλάδι εκεί ακριβώς όπου το έχει δαγκώσει προηγουμένως εκείνη.

Ας δούμε στο σημείο αυτό πώς τα «ερωτικά», όπως αποκαλούνται λεσβιακά τοπία (Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, σελ. 341, 342), όπου «ανασαίνει η αδάμαστη ερωτική πνοή», κατορθώνουν τελικά να κάμψουν τους δισταγμούς και τις αναστολές του ερωτευμένου ζευγαριού, εξαιτίας του νεκρού Βρανά. Ενώ ο Λεωνής έχει αποφασίσει να φύγει από το Μεγαλοχώρι, για να μην βλέπει πια τη γυναίκα, εφόσον του είναι αδύνατον να βρίσκεται πλέον κοντά της απλώς σαν «αδερφικός» φίλος, στην αποχαιρετιστήρια εκδρομή τους όλες του οι μεθοδεύσεις και οι προφυλάξεις αποβαίνουν τελικά άκαρπες. Το ειδυλλιακό τοπίο που ατενίζουν από μια κορυφή, τους παροτρύνει να κινηθούν προς τα εκεί, παρά τις δυσκολίες και τον κίνδυνο που έχει η συγκεκριμένη πορεία. Ο Λεωνής αναγκάζεται να αγκαλιάσει τη Σαπφώ μόνο και μόνο για να την προστατέψει καθώς κατεβαίνει από τον απόκρημνο βράχο. Αυτή τους η επαφή αποδεικνύεται καθοριστική. Στο συγκεκριμένο φυσικό πλαίσιο οι δύο νέοι αδυνατούν πλέον να αντισταθούν στα συναισθήματά τους, ξεπερνώντας τις αναστολές και τους φόβους που τους καταδυνάστευαν στους κλειστούς χώρους και στις διάφορες κοινωνικές τους δραστηριότητες.

Στο άρθρο επιχειρήσαμε να αναδείξουμε την  αφηγηματική εμπλοκή του φυσικού κόσμου στην ερωτική διάθεση και δραστηριότητα των ηρώων στα μυθιστορήματα Η Παναγιά η Γοργόνα και Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια. Είδαμε το φυσικό στοιχείο να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη θετική έκβαση του έρωτα ανάμεσα στο Λεωνή  και στη Σαπφώ. Αντιλαμβανόμαστε δε το μέγεθος της αφηγηματικής βαρύτητας της φύσης, αν αναλογιστούμε τη λυτρωτική επίδραση της ερωτικής επαφής τόσο στον άντρα , που δυναστεύεται από τις πρόσφατες τραγικές εμπειρίες του πολέμου όσο και στη γυναίκα, η οποία είχε πολύ βασανιστεί από τον άντρα της και εξακολουθεί να υποφέρει εξαιτίας της αναπηρίας του παιδιού της,   Η φύση είναι πάντα παρούσα σε κάθε περιγραφή της Σαπφώς και της Σμαραγδής, προσδίδοντάς τους ιδιαίτερη χάρη, λαμπρότητα και γοητεία, οπότε συμβάλλει αφηγηματικά στην ερωτική επιθυμία που οι δύο ηρωίδες γενικότερα  προκαλούν. Η φύση χρησιμοποιείται επίσης για την έκφραση από τους ήρωες αλλά και για το συμβολισμό κάθε ερωτικής διάθεσης, επιθυμίας ή πράξης. Η ίδια μάλιστα η σχέση των κυρίων ηρώων με τη φύση είναι πρωταρχικά ερωτική.

Κατά συνέπεια το ερωτικό και το φυσικό  στοιχείο στα δύο έργα του Μυριβήλη εμφανίζονται αλληλένδετα και η αφηγηματική λειτουργία της φύσης αποδεικνύεται πολυδιάστατη. Στο βασικό χαρακτηριστικό της αφηγηματογραφίας του Μυριβήλη κατά τον Καραντώνη, που είναι η έκφραση ενός αντικειμένου μέσα από πλήθος άλλων (ό. π., σ. 21), μπορεί ασφαλώς να ενταχθεί η ποικιλόμορφη αφηγηματική παρουσία της φύσης σε κάθε αναφορά του συγγραφέα στον έρωτα.

ΟΙ  ΕΙΡΩΝΙΚΕΣ  ΥΠΟΔΗΛΩΣΕΙΣ  ΣΤΙΣ  ΣΑΤΙΡΕΣ  ΤΟΥ  ΚΩΣΤΑ  ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Ελένη Α. Ηλία

Η εκφραστική δύναμη της ωριμότερης ποιητικής συλλογής του Καρυωτάκη έχει επισημανθεί από πλήθος κριτικών. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος αναφέρεται στη «μέθη» και τη «γοητεία» που τον κατέκλυσε όταν διάβασε τα «αριστουργηματικά» ποιήματα  της τελευταίας συλλογής του ποιητή, στην οποία «κερδίζει την τεχνική του αυτονομία, βρίσκει τον τρόπο του» (Τα πρόσωπα και τα κείμενα, τ. Ε΄ , Οι εκδόσεις των Φίλων, σελ. 109, 153, 158). Ο Βάσος Βαρίκας θεωρεί ως  το κυριότερο πλεονέκτημα της ποίησης του Καρυωτάκη, τη συναισθηματική και εκφραστική «οξύτητα» που παρατηρείται στις «Σάτιρες» (Κ. Καρυωτάκης, εκδ. Γκοβόστη, σελ. 38-39, 55). Όσο για τον Κ. Θ. Δημαρά, επισημαίνει τη δύναμη που διακρίνει ειδικότερα εκείνα τα ποιήματα του Καρυωτάκη που τα εμπνέει ο σαρκασμός (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τ. Β΄ , εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1948-1949), σ. 179). Ο δε Α. Καραντώνης σημειώνει για τη συγκεκριμένη συλλογή πως  συναντάμε μια ποίηση «πιο γενική, πιο συμπερασματική, πιο φιλοσοφική, πιο δραματική» από ό, τι στα προηγούμενα έργα του ποιητή (Από το Σολωμό ως τον Μυριβήλη, εκδ. Εστία, σ. 302). Στα συγκεκριμένα ποιήματα ο Καρυωτάκης εκφράζει την υπαρξιακή αγωνία του. Στις σχετικές μελέτες τονίζεται πιο συγκεκριμένα, το βάθος της απεγνωσμένης βιοσοφίας του ποιητή, που ξεκινά από τη συνείδηση της «ματαιότητας», της «μηδαμινότητας» (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ό. π., σ. 148). Η «απεγνωσμένη κραυγή μιας δραματικής στιγμής» διαπιστώνεται στις Σάτιρες (Β. Βαρίκα, ό. π., σ. 50). Η βαθιά υπαρξιακή οδύνη που εκφράζουν τα ποιήματα του Καρυωτάκη, προκύπτει από την ενατένιση του θανάτου, από τη γνώση της τραγικής αλήθειας για το πεπερασμένο της ύπαρξής μας (Α. Καραντώνη, ό. π., σελ. 297, 309). Εδώ θα συσχετίσουμε την έλξη που ασκούν τα συγκεκριμένα ποιήματα σε παλαιότερους και σύγχρονους αναγνώστες, με τις υποδηλώσεις που περιλαμβάνουν.  Αναφορικά με τη διαχρονική έλξη που ασκεί η ποίηση του Καρυωτάκη, σημειώνουμε ενδεικτικά τη φράση του Π. Καραβία ότι η δυναμική της ποίησής του εξακολουθεί πάντα να μας συνεπαίρνει (Ο Καρυωτάκης σήμερα, περ. Νέα Εστία, τχ. 1065, σ. 1521). Επίσης, παραθέτουμε σχετικά την παρατήρηση της Λιλής Ζωγράφου ότι ο σαρκασμός του ποιητή και η απαισιοδοξία του βρίσκουν και σήμερα μεγάλη ανταπόκριση στους νέους ( Καρυωτάκης-Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, εκδ. Γνώση, 1981, σελ. 17-19). Τη διαχρονική προτίμηση των νέων στα έργα του ποιητή ο Κ. Χωρεάνθης την αποδίδει στην «αντίσταση των πραγμάτων» που περιέχει (Ο καθωσπρεπισμός της ποίησης, περ. Διαβάζω, τχ. 157, σ. 197).

Η άρνηση μιας ζωής που επιβάλλεται στον άνθρωπο πέρα από τη βούληση και την επιθυμία του (Δ. Τζιόβα, Η ποίηση του Καρυωτάκη ως πρόκληση στο μοντερνισμό, περ. Διαβάζω, ό. π., σ. 104, η αναζήτηση και επιδίωξη του θανάτου ως του έσχατου ορίου ελευθερίας της ύπαρξης (Βαρίκα, ό. π., σ. 93, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ό. π., σελ. 152-153) απορρέουν στην τελευταία συλλογή του Καρυωτάκη από τον ειρωνικό, σαρκαστικό τόνο που χρησιμοποιεί. Ενδεικτική είναι η επισήμανση του Τέλλου Άγρα ότι πρόκειται για «πολιτική σάτιρα», όπου «ο πείσμων, ο συμπαθητικά καλόπιστος» ρεαλισμός του Καρυωτάκη στρέφεται στην πολιτική (Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες, Εισαγωγή σε τόμο Απάντων του Καρυωτάκη, εκδ. Στρουμπούκη, Αθήνα 1981, σ. 47). Ο Κλέων Παράσχος  σκιαγραφώντας το είδος της σάτιρας του Καρυωτάκη, εντοπίζει σε αυτήν «λυρική» απόχρωση, καθώς το πικρό χιούμορ του ποιητή πηγάζει από οίκτο και όχι από τη διάθεσή του να εκδικηθεί ή να νουθετήσει (Γ. Π). Σαββίδη, Ο Καρυωτάκης και οι κριτικοί του, περ. Νέα Εστία, ό. π., σ. 1579). Η σάτιρα αυτή προκαλεί οίκτο και όχι γέλιο με τον αντιφατικό χαρακτήρα της και παρά την έλλειψη του «βάθους» και του «πάθους» για κάποιο ιδανικό, που την διακρίνουν (Βαρίκα, ό. π., σελ. 86, 88-89). Έτσι ο τόνος της γίνεται «μακάβριος» ( Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ό. π., σ. 153). Η ειρωνεία προκύπτει όταν αυτό που εννοείται είναι το αντίθετο αυτού που λέγεται (W. Iser, The Implied Reader, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1990, σ. 33). Κατά συνέπεια το ειρωνικό, σατιρικό στοιχείο έχει ως αποτέλεσμα την αναγνωστική δραστηριοποίηση, προκειμένου να αντιληφθούμε το υπονοούμενο (ό. π., σελ. 34, 77, 221). Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της Αισθητικής Ανταπόκρισης, όσο ενεργότερη είναι η συμμετοχή μας στην παραγωγή του νοήματος τόσο μεγαλύτερη είναι η γοητεία και η επίδραση που ασκεί στην αντίληψή μας το έργο. Αυτή μάλιστα η γοητεία και η επίδραση προκύπτει από την αίσθηση της εμπλοκής στο έργο,  που αποκτά ο αναγνώστης, δραστηριοποιούμενος για τη νοηματοδότησή του  (ό. π., σελ. 38-39, 44-45,278-279 και του ίδιου The Act of Reading, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1991, sel. 21, 48, 67, 128). Κατά συνέπεια, η σημαντική διαχρονική ανταπόκριση στην ποίηση του Καρυωτάκη οφείλεται ακριβώς σε αυτόν το σατιρικό τρόπο απόδοσης της προσωπικής του θεώρησης της ανθρώπινης ύπαρξης. Ας περάσουμε σε παραδείγματα υποδηλώσεων στις Σάτιρες , σημείων δηλαδή στα οποία λόγω της χρήσης της ειρωνείας εντοπίζεται από τον αναγνώστη κάποιο λανθάνον μήνυμα στον ποιητικό λόγο. Στο ποίημα «Αποστροφή» ο ποιητής εμφανίζεται να αναγνωρίζει και να θαυμάζει την προνομιακή θέση εκείνων των γυναικών που τα ενδιαφέροντά τους επικεντρώνονται αποκλειστικά στο ρόλο τους ως ερωμένων και συζύγων, καθώς αυτές δεν αντιλαμβάνονται την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης:   «ανυποψίαστα, μηδενικά

                  πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…»

Παρά τον ισχυρισμό του όμως ότι θεωρεί αξιοζήλευτες τις συγκεκριμένες γυναίκες («Φθονώ την τύχη σας προνομιούχα πλάσματα»), όντας ο ίδιος στερημένος από κάθε δικαίωμα στην ξεγνοιασιά, αυτό που προκύπτει δεν είναι ο θαυμασμός αλλά η περιφρόνησή του για την άγνοιά τους. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, που θεωρεί ότι με το ποίημα αυτό ο Καρυωτάκης «αγγίζει τα ιερά κράσπεδα της μεγάλης τέχνης», διακρίνει εδώ την πιο «εξευτελιστική βρισιά» για τη γυναίκα (ό. π., σ. 50). Ο δε Hero Hokwerda, επισημαίνει ότι ο ποιητής διακρίνεται για το φεμινισμό του, καθώς δεν συγχωρεί στη γυναίκα την «ελαφρομυαλιά» και την «υποκρισία», αρνούμενος να της αναγνωρίσει το δικαίωμα να είναι κατώτερη εξαιτίας του φύλου της (Ελεγεία ή Σάτιρες, περ. Διαβάζω, ό. π., σ. 76).

Στο ποίημα « Όλοι μαζί…» ο Καρυωτάκης μέμφεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο μια συγκεκριμένη στάση ορισμένων ποιητών απέναντι στην τέχνη και γενικότερα στη ζωή, χαρακτηρίζοντας ειρωνικά «ευγενικιά φιλοδοξία» την ομαδική αναζήτηση της ομοιοκαταληξίας, στην οποία διαπιστώνει ότι περιορίζεται η ποιητική ενασχόληση:  «Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,

                         γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.

                         Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία

                         έγινε της ζωής μας ο σκοπός».

Χάρη στη χρήση της ειρωνείας αυτής, αντιλαμβανόμαστε πλήρως την ευτέλεια του κινήτρου που ωθεί τους εν λόγω ποιητές στη σύνθεση των έργων τους. Επιπλέον, ο ποιητής εκπροσωπώντας υποθετικά τους συγχρόνους του συναδέλφους, αποδίδει την ευθύνη της επιλογής τους στην εποχή που τους έτυχε να ζήσουν:

«… επέσαμε θύματα εξιλαστήρια

                           του περιβάλλοντος, της εποχής».

Αντιλαμβανόμενος ο αναγνώστης την ειρωνεία για το συγκεκριμένο ισχυρισμό, συνειδητοποιεί πληρέστερα το μέγεθος της ευθύνης των ποιητών για την παθητικότητα με την οποία στέκονται στην απαράδεκτη πραγματικότητα που βιώνουν. Ο Βαρίκας συνοψίζει την κατηγορία του Καρυωτάκη προς τους ομοτέχνους του, επιλέγοντας τις λέξεις «ξεπεσμός» και «ματαιοδοξία χωρίς νόημα» (ό. π., σ. 91).

Στο ποίημα «Ο Μιχαλιός» ο ποιητής αποκαλεί «φουκαράκο» ένα νεκρό φαντάρο, μόνο και μόνο επειδή, λόγω του ύψους του, δεν χώρεσε ολόκληρο το σώμα του στο λάκκο που είχαν ανοίξει για να τον θάψουν:

                    «Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,

                       μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:

                       ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος».

Καθώς το ότι δεν ετάφη κανονικά ο Μιχαλιός είναι ασφαλώς δευτερεύον σε σχέση με το γεγονός του θανάτου του καθεαυτό, ο αναγνώστης βιώνει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο την τραγικότητα της απώλειάς  του.  Ο Α. Βογάσαρης διακρίνει στο συγκεκριμένο ποίημα την ευαισθησία του Καρυωτάκη ειδικότερα απέναντι στους ανυπεράσπιστους από την άγνοια ανθρώπους, αυτούς που «έρχονται και φεύγουν χωρίς να ταράξουν τη ζωή της ζούγκλας» (Ένας άνθρωπος, μια ζωή, ένας θάνατος. Κ. Καρυωτάκης, Αθήνα, 1968, σελ. 152, 154). Στο ποίημα «Δελφική Εορτή» συναντάμε τη διαδοχική παράθεση δύο εικόνων. Στην πρώτη παρουσιάζεται κάποιο πλήθος που παρακολουθεί πολιτιστική εκδήλωση στο χώρο των Δελφών. Η ειρωνεία ενυπάρχει εδώ στον ισχυρισμό του ποιητή ότι διακρίνει μια αρμονική σχέση μεταξύ στοιχείων που είναι στην πραγματικότητα ασύμβατα:

«Lorgons, Kodaks, Operateurs, στου Προμηθέα τον πόνο

                       έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο».

Την αίσθηση της ματαιότητας των ανθρώπινων επιτευγμάτων που φωτίζει αυτή η ειρωνεία, την ενισχύει η δεύτερη εικόνα του αρχαιολογικού τοπίου, στην οποία «κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα…», κάνοντας εμφανή τη διάρκεια, τη διαχρονικότητα, την καθολικότητα του ανθρώπινου μαρτυρίου και την απειλή του θανάτου στην ανθρώπινη ζωή. Το παραπάνω ποίημα κατά τον Κ. Θ. Δημαρά, εκλαμβάνεται ως  μαρτυρία της απιστίας ολόκληρης της γενιάς του Καρυωτάκη απέναντι στις αξίες για τις οποίες είχε αγωνιστεί πρόσφατα ο ελληνισμός, με εξαίρεση την αγάπη των αναζητήσεων (ό. π., σ. 177).

Στο «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» ο ποιητής αναφέρει ως κίνητρο της σκέψης του να απαγχονιστεί, την επιθυμία του να φανεί ομορφότερος.:

«Α! πρέπει τώρα να φορέσω

                      τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.

                      Έτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,

                      πολύ θ’ αρέσω».

Το ασυμβίβαστο της φρίκης που προκαλεί στον αναγνώστη η θέα ενός απαγχονισμένου ανθρώπου, όπως αυτή προκύπτει ευκρινώς χάρη στην εικονοπλαστική δύναμη της πένας του Καρυωτάκη, με την αισθητική κομψότητα που επιχειρείται να αποδοθεί στην εν λόγω μακάβρια εικόνα, έχει ως συνέπεια τον κλονισμό μας στο ενδεχόμενο της αυτοχειρίας δι’ απαγχονισμού. Το απεχθές δε ενός τέτοιου τέλους οδηγεί στη συνειδητοποίηση του μεγέθους της τραγικότητας της ανθρώπινης ζωής, εφόσον αυτή γεννά την επιθυμία της αυτοχειρίας. Κατά τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, καθώς εδώ ο θάνατος παίρνει τη συγκεκριμένη μορφή της αυτοκτονίας σε αντίθεση με τις προηγούμενες συλλογές του, όπου είναι κατάσταση γενική κι αφηρημένη, έρχεται πλέον στα μέτρα του ποιητή (ό. π., σ. 153).

Διαβάζοντας το ποίημα «Δικαίωσις», αντιλαμβανόμαστε με τον πιο απόλυτο τρόπο την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς ο ποιητής ειρωνικά επισημαίνει:

«Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,

                    η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει

                    – πρώτη φορά – σε τέσσερων τον ώμο».

Η ειρωνεία ασφαλώς έγκειται στο γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση είναι το φορτίο του νεκρού σώματος και όχι η σπουδαιότητα, το κύρος της προσωπικότητάς του, αυτό στο οποίο αναφέρεται ο ποιητής. Το ίδιο αποτελεσματικά συντείνει στη ματαιότητα του αγώνα της ζωής, η ετερόκλητη, αντιφατική αναφορά στο «ράντισμα» του νεκρού με «το φτυάρι», «ωραία, ωραία με χώμα και με αγκάθια», ως ανταμοιβή για τις προσπάθειες και τον κόπο του βίου.

Τέλος θα σταθούμε στο ποίημα «Πρέβεζα», όπου η επιθυμία του ποιητή να πεθάνει κάποιος «από αηδία», συνδέεται με τη «διασκέδαση» των παρισταμένων στην κηδεία του, με την έννοια της διακοπής της πληκτικής καθημερινότητας:

« Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους

                          αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…

                           Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,

                           θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».

Η απαισιόδοξη οπτική του ποιήματος κορυφώνεται λόγω της διαφαινόμενης αδυναμίας της συγκεκριμένης  κοινωνίας, να αντιληφθεί την έσχατη αυτή μορφή αγωνιστικότητας. Στο κλίμα που επικρατεί στην εποχή του Καρυωτάκη, εντοπίζεται στη σχετική βιβλιογραφία η αιτία της απαισιοδοξίας του (Β. Βαρίκα, ό. π., σ. 41), η οποία εκφράζεται στην τελευταία του συλλογή με την επιδίωξη του θανάτου ως τη μόνη φυγή, τη μόνη λύτρωση από την καταφρόνια της ζωής (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ό. π., σελ. 146-148). Η δυνατότητα του αναγνώστη να συνειδητοποιήσει την τραγικότητα της ανθρώπινης ανελευθερίας, τον αντιπαραθέτει στον κόσμο της Πρέβεζας, προσφέροντάς του μια αίσθηση λύτρωσης, αποδέσμευσης από την απαισιοδοξία που προκαλεί στον ποιητή η άγνοια του κόσμου αυτού.

Συνοψίζοντας, η υποδηλωτική φύση των ποιημάτων στις Σάτιρες του Καρυωτάκη, συντελεί σημαντικότατα στην αποτελεσματικότερη ανταπόκριση των αναγνωστών σε αυτά.

 

(Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Η υποδηλωτική φύση της ποίησης στις Σάτιρες του Καρυωτάκη» στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 51-52, Άνοιξη 1994, σελ. 3805-3810).

 

Ο  ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ  ΩΣ  ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟ  ΠΡΟΣΩΠΟ  ΣΤΗΝ  «ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑ»  ΤΟΥ  Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Ελένη Α. Ηλία

 

Εκατόν είκοσι χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Με την αφορμή αυτή αναδημοσιεύω παλαιότερο άρθρο μου στο περιοδικό Πνευματικά Χανιά (τεύχη 24-25, Ιούλιος 1996, σελ. 19-26), το οποίο αναφέρεται στην εμφάνιση του ποιητή Καρυωτάκη ως αφηγηματικού ήρωα στο δημοφιλέστατο μυθιστόρημα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου «Αστροφεγγιά».

Η «Αστροφεγγιά», που γράφτηκε από το 1943 έως το 1945, αναφέρεται στην εποχή του μεσοπολέμου. Χαρακτηρίστηκε μυθιστόρημα-documentaire, καθώς σχεδιάζει ένα συνθετικό πίνακα της συγκεκριμένης εποχής, της συγκεκριμένης γενιάς (Δημήτρη Γιάκου, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. Ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός, Αθήνα, 1951, σ. 83). Οι ήρωες του Παναγιωτόπουλου αποφοιτούν από το σχολείο το 1919 και στρατεύονται στον πόλεμο του 1922. Ο ίδιος ο συγγραφέας τούς αποκαλεί «πονεμένα νιάτα της Αθήνας του 1919, του 1922 και του 1926» και τους χαρακτηρίζει «νεότητα λαίμαργη, μα στερημένη από κάθε ελπίδα» ( Ώρα Απολογισμού, Χαιρετισμός στο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, Τετράδια Ευθύνης 8, σ. 146). Το έργο ολοκληρώνεται όταν ο κύριος ήρωάς του πεθαίνει από φυματίωση το Καλοκαίρι του 1924. Ο Τσιρόπουλος επισημαίνει πως ο Παναγιωτόπουλος κατόρθωσε να αποτυπώσει το ύφος μιας περιόδου της Αθηναϊκής ζωής, αυτής του Μεσοπολέμου, όπου οι άνθρωποι ζουν και υποφέρουν, σηκώνοντας στους ώμους τους μια Ιστορία, με την οποία δεν έχουν συνειδησιακή επικοινωνία (Ο ανοχύρωτος άνθρωπος. Διαλογισμοί για τα αφηγήματα και τα δοκίμια του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Τετρ. Ευθύνης 8, ό. π. , σ. 133). Τα αφηγηματικά περιστατικά εκτυλίσσονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στην Αθήνα, σε σχολικούς χώρους, γραφεία εταιρειών, κεντρικούς δρόμους, φτωχογειτονιές, σπίτια ευπόρων, πανεπιστημιακές αίθουσες και στα στέκια των νέων της εποχής, όπως το καφενείο «Μαύρος Γάτος». Ο Γιάννης Παπακώστας αναφέρει πως ο Μαύρος Γάτος έδινε την εντύπωση πνευματικού κέντρου και όχι καφενείου, λόγω των φιλολογικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσονταν σε αυτόν, κυρίως έως το 1921 (Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας, 1880-1930, εκδ. Εστία, Αθήνα 1988, σελ. 200, 245). Σε αυτόν το χώρο εμφανίζονται στο κείμενο διάφορες λογοτεχνικές προσωπικότητες της μεσοπολεμικής εποχής. Όπως επισημαίνεται σχετικά, πέρα από το βασικό ήρωα, όλα τα άλλα πρόσωπα είναι «υπαρχτά» και τα νιώθεις να ξαναζούν σαν ξεκομμένες από την πραγματικότητα μορφές. Συγκεκριμένα εκτός από τον Καρυωτάκη, εντοπίζονται ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, ο Τέλλος Άγρας κ.λπ. (Δ. Γιάκου, ό. π., σ. 88). Τα πραγματικά αυτά πρόσωπα ωστόσο ο συγγραφέας δεν τα κατονομάζει. Για παράδειγμα, αναφέρεται κάπου στον αδερφό του ιδιοκτήτη του Μαύρου Γάτου με το «κατάμαυρο μούσι», την «πλατιά μπέρτα του παλιού καλού καιρού» και τη «μεγάλη μαγκούρα στο χέρι», ο οποίος συζητούσε συχνά για τα βιβλία και τους στίχους του και παρότρυνε τους νεαρούς θαμώνες να ασχοληθούν με την ποίηση (Αστροφεγγιά, εκδ. Αστήρ, 1981, σ. 96). Αν συγκρίνουμε την περιγραφή για το Γεράσιμο Σπαταλά από τον Μ. Γιαλούρη στο άρθρο «Μια επίσκεψη στο Μαύρο Γάτο», όπου μεταξύ άλλων γίνεται λόγος για «την αναπόσπαστή του μπελερίνα» (περ. Λόγος της Κωνσταντινούπολης, τχ. 8), θα εικάσουμε μια συνειδητή προσπάθεια από τον Παναγιωτόπουλο να παρέχει ασφαλείς ενδείξεις για την ταυτότητα των προσώπων του, προκειμένου οι αναγνώστες να τους αναγνωρίσουν. Είναι δε φανερό ότι αυτή η διαδικασία απευθύνεται σε κατατοπισμένους, «μυημένους» σύγχρονούς του μάλλον αναγνώστες, που όσο περισσότερο θα ενεργοποιούνται για την αναγνώριση των πραγματικών αφηγηματικών προσώπων τόσο θα αισθάνονται ότι εμπλέκονται στα αφηγηματικά δρώμενα (ως προς τη διαδικασία της αναγνωστικής εμπλοκής, βλ. W. Iser, The Act of Reading, εκδ. The Johns Hopkins University, σελ. 9, 18, 21, 151 και The Implied Reader, εκδ. ό.π., σελ. 30, 32, 41, 161, 283-284, 291). Θα μπορούσαμε μάλιστα να συνδέσουμε τον αριθμό των ενδείξεων για την αναγνώριση ενός προσώπου, με την αφηγηματική βαρύτητα του προσώπου αυτού.

Στην Αστροφεγγιά το πρόσωπο στο οποίο αφορούν οι περισσότερες ενδείξεις είναι αναμφίβολα ο ποιητής Καρυωτάκης. Είναι άλλωστε το μόνο επώνυμο πρόσωπο για το οποίο δεν υπάρχουν απλώς περιγραφές των εξωτερικών χαρακτηριστικών του. Ο αφηγητής εστιάζεται επίσης στην ψυχοσύνθεσή του, τονίζει την απαισιόδοξη οπτική, ακόμη και τη ροπή του προς το θάνατο (σελ. 164-165 και 184-185). Ο αφηγηματικός ήρωας Καρυωτάκης συμμετέχει επίσης σε αρκετές συνομιλίες με τους κύριους ήρωες, οι οποίες καταλαμβάνουν σημαντική έκταση στο κείμενο. Πρόκειται κυρίως για διαλόγους προσωπικούς, αφού συντελούν στην ολοκλήρωση του λογοτεχνικού πορτρέτου του. Τέλος, οι στίχοι του Καρυωτάκη που παρατίθενται αυτούσιοι μέσα στην αφηγηματική ροή, λειτουργούν και ως διακειμενικές αναφορές  του ποιητικού του έργου.

Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι. Ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, βρισκόμαστε στο 1922. Στην πρώτη αφηγηματική αναφορά στον ποιητή, ο αναγνώστης πληροφορείται πως είναι «φοβερά λιγόλογος και μοναχικός, με μια μάσκα πρόωρου θανάτου». Όταν ακολουθεί η «ιστορικής φύσης» πληροφορία ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει εκδώσει ήδη δύο τόμους, που ο δεύτερος «είχε πάρει κιόλας  κάποιο βραβείο» (σ. 164), έχουμε πλέον μία πολύ σημαντική ένδειξη της ταυτότητάς του, καθώς  « Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων» έχει εκδοθεί το 1918 ενώ το 1921 εκδόθηκε η συλλογή «Νηπενθή», που βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό.

Περιγράφοντας αμέσως μετά ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος τα κοινά στοιχεία και τις συνήθειες των θαμώνων του Μαύρου Γάτου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι  κύριοι ήρωές του, ο Καρυωτάκης εντάσσεται αρμονικά στο σύνολο των νέων του έργου. Όταν στη συνέχεια ο μη κατονομαζόμενος από τον αφηγητή ποιητής Καρυωτάκης μιλά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ο αναγνώστης εκλαμβάνει τα λόγια του ως έκφραση μιας πραγματικότητας που αφορά μια ευρύτερη ομάδα νέων της εποχής του, όπου εντάσσονται ασφαλώς οι πρωταγωνιστές της Αστροφεγγιάς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Γιάκος, επιδιώκοντας να σκιαγραφήσει τη γενιά του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, χρησιμοποιεί μια φράση από την Αστροφεγγιά, που εκφέρει ο ποιητής Καρυωτάκης: «Είμαστε οι καταραμένοι του αιώνα, οι καταδικασμένοι απόκληροι» (σ. 165) : Γιάκου, ό. π., σ. 83. Τα λεγόμενα του «ποιητή με τους δύο τόμους», όπως αποκαλείται από τον αφηγητή της Αστροφεγγιάς ο Καρυωτάκης, παραπέμπουν νοηματικά και υφολογικά σε στίχους της τρίτης ποιητικής συλλογής του «Ελεγεία και Σάτιρες»:

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος

του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!

 

Σύμφωνα με τον κριτικό Παναγιωτόπουλο, ο Καρυωτάκης αναδεικνύεται ο αυθεντικότερος εκφραστής της γενιάς του, όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα: «Όσοι πιστεύουν πως άνθρωποι σαν τον Καρυωτάκη δεν εκφράζουν την ουσία της εποχής, δεν σημαίνει πως δεν νιώθουν τον Καρυωτάκη, δεν έχουν νιώσει την εποχή» (Τα Πρόσωπα και τα Κείμενα, τ. Ε΄ . Ο λυρικός λόγος, Οι εκδόσεις των Φίλων, σ. 131). Ο ίδιος ποιητής  επιστρατεύεται για τον ίδιο ρόλο και από τον πεζογράφο-Παναγιωτόπουλο.

Πιο κάτω, ο συγγραφέας δίνει ένα επιπλέον στοιχείο για την αναγνώριση της ταυτότητας του ποιητή Καρυωτάκη, αυτό της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητάς του. Σε σχέση με το συγκεκριμένο στοιχείο, επιπλέον επισημαίνεται η εξασφαλισμένη οικονομική άνεση του Καρυωτάκη, που αντιπαρατιθέμενη στην πονεμένη και απελπισμένη έκφρασή του (σ. 165), επιτείνει στην αναγνωστική αντίληψη την τραγικότητά του. Όπως ο Τέλλος Άγρας σχετικά επισημαίνει, η τέχνη με την αντίθεση μπορεί να προκαλέσει δυνατότερες συγκινήσεις από ότι μια οσοδήποτε σπαραχτική πραγματικότητα (Κριτικά. Μορφές και Κείμενα της πεζογραφίας, τ. 3, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 35). Μια δεύτερη αντίθεση ακολουθεί, αυτή ανάμεσα στην προσωπική θέση του ποιητή για την τέχνη, την οποία χαρακτηρίζει «ειρωνεία», και στο γεγονός πως η τέχνη συνιστά τη μοναδική διέξοδο, τη μοναδική ελπίδα των υπόλοιπων νέων που σύχναζαν στο Μαύρο Γάτο και που «κάθε βράδυ ανακάλυπταν κι έναν ποιητή κι ένα ποίημα» (σ. 165). Η παραπάνω άποψη του Καρυωτάκη για την ποίηση, αποδίδεται άλλωστε εξαιρετικά στο ποίημά του «Όλοι μαζί…». Τη δική του αντίθετη άποψη ο Παναγιωτόπουλος την εκφράζει όχι μόνο δια των ηρώων του στην Αστροφεγγιά αλλά  και προσωπικά, στα Πρόσωπα και τα Κείμενα. Σημειώνει σχετικά: «Ο Καρυωτάκης ήταν πολύ φυσικό έτσι που το ένιωσε το ανθρώπινο πρόβλημα, να ποθήσει την ανυπαρξία. Γι’ αυτό μας χρειάζεται και μια χίμαιρα πιο ζεστή από την απρόσιτη χίμαιρα του Καρυωτάκη. Την ώρα που όλα χάνονται, θα μπορούμε τουλάχιστον να πούμε: Ας ονειρευτούμε, αδερφοί μου» (Δ. Γιάκου, ό. π., σ. 59).

Η επόμενη εμφάνιση του Καρυωτάκη, που αποκαλείται γι’ άλλη μια φορά «ο ποιητής με τα δύο τυπωμένα βιβλία», γίνεται ύστερα από είκοσι περίπου σελίδες, στο ίδιο σκηνικό του Μαύρου Γάτου. Ο ποιητής απευθύνεται σε μία από τις βασικές ηρωίδες, την Έρση, λέγοντάς της πως ο ηθοποιός φίλος της που αναγκάστηκε να παίζει επιθεώρηση με κάποιο μπουλούκι, θα έπρεπε να σκοτωθεί αντί να συμβιβαστεί, «να τινάξει την αηδία και τα μυαλά του κατά πρόσωπο των ανθρώπων» (σ. 185). Η παραπάνω άποψη αποδίδεται και στο κατοπινό ποίημα Πρέβεζα, με τους στίχους

«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους

αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…»

ενώ παράλληλα φωτογραφίζει τον τρόπο που πέθανε ο ποιητής, αφού ας μην ξεχνάμε, όταν ο Παναγιωτόπουλος έγραψε την Αστροφεγγιά, είχε ήδη δει το τέλος του Καρυωτάκη. Στον Πρόλογο της Αστροφεγγιάς ο Παναγιωτόπουλος επισημαίνει για τα νιάτα της εποχής του πως τόσο τραγικά ξεγελάστηκαν στις μεγάλες ελπίδες τους, πως σύρθηκαν απροσανατόλιστα, παιδεμένα, χωρίς πίστη, χωρίς προορισμό σε μια δεύτερη φοβερότερη κοσμοχαλασιά κι έκαναν με την αγωνία τους αισθητότερη τη ριζική αντίφαση και τη διάλυση του κόσμου που πέρασε (εκδ. Αστήρ, 1981, σ. 5). Κατά συνέπεια, παρεμβάλλοντας στο μυθιστόρημά του στίχους του Καρυωτάκη, ο συγγραφέας βρίσκει τον πιο έγκυρο και αυθεντικό δρόμο, για να σκιαγραφήσει την ακραία στάση της επιδίωξης του θανάτου, στάση που δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί στην προσπάθεια να αποδοθούν όσο το δυνατόν σφαιρικότερα και πιστότερα, τα νιάτα της μεσοπολεμικής εποχής.

Η αφηγηματική παρουσία του Καρυωτάκη ολοκληρώνεται στην αμέσως επόμενη σελίδα, με έναν ακόμη διάλογό του με την Έρση. Το τέλος των εμφανίσεών του συμπίπτει με την οριστική για τους μυημένους, τους γνώστες της ποίησής του αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Ο αφηγηματικός ήρωας απαγγέλει τους  στίχους

«Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,

όταν ακούσεις ανθρώπους»,

που δηλώνει πως είναι δικοί του (σ. 184). Με αυτόν τον αφηγηματικό χειρισμό, προκύπτει εμφανώς η πρόθεση του συγγραφέα της Αστροφεγγιάς να ενεργοποιήσει τον αναγνώστη του στην κατεύθυνση της αναγνώρισης του πασίγνωστου ήρωά του, παρέχοντας επαρκείς ενδείξεις και ενισχύοντας σταδιακά τις προσδοκίες μας, έως την οριστική επαλήθευσή τους. Το γεγονός αυτό φανερώνει τη βαρύτητα και το σεβασμό  με τα οποία αντιμετωπίζει ο Παναγιωτόπουλος την αφηγηματική παρουσία του Καρυωτάκη.

Οι δύο παραπάνω στίχοι χρησιμοποιούνται από το συγγραφέα, ώστε να ενισχυθεί και να επικυρωθεί με την υποβλητική δύναμη του ποιητικού λόγου του Καρυωτάκη, η θέση που εκφέρει το αφηγηματικό πρόσωπο Καρυωτάκης, πως «δεν είμαστε πλασμένοι για ν’ αγαπιούμαστε. Για να μισούμε μονάχα!» (ό. π.) Οι στίχοι αυτοί από το ποίημα «Υποθήκαι», που δημοσιεύτηκε το 1928, καθώς και όλα όσα λέει ο ποιητής στην Αστροφεγγιά, παραπέμπουν αναμφισβήτητα στην τελευταία του συλλογή, που, όπως αποδεικνύεται, ο Παναγιωτόπουλος την είχε εξαντλητικά μελετήσει όταν έγραψε το μυθιστόρημά του. Οπότε, θα μπορούσαμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι τον αφηγηματικό ήρωα Καρυωτάκη τον έπλασε ο Παναγιωτόπουλος μέσα από την ποίηση του Καρυωτάκη. Τα ποιήματα των συλλογών Ελεγεία και Σάτιρες βλέπουμε στην Αστροφεγγιά να συνομιλούν με τους εφήβους-ήρωές της μέσα από το εξαίσιο αφηγηματικό τέχνασμα της προσωποποίησής τους με τη μορφή του ποιητή. Άλλωστε πάντοτε η ποίηση του Καρυωτάκη συνομιλεί με τη νεανική ψυχή. Ας θυμηθούμε εδώ τη Λιλή Ζωγράφου, που επισημαίνει πως οι νέοι εξακολουθούν να επιμένουν στο έργο του Καρυωτάκη και να συγκινούνται αληθινά από αυτό, αφού η απαισιοδοξία και ο σαρκασμός του ανταποκρίνονται στη συγκεχυμένη διάθεση της νεότητας (Καρυωτάκης-Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, σελ. 17-19).

Η ποιητική δημιουργία του Καρυωτάκη στο πεζογράφημα του Παναγιωτόπουλου,  συνδέεται σε κάποιο άλλο σημείο με την απόπειρα της Έρσης  να αναζητήσει την αιτία της μισανθρωπίας του αφηγηματικού ήρωα Καρυωτάκη, που την έχει εκφράσει μέσα από τους στίχους του από το ποίημα «Υποθήκες». Υποστηρίζοντας η ηρωίδα ότι μια ερωτική σχέση θα βοηθούσε το συνομιλητή της να καταπολεμήσει τη μοναξιά του, εκείνος χαρακτηρίζει τις γυναίκες «νευρόσπαστα» και «σκλαβιά» (ό. π.), θυμίζοντάς μας το ποίημα «Αποστροφή». Ο συγκεκριμένος προσωπικός διάλογος συνιστά μια απόλυτη αντιπαράθεση ανάμεσα στην απαισιόδοξη και αυτοκαταστροφική στάση που εκφράζει ο ποιητής, και στην καλοσύνη, την αισιοδοξία και την αγάπη, που ενσαρκώνει και υποστηρίζει η συνομιλήτριά του.

Καταλήγοντας, θα τονίζαμε ότι η παρουσία του Καρυωτάκη μεταξύ των ηρώων της Αστροφεγγιάς, προσδίδει εγκυρότητα και βαρύτητα στις πνευματικές αναζητήσεις τους. Οι ήρωες του Παναγιωτόπουλου γίνονται πιο ζωντανοί, πιο αληθινοί μέσα από τη συναναστροφή τους με τον «επώνυμο» Καρυωτάκη, που όπως δεν κατονομάζεται, παραμένει ένας από εκείνους. Έτσι όλα τα αφηγηματικά πρόσωπα, μεγεθύνονται στο δικό του ανάστημα. Αλλά το πλέον ουσιαστικό και αξιοσημείωτο αποτέλεσμα της αφηγηματικής παρουσίας του Καρυωτάκη στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό κείμενο συνίσταται στο διάλογο που αναπτύσσεται ανάμεσα στην ποίησή του και στους νεαρούς μεσοπολεμικούς ήρωες του Παναγιωτόπουλου. Πρόκειται για διάλογο που εμπλέκει αποτελεσματικότερα τον αναγνώστη και στα δύο έργα. Η αναγνωστική προσέγγισή μας στην ποίηση του Καρυωτάκη γίνεται ακόμη πιο προσωπική και άμεση ύστερα από την παρουσία του ποιητή στη νεανική συντροφιά του Μαύρου Γάτου στις σελίδες της Αστροφεγγιάς. Η παράλληλη δε εξοικείωση του αναγνώστη με την ποίηση του μεγάλου δημιουργού προσδίδει περισσότερη ένταση στο βιωματικό στοιχείο που ενυπάρχει στο έργο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου.

ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ  ΚΑΙ  ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ  ΣΤΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ  ΤΟΥ  ΤΕΛΛΟΥ  ΑΓΡΑ 

«ΟΙ  ΜΕΓΑΛΕΣ  ΛΥΠΕΣ»

Ελένη Α. Ηλία

 

Η συντομία που χαρακτηρίζει το διήγημα, το δυσκολότερο κατά γενική ομολογία λογοτεχνικό είδος, υπαγορεύει τη συμπύκνωση της αφήγησης, την επικέντρωση σε ένα πρόσωπο, σε ένα επεισόδιο και την ανάδειξη της πιο ιδιαίτερης στιγμής του. Ο ικανός διηγηματογράφος οφείλει, παρά την περιορισμένη έκταση του κειμένου του, να επιτύχει να αποδώσει περίπλοκες ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις.

Το διήγημα στο οποίο εδώ θα αναφερθούμε, κατά την άποψή μας συνιστά υπόδειγμα αφηγηματικής δεξιοτεχνίας. Η καταλληλότητα και η ευστοχία των αφηγηματικών επιλογών του συγγραφέα του, Τέλλου Άγρα, έχει ως αποτέλεσμα ο αναγνώστης του διηγήματός του «Οι Μεγάλες Λύπες» να εμπλέκεται πλήρως στις εμπειρίες του μικρού ήρωα, να φορτίζεται συγκινησιακά από τις έντονες καταστάσεις που εκείνος βιώνει. Αναλυτικότερα, στο πρώτο μέρος του διηγήματος, που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση, περιγράφονται τα παιχνίδια ανάμεσα στον μικρό ήρωα και στο αρνάκι του. Η αφήγηση εδώ γίνεται σε χρόνο Παρατατικό, ο οποίος αποπνέει νοσταλγική διάθεση (Μπαλούμης, Η Περιγραφή, εκδ. Γρηγόρη, σ.37). Το δεύτερο και τελευταίο μέρος αναφέρεται στην εξαφάνιση του αγαπημένου ζώου την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής και στις κλιμακωτές αντιδράσεις του αγοριού αναφορικά με αυτήν την απώλεια. Ο μικρός ήρωας εκφράζει την αγωνία του για το αρνί, χωρίς να συνδέει την εξαφάνισή του με ό, τι διαφορετικό και περίεργο παρατηρεί στο σπίτι την ίδια βραδιά. Η «μουσκεμένη αυλίτσα», ο «σωρός με τα κόκκινα κόκκαλα, τα κόκκινα κρέατα και τις άσπρες πέτσες», καθώς και το «ξυλαράκι το ψιλό σαν μολύβι που η θεία το περνούσε μέσα στα αντεράκια που δεν είχαν τελειωμό», εντυπωσιάζουν το παιδί – ήρωα, που ωστόσο αμέσως επανέρχεται στο στόχο του, να πείσει τους μεγάλους να αναζητήσουν το  χαμένο παιχνιδιάρικο αρνάκι του. Κι ενώ ο ήρωας  επίμονα επαναλαμβάνει τη φράση «Πάμε να βρούμε το αρνάκι», χωρίς ωστόσο οι μεγάλοι γύρω του να συμμερίζονται την αγωνία του, προφανώς ο αναγνώστης, σε αντίθεση με το ανύποπτο παιδί, αντλεί από τα παραπάνω στοιχεία την πληροφορία πως το αρνί θυσιάστηκε, σύμφωνα με το πασχαλινό έθιμο. Εφόσον ο μικρός ήρωας δεν γνωρίζει την αλήθεια για την τύχη του αγαπημένου του ζώου, την ίδια στιγμή που ο αναγνώστης την γνωρίζει, λειτουργεί η αφηγηματική τεχνική της τραγικής ειρωνείας (Booth, The Rhetoric of Fiction, Penguin Books, s. 175). Το θύμα της τραγικής ειρωνείας είναι θύμα της άγνοιάς του (Βελουδής, Αναφορές, εκδ. Φιλιππότη, σ. 50). Το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας είναι υπεύθυνο για την εμπλοκή του αναγνώστη στην απόγνωση του αγοριού. Η επιμονή του για τη μάταιη αναζήτηση, αποτυπώνεται σε φράσεις όπως «Πάμε να βρούμε τ’ αρνάκι! Πάμε να το βρούμε! Έλα σήκω!» και  «Τώρα θέλω, τώρα! Θύμωσα, χτύπησα τα πόδια μου, κουνούσα το τραπέζι, έσχισα το τετράδιό μου που έγραφα τις αριθμητικές…»

Η τραγική ειρωνεία επίσης απορρέει από την απορία και την αγανάκτηση που εκφράζει ο ήρωας για τη συνεχιζόμενη αδιαφορία των δικών του για το χαμένο αρνί.  Κορυφώνεται δε, όπως αισθάνεται τύψεις και κατηγορεί τον εαυτό του για την εξαφάνιση του ζώου, επειδή το είχε αναγκάσει να μείνει στο σπίτι, αν και εκείνο ήθελε να τον ακολουθήσει όταν έφευγε για την εκκλησία το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής.

Η συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί στον αναγνώστη η άγνοια του αγοριού, παραμένει αμείωτη έως το τέλος του διηγήματος, αφού το αγόρι δεν ανακαλύπτει την αλήθεια αλλά παραμένει με την ψευδαίσθηση πως το αρνί εγκατέλειψε το σπίτι, καθώς προτίμησε την εξοχή. Αναλογιζόμενος μάλιστα ο μικρός ήρωας τους κινδύνους για τη ζωή του ζώου στην εξοχή, την πιθανότητα θανάτωσής του από πεινασμένους λύκους, ο πόνος του αποχωρισμού γίνεται ανυπόφορος.

Εκτός από την τεχνική της τραγικής ειρωνείας, η χρήση της επανάληψης συντελεί στην υποβολή της θλίψης. Αυτό που επαναλαμβάνεται είναι ο δημοτικός στίχος «Μια βοσκοπούλα τ’ αρνί της χάνει στην ερημιά», που συνιστά το διακείμενο στο συγκεκριμένο διήγημα. Το διακείμενο, δηλαδή η αντανάκλαση ενός λογοτεχνήματος σε κάποιο άλλο, δίνει νέα διάσταση στο κείμενο και συντελεί στη δημιουργία ποιητικού ύφους (Σαμαρά, Προοπτικές του κειμένου, Κώδικας, σελ. 22-23).

Όπως αποδείχθηκε, με τους παραπάνω αφηγηματικούς χειρισμούς που επιλέγει ο Τέλλος Άγρας, θα προσφέρει πάντοτε στον αναγνώστη του κάθε ηλικίας τη δυνατότητα να εμπλακεί στον ψυχικό κόσμο του μικρού του ήρωα, να βιώσει πλήρως τα δυνατά συναισθήματα του τελευταίου και κατά συνέπεια να κάνει μερικά ακόμη σταθερά βήματα προς την αυτογνωσία.

Διαβάζοντας Ελύτη. Παιδικές ιστορίες για “Τα ρω του Έρωτα” (δημοσιευμένο άρθρο)

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΛΥΤΗΣ ΖΕΙ;  Διαβάζοντας Ελύτη. Παιδικές ιστορίες για “Τα ρω του Έρωτα”.

Ελένη Α. Ηλία

Έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Διαδρομές, τχ. 102, Καλοκαίρι 2011, σσ. 20-32.

                                                                                      

Τα ποιήματα της συλλογής με γενικό τίτλο Τα Ρω του Έρωτα ο Ελύτης τα έγραψε το 1972 στην πλήρη ποιητική ωριμότητά του, με βασικό στόχο να μελοποιηθούν, οπότε στην εισαγωγή του τα αποκαλεί τραγούδια. Τα συγκεκριμένα ποιήματα τα επιλέξαμε για να τα παρουσιάσουμε σε νήπια, ως πηγή έμπνευσης και πλαίσιο έκφρασης της δικής τους δημιουργικής σκέψης, ακριβώς επειδή έχουν μέτρο και ομοιοκαταληξία, οπότε είναι περισσότερο προσιτά σε αυτή την ηλικία[2]. Θεωρούμε άλλωστε τα τραγούδια αυτά πλήρως αντιπροσωπευτικά των αρχών, των κανόνων και των στοιχείων που διέπουν το σύνολο του ποιητικού έργου του δημιουργού, όπως θα υποστηρίξουμε στη συνέχεια.

Ξεκινώντας με την υπόθεση ότι η φαντασία των νηπίων που είναι  ούτως ή άλλως πλουσιότατη, θα οδηγήσει σε  σημαντικά αποτελέσματα, αν τροφοδοτηθεί με τα εξαιρετικά ερεθίσματα που εμπεριέχονται στους στίχους του ποιητή, προκειμένου να αποδοθούν οι αναγνωστικές εντυπώσεις των μαθητών του νηπιαγωγείου[3] στα ποιήματα της συλλογής, ξεκινούσαμε  από τη ζωγραφική. Όλα τα παιδιά ζωγράφιζαν με αφορμή το ποίημα που είχαν ακούσει, και στη συνέχεια καθένα τους διάλεγε κάποια από τις ζωγραφιές των συμμαθητών του, την οποία παρουσίαζε, δηλαδή περιέγραφε και  ερμήνευε, με βάση το συγκεκριμένο ποίημα. Η δυνατότητα που δινόταν στα νήπια να συσχετίζουν τις εικόνες που είχαν δημιουργηθεί στη σκέψη τους ακούγοντας το ποίημα με τις αντίστοιχες εικόνες όπως τις αναπαριστούσαν οι ζωγραφιές των συμμαθητών τους, διεύρυνε το διάλογό τους με το ποιητικό κείμενο. Επιπλέον προσέδιδε στη ζωγραφική τους έκφραση ιδιαίτερο ενδιαφέρον και βαρύτητα και κυρίως επέτεινε την προσοχή όλων στο μαθητή ο οποίος αναφερόταν λεκτικά στο ποίημα. Στο ίδιο αποτέλεσμα συνετέλεσε και ο ομαδικός χαρακτήρας των παιδικών κειμένων, καθώς αναζητούσαμε μεταξύ των νηπίων όσα από εκείνα επιθυμούσαν να συνεχίσουν την αφήγηση που είχε μόλις προηγηθεί. Συνήθως τα ομαδικά κείμενα περιλάμβαναν τρεις διαδοχικές αφηγήσεις. Η ολοκλήρωση ή η συνέχιση του ομαδικού κειμένου κρινόταν από τη βούληση των ίδιων των νηπίων.

Ας περάσουμε στο σημείο αυτό στην παρουσίαση των συγκεκριμένων τραγουδιών που διδάχθηκαν, συνδέοντάς τα  με τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συνολικού έργου του ποιητή. Ο ίδιος ο Ελύτης αναφερόμενος στην ποίησή του επισημαίνει τον κυρίαρχο ρόλο των αισθήσεων σε αυτήν, που θεωρεί ότι συνιστά το μοναδικό ουσιαστικά σημείο σύγκλισής του με τον υπερρεαλισμό[4]. Οι μελετητές του ωστόσο αποδίδουν επίσης στο ρεύμα του υπερρεαλισμού την απόλυτη δύναμη της φαντασίας που διακατέχει τους στίχους του[5]. Ενδεικτικό θεωρούμε ανάμεσα σε πλήθος άλλων της συλλογής, το ποίημα «Το Βεγγαλικό» από την ενότητα «Τ’ Αφανέρωτα», στο οποίο δημιουργούνται διαδοχικές εικόνες με κλιμακούμενη φωτεινότητα, που κορυφώνονται με τη λάμψη του βεγγαλικού. Οι εικόνες αυτές βασίζονται στο σύνολό τους στην πλήρη ανατροπή των φυσικών νόμων, καθώς στο ποίημα ανθρώπινα πρόσωπα και στοιχεία του σύμπαντος έρχονται σε άμεση επαφή και αλληλεπιδρούν με τεράστια οικειότητα, γεγονός που αν και αποβαίνει καταστροφικό τελικά για τους ανθρώπους, είναι ταυτόχρονα ιδιαίτερα θεαματικό και συναρπαστικό.

Αυτό που παρατηρούμε στις παιδικές ιστορίες που βασίστηκαν στο συγκεκριμένο ποίημα είναι η προσωποποίηση των αστεριών και η προηγούμενη ανθρώπινη φύση τους. Ο Ελύτης στο ποίημά του την πρωτοβουλία για τη σχέση αστεριών και ανθρώπων την καταλογίζει στους δεύτερους. Στις παιδικές αφηγήσεις αντίθετα η πρωτοβουλία αυτής της σχέσης  αποδίδεται στα αστέρια.  Συνάπτεται δε αποκλειστικά με παιδιά καθώς και με  πρόσωπα που τα χαρακτηρίζει η αγιότητα. Η σχέση αυτή ωφελεί τους ανθρώπους και αυτό δεν συμβαίνει τυχαία αλλά είναι αποτέλεσμα της πρόθεσης των αστεριών να τους βοηθήσουν[6].

Στην ιστορία της λογοτεχνίας ο Ελύτης έχει ταυτιστεί με έννοιες όπως αφθαρσία, εφηβεία, νιότη, ιλαρότητα, ξεγνοιασιά, αισιοδοξία[7],  που αντιδιαστέλλονται πλήρως προς την οδυνηρή όψη της ζωής που πρόβαλε η αμέσως προηγούμενη ποιητική γενιά με κυριότερο εκφραστή της τον Καρυωτάκη[8]. Ας σκεφτούμε σχετικά την απλότητα και την άνεση με τα οποία ο ποιητής  συνομιλεί με τον αστερισμό της Πούλιας, στο τραγούδι με τον τίτλο «Η Μάγια», που περιλαμβάνεται στην ενότητα «Μικρές Κυκλάδες». Η Πούλια εμφανίζεται ως οικείο του πρόσωπο με στάση πλήρως εναρμονισμένη προς την ανθρώπινη καθημερινότητα. Η ένωση μάλιστα του ποιητή με το άστρο πραγματοποιείται αφοπλιστικά, αβίαστα και αποτελεσματικά. Στις αφηγήσεις των νηπίων αναφορικά με το ποίημα κυριαρχούν οι παιδικές συνήθειες και συμπεριφορές των αστεριών και οι οικογενειακές σχέσεις μεταξύ τους. Η λάμψη παραμένει το βασικό χαρακτηριστικό τους, που αν και μετριέται με την ποσότητα του χρυσαφιού που εμπεριέχουν, αποδίδεται ωστόσο αποκλειστικά στην ψυχική τους κατάσταση. Παραθέτουμε ένα σύντομο χαρακτηριστικό απόσπασμα των αφηγήσεων των νηπίων:

Τα αστεράκια που είναι παιδιά της Πούλιας, βρίσκονται στον ουρανό. Λάμπουν, γιατί είναι νύχτα και κοιμούνται κι ονειρεύονται. Τα όνειρα τα κάνουν να λάμπουν. Η μαμά τους η Πούλια μαγειρεύει στα αστεράκια σούπα με τα χόρτα που μάζεψε από τα σύννεφα. Είναι το μόνο φαγητό που τρώνε πολύ. Η Πούλια λάμπει κι αυτή κι ας μην κοιμάται. Εκείνη δεν λάμπει όταν ονειρεύεται, λάμπει όταν λάμπουν τα παιδιά της.

Ο Ελύτης τονίζει την πρωταρχική σημασία της φύσης για την ανθρώπινη ζωή. Από το φυσικό κόσμο επικεντρώνεται ειδικότερα στη θάλασσα και αποδίδει την οικειότητα με την οποία την προσεγγίζει στο έργο του, στην ιδιαίτερη σχέση που έχουν αναπτύξει  μαζί της οι Έλληνες, ως συνέπεια της γεωφυσικής κατάστασης του τόπου τους[9]. Στο τραγούδι που τιτλοφορείται «Τα Ελληνάκια» από τις «Μικρές Κυκλάδες», το ελληνικό φυσικό περιβάλλον προκαλεί παιγνιώδη διάθεση και θετικά συναισθήματα, που καταλήγουν σε ψυχική αγαλλίαση. Στις ιστορίες των νηπίων για τα Ελληνάκια, παιδιά, πειρατής και άνεμος γίνονται σύντροφοι στο παιχνίδι, που εκτυλίσσεται σε κήπους και θάλασσες.

Στην ποίηση του Ελύτη διακρίνεται παντού η ταύτιση του εσωτερικού με τον εξωτερικό κόσμο, η έκφραση των ψυχικών του καταστάσεων μέσα από τις περιγραφές των τοπίων, η ανακάλυψη της δικής του «ταυτότητας» μες από την αποκρυπτογράφηση της ίδιας της φύσης[10]. Στο τραγούδι «Του Μικρού Βοριά» επίσης από την ενότητα «Μικρές Κυκλάδες», ο ποιητής αναζητά με ασφάλεια και βεβαιότητα στο φυσικό κόσμο τη συμπαράσταση, την παρηγοριά για τον πόνο που προκαλεί η αδυναμία της πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης. Με την απόδοση στο Βοριά όπου απευθύνεται, χαρακτηριστικών μικρού παιδιού, εμπνέει στους μαθητές του νηπιαγωγείου κείμενα, όπου  κύριο αφηγηματικό πρόσωπο είναι ο Μικρός Βοριάς, ένα άταχτο αγόρι, που με τις ζαβολιές του ενοχλεί το Θεό, προκαλεί ζημιές σε ολόκληρη τη γη και καταστρέφει όλων των ειδών πλάσματα της φύσης. Ο Θεός τον τιμωρεί, διώχνοντάς τον από κοντά του. Τελικά όμως τον καλεί να ζήσει πάλι μαζί του, για να τον έχει συντροφιά και τότε ο Μικρός Βοριάς αποφασίζει να φρονιμέψει. Ας απολαύσουμε ένα μικρό απόσπασμα:

 Ο Μικρός Βοριάς ταξιδεύει με καράβι για το Βόρειο Πόλο όπου ζουν οι γονείς του. Κουβαλάει κι ένα σάκο με χρήματα, για να αγοράσει παιχνίδια να παίζει, επειδή εκεί δεν υπάρχουν άλλα παιδιά. Μέχρι τότε έμενε με το Θεό αλλά βαριόταν, γιατί ο Θεός του ζητούσε να κάθεται φρόνιμα. Ο Θεός ένιωθε την καρδιά του άρρωστη, επειδή τον στενοχωρούσε ο Μικρός Βοριάς και του ζήτησε να φύγει, για να γίνει καλά… Όταν ο Θεός απομένει μόνος στο σπίτι του πάνω στα σύννεφα, πηγαίνει και του χτυπά την πόρτα άλλος άνεμος, για να του κάνει παρέα. Όμως ο Θεός του φωνάζει: «Φύγε, να μείνω στην ησυχία μου»…

Ο ποιητής δεν αρκείται  στην απόδοση εκείνων που βλέπει γύρω του αλλά προσδίδει στην ποίησή του μια μεταφυσική διάσταση, κάνοντας λόγο για «καθαρότητα» και «αγιότητα», για τάση ανύψωσης των φυσικών πλασμάτων προς τον ουρανό, για παράδεισο με την έννοια της τελειότητας, της πληρότητας, για «μεταφυσική των αισθήσεων» εν κατακλείδι[11], χαρακτηριστικό που επισημαίνεται ως «ψυχεδελική» αίσθηση της ζωής[12]. Στο «Ερημονήσι» που περιλαμβάνεται στην ενότητα «Θαλασσινό Τριφύλλι», η ανθρώπινη ύπαρξη εμφανίζεται ικανή να υπερβαίνει τα κοινωνικά δεσμά, να προσπερνά  τις συμβάσεις που υπαγορεύει η καθημερινότητα και να οδηγείται σε ψυχική πληρότητα και ισορροπία. Ας παρακολουθήσουμε πώς προσλαμβάνουν το δύσκολο θα έλεγα στα νοήματά του ποίημα τα νήπια. Στα κείμενά τους η μοναχική ζωή στο Ερημονήσι εμφανίζεται είτε σαν ελεύθερη επιλογή είτε σαν αναγκαστική κατάσταση. Στην πρώτη περίπτωση η ζωή αυτή οδηγεί στη δημιουργικότητα. Στη δεύτερη περίπτωση ενέχει κινδύνους, επιφυλάσσει το θάνατο και την καταστροφή. Παντού όμως ο ρόλος του Θεού εμφανίζεται καταλυτικός. Η σοφία του και η δύναμή του που εκδηλώνεται με «θαύματα», προσφέρουν την ελπίδα και την αισιοδοξία.

Στο ποίημα που τιτλοφορείται  «Ο Ταχυδρόμος», επίσης από «Το Θαλασσινό Τριφύλλι», παρά τις συνεχείς, καθημερινές  ματαιώσεις και απογοητεύσεις και την κατηγορηματική αρχικά φράση «γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις», στους εφτά τελευταίους στίχους διαφαίνεται η ελπίδα, που συνδέεται αποκλειστικά με την προοπτική το γράμμα που περιμένει ο ομιλών, να υπάρχει χαμένο κάπου στη γη ή στο σύμπαν. Κατά συνέπεια, όσο μικρότερη αισθανόμαστε την απόσταση της γης από τον ουρανό τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες το γράμμα να φτάσει κάποτε στον προορισμό του. Οι μικροί μαθητές αφηγούνται στο σύνολό τους κείμενα όπου όλοι λαμβάνουν γράμματα που τους κάνουν ευτυχισμένους, ακόμη κι αν δεν τα περιμένουν είτε ακόμη κι αν ο ταχυδρόμος αποφασίζει να μην τα παραδώσει:

Ο ταχυδρόμος μοιράζει κάθε μέρα πολλά γράμματα σε όλα τα σπίτια εκτός από ένα. Εκεί τον περιμένει κάθε μέρα ένα μεγάλο παιδί. Όμως ο ταχυδρόμος δεν θέλει να πάει, επειδή αυτό το σπίτι είναι παλιό και άσχημο. Έτσι το παιδί δεν παίρνει το γράμμα που του έχουν στείλει… Το παιδί όμως θα πάρει κάποτε αυτό το γράμμα, γιατί ο φίλος του που το έχει γράψει, την επόμενη φορά το στέλνει με ένα πουλί…

Θα ολοκληρώσουμε τις επιλογές μας από το έργο του Ελύτη με το ποίημα «Του Σωτήρος», που το συναντάμε στην ενότητα «Ο Χαμαιλέων». Εδώ ο φυσικός με το μεταφυσικό κόσμο εμφανίζονται ως ενιαίο σύνολο, όπως προκύπτει από το δίστιχο «κι  έχει τα πλούτη του εδωπέρα / στη γης και στο χρυσόν αέρα», που αναφέρεται στο Χριστό. Χάρη στην ένωση αυτή όλοι μας μοιραζόμαστε την απόλυτη αισιοδοξία και ελευθερία, που οφείλεται στη δυνατότητα του Ιησού να καθιστά παροδικό το θάνατο και να καταλύει κάθε είδους δέσμευση. Στις παιδικές αφηγήσεις ο Χριστός βρίσκεται σε στενή επικοινωνία με ορισμένους ανθρώπους, που κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η καλοσύνη. Σε αυτούς εκχωρεί το δικαίωμα και τη δυνατότητα να τον υποκαθιστούν στη γη, αντιμαχόμενοι τους κακούς και ευνοώντας τους καλούς. Παραθέτουμε και πάλι ένα απόσπασμα:

Ο Χριστός βλέπει από τον ουρανό τα παιδάκια που παίζουν έξω από το σπίτι τους στο δάσος. Κατεβαίνει εκεί με το φωτοστέφανό του, για να τους πει ότι τα αγαπάει… Τα παιδάκια έχουν δει κι άλλες φορές το Χριστό. Ξάπλωναν στα λουλούδια και κοιτούσαν τον ουρανό, για να τον δουν. Τους άρεσε να τον κοιτάζουν, επειδή ήταν τόσο δυνατός..

Ολοκληρώνοντας την καταγραφή της αναγνωστικής ανταπόκρισης των μαθητών του νηπιαγωγείου στους στίχους του Ελύτη, θα μπορούσαμε ανεπιφύλακτα να ισχυριστούμε ότι τα χαρακτηριστικά της φύσης των νηπίων, η αισιοδοξία, η έντονη φαντασία, η προσωποποίηση κι ο ανιμισμός των φυσικών στοιχείων, η αγαλλίαση που απορρέει από την επαφή με το φυσικό κόσμο, η μεταφυσική ερμηνεία των φυσικών φαινομένων που χαρακτηρίζει τις πρώιμες «ιδέες»[13] των παιδιών, συνιστούν ταυτόχρονα τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του ποιητή. Έτσι μπορεί θαυμάσια να ερμηνευτεί η ουσιαστική επαφή, η δημιουργική αφομοίωση και η γόνιμη επικοινωνία  των νηπίων με την ποίησή του, που διαπιστώνεται από τα αφηγηματικά κείμενά τους που παραθέσαμε παραπάνω. Κατά συνέπεια η απάντηση στην ερωτηματική φράση : «Ο ποιητής Ελύτης ζει;» του τίτλου αυτού του άρθρου, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η ίδια με τον καταληκτικό στίχο του ποιήματος Τα Τζιτζίκια, όπου η αντίστοιχη ερώτηση του ποιητή αναφέρεται στον ήλιο:  Ζει, ζει, ζει, ζει, ζει,  ζει, ζει, ζει.

Σημειώσεις

[1] Στον τίτλο του άρθρου έχουμε παραφράσει το στίχο «Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;», από το ποίημα «Τα Τζιτζίκια», που περιλαμβάνεται στην ποητική συλλογή Τα Ρω του Έρωτα.

[2] Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου, Κ. (1988). Η Ποίηση στο Νηπιαγωγείο. Η Παιδική Λογοτεχνία και το μικρό παιδί (σσ.85-100). Αθήνα: Καστανιώτης, σσ. 91,93.

[3] Πρόκειται για μαθητές του 1ου Νηπιαγωγείου Ασπροπύργου, κατά τη σχ. χρονιά 2010-1011.

[4] Ivask, Ivar, (1979)  Αναλογίες Φωτός (Συνέντευξη). Οδυσσέας Ελύτης. Σύγχρονοι ποιητές 2. Αθήνα: Άκμων, σσ. 187-203.

[5] Πρωίμου-Ερηνάκη Μ. (1997). Οδυσσέας Ελύτης. Η αθέατη πλευρά του κόσμου και η καθαρότητα του φωτός . Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 217.

[6] Τα πλήρη κείμενα των νηπίων παρατίθενται στην ιστοσελίδα του 1ου Νηπ/γείου Ασπροπύργου, που φιλοξενείται στην πλατφόρμα νεανικής δημιουργίας i-cteate της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης. Η ιστοσελίδα διακρίθηκε τόσο στη διαδικτυακή αξιολόγηση όσο και στην αξιολόγηση της κριτικής επιτροπής, στο πλαίσιο του Πανελλήνιου διαδικτυακού μαθητικού διαγωνισμού 100 χρόνια μετά… για τους Ελύτη, Παπαδιαμάντη, Γκάτσο και Τσίρκα.

[7] Μερακλής, Μ. Γ., χ.χ. Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (1945-1970). Ι. ΠΟΙΗΣΗ. Θεσσαλονίκη, εκδ. Κωνσταντινίδη, σ.20 –  Πολίτης, Λίνος  (1985). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφ. Ίδρ. Εθν. Τραπέζης, σ.294.

[8] Vitti, Mario (1987). Η Γενιά του Τριάντα. Αθήνα: Ερμής, σσ. 154-157.

[9] Ivask , I., ό.π.

[10] Πρωίμου-Ερηνάκη, Μ., ό.π., σσ. 223-224.

[11]  Οδυσσέα Ελύτη, (1991). Η Υπέρβαση και η Γεωμέτρηση, Η Λέξη, τ. 101-106, σ. 763.

[12] Vitti, Μ., ό.π., σ.152.

[13] Για τις «ιδέες των μαθητών» ή «αυθόρμητες αντιλήψεις» ή «παρανοήσεις» κ. ο. κ. βλ . Driver, R. κ. α. (2000).Οικοδομώντας έννοιες των Φυσικών Επιστημών. Αθήνα: Τυπωθήτω.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οδυσσέα Ελύτη, Συλλογή Τραγουδιών «Τα Ρω του έρωτα».

Το πρόγραμμα σχεδιάστηκε από την Ελένη Α. Ηλίανηπιαγωγό, διδάκτορα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και υλοποιήθηκε με τους μαθητές του κλασικού τμήματος του Νηπιαγωγείου κατά το σχ. έτος 2010-2011, για το διαγωνισμό της i-create 100 χρόνια μετά…

Ιστορίες των νηπίων για το ποίημα:

α) Η  Μάγια

Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά μεσ’ απ’ τους ουρανούς περνά

 1. Σ’ ένα λιβάδι τα παράξενα πολύχρωμα λουλούδια  κλείνουν όταν νυχτώνει  και κοιτάζουν τα αστέρια. Όλα τα αστέρια είναι κανονικά εκτός από ένα που είναι πολύ μεγάλο, γιατί έχει πολύ χρυσάφι. Όσο πιο πολύ λάμπει αυτό το αστέρι τόσο τα άλλα χάνουν το φως τους (Σοφία ). Έτσι πηγαίνουν να το πουν στον ήλιο που είναι ο μπαμπάκας τους. Ο ήλιος τότε πολεμά το μεγάλο αστέρι, το νικάει κι εκείνο πεθαίνει (Μάριος). Όλο το χρυσάφι που είχε το μεγάλο αστέρι, σκορπίστηκε στη γη κι έτσι έλαμψαν τα λουλούδια στο λιβάδι. Και τα άλλα αστέρια τ’ ουρανού άρχισαν να λάμπουν πολύ δυνατά, γιατί χαμογελάνε που δεν υπάρχει πια εκείνο το αστέρι που δεν τα άφηνε να λάμπουν (Παύλος).

2. Τα αστεράκια που είναι παιδιά της Πούλιας, βρίσκονται στον ουρανό. Λάμπουν, γιατί είναι νύχτα και κοιμούνται κι ονειρεύονται. Τα όνειρα τα κάνουν να λάμπουν. Επειδή είναι κοντά-κοντά βλέπουν όλα τα ίδια όνειρα. Τώρα βλέπουν έναν κλόουν, που κάνει αστεία και γελάνε (Γιάννης Κ.). Η μαμά τους η Πούλια μαγειρεύει στα αστεράκια σούπα με τα χόρτα που μάζεψε από τα σύννεφα. Είναι το μόνο φαγητό που τρώνε πολύ. Η Πούλια λάμπει κι αυτή κι ας μην κοιμάται. Εκείνη δεν λάμπει όταν ονειρεύεται, λάμπει όταν λάμπουν τα παιδιά της (Ιωάννα). Η Πούλια έχει πολύ καιρό που ψάχνει σπίτι στη γη, γιατί όταν φυσάει στον ουρανό, τα παιδιά της κρυώνουν. Βρίσκει τελικά κάποιο, όπου ζούσε μια οικογένεια με τρία παιδάκια, που τώρα πήραν καινούριο σπίτι. Και μέσα στο σπίτι τα αστεράκια λάμπουν τις νύχτες, γιατί συνεχίζουν να βλέπουν όνειρα. Τώρα βλέπουν ότι έχουν πάει σ’ ένα παιδικό πάρτι που ένας μάγος εμφανίζει ζώα. Τα αστεράκια γελούν, επειδή τα ζώα τα γαργαλάνε. Οι άνθρωποι που βλέπουν από μακριά το σπίτι να λάμπει, αναρωτιούνται ποιος να μένει εκεί πέρα (Ειρήνη).

β) Του Μικρού Βοριά

Σαν το καράβι που άνοιξε τ’ άρμενα κι αλαργεύει…

1. Ο Μικρός Βοριάς ταξιδεύει με καράβι για το Βόρειο Πόλο όπου ζουν οι γονείς του. Κουβαλάει κι ένα σάκο με χρήματα, για να αγοράσει παιχνίδια να παίζει, επειδή εκεί δεν υπάρχουν άλλα παιδιά. Μέχρι τότε έμενε με το Θεό αλλά βαριόταν, γιατί ο Θεός του ζητούσε να κάθεται φρόνιμα. Ο Θεός ένιωθε την καρδιά του άρρωστη, επειδή τον στενοχωρούσε ο Μικρός Βοριάς (Γιάννης Κ.). Έτσι του ζήτησε να φύγει, για να γίνει καλά. Στο ταξίδι ο Θεός σπρώχνει το καράβι, για να φτάσει ο Μικρός Βοριάς εύκολα και γρήγορα στους γονείς του. Όταν ο Θεός απομένει μόνος στο σπίτι του πάνω στα σύννεφα, πηγαίνει και του χτυπά την πόρτα άλλος άνεμος, για να του κάνει παρέα. Όμως ο Θεός του φωνάζει: «Φύγε, να μείνω στην ησυχία μου». Τότε ο άνεμος αυτός πηγαίνει στη θάλασσα, που αγριεύει και σπάει τις βάρκες. Όλα τα παιδάκια όμως σώζονται, γιατί τα κύματα τα βγάζουν στην ακτή (Εύη). Όσο ο Μικρός Βοριάς βρίσκεται στο σπίτι του από πάγο, ο Θεός κοιμάται στο δικό του σπίτι χωρίς να τον ενοχλεί κανείς. Ένα βράδυ ξυπνά και νιώθει πολύ καλά. Φέρνει πίσω το Μικρό Βοριά μαζί με τους γονείς του και τους έχει ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν. Από δω και πέρα ο Μικρός Βοριάς θα είναι πάντα φρόνιμος (Γιάννης Σ.).

2. Ο Μικρός Βοριάς πηγαίνει στα περιβόλια και καταστρέφει τα λαχανικά, γιατί είναι κακό παιδί. Ο περιβολάρης όταν τα βλέπει, κοντεύει να τρελαθεί και πηγαίνει να πάρει καινούριους σπόρους να φυτέψει. Ο Βοριάς φεύγει με το πλοίο πολύ μακριά, στη Νέα Υόρκη, για να κάνει κι άλλες ζαβολιές (Χριστίνα). Εκεί φέρνει τόσο πολύ κρύο, που όλοι  οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους, για να μην παγώσουν. Μερικοί που δεν έχουν ούτε τζάκι ούτε καλοριφέρ, πεθαίνουν από το κρύο. Μετά ο Βοριάς φεύγει με το πλοίο για την Αλβανία, για να πάει κι εκεί την παγωνιά. Οι πάπιες, οι χήνες, οι μέλισσες, οι μύγες κι άλλα ζώα πεθαίνουν (Νίκος). Ύστερα ο Βοριάς ξαναγυρίζει εδώ και  σπάει ένα σπίτι στην παραλία, που μένει ο πειρατής. Τότε ο πειρατής αρρωσταίνει βαριά από το κρύο αλλά βγαίνει ο ήλιος να τον ζεστάνει και γίνεται καλά. Ο Βοριάς θυμώνει με τον ήλιο και  ανεβαίνει ψηλά να τον κλωτσήσει. Ένας στρατιώτης πηγαίνει το χτυπημένο ήλιο στο νοσοκομείο και διώχνει το Βοριά μακριά (Μάριος).

γ)  Τα Ελληνάκια

Φάληρο με Περαία μια γαλανή σημαία

1. Ένα παιδάκι έφτιαξε μια χάρτινη ελληνική σημαία και τη στερέωσε στον κήπο του. Όμως την πήρε ο άνεμος και την ανέβασε σ’ ένα ψηλό δέντρο. Από εκεί την είδε με τα κιάλια του κάποιος πειρατής, που ταξίδευε με το καράβι του. Έφτασε στον κήπο για να την πάρει, αλλά όταν είδε το παιδάκι να κλαίει γιατί δεν μπορούσε να πιάσει τη σημαία του, ανέβηκε εκείνος στη σκάλα που είχε φέρει απ’ το καράβι του, κατέβασε τη σημαία και του την έδωσε, γιατί αυτός ο πειρατής ήταν καλός (Κωνσταντίνος Κ.). Το παιδάκι με τη μαμά του πήγαν μαζί στη θάλασσα να τον βρουν για να τον ευχαριστήσουν. Τον είδαν να σκάβει στην άμμο, για να πάρει ένα σπόρο που ήθελε να φυτέψει σε γλάστρα στο καράβι του (Ειρήνη). Ο πειρατής ανέβασε το παιδάκι στο καράβι για να του δείξει τη δική του σημαία. Ήταν κόκκινη και μπλε κι έδειχνε έναν σκελετό. Ταξίδεψαν οι δυο τους μέχρι το νησί με το θησαυρό. Ανέβασαν στο καράβι το σιδερένιο μπαούλο με τα χρυσά νομίσματα και στην αρχή σκέφτηκαν να τα κρατήσουν για να παίζουν. Μετά όμως αποφάσισαν να τα μοιράσουν σε πολλούς ανθρώπους (Παύλος).

2. Ο αέρας παίρνει μια σημαία από ένα πλοίο και την ρίχνει στο χορτάρι. Εκεί την βρίσκει ένα μικρό αγοράκι και την παίρνει (Ορέστης). Μαζί με τα άλλα Ελληνάκια ξεκινούν τρέχοντας από τη μια άκρη του κήπου προς την άλλη, που έχουν στήσει τη σημαία. Κι όποιο παιδάκι την πιάνει πρώτο, την χαρίζει σ’ αυτόν που αγαπάει. Όταν κουράστηκαν και κάθισαν να ξεκουραστούν, ένα κοριτσάκι κοίταξε ψηλά, τα μικρά άσπρα συννεφάκια. Τα έδειξε στους άλλους κι όλοι μαζί τα είδαν να γίνονται μπλε. Ύστερα έγιναν κίτρινα και πορτοκαλί. Έτσι σκέφτηκαν πως είναι μαγικά και τα έφτιαξαν στις ζωγραφιές τους (Σοφία Ν.).

δ)  Ο Ταχυδρόμος

Ταχυδρόμε ανάθεμά σε μόνο εμένα δε θυμάσαι

1. Ο Ταχυδρόμος πηγαίνει στο σπίτι ενός παππού, για να δώσει μια πρόσκληση για πάρτι. Είναι από το εγγονάκι του, που βρίσκεται μακριά. Ο παππούς του αγοράζει ένα πράσινο αυτοκινητάκι (Κωνσταντίνος Κ.). Το δώρο το στέλνει με τον ταχυδρόμο, γιατί ο παππούς κουράζεται, δεν μπορεί να το πάει ο ίδιος. Ο ταχυδρόμος θα πάει στο παιδάκι κι άλλα δύο δέματα, ένα αεροπλανάκι κι ένα ελικόπτερο (Παύλος). Ο ταχυδρόμος μοιράζει κάθε μέρα πολλά γράμματα σε όλα τα σπίτια εκτός από ένα. Εκεί τον περιμένει κάθε μέρα ένα μεγάλο παιδί. Όμως ο ταχυδρόμος δεν θέλει να πάει, επειδή αυτό το σπίτι είναι παλιό και άσχημο. Έτσι το παιδί δεν παίρνει το γράμμα που του έχουν στείλει (Χριστίνα). Ένα βράδυ το παιδί ονειρεύεται ότι του έχουν στείλει κάποιο γράμμα αλλά ο Ταχυδρόμος δεν του το δίνει. Έτσι πιστεύει ότι ο ταχυδρόμος είναι κακός και όταν τον βλέπει έξω δεν τον χαιρετά (Σοφία Ν.). Το παιδί όμως θα πάρει κάποτε αυτό το γράμμα, γιατί ο φίλος του που το έχει γράψει, την επόμενη φορά το στέλνει με ένα πουλί. Στο γράμμα του γράφει στο παιδί ότι το αγαπά. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο για κείνο, αφού μέχρι τότε πίστευε ότι δεν το αγαπά κανείς (Ειρήνη).

2. Ο Ταχυδρόμος χτυπά την πόρτα ενός σπιτιού για να δώσει κάποιο γράμμα. Του ανοίγει το παιδάκι. Είναι η πρώτη φορά που βλέπει ταχυδρόμο. Το γράμμα που φέρνει είναι για τη μαμά του. Της το έχει στείλει κάποιος άγνωστος, για να την ευχαριστήσει, που βοήθησε μια φίλη του όταν έπαθε τροχαίο ατύχημα με μηχανάκι (Νίκος). Μετά από μερικές μέρες ο Ταχυδρόμος ξαναπήγε στο ίδιο σπίτι. Αυτή τη φορά η μαμά έδωσε το γράμμα στο παιδάκι να το διαβάσει. Το έστελνε μία φίλη της και έγραφε ότι φέρνει δώρα για το παιδί από το ταξίδι της (Γιάννης Σ.). Το ταξίδι της έγινε στο Παρίσι. Μόλις γύρισε από εκεί, το παιδάκι την άκουγε να μιλά γι’ αυτό κι ένιωθε σαν να είχε πάει κι εκείνο μαζί της. Όταν το παιδάκι μεγαλώνει, πηγαίνει να δουλέψει στο Παρίσι και στέλνει από εκεί γράμματα στη φίλη της μαμάς του με τον ταχυδρόμο (Ηλιάνα ).

ε) Το Ερημονήσι

Βάζω πλώρη και κατάρτι και γυρεύω ένα νησί…

1. Ένα κοριτσάκι φεύγει με τη βάρκα του μπαμπά του για το Ερημονήσι. Ο ίδιος ο μπαμπάς τής είχε μιλήσει για αυτό το νησί. Το κοριτσάκι θέλησε να πάει εκεί για να είναι μαζί με το Θεό, που λέει σοφά πράγματα. Μένει κοντά του μέχρι να πεινάσει, οπότε γυρίζει στο σπίτι του (Ηλιάνα). Όταν το κοριτσάκι γίνεται δεκατριών χρονών, αποφασίζει να ζήσει στο Ερημονήσι για πάντα. Οι γονείς του πηγαίνουν με τη βάρκα να το βλέπουν. Όποτε πεινάει, χτυπάει ψάρια μ’ ένα ξύλο, μαζεύει ξύλα κι ανάβει φωτιά με πέτρες για να τα ψήσει. Τον υπόλοιπο καιρό φυτεύει σπόρους από σπάνια φυτά που της φέρνουν οι γονείς της και μαζεύει τα σκουπίδια που βγάζουν τα κύματα στην παραλία του νησιού. Με τα σκουπίδια αυτά φτιάχνει σπίτι για να μείνει, φτιάχνει έπιπλα κι έναν κάδο για τα υπόλοιπα σκουπίδια (Γιάννης Η.). Από αυτά φτιάχνει παιχνίδια και τα στολίζει με κοχύλια. Ένα βράδυ που κοιμάται κουρασμένο, ονειρεύεται τη γιαγιά και τον παππού, γιατί του λείπουν πολύ. Θα τους στείλει δώρο με τη μαμά μια σπάνια πέτρα κι εκείνοι θα έρθουν στο Ερημονήσι με τη βάρκα του μπαμπά, για να την δούν (Σοφία Ν.)

2. Στο μοναδικό σπίτι του νησιού μένει μόνο του ένα παιδάκι, που οι γονείς του έχουν πεθάνει. Η πόρτα του σπιτιού έχει σπάσει κι ο λύκος παραμονεύει για να φάει το παιδάκι. Όταν κοιμάται σκεπασμένο με την κουβερτούλα του, μπαίνει και το τρώει (Αργύρης). Τότε πετάνε πάνω από το σπίτι του παιδιού δυο πεταλούδες που σκορπίζουν χρυσάφι κι ύστερα έρχεται η καταιγίδα. Το νερό μπαίνει στο σπίτι από τη σπασμένη πόρτα κι όλα πλημμυρίζουν. Το σπίτι διαλύεται και τα κομμάτια του σκορπίζονται στην άμμο (Σοφία Τ.). Μετά την καταιγίδα βγαίνει στον ουρανό ένα ουράνιο τόξο και η μαγική καρδιά του Θεούλη, που εξαφάνισε για πάντα το λύκο, έκανε ένα σπόρο στην άμμο ν’ ανθίσει και με θαύμα ζωντάνεψε το παιδάκι. Από τις δύο πεταλούδες, η μια που ήταν φοβιτσιάρα, έφυγε μακριά ενώ η άλλη έμεινε με το ανθισμένο λουλούδι. Τότε έρχονται με τη βάρκα ο παππούς και η γιαγιά του παιδιού, για να το πάρουν μαζί τους. Παίρνουν πακέτο όλα τα κομμάτια του σπιτιού, για να το φτιάξουν ξανά. Παίρνουν και το λουλούδι σε μια γλάστρα, και το ακολουθεί και η πεταλούδα (Παναγιώτης).

στ) Του Σωτήρος

Έχει μια θάλασσα με φάρους που ανάβουν μόνο για τους γλάρους

1. Ένα παιδάκι που το σπίτι του βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, έστησε ένα φάρο, για να μην χτυπάνε οι βάρκες των ψαράδων τη νύχτα. Οι ψαράδες που περνούν από κει είναι φίλοι του και του χαρίζουν ένα ταξίδι μακρινό με βάρκα, για να τον ευχαριστήσουν που τους βοήθησε. Αυτό είναι το πρώτο ταξίδι του παιδιού και του αρέσει πολύ (Εύη). Όταν το παιδάκι μεγαλώνει,  γίνεται μάστορας. Φτιάχνει σπίτια και φάρους για τους ψαράδες (Χριστίνα). Το κάνει αυτό, επειδή του το ζήτησε ο Θεός. Κατέβηκε από τον ουρανό με τα φτερά του, τον βρήκε και του μίλησε φιλικά, με καλοσύνη. Του ζήτησε να τα φτιάξει όλα αυτά, για να προστατευτούν οι ψαράδες, επειδή ο ουρανός θα ρίξει μαύρη βροχή (Ειρήνη).

Τις αλυσίες όλες σπάει και μ’ ανοιχτές φτερούγες πάει

2. Ο Χριστός βλέπει από τον ουρανό τα παιδάκια που παίζουν έξω από το σπίτι τους στο δάσος. Κατεβαίνει εκεί με το φωτοστέφανό του, για να τους πει ότι τα αγαπάει, επειδή είναι καλά (Ιωάννα). Τα παιδάκια έχουν δει κι άλλες φορές το Χριστό. Ξάπλωναν στα λουλούδια και κοιτούσαν τον ουρανό, για να τον δουν. Τους άρεσε να τον κοιτάζουν, επειδή ήταν τόσο δυνατός. Γυμναζόταν όλη την ημέρα μόνος του, για να χτυπάει με δύναμη τους εχθρούς του, τους κακούς. Όταν τους χτυπάει, πεθαίνουν (Παύλος). Τη νύχτα όταν βγαίνουν τα αστέρια, πετάνε στον ουρανό τα άγια πουλιά, για να μην τα βλέπει κανένας. Μόνον τα παιδάκια του δάσους τα βλέπουν στο όνειρό τους. Όταν τα άγια πουλιά γυρίζουν στη φωλιά τους, ο Χριστός πηγαίνει στο μπαμπά του, για να του μιλήσει για τα παιδάκια (Σοφία Τ.). Του λέει ότι τα παιδιά εύχονται να αποκτήσουν μεγάλη δύναμη, για να αφανίζουν τους κακούς ανθρώπους. Ο Θεός θα τους δώσει αυτό που επιθυμούν κι έτσι δεν θα κινδυνεύουν από τους κλέφτες (Παναγιώτης).

ζ) Το Βεγγαλικό

Κι άξαφνα μες στον ουρανό κάηκε σα βεγγαλικό

1. Η Παναγίτσα με το μικρό Χριστούλη κοιτάζουν ένα αστέρι στον ουρανό. Εκείνο τους μιλάει, λέει ότι τους αγαπά. Όμως δεν καταλαβαίνουν ποιος τους μιλά και τρομάζουν (Κωνσταντίνος Λ.). Ξημερώνει και το αστέρι χάνει τη λάμψη του. Η Παναγίτσα με το Χριστούλη δεν μπορούν πια να το βλέπουν αλλά ακόμη ακούν να τους μιλάει. Τους λέει να περιμένουν ξανά τον άγγελο που κάποτε είχε πάει στην Παναγίτσα (Κωνσταντίνος Κ.).

2. Τα αστεράκια κατέβηκαν στη γη, για να βρεθούν κοντά σ’ ένα παιδάκι που ήταν φίλος τους. Με το παιδάκι αυτό τα αστεράκια πήγαιναν άλλοτε μαζί σχολείο, γιατί κι αυτά ήταν παιδιά, ώσπου μια νεράιδα τα μάγεψε κι έγιναν αστέρια, επειδή το ήθελαν τα ίδια. Σαν αστέρια νιώθουν τέλεια,  κατεβαίνουν όμως πού και πού και στη γη, για να παίζουν με τους φίλους τους. Όσοι τα βλέπουν, λένε: «Αυτά τα αστέρια είναι μαγικά» (Γιάννης Σ.) Μπορούν να εξαφανίζουν πράγματα, όπως τις αρρώστιες των ανθρώπων. Και μπορούν να βλέπουν το Θεό και το Χριστούλη, αφού βρίσκονται στον ουρανό (Ηλιάνα). Όταν βγαίνει ο ήλιος σ’ ένα μέρος, φεύγουν από εκεί και πηγαίνουν αλλού, που είναι βράδυ. Ποτέ δεν κοιμούνται, γιατί δεν χρειάζονται ύπνο. Τους αρέσει όμως να βλέπουν τα παιδιά που κοιμούνται στα σπίτια τους (Νίκος).

Από το παιχνίδι στο λόγο. Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες (Εισήγηση σε διεθνές συνέδριο).

Από το παιχνίδι στο λόγο. Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες.

ΕΛΕΝΗ  Α. ΗΛΙΑ ΗΛΙΑΣ  Γ.  ΜΑΤΣΑΓΓΟΥΡΑΣ

Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο “Έρευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην ελληνική κοινωνία”,  Πάτρα, Ιούλιος  2004. Περιλαμβάνεται στον τόμο των Πρακτικών, εκδ. Ελληνικά γράμματα, ISBN: 960-442-241-3, σσ. 307-317.

I. Εισαγωγή

Η εισήγησή μας έχει σκοπό να δείξει πώς θεωρίες από το χώρο της αφηγηματολογίας και της κειμενογλωσσολογίας, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά της πρώιμης παιδικής ηλικίας, τα οποία  μας παρουσιάζει η αναπτυξιακή ψυχολογία, μπορούν να μετασχηματισθούν σε διδακτικές προσεγγίσεις, οι οποίες με τις εμψυχωτικές δραστηριότητες  που εμπεριέχουν, ενεργοποιούν τους μαθητές και τους βοηθούν να πετύχουν την παραγωγή αφηγηματικού λόγου υψηλών για την ηλικία τους προδιαγραφών.

Στο συγκεκριμένο πρόγραμμα που παρουσιάζουμε εδώ επιλέξαμε  να προσεγγίσουμε την καλλιέργεια της παιδικής δημιουργικής σκέψης και γλωσσικής έκφρασης με την αξιοποίηση ποικίλων παιγνιωδών διαδικασιών στο πλαίσιο της καθημερινής διδασκαλίας, αξιοποιώντας συνδυαστικά διάφορα ερεθίσματα από λογοτεχνήματα είτε αντικείμενα από τον κόσμο της πραγματικότητας ή της φαντασίας. Το παιγνίδι, που συνιστά τη δραστηριότητα η οποία εκφράζει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη την παιδική φύση και συνδέεται στην κοινή αντίληψη με τις έννοιες της απόλαυσης, της ευχαρίστησης, της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας (Χουιζίνγκα 1989: 20-28), έχει προταθεί ως μέσον γλωσσικής μάθησης και ανάπτυξης, ειδικότερα, μάλιστα, για την ανάπτυξη της φιλαναγνωστικής στάσης  (Ποσλανιέκ 1992: 18).

Η ποικιλία εμψυχωτικών δραστηριοτήτων, που δύναται και ενδείκνυται να χρησιμοποιήσει η εκπαιδευτικός, στη περίπτωση του δικού μας θέματος μπορεί, επιπλέον,  να συμβάλει και στην ανάπτυξη βασικών όρων που απαιτεί το πλαίσιο επικοινωνίας. Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, η επιθυμία για επικοινωνία, το θέμα της επικοινωνίας και οι αποδέκτες του παραγόμενου λόγου.

Επισημαίνουμε εδώ ότι η σχετική έρευνα τονίζει τις αρνητικές επιπτώσεις από την έλλειψη στοιχείων του πλαισίου επικοινωνίας και ότι τα διαδικαστικά μοντέλα διδασκαλίας του γραπτού λόγου τοποθετούν πρώτη- πρώτη στις προ-συγγραφικές φάσεις αυτήν της δημιουργίας αυθεντικού πλαισίου επικοινωνίας. (Ματσαγγούρας 2001: 203).

Η εισήγησή μας είναι δομημένη σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο, αναφερόμαστε στις θεωρητικές αρχές και πρακτικές των διδακτικών μοντέλων, στα οποία στηρίζεται το πρόγραμμά μας. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζουμε τους διδακτικούς χειρισμούς που ακολουθήσαμε, προκειμένου αρχικά να διευκολύνουμε και στη συνέχεια να στηρίξουμε τη βελτίωση της παιδικής έκφρασης. Στο τρίτο μέρος παραθέτουμε το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τέλος, στο τέταρτο καταλήγουμε με τα συμπεράσματα της τριετούς εφαρμογής της.

II. Αρχές και Πρακτικές της Κειμενοκεντρικής Προσέγγισης

Η διδακτική μας παρέμβαση κινείται στο πλαίσιο των κειμενοκεντρικών μοντέλων διδασκαλίας της γραπτής έκφρασης. Τα μοντέλα αυτά, που εκλαμβάνουν το ολοκληρωμένο κείμενο ως μονάδα διδακτικής προσέγγισης, διδάσκουν στους μαθητές τους υπερπροτασιακούς κανόνες και τις δομές που διακρίνουν τους διάφορους τύπους του εξειδικευμένου λόγου (Ματσαγγούρας 2001: 96). Έτσι, αποδεδειγμένα ο μαθητής  καθίσταται σταδιακά αποτελεσματικότερος στην κατανόηση κειμένων και ικανότερος στη γραπτή επικοινωνία, αλλά και στον τρόπο δόμησης της σκέψης (Ματσαγγούρας 2001: 162-165∙ Ματσαγγούρας και Κουλουμπαρίτση 1999).  Προκειμένου να επιτευχθούν οι προαναφερόμενοι στόχοι, ο εκπαιδευτικός εφαρμόζει τη διδακτική αρχή φθίνουσας καθοδήγησης (Ματσαγγούρας 2001: 180-182), που περιλαμβάνει ποικίλες τεχνικές στήριξης των μαθητών κατά το προσυγγραφικό, το συγγραφικό και το μετασυγγραφικό στάδιο (Ματσαγγούρας 2001: 199-203).

ΙΙΙ. Μεθόδευση

Στην παραπάνω λογική αρχίζουμε την παρέμβαση μας με εμψυχωτικές δραστηριότητες, οι οποίες σκοπό έχουν να κινητοποιήσουν τη δημιουργική σκέψη μετά τα πρώτα ερεθίσματα. Όταν, μάλιστα, ερέθισμα για την παραγωγή κειμένων από τα παιδιά αποτελεί κάποιο λογοτεχνικό έργο, επινοούνται εμψυχωτικές δραστηριότητες σε αντιστοιχία με τη φύση της λογοτεχνίας, που είναι πολυσημική[i] και υποδηλωτική (Iser 1990: 161, 165 και Iser 1991: 21, 151). Αναλυτικότερα, ευνοώντας την απόκλιση κατά την έκφραση της αναγνωστικής ανταπόκρισης, βοηθούμε τους μαθητές να συνειδητοποιήσουν τη δημιουργικότητα του ρόλου του αναγνώστη (Iser 1990: 38-39,  44-45, 104, 233), στην οποία οφείλεται η απόλαυση και η παιδευτική δύναμη της λογοτεχνικής ανάγνωσης.

Καθώς εδώ αναφερόμαστε στην πρώτη παιδική ηλικία, επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στη δημιουργία αφηγηματικών κειμένων, κατά την οποία οι μαθητές κινούνται αρχικά στους άξονες της δημιουργικής μίμησης προτύπου και στη συνέχεια της τροποποίησης και της ανατροπής του (Ματσαγγούρας 2001: 215, 220-222).

Ειδικότερα στην περίπτωση των ποιημάτων, προκειμένου να αξιοποιήσουμε την εικονοπλαστική ιδιότητα του ποιητικού λόγου (Καλλέργης 1995: 22, 35 και Μπενέκος 1981: 121-122), κατά την απαγγελία των στίχων οι μαθητές παραμένουν με κλειστά μάτια, για να παρακολουθούν απερίσπαστα τις εικόνες που δημιουργούν οι λέξεις. Αμέσως, ακολουθεί η εμψυχωτική δραστηριότητα με τίτλο «μαγικές εικόνες». Ακριβώς επειδή οι ποιητικές εικόνες, αν και σχηματίζονται από συγκεκριμένες λέξεις, είναι ωστόσο διαφορετικές στην αντίληψη κάθε αναγνώστη, αποκαλούνται «μαγικές». Οι μαθητές αναφέρονται διαδοχικά στις εικόνες που βλέπουν στο άκουσμα των στίχων, ώστε ν’ αντιληφθούν την απόκλιση που αυτές εμφανίζουν μεταξύ τους. Εναλλακτικά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την εμψυχωτική δραστηριότητα που αποκαλούμε  «ωκεανό της Φαντασίας». Κατ΄ αυτήν σε ένα σημείο της σχολικής αίθουσας, όπου βρίσκονται τοποθετημένα διάφορα πολύχρωμα υφάσματα, οι μαθητές κάνουν βουτιές, προκειμένου από τη θέση αυτή να περιγράψουν τις ποιητικές εικόνες. Καθώς ο συγκεκριμένος χώρος ανήκει στην κυρία Φαντασία, οι περιγραφές τους είναι ιδιαίτερα ευφάνταστες. Οι δύο παραπάνω εμψυχωτικές δραστηριότητες συχνά αντικαθίστανται από τη δραστηριότητα «τα γυαλιά της Φαντασίας». Τα παιδιά κατά την ακρόαση του ποιήματος και κατά την έκφραση της αναγνωστικής ανταπόκρισής τους σε αυτό φορούν πολύχρωμους σκελετούς γυαλιών, με τα οποία «βλέπουν» τις ποιητικές εικόνες με τη βοήθεια της Φαντασίας.

Αναφορικά, μάλιστα, με τα πεζά κείμενα, που παρουσιάζουμε είτε με αφήγηση είτε με ανάγνωση, προσβλέπουμε να εμπλέξουμε τους μαθητές στα αφηγηματικά δρώμενα (Iser 1990: 38-39, 104, 233 και Iser 1991: 67) μέσα από την ταύτισή τους με συγκεκριμένους ήρωες (Bοοth 1987: 278-281, 378). Καθώς τους παρέχουμε την ευκαιρία ν’ αναπλάσουν την αφηγηματική υπόθεση, εκφράζουν τη στάση τους απέναντι στα λογοτεχνικά πρόσωπα, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους για την εξέλιξη της δράσης. Αυτό επιτυγχάνεται με μια σειρά ανάλογων δραστηριοτήτων.

Αναλυτικότερα, αφού απευθύνουμε πρόσκληση στα λογοτεχνικά «πρόσωπα» να επισκεφτούν την τάξη μας, οι μαθητές περιμένουν με κλειστά μάτια την «άφιξή» τους. Στο διάστημα αυτό ο δάσκαλος μεταμφιέζει μερικούς από αυτούς, φορώντας πάνω τους αντικείμενα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων προσώπων, όπως για παράδειγμα ένα κασκέτο, ένα σάκο κ.ο.κ. Στη συνέχεια δίνουμε το λόγο στους συγκεκριμένους αφηγηματικούς ήρωες, που αναφέρονται σε α’ ενικό πρόσωπο στη δράση τους και στις σχέσεις τους. Αντί της παραπάνω δραστηριότητας, μπορούμε να προσφέρουμε διαδοχικά στα παιδιά το «μαγικό εισιτήριο», ένα αντικείμενο, που σχετίζεται με την εκάστοτε αφηγηματική υπόθεση, όπως για παράδειγμα ένα μήλο για το έργο του Σελ Σιλβερστάιν «Το δέντρο που έδινε» (εκδ. Δωρικός), καθώς το έργο αυτό αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα σ’ ένα αγόρι και μια μηλιά. Αποκτώντας το «μαγικό εισιτήριο» οι μαθητές εισέρχονται στην ιστορία και επιλέγουν το ρόλο και τη δράση τους σε αυτήν. Επίσης χρησιμοποιούμε και για τα πεζά κείμενα τον «ωκεανό της Φαντασίας». Τα παιδιά κάνουν βουτιές στο γνωστό διαμορφωμένο χώρο, για να επιλέξουν από εκεί την αφηγηματική σκηνή στην οποία επιθυμούν ν’ αναφερθούν και να καθορίσουν τον τρόπο που θα εκτυλιχθεί.

Σημείο αναφοράς των παιδικών αφηγήσεων θα μπορούσε επίσης ν’ αποτελέσουν άλλα έργα τέχνης, όπως για παράδειγμα ένας πίνακας ζωγραφικής ή μια μουσική σύνθεση, ή ακόμη οποιοδήποτε θέμα ή αντικείμενο, όπως σημαίες ή άλλα σύμβολα, ανακυκλώσιμα υλικά, συλλογές, κάποιος τίτλος άρθρου, ένα σύνθημα κ.ο.κ. Επίσης, διάφορα αισθητηριακά ερεθίσματα, όπως εντελώς ενδεικτικά αναφέρουμε το άρωμα ενός φυτού ή τον ήχο κουδουνίσματος. Στις περιπτώσεις αυτές οι παιγνιώδεις δραστηριότητες που χρησιμοποιούμε είναι καταρχάς «Το καλάθι με τα δώρα». Σ’ ένα μεγάλο ψάθινο καλάθι τα παιδιά αναζητούν κάποιο δώρο που προορίζεται γι’ αυτά. Για το συγκεκριμένο αντικείμενο στη συνέχεια δημιουργούν ιστορίες, τις οποίες τοποθετούν στο ίδιο καλάθι, ανταποδίδοντας έτσι το δώρο που έλαβαν. Επιπλέον, παρουσιάζουμε τα διάφορα αυτά θέματα μέσα από την αναζήτηση του «κρυμμένου θησαυρού». Το παιχνίδι αυτό παραλλάσσεται διαρκώς σύμφωνα με τη φύση του εκάστοτε «θησαυρού», οπότε μεγιστοποιείται η προσδοκία και η έκπληξη. Σε γενικές γραμμές, οι μαθητές ακολουθώντας γραπτές οδηγίες προβαίνουν σε εξερεύνηση του χώρου ή εμφανίζουν ομαδικά την οποιαδήποτε υποδεικνυόμενη στάση και δράση μέχρι την ανακάλυψη του «θησαυρού», με επίκεντρο τον οποίο θα διατυπώσουν τα δικά τους κείμενα, ομαδικά ή ατομικά.

Πέρα ωστόσο από τη συστηματική προσπάθεια ένταξης του παιγνιδιού στη διδασκαλία, πρέπει να επισημάνουμε τον εμψυχωτικό ρόλο της εκπαιδευτικού στο επιτυχές αποτέλεσμα της μαθητικής συμμετοχής. Τα παιδιά ενθαρρύνονται να περάσουν στις προσωπικές αφηγήσεις τους, όταν αισθάνονται το ενδιαφέρον της σχολικής τάξης. Η στάση, μάλιστα, της εκπαιδευτικού είναι βασικό στοιχείο, εν πολλοίς καθορίζει και τη στάση των συμμαθητών. Όταν η αφήγηση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του συλλογικού παιχνιδιού με δηλωμένο στόχο την απόλαυση της δημιουργικότητας και την ουσιαστικότερη επαφή κι επικοινωνία μεταξύ των μελών της ομάδας κι όχι υπό το άγχος της αξιόλογης κρίσης, σημειώνονται εντυπωσιακές επιδόσεις. Αυτό οπωσδήποτε δεν σημαίνει ότι ο εκπαιδευτικός θ’ αγνοεί και θ’ αποδέχεται τις ασάφειες, τις ανακρίβειες ή τις αντιφάσεις που ενδεχομένως προκύπτουν κατά τις αφηγήσεις. Καθώς κύριο μέλημά του συνιστά η πλήρης κατανόηση του παιδικού λόγου, ζητά διευκρινίσεις σχετικά με ελλείψεις και σφάλματα που εντοπίζει και επιμένει μέχρι την πλήρη αποσαφήνιση. Καταγράφει μάλιστα με απόλυτη ακρίβεια τη σκέψη των μαθητών, που σε πρώτη φάση διατυπώνεται προφορικά, αναζητώντας μαζί τους, όποτε απαιτείται, έναν πιο δόκιμο τρόπο έκφρασης.  Για να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές τη βαρύτητα που η εκπαιδευτικός αποδίδει στο λόγο τους, τους διαβάζει το κείμενο που έχει καταγράψει, ώστε να πιστοποιήσουν οι ίδιοι αν αυτό ανταποκρίνεται πλήρως στη σκέψη τους αλλά και στις ποιοτικές προσδοκίες τους.

Προκειμένου, μάλιστα, να διασφαλιστεί η συνεχής προαγωγή της παιδικής δημιουργικής σκέψης και γλωσσικής έκφρασης, κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς η εκπαιδευτικός – εφαρμόζοντας τη διδακτική αρχή της φθίνουσας καθοδήγησης (Ματσαγγούρας 2001: 179 – Κουλουμπαρίτση 2003: 161-164)- προσαρμόζει την παρέμβασή της στη σταδιακά αυξανόμενη ικανότητα κάθε συγκεκριμένου μαθητή, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη συμβολή της στη διατύπωση του νοήματος. Ενώ, δηλαδή, αρχικά πιθανότατα χρειαζόταν να προβαίνει σε αλλεπάλληλες ερωτήσεις στήριξης και υποβοήθησης, ώστε το παιδικό κείμενο να προκύψει από τις σύντομες ή ακόμη και μονολεκτικές απαντήσεις που δίνουν οι μαθητές, με τη συνεχιζόμενη συμμετοχή των παιδιών, οι αφηγήσεις τους γίνονται όλο και περισσότερο ολοκληρωμένες και η παρέμβαση της εκπαιδευτικού περιορίζεται.

Μετά τη μετάβαση από τις ερωταποκρίσεις στην αφήγηση, ακολουθεί για τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού το στάδιο της αντικατάστασης της προφορικής έκφρασης των μαθητών από τη γραπτή. Η εκπαιδευτικός, λοιπόν, τους παρακινεί να γράψουν πρώτα μια ιστορία με το σχετικό θέμα, που θα διαβάζουν έπειτα στην τάξη οι ίδιοι ή οι συμμαθητές τους. Εναλλακτικά, η εκπαιδευτικός μπορεί να προτείνει κάθε μαθητής να γράψει όποια  από τις ιστορίες προτιμά, ανάμεσα σε όσες οι συμμαθητές του έχουν ήδη αφηγηθεί προφορικά. Οι ιστορίες συγκεντρώνονται στο καλάθι με τα δώρα ή συνιστούν το νέο «κρυμμένο θησαυρό». Μετά την «ανακάλυψή» τους διαβάζονται στην τάξη είτε από την εκπαιδευτικό είτε από τους μαθητές.

Όταν έχουμε ολοκληρώσει τη διδακτική πορεία που καταλήγει στην αφήγηση για τα νήπια και στη γραπτή μαθητική έκφραση για τα παιδιά του Δημοτικού, αναζητούμε τρόπους ανάδειξης του παιδικού λόγου σε αποτελεσματικό κίνητρο για τη συνέχιση της πρόθυμης και ποιοτικά αναβαθμιζόμενης μαθητικής συμμετοχής. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούμε είναι η ανάρτηση των παιδικών κειμένων στην αίθουσα διδασκαλίας, αλλά και σε χώρους όπου προσέρχεται περισσότερος κόσμος. Για παράδειγμα, αφηγήσεις νηπίων που βασίζονταν σε κλασικούς μύθους, αναρτήθηκαν στη γιορτή Παιδικού Βιβλίου το 2003 στην Τεχνόπολη στο Γκάζι, στο πλαίσιο έκθεσης που διοργανώθηκε από το Ε.ΚΕ.ΒΙ. με ευθύνη του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.[ii] Επίσης δημοσιεύσαμε παιδικά κείμενα,[iii] σε έντυπα που εύκολα μπορεί να προμηθεύεται το σύνολο των μαθητών, όπως είναι το περιοδικό του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου στου οποίου τα όρια λειτουργεί το σχολείο. Τέλος, εντάξαμε τις παιδικές ιστορίες σε ανοιχτές θεατρικές παραστάσεις που έπαιξαν οι ίδιοι οι μαθητές στο τέλος της χρονιάς, τονώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τη διάθεση για συμμετοχή στην ούτως ή άλλως απολαυστική εκπαιδευτική καθημερινότητα. Οι παραστάσεις που δόθηκαν κατά τα τρία έτη που εφαρμόζουμε το συγκεκριμένο πρόγραμμα είχαν τους τίτλους «Παρέα με τους ήρωες των βιβλίων», «Ταξίδια στον ωκεανό της Φαντασίας με… μύθους και παραμύθια» και «Αποχαιρετώντας το καλάθι με τα δώρα».

Αποτελέσματα

Τα δύο πρώτα από τα παιδικά κείμενα που παραθέτουμε στη συνέχεια προέκυψαν σε σχέση με το ακόλουθο ποίημα από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού» (εκδ. Κέδρος):

Βρε παιδιά μου αφήστε με –

μην τραβάτε το σακάκι μου

και τα χέρια μου,

δε γυρνάω εγώ στο σπίτι.

 

Μια νεράιδα στα καλάμια,

μια λάμια,

κόβει το φεγγάρι

πάνω στ’ άσπρο γόνα της

να δειπνήσουμε.

 

Κάτου απ’ τα ψηλά πλατάνια,

με των άστρων το λαρδί

τηγανίζει λουλουδάκια.

Άλλο σπίτι εγώ δεν έχω,

απ’ τον κόσμο τον φαρδύ.

Αφήστε με.

 

Μετά την ανάγνωση του ποιήματος από την πρώτη εκ των συγγραφέων (Ηλία Ελένη), που είχε αποκλειστικά την ευθύνη υλοποίησης στην πράξη της πρότασης, οι μαθητές κλήθηκαν να γράψουν ένα δικό τους πεζό κείμενο που να σχετίζεται με το ποίημα. Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μαθητή νηπιαγωγείου:

Αυτός που του τραβάγανε το σακάκι ήταν μαθητής στην πρώτη τάξη. Εκείνη την ώρα γυρνούσε από το σχολείο του. Οι φίλοι του τον τραβούσαν και δεν τον άφηναν να γυρίσει σπίτι του, γιατί ήθελαν να πάνε να πάρουν τετράδια σ’ ένα περίπτερο. Κι αυτό το παιδάκι δεν είχε χρήματα, ήταν φτωχό, γι’ αυτό ήθελε να γυρίσει σπίτι του. Τελικά τους ξέφυγε και πήγε στο σπίτι που ήταν οι γονείς του και έφαγε μακαρόνια.(Σταμάτης)

Η αφήγηση ενός άλλου μαθητή που ακολουθεί, επικεντρώνεται αντίθετα στο πρόσωπο της νεράιδας:

Η νεράιδα κάθεται έξω, στην Αμερική. Έχει λουλούδια εκεί και δέντρα. Ανεβαίνει πάνω σ’ ένα δέντρο, γιατί είδε τη γάτα της που είχε ανέβει εκεί και ήθελε να την κατεβάσει να παίξουν κάτω μαζί. Η γάτα κατέβηκε κι έπαιξαν κρυφτό. Και η νεράιδα δεν μπορούσε να βρει τη γάτα, που είχε μπει σε μια καλή κρυψώνα. Η γάτα μετά από ώρα γύρισε μόνη της κοντά στη νεράιδα που είχε καθίσει εκεί που ήταν πρώτα.(Παντελής)

Ένα κλειδί που βρήκαν τα νήπια μέσα στο καλάθι με τα δώρα, ήταν το ερέθισμα για τη δημιουργία του επόμενου κειμένου:

Αυτό είναι το κλειδί μιας ντουλάπας, πολύ μεγάλης. Έχει μέσα ρούχα μεγάλα, γιατί αυτός που τα φοράει είναι πολύ ψηλός, είναι γίγαντας. Ζει σ’ ένα βιβλίο με παραμύθια. Είναι καλός γίγαντας, βοηθάει τους ανθρώπους, τους δίνει χρήματα για να ψωνίζουν. Έχει πολλά καλά ρούχα. Ο κόσμος τον φωνάζει «γίγαντα», δεν έχει άλλο όνομα. Δεν τον φοβούνται, γιατί τον ξέρουν ότι είναι καλός. Έχει πολύ μεγάλο σπίτι που είναι μπλε. Μένει μόνος του. Πηγαίνει όμως κι ένας άλλος γίγαντας που είναι φίλος του και τον επισκέπτεται. Παίζουν μπουνιές για να διασκεδάσουν και νικάει ο φίλος του, ο άλλος γίγαντας δηλαδή. (Αντρέας)

Ολοκληρώνουμε την παράθεση των κειμένων με μια παιδική αφήγηση αναφορικά με ένα κότινο, που βρέθηκε στο «καλάθι με τα δώρα». Η αφήγηση αυτή έχει συμπεριληφθεί στο θεατρικό δρώμενο που παρουσίασαν τα νήπια κατά την εφετινή σχολική χρονιά (2003-2004).

Μια μαμά έφτιαξε στο παιδί της ένα στεφάνι αγριελιάς και το κρέμασε σ’ ένα δέντρο, για να το φορέσει όταν μεγαλώσει και γίνει Ολυμπιονίκης. Φύσηξε όμως δυνατά κι ο άνεμος έφερε τον κότινο μέσα στο καλάθι μας με τα δώρα. Έτσι το αγόρι όταν γίνει Ολυμπιονίκης στη σφαίρα, δεν θα τον έχει να τον φορέσει. Τον κότινο θα τον φοράμε εμείς όταν νικάμε στις ιστορίες. Κι έτσι όλοι μας θα γίνουμε Ολυμπιονίκες. (Ελισάβετ)

Συμπεράσματα

Επιχειρώντας να διατυπώσουμε τα συμπεράσματα από τη συγκεκριμένη διδακτική απόπειρα, θα τονίζαμε καταρχάς την πρόθυμη, καθολική και ενθουσιώδη συμμετοχή των μαθητών, καθώς και τις εντυπωσιακά αξιόλογες επιδόσεις τους. Η απόλαυση που προσφέρει η συγκεκριμένη διδακτική προσέγγιση διαφαίνεται επίσης από το γεγονός ότι συχνά τα νήπια την ενέτασσαν στο ελεύθερο παιχνίδι τους. Κάποιο δηλαδή παρουσίαζε στα υπόλοιπα ένα ήδη οικείο λογοτέχνημα ή αντικείμενο και στη συνέχεια ακολουθούσαν οι συνηθισμένες εμψυχωτικές δραστηριότητες. Το παιχνίδι εξελισσόταν με τη διατύπωση των γνωστών σταθερών ερωτήσεων και με την καταγραφή των αφηγήσεων από εκείνον που υποδυόταν τον εμψυχωτή. Όταν η διαδικασία πραγματοποιόταν με πρωτοβουλία των νηπίων στον ελεύθερο χρόνο τους, η συμμετοχή τους διακρινόταν πάντα από την ίδια υπευθυνότητα την οποία εμφάνιζαν και στην περίπτωση που αυτή συνιστούσε μέρος του διδακτικού προγράμματος.

Στις παιδικές αφηγήσεις συναντώνται σταθερά τα βασικά στοιχεία, δηλαδή το χωροχρονικό πλαίσιο, οι ήρωες, το πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν και η δράση τους για να το ξεπεράσουν (Ματσαγγούρας 2001: 273). Αυτό επιτυγχάνεται καθώς οι σταθερά επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις της εκπαιδευτικού στο προηγούμενο στάδιο έχουν αφομοιωθεί από τους μαθητές, που τις θεωρούν πλέον αναμενόμενες, με αποτέλεσμα να λειτουργεί αυτομάτως η σκέψη τους. Πέρα όμως από τα βασικά, με την πάροδο του χρόνου τα παιδικά κείμενα εμπλουτίζονται διαρκώς με νέα λεξιλογικά, διακειμενικά ή άλλα στοιχεία (Ματσαγγούρας 2001: 315-318), ως συνέπεια της επαφής των μαθητών με τα διάφορα λογοτεχνήματα και γενικότερα της διευρυνόμενης γνωστικής εμπειρίας τους.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μια μικρή μαθήτρια εμφανίζει τον ήρωα Ρούνι-Ρούνι από το έργο του Ευγένιου Τριβιζά «Τα τρία μικρά λυκάκια» (εκδ. Μίνωας)[iv] να χορεύει την «Καραγκούνα» στο γάμο των χελιδονιών που συνιστούν τα βασικά αφηγηματικά πρόσωπα του βιβλίου της Κατερίνας Αναγνώστου «Μια φορά μια φωλιά» (εκδ. Μίνωας).[v] Το συγκεκριμένο περιστατικό θυμίζει την ταραντέλα που χόρεψε ο ίδιος ο ήρωας στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του Τριβιζά, επηρεασμένος από το άρωμα του λουλουδόσπιτου που έμεναν τα λυκάκια. Σύμφωνα με άλλο κοριτσάκι, τα χελιδόνια-ήρωες της Αναγνώστου πήραν από το ρυάκι για να χτίσουν το σπιτικό τους «όση λάσπη ήθελαν κι ακόμα παραπάνω». Αντίστοιχα, στο έργο του Τριβιζά το καγκουρώ είχε χαρίσει στα λυκάκια «όσα τούβλα θέλανε και τρία παραπάνω», για να χτίσουν το πρώτο τους σπίτι, ενώ το φλαμίνγκο τους πρόσφερε «όσα λουλούδια θέλανε κι ακόμα παραπάνω», προκειμένου να κατασκευάσουν ένα λουλουδόσπιτο. Επιπλέον, στην αφήγηση της ίδιας μαθήτριας τα χελιδόνια γκρέμισαν μ’ ένα μεγάλο σφυρί την Τράπεζα που είχαν οι κίσσες, για να δανείζουν ιδρώτα στ’ άλλα πουλιά με υπέρογκα ανταλλάγματα, κι έφτιαξαν στα ερείπια πολλές χελιδονοφωλιές. Θυμίζουμε ότι κατά τον Τριβιζά το πρώτο σπίτι που έμεναν τα λυκάκια, το γκρέμισε ο Ρούνι-Ρούνι, χρησιμοποιώντας «ένα πελώριο σφυρί».

Ολοκληρώνουμε με την ελπίδα ότι η συγκεκριμένη διδακτική απόπειρα θα συμβάλλει σε κάποιο βαθμό στο ν’ αναδειχθεί ο ρόλος της φαντασίας και της προσωπικής έκφρασης των προσωπικών στοιχείων εκπαιδευτικών και μαθητών, στην επιτυχία της γλωσσικής διδασκαλίας κατά την πρώτη παιδική ηλικία, συνιστώντας έτσι πρόκληση για ανάλογους πειραματισμούς.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i]     Ο Μ. Riffarterre διευκρινίζει ότι η ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου δεν θα πρέπει να επιδιώκει να διαλύσει την αμφιλογία που ενυπάρχει στη λογοτεχνική γραφή, εφόσον όλες οι λέξεις είναι πολυσημικές («Η εξήγηση των λογοτεχνικών φαινομένων», Συνέδριο του Σεριζί: Η διδασκαλία της λογοτεχνίας, μτφρ. Ι.Ν. Βασιλαράκης, εκδ. Επικαιρότητα, σ. 145). Αντίστοιχα στο ίδιο συνέδριο ο Roland Barthes κάνει λόγο για την ανάγκη αναγνώρισης των δικαιωμάτων της πολυσημίας στη διδασκαλία της λογοτεχνίας («Σκέψεις πάνω σ’ ένα εγχειρίδιο», ό.π., σ. 82) ενώ και ο J. Alter υποστηρίζει ότι το ενδιαφέρον που παρουσιάζει οποιοσδήποτε συγγραφέας έγκειται ακριβώς στη δυνατότητα του έργου του να εμπνεύσει διαφορετικές ερμηνείες («Προς τι η διδασκαλία της λογοτεχνίας;» ό.π., σ. 72).

[ii]     Βλ. σχετικά το δημοσίευμα της Ελένης Α. Ηλία «Ο Ωκεανός της Φαντασίας» στον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου 2003» στο περιοδικό Λαμπηδόνα του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Ασπροπύργου, τχ. 28 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2003),    σ. 30.

[iii]    Αναφέρουμε ενδεικτικά τα δημοσιεύματα της Ελένης Α. Ηλία:

α) «Η ανταπόκριση των μικρών παιδιών σε λογοτεχνικά κείμενα στο πλαίσιο εκπαιδευτικών παιγνιωδών δραστηριοτήτων» που περιλαμβάνεται στον τόμο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς με το γενικό τίτλο: Περιπλανήσεις στην Παιδική Λογοτεχνία. Μελετήματα των εκδόσεων Ακρίτας, σσ. 81-104,

β) «Μαθητές–δημιουργικοί αναγνώστες στο πλαίσιο μιας απόπειρας διδασκαλίας της λογοτεχνίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση», στον τόμο: Η Λογοτεχνία Σήμερα. Όψεις, Αναθεωρήσεις, Προοπτικές, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2004, σσ. 331-336,

γ) «Σύγχρονες παιδικές αναγνώσεις ποιημάτων του Σολωμού, Βιζυηνού, Παπαντωνίου, Αθάνα, Ρίτσου», Λαμπηδόνα, τχ. 32 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2004), σσ. 22-28,

δ) «Τα παιδιά διαβάζουν λογοτεχνικά κείμενα» στα τεύχη 23, 24, 25 και 26 της Λαμπηδόνας, σσ. 26-30, 23-30, 23-29 και 24-28 αντίστοιχα,

ε)  «Τα παιδιά – αναγνώστες και οι λογοτεχνικοί ήρωες των έργων του Μαξ Βέλθουις: Ο Βάτραχος το Χειμώνα – Ο Βάτραχος και ο Ξένος», Λαμπηδόνα, τχ. 21, σσ. 28-30,

στ) «Με τα γυαλιά της Φαντασίας και το μαγικό εισιτήριο. Παιδικές λογοτεχνικές αναγνώσεις», που φιλοξενήθηκε στη στήλη «Το βιβλίο στην τάξη» του περιοδικού Παράθυρο στην εκπαίδευση του παιδιού, στα τεύχη 15 (Μάιος – Ιούνιος 2002), σσ. 191-193 και 16 (Ιούλιος – Αύγουστος 2002), σσ. 45-47,

ζ) «Παρέα με τους ήρωες των βιβλίων: Λογοτεχνικές προσεγγίσεις στο Νηπιαγωγείο», Σύγχρονο Νηπιαγωγείο, τχ. 27 (Μάιος – Ιούνιος 2002), σσ.  20-22),

η) «Μαγικές εικόνες. Μια εφαρμοσμένη πρόταση για τη διδασκαλία της ποίησης σε μικρά παιδιά» του περιοδικού Εκπαιδευτική Κοινότητα, τχ. 61 (Φεβρουάριος-Απρίλιος 2002), σσ. 21-23.

[iv]  Το έργο «Τα τρία μικρά λυκάκια», που στηρίζεται στην ανατροπή του παλιότερου παραμυθιού «Τα τρία γουρουνάκια», παρουσιάζει τις μάταιες προσπάθειες τριών αδερφών-λύκων να προστατευτούν από το γουρούνι Ρούνι-Ρούνι, το οποίο θεωρούν εχθρό τους βασισμένα στις υποδείξεις της μητέρας τους. Ενώ λοιπόν τα λυκάκια χτίζουν όλο και πιο γερά σπίτια –πρώτα με τούβλα, έπειτα με τσιμέντο και στη συνέχεια με ατσάλι–, για να κρατούν μακριά τους το γουρούνι Ρούνι-Ρούνι, εκείνο βρίσκει πάντα τον τρόπο να τους τα καταστρέφει, επιδιώκοντας την επαφή μαζί τους, το τέλος της απομόνωσής του. Όταν όμως τα λυκάκια αποφασίζουν τυχαία να κατοικήσουν σ’ ένα λουλουδόσπιτο, ο Ρούνι-Ρούνι εκδηλώνει την τρυφερότητά του κι έτσι συμφιλιώνονται μαζί του.

[v]     Πρόκειται για την ιστορία δύο ερωτευμένων χελιδονιών, που ετοιμάζουν το σπιτικό τους. Το γεράκι, το φίδι, ο βάτραχος και οι κίσσες, προκειμένου να διαθέσουν το χώρο και τα υλικά που τα χελιδόνια χρειάζονται για να χτίσουν τη φωλιά τους, ζητούν ως αντάλλαγμα τεράστιες ποσότητες ιδρώτα και δακρύων, οδηγώντας τα σε απόγνωση. Ωστόσο τελικά τα χελιδόνια κατορθώνουν με τη βοήθεια των φίλων τους να τους εκδιώξουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Alter Jean, (1985) «Προς τι η διδασκαλία της λογοτεχνίας;», Συνέδριο του Σεριζί: Η διδασκαλία της λογοτεχνίας, μτφρ. Ι. Ν. Βασιλαράκης (σσ. 63-74).  Αθήνα: Επικαιρότητα

Barthers Roland (1985). «Σκέψεις πάνω σ’ ένα εγχειρίδιο», ό.π., (σσ. 75-83).

Ηλία Ελένη, Α. (2003) «Η ανταπόκριση των μικρών παιδιών σε λογοτεχνικά κείμενα στο πλαίσιο εκπαιδευτικών παιγνιωδών δραστηριοτήτων», Περιπλανήσεις στην Παιδική Λογοτεχνία. Μελετήματα, Γ.Λ.Σ.,

Αθήνα: Ακρίτας

Ηλία Ελένη, Α. (2004). «Μαθητές-δημιουργικοί αναγνώστες στο πλαίσιο μιας απόπειρας διδασκαλίας της λογοτεχνίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση». Η Λογοτεχνία Σήμερα. Όψεις, Αναθεωρήσεις, Προοπτικές. Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα, 29, 30 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 2002, επιμ. Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου (σσ.  331-336). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Καλλέργης Ηρακλής, Εμμ. (1995). Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα: Καστανιώτης.

Κουλουμπαρίτση, Α. Χ. (2003). Η Κατανόηση στο Αναλυτικό Πρόγραμμα, τα Σχολικά Βιβλία και τη Διδακτική Πράξη: Συστημική Συσχέτιση κι Αξιολόγηση. Αθήνα: Γρηγόρης.

Ματσαγγούρας, Η. Γ. και Κουλουμπαρίτση, Α. Χ. (1999). Ένα Πρόγραμμα Διδασκαλίας της Κριτικής Σκέψης: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Παραγωγή του Γραπτού Λόγου, Ψυχολογία, 6(3): 299-396.

Ματσαγγούρας Ηλίας, Γ. (2001). Η Σχολική Τάξη, τ. Β’: Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του γραπτού λόγου. Αθήνα

Μπενέκος Αντώνης, Π. (21981). Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Ένας σταθμός στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα: Δίπτυχο.

Ποσλανιέκ Κριστιάν (1992). Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, μτφρ. Στ. Αθήνη. Αθήνα: Καστανιώτης.

Riffaterre Michael (1985). «Η εξήγηση των λογοτεχνικών φαινομένων». Συνέδριο του Σεριζί, ό.π., (σσ. 135-164).  Αθήνα: Επικαιρότητα.

Χουιζίνγκα Γιόχαν (1989). Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, μετφρ. Σ. Ροζάκης – Γ. Λυκιαρδόπουλος. Αθήνα: Γνώση

 

Ξενόγλωσση

Booth Wayne, C. (21987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.

Iser Wolfgang, (21991). The Act of Reading. A theory of Aesthetic Response. Baltimore and London: Th Johns Hopkins University Press.

Iser Wolfgang (51990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Abstract

The present paper concerns an educational suggestion based on Genre Approach. According to this, teacher encourages children of four to seven years old to write step bye step their first texts, using everyday in the class a variety of enjoyable, animated activities, with reference to poems, picture books, other works of art and several daily things. Moreover, learners’ texts are published and are included in school performances. The expression of children’ personal thoughts, beliefs, emotion are making them more imaginative, conscious of themselves and enable to get a better view of the other members of the class. So, classmates communicate better with each other.     Some pupils’ texts are also included in the paper, in order to make the effectiveness of this suggestion cleaner.

 

Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΩΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ (δημοσιευμένο άρθρο)

Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΩΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ελένη Α. Ηλία

Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Διαδρομές, τχ. 15, Φθινόπωρο 2004, σσ. 167-178.

Η λογοτεχνική ανάγνωση μαθητών κι εκπαιδευτικών και οι προτεινόμενες απ’ τους δεύτερους σχετικές διδακτικές δραστηριότητες που παρουσιάζονται στο παρόν δημοσίευμα, συνιστούν αποτέλεσμα της αντιμετώπισης της διδασκαλίας της λογοτεχνίας ως παιχνιδιού φαντασίας και μέσου έκφρασης της προσωπικότητας.

Ο Doubrovsky υιοθετεί τον παραλληλισμό της λογοτεχνικής διδασκαλίας με τεστ προβολής που γίνεται από τον Barthers και συσχετίζει το ρόλο του δασκάλου με αυτόν τον ψυχαναλυτή.[i] Η θέση αυτή δικαιολογείται από την ιδιότητα της λογοτεχνίας να συμβάλλει στην αυτογνωσία του αναγνώστη, καθώς, όπως ο Iser επισημαίνει, του παρέχει τη δυνατότητα να συνδυάζει την εμπλοκή με την αποστασιοποίηση, να παρακολουθεί δηλαδή τον εαυτό του ως δρων υποκείμενο[ii] ταυτιζόμενος με τα διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα[iii]. Πρόκειται για ιδιότητα η οποία απορρέει από το στοιχείο της πολυσημίας που χαρακτηρίζει τα λογοτεχνικά έργα.[iv] Προκειμένου δε ο τρόπος διδασκαλίας της λογοτεχνίας να μην αντιβαίνει στη φύση της[v], θα στοχεύει να παρακινεί το μαθητή-αναγνώστη να «παίζει» με το κείμενο ώστε να το απολαμβάνει[vi] και ταυτόχρονα να αναπτύσσει τη δημιουργικότητά του[vii]. Ο εκπαιδευτικός συνεπώς, συμμετέχοντας ως διακριτικός συντονιστής και ισότιμος συνομιλητής σ’ αυτήν τη διαδικασία[viii], θα επιδιώξει να διευκολύνει κάθε μαθητή στην ελεύθερη αναζήτηση των στοιχείων που συνιστούν την υποκειμενικότητά του[ix] στη διεξαγωγή συμπερασμάτων αναλόγων του προσωπικού προβληματισμού του.[x] Ο Κριστιάν Ποσλανιέκ μάλιστα, προκειμένου οι δάσκαλοι να ενθαρρύνουν ποικιλότροπα τις διαφορετικές ερμηνευτικές εκδοχές των μελών μιας τάξης, προτείνει τη χρησιμοποίηση διαφόρων συγκεκριμένων εμψυχωτικών δραστηριοτήτων.[xi]

Το αποτέλεσμα μιας αντίστοιχης δραστηριότητας που επινοήσαμε κατά τη διδασκαλία ποιημάτων σε μαθητές νηπιακής ηλικίας, επιδιώκοντας να εξασφαλίσουμε την καθολική συμμετοχή τους, παρουσιάζουμε στη συνέχεια. Αφού τα νήπια άκουγαν την απαγγελία των στίχων από το δάσκαλο, «βουτούσαν» διαδοχικά στον Ωκεανό της Φαντασίας[xii], ένα συγκεκριμένο σημείο της σχολικής αίθουσας όπου είχαμε απλώσει ποικίλα, πολύχρωμα υφάσματα, προκειμένου από τη θέση αυτή να εκφράσουν τις αναγνωστικές εντυπώσεις τους, απαντώντας στις ερωτήσεις που τους απεύθυνε ο δάσκαλος. Ο τελευταίος κατέγραφε με ακρίβεια τις παιδικές αποκρίσεις ενώ παράλληλα επεσήμαινε τις ασάφειες ή αντιφάσεις που εντόπιζε, ώστε ο μαθητής να προβεί σε διευκρινίσεις ή συμπληρώσεις.[xiii]

Εδώ παραθέτουμε ενδεικτικά την αναγνωστική ανταπόκριση μικρού μέρους νηπίων[xiv] εκφράστηκε στο πλαίσιο της παραπάνω δραστηριότητας αναφορικά με ποιήματα του Σολωμού, του Βιζυηνού, του Αθάνα και του Ρίτσου. Σχετικά με την επιλογή μας διευκρινίζουμε ότι δεν περιοριστήκαμε μόνο σε έργα που γράφτηκαν αποκλειστικά για το παιδικό αναγνωστικό κοινό, επειδή ακριβώς θεωρούμε σκόπιμο η καταλληλότητα των κειμένων να κρίνεται από το αποτέλεσμα κι όχι από την πρόθεση του δημιουργού[xv], όπως συνήθως συμβαίνει.

Ξεκινάμε με το ποίημα «Η Ξανθούλα» του Δ. Σολωμού, όπου αποδίδεται η αναχώρηση μιας κοπέλας για την ξενιτιά, με έμφαση στα ποικίλα συναισθήματα που προκαλεί στους φίλους ο αποχωρισμός. Ο ποιητής συνιστά έναν τυχαίο παρατηρητή που συγκινείται από τη σκηνή του αποχωρισμού, από τα συναισθήματα των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτήν.

Τη φόρτιση του ποιητή μοιράζεται και ο αναγνώστης, όπως άλλωστε μαρτυρεί η διάδοση της Ξανθούλας ως τραγουδιού του Νικολάου Μάντζαρου, η οποία δεν περιορίστηκε στους Ζακυνθινούς κανταδόρους της τότε εποχής[xvi] αλλά συνεχίζεται και ως τις μέρες μας.

Ενδεικτικά αναφέρω τη σκηνή από το βιβλίο της Αγγελικής Βαρελλά «Διονύσιο Σολωμός» (εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 1998), όπου η καθηγήτρια Χριστίνα παίζει στην κιθάρα και τραγουδά μαζί με τις μαθήτριές της την Ξανθούλα, προκαλώντας ευχάριστη αναστάτωση σε ολόκληρο το σχολείο.

Σύμφωνα με μία μικρή μαθήτρια όταν οι φίλες της Ξανθούλας με τα παιδιά τους φτάνουν στην αποβάθρα, δεν την προλαβαίνουν κι αρκούνται ν’ ατενίσουν τη βάρκα της που απομακρύνεται. Η κοπέλα πριν ξεκινήσει, τις περίμενε μάταια για πολλή ώρα στη βροχή, κρατώντας την πολύχρωμη ομπρέλα της. Άλλος μαθητής φαντάζεται τον εαυτό του μες στη νύχτα μόνο στη βάρκα του που πλέει στ’ ανοιχτά. Από ‘κει βλέπει ψηλά τα φώτα του αεροπλάνου, με το οποίο η Ξανθούλα ταξιδεύει για το εξωτερικό, όπου θα περάσει τις διακοπές της. Προτίμησε να φύγει νύχτα, για να μην το αντιληφθούν οι φίλοι της και στενοχωρηθούν.

Στο ποίημα του Γ. Βιζυηνού «Αρχιτέκτων» ένα μικρό παιδί περιγράφει μ’ ενθουσιασμό τις κατασκευές του με παιδαγωγικό υλικό. Εδώ αποδίδεται αποτελεσματικότατα ο πρωταρχικός ρόλος της παιδικής φαντασίας, καθώς και η εξαιρετικά εφήμερη φύση των κατασκευών του μικρού «Αρχιτέκτονα». Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει αβίαστα η βασική ιδιότητα του παιχνιδιού, που έγκειται στην απόλαυση, τη χαρά που προκαλεί, χωρίς να προσφέρει κανένα υλικό αποτέλεσμα[xvii]. Ως συνέπεια αυτής της διαχρονικά ουσιαστικής προσέγγισης, το παραπάνω ποίημα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντα, τις εμπειρίες και τις ανάγκες των σύγχρονων παιδιών-αναγνωστών[xviii], όπως μαρτυρούν άλλωστε και οι παρακάτω εμπειρίες μας από τη διδασκαλία του στο Νηπιαγωγείο.

Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά την ανάγνωσή του, υπερδιπλασιάστηκε ο αριθμός όσων μαθητών επέλεγαν καθημερινά ν’ ασχοληθούν με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και παράλληλα αυξήθηκε ο χρόνος που διέθεταν σε αυτήν. Η θετική όσο και μεγάλη εντύπωση που προξένησε στα νήπια το ποίημα διαφαίνεται και από τις ζωγραφιές τους, οι οποίες για αρκετές μέρες απεικόνιζαν ποικίλες κατασκευές με πολύχρωμα τουβλάκια.

Ένα αγόρι φαντάζεται πως ο Θεούλης πηγαίνει να εγκατασταθεί στον πύργο που έχουν φτιάξει τα παιδιά με πολύχρωμα τουβλάκια στο δάσος. Όταν ο Θεός αποκοιμιέται, τα παιδάκια που περίμεναν κρυμμένα στα χορτάρια, μπαίνουν στον πύργο, για να τον δουν από κοντά. Συμμαθητής του παραπάνω νηπίου αναφέρει ότι το ασχημόπαπο του παραμυθιού του Άντερσεν μόλις βγαίνει από το αυγό του, προσπαθεί να παίξει μόνο του, επειδή δεν υπάρχει κανένας κοντά του να το βοηθήσει. Όμως δεν καταφέρνει να χτίσει τίποτα.

Συνεχίζουμε με το ποίημα του Γ. Αθάνα «Ο μικρός Χριστός», όπου αποδίδονται οι εντυπώσεις ενός μικρού παιδιού από τον ασπασμό της εικόνας της Θεοτόκου. Το παιδί που εκφράζεται σε α’ ενικό πρόσωπο, αναφέρεται στην γλυκιά γεύση που αφήνει στα χείλη του το φιλί στην Παναγιά και στη φανταστική «επικοινωνία» του με το μικρό Ιησού, ο οποίος του εκμυστηρεύεται την επιθυμία του να παίξει με συνομηλίκους του και το φόβο του απέναντι στον παπά. Έτσι ο ποιητής επιτυγχάνει να προσεγγίσει το θρησκευτικό θέμα του με βάση την παιδική οπτική και αντιληπτικότητα, καθιστώντας το κατά συνέπεια ελκυστικό για τους μικρούς αναγνώστες, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο, αν αναλογιστούμε σχετικά κείμενα συναδέρφων του, στα οποία κυριαρχεί ο διδακτισμός[xix].

Ένα νήπιο στο άκουσμα των στίχων αναφέρεται στη βάφτιση του μικρού Χριστού που γίνεται σε κολυμπήθρα, με νονούς τα ίδια τα παιδιά και καλεσμένους τους συμμαθητές τους. Άλλο κοριτσάκι της τάξης φαντάζεται ότι όπως έπαιζαν τα παιδιά στο περιβόλι, τα επισκέφτηκαν ο Χριστός με τη μητέρα του κι τους χάρισαν ψεύτικα αγγελάκια για να προσεύχονται. Τα παιδιά με τη σειρά τους, τους κέρασαν σταφύλια.

Ολοκληρώνουμε την πρώτη αυτή ενότητα όπου παρατίθεται η παιδική αναγνωστική ανταπόκριση, με δύο από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου με κοινό θέμα, που παρουσιάστηκαν διαδοχικά. Πρόκειται για τα «κουβέντα’ ένα λουλούδι» και «Το κυκλάμινο». Η μικρή του έκταση και ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος τους δικαιολογούν απόλυτα το χαρακτηρισμό «λιανοτράγουδα» του τίτλου. Έγιναν και παραμένουν μάλιστα ιδιαίτερα δημοφιλή ως τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.

Κάποια μαθήτρια αφηγείται ότι φαντάζεται να κόβει τα κυκλάμινα από τη γλάστρα και να τα παίρνει στο δωμάτιό της, για να τα προστατέψει από πολύ δυνατή βροχή. Όταν η μπόρα περνά, βγαίνει περίπατο με τη φίλη της, φορώντας τα κυκλάμινα στ’ αυτιά τους, για να δείχνουν ομορφότερες. Σύμφωνα με άλλο νήπιο, το Κυκλάμινο είναι ένα μικρό κοριτσάκι με φούξια φουστίτσα, που νιώθει πολύ λυπημένο επειδή οι γονείς του βρίσκονται μακριά του. Στην τελευταία σχετική αφήγηση αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Κοιτάζουμε τον ήλιο μαζί με τη φίλη μου. Τότε βγαίνει και το φεγγάρι για να μας τρομάξει. Πηδάμε μέσα στη θάλασσα από το φόβο μας. Από εκεί βλέπουμε το κυκλάμινο να σκαρφαλώνει στη σκάλα του ήλιου, για να τον φτάσει. Ύστερα σκαρφαλώνουμε πίσω του κι εμείς, για να το κατεβάσουμε και να το δώσουμε στη μαμά μου».

Θα παραμείνουμε στην ποίηση του Ρίτσου, παραθέτοντας την αναγνωστική ανταπόκριση νηπιαγωγών αυτή τη φορά, η οποία προέκυψε από ανάλογη εμψυχωτική διαδικασία, όπου πραγματοποιήσαμε κατά την παρουσίαση του ΧΧV ποιήματος[xx] από τη συλλογή «Παιχνίδια τα’ ουρανού και του νερού» (εκδ. Κέδρος). Στο πλαίσιο της διδασκαλίας μας σε «εικονική» τάξη[xxi] οι νηπιαγωγοί αφού άκουσαν την απαγγελία των στίχων κρατώντας τα μάτια τους κλειστά, ώστε να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα η εικονοπλαστική δύναμη του ποιητικού λόγου[xxii], φόρεσαν τα «γυαλιά της Φαντασίας»[xxiii], ένα πολύχρωμο σκελετό γυαλιών, που χρησιμοποιούμε για να παρακινούνται τα νήπια να διατυπώνουν τις εντυπώσεις τους αναφορικά με το ποίημα. Όπως προκύπτει από την καταγραφή της ανταπόκρισης των νηπιαγωγών που ακολουθεί, η επιδίωξη να διαφανεί η απόλαυση που προκαλούν αυτού του τύπου οι διδακτικές προσεγγίσεις, ώστε οι εκπαιδευτικοί να ενθαρρύνονται να τις επιλέξουν, προφανώς στην περίπτωσή τους επετεύχθη.

Μία νηπιαγωγός στο άκουσμα των στίχων φαντάζεται έναν αδέσποτο γάτο που κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν να τον πάρουν στο σπίτι τους. Όμως εκείνος προτιμά την ελευθερία. Θα τον προστατέψει μια νεράιδα φίλη του, την οποία παρακολουθεί να μαγειρεύει καθισμένη πάνω σ’ ένα κομμάτι απ’ το φεγγάρι. Άλλη νηπιαγωγός αναφέρει πως στο ποίημα μιλά ένα μικρό παιδάκι, απευθυνόμενο σους φίλους του, που το τραβολογούν για να τους ακολουθήσει, επειδή φοβούνται ότι μόνο του έξω θα κινδυνέψει. Εκείνοι δεν μπορούν να δουν αυτό που βλέπει το αγόρι, δηλαδή μια νεράιδα, η οποία παρουσιάζεται συστηματικά σε μερικούς ανθρώπους και τους πλανεύει. Η δύναμή της είναι ακατανίκητη, οπότε και το συγκεκριμένο παιδί θα μείνει κοντά της και θα γνωρίσει ένα νέο τρόπο ζωής. Στην επόμενη αφήγηση νηπιαγωγού εμφανίζεται ένα μικρό αγόρι να αρνείται να επιτρέψει στο σπίτι του ενώ σουρουπώνει, για να μην φάει ρεβίθια που δεν του αρέσουν. Έχει σταματήσει και κοιτάζει μια νεράιδα πάνω στο δέντρο, που μαγειρεύει κάποιο φαγητό το οποίο μυρίζει πολύ όμορφα. Εκείνη όμως δεν του δίνει να φάει. Έτσι το παιδάκι αναγκάζεται να πάει σπίτι, όπου του ετοιμάζουν πατάτες τηγανητές.

Συνεχίζουμε, παρουσιάζοντας διάφορες παρεμφερείς εμψυχωτικές δραστηριότητες, που προτάθηκαν από τους ίδιους τους δασκάλους[xxiv] αναφορικά με επιλεγμένα από εκείνους ποιητικά ή πεζά κείμενα, για να διευκολύνουν τους μαθητές τους να εκφράσουν την προσωπική τους αναγνωστική ανταπόκριση. Μέσα από τις δραστηριότητες που οι εκπαιδευτικοί επινόησαν, διαφαίνεται αφενός η διάθεσή τους ν’ αντιμετωπίσουν θετικά την πρόκληση που συνιστά η θεώρηση της λογοτεχνικής διδασκαλίας ως μέσου έκφρασης της προσωπικότητάς τους. Αφετέρου πέρα από την προθυμία τους, εντυπωσιάζουν με την πρωτοτυπία, την ευρηματικότητα, τη δημιουργικότητα, τη συγκρότηση που χαρακτηρίζουν τη συμμετοχή τους.

Για τη διδασκαλία του ποιήματος «Τρελή νυχτιά»[xxv] της Ελένης Xωρεάνθη που επέλεξε μια δασκάλα, πρότεινε πριν από την ανάγνωσή του ν’ αναφερθεί μόνον ο τίτλος και να ερωτηθούν οι μαθητές πώς φαντάζονται οι ίδιοι μια «τρελή νυχτιά». Επίσης, προκειμένου να κινητοποιηθεί περαιτέρω η παιδική φαντασία, σκέφτηκε να καλέσει τους μικρούς αναγνώστες να προσωποποιήσουν τα ουσιαστικά του ποιήματος που σχετίζονται με το φυσικό κόσμο και να δημιουργήσουν διαλόγους με αυτά. Αντίστοιχους διαλόγους ανάμεσα στην Άνοιξη και τα πλάσματα της φύσης και δραματοποίησή τους, περιλαμβάνει επίσης άλλη πρόταση διδασκαλίας του ποιήματος του Τέλλου Άγρα «Η άνοιξη περαστικιά…»[xxvi]. Προκειμένου δε τα παιδιά να εκφράσουν με άνεση προσωπικά του βιώματα και συναισθήματα για τη συγκεκριμένη εποχή, προσκαλούνται σε μια πραγματική ή φανταστική εξόρμηση στη φύση, για να συλλέξουν «χρώματα και μυρουδιές». Ολοκληρώνουμε με τις περιπτώσεις ποιημάτων που επελέγησαν, παρουσιάζοντας τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες οι οποίες προτείνονται για ένα απόσπασμα από τον Πρόλογο του έργου του Βάρναλη «Το φως που καίε», που απευθύνεται στη θάλασσα[xxvii]. Οι μαθητές αναζητούν τις θαλασσινές εικόνες που διακρίνονται στους στίχους και δραματοποιούν τα διάφορα πρόσωπα της θάλασσας. Επίσης με αφετηρία τις εμπειρίες τους αναφορικά με τα ταξίδια, θα επιχειρήσουν αλλεπάλληλα ταξίδια φαντασίας.

Συνεχίζοντας με πεζά κείμενα, θα σταθούμε στο παραμύθι της Γαλάτεια Καζαντζάκη «Το άσχημο βασιλόπουλο»[xxviii]  που περιλαμβάνεται στο σχολικό ανθολόγιο για την Α’ και Β’ Δημοτικού. Η ομάδα των δασκάλων που το επέλεξε, πρότεινε τη χρησιμοποίηση ενός κανονικού και ενός «μαγικού» καθρέφτη που θ’ αντικατοπτρίζουν το βασιλόπουλο άσχημο, όπως είναι στην πραγματικότητα, κι όμορφο όπως το βλέπουν οι γύρω του επειδή το αγαπούν, αντίστοιχα. Οι μαθητές θα κληθούν είτε να περιγράψουν λεκτικά είτε να ζωγραφίσουν τα δύο είδωλα του συγκεκριμένου ήρωα. Παρεμφερής είναι η πρόταση διδασκαλίας και της ομάδας των εκπαιδευτικών που ασχολήθηκε με το κείμενο της Άννας Γκέρτσου-Σαρρή που παρατίθεται στο α’ μέρος του σχολικού βιβλίου «Η Γλώσσα μου» της Β’ Δημοτικού με τον τίτλο «Ο ουρανός»[xxix]. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, μ’ ένα μαγικό ραβδί που θ’ αποκτούσε ο ήρωας-αφηγητής, θα μπορούσε να μεταμορφώσει όχι μόνο το γκρίζο ουρανό της πόλης αλλά κι οτιδήποτε άλλο τον ενοχλεί. Καθώς συνεπώς οι μικροί μαθητές θ’ αποφασίζουν πως το παιδί του κειμένου θα χρησιμοποιούσε το ραβδάκι, θα έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις προσωπικές τους σκέψεις και προτιμήσεις για το περιβάλλον που ζουν.

Θα ολοκληρώσουμε αυτό το μέρος του άρθρου με κάποιο απόσπασμα από το έργο «Σπίτι δίχως αυλή» της ίδιας συγγραφέως (εκδ. Κέδρος) που αρκετοί δάσκαλοι το επέλεξαν μεταξύ όσων κειμένων διδάχθηκαν, προκειμένου να παρουσιάσουν τρόπους επεξεργασίας του. Στο σύνολό τους αξιοποίησαν την αντίθεση ανάμεσα στην προηγούμενη ζωή της οικογένειας των ηρώων στο χωριό και στην τωρινή ζωή τους στην πόλη, όπως η αντίθεση αυτή προκύπτει από τη δυσκολία τους να προσαρμοστούν στις συνθήκες που επικρατούν στη δεύτερη. Τα προβλήματα προσαρμογής που το μέγεθός τους αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία των αφηγηματικών προσώπων, διαφαίνονται στους διαλόγους τόσο των δύο κοριτσιών όσο και του παππού που με τη γειτόνισσα καθώς και στον έκδηλο σαρκασμό της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, όπου εστιάζονται οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Αναλυτικότερα, αναφέρεται πως οι μαθητές θα μπορούσαν να συνδυάσουν την ανάγνωση του συγκεκριμένου αποσπάσματος με τη συλλογή χαρακτηριστικών εικόνων από τη ζωή στην πόλη και στο χωριό ή να ζωγραφίσουν οι ίδιοι χωρισμένοι σε δύο ομάδες σκηνές από τη διαβίωση των τεσσάρων αφηγηματικών προσώπων που εμφανίζονται εδώ στην πόλη κι από την προηγούμενη εμπειρία της διαμονής τους στο χωριό.

Αντίστοιχα, προτείνεται δραματοποίηση των αφηγηματικών εικόνων του αποσπάσματος αλλά και της ζωής της οικογένειας στο χωριό, όπως οι μαθητές την φαντάζονται. Επίσης, παντομίμα με άξονα τις αντιτιθέμενες έννοιες που χαρακτηρίζουν την πόλη και το χωριό, όπως μοναξιά-φιλία, καυσαέριο («μπόχα», όπως αναφέρεται επανειλημμένα από τον παππού) – καθαρή ατμόσφαιρα, έλλειψη χώρου – άνεση χώρου κ.λπ.

Αναφορικά δε με το «Αθηναίικο κρυφτό», όπως ειρωνικά αποκαλείται από τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή το ιδιότυπο εξ αποστάσεως παιχνίδι της μικρότερης αδερφής του με τη συνομήλική της γειτονοπούλα, θα μπορούσε να επιδιωχθεί οι μαθητές να παίξουν το συγκεκριμένο παιχνίδι μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας κι έξω στην αυλή του σχολείου. Στη συνέχεια θ’ ανταλλάξουν τις εμπειρίες τους για τις δύο διαφορετικές περιπτώσεις που αντιστοιχούν κατά κάποιο τρόπο στις συνθήκες παιχνιδιού στην πόλη και στο χωριό. Επιπλέον προτάθηκε οι μαθητές να κληθούν να επινοήσουν και να δοκιμάσουν παιχνίδια που παίζονται από απόσταση, στο πλαίσιο της προθυμία και των προσπαθειών της μικρής ηρωίδας να προσαρμοστεί στην πρωτεύουσα. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η πρόταση οι μαθητές να γράψουν ένα γράμμα που το κοριτσάκι της οικογένειας θα απεύθυνε σε κάποιο παιδί απ’ τη νέα του γειτονιά, προκειμένου να γνωριστεί καλύτερα μαζί του.

Σε σχέση δε με τη θυμωμένη αντίδραση της γειτόνισσας στην επιλογή του παππού να περνά τον καιρό του καθισμένος στην είσοδο της πολυκατοικίας αντί για το μπαλκόνι του διαμερίσματος απ’ όπου δεν έχει θέα στο δρόμο, επιλέγεται να τοποθετηθεί μια καρέκλα σε κεντρικό σημείο της αίθουσας, όπου θα καθίσει ο μαθητής που θα υποδυθεί τον παππού, προκειμένου ν’ ακολουθήσει διάλογός του με συμμαθήτριά του που θα παίξει το ρόλο της γειτόνισσας. Μέσα από τον αυτοσχεδιασμό των δύο παιδιών θα εκφραστεί η ανταπόκρισή τους στο κείμενο, η αναγνωστική στάση τους απέναντι στους εν λόγω αφηγηματικούς χαρακτήρες. Οι προτάσεις των δασκάλων για το «Σπίτι δίχως αυλή» συμπληρώνονται με τη δυνατότητα οι μαθητές ς να διατυπώσουν τη δική τους εκδοχή για το τέλος του έργου ή να γράψουν τις εντυπώσεις του αυτοδιηγηματικού αφηγητή στην περίπτωση που με την οικογένειά του θα είχαν μετακομίσει στην «ιδανική» πόλη.

Όπως γίνεται αντιληπτό απ’ όλα τα παραπάνω, η ανάγνωση και η διδασκαλία της λογοτεχνίας, θεωρούμενη ως παιχνίδι φαντασίας, που επιτρέπει εκφράζονται ελεύθερα οι εντυπώσεις μας αντί να επιδιώκεται ν’ ανακαλυφθεί ή ακόμα και να επιβλεφθεί η μία και μόνη ορθή ερμηνευτική εκδοχή που κάποιος – δημιουργός ή κριτικός – παρουσιάζει, προσφέρει χαρά και απόλαυση σε μαθητές και δασκάλους.

Αναπτύσσει τη δημιουργικότητα και παράλληλα συνιστά έκφραση της προσωπικότητας όλων των συμμετεχόντων στη διδασκαλία της.

Σημειώσεις

[i]     Serge Doubrovsky, “H άποψη του καθηγητή», Συνέδριο του Σεριζί: Η διδασκαλία της λογοτεχνίας, μετφρ. Ι.Ν. βασιλαράκης, εκδ. Επικαιρότητα,  23, 25.

[ii]    Iser W., The Act of Reading. A theory of Aesthetic: Response, Baltimore and London, The Johns Hopkins University Press, 1991,  128, 134.

[iii]    Για τη διαδικασία της ταύτισης βλ. W.C. Booth, The Rhetoric of Fiction, Middlesex, Penguin Books, 1987,  278-281, 378.

[iv]   Ο Μ. Riffaterre διευκρινίζει ότι η ερμηνεία του λογοτεχνικού έργου δεν θα πρέπει να επιδιώκει να διαλύσει την αμφιλογία που ενυπάρχει στη λογοτεχνική γραφή, εφόσον όλες οι λέξεις είναι πολυσημικές («Η εξήγηση των λογοτεχνικών φαινομένων», Συνέδριο του Σερεζί: Η διδασκαλία της λογοτεχνίας, ό.π., σ. 145). Αντίστοιχα στο ίδιο συνέδριο ο Roland Barthes κάνει λόγο για την ανάγκη αναγνώρισης των δικαιωμάτων της πολυσημίας στη διδασκαλία της λογοτεχνίας («Σκέψεις πάνω σ’ ένα εγχειρίδιο», ό.π., σ. 82. ενώ και ο J. Alter υποστηρίζει ότι το ενδιαφέρον που παρουσιάζει οποιοσδήποτε συγγραφέας έγκειται ακριβώς στη δυνατότητα του έργου του να εμπνεύσει διαφορετικές ερμηνείες («Προς τι η διδασκαλία της λογοτεχνίας;», ό.π., σ. 72).

[v]    Αυτό που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία είναι η δημιουργικότητα του αναγνωστικού ρόλου, η οποία προκαλεί την αίσθηση του προσωπικού βιώματος και κατ’ επέκταση την απόλαυση (W. Iser, The Implied reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckette, Baltimore and London, The Johns Hopkins University Press, 1990,  38-39, 44-45, 104, 233).

[vi]   Gilbert Lascanlt, «Ο πλάγιος δρόμος», Συνέδριο του Σεριζί: Η διδασκαλία της λογοτεχνίας, ό.π.,  133-134.

[vii]   Ο Gerard Mace επισημαίνει ότι η ανάπτυξη της δημιουργικότητας των μαθητών μέσα από τη σύγχρονη ποίηση συνιστά έναν από τους ουσιαστικότερους στόχους του μαθήματος της γλώσσας («Να διδάξουμε την ποίηση για να ξαναμάθουμε στους μαθητές ανάγνωση», ό.π. σ. 196).

[viii] Αποστολίδου Β., Πασχαλίδης Γ. και Χοντολίδου Ε., «Η Λογοτεχνία στην Εκπαίδευση: Προϋποθέσεις για ένα νέο πρόγραμμα διδασκαλίας», Σύγχρονα Θέματα, τ. 57, 1995,  78-89.

[ix]   Nodelman P., The Pleasures of Children’s Literature, εκδ. Longman, London 1992,  138-139.

[x]    Jean Verrier, «Ανάγνωση μυθιστορημάτων», Συνέδριο του Σεριζί: Η διδασκαλία της λογοτεχνίας, ό.π., σ. 187.

[xi]   Κρ. Ποσλανιέκ, Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, μτφρ. Στ. Αθήνη, εκδ. Καστανιώτη, 1992, σ. 18.

[xii]   Για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα βλ. το άρθρο μου «Ο Ωκεανός της Φαντασίας στον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου 2003» στο περιοδικό Λαμπηδόνα του Πνευμ. Κέντρου Δήμου Ασπροπύργου, τχ. 28, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003, σ. 30.

[xiii] Ενδιαφέρουσα για το ρόλο του νηπιαγωγού στη δημιουργία κειμένων από τα νήπια είναι η έρευνα των Marina Pascucci και Franca Rossi που έχει δημοσιευτεί με τον τίτλο «Όχι μόνο γραφέας» στο περιοδικό Γέφυρες, τχ. 6, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2002,  16-23.

[xiv]  Πρόκειται για τους μαθητές που φοίτησαν στο 4ο Νηπιαγωγείο Ασπροπύργου κατά το σχολικό έτος 2002-2003.

[xv]   Η τακτική να διαχωρίζονται τα κείμενα της Παιδικής Λογοτεχνίας αποκλειστικά με βάση το στόχο των συγγραφέων τους και των εκδοτών τους να απευθυνθούν τα παιδιά, έχει αποτέλεσμα να εξισώνονται στην αντίληψη των νεαρών αναγνωστών, καθώς και των εκπαιδευτικών και των λοιπών ενηλίκων που τα επιλέγουν για παιδικά αναγνώσματα, εξαιρετικά κείμενα με άλλα που είναι απαράδεκτα. Έτσι δημιουργείται έντονη προκατάληψη απέναντι στην Παιδική Λογοτεχνία, όπως διαφαίνεται στις παρακάτω περιπτώσεις που ενδεικτικά παραθέτω. Εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας, επιχειρώντας να χαρακτηρίσει ένα κακογραμμένο μη λογοτεχνικό βιβλίο που απευθυνόταν σε ενηλίκους χρησιμοποίησε την έκφραση: «Αυτό είναι παιδική λογοτεχνία». Συνάδερφός του, προκειμένου να εξάρει την αφηγηματική δεξιοτεχνία κάποιου συγγραφέα, διευκρινίζει ότι η ένταξη των έργων του στο χώρο της Παιδικής Λογοτεχνίας είναι ασυμβίβαστη με την υψηλή ποιότητά τους. Εκπαιδευτικός παιδαγωγικού τμήματος διδάσκει ότι οι συγγραφείς που ασχολούνται με την Παιδική Λογοτεχνία δεν είναι αρκετά ικανοί, για να γράψουν κείμενα για ενήλικους αναγνώστες. Άλλωστε διεθνώς τα παιδικά λογοτεχνικά έργα δεν απασχολούν τους επιστήμονες για τη λογοτεχνικότητά τους αλλά για την παιδαγωγική τους διάσταση, οπότε δεν συνιστούν αντικείμενο μελέτης των φιλολογικών παρά των παιδαγωγικών τμημάτων, όπως η Αλεξάνδρα Ζερβού επισημαίνει στο βιβλίο της Λογοκρισία και Αντιστάσεις στα κείμενα των παιδιών μας χρόνων, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 31996,  25-26. Θα ήταν συνεπώς σκόπιμο να υπενθυμίζουμε ότι η παιδαγωγική αξία όλων ανεξαιρέτως των λογοτεχνημάτων απορρέει από τα κατεξοχήν αφηγηματικά χαρακτηριστικά τους. Οποιοδήποτε λοιπόν έργο αν δεν έχει λογοτεχνική αξία, δεν μπορεί να έχει ούτε παιδαγωγική αξία, με άλλα λόγια, στο βαθμό που είναι αξιόλογο έργο τέχνης συνιστά και αποτελεσματικό μέσο αγωγής.

[xvi] Σύμφωνα με τον Ερατοσθένη Καψωμένο το συγκεκριμένο γεγονός ερμηνεύεται ως ενσωμάτωση του ποιητή στην τοπική παράδοση πολύ πριν αναγνωριστεί ως εθνικός.

(Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 1998, σ. 11).

[xvii] Ο ορισμός του παιχνιδιού που παραθέτει ο Ποσλανιέκ (ό.π., σ. 75) διατυπώθηκε από τον Johan Huizinga στο έργο του «Ο άνθρωπος και το παιχνίδι» που τα ελληνικά κυκλοφορεί σε μετάφραση Στέφανου Ροζάνη – Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου από τις εκδόσεις Γνώση (1989).

[xviii] Με το σκεπτικό αυτό ο «Αρχιτέκτων» έχει περιληφθεί στο βιβλίο «Γεώργιος Βιζυηνός. Ποιήματα για παιδιά» που κυκλοφόρησε το 1996 από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Την επιλογή των ποιημάτων έκανε η συγγραφέας Μάρω Δούκα.

[xix] Ο Δημήτρης Γιάκος, επιχειρώντας συγκρίσεις, παλαιότερων και νεότερων ποιητών, αντιπαραθέτει το συγκεκριμένο ποίημα του Αθάνα στη θρησκοληψία και διδακτικότητα του Βιζυηνού (Ιστορία της Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1993, σ. 94).

[xx]   Το παραθέτουμε:

Βρε παιδιά μου αφήστε με –

Μην τραβάτε το σακάκι μου

Και τα χέρια μου,

Δε γυρνάω εγώ στο σπίτι.

 

Μια νεράιδα στα καλάμια,

Μια λάμια,

Κόβει το φεγγάρι

Πάνω στ’ άσπρο γόνα της

Να δειπνήσουμε.

 

Κάτου απ’ τα ψηλά πλατάνια,

Με των άστρων το λαρδί

Τηγανίζει λουλουδάκια.

Άλλο σπίτι εγώ δεν έχω,

Απ’ τον κόσμο τον φαρδύ.

 

Αφήστε με.

 

[xxi] Η διδασκαλία αυτή πραγματοποιήθηκε στο 3ο Π.Ε.Κ. Αθήνας το Φεβρουάριο του 2004 κατά τη Β’ φάση της εισαγωγικής επιμόρφωσης νεοδιόριστων νηπιαγωγών.

[xxii] Βλ. σχετικά Μπενέκου Α., Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Ένας σταθμός στην Παιδική Λογοτεχνία, Εκδ. Δίπτυχο, 1981,  121-122 και Καλλέργη Ηρακλή Εμμ., Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία , εκδ. Καστανιώτη, 1995,  22-35.

[xxiii] Σχετικά με την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας με νήπια βλ. το άρθρο μου «Τα παιδιά διαβάζουν λογοτεχνικά κείμενα» στα τεύχη 23, 24, 25 και 26 του περιοδικού Λαμπηδόνα.

[xxiv] Πρόκειται για εκπαιδευτικούς των τμημάτων Β15, Β16 και Α11 που διδάχθηκαν το μάθημα Παιδική Λογοτεχνία το καλοκαίρι του 2003 στο Κέντρο της Αργυρούπολης, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ακαδημαϊκής Αναβάθμισης Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης» του Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και για δασκάλους των Α’ και Β’ τάξεων της 47ης Περιφέρειας Αθηνών κατά το διδακτικό έτος 2003-2004, οι οποίοι συμμετείχαν σε παιδαγωγική σύσκεψη που οργάνωσε ο σύμβουλός τους Παναγιώτης Γ. Ράπτης τον Ιανουάριο του 2004.

[xxv] Το ποίημα έχει ως εξής:

Με τούτη την αστροφεγγιά

Θε μου, τρελάθηκε η νυχτιά.

Κάτω απ’ το ξύλινο μπαλκόνι

Έχει δειπνήσει το τριζόνι

Και τα παιδιά της γειτονιάς

Ξεμυαλιστήκανε μεμιάς

Και στο πλακόστρωτο τα’ αλώνι

Μαζώχτηκαν και δεν τους σώνει*.

   
Μέσα στης λίμνης τα νερά

Πέφτουν τα’ αστέρια τα’ αργυρά

Κι ο βάτραχος ο χασομέρης

Στη ρίζα ακούμπησε της φτέρης

Να ‘ταν κι ο κόσμος γειτονιά,

Μια ειρηνοφόρα αγκαλιά,

Κι όλοι να βγαίναμε γειτόνοι

Στης γης το ξέφωτο τ’ αλώνι!

 

[xxvi] H Άνοιξη, περαστικά

απ’ το σπίτι,

έσυρε μια χαρακιά

στο φεγγίτη.

Χάραξε κλωνιά πλεχτά

Σα γαϊτάνι,

Και τα φύλλα τα δετά

Σε στεφάνι

Και τα’ αγέρι όταν περνά

Στα κοτσάνια,

Κάνουν όλα, ταπεινά,

Μια μετάνοια.

Πέρασε απ’ τις γνωστικές

Τις κοπέλες

Κι άνθισαν ποδιές λευκές

Και κορδέλες.

Άγιασε τα χώματα

Μ’ άγια μύρα

Κι είν’ ευκές τα χρώματα,

Γύρα γύρα.

Πήγε κι απ’ την εξοχή,

Κι απ’ το ρέμα,

Κι όλοι οι φράχτες, οι φτωχοί,

Τρέχουν αίμα.

[xxvii] Το αντίστοιχο απόσπασμα έχει ως εξής:

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,

Απ’ το βουνό ψηλά

Στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω

Απ’ τα μαλάματα* σου τα πολλά.

 

Να ‘ναι χινοπωριάτικον* απομεσήμερ’, όντας*

Μετ’ άξαφνη νεροποντή

Χιμάει μες απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά* γελώντας

Ήλιος χωρίς μαντύ*.

 

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,

Τα’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί

Και με τους γλάρους συνοδιά* κάποτ’ ένα καράβι

Ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

[xxviii] Σύμφωνα με την υπόθεση, ένα πολύ άσχημο βασιλόπουλο φαίνεται πανέμορφο στους γονείς του και στους άλλους ανθρώπους, επειδή έχει εξαιρετικό χαρακτήρα. Με αυτόν τον τρόπο η μοίρα τους εξάλειψε τη θλίψη των δικών του, επειδή δεν ικανοποίησε την επιθυμία τους, προσθέτοντας την ομορφιά στις αρετές του, οι οποίες ήταν η μακροζωία, η γενναιότητα και η καλοσύνη.

[xxix]    Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο «Από το ένα ως το δέκα», εκδ. Κέδρος, 1980. Σε αυτό, ο ουρανός που διακρίνεται για την απεραντοσύνη του, χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη τρύπα» από το μικρό Κοσμά, όποτε τον ατενίζει απ’ την πόλη.

ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ  ΜΕ  ΤΟΥΣ  «ΑΤΑΧΤΟΥΣ»  ΣΤΙΧΟΥΣ (Εισήγηση σε διεθνές συνέδριο/δημοσιευμένο άρθρο)

ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ  ΜΕ  ΤΟΥΣ  «ΑΤΑΧΤΟΥΣ»  ΣΤΙΧΟΥΣ :  Η  ΣΥΜΒΟΛΗ  ΕΝΟΣ               ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΟΥ  ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ  ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ  ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ   ΓΛΩΣΣΙΚΗ  ΑΝΑΠΤΥΞΗ.

Ελένη  Α.  Ηλία

Η εισήγηση παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο “Αναδυόμενος γραμματισμός. Έρευνα και εφαρμογές”, που πραγματοποιήθηκε 19-20 Οκτωβρίου 2007 στο Ρέθυμνο. https://9b9ec758578b3ee0d46b-305404f9eb35eaf4130aa2d106c6a91c.ssl.cf3.rackcdn.com/638/events/106/files//p1d47j89us62qalt1u5oh4d5s25.pdf  (αρ. 18)

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαδρομές, τχ. 91, 2008, σσ. 28-52.

       Το άρθρο έχει περιληφθεί στο Δελτίο Εκπαιδευτικής Αρθρογραφίας 32-33, του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, στη σελ. 16, Ενότητα 4.1 Προσχολική Αγωγή.                                                                                    

 Εισαγωγή                                                                                                   

             Στην εισήγησή μας παρουσιάζουμε τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες που σχεδιάσαμε και εφαρμόσαμε κατά την περασμένη διδακτική χρονιά σε δημόσιο νηπιαγωγείο[1], στο πλαίσιο του αναδυόμενου γραμματισμού. Μέσα δηλαδή από καθημερινές εμπειρίες των νηπίων με τον προφορικό και το γραπτό λόγο επιδιώκουμε την προετοιμασία τους για την κατάκτηση της αναγνωστικής ικανότητας και της γραφής (Παπούλια-Τζελέπη, Φτερνιάτη, Θηβαίος, 2006: 13-14) . Στα νέα αναλυτικά προγράμματα της προσχολικής εκπαίδευσης αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στη γλωσσική ανάπτυξη των μαθητών και πιο συγκεκριμένα αφενός στην καλλιέργεια της προφορικής έκφρασης και ειδικότερα της αφηγηματικής ικανότητάς τους και αφετέρου στην ανάπτυξη της έννοιας του γραπτού λόγου (ΔΕΠΠΣ, 2002: 10, 13-14). Οι πρωτεύοντες αυτοί στόχοι  επιδιώκεται στην περίπτωσή μας να επιτευχθούν μέσα από μια διδακτική προσέγγιση της οποίας  η αποτελεσματικότητα  μεγιστοποιείται με τη συστηματική αξιοποίηση των χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων της νηπιακής ηλικίας. Αναφέρομαι καταρχάς κυρίως στην ανάγκη των μικρών παιδιών για παιχνίδι ως μέσου  μάθησης του εαυτού τους, ανακάλυψης του περιβάλλοντος και προσωπικής έκφρασης κι επικοινωνίας (ΥΠΕΠΘ-Π. Ι. ,2006: 26-29).

Στο εν λόγω πρόγραμμα  χρησιμοποιήθηκαν  λογοτεχνικά κείμενα, καθώς η δυνατότητά τους να φορτίζουν συγκινησιακά τον αναγνώστη και συνακόλουθα να του προκαλούν βιώματα (Iser 1990: 30, 32, 38-39,41,104, 233, 281, 283-284, 291 και 1991: 9, 18, 21, 67), τα καθιστά το ισχυρότερο παιδαγωγικό μέσο. Συγκεκριμένα επιλέξαμε σύντομα αποσπάσματα δημοτικών τραγουδιών, που προέρχονται στο σύνολό τους από τη συλλογή του Νικολάου Γ. Πολίτη Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού, καθώς είναι η ευρύτερα διαδεδομένη[2]. Επισημαίνουμε δε ότι το δημοτικό τραγούδι ειδικότερα, προτιμήθηκε για αυτό το πρόγραμμα, χάρη στην αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του, που έχει συναρπάσει την παγκόσμια πνευματική κοινότητα (Πολίτη, 1985: 102 και Μαλεβίτση: 12-14). Ο δημιουργός του, ο ανώνυμος, αναλφάβητος κάτοικος της υπαίθρου, εμπνεόμενος από το φυσικό περιβάλλον, εκφράζει με το τραγούδι αυτό την προσωπική του συγκίνηση και φαντασία αναφορικά με την υπαρξιακή αγωνία, την αγάπη για τη ζωή, την οδύνη για το θάνατο (Vitti, 1987: 169, 172, Πολίτη, 1985: 101 και Μαλεβίτση: 79-80), χρησιμοποιώντας το λυρισμό, το μελαγχολικό τόνο, την υπερβολή, την επανάληψη και κυρίως την εμπλοκή και προσωποποίηση του φυσικού κόσμου (Πολίτης, 1985: 104, 106, 109,110, 113, 115, Vitti, 68,167,168, Μιχαήλ-Δέδε, 1994: 5, 50 και Ηλία, 2006: 14-16).

Τα αποσπάσματα έκτασης ενός ή δύο στίχων όπου επικεντρωθήκαμε, προτιμήθηκαν με γνώμονα την εικονοπλαστική τους δύναμη[3] και τη νοηματική τους αυτοτέλεια, προκειμένου να λειτουργήσουν ως ερέθισμα της φαντασίας των νηπίων για την παραγωγή πρωτότυπων αφηγηματικών κειμένων. Κατά την παρουσίασή τους στους μικρούς μαθητές, τα αποκαλούμε «άταχτους» στίχους, επειδή όπως αναφέρουμε έχουν ξεφύγει από τη φυσική τους θέση σε κάποιο δημοτικό τραγούδι. Με το χειρισμό αυτό επιδιώκουμε να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον των νηπίων, εφόσον η ροπή προς τη σκανταλιά χαρακτηρίζει τον παιδικό τρόπο σκέψης  κι η προσωποποίηση  εμφανίζεται συχνότατα στον παιδικό λόγο.

Έναν επιπλέον παράγοντα που συντέλεσε στην επιλογή μας, συνιστά το γεγονός ότι το Δημοτικό τραγούδι μεταδιδόταν με συνδυασμό λόγου, μουσικής και χορού, οπότε στηρίζεται κατά πολύ στο στοιχείο του ρυθμού. Θα μπορούσαμε συνεπώς να το χαρακτηρίσουμε ιδανικό για τη νηπιακή ηλικία όπου εδώ απευθυνόμαστε, εφόσον η προσέγγισή του συγκεκριμένου είδους  επιβάλλει την ολόπλευρη συμμετοχή του προσώπου.

Μεθόδευση

Ως προς τη μεθόδευση που ακολουθούμε σχετικά με την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων, σημειώνουμε καταρχάς ότι κάθε εβδομάδα επιλέγονται διαφορετικοί «άταχτοι» στίχοι.  Στο πλαίσιο της γενικότερης επιδίωξής μας να διαμορφώσουμε πλούσιο σε ερεθίσματα γραπτού λόγου περιβάλλον (Τάφα, 2001),  τα νήπια βρίσκουν αναρτημένους τους στίχους αυτούς στον πίνακα ανακοινώσεων. Η πρώτη ανάγνωσή τους γίνεται από το δάσκαλο και στη συνέχεια επαναλαμβάνονται αρκετές φορές ομαδικά ενώ κρατάμε το ιαμβικό μέτρο με τα κρουστά όργανα της ορχήστρας του Orff είτε κάνουμε ταυτόχρονα κοινό βηματισμό ή άλλες κινήσεις. Με τη συμβολή της ρυθμικής αγωγής οι μαθητές όχι μόνο βιώνουν τον παραδοσιακό τρόπο χρήσης των δημοτικών τραγουδιών αλλά και διευκολύνονται στο σύνολό τους στην αφομοίωση των στίχων.

Καθώς η αφομοίωση των επιλεγμένων στίχων συνεισφέρει σημαντικά στη μύηση των νηπίων στο λογοτεχνικό φαινόμενο και κατά συνέπεια  τόσο στην αισθητική όσο και στη λεκτική τους καλλιέργεια, τους αξιοποιούμε και κατά την τρέχουσα χρονιά ως μέσο εμψύχωσης στο πλαίσιο άλλου εκπαιδευτικού προγράμματος. Αναλυτικότερα, διδάσκοντας το κλασικό έργο «Η Πεντάμορφη και το Τέρας»[4] της Ζαν-Μαρί Λεπρένς ντε Μπομόν, οι μαθητές προκειμένου να εισέλθουν στην ιστορία και να αναφερθούν σε δικής τους επινόησης μεταμορφώσεις των ηρώων της, χρειάζεται να ψιθυρίσουν κάποια «μαγικά» λόγια, που βρίσκουν γραμμένα σε χαρτί  τοποθετημένο ανάμεσα στις σελίδες του παραμυθιού και τα οποία αλλάζουν σε κάθε αφηγηματικό επεισόδιο. Πρόκειται για στίχους ή δίστιχα από δημοτικά τραγούδια της Αγάπης, της Ξενιτιάς, Μοιρολόγια, Νανουρίσματα και Γνωμικά. ΄Ετσι έχουν όλα τα νήπια ισχυρότατο κίνητρο να αποστηθίσουν τους μεμονωμένους στίχους, προκειμένου να τους προφέρουν για να  συμμετέχουν στη δραστηριότητα.

Ας επανέλθουμε τώρα στο πρόγραμμα των «άταχτων στίχων», όπου μετά την παρουσίαση των στίχων κάθε παιδί επιχειρεί να αφηγηθεί μια διαφορετική, πρωτότυπη ιστορία σε σχέση με αυτούς. Σχετικά με τη διαδικασία της αφήγησης ακολουθούμε ορισμένα στάδια, σύμφωνα με τη διδακτική αρχή της φθίνουσας καθοδήγησης, που εφαρμόζεται στα κειμενοκεντρικά μοντέλα διδασκαλίας (Ματσαγγούρας, 2001: 180-182). Αναλυτικότερα, ο δάσκαλος θέτει αρχικά στο μαθητή αρκετές γενικές ή ειδικότερες ερωτήσεις που αφορούν στο υποκείμενο και στο χωροχρονικό πλαίσιο της δράσης του, στην αιτιολόγησή της, στην αλληλουχία των γεγονότων κ. ά., προκειμένου να τον κατευθύνει  στη δόμηση του κειμένου του. Ο αριθμός των ερωτήσεων περιορίζεται με την πάροδο του χρόνου, στο βαθμό που αυξάνεται η αφηγηματική ικανότητα του ερωτώμενου.

Τα ατομικά κείμενα που προκύπτουν καταγράφονται από το δάσκαλο, ο οποίος μετά την ολοκλήρωσή τους τα διαβάζει στην τάξη για την τελική έγκρισή τους από τους συντάκτες τους. Τα νήπια γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι η ακριβής καταγραφή των κειμένων τους εξυπηρετεί τη μελλοντική αξιοποίησή τους σε ανοιχτές θεατρικές παραστάσεις που θα δώσουν τα ίδια και σε αντίστοιχες εκδόσεις, όπως αυτές που ήδη υπάρχουν στη βιβλιοθήκη από ανάλογες δραστηριότητες προηγούμενων ετών[5].

Σε αρκετές περιπτώσεις μετά από τη δημιουργία ιστοριών αναφορικά με μεμονωμένους στίχους, προχωρούμε στην ανάγνωση ολόκληρου του ποιήματος από όπου αυτοί προέρχονται. Όταν πρόκειται για κάλαντα ή για κλέφτικα τραγούδια, τα εντάσσουμε μάλιστα στις σχολικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούμε σύμφωνα με την επικαιρότητα, για τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και την επέτειο της 25ης Μαρτίου αντίστοιχα.

Κατά την ολοκλήρωση του προγράμματος προέκυψε μία θεατρική παράσταση με στόχο την ανάδειξη της δημιουργικής σκέψης και έκφρασης των νηπίων. Προκειμένου να φωτίσουμε τις επιδόσεις τους αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τις προσδοκίες, τις εμπειρίες τους κ.λπ., όπως διαφαίνονται μέσα από τις αφηγήσεις τους, οδηγηθήκαμε στην ακόλουθη αφηγηματική εκδοχή, την οποία παρουσιάσαμε βέβαια αρχικά στους ίδιους τους μαθητές ως πρόταση πριν προχωρήσουμε συλλογικά στην προετοιμασία της παράστασης. Σύμφωνα λοιπόν με την υπόθεση του παραμυθιού μας ο βασιλιάς και η βασίλισσα ενός τόπου διαφωνούσαν μεταξύ τους για το αν θα έπρεπε να επιλεγεί ο διάδοχος του θρόνου με κριτήριο τη σωματική δύναμη ή την ομορφιά. Συγκάλεσαν τότε το συμβούλιο των σοφών που τους υπέδειξε όλοι οι νέοι της περιοχής να διαγωνιστούν στη δημιουργία ιστοριών, με ερέθισμα στίχους από τα τραγούδια του λαού. Η δοκιμασία τους  απέβλεπε στην αναζήτηση του πιο καλόψυχου και ευφυέστερου, καθώς με βάση αυτά τα στοιχεία θεωρούσαν οι σοφοί ότι πρέπει να κριθεί ο ικανότερος να κυβερνήσει την περιοχή. Από το διαγωνισμό  οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι όλοι είναι εξίσου καλοί και συνετοί και κατά συνέπεια κατάλληλοι να κυβερνήσουν. ΄Ετσι κανένας πλέον δεν είχε λόγο να ανησυχεί για το μέλλον αυτού του τόπου.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο εντάξαμε δεκαέξι αφηγήσεις νηπίων, για ισάριθμους άταχτους  στίχους από τους είκοσι που διδάξαμε συνολικά, τις οποίες παρουσίασαν οι δεκαέξι μαθητές που υποδύθηκαν τους υποψηφίους. Τα υπόλοιπα νήπια μοιράστηκαν τους ρόλους των σοφών, του βασιλιά και της βασίλισσας.

Αποτελέσματα

 

Ως προς τα αποτελέσματα του εν λόγω εμψυχωτικού προγράμματος, θα επικεντρωθούμε σε τρία νήπια και θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξή τους[6]. Πρόκειται καταρχάς για την Ερασμία, η οποία φοιτά  στο νηπιαγωγείο για δεύτερη χρονιά. Πέρσι συμμετείχε σε σχετικές δραστηριότητες αναφορικά με το έργο του Εξυπερύ «Ο Μικρός Πρίγκιπας» ενώ έχει προηγηθεί και η εμπλοκή τής κατά ένα χρόνο μεγαλύτερης αδερφής της σε αντίστοιχο πρόγραμμα του νηπιαγωγείου μας. Επίσης, θα αναφερθούμε στην Αλεξάνδρα, που την προηγούμενη χρονιά ήταν σε παιδικό σταθμό. Είναι παιδί νηπιαγωγού και μαθήτρια με άριστες επιδόσεις σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα. Τέλος, θα σταθούμε στο Στέλιο, ο οποίος παρακολουθεί για πρώτη χρονιά πρόγραμμα προσχολικής αγωγής. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε  ως το μαθητή με τη χαμηλότερη επίδοση και τη μικρότερη συγκέντρωση προσοχής σε όλες τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Κανένας δε από τους γονείς του Στέλιου δεν έχει ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση.

Την πρώτη περίοδο της διδασκαλίας, έως δηλαδή τις διακοπές των Χριστουγέννων, οι άταχτοι στίχοι προέρχονται από κάλαντα, που χρησιμοποιούμε στη συνέχεια για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Τα δύο κορίτσια παράγουν κείμενα με συνεκτικό νόημα από την έναρξη του προγράμματος, τα οποία παραθέτουμε εδώ περιληπτικά, σε ελεύθερη απόδοση. Η Αλεξάνδρα για τους στίχους      «Το καρτεράει ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα,

                    Το καρτεράει η δασκάλισσα με δυο κλωνάρια μόσκο»

αναφέρει πως η αυξημένη κυκλοφορία στους δρόμους της Αθήνας γίνεται αιτία για την άφιξη του σχολικού λεωφορείου με υπερβολική καθυστέρηση, με αποτέλεσμα τα παιδάκια να χάσουν το μάθημα. Η ίδια μαθήτρια επίσης με αφορμή το δίστιχο

«Η στράτα ρόδα γέμισε κι η εκκλησιά το μόσκο

                                 Κι από το μόσκο τον πολύ οι τοίχοι ραγιστήκαν»

κάνει λόγο για δύο αδέρφια που περνώντας με το αυτοκίνητο που οδηγεί ο μπαμπάς τους από ένα ανθισμένο περιβόλι, σταματούν για να μυρίσουν τα λουλούδια. Επειδή όμως τα παιδιά είναι αλλεργικά, αρχίζουν να βήχουν δυνατά και οδηγούνται στο γιατρό. Το δε αντίστοιχο κείμενο της Ερασμίας  αναφέρεται σε ένα κοριτσάκι το οποίο μυρίζει το υπέροχο άρωμα των λουλουδιών που κοσμούν την εικόνα του Χριστούλη και εύχεται να ζωντανέψει κι εκείνος για να το απολαύσει.

Τον Ιανουάριο ξεκίνησαν οι παιδικές αφηγήσεις με ερέθισμα αποσπάσματα από κλέφτικα τραγούδια. Το κείμενο της Ερασμίας αναφορικά με το στίχο

«Κι ακούω τα δέντρα και βογγούν και τις οξιές και τρίζουν»

είναι αισθητά εκτενέστερο από τα προηγούμενα, εξίσου δε  εύστοχο και ευφάνταστο. Σύμφωνα με τη μαθήτρια ο άνεμος φέρνει ένα κοριτσάκι στο δάσος, όπου όλα τα δέντρα έχουν γεμίσει φρούτα. Εκεί συναντά μια γυναίκα που νομίζει πως είναι η καλή νεράιδα και την ακολουθεί στο σπίτι της. Απ’ όπου περνούν τα δέντρα βογγούν, γιατί τα μαγεύει η γυναίκα που είναι η κακιά μάγισσα, όμως το κοριτσάκι δεν μπορεί να τ’ ακούσει. Την αλήθεια την καταλαβαίνει μόνο όταν φτάνουν στο σπίτι της μάγισσας, γιατί βλέπει παντού  μαγικά αντικείμενα. Κάποτε, την ώρα που η μάγισσα θα κοιμάται, το κοριτσάκι θα ξεφύγει και με τη βοήθεια του ανέμου θα βρεθεί και πάλι στο σπίτι του.

Από την ίδια χρονική περίοδο η αφήγηση της Αλεξάνδρας που θα σταθούμε, προέρχεται από τους στίχους                 «Φύσα βοριά, φύσα θρακιά, για ν’ αγριέψει η λίμνη»

κι αναφέρεται σ’ ένα αγόρι το οποίο δεν έφαγε στο σχολείο το φαγητό του κι μαμά του το πήγε μια βόλτα με τη βάρκα στην τρικυμισμένη λίμνη. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους, το παιδί είχε πεινάσει  πάρα πολύ κι έτσι άδειασε το πιάτο του.

Στο τέλος περίπου του Φεβρουαρίου κατορθώνει για πρώτη φορά ο Στέλιος να παράγει   συγκροτημένες και ενδιαφέρουσες αφηγήσεις και εξακολουθεί σταθερά να βελτιώνεται έως το τέλος της δραστηριότητας. Ενδεικτικά αναφερόμαστε στο κείμενό του που προέκυψε από το στίχο

«Ο κούκος φέτος δε λαλεί ούτε και θα λαλήσει».

Ο μαθητής αποδίδει τη σιωπή του κούκου στον τρόμο που του προξένησε η θέα ενός ανθρώπου με κυνηγετικό όπλο. Ο άνθρωπος είχε βγει για να κυνηγήσει λαγό, τελικά όμως μετάνιωσε και προτίμησε να μαγειρέψει κοτόπουλο.

Ολοκληρώνουμε την ενότητα των αποτελεσμάτων με ένα τελευταίο κείμενο καθενός από τα τρία παιδιά, το οποίο θα παραθέσουμε αυτούσιο, όπως ακριβώς συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του θεατρικού έργου. Η Αλεξάνδρα για τους στίχους

«Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,

                               Τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα»,

αφηγείται:  « ΄Ενας βασιλιάς κάλεσε κάποιο πολύ φτωχό άνθρωπο που δεν είχε καθόλου ψωμί να

φάει, να πάει στο παλάτι του, για να φάει τα πάντα. Κι όταν ο άνθρωπος έφαγε, ο

βασιλιάς διέθεσε τους φρουρούς του, για να του δείξουν το δωμάτιο που θα τον

φιλοξενούσαν, γιατί αυτός ο φτωχός δεν είχε σπίτι. Το πρωί ο βασιλιάς του χάρισε μια

στολή ιππότη, σαν αυτήν που φορούσε κι ο ίδιος. Κι ο φτωχός ιππότης, αφού τον

ευχαρίστησε, ξεκίνησε γι’ άλλο βασίλειο. Στο δάσος βρίσκει μια όμορφη γυναίκα και

παντρεύονται. Γίνεται ξυλοκόπος και φτιάχνει μόνος του την καλύβα τους. Ζουν για

πάντα εκεί και το χειμώνα ανάβουν φωτιά και ζεσταίνονται».

Η Ερασμία δημιουργεί το ακόλουθο κείμενο με ερέθισμα το στίχο

«Βρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση»:

                   « Σ’ ένα ποτάμι κολυμπά ένα κοριτσάκι. Στην όχθη του έχει υπέροχα, αρωματικά

λουλούδια και μέσα στο νερό έχει κέρματα που τα ρίχνουν οι άνθρωποι και κάνουν

ευχές. Το κοριτσάκι ευχήθηκε να γίνει η πριγκίπισσα του ποταμού κι έγινε. ΄Ετσι

μπορούσε να κάνει πολλές ευχές για τον εαυτό της και για τους άλλους. Ευχήθηκε

να ‘χει ένα ραδιόφωνο ν’ ακούει μουσική, να’ χει ένα πύραυλο ν’ ανεβαίνει

στον ουρανό για να βλέπει το Θεό και να ‘χει κηρομπογιές να τον ζωγραφίζει».

Το τελευταίο κείμενο του Στέλιου έχει προκύψει από το στίχο:

«Βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια».

« Οι άνθρωποι που μένουν σε ένα σπίτι κοιτάζουν κάποιο αστέρι πολύ λαμπερό.

Θέλουν να το φτάσουν με σκάλα, για να του δώσουν νερό να πιει, γιατί νομίζουν

πως διψάει. Επειδή όμως δεν τα καταφέρνουν, κρεμάνε ένα κουβά με νερό στα

κλαδιά του δέντρου, για να το πιει το αστεράκι. Το αστέρι θα πέσει στον  κουβά

να πιει το νερό και για να τους ευχαριστήσει, θα τους πει ένα τραγούδι. Κι από τότε

θα πηγαίνει στο ίδιο μέρος να πίνει νερό κάθε βράδυ».

 

Συμπεράσματα                

Όπως προκύπτει από την παρουσίαση των αποτελεσμάτων, και οι τρεις μαθητές οδηγούνται σε διαρκώς βελτιούμενες επιδόσεις παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις τους κατά την έναρξη του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού προγράμματος. Η βελτίωση αυτή αφορά τόσο στη νοηματική  πληρότητα και στην εκφραστική αρτιότητα των αφηγήσεών τους όσο και στον τρόπο παραγωγής τους. Συγκεκριμένα, σταδιακά περνούν από τις ερωταποκρίσεις στον ανεξάρτητο αφηγηματικό λόγο, προσδιορίζουν δηλαδή μόνοι τους το υποκείμενο και το χωροχρονικό πλαίσιο της δράσης του, αναπτύσσουν την πλοκή και διαμορφώνουν την κατάληξη της υπόθεσης χωρίς να χρειάζεται να τους τεθούν σχετικές ερωτήσεις.

Η πρόοδος που σημειώνουν αφορά επίσης στη θεματολογία των κειμένων τους, η οποία διευρύνεται διαρκώς, καθώς δεν περιορίζεται πλέον στα προσωπικά τους βιώματα αλλά αξιοποιεί και τις αναγνωστικές τους εμπειρίες, ακόμη και στοιχεία των αφηγήσεων των συμμαθητών τους. Ο παραγόμενος λόγος τους διακρίνεται όλο και περισσότερο για την πρωτοτυπία, την εικονοπλασία, το απροσδόκητο, που προκαλεί στον ακροατή έκπληξη, τα υπερρεαλιστικά στοιχεία κ.λπ. Όλα δε τα παραπάνω παρατηρούνται στο σύνολο των μαθητών ανεξάρτητα από το επίπεδό τους κατά την έναρξη της δραστηριότητας.

Εξίσου καθολικό και αδιάπτωτο είναι το ενδιαφέρον των νηπίων για συμμετοχή στη δραστηριότητα παρά τα όποια προβλήματα και δυσκολίες κυρίως στις περιπτώσεις όσων αλλοδαπών δεν είναι αρχικά καθόλου εξοικειωμένοι με την ελληνική γλώσσα. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι  καθώς στο νηπιαγωγείο φοιτούσαν είκοσι πέντε μαθητές, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, κάθε εβδομάδα θα δίναμε το λόγο περίπου στους μισούς ενώ οι υπόλοιποι θα συμμετείχαν την επόμενη εβδομάδα. Επειδή ωστόσο όλα τα παιδιά εξέφραζαν επίμονα την επιθυμία τους να αφηγηθούν ιστορία για κάθε  άταχτο στίχο που παρουσιάζαμε, αναγκαζόμαστε να περνάμε σε νέο κείμενο μόνον όταν ολοκληρώνονταν οι αφηγήσεις του συνόλου των μαθητών, παρατείνοντας χρονικά το πρόγραμμα και παραλείποντας τελικά ορισμένους από τους στίχους που είχαμε επιλέξει.

Ιδιαίτερη έμφαση οφείλουμε να προσδώσουμε επίσης στην υπευθυνότητα και τον ενθουσιασμό που εμφανίζουν τα νήπια κατά τη συμμετοχή τους στις διάφορες φάσεις της δραστηριότητας. Συγκεκριμένα ενδιαφέρονται έντονα για την ακριβή καταγραφή των κειμένων τους και συνηθίζουν να ζητούν από το δάσκαλο να τα επαναλάβει, προκειμένου να την διαπιστώσουν. Η δε ικανοποίησή τους εφόσον αντιλαμβάνονται ότι έχει αποδοθεί με σαφήνεια και πληρότητα η σκέψη τους, είναι έκδηλη. Ξεχωριστή μνεία θεωρούμε απαραίτητο να κάνουμε στις ενθουσιώδεις αντιδράσεις τους κατά την πρώτη παρουσίαση του θεατρικού κειμένου με τις ιστορίες τους αλλά και στο ζήλο τους στις πρόβες και στη σοβαρότητα και στη χαρά τους κατά τη διάρκεια της ανοιχτής παράστασης που έδωσαν, στοιχεία που εντυπωσίασαν ιδιαίτερα το κοινό.

Τα συμπεράσματα δεν αφορούν ασφαλώς μόνον στην ανάπτυξη της αφηγηματικής ικανότητας των νηπίων και στη συνειδητοποίηση από μέρους τους ότι ο γραπτός λόγος αναπαριστά τον προφορικό. Τα νήπια επίσης είναι πλέον σε θέση να αναγνωρίζουν τους διάφορους «άταχτους» στίχους, που κατά καιρούς παρουσιάστηκαν. Αφενός ορισμένοι μαθητές  εντοπίζουν συχνά τους συγκεκριμένους στίχους για τους οποίους δημιούργησαν ιστορίες όταν έχουν μπροστά τους ολόκληρο το ποίημα από το οποίο αυτοί προέρχονται. ΄Ολη σχεδόν δε η τάξη είναι σε θέση να ξεχωρίζει  τους διάφορους στίχους που έχουν παρουσιαστεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Για παράδειγμα στη γιορτή της 25ης Μαρτίου κάθε μαθητής θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε ομοιόμορφα πλακάτ αυτό που ανέγραφε τους στίχους τους οποίους θα απήγγειλε ο ίδιος. Από τις πρώτες πρόβες μάλιστα τα παιδιά αναγνώριζαν και τους στίχους που απήγγειλαν οι υπόλοιποι συμμαθητές τους. Αυτά τα δεδομένα θα μας επέτρεπαν να κάνουμε λόγο για πρόοδο στην ανάγνωση και  ανάπτυξη της έννοιας της γραφής.

Θα μπορούσαμε λοιπόν με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι οι παραπάνω διδακτικές επιλογές που αφενός διακρίνονται για τον παιγνιώδη χαρακτήρα τους και αφετέρου παρέχουν στα νήπια το κίνητρο της προσωπικής έκφρασης και επικοινωνίας, αποδεικνύονται ιδιαίτερα αποτελεσματικές για τη γλωσσική τους καλλιέργεια, ακριβέστερα,  για την αφηγηματική δεξιοτεχνία και τη δημιουργία υποδομής για την κατοπινή απόκτηση αναγνωστικών δεξιοτήτων, που αποδίδεται με τον όρο «αναδυόμενος γραμματισμός».

 

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Αποστολάκη, Γ. (1929). Το Δημοτικό Τραγούδι, Ι. Οι Συλλογές ( σσ. 134-273). Αθήνα.

Δαφέρμου Χ., Κουλούρη Π. και Μπασαγιάννη Ε.(2006). Οδηγός Νηπιαγωγού. Εκπαιδευτικοί σχεδιασμοί- Δημιουργικά περιβάλλοντα μάθησης. ΥΠΕΠΘ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.

Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών για το Νηπιαγωγείο (2002). ΥΠΕΠΘ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Ηλία, Ε. Α. (2006). Ο Φυσικός Κόσμος στους Στίχους των Δημοτικών μας Τραγουδιών. Λαμπηδόνα, 41, 13-20.

Iser, W. (1991). The Act of Reading. A theory of Aesthetic Response. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Iser, W. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Καλλέργης, H., E. (1995). Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα: Καστανιώτης.

Μαλεβίτσης, Χ. Το Δημοτικό Τραγούδι ως Περιεχόμενο της Συνειδήσεως του Νέου Ελληνισμού. Ευθύνη-Αναλόγιο β΄ .

Ματσαγγούρας , Η., Γ. (2001): Η Σχολική Τάξη, τόμ. Β΄ : Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του Γραπτού Λόγου. Αθήνα.

Μιχαήλ-Δέδε Μ. (1994). Το Αποτροπιαστικό Α-λογικό στο Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι. Ιωάννινα: Ηπειρωτική Εστία.

Μπενέκος, Α., Π. (1981). Ζαχαρίας Παπαντωνίου: ΄Ενας σταθμός στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα: Δίπτυχο.

Παπούλια-Τζελέπη Π., Φτερνιάτη Α., Θηβαίος Κ. (Επιμ.) Εισαγωγή στο  ΄Ερευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην Ελληνική Κοινωνία ( σσ. 13-19). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πολίτης, Λ. (1985) Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό ΄Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Τάφα, Ε. (2001). Ανάγνωση και γραφή στην προσχολική εκπαίδευση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Vitti, Μ. (1987). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Οδυσσέας.

Σημειώσεις

[1] Πρόκειται για το 4ο (μονοθέσιο έως και πέρσι που πραγματοποιήθηκε το πρόγραμμα) νηπιαγωγείο Ασπροπύργου, στη Δυτική Αττική, όπου διδάσκω από το 2001.

[2] Οι ενστάσεις που εκφράστηκαν σχετικά με την αυθεντικότητα των τραγουδιών που περιλαμβάνονται σε αυτήν τη συλλογή (βλ. Γ. Αποστολάκη (1929), σσ. 134-273), δεν μας απασχολούν, εφόσον δεν αφορούν στη γνησιότητα των διαφόρων μεμονωμένων στίχων όπου στεκόμαστε αλλά στη συνένωσή τους.

[3] Για τον καθοριστικό ρόλο των εικόνων στην ποίηση ειδικότερα για τα παιδιά-αναγνώστες, βλ. Καλλέργης, 1995: 22, 35 και Μπενέκος, 1981: 121-122.

[4] Το κείμενο παρουσιάζεται στα νήπια σε ακριβή απόδοση από το πρωτότυπο των εκδόσεων Ερευνητές, στη σειρά Εικονογραφημένη Κλασική Λογοτεχνία και όχι από ελεύθερη διασκευή (Εικονογράφηση: Αν Ρόμπι, μτφρ. Μαρίνα Τουλγαρίδου, 2005)

[5] Αναφέρομαι στα έντυπα με τους τίτλους Ταξίδια στον Ωκεανό της Φαντασίας με … μύθους και παραμύθια και Παιχνίδια με το Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερύ, τα οποία εκδόθηκαν από το Πνευματικό Κέντο του Δήμου Ασπροπύργου το 2005 και το 2006 αντίστοιχα.

[6] Η διαδικασία της επιλογής των κειμένων που παρουσιάζουμε, πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με αυτήν της οργάνωσης των ατομικών φακέλων των νηπίων (portfolios). Βλ. σχετικά, Οδηγός Νηπιαγωγού,  ό. π., σσ. 43-44.

Η  ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ  ΑΦΗΓΗΣΗ / ΓΡΑΦΗ  ΜΕ  ΕΡΕΘΙΣΜΑ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ. ΜΙΑ  ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣH (δημοσιευμένο άρθρο).  

 

Η  ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ  ΑΦΗΓΗΣΗ / ΓΡΑΦΗ  ΜΕ  ΕΡΕΘΙΣΜΑ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ.                                          ΜΙΑ  ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣH  

ΕΛΕΝΗ  Α.  ΗΛΙΑ

 

Εισήγηση σε ημερίδα της Ελληνικής Εταιρείας Γλώσσας και Γραμματισμού, που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Αθηνών, στις 11 Μαρτίου 2006.

Έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Διαδρομές, τχ. 82, Καλοκαίρι 2006, σσ. 20-25.

Το άρθρο έχει περιληφθεί στο Δελτίο Εκπαιδευτικής Αρθρογραφίας 27-28, του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, στη σελ. 58, Ενότητα 6.1 Γλώσσα.

Η συστηματική ενασχόληση των μαθητών με τη δημιουργική αφήγηση και γραφή στοχεύει στην ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης τους, στην καλλιέργεια της αφηγηματικής ικανότητας και γενικότερα της λεκτικής έκφρασής τους, στη συνειδητοποίηση αρχών και χαρακτηριστικών που διέπουν τα αφηγηματικά κείμενα[1] κ.ο.κ.  Τα λογοτεχνικά έργα συνιστούν το προσφορότερο ερέθισμα για τη δημιουργία αφηγηματικών κειμένων από τα παιδιά. Συγκεκριμένα, στη λογοτεχνική αφηγηματογραφία  παρέχονται εμπειρίες στον  αναγνώστη, καθώς εμπλέκεται στα δρώμενα[2], ταυτιζόμενος  με τους λογοτεχνικούς ήρωες[3]. Τα δε ποιήματα εξάπτουν την αναγνωστική φαντασία με την εικονοπλαστική τους δύναμη[4]. Η εκπαιδευτική διαδικασία που αποσκοπεί στην παραγωγή αφηγηματικών κειμένων με επίκεντρο κάποιο λογοτέχνημα μπορεί μάλιστα για τα μικρότερα παιδιά να προσλαμβάνει παιγνιώδη χαρακτήρα[5], με τη χρησιμοποίηση εμψυχωτικών δραστηριοτήτων, αντίστοιχων με την πολυσημική[6] και υποδηλωτική[7] φύση της λογοτεχνίας, ώστε να εξασφαλίζεται η καθολική συμμετοχή τους.

Αυτό που εδώ διερευνάται[8],  είναι η εξέλιξη των  αφηγηματικών τάσεων   παιδιών  τα οποία  συμμετείχαν ως νήπια σε τέτοιου είδους εμψυχωτικά προγράμματα δημιουργικής αφήγησης, όταν πλέον βρίσκονται στην Α΄,  τη Β΄ ή  την Γ΄  τάξη του Δημοτικού. Επικεντρωνόμαστε  ειδικότερα στις επιλογές α) της δημιουργικής  μίμησης,   β) της τροποποίησης  ή  γ) της ανατροπής του λογοτεχνικού προτύπου[9], που εμφανίζουν χρόνο με το χρόνο. Επιπλέον, τα κείμενά τους  συσχετίζονται με αυτά συνομηλίκων τους, χωρίς προηγούμενη συστηματική ενασχόληση με τη δημιουργική αναδιήγηση.

Σε ανάλογες εξελικτικές έρευνες σε μαθητές, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί σε άλλες χώρες, τίθεται ως γενικός στόχος η ανακάλυψη των διαφοροποιούμενων εκπαιδευτικών αναγκών τους, ώστε οι δάσκαλοι να γίνονται αποτελεσματικότεροι στο έργο τους. Εξετάζονται  αφηγήσεις  παιδιών διαφορετικών ηλικιών αναφορικά με ποικίλες παραμέτρους και διατυπώνονται αντίστοιχα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, διαπιστώνεται ότι τα  μικρά παιδιά επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στη δράση των προσώπων ενώ τα μεγαλύτερα δίνουν έμφαση στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες, που κατευθύνουν τα  πρόσωπα  στις όποιες πράξεις τους [10].

Προκειμένου να διαπιστώσουμε τα χαρακτηριστικά της αναδιήγησης γνωστών λογοτεχνικών ιστοριών από τα τετράχρονα και πεντάχρονα νήπια που συμμετείχαν στα εν λόγω προγράμματα, παραθέτουμε  αφηγήσεις  τους  αναφορικά με  παραμύθια και μύθους τα οποία αναγνώστηκαν στην τάξη κατά τα διδακτικά έτη 2002-2003 και  2004-2005. Τα συγκεκριμένα παιδικά  κείμενα έχουν ενταχθεί σε δύο θεατρικά έργα, που παρουσίασαν οι ίδιοι οι μαθητές. Τα έργα αυτά περιλαμβάνονται σε  σχετικό έντυπο με τον τίτλο «Ταξίδια στον Ωκεανό της Φαντασίας με… μύθους και παραμύθια»[11]. Ο Ενιάρντο, αναφερόμενος στην παρουσία του Οδυσσέα  στον τόπο του Κύκλωπα Πολύφημου[12], αφηγήθηκε τα εξής :

Κάποτε ο Οδυσσέας ήρθε στο νησί μου. ΄Ηθελε να κλέψει τα πρόβατά μου

            Και τσακωθήκαμε. Τον κυνήγησα μέχρι τη θάλασσα. ΄Εριξα μια πέτρα, για

            να χτυπήσω το καράβι του. ΄Όμως δεν τα κατάφερα. ΄Ετσι κολύμπησα

           και τον πρόφτασα. ΄Εσπασα το καράβι του με τις γροθιές μου,

           αλλά βοήθησα τον Οδυσσέα να σωθεί. ΄Όταν ξεθύμωσα μαζί του,

           τον πήγα στην Ιθάκη με δικό μου καράβι. Μέχρι να φτάσουμε εκεί,

           γίναμε πολύ φίλοι. ΄Ετσι θα μείνω κοντά του για πάντα (Ταξίδια στον Ωκεανό της Φαντασίας…, ό.π.,  σ. 18).

Συνεχίζουμε με την  αφήγηση για την  «Κοκκινοσκουφίτσα»[13] , από τα νήπια  Αγάθη, Μαρία Π., Μαρία Λ. και Βαγγέλη :

Ένα  ανοιξιάτικο πρωινό είχα βγει με τη μαμά και τη γιαγιά

            στο δάσος, για να μαζέψουμε πεταλούδες. Κάποιος τότε μπήκε

            στο σπίτι μας κι έκλεψε όλα μας τα χρήματα. Πήγε και στο σπίτι

            της γιαγιάς κι έκλεψε αι τα δικά της χρήματα. Ο μπαμπάς

            πιστεύει ότι το έκανε ο λύκος. Κάποια μέρα πήγαινα μόνη μου

            στο σπίτι της γιαγιάς. Συνάντησα το λύκο για πρώτη φορά. Με

            κυνήγησε και μ’ έριξε στη λίμνη. Γύρισα βρεγμένη στους γονείς

            μου. Ο μπαμπάς μου θύμωσε πολύ και πήγε να βρει το λύκο. Τον

           βρήκε στο σπίτι της γιαγιάς. Είχε κλειδώσει τη γιαγιά στη ντουλά-

          πα και είχε κοιμηθεί αυτός στο κρεβάτι της. Ο μπαμπάς άνοιξε την

          κοιλιά του λύκου κι έβαλε μέσα μια κοτρόνα.  ΄Υστερα πήρε τη γιαγιά

          κι έφυγαν. Τώρα που η γιαγιά μου είναι άρρωστη, εγώ πηγαίνω κάθε

          μέρα και τη βλέπω χωρίς να φοβάμαι μήπως συναντηθώ με το λύκο.

         Ο μπαμπάς μου εξήγησε ότι ο λύκος έγινε πολύ βαρύς με την  πέτρα

         στην κοιλιά  κι όταν πήγε να πιει νερό βούλιαξε μες στη λίμνη. ΄Όμως

         εγώ πιστεύω ότι  λύκος είναι καλά. Δεν μας ενόχλησε πάλι, γιατί στο

         δάσος άνοιξε ένα εστιατόριο ια λύκους. Εκεί πηγαίνει και

        τρώει, χωρίς να πληρώνει. ΄Ετσι δεν χρειάζεται να κλέβει πια ( ό.π., σ. 17).

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα νήπια συνηθίζουν να ανατρέπουν ή έστω να τροποποιούν σημαντικά το λογοτεχνικό πρότυπο και μάλιστα κατά τρόπο που οι βίαιες σκηνές να μετριάζονται  ή να εκλείπουν και το τέλος να είναι αίσιο για το σύνολο των αφηγηματικών χαρακτήρων.

 

Οι μαθητές των τριών πρώτων τάξεων του γειτονικού Δημοτικού κλήθηκαν με σημειώματα προς τους γονείς τους να συμμετέχουν προαιρετικά στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του Μάη του 2005, εκτός του διδακτικού ωραρίου τους, στο χώρο του Νηπιαγωγείου από το οποίο είχαν αποφοιτήσει. Ανταποκρίθηκαν στο σύνολό τους. Επιπλέον,  για την έρευνα  απευθυνθήκαμε και στους μαθητές ενός τμήματος Γ΄  τάξης άλλου Δημοτικού σχολείου, προκειμένου να ελεγχθεί κατά πόσο η προηγούμενη σχετική εμπειρία επιδρά στο όποιο αποτέλεσμα. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση φιλοξενηθήκαμε στην τάξη των παιδιών κατά τη διάρκεια του ημερήσιου προγράμματος.

΄Ολοι οι μαθητές του Δημοτικού άκουσαν από το ίδιο  πρόσωπο την ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου με τίτλο «Το τελευταίο χρυσό αυγό του κόσμου» του Χρήστου Μπουλώτη[14]. Στη συνέχεια τους προτείναμε να αναδιηγηθούν  γραπτά ή προφορικά την ιστορία , χωρίς κανέναν περιορισμό. Τονίσαμε πως είχαν τη δυνατότητα να παρέμβουν τόσο στα χαρακτηριστικά των προσώπων και στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και στη δράση τους, ώστε να διαμορφώσουν την εξέλιξη της υπόθεσης, όπως εκείνοι επιθυμούσαν. Μικρό ποσοστό των μαθητών της δευτέρας τάξης και περισσότεροι από τους μισούς  μαθητές της πρώτης προτίμησαν ωστόσο είτε από την αρχή της διαδικασίας είτε από ένα σημείο του κειμένου τους και έπειτα, να αφηγηθούν προφορικά  την εκδοχή τους, η οποία σε όλες τις περιπτώσεις καταγράφηκε από το ίδιο πρόσωπο.

Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε περιληπτικά το κείμενο του Μπουλώτη, για να αξιολογηθούν πληρέστερα οι διαφοροποιήσεις του λογοτεχνικού προτύπου από τους μαθητές. ΄Ένα κοριτσάκι ακούει από τη γιαγιά του την ιστορία της λίμνης Μακαντούα με τις πάπιες της, οι οποίες αφανίζονται εξαιτίας της απληστίας  των ανθρώπων. Συγκεκριμένα, όταν οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τον τρόπο που οι πάπιες αυτές μπορούν να γεννούν χρυσά αυγά, κάνουν κατάχρηση στην εφαρμογή του, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι αμέσως μετά οι πάπιες πεθαίνουν. Η μοναδική πάπια που έχει ίσως επιβιώσει, κρύβεται, για να μην έχει την τύχη των υπολοίπων. Το μικρό κορίτσι δεν άργησε να διαπιστώσει την ύπαρξή της, όταν η πάπια εμφανίστηκε μπροστά του. ΄Εζησαν μαζί ευτυχισμένες έως τη στιγμή που η πάπια προκάλεσε η ίδια το θάνατό της, για να προσφέρει στο κοριτσάκι το χρυσό αυγό της. ΄Όμως το δώρο της δημιούργησε πολλά προβλήματα στην ηρωίδα, καθώς βρέθηκαν πολλοί ισχυροί να το διεκδικήσουν, οπότε εκείνη το μετέφερε κρυφά μέσα στη νύχτα  και το έριξε στη λίμνη του χωριού της, για να ησυχάσει. ΄Υστερα από αυτό, η πάπια που πλέον δεν διέφερε σε τίποτα από τις κοινές που όλοι γνωρίζουμε, επέστρεψε κοντά στο κορίτσι, αναγνωρίζοντας την αγάπη του για αυτήν.

Τα παιδιά της πρώτης τάξης επέλεξαν σε αναλογία δύο προς τρία να τροποποιήσουν ριζικά την παραπάνω ιστορία. Αξιοσημείωτο θεωρούμε ότι στον αριθμό αυτό περιλαμβάνεται το σύνολο των αγοριών. Ας σταθούμε στη σχετική αφήγηση του Σταμάτη, σύμφωνα με  την οποία το κοριτσάκι είχε μια πάπια, που  γέννησε το μοναδικό χρυσό αυγό του κόσμου. Όταν το κατάλαβαν αυτό οι κακοί, σκότωσαν το κοριτσάκι, για να αποκτήσουν το χρυσάφι,  κι έκλεισαν την πάπια σε κλουβί.

Οι μαθητές της δευτέρας τάξης που επιλέγουν να  τροποποιήσουν το λογοτεχνικό πρότυπο,

ανέρχονται  στα 4/5 του συνόλου (ποσοστό ογδόντα τοις εκατό). Οι τροποποιήσεις ωστόσο που επιφέρουν, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ηπιότερες από αυτές των μαθητών της πρώτης κι επιπλέον σχετικότερες μεταξύ τους. Σε όλες τους, δε, παραμένει ή και ενισχύεται το αίσιο τέλος του προτύπου. Παραθέτουμε ενδεικτικά αυτούσιο το κείμενο της Μαρίας Π., στο οποίο έχει δώσει τον τίτλο «Η λίμνη Μακαντούα» :

      Μ ια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν

                                Μαρία. Το κοριτσάκι ήταν πολύ όμορφο κι έξυπνο. Κοντά

                                στο σπίτι της ήταν η λίμνη Μακαντούα που είχε τρεις πάπιες.

                                Η γιαγιά  τής έλεγε ότι κάθε πάπια γένναγε τρία χρυσά

                                αυγά. Όμως το κοριτσάκι δεν το πίστευε, νόμιζε ότι ήταν

                                παραμύθι. Μόλις οι πάπιες γέννησαν τα χρυσά αυγά, το

                                κοριτσάκι τα τύλιξε στην αγαπημένη της ζακετούλα και

                                τα πήρε στο σπίτι της. Κάποτε φτάσανε οι άνθρωποι και

                                σε αυτήν τη λίμνη,  αλλά δεν βρήκαν τίποτα να πάρουν.

 

Για την Τρίτη δημοτικού, το ποσοστό των παιδιών που επιλέγουν να τροποποιήσουν το λογοτεχνικό πρότυπο, καταρχάς στο τμήμα όπου ως νήπια είχαν αποκτήσει την εμπειρία της δημιουργικής αναδιήγησης, ανέρχεται σε ποσοστό  εξήντα τοις εκατό. Στο δε τμήμα με το οποίο δεν είχαμε προηγούμενη διδακτική επαφή, το ποσοστό φτάνει το δεκαπέντε τοις εκατό. Πέρα από αυτή την ποσοτική διαφορά, δεν εντοπίζουμε άλλες, ποιοτικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις προτιμήσεις των δύο ομάδων. Παρατηρούμε δηλαδή σε κάθε περίπτωση ότι, αν και η έκταση όλων των παιδικών κειμένων αυξάνεται  πλέον θεαματικά (κυμαίνεται από μιάμισι έως δυόμισι σελίδες τετραδίου),  τροποποιήσεις επιχειρούνται αποκλειστικά και μόνο στην τελευταία  πρόταση ή έστω  στην τελευταία παράγραφο.  Μια δεύτερη επισήμανση αφορά στη σύγκλιση που εμφανίζουν οι προσωπικές αφηγηματικές εκδοχές διαφορετικών μαθητών, ακόμη και ως προς τα λιγοστά  στοιχεία τους κατά τα οποία διαφοροποιούνται από   το λογοτεχνικό πρότυπο ,  οπότε  στο σύνολό τους καθίστανται αρκετά προβλέψιμες.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα : Τέσσερα παιδιά από τα δύο τμήματα αναφέρουν σχετικά με την επιστροφή της πάπιας, πως δεν πρόκειται για την ίδια που έχει πεθάνει, αλλά για μια νέα, η οποία βγήκε  από το χρυσό αυγό που το κορίτσι έριξε στη λίμνη. Σε αυτήν την άλλη πάπια προσδίδονται απλώς κάποτε επιπλέον, παρεμφερείς ιδιότητες. Συγκεκριμένα χαρακτηρίζεται «αθάνατη» ή «αιώνια». Σύμφωνα πάλι με την ακόλουθη εκδοχή, η αγάπη του κοριτσιού για την τελευταία πάπια δεν επανάφερε στη ζωή μόνον την ίδια αλλά και όλες τις υπόλοιπες του είδους, που είχαν χαθεί πολύ παλαιότερα. Αξίζει να ολοκληρώσουμε την αναφορά μας στην τελευταία ηλικιακή ομάδα παιδιών, με την αφήγηση  της Ιφιγένειας, που είναι η πλέον διαφοροποιημένη, καθώς μάλιστα αυτή προέρχεται από το τμήμα που δεν είχαν ασχοληθεί στο παρελθόν με εμψυχωτές διαδικασίες με στόχο τη δημιουργική αναδιήγηση. Στο κείμενο της μαθήτριας διαβάζουμε λοιπόν ότι  η μικρή ηρωίδα , επιστρέφοντας από τη λίμνη όπου είχε πετάξει το χρυσό αυγό, προβληματιζόταν πώς θα  δικαιολογούσε στο βασιλιά  αυτήν την απώλεια. ΄Όμως όταν έφτασε σπίτι της,  ξαφνιάστηκε επειδή η αγαπημένη της πάπια βρισκόταν ήδη εκεί. Η αιτία  που επέστρεψε κοντά στο κορίτσι ήταν, όπως αναγραφόταν στο βιβλίο με τις προφητείες, ότι όποιος αγαπούσε την τελευταία πάπια περισσότερο από το χρυσό αυγό της, θα εκπληρωνόταν κάθε επιθυμία του.

 

Ανακεφαλαιώνοντας τα συμπεράσματα που προέκυψαν τονίζουμε ότι η ριζική αναδιάρθρωση της αφηγηματικής υπόθεσης που χαρακτηρίζει  τα κείμενα των νηπίων, αποτελεί σπανιότερο φαινόμενο σε αυτά των μαθητών της πρώτης Δημοτικού. Τα παιδιά που φοιτούν στη δευτέρα τάξη, παρεμβαίνουν πιο περιορισμένα στο λογοτεχνικό πρότυπο ενώ οι διαφοροποιήσεις σε αυτό στις οποίες προβαίνουν οι μαθητές της τρίτης , είναι σημαντικά μειωμένης βαρύτητας  και έκτασης κι επιπλέον συχνά κοινές μεταξύ τους. ΄Οσο για την ήδη υπάρχουσα εμπειρία των παιδιών  στη δημιουργική αναδιήγηση , συνδέεται μεν με την προθυμία τους να  τροποποιούν  τις  γνωστές λογοτεχνικές ιστορίες, όχι όμως και με το περιεχόμενο των τροποποιήσεών τους.

Σημειώσεις

[1] Ηλία Γ. Ματσαγγούρα, Η Σχολική Τάξη, τ. Β΄ : Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του Γραπτού Λόγου, Αθήνα 2001, σ. 96.

[2] Wolfgang Iser, The Implied Reader, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1990,  σελ. 38-39, 104, 233, 281.

[3] Wayne C. Booth, The Rhetoric of Fiction, Penguin Books, Middlesex, 1987, σελ. 278-281, 378.

[4] Α. Μπενέκος, Ζαχαρίας Παπαντωνίου: ΄Ενας σταθμός στην Παιδική Λογοτεχνία, Δίπτυχο, 1981, σελ. 121-122 και Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης, Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σελ. 22-35.

[5] Για τη σχέση του παιχνιδιού με την παιδική ηλικία και τις ιδιότητές του βλ. Γ. Χουιζίνγκα , Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, μτφρ. Σ. Ροζάνης- Γ. Λυκιαρδόπουλος, Γνώση 1989, σελ. 20-28.

[6] Μ. Riffaterre, «Η εξήγηση των λογοτεχνικών φαινομένων», Συνέδριο του Σεριζί: Η διδασκαλία της Λογοτεχνίας, μτφρ. Ι. Ν. Βασιλαράκης, Επικαιρότητα, σ.145 – Roland Barthes, «Σκέψεις πάνω σ’ ένα εγχειρίδιο», ό.π., σελ. 82 – J. Alter, «Προς τι η διδασκαλία της λογοτεχνίας», ό. π., σελ. 72.

[7] W. Iser, The Act of Reading. A theory of Aesthetic Response, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1991, σελ. 21, 151.

[8] Στην  ιδέα για  τη συγκεκριμένη  διερεύνηση οδηγηθήκαμε  με τον  Ηλία Ματσαγγούρα όταν ετοιμάζαμε την κοινή εισήγησή μας  με τίτλο «Από το Παιχνίδι στο Λόγο. Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες», που παρουσιάστηκε στο συνέδριο με θέμα «Ανάγνωση και Γραπτή Έκφραση στην πρώτη παιδική ηλικία», της  Ελληνικής Εταιρείας  Γλώσσας και Γραμματισμού, που πραγματοποιήθηκε  στην Πάτρα τον Ιούλιο του 2004.

[9] Ηλία Γ. Ματσαγγούρα, ό.π., σελ. 215, 220-222.

[10] Τα συγκεκριμένα στοιχεία προέκυψαν από έρευνα που πραγματοποίησε πρόσφατα η Anne Mckeough.

[11]Το έντυπο αυτό εκδόθηκε από το Πνευματικό Κέντρο Ασπροπύργου και διανεμήθηκε σε  μαθητές και εκπαιδευτικούς της περιοχής. Κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι με την έκδοσή του επιδιώκεται τόσο η αξιοποίηση και ανάδειξη του παιδικού δημιουργικού λόγου όσο και η  διαμόρφωση μιας γενικότερης θεώρησης του λογοτεχνικού φαινομένου ως παιχνιδιού φαντασίας και μέσου έκφρασης της προσωπικότητας των εμπλεκομένων σε αυτό, ώστε να διευρυνθεί η χρήση του στην καθημερινή διδακτική πράξη, να τονωθεί  η διάθεση της μαθητικής και της εκπαιδευτικής κοινότητας  για συμμετοχή σε σχετικές δραστηριότητες (βλ. σχετικά την Εισαγωγή μου, σσ. 7-10).

[12] Το συγκεκριμένο επεισόδιο της Οδύσσειας παρουσιάστηκε στα νήπια από το  βιβλίο με τίτλο «Ο Κύκλωπας Πολύφημος», των εκδόσεων Κέδρος.

[13] Το παραμύθι παρουσιάστηκε στην εκδοχή του Περό, από τις εκδόσεις Κέδρος.

[14]Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το 1999 με εικονογράφηση του Νικόλα Ανδρικόπουλου.

ΜΑΘΗΤΕΣ  ΚΑΙ  ΔΑΣΚΑΛΟΙ  ΑΠΟ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ  ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΗ  ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ   ΑΝΑΔΙΗΓΗΣΗ (δημοσιευμένο άρθρο)

ΜΑΘΗΤΕΣ  ΚΑΙ  ΔΑΣΚΑΛΟΙ  ΑΠΟ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ  ΑΝΑΓΝΩΣΗ                                              ΣΤΗ  ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ   ΑΝΑΔΙΗΓΗΣΗ

 ΕΛΕΝΗ   Α.  ΗΛΙΑ

Δημοσιευμένο στο Περιοδικό Διαδρομές, τχ. 85, Άνοιξη 2007, σσ. 20-26. 

Το άρθρο έχει περιληφθεί στο Δελτίο Εκπαιδευτικής Αρθρογραφίας 30 του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, στη σελ. 44, Ενότητα 6.2 Ανθρωπιστικές επιστήμες.                                                                           

            Ο ρόλος του αναγνώστη στα λογοτεχνικά κείμενα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα δημιουργικός, αφού εκτός από τα αφηγηματικά στοιχεία τα οποία αναφέρονται άμεσα, υπάρχουν και αρκετά, συνήθως εξαιρετικά σημαντικά, που υποδηλώνονται, και εναπόκειται σε κείνον να τα εννοήσει[1]. Το γεγονός ότι η φύση της λογοτεχνίας προϋποθέτει την καθοριστική συμβολή του προσωπικού στοιχείου, εξαρτάται δηλαδή  από την  αναγνωστική επάρκεια και συνδέεται με τις ατομικές εμπειρίες των διαφόρων αναγνωστών[2], οφείλουμε να το αναδεικνύουμε και να το αξιοποιούμε κατά τη λογοτεχνική διδασκαλία[3]. Συγκεκριμένα, δίνοντας στους μαθητές την ευκαιρία να εκφράζουν την ανταπόκρισή τους, να διαμορφώνουν την υπόθεση του έργου σύμφωνα  με τις επιθυμίες τους, να προσαρμόζουν τα χαρακτηριστικά και τη δράση των ηρώων στα δικά τους μέτρα, δεδομένα και προσδοκίες, μεγιστοποιούμε τη θετική παιδαγωγική επίδραση του λογοτεχνικού φαινομένου[4]. Η αυτογνωσία, η αισθητική καλλιέργεια, η ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης και η δια βίου φιλαναγνωστική στάση είναι μερικά μόνο από τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα  αυτής της διδακτικής επιλογής.

            Εδώ, προκειμένου να καταδειχθούν τα παραπάνω, θα αναφερθούμε στη διδασκαλία σε νήπια του έργου  του Εξυπερύ «Ο Μικρός Πρίγκιπας», η οποία ολοκληρώθηκε  στη διάρκεια μιας σχολικής χρονιάς. Μετά την ανάγνωση  ανά κεφάλαιο από το δάσκαλο, χρησιμοποιούσαμε κάποια διαφορετική εμψυχωτική δραστηριότητα,  προκειμένου οι μαθητές να εκφράσουν την ανταπόκρισή τους, υποδυόμενοι συνήθως ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό ρόλο. Η δραματοποίηση συνίσταται στη μεταμφίεσή τους  σε κάποιο από τα λογοτεχνικά πρόσωπα, με την επιλογή είτε του χαρακτηριστικού για το πρόσωπο αυτό αντικειμένου είτε της θέσης που αντιστοιχεί σε αυτό, στον κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο.

            Στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο αφενός να υπενθυμίσουμε επιγραμματικά την  υπόθεση του πολυδιαβασμένου και εξαιρετικά αγαπητού αυτού έργου και αφετέρου να επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε την αιτία της διαχρονικότητάς του. Σύμφωνα λοιπόν με την αφηγηματική υπόθεση, ένας πιλότος  αναγκάζεται να προσγειωθεί στην αφρικανική έρημο, όπου προσπαθεί μόνος να επιδιορθώσει  βλάβη στο πολεμικό αεροπλάνο του. Εκεί τον πλησιάζει ένα μικροσκοπικό ανθρωπόμορφο πλάσμα, που του ζητά να  ζωγραφίσει κάτι. Ο πιλότος, ολοκληρώνοντας τα σκίτσα του, διαπιστώνει κατάπληκτος ότι το εν λόγω πλάσμα τα κατανοεί πλήρως, σε αντίθεση με όλους τους άλλους ανθρώπους. Σταδιακά ανακαλύπτει ότι το ανθρωπάκι, που ο ίδιος το ονομάζει Μικρό Πρίγκιπα, έρχεται από άλλον πλανήτη ύστερα από μακρινό ταξίδι. Εκτός από τις ταξιδιωτικές εμπειρίες του, ο παράξενος φίλος του  πληροφορεί τον πιλότο για τη ζωή στο μικρό του πλανήτη και κυρίως για τη σχέση του με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, για χάρη του οποίου θα επιστρέψει στον τόπο του με πολύ οδυνηρό τρόπο.

Πρόκειται για έργο που λειτουργεί για κάθε αναγνώστη του όπως η έρημος για τον πιλότο, το βασικό ήρωα και  αφηγητή του. Ο πιλότος, δηλαδή,   παραμένοντας μόνος στη Σαχάρα,  ανακαλύπτει τον πραγματικό εαυτό του, την ξεχασμένη παιδικότητά του, της οποίας απεικόνιση συνιστά  ο Μικρός  Πρίγκιπας. Τα χαρακτηριστικά του Μικρού Πρίγκιπα, η φαντασία, η ευαισθησία, η αισιοδοξία και η διάθεση για απόλαυση, αντιπαρατίθενται σε αυτά των ενηλίκων προσώπων του έργου, του βασιλιά, του ματαιόδοξου, του επιχειρηματία και των υπόλοιπων ηρώων, κατοίκων των διαφόρων πλανητών που ο μικρός  συναντά στο ταξίδι του στο σύμπαν. Οι ήρωες αυτοί ενσαρκώνουν το πάθος για δύναμη, δόξα, χρήμα, εξουσία ή την παραίτηση από τον αγώνα της ζωής και την αδυναμία προσαρμογής στις εξελίξεις. Με τον παραλογισμό, την αντιφατικότητα, την αφέλεια που εμφανίζουν, αγγίζουν τη γελοιότητα. Κατά την ανάγνωση του έργου, υποβάλλονται στον αναγνώστη τα αδιέξοδα, η τραγικότητα, η μοναξιά που επικρατούν στον «πολιτισμένο» κόσμου[5],  με συνέπεια, ανεξάρτητα από τη φυσική ηλικία του, να  ανακτά  συνειδητά την παιδικότητά του.

Περνώντας τώρα στην αναδιήγηση των αφηγηματικών επεισοδίων από τα νήπια[6], θα σταθούμε ενδεικτικά αρχικά στο έβδομο κεφάλαιο, όπου ο Μικρός Πρίγκιπας  επιθυμεί να κουβεντιάσει με τον πιλότο για το τριαντάφυλλό του. Όμως ο άντρας,  αγχωμένος που το πόσιμο νερό λιγοστεύει δραματικά ενώ η βλάβη στο αεροπλάνο του δεν αποκαθίσταται παρά τις προσπάθειές του, απαντά απότομα στο αγόρι, το οποίο πληγώνεται και ξεσπά σε κλάματα. Τότε ο πιλότος μετανιωμένος, εγκαταλείπει τη δουλειά του, για να το παρηγορήσει. Προκειμένου οι μαθητές να εκφράσουν την αναγνωστική εμπειρία τους από το συγκεκριμένο κεφάλαιο, παίρνοντας αφορμή από τη φράση του  «Είναι τόσο μυστήρια η χώρα των δακρύων!», τους προτείνουμε να  εξερευνήσουν τη χώρα αυτή. Αφού την διαμορφώσουμε σκορπώντας σε κάποιο σημείο της σχολικής αίθουσας κομμάτια από λευκό και γκρι χαρτόνι σε σχήμα σταγόνων κι ανάμεσά τους αφήνουμε ένα κασκόλ, που δηλώνει την παρουσία του Μικρού Πρίγκιπα εκεί, τα νήπια μπαίνουν διαδοχικά στο συγκεκριμένο χώρο κι όταν ολοκληρώνουν την εξερεύνησή τους, αναφέρονται στις εντυπώσεις τους. Η Ελένη Κώνστα αφηγείται: «Είδα τα δάκρυα του Μικρού Πρίγκιπα και του Αϊ-Βασίλη. Ο Μικρός Πρίγκιπας έκλαιγε, γιατί δεν έβρισκε την κότα του κι ο Αϊ-Βασίλης γιατί ο Μικρός Πρίγκιπας που μένει μαζί του, έλειπε από το σπίτι. Είχε πάει να ψάξει για την κότα του. Συναντιούνται οι δυο τους στη χώρα των δακρύων κι έτσι σταματάνε τα κλάματα. Την Κυριακή θα πάνε στο παζάρι ν’ αγοράσουν άλλη κότα για το Μικρό Πρίγκιπα κι έναν κόκορα για να ξυπνάει τον ΄Αγιο Βασίλη».

Από την περιπλάνηση του Μικρού Πρίγκιπα στους διάφορους πλανήτες, αναφερόμαστε εδώ στην επίσκεψή του στον πλανήτη του επιχειρηματία, η οποία περιγράφεται στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου. Ο μικρός ήρωας συναντά εκεί έναν άντρα που ακατάπαυστα υπολογίζει το πλήθος των αστεριών, καθώς τα θεωρεί ιδιοκτησία του. Τα νήπια καλούνται να αναδιηγηθούν το κεφάλαιο, επιλέγοντας μέσα από την ακόλουθη διαδικασία να μεταμορφωθούν σε επιχειρηματία ή σε Μικρό Πρίγκιπα. Σε  στεφάνι του χουλα-χουπ, έχουμε τοποθετήσει μια αριθμομηχανή (παιχνίδι από τον Ο.Σ.Κ.) και το γνωστό κασκόλ. Κάθε παιδί  το οποίο αγγίζει  το μαγικό ραβδί, μπαίνει στο στεφάνι, που χρησιμοποιείται ως πλανήτης, και  επιλέγει  το αντικείμενο που αντιστοιχεί στο πρόσωπο της προτίμησής του. Ας παρακολουθήσουμε τη σχετική αφήγηση του Εμιλγιάνο Ντοντόβετσι: «Είμαι ο Μικρός Πρίγκιπας και μετράω τ’ αστέρια, για να πω στο Θεό πόσα είναι, επειδή εκείνος νομίζω  πως θα βαριέται να τα μετρήσει. Όταν είναι μέρα και δεν φαίνονται τ’ αστέρια, μετράω τον ουρανό, για να πω στους ανθρώπους πόσο μεγάλος είναι. ΄Ολοι θέλουν να ξέρουν, αλλά δεν τον μετράνε μόνοι τους, για να μην τους πιάσει ο Θεός. Εμένα όμως ο Θεός είναι φίλος μου, γιατί του μετράω τ’ αστέρια».

Στο εικοστό έκτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Μικρός Πρίγκιπας που είναι αποφασισμένος να επιστρέψει στον πλανήτη του για χάρη του λουλουδιού του, προσπαθεί να παρηγορήσει τον πιλότο για τον αποχωρισμό τους. Ο πιλότος στη συνέχεια παρακολουθεί  το μικρό του φίλο να πεθαίνει από το δάγκωμα  δηλητηριώδους φιδιού. Στο χώρο που έχουμε διαμορφώσει ως έρημο, αφήνουμε το κασκόλ και ζητάμε από τα νήπια, που στο σύνολό τους στην περίπτωση αυτή υποδύονται τον πιλότο, να παρουσιάσουν την προσωπική αφηγηματική εκδοχή τους για το συγκεκριμένο περιστατικό. Η Χριστίνα-Σάμια Ρίμα αναφέρει λοιπόν τα εξής: «Ο Μικρός Πρίγκιπας είναι ξαπλωμένος στην έρημο και κοιμάται, γιατί είναι κουρασμένος. Περπατήσαμε πολύ, επειδή θέλαμε να φύγουμε από κει. Δεν άρεσε καθόλου στο Μικρό Πρίγκιπα, αφού η άμμος του λέρωνε τα ρούχα».

Στο σημείο αυτό, ακριβώς για να τονίσουμε  τον καθοριστικό ρόλο των εκπαιδευτικών στην επιτυχή έκβαση  εμψυχωτικών προγραμμάτων που αφορούν στη λογοτεχνία, θα συνεχίσουμε με   τη συμμετοχή των ίδιων σε αντίστοιχες δραστηριότητες, η οποία πραγματοποιήθηκε με στόχο την εξοικείωσή τους, προκειμένου να τις εφαρμόζουν  στη σχολική τάξη[7]. Το πρόγραμμα που παρακολούθησαν, αρχικά  περιλάμβανε αναφορά στα  μοντέλα  της μίμησης , της τροποποίησης και της ανατροπής[8], τα οποία χρησιμοποιούνται σε σχέση με κάποιο λογοτεχνικό πρότυπο. ΄Επειτα προχωρήσαμε σε αναλυτική περιγραφή της μεθόδευσης που χρησιμοποιήσαμε κατά το διάστημα εφαρμογής των σχετικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Νηπιαγωγείο και παραθέσαμε ενδεικτικά κείμενα νηπίων, ώστε οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα τους.  Τέλος, τους προτείναμε  να συμμετέχουν προαιρετικά σε  εργαστήριο δημιουργικής γραφής,  με ερέθισμα  σύντομα λογοτεχνικά έργα, ώστε να βιώσουν προσωπικά την ανάλογη εμπειρία. Τα κείμενα των εκπαιδευτικών, θα παραδίνονταν είτε με ψευδώνυμο είτε κανονικά  υπογεγραμμένα, κατά την προσωπική τους προτίμηση, προκειμένου να αναγνωστούν στο σύνολο των παρισταμένων συναδέλφων τους.

Αναφορικά με τους νηπιαγωγούς, αναζητήσαμε τα χαρακτηριστικά  της δικής τους δημιουργικής αφήγησης που εκτυλίσσεται με επίκεντρο  δεδομένα λογοτεχνικά κείμενα, στο πλαίσιο  εκπαιδευτικής ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στο Αιγάλεω. Το πρώτο στοιχείο που αξίζει να καταγραφεί ήταν το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό συμμετοχής τους στο εργαστήριο (πλησίασε  στο τεσσεράμισι τοις εκατό), μολονότι είχαν παρακολουθήσει με πολλή προσοχή την εισήγηση που προηγήθηκε. Οφείλουμε βέβαια να διευκρινίσουμε σχετικά με τις συνθήκες στις οποίες το πραγματοποιήσαμε, ότι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι διακόσιοι σαράντα νηπιαγωγοί από έξι γραφεία εκπαίδευσης της Αττικής, σε ένα μεγάλο αμφιθέατρο. Η δεύτερη επισήμανσή μας αφορά στην εξαιρετική πρωτοτυπία των κειμένων που παρήγαγαν, το σύνολο των οποίων  κινήθηκε στον άξονα της τροποποίησης. Τέλος, τονίζουμε ότι  το ενδιαφέρον των παρευρισκομένων να ακουστούν όλα τα κείμενα που παραδόθηκαν, παρέμεινε αμείωτο παρά την προχωρημένη ώρα.

Η συμμετοχή των δασκάλων στην αντίστοιχη δραστηριότητα κυμάνθηκε σε ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό, αν και το εργαστήριο ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση, σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό  της ημερίδας, η οποία  πραγματοποιήθηκε στο Ναύπλιο και απευθυνόταν στις τρεις  περιφέρειες Δημοτικής Εκπαίδευσης του νομού Αργολίδας. Εδώ  από τους περισσότερους συμμετέχοντες χρησιμοποιήθηκαν ψευδώνυμα, ενώ τα υπόλοιπα κείμενα παραδόθηκαν ανώνυμα, σε αντίθεση με τους νηπιαγωγούς που στην πλειοψηφία τους προτίμησαν να τα υπογράψουν με τα πραγματικά τους στοιχεία. Εκδηλώθηκε, δε, επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τους εκπαιδευτικούς κατά την ακρόαση των κειμένων τους. Ως ερέθισμα για τη δημιουργική γραφή  οι δάσκαλοι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν  κοινό λογοτέχνημα από τα  προτεινόμενα, που στο σύνολό τους περιλαμβάνονταν στα σχολικά Ανθολόγια. Κατέληξαν στο  I I  από «Τα Τραγουδάκια του Φωτούλη»,  του  Ρίτσου. Και σε αυτήν την περίπτωση κυριάρχησε το μοντέλο της τροποποίησης.

Παραθέτουμε το συγκεκριμένο ποίημα, για να διαφανούν οι παρεμβάσεις των δασκάλων στο λογοτεχνικό πρότυπο :

Σύννεφο τριαντάφυλλο, σύννεφο αμαξόπουλο.

                               Οι φραγκοσυκιές με κατατρύπησαν.

                               Κάθουμαι και τρώω χρυσά φραγκόσυκα.

                               Το κοτσύφι μ’ είδε και με ζήλεψε.

                               Του ‘δωσα φραγκόσυκα. Τα φτερά του μου ‘δωσε.

                               Τώρα κείνο κάθεται και μασάει στην πέτρα μου.

                               Κι εγώ από δω πάνου, από το σύννεφο

                               Σας πετώ φλουριά κι αμυγδαλόψυχες.

Σε κάποια από τις αφηγήσεις το σύννεφο ρίχνει χρυσά φλουριά στον κότσυφα, ο οποίος παραμένει αδιάφορος και συνεχίζει να τσιμπάει φραγκόσυκα. Σε άλλο κείμενο, ο άνεμος δίνει στο σύννεφο τη μορφή του κότσυφα κι εκείνο αρχίζει να ψάχνει στον ουρανό για φραγκόσυκα ενώ σύμφωνα με τρίτη αφηγηματική εκδοχή, η επικοινωνία του προσώπου του ποιήματος με τον κότσυφα διακόπτεται απότομα από τους έντονους ήχους που προέρχονται από διπλανό εργοτάξιο.

Ακολουθεί το ποίημα XVIII  από τη συλλογή «Τραγούδια τ’ Ουρανού και του Νερού», επίσης του Γιάννη Ρίτσου, στο οποίο αναφέρονται τα κείμενα  των νηπιαγωγών :

Μες στο δάσος, μες στη νύχτα

                                Μια τρυπίτσα είναι τ’ αστέρι,

                                Τρέχει από κει μέσα, τρέχει,

                                Τρέχει ρυάκι το φλουρί,

                                Ρυάκι το μαργαριτάρι,

                                Γέμισα τις τσέπες μου,

                                Γέμισα τα χέρια μου-

                                Δεν μπορώ να περπατήσω.

                               Πάρτε τα μου ή πάρτε με.

                               Με τα χέρια λεύτερα,

                               Τον Απρίλη να μπατσίσω.

Η κυρία Δέσποινα Παπαδοπούλου αφηγείται ότι ένα αστέρι που το φωνάζουν Τρυπίτσα, γιατί του αρέσει να τρυπώνει παντού, κυρίως όμως στο δάσος, θέλησε να κάνει ένα αστείο. Ο ήχος του ρυακιού του έδωσε την ιδέα : Είπε λοιπόν στον Απρίλη να βρει τρόπο να ειδοποιήσει  τους ανθρώπους πως το ρυάκι του δάσους έχει γεμίσει φλουριά και όλοι τους μπορούν να πάνε για να μαζέψουν. Ο Απρίλης ζήτησε αμέσως τη βοήθεια του ανέμου για να διαδώσει τη χαρμόσυνη είδηση και έτσι οι άνθρωποι κατέφτασαν τραγουδώντας. Όταν όμως βούτηξαν μέσα, δεν βρήκαν κανένα φλουρί και σκέφτηκαν ότι κάποιοι άλλοι θα τους είχαν προλάβει. Τότε ακούστηκε σ’ όλο το δάσος ένα παράξενο χαχανητό. ΄Ηταν το αστέρι με το όνομα Τρυπίτσα, που τους θύμισε πως ήταν πρωταπριλιά. Κανείς όμως δεν θύμωσε μαζί του. Αντίθετα, είπαν ευχαριστώ, γιατί ανακάλυψαν ότι ο μεγαλύτερος πλούτος είναι πως βρέθηκαν εκεί, όπου γεύτηκαν τα χρώματα και τις μυρωδιές της ΄Ανοιξης, που τα είχαν ξεχάσει. ΄Εστησαν τρελό χορό μαζί με τα ζώα του δάσους, που κράτησε μέχρι το ξημέρωμα.

Αποδεικνύεται συνεπώς ότι  οι εκπαιδευτικοί αν και δεν προθυμοποιούνται   στον ίδιο βαθμό με τους μαθητές να συμμετέχουν σε δραστηριότητες δημιουργικής γραφής, εφόσον   ξεπεράσουν τις  αναστολές τους, απολαμβάνουν ιδιαίτερα τη διαδικασία και παράγουν εξαιρετικά ευφάνταστα κείμενα. Συγκεκριμένα, στην αναδιήγηση που επιχειρούν, επιλέγουν σταθερά  τα μοντέλα της  τροποποίησης ή  της ανατροπής, τουλάχιστον στο βαθμό που το πράττουν και τα παιδιά μικρότερης ηλικίας[9].  Η στάση τόσο των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών ως προς τη δημιουργική αναδιήγηση με την οποία ολοκληρώνεται η λογοτεχνική διδασκαλία, κυρίως όμως τα αποτελέσματα της συμμετοχής τους στα προγράμματα με σχετικό προσανατολισμό, αφενός αναδεικνύουν κατά τον καλύτερο τρόπο την αξία των λογοτεχνικών έργων και αφετέρου  επιτρέπουν να αισιοδοξούμε βάσιμα  για το μέλλον της ελληνικής εκπαίδευσης. 

Σημειώσεις                      

 

[1] W. Iser, The Act of Reading. A theory of Aesthetic Response, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London,1991, σ.169 και W. Iser, The Implied Reader, The Johns Hopkins University Press, 1990, σσ. 31,44-45.

[2] Δημήτρη Τζιόβα, Μετά την αισθητική, εκδ.Γνώση, Αθήνα, 1987,  σσ. 239,246.

[3] Ενδεικτικά επισημαίνουμε την πρόταση των C. Huck, S. Hepler  και J. Hickman για επέκταση της λογοτεχνίας μέσα από τη δημιουργική γραφή των αναγνωστών-μαθητών , (Children’ s Literature in the Elementary School, Holt Rinehart And Winston, inc. 1979,  σσ. 679-713), καθώς και τη συνήθη τακτική των δασκάλων στη Γαλλία, να προτρέπουν τους μαθητές τους κατά τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας, να παράγουν και οι ίδιοι απλά λογοτεχνικά κείμενα (Κ. Μπαρντώ, «Το μάθημα της Λογοτεχνίας», Το Δέντρο, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1990, τ.56-57,σ.27).

[4] Ο δρ. Northop Frye σε συνέντευξή του στο Language Arts, τ. 57, 1980,  σσ. 199-206, τονίζει την εξαιρετική σημασία της δυνατότητας των μαθητών να αναφέρονται στα λογοτεχνικά  έργα που διδάχθηκαν, στο πλαίσιο της σχολικής τάξης.

[5] Βλ. σχετικά το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Κούλας Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου με τίτλο «Ο Μικρός Πρίγκιπας ξαναγυρίζει κοντά μας, αναζητεί ανθρώπους», στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τ.8ος: Το Παιδικό-Νεανικό Μυθιστόρημα (Β΄),εκδ. Βιβλιογονία, Αθήνα 1993, σσ. 81-85.

[6] Οι αφηγήσεις προέρχονται από τους μαθητές του 4ου Νηπιαγωγείου Ασπροπύργου της σχ. χρονιάς 2005-2006 και περιλαμβάνονται σε αυτοτελή έκδοση με τίτλο Παιχνίδια με το Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερύ, του Πνευματικού Κέντρου του αντίστοιχου Δήμου.

[7] Για το ρόλο του δασκάλου στην έκφραση της αναγνωστικής ανταπόκρισης και γενικότερα στη λογοτεχνική διδασκαλία βλ. επίσης Ντανιέλ Πενάκ, Σαν ένα μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1996, σ.108, καθώς και Β. Αποστολίδου, Γ. Πασχαλίδη, Ε. Χοντολίδου, «Η λογοτεχνία στην εκπαίδευση: Προϋποθέσεις για ένα νέο πρόγραμμα διδασκαλίας», περ. Σύγχρονα Θέματα, τ.57, 1995,  σσ. 78-89.

[8] Ηλία Γ. Ματσαγγούρα, Η Σχολική Τάξη, τ. Β΄ : Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του Γραπτού Λόγου, Αθήνα, 2001,  σσ. 215, 220-222.

[9] Για τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα κείμενα των νηπίων και σε αυτά των μαθητών των τριών πρώτων τάξεων του Δημοτικού, βλ. το άρθρο μου «Η δημιουργική αφήγηση-γραφή με ερέθισμα λογοτεχνικά κείμενα. Μια εξελικτική προσέγγιση», στο περιοδικό Διαδρομές, (Γ΄  Περίοδος) τχ.82, Καλοκαίρι 2006, σσ. 20-25.

ΜΑΘΗΤΕΣ – ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΙΑΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (εισήγηση σε συνέδριο)

ΜΑΘΗΤΕΣ – ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΙΑΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΛΙΑ

Η εισήγηση παρουσιάστηκε στο Πανελλήνιο συνέδριο με διεθνή συμμετοχή: “Η Λογοτεχνία σήμερα. Όψεις, Αναθεωρήσεις, Προοπτικές”, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, 29 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 2002.
Περιλαμβάνεται στον ομότιτλο τόμο των Πρακτικών του, εκδ. Ελληνικά γράμματα, σσ. 331-336. ISBN: 960-406-834-2

https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/1032908

Περίληψη:       Προκειμένου ο αναγνώστης των λογοτεχνικών κειμένων να ερμη­νεύσει το πλήθος των ενδείξεων και υποδηλωτικών αναφορών που περι­λαμβάνονται σε αυτά, προβαίνει σε σύνθετες αντιληπτικές διεργασίες, που έχουν ως συνέπεια να αποκομίζει την εντύπωση ότι εμπλέκεται προσωπικά στον αφηγηματικό κόσμο. Αυτή ακριβώς η δημιουργική διάσταση του ανα­γνωστικού ρόλου θα αναδειχθεί κατά τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό Σχολείο με την πραγματοποίηση διαφόρων εκπαιδευτικών παιγνιωδών δραστηριοτήτων, οι οποίες παροτρύνουν και διευκολύνουν το σύνολο των μαθητών να θεωρήσουν ότι τα διδασκόμενα ποιητικά και πεζά κείμενα τους αφορούν προσωπικά και να εκφράσουν ελεύθερα την ανταπόκρισή τους σε αυτά. Προσεγγίζοντας το κάθε παιδί τα αφηγηματικά στοιχεία με το δικό του τρόπο, εκδηλώνει τα συναισθήματα και τα λοιπά χαρακτηριστικά του, γεγονός που συμβάλλει στη στενότερη επαφή κι επικοινωνία μεταξύ των μελών της σχολικής τάξης – μαθητών και δασκάλου –. Επιπλέον ανακαλύπτει την απόλαυση της αναγνωστικής διαδι­κασίας, η οποία εξασφαλίζει τη διά βίου φιλαναγνωστική στάση του και εξυπηρετεί οποιοδήποτε γενικότερο ή ειδικότερο παιδαγωγικό στόχο. Η ει­σήγηση ολοκληρώνεται με την παράθεση μικρού αριθμού παιδικών αφηγή­σεων που προέκυψαν από την πραγματοποίηση των συγκεκριμένων παι­γνιωδών δραστηριοτήτων στη σχολική τάξη, ώστε να αξιολογηθεί η ποιό­τητα, η πρωτοτυπία, η συγκρότηση της σκέψης των σημερινών παιδιών όταν αυτή λειτουργεί με ερέθισμα τη λογοτεχνία.

 

Οι Έλληνες δάσκαλοι εμφανίζονται έντονα προβληματισμένοι σε σχέση με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, όπως είχα την ευκαιρία να διαπι­στώσω στο πλαίσιο του προγράμματος «Ακαδημαϊκής και Επαγγελματικής Αναβάθμισης Εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης». Μερικοί αντιμετωπίζουν τα λογοτεχνικά κείμενα που καλούνται να διδάξουν με τρο­μερή επιφύλαξη. Επιχειρώντας οι ίδιοι να ερμηνεύσουν τη στάση τους, οι μεν νεότεροι αναφέρονται συνήθως σε τραυματικές εμπειρίες που απέκτη­σαν ως μαθητές από τη διδασκαλία της λογοτεχνίας κυρίως στη Μέση Εκπαίδευση, οι δε παλαιότεροι τονίζουν την ουσια­στική απουσία του μαθήματος της λογοτεχνίας σε όλη τη διάρκεια των σπουδών τους. Σε ορισμέ­νες περιπτώσεις οι δάσκαλοι επικεντρώνουν  την αδυναμία τους στη διδα­σκαλία ειδικότερα της Παιδικής Λογοτεχνίας, εφόσον θεωρούν ότι τα κεί­μενα που προορίζονται για τους μικρότερους μαθητές είναι απλοϊκά και κατά συνέπεια δεν προσφέρονται για κανενός είδους λογοτεχνική επεξερ­γασία. Άλλοτε πάλι κάνουν λόγο αντίθετα για αδυναμία των μαθητών τόσο να ανακαλύψουν «τι εννοεί ο ποιητής» με τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων, όσο και να αντιληφθούν έννοιες και εικόνες του ποιήματος που ο ίδιος ο δάσκαλος αγωνίζεται να τους αποκαλύψει.

Καθώς η πρώτη επαφή των παιδιών με τη λογοτεχνία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τη μετέπειτα σχέση τους μαζί της, ο ρόλος του δα­σκάλου της πρώτης εκπαιδευτικής βαθμίδας στην εξοικείωση των μαθητών του με το λογοτεχνικό φαινόμενο δίκαια θα χαρακτηριζόταν καθοριστικός. Στο ερώτημα σε τι συ­νίσταται το ρόλος του δασκάλου, η απάντηση θα προκύψει αφενός από την ίδια τη φύση της λογοτεχνίας και αφετέρου από το γεγονός ότι αυτός και οι μαθητές του μοιράζονται την αναγνωστική εμπειρία στη σχολική τάξη.

Συγκεκριμένα, ο αναγνώστης ανταποκρίνεται στο λογοτεχνικό κεί­μενο, προβαίνοντας σε προσωπικούς συνδυασμούς, επιλογές και απορρίψεις των αφηγηματικών δεδομένων,[1] ερμηνεύοντας τις ενδείξεις που του παρέ­χονται,[2] διαμορφώνοντας στάσεις απέναντι στους ήρωες,[3] δημιουργώντας προσδοκίες για τις αφηγηματικές εξελίξεις,[4] προβάλλοντας τα ατομικά χα­ρακτηριστικά και τις εμπειρίες του,[5] λειτουργώντας ανάλογα με το επίπεδο αναγνωστικής του ωριμότητας[6] αλλά και με τη διάθεση της στιγμής. Ο δά­σκαλος συνεπώς θα επιδιώξει ν’ αναδείξει αυτήν ακριβώς τη δημιουργική διάσταση της αναγνωστικής διαδικασίας, να διευκολύνει τους μαθητές του να βιώσουν το λογοτεχνικό έργο ως προσωπική τους εμπειρία, να συνειδη­τοποιήσουν ότι αυτό δεν αφορά μόνο το δημιουργό του αλλά και τους ίδιους προσωπικά κι επιπλέον να το αντιμετωπίσουν ως αφορμή για να εκ­φράσουν τα δικά τους βιώματα.[7]

Η επιτυχία λοιπόν οποιουδήποτε προγράμματος διδασκαλίας της λογοτεχνίας συνδέεται κυρίως με την ανταπόκριση των μαθητών. Προκει­μένου τα παιδιά να εκφράσουν καθολικά τις εντυπώσεις τους από την επαφή με κάθε λογοτεχνικό κείμενο, μετατρέπουμε στην τάξη μας[8] τη λο­γοτεχνική προσέγγιση σ’ ένα προσφιλές, διασκεδαστικό παιχνίδι φαντασίας, όπου όλοι συμμετέχουν, διαδραματίζοντας εξίσου πρωταγωνιστικό ρόλο. Η χρήση του παιχνιδιού στη διδασκαλία της λογοτεχνίας προτείνεται και από την Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου[9] με το σκεπτικό ότι η ίδια η λογοτεχνία είναι παιχνίδι, όπως επισημαίνουν οι Σπινκ,[10] Ποσλανιέκ[11] κ.ά.

Ειδικότερα ως προς τα πεζά κείμενα, αξιοποιώντας το φαινόμενο της αναγνωστικής εμπλοκής στον εκάστοτε μύθο, της ταύτισης του ανα­γνώστη με συγκεκριμένα αφηγηματικά πρόσωπα,[12] οι μαθητές καλούνται να υποδυθούν τους διάφορους λογοτεχνικούς ήρωες μέσα από ποικίλες εμ­ψυχωτικές, παιγνιώδεις δραστηριότητες. Κατά τη δραστηριότητα που έχουμε τιτλοφορήσει «παρέα με τους ήρωες των βιβλίων», μετά την ολο­κλήρωση της ανάγνωσης ή αφήγησης του έργου προσκαλούμε στη σχολική τάξη τα διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα. Ενώ δηλαδή τα παιδιά περιμένουν με τα μά­τια κλειστά έως τη στιγμή που ανακοινώνουμε ότι οι ήρωες της ιστορίας βρίσκονται ανάμεσά μας, ο δάσκαλος τα μεταμφιέζει στους λογοτεχνικούς ήρωες, χρησιμοποιώντας χαρακτηριστικά αντικείμενα – πρόχειρες κατα­σκευές από κανσόν χαρτόνι, ένα κασκέτο, έναν ταξιδιωτικό σάκο, κάποιο καρπό είτε λουλούδι, μια ζωγραφιά κ.λπ.–. Αφού ολοκληρωθεί η αναγνώ­ριση των αφηγηματικών προσώπων, απευθυνόμαστε σε καθέναν από τους μεταμφιεσμένους μαθητές, σαν να πρόκειται για τα ίδια αυτά πρόσωπα, ρω­τώντας τους για τη δράση τους, τις σκέψεις και τα αισθήματά τους, την εξέ­λιξη των γεγονότων, τις σχέσεις τους με τους άλλους ήρωες κ.λπ. Συχνά οι μαθητές προβαίνουν οι ίδιοι σε επιλογή των ρόλων τους, διαλέγουν δηλαδή για τον εαυτό τους εκείνο το αντικείμενο από το σωρό που αντιστοιχεί στο λογοτεχνικό πρόσωπο της προτίμησής τους. Άλλοτε πάλι εκφράζουν την ανταπόκρισή τους με κίνητρο το «μαγικό εισιτήριο», κάποιο μικρό αντι­κείμενο που σχετίζεται με την αφηγηματική υπόθεση, το οποίο τους προ­σφέρεται διαδοχικά, ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να ταξιδέψουν στον κό­σμο του έργου και να επιλέξουν το ρόλο και τη δράση τους σε αυτόν, ακο­λουθώντας ή ανατρέποντας την πλοκή. Η τρίτη δραστηριότητα που απο­σκοπεί στην προσέγγιση των πεζών λογοτεχνικών κειμένων από τους μαθη­τές, αποκαλείται «οι άτακτες λέξεις». Σε καρτέλες που βρίσκονται σκορπι­σμένες στο χώρο έχουμε γράψει ορισμένες λέξεις, συνήθως ουσιαστικά ή επίθετα που αναφέρονται σε πρόσωπα ή καταστάσεις ενός συγκεκριμένου έργου. Αφού τα παιδιά αναζητήσουν τις λέξεις που έχουν «δραπετεύσει» από τις σελίδες του βιβλίου, τοποθετούνται ως προς την αφηγηματική υπό­θεση με επίκεντρο ή αφετηρία αυτήν που το καθένα τους ανακάλυψε.

Στην περίπτωση των ποιημάτων επιδιώκουμε ν’ αναδειχθεί η ιδιό­τητα του ποιητικού λόγου να δημιουργεί στην αναγνωστική αντίληψη απο­κλίνουσες παραστάσεις,[13] να κινητοποιεί τη φαντασία, αξιοποιώντας τις εμπειρίες, τις γνώσεις και τα χαρακτηριστικά μας. Στο παιχνίδι των «μαγι­κών εικόνων», αφού ολοκληρωθεί η ακρόαση των στίχων κατά την οποία τα παιδιά κάθονται αναπαυτικά στη μοκέτα, κρατώντας τα μάτια κλειστά, προκειμένου να παρακολουθήσουν απερίσπαστα ό,τι περιγράφει ο ποιητής, στη συνέχεια αναφέρονται στις διαφορετικές εικόνες που είδαν, καθώς άκουγαν τις ίδιες λέξεις. Έτσι προκύπτει η ποικιλία των αναγνώσεων, οι ανεξάντλητες ερμηνευτικές εκδοχές που επιτρέπει η ποίηση. Συχνά μάλιστα οι μαθητές αφηγούνται τις εντυπώσεις τους από το ποίημα, φορώντας τα «γυαλιά της Φαντασίας», ένα πολύχρωμο σκελετό γυαλιών που, επειδή όπως θεωρούν ανήκει στην κυρία Φαντασία, διευκολύνει να σχηματίζονται στην αντίληψή τους εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, πρωτότυπες εικόνες. Τέλος, προκειμένου τα παιδιά να αποδειχθούν ευφάνταστα εκφράζοντας την αντα­πόκρισή τους σε κάποιο ποιητικό κείμενο, επιχειρούν «βουτιές στον ωκεανό της Φαντασίας» ή αντίστοιχα «πτήσεις στον ουρανό της Φαντασίας». Κάθε μαθητής δηλαδή αναφέρεται στο ποίημα, ευρισκόμενος στο κεντρικότερο σημείο της αίθουσας, όπου έχουμε οριοθετήσει τον ωκεανό ή τον ουρανό της  Φαντασίας, με την τοποθέτηση διαφόρων πολύχρωμων υφασμάτων.

Πέρα από το γεγονός ότι όποιος ανταποκρίνεται στο έργο, τίθεται στο επίκεντρο της προσοχής ολόκληρης της σχολικής τάξης,[14] οι μαθητές εκφράζουν με ιδιαίτερη υπευθυνότητα την ανταπόκρισή τους, επειδή επι­πλέον αυτή καταγράφεται  από το δάσκαλο άμεσα, με ακρίβεια, προκειμέ­νου στη συνέχεια να δημοσιευτεί. Η βαρύτητα που ο ίδιος ο δάσκαλος απο­δίδει στον παιδικό λόγο, ενισχύοντας έτσι την υπευθυνότητα των μαθητών του και κατ’ επέκταση συνεισφέροντας στη σταδιακή αναβάθμιση της ποιό­τητας της σκέψης και έκφρασής τους, φανερώνεται επίσης από τις διευκρι­νιστικές ερωτήσεις που θέτει όταν διαπιστώνει ασάφειες ή ανακρίβειες στις αφηγήσεις τους,[15] από το ότι συχνά επαναλαμβάνει όσα έχει καταγράψει, ώστε να τους δώσει τη δυνατότητα να συμπληρώσουν ή να διορθώσουν το κείμενό τους, από το ειλικρινές «Ευχαριστώ» του όταν ολοκληρώνουν την ανταπόκρισή τους κ.λπ.

Η εξοικείωση των μαθητών με τα λογοτεχνικά έργα τα οποία προ­σεγγίζουμε  με κίνητρο τις παραπάνω παιγνιώδεις δραστηριότητες, αλλά και γενικότερα με το λογοτεχνικό φαινόμενο, η απόλαυση, η ευχαρίστηση που αισθάνονται στο πλαίσιο της εν λόγω διδασκαλίας των κειμένων, η καλλιέργεια της φαντασίας και της λεκτικής έκφρασής τους καθώς και η ψυ­χική και κοινωνική ωρίμασή τους, που προκύπτουν ως συνέπεια της ανα­γνωστικής εμπειρίας η οποία προσφέρεται στο σχολείο, μαρτυρούνται από ποικίλες εκδηλώσεις τους. Κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, στο πούλ­μαν και αλλού απαγγέλλουν ρυθμικά τον «Παπαγάλο» του Παπαντωνίου, τη «Σακαράκα» της Καρθαίου, ακόμη και την «Καταστροφή των Ψαρών» του Σολωμού. Με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία εικονογραφούν αυ­τοσχέδια βιβλία που αναφέρονται στις αγαπημένες τους ιστορίες, δραματο­ποιούν αφηγηματικές σκηνές που τους έχουν συναρπάσει,  πλάθουν με πλαστελίνη τους δημοφιλέστερους ήρωες. Στο αποκριάτικο πάρτι του σχο­λείου συνδέουν τις μεταμφιέσεις τους με τα διάφορα λογοτεχνικά πρόσωπα, δηλώνουν για παράδειγμα ότι έχουν ντυθεί Τομ Τιριτόμ ή Ευτυχισμένο Σκιάχτρο, από τα βιβλία των Μπουλώτη και Σάντρα Χορν αντίστοιχα. Τις βροχερές μέρες αναρωτιούνται «γιατί το σύννεφο έβαλε τα κλάματα», υιο­θετώντας τον τίτλο του βιβλίου της Μαντούβαλου. Συχνά, δε, παίζουν με­ταξύ τους το μάθημα της Λογοτεχνίας με το συγκεκριμένο τρόπο που διε­ξάγεται στην τάξη μας. Κάποιος δηλαδή παρουσιάζει στους υπόλοιπους ένα ήδη γνωστό τους εικονογραφημένο βιβλίο ή ποίημα και στη συνέχεια τους προσφέρει διαδοχικά τα «γυαλιά της Φαντασίας», το «μαγικό εισιτήριο» κ.λπ. Αφού διατυπώσει τις γενικές ερωτήσεις που συνήθως γίνονται από το δάσκαλο – μιμούμενος μάλιστα με εξαιρετική πιστότητα τον τόνο και τη χροιά της φωνής του –, στη συνέχεια καταγράφει τις αποκρίσεις των συμ­μαθητών του, συμπληρώνοντας πάντα στο τέλος το όνομα του ερωτώμενου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλοι όσοι εκφράζουν την ανταπόκρισή τους στο πλαίσιο του παραπάνω ελεύθερου παιχνιδιού, συμμετέχουν με την ίδια σοβαρότητα και προθυμία που εμφανίζουν και όταν η συγκεκριμένη δραστηριότητα πραγματοποιείται προγραμματισμένα ως μάθημα.

Καθώς με το πέρασμα του χρόνου οι μαθητές εξοικειώνονται όλο και περισσότερο με τη διαδικασία της λογοτεχνικής προσέγγισης, οι ερωτή­σεις που τίθενται από το δάσκαλο συνεχώς περιορίζονται, ενώ παράλληλα οι αφηγήσεις τους επεκτείνονται, εμπλουτίζονται, γίνονται σαφέστερες και πιο συγκροτημένες. Ιδιαίτερα ενθουσιώδεις εμφανίζονται οι αντιδράσεις των μαθητών για τα δημοσιευμένα κείμενά τους.[16]

Η ελεύθερη, αβίαστη έκφραση της αναγνωστικής ανταπόκρισης στη σχολική τάξη συνετέλεσε ιδιαίτερα στην ουσιαστική επικοινωνία και την ανάπτυξη ισχυρότατων δεσμών μεταξύ των μελών της μαθητικής κοινότη­τας, καθώς τα παιδιά αναφερόμενα στην αφηγηματική υπόθεση ως πρό­σωπα άμεσα συμμετέχοντα σε αυτήν, εκδηλώνουν τις επιθυμίες, τα συναι­σθήματα και τις σκέψεις τους, αποκαλύπτοντας τον εαυτό τους και ταυτό­χρονα ανακαλύπτοντάς τον και τα ίδια.[17]

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να τονίσω ότι σε κάθε περίπτωση που εφαρμόστηκε το παραπάνω πρόγραμμα διδασκαλίας της λογοτεχνίας, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ιδανικές συνθήκες. Ωστόσο τα ποικίλα προβλήματα ξεπεράστηκαν χάρη στην αποφασιστικότητα μαθητών και δασκάλου που από την πρώτη στιγμή απολάμβαναν τρομερά τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες αυ­τές.

Κλείνουμε με την παράθεση της ανταπόκρισης των παιδιών ενδει­κτικά σε δύο κείμενα, ένα σύγχρονο εικονογραφημένο βιβλίο που πραγμα­τεύεται κάποιο κοινωνικό ζήτημα  κι ένα παλαιότερο ποίημα το οποίο ανα­φέρεται στο φυσικό κόσμο. Στο βιβλίο της Ειρήνης Μάρρα «Ο Πολικός και η Μελένια» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα), ένας αρκούδος από το Νότιο Πόλο και μια αρκούδα του δάσους ζουν μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους στον παραθαλάσσιο τόπο όπου γνωρίστηκαν. Όμως την οικογενειακή  ευτυχία τους σκιάζει η έντονη νοσταλγία που ο καθένας τους νιώθει για τη μακρινή του πατρίδα. Τ’ αρ­κουδάκια, προκειμένου να δουν τους γονείς τους ευτυχισμένους, προτείνουν να επιστρέψουν και οι δύο στους τόπους καταγωγής τους, φροντίζοντας ωστόσο παράλληλα να βρεθούν τρόποι που θα διατηρήσουν ισχυρούς τους δεσμούς της οικογένειας. Στην πλειοψηφία τους οι μαθητές επέλεξαν να μη διασπαστεί η οικογένεια, αφού, όπως διαβεβαίωσαν, όλα τα μέλη της ήταν ικανά να ζήσουν μόνο στους πάγους ή μόνο στο δάσος. Λιγότεροι ήταν οι μαθητές που εμφάνισαν τα διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα πρόθυμα να εναλλάσσουν κατά διαστήματα τον τόπο διαμονής τους, προκειμένου και ο Πολικός και η Μελένια να νιώθουν εξίσου ικανοποιημένοι. Ελάχιστα νήπια τέλος προτίμησαν οι ήρωες να ζήσουν μακριά από τους αγαπημένους τους, για να μην στερηθούν τις ανέσεις τους και να μην αλλά­ξουν τις συνήθειές τους.

Η Άννα, μιλώντας ως Νία, μικρότερο παιδί της αρκουδοοικογένειας, φαντάστηκε πως αυτόν τον καιρό, όπως κάθε Χειμώνα, βρίσκεται με τους γονείς της στον Πόλο. Η Μελένια φορά το παλτό της για να μην κρυώνει και έχει ζωγραφίσει λουλούδια, για να θυμάται το δάσος. Άλλωστε έχει κο­ντά της τη γιαγιά και τον παππού, που ήρθαν να γνωρίσουν τους πάγους. Την Άνοιξη θα ταξιδέψουν όλοι στο δάσος. Ο Πολικός υποφέρει εκεί, αλλά αντέχει, επειδή αγαπά τη γυναίκα του. Η Άρτεμη ανέφερε την εξής εκδοχή, υποδυόμενη τη Μελένια: «Βρισκό­μαστε στο δάσος όλη η οικογένεια. Δεν θα φύγουμε ποτέ από δω, γιατί εί­ναι ο τόπος μας. Ο άντρας μου πριν με γνωρίσει, είχε ταξιδέψει μια φορά στον Πόλο. Αργότερα, μας πήγε εκεί κι εμένα με τα παιδιά, για να δούμε τους πάγους. Το δάσος όμως αρέσει σε όλους μας καλύτερα». Ο Γιώργος αφηγείται ως Πολικός πως ζει μόνος στους πάγους, όπου περνά τον καιρό του ψαρεύοντας. Κάθε Σάββατο ταξιδεύει στο δάσος, για να δει την οικογένειά του. Παίρνει πάντα μαζί του και μερικά ψάρια, γιατί δεν μπορεί να φάει λαχανικά, όπως τρώει η Μελένια. Η γυναίκα του και τα παιδιά δεν έχουν γνωρίσει τον Πόλο, επειδή φοβούνται το κρύο. Έτσι ο Πολικός θα ζει μόνος, ώσπου να μεγαλώσει ο γιος του, ο Μελέ, που θα προτιμήσει να μείνει κοντά στον πατέρα του.

Στο «Αγροτικό» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, το φεγγάρι φωτίζει διαδο­χικά διάφορα σημεία του χώρου σαν κινούμενος προβολέας, δημιουρ­γώντας ειδυλλιακές εικόνες. Καθώς εμφανίζεται στο ποίημα ως δρων πρόσωπο, επιτρέπεται στον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί του, ν’ αποκο­μίσει την εντύπωση ότι έρχεται ο ίδιος σε άμεση επαφή με το συγκεκρι­μένο αγροτικό τοπίο που περιγράφεται.

Στην πλειοψηφία των παιδικών αφηγήσεων το φεγγάρι προσωποποιού­μενο μπλέκεται σε απίστευτες περιπέτειες με άλλα ουράνια σώματα, άγρια ζώα κ.λπ. ή απλώς συντροφεύει τους μαθητές στον ύπνο, στο παι­χνίδι και σε ποικίλες άλλες δραστηριότητές τους. Ο Άγγελος βλέπει την αστυνομία ν’ απλώνει ένα δίχτυ για να πιάσει το φεγγάρι, που ετοιμάζεται να πέσει στο γκρεμό. Όμως το δίχτυ είναι μι­κρό και δεν καταφέρνει να το προστατέψει. Έπειτα το φεγγάρι γλιστρά και πέφτει μέσα στη θάλασσα, αλλά επειδή κρυώνει, γυρίζει πίσω στον ουρανό.  Ο Νίκος, επηρεασμένος προφανώς από τον τελευταίο στίχο, αφηγείται με τη σειρά του ότι ο σκύλος του γαβγίζει και δεν τον αφήνει να κοιμηθεί. Σηκώνεται λοιπόν από το κρεβάτι του και βλέ­πει στον ουρανό το φεγγάρι να έχει κολλήσει με τον ήλιο. Δεν είναι νύ­χτα ούτε όμως μέρα, έχει μισό φεγγάρι και μισό ήλιο, είναι  ηλιο­φέγ­γαρο.

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

  • Αποστολίδου Β., Πασχαλίδης Γ., Χοντολίδου Ε., «Η Λογοτεχνία στην Εκπαίδευση: Προϋποθέσεις για ένα νέο πρόγραμμα διδασκαλίας», Σύγχρονα Θέματα, τ. 57, 1995, σσ. 78-85.
  • Καλλέργης Η., Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα, Καστανιώτης, 1995.
  • Κάλφας Α., Ο Μαθητής ως Αναγνώστης. Λογοτεχνική θεωρία και διδακτική πράξη, Θεσσαλονίκη, Τα τραμάκια, 1993.
  • Κατσίκη-Γκίβαλου Α., Το Θαυμαστό Ταξίδι, Αθήνα, Πατάκης, 1995.
  • Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου Κ., «Η Ποίηση στο Νηπιαγωγείο», Η Παιδική Λογοτεχνία και το μικρό παιδί, Αθήνα, Καστανιώτης, 1988, σσ. 85-102.
  • Μπενέκος Α., Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ένας σταθμός στην Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα, Δίπτυχο, 1981.
  • Ποσλανιέκ Κ., Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, μτφρ. Σ. Αθήνη, Αθήνα, Καστανιώτης, 1992.
  • Σπινκ Τ., Τα παιδιά ως αναγνώστες, μτφρ. Κ. Ντελόπουλος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1990.
  • Τζιόβας Δ., Μετά την αισθητική: Θεωρητικές δοκιμές κι ερμηνευτικές αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Γνώση, 1987.

Ξενόγλωσση

  • Booth W., The Rhetoric of Fiction, Middlesex, Penguin Books, 1987.
  • Culler J., Structuralist Poetics: Structuralism, Linguistics, and the Study of Literature, Ithaca, Cornell University Press, 1975.
  • Fish S., “Interpreting the Variorum”, Critical Inquiry 2, Spring 1976, The University of Chicago Press, σσ. 465-485.
  • Holland N., “Unity Identity Τext Self”, PMLA 90, v. 5, October 1975, σσ. 813-822.
  • Iser W., The Act of Reading. A theory of aesthetic response, Baltimore and London, The Johns Hopkins University Press, 1991.
  • Iser W., The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fic­tion from Bunyan to Beckett, Baltimore and London, The Johns Hop­kins University Press, 1990.

Σημειώσεις

[1]     Iser W., The Act of Reading, Baltimore and London, The Johns Hopkins Uni­versity Press, 1991, σσ. 37, 118 – Iser W., The Implied Reader, Baltimore and London, The Johns Hopkins University Press, 1990, σς. 55, 231, 280 – Booth W., The Rhetoric of Fiction, Middlesex, Penguin Books, 1987, σ. 136.

[2]     Iser W., The Implied Reader. ό.π., σ. 31.

[3]     Booth W., ό.π., σσ. 71, 79, 131, 396-398.

[4]     Iser W., ό.π., σ. 37 – Riffaterre M., “Describing Poetic Structures: The Ap­proaches to Baudelaire’s “Les Chats”, Reader-Response Criticism, επιμ. J. P. Tompkins, Baltimore and London, The Johns Hopkins University Press, 1988, σσ. 38-39 – Κάλφας Α., Ο μαθητής ως Αναγνώστης. Λογοτεχνική Θεωρία και Διδακτική Πράξη, Θεσσαλονίκη, Τα τραμάκια, 1993, σ. 40.

[5]     Fish S., «Interpreting the Variorum”, ReaderResponse Criticism, ό.π., σσ. 167, 173, 176, 178 – Holland N., “Unity Identity Text Self”, Reader – Re­sponse Criticism, ό.π., σσ. 119, 123-126 – Τζιόβας Δ., Μετά την αισθητική: Θεωρητικές δοκιμές κι ερμηνευτικές αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτε­χνίας, Αθήνα, Γνώση, 1987, σσ. 239, 246.

[6]     Για «φιλολογική ικανότητα» του αναγνώστη κάνει λόγο ο Culler (Culler J., “Literary Competence”, ReaderResponse Criticism, ό.π., σσ. 102, 109, 115).

[7]     Κατσίκη-Γκίβαλου Α., ό.π. σ. 69.

[8]     Αναφέρομαι συγκεκριμένα στο 2ο Νηπιαγωγείο Μαγούλας κατά το σχολικό έτος 2000-2001 και στο 4ο Νηπιαγωγείο Ασπροπύργου για την επόμενη σχο­λική χρονιά, 2001-2002.

[9]     Κατσίκη-Γκίβαλου Α., ό.π., σ. 66.

[10]    Σπινκ Τ., Τα παιδιά ως αναγνώστες, μτφρ. Κ. Ντελόπουλος, Αθήνα, Καστα­νιώτης, 1990, σσ. 53-57.

[11]    Ποσλανιέκ Κ., Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, μετφρ. Σ. Αθήνη, Αθήνα, Καστανιώτης, 1992, σσ. 75-79.

[12]    Για τη διαδικασία της ταύτισης βλ. Booth W. ό.π., σσ. 278-281, 378.

[13]    Η εικονοπλαστική δύναμη του ποιητικού λόγου, ιδιαίτερα όταν αυτός απευθύ­νεται κυρίως σε παιδιά, επισημαίνεται από τον ποιητή Τσουκόφσκι (Κουλου­μπή-Παπατετροπούλου Κ., «Η ποίηση στο Νηπιαγωγείο», Η Παιδική Λογοτε­χνία και το μικρό παιδί, Αθήνα, Καστανιώτης, 1988, σ. 93), τον Αντώνη Μπε­νέκο (Μπενέκος Α., Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ένας σταθμός στην Παιδική Λο­γοτεχνία, Αθήνα, Δίπτυχο, 1981, σσ. 109-166), τον Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη (Καλλέργης Η., Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα, Καστανιώ­της, 1995, σσ. 22, 35), κ.ά.

[14]    Η τοποθέτηση του παιδιού-αναγνώστη στο κέντρο του ενδιαφέροντος, ο σεβα­σμός της ιδιαιτερότητάς του, η αναγνώριση του σημαντικού ρόλου που δια­δραματίζει στη λογοτεχνική επικοινωνία επισημαίνονται από την Άντα Κα­τσίκη-Γκίβαλου (Κατσίκη-Γκίβαλου Α., ό.π. σ. 70).

[15]    Ο δάσκαλος ενεργεί ως συντονιστής, «συνομιλητής», αντιμετωπίζει τους μα­θητές του ισότιμα (Αποστολίδου Β., Πασχαλίδης Γ. και Χοντολίδου Ε., «Η λογοτεχνία στην εκπαίδευση. Προϋποθέσεις για ένα νέο πρόγραμμα διδασκα­λίας», Σύγχρονα Θέματα, τ. 57, 1995, σ. 81).

[16]    Τα κείμενα δημοσιεύονται κυρίως στο περιοδικό Λαμπηδόνα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ασπροπύργου, όπου η πρόσβαση των παιδιών της περιο­χής είναι ιδιαίτερα εύκολη, με γενικό τίτλο «Τα παιδιά διαβάζουν λογοτεχνικά κείμενα».

[17]    Κατά τη λογοτεχνική ανάγνωση έχουμε την ευχέρεια να παρακολουθούμε τον εαυτό μας εμπλεκόμενο στα αφηγηματικά γεγονότα που βρίσκονται σε εξέ­λιξη, να τον παρατηρούμε ως δρων υποκείμενο (Iser W., The Act of Reading, ό.π., σσ. 128, 134).

“ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ (Εισήγηση σε διεθνές συνέδριο/δημοσιευμένο άρθρο).

“ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ – Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ  ΜΑΞ  ΒΕΛΘΟΥΙΣ”.

“CHILD AND PICTURE BOOK IN THE CLASS. THE CASE OF M. VELTHUIJS’ BOOKS”.

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΛΙΑ, Δρ. Λογοτεχνίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Η εισήγηση παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο “Εικόνα και Παιδί” (Θεσσαλονίκη, 2002)  https://www.auth.gr/news/conferences/8765?fbclid=IwAR0P0cWKQJru8dG4TSHxPuwuBMq8R7Ym3i2OAOcvGPsbo7VdqhfqnGkPRcs

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαδρομές, τχ. 94, Καλοκαίρι 2009, σσ. 8-16.

Περίληψη: Η πρώτη επαφή των παιδιών με τη λογοτεχνία ειδικότερα στο Νηπιαγωγείο γίνεται κυρίως μέσα από εικονογραφημένα βιβλία. Σε σχέση με τα βιβλία αυτά χρησιμοποιούμε στην καθημερινή διδακτική πράξη διάφορες παιγνιώδεις, εμψυχωτικές δραστηριότητες, οι οποίες αποσκοπούν στην ανάδειξη της δημιουργικότητας του αναγνωστικού ρόλου, παρακινώντας τους μαθητές να εκφράσουν λεκτικά την ανταπόκριση τους στο έργο. Με τη συγκεκριμένη αξιοποίηση του εικονογραφημένου βιβλίου επιτυγχάνεται αφενός η καλλιέργεια της φαντασίας των μαθητών και αφετέρου η εκδήλωση συναισθημάτων και προσωπικών στοιχείων τους, που έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστικότερη γνωριμία και συνακόλουθα τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των μελών της σχολικής τάξης. Εδώ θα επικεντρωθούμε ενδεικτικά σε τρία βιβλία του διεθνώς διακεκριμένου Ολλανδού εικονογράφου Μαξ Βέλθουις, που κυκλοφορούν και στην Ελλάδα με τους τίτλους «Ο ερωτευμένος βάτραχος», «Ο Βάτραχος το Χειμώνα», και «Ο Βάτραχος κι ο Ξένος». Στην εισήγηση παρατίθενται ποικίλες παιδικές προσεγγίσεις-αναγνώσεις των τριών παραπάνω βιβλίων, ώστε να διαφανεί η ποιότητα της σκέψης των σύγχρονων παιδιών όταν αυτή λειτουργεί με ερέθισμα το εικονογραφημένο λογοτεχνικό έργο.

Εισαγωγή: Στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και ειδικότερα στο Νηπιαγωγείο η διαπαιδαγώγηση των μαθητών θα ήταν σκόπιμο να συνδυαστεί με την επαφή τους με το λογοτεχνικό φαινόμενο. Αφενός μεν η εμπλοκή του παιδιού-αναγνώστη στην αφηγηματική υπόθεση μιας λογοτεχνικής ιστορίας (Iser 1990: 38-39, 104, 233, 281 και 1991: 48, 67)  –γεγονός που συνιστά συνέπεια της εντατικής αντιληπτικής δραστηριοποίησης η οποία επιτελείται κατά την αναγνωστική διαδικασία (Iser 1990: 30, 32, 41, 161, 165, 283-284, 291)–  και κυρίως η ταύτισή του με τους ήρωές της (Booth 1987: 278-281, 378), αφετέρου δε η εξοικείωσή του με την εικονοπλαστική δύναμη του ποιητικού λόγου (Μπενέκος 1981: 121-122 και Καλλέργης 1995: 22, 35) συμβάλλουν καθοριστικά στην κοινωνική και ψυχική του ωρίμανση, στην αισθητική του καλλιέργεια, στην ανάπτυξη της φαντασίας του, στην εξέλιξη της λεκτικής έκφρασής του, καθώς και στην κατάκτηση οποιουδήποτε ειδικότερου γνωστικού αντικειμένου. Η συνειδητοποίηση από μέρους του σύγχρονου εκπαιδευτικού κόσμου της παιδαγωγικής ιδιότητας της λογοτεχνίας (Σιδέρη 1990: 44), που ας μην ξεχνάμε ότι κατά την αρχαιότητα συνιστούσε τη βασική διάστασή της και καθόριζε πλήρως την αποστολή και λειτουργία της (Tompkins 1988: 204), προκαλεί τη συνεχώς αυξανόμενη και συστηματική αξιοποίησή της στο καθημερινό διδακτικό πλαίσιο με θεαματικά αποτελέσματα.[1]

Για τα μικρότερα παιδιά, καθώς δεν γνωρίζουν αρκετά ή καθόλου ανάγνωση, ενδείκνυνται τόσο τα σύντομα έμμετρα ποιήματα που αφομοιώνονται ευκολότερα (Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου 1988: 93), όσο και τα εικονογραφημένα βιβλία όπου το κείμενο περιορίζεται σε αναφορές στα βασικότερα σημεία της δράσης, ενώ οι αντίστοιχες εικόνες αποδίδουν λεπτομέρειες σε σχέση με αυτήν και με τη φύση και τα χαρακτηριστικά των ηρώων (Landes 1985: 51 και Ψαράκη 1995: 129). Ξεκινώντας λοιπόν από τη γενικώς διαπιστωμένη έλξη που ασκούν οι εικόνες στα μικρά παιδιά[2], συμπεριλάβαμε στη διδασκαλία μας σε δύο δημόσια νηπιαγωγεία της Δυτικής Αττικής κατά τα σχολικά έτη 2000-2001 και 2001-2002 δεκατέσσερα λογοτεχνικά εικονογραφημένα βιβλία Ελλήνων και ξένων δημιουργών, σε σχέση με τα οποία πραγματοποιήσαμε ποικίλες εμψυχωτικές, εκπαιδευτικές δραστηριότητες, που αποσκοπούν στην ανάδειξη της αναγνωστικής δημιουργικότητας (Ιser 1990: 44-45) μέσα από τη λεκτική κυρίως έκφραση της ανταπόκρισης του συνόλου των μαθητών. Οι τελευταίοι απολάμβαναν τρομερά τις εν λόγω παιγνιώδεις δραστηριότητες, όπου συμμετείχαν με ιδιαίτερη προθυμία και ενθουσιασμό.

Υποδυόμενοι ένα συγκεκριμένο ήρωα, αναφέρονταν στις εντυπώσεις και τη στάση τους απέναντι στα διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα, όπως επίσης και στις προσδοκίες και επιθυμίες τους για την εξέλιξη της πλοκής. Ακολουθώντας ή ανατρέποντας τα αφηγηματικά δεδομένα, αναδημιουργούσαν το νόημα του κειμένου (Nodelman 1992: 138-139) σύμφωνα με τα προσωπικά τους βιώματα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, την ψυχική διάθεσή τους κατά τη συγκεκριμένη στιγμή κ.λπ. Καθώς μέσα από την ανταπόκρισή τους παρουσίαζαν πτυχές του εαυτού τους, άρχιζαν να τον ανακαλύπτουν, να οδεύουν προς την αυτογνωσία (Ιser 1991: 128, 134). Ταυτόχρονα αποκάλυπταν τον εσωτερικό τους κόσμο στους συμμαθητές τους και το δάσκαλο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη στενότερη και πιο ουσιαστική επαφή μεταξύ όλων των μελών της σχολικής τάξης. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι οι μαθητές εξέφραζαν την ανταπόκρισή τους με εξαιρετική υπευθυνότητα, ειλικρίνεια και συνέπεια, προφανώς επειδή αυτή σε κάθε περίπτωση καταγραφόταν άμεσα και με ακρίβεια από το δάσκαλο, προκειμένου στη συνέχεια να δημοσιευτεί σε διάφορα τοπικά και γνωστά παιδαγωγικά περιοδικά.[3]

Εδώ θα επικεντρωθούμε ενδεικτικά σε τρία από τα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία του πολυβραβευμένου[4] σε Ευρώπη και Αμερική Ολλανδού Max Velthuijs (Μαξ Βέλθουις), παρουσιάζοντας τις δραστηριότητες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διδασκαλία τους, καθώς και μέρος της ανταπόκρισης των μαθητών, όπως εκφράστηκε μέσα από αυτές. Ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά των έργων του Βέλθουις καταρχάς θα επισημαίναμε τον πρωτεύοντα ρόλο της εικονογράφησης, που την συναντάμε σε κάθε σελίδα να καλύπτει τουλάχιστον τα δύο τρίτα, ενώ το γραπτό κείμενο που τοποθετείται πάντοτε στο κάτω μέρος της σελίδας, περιορίζεται σε δύο έως πέντε αράδες. Ο αφηγητής ο οποίος χρησιμοποιεί το γ’ ενικό πρόσωπο, παραμένει απλός παρατηρητής της ζωής στο δάσος και αντιμετωπίζει όλα τα αφηγηματικά πρόσωπα, που προέρχονται από τον κόσμο των ζώων, με ουδετερότητα. Ωστόσο η θετική ή αρνητική στάση του αναγνώστη απέναντι στους διάφορους ήρωες καθορίζεται απόλυτα από το συγγραφέα-εικονογράφο, που αποδίδει την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσά τους, τη μεταστροφή της στάσης τους για τους γύρω τους με βάση τα νέα δεδομένα που συνεχώς προκύπτουν. Η συμπάθεια και  αλληλεγγύη που τα ζώα της ιστορίας εμφανίζουν τελικά μεταξύ τους, οδηγούν τον αναγνώστη προς την ίδια κατεύθυνση. Η αναγνωστική συμπάθεια ενισχύεται από τη λιτότητα η οποία διακρίνει τόσο τη μορφή όσο και το λόγο που εκφέρουν οι ήρωες.

Αναφορικά με τα τρία βιβλία, εντυπωσιακά στάθηκαν η αφοσίωση και ο ενθουσιασμός που επέδειξαν τα νήπια στο σύνολό τους όχι μόνο κατά τη διάρκεια της πρώτης ανάγνωσης αλλά και των αλλεπάλληλων που ακολούθησαν μετά από δική τους επιθυμία. Παρά το γεγονός ότι ασχοληθήκαμε με τα βιβλία του Βέλθουις διεξοδικά για τρεις ολόκληρες συνολικά εβδομάδες[5] στο πλαίσιο των προγραμματισμένων δραστηριοτήτων μας, οι μαθητές δεν αρκέστηκαν σε αυτό, αλλά αφιέρωσαν στα έργα του μεγάλο μέρος των ελεύθερων δραστηριοτήτων τους. Όποιος κατόρθωνε να εξασφαλίσει κάποιο από τα συγκεκριμένα βιβλία, που αναδείχθηκαν τα δημοφιλέστερα της σχολικής βιβλιοθήκης, περιτριγυριζόταν από συμμαθητές του, οι οποίοι τον άκουγαν καθηλωμένοι να αναδιηγείται την ιστορία με βάση την αλληλουχία των εικόνων, ενώ στη συνέχεια αναφέρονταν στην ανταπόκρισή τους, επαναλαμβάνοντας τις σχετικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες που είχαν προηγηθεί. Συχνά μάλιστα το παιδί το οποίο είχε αναλάβει να παρουσιάσει την ιστορία, έπαιζε ότι κατέγραφε αυτά που αφηγούνταν οι υπόλοιποι, με εξαιρετική σοβαρότητα. Η αναπαράσταση των προσφιλέστερων αφηγηματικών σκηνών κυριαρχούσε στο ελεύθερο παιχνίδι των νηπίων και επιπλέον οι ήρωες ήταν συνεχώς παρόντες στις παιδικές εικαστικές δημιουργίες. Επίσης με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία οι μαθητές έφτιαξαν βιβλία με θέμα τις τρεις ιστορίες, ζωγραφίζοντας οι ίδιοι τις εικόνες που τους είχαν εντυπωσιάσει. Στο σημείο αυτό ας περάσουμε στην παρουσίαση του έργου του Βέλθουις, του οποίου η επίδραση στα παιδιά συνιστά την πλέον αξιόπιστη απόδειξη της λογοτεχνικότητάς του, την εγκυρότερη καταξίωσή του.

Στο βιβλίο «Ο Βάτραχος το Χειμώνα» παρουσιάζεται το έντονο πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζει ο κύριος ήρωας κατά τη χειμερινή περίοδο, εξαιτίας του ψύχους, του πάγου και του χιονιού που καλύπτουν το δάσος. Οι δυσκολίες για το Βάτραχο ξεπερνιούνται αποκλειστικά χάρη στη βοήθεια των φίλων του (Εικόνα 1).  Η υλική και ψυχολογική υποστήριξη που του παρέχουν η Πάπια, το Γουρούνι και ο Λαγός, του επιτρέπουν να απολαύσει ξανά τον ερχομό της άνοιξης. Έτσι το βιβλίο υποβάλλει στους μικρούς αναγνώστες του τις αξίες του αλτρουισμού, της κοινωνικής αλληλεγγύης, τους προσφέρει την πολύτιμη  εμπειρία της ανιδιοτελούς φιλίας. Μετά την ανάγνωση του κειμένου, στη διάρκεια της οποίας το βιβλίο ήταν μόνιμα στραμμένο προς τα παιδιά, ώστε ακούγοντας τις φράσεις να παρακολουθούν ταυτόχρονα τις αντίστοιχες εικόνες, προσφέρθηκε διαδοχικά σε κάθε μαθητή το «μαγικό εισιτήριο». Πρόκειται για ένα μικρό συνήθως σε μέγεθος αντικείμενο, που συνδέεται με την αφηγηματική υπόθεση και τα νήπια θεωρούν ότι παρέχει τη δυνατότητα σε όποιον το αποκτά, να εισέρχεται στον κόσμο της ιστορίας και επιλέγοντας το ρόλο του σε αυτόν, να αποφασίζει για τη δράση του και την εξέλιξή της είτε σύμφωνα με την πλοκή είτε αντίθετα από αυτήν. Για το συγκεκριμένο έργο ως μαγικό εισιτήριο χρησιμοποιήθηκε ένα μάλλινο κασκόλ, όπως αυτό με το οποίο εμφανίζεται η Πάπια σε κάποια εικόνα να πατινάρει πάνω στον πάγο και σε επόμενη να το προσφέρει στο Βάτραχο που κρυώνει.

Ορισμένα παιδιά επέλεξαν το ρόλο του Βατράχου, για ν’απολαμβάνουν τη φροντίδα και τη συντροφιά των φίλων τους, όπως δήλωσαν, ενώ άλλα ταυτίστηκαν με τα υπόλοιπα ζώα που είναι σε θέση όχι μόνο ν’αντιμετωπίζουν το κρύο, αλλά και να χαίρονται παγοδρομώντας, παίζοντας με το χιόνι ή ανάβοντας το τζάκι τους. Όλα ωστόσο τα παιδιά εξέφρασαν ανεπιφύλακτα την προτίμησή τους στην εποχή της Άνοιξης, επειδή την συνέδεσαν με την ξενοιασιά και την ευτυχία του Βατράχου. Η Μαρία Λ. ανέφερε πως είναι το ποτάμι όπου συνηθίζει να πλένεται ο Βάτραχος. Τώρα που μπήκε η Άνοιξη κι είναι δροσερό το νερό του, αρέσει στο Βάτραχο να κολυμπά εκεί. Μετά το μπάνιο, το ποτάμι του ζητά να κοιμηθεί κοντά του, για να τον έχει συντροφιά. Όλο το χειμώνα που ο Βάτραχος έμεινε μακριά, εκείνο είχε γίνει πάγος, επειδή ένιωθε μοναξιά. Η Μαρία Μ. που επέλεξε το ρόλο του Λαγού, ισχυρίστηκε πως ο Βάτραχος το Χειμώνα μπορούσε ν’ αντιμετωπίζει το κρύο, φορώντας το πουλόβερ του. Ωστόσο τη φροντίδα των φίλων του την χρειάζεται σ’ όλες τις εποχές. Κάθε βράδυ συγκεντρώνονται όλοι στο σπίτι του και του μαγειρεύουν, γιατί είναι πολύ κουρασμένος απ’ το παιχνίδι. Έπειτα κοιμούνται μαζί του, επειδή ο Βάτραχος φοβάται τα φαντάσματα.

Σε σχέση με το ίδιο βιβλίο, τα παιδιά κλήθηκαν με επίκεντρο την εικόνα που αναπαριστά την παγοδρομία του Βάτραχου η οποία καταλήγει με την πτώση του (Εικόνα 2), να αφηγηθούν τη δική τους εκδοχή για το συγκεκριμένο περιστατικό. Στη συνέχεια ξαναδιαβάστηκαν οι ιστορίες όλων των μαθητών, προκειμένου οι ίδιοι να ψηφίσουν αυτήν που προτιμούσαν. Η ιστορία που πλειοψήφησε, δραματοποιήθηκε στη συνέχεια από τα παιδιά, που επέλεξαν να της δώσουν τον τίτλο «Βατραχένιο».

Στο βιβλίο «Ο ερωτευμένος Βάτραχος» παρουσιάζεται η ερωτική διάθεση που διακατέχει το Βάτραχο κατά την περίοδο της Άνοιξης. Ο κύριος ήρωας, ο οποίος δυσκολεύεται να εκδηλώσει στην Πάπια τον έρωτα που νιώθει για κείνην, καθώς μάλιστα η επιλογή του κρίνεται ασυνήθιστη από τον κοινωνικό τους περίγυρο, προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή της με τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά του. Μετά τον τραυματισμό του στην προσπάθειά του να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις ύψος, η Πάπια καθώς του παρέχει τις πρώτες βοήθειες, του αποκαλύπτει πως τον αγαπά. Η ανάδειξη του έρωτα ως δημιουργικής δύναμης, αιτίας πόνου και ταυτόχρονα ευτυχίας, καθιστά διαχρονικό και οικουμενικό το συγκεκριμένο βιβλίο.

Στην προτίμηση των μαθητών, την οποία εδώ εξέφρασαν με μαγικό εισιτήριο ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα (Εικόνα 3), πρώτος ήταν ο ρόλος του Βάτραχου και ακολούθησε αυτός της Πάπιας που επιλέχτηκε αποκλειστικά από κορίτσια. Δεν έλειψαν ωστόσο και οι περιπτώσεις παιδιών που ταυτίστηκαν με κάποιο από τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, το Λαγό ή το Γουρούνι. Σύμφωνα με την ανταπόκριση του συνόλου της τάξης, η Πάπια γνώριζε από την πρώτη στιγμή τον έρωτα του Βάτραχου για κείνην, εφόσον είτε τον είχε δει κρυφά ν’ αφήνει λουλούδια και ζωγραφιές έξω από την πόρτα της είτε της είχε δηλώσει ο ίδιος απερίφραστα τα αισθήματά του είτε τα κατάλαβε μόνη της επειδή «της έκανε συνέχεια πλάκα». Όσο για τα άλματα του Βάτραχου (Εικόνα 4), τα παιδιά τα απέδωσαν   στην  επιδίωξή   του  να   φτάσει   ένα   μπουκέτο   λουλούδια  που κρεμόταν στο πιο ψηλό κλαδί του μεγαλύτερου δέντρου του δάσους, για να τα προσφέρει στην αγαπημένη του, ή τα εξέλαβαν ως προπόνηση για μια μεγάλη αθλητική διοργάνωση όπου σκόπευε να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο. Η πλειοψηφία των μαθητών αναφέρθηκε στο αίσιο τέλος της σχέσης του ζευγαριού, που οδήγησε στη δημιουργία πλήθους απογόνων, οι οποίοι έμοιαζαν και στους δύο γονείς τους, μερικοί δηλαδή ήταν Βάτραχοι και οι υπόλοιποι Πάπιες. Όσο για τη στάση του κοινωνικού περίγυρου απέναντι στους δύο ερωτευμένους ήρωες, αρκετά από τα παιδιά την φαντάστηκαν θετική, κάνοντας λόγο για γάμο με πολλούς προσκεκλημένους, σπουδαία δώρα και μπομπονιέρες. Λιγότερα ήταν τα παιδιά που υποστήριξαν πως το ζευγάρι απομονώθηκε από την κοινότητα και τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το δάσος, μην αντέχοντας τη ντροπή και το φόβο.

Η Μαρία Π. αφηγείται ως Βάτραχος πως ζωγραφίζει μια καρδούλα (Εικόνα 5), για να τη χαρίσει στην Πάπια που αγαπά. Όταν την επισκέπτεται, προκειμένου να της μιλήσει για τον έρωτά του, διαπιστώνει πως κι εκείνη  τρέφει  ανάλογα  αισθήματα απέναντί του. Θα ζήσουν λοιπόν αρκετό καιρό μαζί, χωρίς ωστόσο να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά, αφού είναι διαφορετικοί. Ο Βάτραχος δεν θα πάψει ποτέ να την αγαπά, όμως η Πάπια θα ερωτευτεί κάποτε το Λαγό. Μετά το γάμο των δύο τελευταίων ο Βάτραχος θα τους επισκέπτεται τακτικά, επειδή τους θεωρεί φίλους του, και θα χαρίζει δώρα στα παιδιά τους, που θα μοιάζουν στη μητέρα τους. Τέλος ο Νίκος Ε., επιλέγοντας το ρόλο του Λαγού, αναφέρει πως έχει παντρευτεί την Πάπια, ενώ ο Βάτραχος τη Χήνα. Βάτραχος και Λαγός προπονούνταν μαζί στα άλματα, αλλά ο δεύτερος τα κατάφερε καλύτερα, αφού πέρασε τα σύννεφα και προσγειώθηκε κανονικά, χωρίς να χτυπήσει, εντυπωσιάζοντας την Πάπια. Το ζευγάρι Λαγού-Πάπιας θα ζήσει παντοτινά ενωμένο, περνώντας τον καιρό του στο σπίτι τους με μουσική και τσάι ή  το χιόνι, ανεβασμένο στον αγαπημένο τους βράχο. Η Πάπια θα  γεννήσει  πολλά   κορίτσια και αγόρια, που όλα θα μοιάζουν στην ίδια. Ο μόνος που θα δημιουργεί προβλήματα στην οικογένεια είναι το Γουρούνι, το οποίο είναι θυμωμένο μαζί τους, επειδή ήθελε κι εκείνο να παντρευτεί την Πάπια.

Στο δε έργο με τίτλο «Ο Βάτραχος και ο Ξένος» γίνεται λόγος για την εμφάνιση στο δάσος ενός ταξιδιώτη Ποντικού, που προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις στην παρέα των ζώων τα οποία κατοικούν μόνιμα εκεί. Το Γουρούνι και η Πάπια αντιμετωπίζουν τον «ξένο» εντελώς αρνητικά, ενώ ο Βάτραχος επιδιώκει να τον γνωρίσει προσωπικά πριν σχηματίσει οποιαδήποτε άποψη για κείνον. Τελικά αποδεικνύεται ότι οι επιφυλάξεις των ζώων του δάσους απέναντι στον Ποντικό είναι εντελώς αβάσιμες, αφού ο τελευταίος δεν διστάζει ακόμη και να διακινδυνέψει τη ζωή του, προκειμένου να τα σώσει όταν απειλούνται. Ως αποτέλεσμα της αυταπάρνησης και της γενναιότητας του Ποντικού, όλοι στο δάσος συμφιλιώνονται μαζί του και θλίβονται ειλικρινά που εκείνος αποφασίζει να φύγει από κοντά τους, για να συνεχίσει τα ταξίδια του. Η πολυπολιτισμικότητα των σύγχρονων σχολικών τάξεων και γενικότερα των ευρωπαϊκών κοινωνιών επιφυλάσσει για το συγκεκριμένο έργο μια ιδιαίτερα σημαντική θέση στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης οι ήρωες του βιβλίου προσκλήθηκαν στην τάξη. Στην πραγματικότητα, ο δάσκαλος χρησιμοποιώντας κατασκευές από χαρτόνι ή άλλα αντικείμενα, μεταμφίεσε τους ίδιους τους μαθητές, που παρέμεναν με τα μάτια κλειστά, στα διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα. Όταν οι ήρωες του βιβλίου βρίσκονταν ήδη ανάμεσά μας, αφού προηγήθηκε η αναγνώρισή τους, ακολούθησαν οι συνεντεύξεις τους που δόθηκαν στο δάσκαλο. Για παράδειγμα, απευθυνθήκαμε στο μαθητή ο οποίος κουβαλούσε τον ταξιδιωτικό σάκο (Εικόνα 6), αποκαλώντας τον «Ποντικέ», σ’ εκείνον που φορούσε το πράσινο στεφάνι από κανσόν όπου προεξείχαν δύο μικρές λευκές μπάλες, ξεκινήσαμε τη συνέντευξη με τη φράση «Πες μας Βάτραχε τη γνώση σου για τον Ποντικό» κ.ο.κ. Προκειμένου να δοθεί στα παιδιά η δυνατότητα να εκδηλώσουν την ταύτισή τους με κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο της ιστορίας, η δραστηριότητα επαναλήφθηκε συχνά με την ακόλουθη παραλλαγή. Τα διάφορα αντικείμενα τοποθετήθηκαν σε σωρό στο κέντρο του κύκλου που καθόμαστε με τους μαθητές, και ο καθένας από αυτούς με σειρά προτεραιότητας που καθόριζε η τύχη, διάλεγε για τον εαυτό του εκείνο το αντικείμενο που αντιστοιχούσε στον ήρωα τον οποίο επιθυμούσε να υποδυθεί κατά τη συνέντευξη.

Από τα παιδιά που επέλεξαν το ρόλο του Βάτραχου η Μαρία Πρ. ισχυρίστηκε πως με τον Ποντικό είναι φίλοι και παίζουν μαζί. Όσο για το Γουρούνι, που προσπαθεί να διώξει τον Ποντικό από το δάσος, εκτιμά ότι η στάση του φανερώνει πως δεν αγαπά το Βάτραχο και αδιαφορεί για την ευτυχία του. Ο δε Ανδρέας Α., αν και επίσης δηλώνει φίλος του Ποντικού, αναφέρει πως δεν θα τον λυπήσει καθόλου η αναχώρηση του τελευταίου, επειδή θεωρεί βέβαιο ότι πολύ σύντομα θα επιστρέψει στο δάσος. Τονίζει μάλιστα πως θα τον συνοδέψει και ο ίδιος ως το αεροδρόμιο, για να του ευχηθεί για το ταξίδι. Η Ευρυδίκη Κ., που επισημαίνει τους εξαιρετικά στενούς δεσμούς οι οποίοι αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον Ποντικό και όλα τα υπόλοιπα ζώα που τους έσωσε τη ζωή, αφηγείται πως ο Ποντικός δεν ταξιδεύει μόνος. Τον ακολουθούν και οι φίλοι του, καθώς τους είναι αδύνατο να τον αποχωριστούν έστω και για λίγο.

Μεταξύ των μαθητών που προτίμησαν να υποδυθούν κάποιο από τα υπόλοιπα ζώα της ιστορίας ήταν η Πόπη Κ., που ως Γουρούνι εξήγησε πως ο λόγος για τον οποίο ήθελε να διώξουν τον Ποντικό από το δάσος ήταν ότι έτρωγε όλα τους τα φρούτα. Άλλαξε βέβαια γνώμη για κείνον όταν έσβησε την πυρκαγιά στο σπίτι του Γουρουνιού. Τελικά όμως ο Ποντικός θ’ αποφασίσει μόνος του να εγκαταλείψει τους καινούριους του φίλους στο δάσος, αποδεικνύοντας με τη στάση του ότι δεν τους είχε αγαπήσει τόσο πολύ όσο εκείνοι. Ως Ποντικός ο Χρήστος Γ. μας διαβεβαίωσε ότι δεν είναι βρωμιάρης και δεν του αρέσει να τον χαρακτηρίζουν έτσι. Από το δάσος δεν έφυγε επειδή επιθυμούσε να ταξιδέψει και αλλού, αλλά εξαιτίας του Γουρουνιού που τον έδιωχνε. Το Καλοκαίρι όμως θα ξαναγυρίσει εκεί, γιατί δεν θα είναι πια θυμωμένος μαζί του.

Μετά την αναχώρηση του Ποντικού ζητήσαμε από τα παιδιά να συνεχίζουν την ιστορία, με αλληλογραφία ανάμεσα σε κείνον και στα υπόλοιπα ζώα του δάσους. Στο γράμμα των ζώων προς τον Ποντικό που προηγήθηκε, αυτά εξέφρασαν την επιθυμία τους να επιστρέψει σύντομα κοντά τους, στέλνοντάς του μάλιστα ανάμεσα σε πολλά άλλα δώρα κι ένα αυτοκίνητο, για να επισπευτεί η επάνοδός του. Στην απάντηση του Ποντικού, η οποία επίσης συντάχθηκε συλλογικά από τα παιδιά, αναφέρεται ότι παραμένει μακριά τους όχι γιατί δεν επιθυμεί να τους συναντήσει, αλλά γιατί νοσηλεύεται σε κλινική με τραύμα στο κεφάλι. Τους προσκαλεί μάλιστα να τον επισκεφτούν εκεί. Έπειτα από την εξέλιξη αυτή, καθένας από τους μαθητές, υποδυόμενος το Βάτραχο, κλήθηκε να δώσει το τέλος που επιθυμούσε.  Κάποιος αφηγήθηκε ότι πήρε μαζί του στο νοσοκομείο  ένα παγκάκι (Εικόνα 7) που έφτιαξε όπως του είχε μάθει ο Ποντικός, για να κάθεται ο τελευταίος όταν βγαίνει στον κήπο και τον περίμενε ώσπου ν’ αναρρώσει, οπότε επέστρεψαν οι δυο τους στο δάσος, όπου έμειναν για πάντα. Άλλος έκανε λόγο για ένα δράκο που έφαγε το γιατρό και για αστυνομικούς που πυροβόλησαν το δράκο, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον Ποντικό να επιστρέψει στους φίλους του.

Συμπεράσματα: Όπως συνεπώς αποδεικνύεται από τις συγκροτημένες, ευφάνταστες, πρωτότυπες παιδικές αφηγήσεις που παρατέθηκαν παραπάνω σχετικά με τα τρία έργα του Βέλθουις, το εικονογραφημένο λογοτεχνικό παιδικό βιβλίο, καθώς καθίσταται ιδιαίτερα «ευανάγνωστο» για τους μικρούς αναγνώστες χάρη στον κυρίαρχο ρόλο των εικόνων, θα μπορούσε με την κατάλληλη αξιοποίησή του μέσα στη σχολική τάξη να συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας, να μυήσει τους μαθητές στην ουσία του λογοτεχνικού φαινομένου και να καλλιεργήσει σημαντικά τη φαντασία τους.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αποστολίδου, Β., Χοντολίδου, Ε. (επιμέλεια) (1999), Λογοτεχνία και Εκπαίδευση, Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός.

Berger, J. (1986), Η εικόνα και το βλέμμα, μτφρ. Ζ. Κονταράτος, Αθήνα: Οδυσσέας.

Καλλέργης, Η.Ε. (1995), Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα: Καστανιώτης.

Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου, Κ. (1988), «Η ποίηση στο Νηπιαγωγείο», Η Παιδική Λογοτεχνία και το μικρό παιδί, Αθήνα: Καστανιώτης, 85-102.

Μπενέκος, Α. (1981), Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ένας σταθμός στην Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα: Δίπτυχο.

Σιδέρη, Α. (1990), «Το αντίδοτο», Δέντρο, τ. 56-57, σσ. 42-44.

Ψαράκη, Β. (1995), «Σχέση Εικόνας και Κειμένου. Η γλώσσα της εικόνας», Παιδική Λογοτεχνία. Θεωρία και Πράξη, επιμ. Α. Κατσίκη-Γκίβαλου, Αθήνα: Καστανιώτης, 129-134.

 

Ξενόγλωσση

Booth W. C. (21987), The Rhetoric of Fiction, Middlesex: Penguin Books

ΙΒΒΥ, (1992), Hans Christian Andersen Award 1992, 25-26.

Iser, W. (51991), The Act of Reading. A Theory of Aesthetic Response, Baltimore and London: Johns Hopkins University Press.

Iser, W. (51990), The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Landes, S. (1985), “Picture Books as Literature”, Children’s Literature Association-Quarterly, 10(2), 51-54.

Nodelman, P. (1992), The Pleasures of Children’s Literature, London: Longman.

Tompkins, J.P. (61988), «The Reader in History : The Changing Shape of Literary Repsonse », Reader-Response Criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 201-232.

 

Σημειώσεις

[1]      Ενδεικτικά αναφερόμαστε στην επισταμένη πολυετή προσπάθεια της εξαμελούς Ομάδας Έρευνας για τη Διδασκαλία της Λογοτεχνίας, που συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη από εκπαιδευτικούς των τριών βαθμίδων, και οδήγησε στην πρόταση ενός νέου ολοκληρωμένου προγράμματος λογοτεχνικής διδασκαλίας, στοιχεία του οποίου πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Πανελλήνιο Συνέδριο που διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1997, με τίτλο «Λογοτεχνία και Εκπαίδευση» (βλ. σχετικά Αποστολίδου Β., Χοντολίδου Ε. 1999: 11-12, 319-390).

[2]      Στην επισήμανση του Berger αναφορικά με τη σπουδαιότητα, την πρωταρχικότητα της εικόνας σε σχέση με τις λέξεις για την παιδική αντίληψη (Berger 1986: 7-9), προσθέτουμε κάτι που είπε η Νίκη Γουλανδρή σε εκδήλωση της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς στην αίθουσα Λόγου της Στοάς του Βιβλίου τον Απρίλη του 2002 για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου. Σε ερώτηση της Αγγελικής Βαρελλά για τις αναγνωστικές προτιμήσεις της όταν ήταν παιδί, υποστήριξε πως περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο είχε αγαπήσει «Το μαγικό ταξίδι» της Σέλμα Λάγκερλεφ, διότι αν και βρισκόταν σε μια ηλικία που δυσκολευόταν ακόμη να διαβάζει, την γοήτευαν τρομερά οι εικόνες του. Επίσης, στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η παρατήρηση μιας μικρής μαθήτριας του Δημοτικού πως «δεν έχει δει πιο άσχημο βιβλίο» όταν έλαβε ως δώρο ένα λογοτεχνικό έργο χωρίς εικονογράφηση.

[3]      Πρόκειται για α) τα άρθρα μου με γενικό τίτλο «Τα παιδιά διαβάζουν λογοτεχνικά κείμενα» στα τεύχη 23, 24 και 25 του περιοδικού Λαμπηδόνα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ασπροπύργου, στο οποίο η πρόσβαση των παιδιών της περιοχής είναι ιδιαίτερα εύκολη, καθώς και για τα: β) «Παρέα με τους ήρωες των βιβλίων. Λογοτεχνικές προσεγγίσεις στο Νηπιαγωγείο», περ. Σύγχρονο Νηπιαγωγείο, τχ. 27, Μάιος-Ιούνιος 2002, σσ. 20-22, γ) «Μαγικές Εικόνες. Μια εφαρμοσμένη πρόταση για τη διδασκαλία της ποίησης σε μικρά παιδιά», περ. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τχ. 61, Φεβρουάριος-Απρίλιος 2002, σσ. 21-23, δ) «Με τα γυαλιά της Φαντασίας και το Μαγικό Εισιτήριο. Παιδικές λογοτεχνικές αναγνώσεις», περ. Παράθυρο στην εκπαίδευση του παιδιού, τχ. 15, Μάιος-Ιούνιος 2002, σσ. 191-193 και τχ. 16, Ιούλιος-Αύγουστος 2002, σσ. 45-47.

[4]      Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1992 περιελήφθη στον Πίνακα του Διεθνούς Βραβείου Η. C. Andersen  για την προσφορά του στην εικονογράφηση του παιδικού βιβλίου (βλ. στο δελτίο της IBBY 1992: 25-26).

[5]     Όλα τα κείμενα που διδάσκονταν τα παιδιά, επιλέγονταν με βάση την επικαιρότητα ―εποχή, καιρικές συνθήκες, κ.λπ.―. Συνεπώς τα τρία βιβλία του Βέλθουις παρουσιάστηκαν σε χρονικό διάστημα έξι περίπου μηνών.

Προϋποθέσεις, προτάσεις για τη θετική ανταπόκριση των νηπίων στη διδασκαλία της λογοτεχνίας (Εισήγηση σε συνέδριο)

 Προϋποθέσεις και προτάσεις για τη θετική ανταπόκριση  των νηπίων στη διδασκαλία της λογοτεχνίας, με αναφορές σε εφαρμοσμένα εκπαιδευτικά  προγράμματα.

Ελένη ΗλίαΔρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΕΚΠΑ.

Η εισήγηση παρουσιάστηκε στο πανελλήνιο συνέδριο «Εκπαίδευση στον εικοστό πρώτο αιώνα: Θεωρία και πράξη. Αναζητώντας το ελκυστικό και αποτελεσματικό σχολείο», Αθήνα,19-21 Μαϊου 2017.

Περιλαμβάνεται στον α΄ τόμο των πρακτικών (σελ. 443-451), http://www.ekedisy.gr/praktika-2ou-paneliniou-synedriou

Έτος έκδοσης: 2017

ISBN: 978-618-83517-0-7

Το άρθρο με τον τίτλο “Proposals and suggestions for the positive response of toddlers to
literature teaching with reference to applied educational programs”,
δημοσιεύτηκε στο
Journal of Modern Education Review
ISSN 2155-7993
by Academic Star Publishing Company,
New York, NY, USA.
Volume 10, Number 3, March 2020, σσ. 152-158.
Περίληψη: Οι λογοτεχνικές αναγνώσεις συντελούν στην ψυχική και κοινωνική ωρίμαση, στην
ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης, στην αισθητική καλλιέργεια, στην επαφή με τις
διαχρονικές, πολιτισμικές αξίες, στη γλωσσική ανάπτυξη, στην απόκτηση ειδικότερων
γνώσεων κ. ο. κ. Κατά συνέπεια ο ρόλος τους στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι πολύτιμος
και αναντικατάστατος. Η ανάγνωση κάθε λογοτεχνικού κειμένου είναι μια διαδικασία ιδιαίτερα
δημιουργι­κή. Γινόμαστε συνδημιουργοί του συγγραφέα, σχηματίζουμε  προσδοκίες για  την
εξέλι­ξη της υπόθεσης, ταυτιζόμαστε  με τους  ήρωες, διαμορφώνουμε στάσεις απέναντι στα
υπόλοιπα πρόσωπα.  Ως αποτέλεσμα αυτής της  δραστηριότητας, αποκομίζουμε την αίσθηση
ότι εμπλεκόμαστε ά­μεσα στα αφηγηματικά δρώμενα, ότι βιώνουμε προσωπικά καταστάσεις
και συναισθήματα που αποδίδονται στο κείμενο. Εκείνο δηλαδή που προκύπτει από την
επαφή μας με το λογοτεχνικό έργο,  έχει το χαρακτήρα του βιώματος και συντελεί στην
αυτογνωσία μας. Η ίδια η φύση της λογοτεχνίας υπαγορεύει τόσο τους στόχους όσο και  τους 
τρόπους της διδακτικής προσέγγισής της. Οι επιλογές και οι χειρισμοί τού ίδιου του
δασκάλου, οι δικές του πρω­τοβουλίες, η προσωπική του ικανότητα και διάθεση είναι
παράγοντες καθοριστικοί  για την επιτυχία της λογοτεχνικής διδασκαλίας. Ειδικότερα στο 
Νηπιαγωγείο πραγματοποιείται η πρώτη επαφή των μαθητών με  το λογοτεχνικό φαινόμενο
και ουσιαστικά καθορίζεται η μετέπειτα σχέση τους με αυτό και διαμορφώνονται τα αισθητικά
κριτήρια τους. Για να βιώσει το σύνολο των μαθητών την αισθητική απόλαυση, τη
συγκινησιακή φόρτιση  που η λογοτεχνία προσφέρει, σχεδιάζουμε  ευφάνταστα, ελκυστικά
εκπαιδευτικά προγράμματα με παιγνιώδη χαρακτήρα, όπου πρωταρχική θέση κατέχει το
«μαγικό»  στοιχείο.  Δίνουμε  στα νήπια τη δυνατότητα να εκφράσουν την αναγνωστική
ανταπόκρισή τους στα λογοτεχνικά κείμενα με την ελεύθερη αναδιήγηση του λογοτεχνικού
προτύπου,  την αξιοποίησή του ως πηγή έμπνευσης  και κινητήρια δύναμη της φαντασίας
τους.

Λέξεις-κλειδιά: λογοτεχνική διδασκαλία, αναγνωστική ανταπόκριση, δημιουργική αναδιήγηση.

1. Εισαγωγή

Η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου είναι μία ιδιαίτερα «δημιουργι­κή διαδικασία»

(Iser 1990: 44-45). Γινόμαστε συνδημιουργοί του συγγραφέα, καθώς ανταπο­κρινόμαστε στο ρόλο που εκείνος μας έχει καθορίσει,  σύμφωνα με  τη «φιλολογική μας ικανότητα» (Culler, 1988: 102, 109, 115) αλλά και τη «διάθεση» της στιγμής (Τζιόβας, 1987: 236, 239). Κατά την ανάγνωση ανακαλύπτουμε τα νοήματα που λαν­θάνουν, δημιουργούμε προσδοκίες για  την εξέλι­ξη της υπόθεσης, διαμορφώνουμε στάσεις απέναντι στα διάφορα λογοτεχνικά πρόσωπα.

Ως αποτέλεσμα της εντατικής αντιληπτικής δραστηριότητας που επιτε­λούμε, αποκομίζουμε την αίσθηση ότι εμπλεκόμαστε ά­μεσα στα αφηγηματικά δρώμενα. «Ταυτιζόμενοι» με τους ήρωες (Booth, 1987: 278-281, 378), βιώνουμε προσωπικά καταστάσεις και συναισθήματα που αποδίδονται στο κείμενο. Καθώς η επαφή μας με το λογοτεχνικό έργο έχει το χαρακτήρα του βιώματος, συντελεί στην αυτογνωσία μας.

  1. Στοιχεία εφαρμογής

Σε διάστημα δεκαοχτώ ετών έχουμε σχεδιάσει και υλοποιήσει περισσότερα από είκοσι πέντε διαφορετικά εκπαιδευτικά λογοτεχνικά προγράμματα σε τρία δημόσια νηπιαγωγεία της Δυτικής Αττικής. Από την ενασχόλησή μας με τα προγράμματα αυτά, προκύπτουν οι προτάσεις και οι προϋποθέσεις που διατυπώνονται στη συνέχεια, προκειμένου το σύνολο των νηπίων κάθε σχολικής τάξης  να ανταποκρίνεται θετικά στη  διδασκαλία της λογοτεχνίας.

 3. Κοινοί στόχοι-επιδιώξεις των εκπαιδευτικών λογοτεχνικών προγραμμάτων

  • Η συνειδητοποίηση από τα νήπια της δημιουργικότητας του αναγνωστικού ρόλου.
  • Η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας ως αποτέλεσμα της απόλαυσης που προσφέρει η λογοτεχνική ανάγνωση.
  • Η εξοικείωση με το λογοτεχνικό φαινόμενο.
  • Η διασφάλιση της καθολικής συμμετοχής των μαθητών και  η  δυνατότητα  έκφρασης-ανταλλαγής των προσωπικών εμπειριών, επιθυμιών και προσδοκιών  τους, αναφορικά με τα κείμενα.
  • Η καλλιέργεια της δημιουργικής σκέψης.
  • Η γλωσσική ανάπτυξη και ειδικότερα η καλλιέργεια της αφηγηματικής ικανότητας.
  • Η κατανόηση της σύνδεσης ανάμεσα στον προφορικό και το γραπτό λόγο, της ιδιότητας του γραπτού λόγου να αναπαριστά τον προφορικό.

 

  1. Μεθοδολογία διδασκαλίας

4.1. Εκπαιδευτικά προγράμματα με παιγνιώδεις δραστηριότητες

Η ίδια η φύση της λογοτεχνίας υπαγορεύει τόσο το στόχο όσο και  τον τρόπο διδασκαλίας της. Ειδικότερα στο Νηπιαγωγείο, όπου πραγματοποιείται η πρώτη επαφή των μαθητών με  το λογοτεχνικό φαινόμενο και ουσιαστικά καθορίζεται η μετέπειτα σχέση τους με αυτό και διαμορφώνονται τα αισθητικά κριτήρια τους, επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις εκείνες, που θα επιτρέ­ψουν στα παιδιά να βιώσουν την αισθητική απόλαυση, τη συγκινησιακή φόρτιση την οποία η λογοτεχνία προσφέρει.

Καθώς το κυρίαρχο στοιχείο της παιδικής φύσης είναι η ανάγκη και η διάθεση για παιχνίδι (Χουιζίνγκα, 1989), προτείνεται η  λογοτεχνική διδασκαλία μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα με παιγνιώδη φύση (Ποσλανιέκ, 1992), ώστε η παιγνιώδης ατμόσφαιρα να συνεπάρει το σύνολο των νηπίων. Η χρήση  εκπαιδευτικών, εμψυχωτικών προγραμμάτων, όταν μάλιστα σχεδιάζονται σε σχέση με τη συγκεκριμένη ομάδα νηπίων που θα τα υλοποιήσει, εξασφαλίζει τη δημιουργική συμμετοχή του συνόλου των μαθητών. Η δύναμη του «μαγικού στοιχείου» είναι εξαιρετική. Αν και όλοι γνωρίζουμε πως δεν είναι μαγικό, ωστόσο το αποδεχόμαστε ως τέτοιο, λόγω μιας κοινής σύμβασης, μιας κοινής διάθεσης να παίξουμε. Εντελώς ενδεικτικά παραθέτουμε στη συνέχεια μερικές σχετικές παιγνιώδεις διαδικασίες, τις οποίες έχουμε εφαρμόσει με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα:

  • Παρέα με τους ήρωες των βιβλίων: Οι ήρωες του έργου έρχονται στη σχολική τάξη και μας μιλούν για την ιστορία τους. Πρόκειται για τους ίδιους τους μαθητές, που έχουμε μεταμφιέσει, χρησιμοποιώντας κάποιο χαρακτηριστικό του αντίστοιχου αφηγηματικού προσώπου αντικείμενο. Σε επόμενη φάση το μαγικό ραβδί αγγίζει κάθε μαθητή και τότε εκείνος διαλέγει κάποιο από τα διάφορα χαρακτηριστικά αντικείμενα που βρίσκονται συγκεντρωμένα, προκειμένου να «μεταμορφωθεί» στον αντίστοιχο ήρωα. Έτσι έχει επιλέξει ο ίδιος ο μαθητής τον ήρωα μέσα από την οπτική του οποίου θα αναφερθεί στη λογοτεχνική ιστορία.
  • Το μαγικό εισιτήριο: Ο μαθητής παίρνει από το δάσκαλο ένα αντικείμενο χαρακτηριστικό της αφηγηματικής υπόθεσης, που είναι το εισιτήριό του, για να εισέλθει στον κόσμο της ιστορίας και να επιλέξει το ρόλο του και τη δράση του σε αυτήν. Σε επόμενη φάση το μαγικό εισιτήριο δεν το ετοιμάζει πια ο εκπαιδευτικός και το παρουσιάζει σαν έκπληξη αλλά έπειτα από συζήτηση στην τάξη τα παιδιά προτείνουν και κατασκευάζουν ομαδικά το μαγικό εισιτήριο.
  • Τα γυαλιά της Φαντασίας: Τα παιδιά φορούν τα γυαλιά της κυρίας Φαντασίας, που τους επιτρέπουν να βλέπουν «από μέσα» τον κόσμο της ιστορίας και να αναφέρονται σε αυτόν.
  • Ο ωκεανός της Φαντασίας: Πολύχρωμα υφάσματα και άλλα ετερόκλητα αντικείμενα  απλώνονται σε κάποιο σημείο της σχολικής τάξης. Αποτελούν τον ωκεανό της Φαντασίας, όπου οι μαθητές κάνουν διαδοχικά τη «βουτιά» τους, ώστε να αναδιηγηθούν την αφηγηματική ιστορία. Με την πάροδο του χρόνου προστίθενται καινούρια αντικείμενα, που οι μαθητές φέρνουν, για να εμπλουτίσουν τον ωκεανό. Τα αντικείμενα αυτά μπορεί να έχουν ιδιαίτερη σχέση με την αφηγηματική υπόθεση του έργου που παρουσιάζουμε τη δεδομένη χρονική στιγμή.
  • Τα μαγικά λόγια: οι μαθητές αποστηθίζουν τα μαγικά λόγια, που μπορεί να είναι στίχοι δημοτικών τραγουδιών ή άλλων ποιημάτων, σε σχέση με την αφηγηματική υπόθεση ενός έργου ή φράσεις και στίχοι που οι ίδιοι οι μαθητές συντάσσουν. Εκφέροντάς τα ή γράφοντάς τα, έχουν τη δυνατότητα να εισέλθουν στον κόσμο της ιστορίας και να επιλέξουν το ρόλο και τη δράση τους σε αυτόν.

 

4.2. Ο ρόλος και η στάση του εκπαιδευτικού στα προγράμματα

Για την επίτευξη των προαναφερόμενων διδακτικών στόχων για τη λογοτεχνία, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι επιλογές και οι χειρισμοί του ίδιου του νηπιαγωγού, οι πρω­τοβουλίες και η διάθεση που επιδεικνύει.  Η αντιμετώπιση της διδασκαλίας της λογοτεχνίας ως παιχνιδιού φαντασίας και έκφρασης της προσωπικότητάς του, εμπνέει και παρακινεί τα παιδιά να απελευθερώσουν κι αυτά με τη σειρά τους τη φαντασία τους. (Ηλία, Ε. Α., 2004).

Εφόσον  δάσκαλοι και μαθητές βρισκόμαστε στην ίδια θέση σε σχέση με το λογοτεχνικό κείμενο, αυτήν του αναγνώστη,  έχουμε τα ίδια ακριβώς δικαιώματα στο παιχνίδι της ανάγνωσης. Κατά συνέπεια ο εκπαιδευτικός θα αποφύγει να λειτουργεί σαν αυθεντία, περιορίζοντας τη δυνατότητα των μαθητών του να προσεγγίσουν το λογοτέχνημα ελεύθερα και δημιουργικά. Ασφαλώς ο εκπαιδευτικός είναι εκείνος που διακρίνεται για την αναγνωστική ωριμότητά του. Ωστόσο, η δύναμη της φαντασίας των μαθητών μπορεί θαυμάσια να αναπληρώσει την όποια έλλειψη αναγνωστικών εμπειριών και γνώσεων αναφορικά με ιστορικά και θεωρητικά στοιχεία της λογοτεχνίας.

Μία επιπλέον προϋπόθεση συνιστά ο εκπαιδευτικός να έχει επίγνωση ότι καθώς διαβάζει ο ίδιος για πρώτη φορά το κείμενο στους μαθητές, αυτό που οι μαθητές προσλαμβάνουν δεν είναι απλώς και μόνο το κείμενο αλλά και η προσωπική ανάγνωση του δασκάλου τους σε αυτό. Όταν το κείμενο που παρουσιάζουμε μας συγκινεί ή μας γοητεύει ιδιαίτερα, με την ανάγνωσή μας το υποστηρίζουμε. Αντίθετα, ενώ διαβάζουμε ένα κείμενο που μας είναι αδιάφορο, η ίδια η ανάγνωσή μας συνήθως το υπονομεύει. Κατά συνέπεια, η επιλογή αποκλειστικά αξιόλογων έργων που μας αγγίζουν συναισθηματικά, συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στο αποτέλεσμα της λογοτεχνικής διδασκαλίας μας.

Καθώς δε η φωνή μας είναι καθοριστική για τις αντιδράσεις των μαθητών μας στο κείμενο, καλό θα ήταν να την χρησιμοποιούμε συνειδητά. Για παράδειγμα, με τον τρόπο που την χρωματίζουμε καθώς διαβάζουμε είτε τα διαλογικά μέρη είτε τα αφηγηματικά σχόλια, επηρεάζουμε τους μαθητές-αναγνώστες στη διαμόρφωση της στάσης τους απέναντι στους διάφορους λογοτεχνικούς ήρωες ή στην κρίση τους για την αξιοπιστία του αφηγητή.

Η εικονογράφηση του λογοτεχνικού κειμένου είναι επίσης μια συγκεκριμένη ανάγνωση, που θα μπορούσε να κατευθύνει τη φαντασία των μαθητών-αναγνωστών. Για το λόγο αυτό θα ήταν σκόπιμο να επιλέξουμε την κατάλληλη στιγμή για να την παρουσιάσουμε στα νήπια.

 

4.3. Στάδια και εξέλιξη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων

Με την επίδραση του «μαγικού» στοιχείου και τη συμβολή της φαντασίας οι μαθητές εισχωρούν στον κόσμο της λογοτεχνικής ιστορίας και μεταμορφώνονται, υποδύονται δηλαδή τους λογοτεχνικούς ήρωες. Αναδημιουργούν το λογοτεχνικό πρότυπο με βάση τα δικά τους πραγματικά βιώματα  ή ακόμη και τις προϋπάρχουσες αναγνωστικές εμπειρίες τους, σε σχέση με τα ατομικά χαρακτηριστικά τους και τις προσωπικές επιθυμίες τους. Μέσα από την ελεύθερη αναδιήγηση, την αξιοποίηση με άλλα λόγια των διδασκόμενων λογοτεχνικών κειμένων ως ερέθισμα και αφετηρία, κινητήρια δύναμη της φαντασίας και πηγή έμπνευσης για παραγωγή των πρωτότυπων αφηγήσεών τους, τα  νήπια εκφράζουν ουσιαστικά την αναγνωστική ανταπόκρισή τους στο λογοτεχνικό κείμενο.  Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας διατυπώνουν ελεύθερα την ταύτισή τους με συγκεκριμένα αφηγηματικά πρόσωπα, ξαναζούν την αφηγηματική σκηνή που τους έχει συναρπάσει και διαμορφώνουν την εξέλιξη της δράσης σύμφωνα με τις προσωπικές τους εμπειρίες και επιθυμίες.

Οι μαθητές παράγουν τα αφηγηματικά κείμενά τους αναφορικά με το λογοτεχνικό πρότυπο, είτε ομαδικά είτε ατομικά (Huck κ. ά., 1979), με βάση τη διδακτική αρχή της «φθίνουσας καθοδήγησης» (Ματσαγγούρας, 2001: 180-182, 199-203)Αποκρίνονται σε ερωτήσεις του δασκάλου (Pascucci και Rossi, 2002), οι οποίες διαρκώς μειώνονται, στο βαθμό  που οι δικές τους απαντήσεις γίνονται πληρέστερες, κινούμενες είτε στον άξονα της «δημιουργικής μίμησης» είτε σε αυτόν της «τροποποίησης» είτε σε αυτόν της«ανατροπής» του λογοτεχνικού προτύπου (Ματσαγγούρας, 2001: 215, 220-222).

Η αναγνωστική ανταπόκριση των μαθητών στο παραπάνω πλαίσιο πάντοτε καταγράφεται με παραδοσιακούς ή σύγχρονους τρόπους (γραφή σε χαρτί, γραφή σε υπολογιστή, μαγνητοφώνηση, βιντεοσκόπηση κ.λπ.), για ποικιλότροπη αξιοποίηση. Η αξιοποίηση αυτή (θεατρική απόδοση, δημοσίευση κ.λπ.) συνιστά μία ακόμη προϋπόθεση που θα προσφέρει στους μαθητές επιπλέον «κίνητρο», για να εκφράζουν ελεύθερα τις αναγνωστικές  εντυπώσεις τους κατά τη συμμετοχή τους στα σχετικά προγράμματα  (Ηλία και Ματσαγγούρας, 2006: 312-313).

 

  1. Διδακτικό υλικό

Η λογοτεχνική διδασκαλία μας μέσα από ποικίλα εκπαιδευτικά προγράμματα, περιλαμβάνει πλήθος σύγχρονων και κλασικών πεζών και ποιητικών κειμένων, της Ελληνικής και Ξένης Λογοτεχνίας. Ενδεικτικά αναφέρω τα διάσημα παγκοσμίως πεζογραφήματα Η Πεντάμορφη και το Τέρας, της Ζαν-Μαρί Λεπρένς ντε Μπομόν και Ο Μικρός Πρίγκιπας, του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, τα οποία παρουσιάστηκαν στα νήπια σε πιστή απόδοση από το πρωτότυπο έργο. Επίσης, από τα ποιήματα που διδάχτηκαν τα νήπια στο πλαίσιο αντίστοιχων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ας μνημονεύσουμε ενδεικτικά τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια από τη συλλογή του Νικολάου Πολίτη, Τα Ρω του Έρωτα, του Οδυσσέα Ελύτη, τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν και την Καταστροφή των Ψαρών, του Διονυσίου Σολωμού.

Εδώ θα παρουσιάσουμε την έκφραση της ανταπόκρισης των νηπίων σε έργα Νεοελλήνων ποιητών και πεζογράφων. Με την επιλογή μας, επιδιώκουμε να αναδειχθεί αποκλειστικά η δύναμη της λογοτεχνικής γραφής και η σημασία των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

5.1. «Η Ξανθούλα»

Στην «Ξανθούλα», ένα «ανθρωποκεντρικό» ποίημα του Διονυσίου Σολωμού, όπως είναι άλλωστε και το σύνολο του έργου του (Καψωμένος, 1998: 23), σε οχτώ τετράστιχες στρο­φές με ολιγοσύλλαβους, ομοιοκατάληκτους στί­χους σε ιαμβικό μέτρο αποδίδεται η αναχώρηση μιας κοπέλας για την ξενιτιά, με έμφαση στα ποικίλα συναισθήματα που προκαλεί στους φίλους της ο αποχω­ρισμός. Το όνομα της, Ξανθούλα, που συνιστά και τον τίτλο του ποιήματος, επαναλαμβάνεται τρεις συνολικά φορές, ομοιοκαταληκτώντας πάντα με τη λέξη «βαρκούλα».

Η χρήση υποκοριστικών,  η τεχνική της επανάληψης και η εικονοπλαστική δύναμη της πένας του Σολωμού χαρακτηρίζουν το ποίημα. Στις εικόνες του κυριαρχεί το λευκό χρώμα

-λευκότατα πανιά, πελάγου αφρό κ.λπ.- και η αφαί­ρεση, όπως για παρά­δειγμα στην περιγραφή της Ξανθούλας, όπου το μόνο στοιχείο που δίνεται για τη μορφή της, είναι τα ξανθά μαλλιά της. Αριστοτεχνικός είναι ο τρόπος που παρου­σιάζεται η βάρκα η οποία μεταφέρει την Ξανθούλα, να απομακρύνεται σταδιακά, ώσπου η εικόνα της θα­μπώνει εντελώς, καθώς αποδίδεται μέσα από την οπτική του ποιητή, ο οποίος την παρακολουθεί συγκινημένος από την ξηρά.

Ο ποιητής έχει φορτιστεί συγκινησιακά από τη σκηνή του αποχωρισμού, από τα συναισθήματα των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτήν, αν και συνιστά έναν τυχαίο παρατηρητή. Η συγκίνησή του εκδηλώνεται εκτενώς στις δυόμισι τελευταίες στροφές. Τη συγκινησιακή φόρτιση του ποιητή μοιράζεται και ο αναγνώστης, όπως άλλωστε μαρτυρά η ευρεία διάδοση της Ξανθούλας.

 

5.2. Ο «Τρελαντώνης»

Αν και ο κόσμος στο πέρασμα των χρόνων αλλάζει, ωστόσο κάποια στοιχεία του παραμένουν αναλλοίωτα, σταθερά. Ένα από αυτά είναι ευτυχώς η παιδική φύση. Τα παιδιά εξακολουθούν να αγαπούν το παιχνίδι, να συμπεριφέρονται παρορμητικά με κίνητρο την περιέργειά τους να γνωρίσουν τον κόσμο και να κάνουν σκανταλιές. Τέτοιος ακριβώς είναι και ο ήρωας του μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα, όπως μαρτυρεί  το παρατσούκλι  «Τρελαντώνης»,  που του έχουν προσδώσει.

Η συμπάθεια και ο θαυμασμός των τριών αδερφών του Τρελαντώνη αλλά και η έμπρακτη αναγνώριση των αρετών του από τα ενήλικα μέλη της οικογένειάς του, παρόλο που συχνά ταλαιπωρούνται από τα παθήματα που τού προκαλεί ο ζωηρός χαρακτήρας του, έχει ως συνέπεια τα παιδιά-αναγνώστες να ταυτίζονται μαζί του. Ο μικρός Αντώνης συνιστά για εκείνα ένα λαμπρό λογοτεχνικό πρότυπο. Έτσι το σύνολο των θετικών χαρακτηριστικών του υποβάλλονται αβίαστα.

Από τον Τρελαντώνη παρουσιάστηκαν εκτενή αποσπάσματα εφτά κεφαλαίων. Εδώ επιλέγουμε να αναφερθούμε ενδεικτικά στο κεφάλαιο «Η βάρκα», όπου ο Αντώνης με το φίλο του λύνουν μια βάρκα και ξανοίγονται στη θάλασσα. Όμως ο καιρός αγριεύει, τα κύματα παίρνουν τα κουπιά κι η ζωή τους κινδυνεύει. Οι δικοί τους τούς εντοπίζουν και τους σώζουν.

 

5.3. Η «Αιολική Γη»

Στο πλαίσιο του προβληματισμού και των πειραματισμών μας σχετικά με την  καταλληλότητα για παιδιά αξιόλογων λογοτεχνικών έργων, που δεν έχουν ωστόσο αξιοποιηθεί εκδοτικά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, επιλέξαμε για λογοτεχνική διδασκαλία στα νήπια την «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη. Στο βιβλίο ένα αγόρι αφηγείται τη ζωή του στη μικρασιατική ύπαιθρο την περίοδο έως τους διωγμούς του 1914.

Συνολικά στη διδασκαλία μας χρησιμοποιήσαμε εφτά αποσπάσματα από πέντε κεφάλαια του βιβλίου. Εδώ παραθέτουμε το απόσπασμα που προέρχεται από το κεφάλαιο με τίτλο «Κιμιντένια», στο οποίο αναφέρονται οι αφηγήσεις των νηπίων που θα ακολουθήσουν:

«…μόλις τα χιόνια φεύγανε από τα Κιμιντένια κι η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, …και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του Καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας. Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξιδεύαν» (σ. 30).

  1. Παρουσίαση δραστηριοτήτων

6.1. Οι μαγικές εικόνες

Τα παιδιά ακούν την απαγγελία του ποιήματος  του Σολωμού «Η Ξανθούλα», καθισμένα αναπαυτικά ή ξαπλω­μένα, με τη σύσταση  να κρατούν κλειστά τα μάτια τους, ώστε να μη δέχονται ταυτόχρονα άλλα οπτικά ερεθίσματα, που ενδεχομένως θ’ απο­σπούσαν την προσοχή τους. Οι εικόνες που σχη­ματίζονται στη σκέψη των νηπίων στο άκουσμα των στίχων του ποιήματος, ως αποτέλεσμα της εικονοπλαστικής ιδιότητας του ποιητικού λόγου (Μπενέκος, 1981 και Καλλέργης, 1995), που  προσι­διάζει απόλυτα στην παιδική φύση,  χαρακτηρίζονται μαγικές, γιατί είναι διαφορετικές  μεταξύ τους.

  • Σύμφωνα με μια αφήγηση μαθήτριας, όταν οι φίλες της Ξανθούλας με τα παιδιά τους φτάνουν στην αποβάθρα, δεν προλαβαίνουν να την αποχαιρετίσουν κι αρ­κούνται ν’ ατενίζουν τη βάρκα της που απομακρύνεται. Η Ξανθούλα πριν ξεκινήσει για το ταξίδι της, τις περίμενε μάταια για πολλή ώρα στη βροχή, κρατώντας την πολύχρωμη ομπρέλα της.
  • Ένας μαθητής φαντάζεται τον εαυτό του μόνο μες στη νύχτα, να πλέει με τη βάρκα του στ’ ανοι­χτά. Από εκεί βλέπει ψηλά τα φώτα του αεροπλάνου, με το οποίο η Ξανθούλα ταξιδεύει για το εξωτερικό, όπου θα περάσει τις διακοπές της. Η κοπέλα προτίμησε να φύγει νύχτα, για να μην το αντιληφθούν οι φίλοι της και στενοχωρηθούν.
  • Άλλη μαθήτρια, ταυτιζόμενη με την Ξανθούλα, αναφέρει ότι ετοιμάζεται να ταξιδέψει στο εξωτερικό, προκειμένου να επισκεφτεί μια φίλη της εγκατεστημένη εκεί. Όλος ο κόσμος της δίνει ευχές και συμβουλές για το ταξίδι, χωρίς ωστόσο να κρύβει τη λύπη του που θα την αποχωριστεί. Η Ξανθούλα υποφέρει για τη θλίψη που προκαλεί η αναχώρηση της, υπερισχύει ωστόσο μέσα της η αγάπη για τα θα­λασσινά ταξίδια, οπότε δεν αλλάζει την απόφασή της να φύγει.
  • Ενώ στην ανταπόκριση που εξέφρασαν τα νήπια στις παραπάνω περιπτώσεις, κυριαρχεί η σκηνή του αποχωρισμού, άλλες αφηγήσεις επικεντρώθηκαν στην απόλαυση που προσφέρει η επαφή με τη θάλασσα. Κάποιος παρουσιάζει την Ξανθούλα ως κοριτσάκι που συνηθίζει μετά την κυριακάτικη λειτουργία να πηγαίνει στην παραλία με το μπαμπά του, για να κο­λυμπήσει. Συχνά μάλιστα φτάνει ως την αντικρινή στεριά, με αποτέλεσμα ο πατέρας του ν’ ανησυχεί ώ­σπου να επιστρέψει.
  • Ορισμένα νήπια προτίμησαν μια περιπετειώδη εξέ­λιξη, με αίσιο ωστόσο πάντα τέλος. Σε μια αφήγηση η Ξανθούλα παρουσιάζεται ως πεντάχρονο κοριτσάκι με ροζ φόρεμα, που ταξιδεύει μόνο του με καραβάκι προς το σχολείο του. Η αφηγήτρια την παρα­κολουθεί από το παράθυρό της κι όταν βλέπει ότι κινδυ­νεύει απ’ την ξαφνική θαλασσοταραχή, την προσεγγίζει με άλλη βάρκα και την σώζει. Το ίδιο βράδυ η Ξανθούλα διοργανώνει ένα σπουδαίο πάρτι για να γιορτάσει τη διάσωσή της.

6.2. Τρελαντώνης Fan Club

Το εκπαιδευτικό πρόγραμμά μας για το έργο της Δέλτα έχει τον τίτλο «Τρελαντώνης FanClub»Στο πλαίσιο του προγράμματος έχουμε χωρίσει τη σχολική τάξη σε πέντε σταθερές πενταμελείς υποομάδες, οι οποίες εκφράζουν συλλογικά την αναγνωστική ανταπόκρισή τους στα διάφορα αφηγηματικά επεισόδια μέσα από την ελεύθερη αναδιήγησή τους. Ακολουθεί η αφήγηση για το κεφάλαιο «Η βάρκα» τριών από τις  υποομάδες:

  • Ο θείος έχει ανέβει σ’ ένα καράβι και περιμένει τη θεία και τα παιδιά, για να ταξιδέψουν στο νησί. Πηγαίνουν εκεί σε μια φάρμα, για να αγοράσουν αυγά, επειδή στο θείο αρέσουν πολύ οι ομελέτες. Ο Αντώνης πηγαίνει μαζί, για να χαζεύει τις κότες. Ο θείος στο ταξίδι ψαρεύει με καλάμι. Η θεία κοιτάζει τη θάλασσα και τα παιδιά παίζουν με τα παιχνίδια που φέρνουν από το σπίτι τους. Όταν φτάνουν στο νησί, παίζουν με την άμμο.
  • Ο Τρελαντώνης σπρώχνει με το χέρι του τη βάρκα του πέρα δώθε. Την έχει βάλει μέσα στη μπανιέρα. Η Πουλουδιά τον ρωτάει αν μπορεί να πάρει κι αυτή τη βάρκα της να παίξουν μαζί. Όμως η βάρκα της Πουλουδιάς δεν προλαβαίνει τη βάρκα του Αντώνη, που είναι πιο γρήγορη. Τότε παίρνει τη βάρκα του και μπαίνει στο παιχνίδι κι ο Αλέξανδρος. Η Αλεξάνδρα τους ψάχνει. Θέλει να τους δείξει ένα μικρό καραβάκι που έχει βρει. Το είχε ο μπαμπάς τους, όταν ήταν παιδάκι. Το δοκίμασαν, κι αυτό ήταν το πιο γρήγορο απ’ όλα.
  • Τα δυο παιδιά, ο Αντώνης με τον Αλέκο είναι μέσα στη βάρκα. Τα κύματα πηγαίνουν τη βάρκα μακριά από τη στεριά. Με τα κουπιά τους δεν μπορούν να την σταματήσουν κι ο Αλέκος αρχίζει να κλαίει. Τα κύματα τούς παρασύρουν όλο και πιο βαθιά. Τώρα θέλει να κλάψει και ο Αντώνης. Όμως ο καιρός ξαφνικά γυρίζει. Τα κύματα πηγαίνουν προς την παραλία και βγάζουν σιγά-σιγά και τη βάρκα τους. Έτσι σώζονται. Όταν γυρίζουν στα σπίτια τους, κανένας δεν έχει καταλάβει όσα έγιναν.

 

6.3. Η Αιολική Γη πάει… νηπιαγωγείο.

Στο πρόγραμμα για το μυθιστόρημα του Βενέζη δώσαμε τον τίτλο «Η Αιολική Γη πάει… Νηπιαγωγείο». Ύστερα από την ανάγνωση κάθε αποσπάσματος, όλα τα νήπια το εικονογραφούν. Στη συνέχεια το καθένα επιλέγει μία από τις ζωγραφιές των συμμαθητών του και αναπτύσσει την ατομική αφήγησή του για το απόσπασμα, με σημείο αναφοράς τη ζωγραφιά που έχει επιλέξει. Έτσι ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη παρεμβάλλεται ο «άλλος» αναγνώστης, ο διάλογος με το λογοτεχνικό κείμενο διευρύνεται.

Το σύνολο των μαθητών έχουν συνεπώς ουσιαστικό κίνητρο να παρακολουθήσουν προσεκτικά την ανάγνωση του κειμένου και κατά συνέπεια την ευκαιρία να το απολαύσουν, καθώς στη συνέχεια θα παρουσιάσουν την αναγνωστική τους ανταπόκριση στη σχολική τάξη. Επίσης τα νήπια επιμελούνται ιδιαίτερα τις ζωγραφιές τους, ώστε αυτές να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των συμμαθητών τους και να χρησιμοποιηθούν στις αφηγήσεις τους. Ακολουθούν ενδεικτικά ατομικές αφηγήσεις δύο νηπίων:

  • Το παιδάκι με τη μαμά του δεν έχουν φύγει για το κτήμα του παππού, γιατί δεν έχουν ακόμη λιώσει τα χιόνια στα Κιμιντένια. Όσο μένει στην πόλη, μαζεύει κοχύλια, για να κάνει κατασκευές όταν θα είναι στο κτήμα. Έτσι θα περάσει τον καιρό του στην εξοχή και όταν θα επιστρέψει στην πόλη, θα πουλήσει τις κατασκευές του στους φίλους του. Τα χρήματα που θα κερδίσει, θα τα δώσει στον παππού, για να αγοράζει εργαλεία για το κτήμα.
  • Στα παιδιά αρέσει πολύ το σπίτι του παππού, γιατί έχει όμορφα χρώματα. Συχνά πηγαίνει και παίρνει από εκεί τα παιδιά ένας πειρατής. Τα βάζει στο καράβι του και ταξιδεύουν σ’ ένα ελληνικό νησί. Ο πειρατής δεν είναι άγριος, δεν αρπάζει θησαυρούς και δεν τον φοβάται κανένας. Έχει αυτό το καράβι, για να πηγαίνει τους ανθρώπους για μπάνιο. Επειδή είναι φίλος του παππού, όταν πηγαίνει στο σπίτι τους, του έχουν δικό του δωμάτιο για να τον φιλοξενούν.
  1. Αξιολόγηση

Η συμμετοχή των νηπίων στα διαφορετικά προγράμματα είναι καθολική και ενθουσιώδης. Όπως προκύπτει από την προηγηθείσα ενδεικτική παράθεση της αναγνωστικής ανταπόκρισης των νηπίων σε δύο πεζά και ένα ποιητικό κείμενο, που εκφράστηκε τόσο μέσα από ομαδικές όσο και μέσα από ατομικές αφηγήσεις, η δημιουργικότητα και η πρωτοτυπία  χαρακτηρίζουν την παιδική σκέψη.

Η ελεύθερη και αβίαστη έκφραση της αναγνωστικής προσέγγισης των νηπίων στα λογοτεχνικά έργα, με τη μορφή αφηγηματικών κειμένων τους, που έχουν ως ερέθισμα και αφετηρία τα έργα αυτά,  συνδέεται με το δημιουργικό ρόλο μας κατά την αναγνωστική διαδικασία.

Όλοι οι στόχοι που τέθηκαν σε σχέση με τη λογοτεχνική διδασκαλία σε νήπια στο πλαίσιο εκπαιδευτικών προγραμμάτων με παιγνιώδεις δραστηριότητες, επιτυγχάνονται σε κάθε περίπτωση, επειδή εναρμονίζονται πλήρως αφενός με τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες της λογοτεχνίας και αφετέρου με τη φύση των νηπίων.

8. Βιβλιογραφία

Booth, W.C. (1987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.

Culler, J. (1988). Literary competence  στο J. P. Tompkins ( Επιμ.), Reader-response criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 101-117.

Ηλία, Ε.Α.  και Ματσαγγούρας Η. Γ. (2006). Από το παιχνίδι στο λόγο: Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες. Στο Π. Παπούλια-Τζελέπη, Α. Φτερνιάτη, Κ. Θηβαίος (Επιμ.) στο  Έρευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην Ελληνική Κοινωνία. Πρακτικά Συνεδρίου: Ελληνικά Γράμματα, 307-317.

Ηλία, Ε. Α. (2004). Η ανάγνωση-διδασκαλία της Λογοτεχνίας ως παιχνίδι φαντασίας και έκφραση της προσωπικότητας, Διαδρομές, τ. 15, 167-178.

Huck, C., Hepler, S. και Hickman, J.  (1979). Children’s Literature in the Elementary School: Holt Rinehart And Winston, 679-713.

Iser, W. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Καλλέργης, Η. (1995). Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία, Αθήνα:  Καστανιώτης.

ΚαψωμένοςΕ(1998).  Διονύσιος Σολωμός. Ανθολόγιο θεμάτων της Σολωμικής Ποίησης (Εισαγωγή – σχόλια).  Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων.

Ματσαγγούρας, Η. Γ. (2001). Η Σχολική Τάξη, τ. Β΄ : Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του γραπτού λόγου. Αθήνα.

Μπενέκος, Α. (1981). Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ένας σταθμός στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα, 109-166.

Pascucci, M. και Rossi, F. (2002). ΄Oχι μόνο γραφέας, Γέφυρες, τ. 6, 16-23.

Ποσλανιέκ, Κ. (1992). Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, μτφρ. Στ. Αθήνη. Αθήνα: Καστανιώτης.

Τζιόβας, Δ. (1987). Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές κι ερμηνευτικές αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Γνώση.

Χουιζίνγκα, Γ. (1989). Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, μτφρ. Σ. Ροζάκης – Γ. Λυκιαρδόπουλος. Αθήνα: Γνώση.

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Τ Ρ Ε Λ Α Ν Τ Ω Ν Η Σ Fan Club


Ο κόσμος στο πέρασμα των χρόνων αλλάζει. Ωστόσο κάποια στοιχεία του παραμένουν αναλλοίωτα, σταθερά. Ένα από αυτά είναι ευτυχώς η παιδική φύση. Τα παιδιά εξακολουθούν να αγαπούν το παιχνίδι, να συμπεριφέρονται παρορμητικά με κίνητρο την περιέργειά τους να γνωρίσουν τον κόσμο και να κάνουν σκανταλιές. Τέτοιος ακριβώς είναι και ο ήρωας του ομώνυμου έργου της Πηνελόπης Δέλτα  «Τρελαντώνης», όπως μαρτυρεί  το παρατσούκλι    που του έχουν προσδώσει. Ο αφηγητής του λογοτεχνικού αυτού έργου εμφανίζεται ως προσεκτικός παρατηρητής, που καταγράφει γεγονότα και συμπεριφορές χωρίς να εκφέρει προσωπική κρίση. Αν και δεν επιχειρεί σε καμία περίπτωση να νουθετήσει το μικρό αναγνώστη, ή μάλλον ακριβώς επειδή δεν το κάνει, το έργο τής Δέλτα έχει αδιαμφισβήτητα τεράστια παιδαγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, η συμπάθεια και ο θαυμασμός των τριών αδερφών του Τρελαντώνη αλλά και η έμπρακτη αναγνώριση των αρετών του από τα ενήλικα μέλη της οικογένειάς του, παρόλο που συχνά ταλαιπωρούνται από τα παθήματα που τού προκαλεί ο ζωηρός χαρακτήρας του, έχει ως συνέπεια τα παιδιά-αναγνώστες να ταυτίζονται μαζί του. Ο μικρός Αντώνης συνιστά για εκείνα ένα λαμπρό λογοτεχνικό πρότυπο. Έτσι το σύνολο των θετικών χαρακτηριστικών του, στα οποία περιλαμβάνονται η φιλαλήθεια, η ειλικρίνεια, η ανάληψη της ευθύνης για τις πράξεις του και η αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει τη σχέση του με  τα αδέρφια του παρά το γεγονός ότι στη ζωή τους κυριαρχεί ο φόβος της τιμωρίας από τους ενηλίκους, μας υποβάλλονται αβίαστα.

Στο νηπιαγωγείο μας οι μικροί μαθητές της σχολικής χρονιάς 2009-2010 απόλαυσαν τις αταξίες τού  συγκεκριμένου ήρωα και τις προσάρμοσαν  στις δικές τους εμπειρίες κι επιθυμίες ενώ επινόησαν πολλές ακόμη νέες περιπέτειες. Οι εμπνευσμένες αφηγήσεις τους -είτε ομαδικές είτε ατομικές- που τις μοιραζόμαστε μαζί σας, αποδεικνύουν πως ο Τρελαντώνης παραμένει ελκυστικός και προσιτός, όπως και για τις γενιές που προηγήθηκαν και προφανώς και για εκείνες που θ’ ακολουθήσουν. Θα μπορούσαμε λοιπόν άνετα να τον χαρακτηρίσουμε  διαχρονικό, κλασικό λογοτεχνικό ήρωα.

Των κειμένων των νηπίων που παρουσιάζονται στο Α΄ μέρος, προηγείται ο τίτλος τού κεφαλαίου στο οποίο αναφέρονται, μια φράση-κλειδί του αντίστοιχου αποσπάσματος που συνοψίζει όσο είναι δυνατόν το περιεχόμενό του, καθώς και μια πολύ σύντομη περίληψή του. Τα παρατιθέμενα μαθητικά κείμενα συνοδεύονται από το όνομα της ομάδας  ή του  ατόμου που τα δημιούργησε.
Στο Β΄ μέρος οι μαθητές μας αποδίδουν πρωτότυπα επεισόδια που φαντάστηκαν, με ήρωα πάντα τον Τρελαντώνη.  Τις αφηγήσεις τους, καθώς  αναφέρονται σε συγκεκριμένες γιορτές, επετείους, εποχές, με βάση τις ημερομηνίες που δημιουργήθηκαν, τις  μεταφέραμε στο α΄ ενικό πρόσωπο και τις δημοσιεύουμε  με μορφή ημερολογίου.

Ελένη Α. Ηλία   (Νηπιαγωγός, Δρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας)

Τα μέλη των πέντε μαθητικών ομάδων σας εύχονται «Καλή διασκέδαση»
Αστέρι
Λεγεώνα
Ουράνιο Τόξο
Φεγγάρι
Χρώματα

Πηνελόπης Δέλτα, Τ Ρ Ε Λ Α Ν Τ Ω Ν Η Σ , εκδ. Εστία
Σημείωση: Οι εικόνες της δημοσίευσης προέρχονται από την εικονογράφηση του μυθιστορήματος, με την προσθήκη χρώματος.

Μέρος Α΄

Οι βόλοι
«Μια μέρα, η Πουλουδιά βρήκε έναν αληθινό θησαυρό, βόλους, βόλους μαύρους, πολλούς σκόρπιους, μικρούς, ολοστρόγγυλους.» (σ. 17)
Περίληψη: Η Πουλουδιά βρίσκει στο δρόμο βόλους και ενθουσιάζεται. Παίζει με αυτούς και τους παίρνει μαζί της στο σπίτι. Δεν πτοείται καθόλου από το γεγονός ότι τα αδέρφια της δεν συμμερίζονται τον ενθουσιασμό της για το εύρημά της και δεν επιθυμούν να το μοιραστούν μαζί της.

Ο Τρελαντώνης δεν παίρνει βόλους για το σπίτι, γιατί δεν θέλει να παίζει βόλους με τα κορίτσια, επειδή τον κερδίζει πάντα η Αλεξάνδρα. Ούτε η Αλεξάνδρα με τον Αλέξανδρο παίρνουν, επειδή δεν τους αρέσει το χρώμα τους. Έτσι τους παίρνει όλους μαζί της η Πουλουδιά, που το αγαπημένο χρώμα της είναι το μαύρο. (Ελίνα)

Οι κατσίκες
«-Καλέ, τι είναι αυτά; Τι είναι αυτές οι βρώμες στην αυλή μας; Ποιος έμπασε κατσίκες εδώ;» (σ. 25)
Περίληψη:  Όταν η θεία βρίσκει στην αυλή τους βόλους τής Πουλουδιάς, αναρωτιέται πότε μπήκαν εκεί κατσίκες. Έτσι αποκαλύπτεται στα παιδιά τι ήταν εκείνοι οι βόλοι. Η Πουλουδιά αισθάνεται ντροπή για το πάθημά της και ταυτόχρονα φόβο μήπως η θεία την τιμωρήσει, αν μάθει πως εκείνη ευθύνεται για το λέρωμα της αυλής.

Ο Τρελαντώνης παίζει στο δωμάτιό του. Κάνει πύργους και κάστρα με τους κύβους του. Βρίσκεται εκεί, γιατί η θεία τον έχει βάλει τιμωρία. Νoμίζει ότι αυτός έφερε τους βόλους στην αυλή και τον έβαλε να τους μαζέψει. Ο Τρελαντώνης είπε στη θεία ότι το έκανε η Πουλουδιά αλλά η θεία δεν τον πίστεψε. (Χρώματα)

Όταν ο Γιάννης πηγαίνει στα ξαδέρφια του, μετά το παιχνίδι ο Αντώνης τού    δείχνει τους βόλους της Πουλουδιάς, που τους έχουν πετάξει στα σκουπίδια. Ο Γιάννης, που έχει κατσίκες στην αυλή του, εξηγεί στα παιδιά τι είναι αυτοί οι βόλοι. (Βαγγέλης)

Ο Αντώνης κοροϊδεύει την Πουλουδιά για τους βόλους της. Η Πουλουδιά θυμώνει με τον Τρελαντώνη κι εκείνος τότε για να την ηρεμήσει, τής κάνει αστείες γκριμάτσες. Έτσι η Πουλουδιά γελάει και δεν του κρατά πια μούτρα. Τους βόλους τους παίρνει ύστερα από τα σκουπίδια ο μικρός Αλέξανδρος και παίζει  μαζί τους (Αστέρι)

Οι κατσίκες είναι μέσα στην αυλή. Τις βρήκε ο Τρελαντώνης στο δάσος και τις έφερε εκεί, για να παίζει μαζί τους. Έφαγαν χορταράκι και κοιμήθηκαν. Όταν τις είδε η θεία, τις έδειρε με τη μαγγούρα, για να φύγουν. Όμως τα παιδιά τις θέλουν κι έτσι η θεία θα τις κρατήσει τελικά με τη συμφωνία να καθαρίζει ο Τρελαντώνης την αυλή. Η μαγείρισσα φτιάχνει παγωτό για τα παιδιά με το γάλα που κάνουν οι κατσίκες στην αυλή. Τα παιδιά νιώθουν πολύ καλά τώρα που πίνουν κατσικίσιο γάλα κι όλοι λένε μπράβο στον Τρελαντώνη. (Ουράνιο Τόξο)

Ο Γιάννης
« – Εγώ, σα μεγαλώσω, θα πάρω το Γιάννη!» (σ. 71)
Περίληψη: Ο Γιάννης κάνει ακροβατικά στη βροχή και τα μικρότερα ξαδέρφια του που τον παρακολουθούν πίσω από το τζάμι, εντυπωσιάζονται εξαιρετικά. Η Πουλουδιά πάνω στον ενθουσιασμό της δηλώνει στ’ αδέρφια της ότι όταν θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί το Γιάννη, προκαλώντας ειρωνικές αντιδράσεις, καθώς την θεωρούν ανάξια να αποκτήσει τόσο σπουδαίο σύζυγο.

Η Πουλουδιά με το Γιάννη συζητάνε στην αυλή ψιθυριστά. Τα πρόσωπά τους δείχνουν χαρούμενα. Την επόμενη μέρα ο Γιάννης έρχεται κρυφά απ’ όλους, για να συναντήσει την Πουλουδιά. Εκείνη που πριν ντρεπόταν, τώρα πήρε θάρρος και είπε στο Γιάννη γιατί την κορόιδευαν τ’ αδέρφια της. Ο Γιάννης ούτε θύμωσε ούτε την κορόιδεψε που ήθελε να τον παντρευτεί. ( Ουράνιο Τόξο )

Όταν ο Γιάννης πάει στα ξαδέρφια του κι εκείνα του λένε ότι κάτι τον θέλει η Πουλουδιά. Επειδή όμως εκείνη ντρέπεται, του ζητάει μόνο να την βοηθήσει να μαζέψει τα παιχνίδια της. Μετά ο Γιάννης της ζητάει να βοηθήσει κι εκείνον
να μαζέψει τα δικά του παιχνίδια. Κι η Πουλουδιά λέει στ’ άλλα παιδιά «Τι σας φαίνεται παράξενο που μας βλέπετε μαζί; Αφού είμαστε ξαδέρφια». (Χριστίνα)

Η Πουλουδιά μυρίζει τα τριαντάφυλλα του κήπου. Κόβει ένα και ο Αντώνης τη ρωτάει τι θα το κάνει. Η Πουλουδιά απαντάει πως είναι για το Γιάννη. Ο Αντώνης θυμώνει, επειδή η Πουλουδιά θέλει ακόμη να παντρευτεί το Γιάννη. Ο Αντώνης το συζητάει με την Αλεξάνδρα και αποφασίζουν να το πουν στο Γιάννη. Εκείνος λέει στην Πουλουδιά πως δεν τη θέλει. Η Πουλουδιά όμως πιστεύει ότι ίσως αλλάξει γνώμη όταν μεγαλώσει. (Αθηνά)

Ο ναργιλές
« Είναι αναμμένος. Θέλεις να κάνω, όπως κάνει ο θείος, φούσκες στο νερό;» (σ. 83)
Περίληψη: Ο Αντώνης παίζει το θείο Ζωρζή και κάνει φούσκες με το ναργιλέ, όπως έχει δει εκείνον όταν καπνίζει. Όμως το κάπνισμα τού προκαλεί εμετό. Η θεία δεν τον τιμωρεί για την αταξία του, επειδή την ομολογεί ο ίδιος.

Ο Τρελαντώνης κάνει φούσκες με το ναργιλέ. Τότε μπαίνει στο σπίτι η θεία. Ο Τρελαντώνης τρέχει ν’ αφήσει το ναργιλέ στη θέση του. Όμως η θεία τον προλαβαίνει και τον δέρνει στο πισινό. Τότε ο Τρελαντώνης κάνει εμετό επί τόπου. Η θεία ανησυχεί και του πιάνει το μέτωπο. Ύστερα τον παίρνει αγκαλιά και τον πηγαίνει στο κρεβάτι του. Ο Τρελαντώνης δεν θα ξαναπάρει ποτέ πια το ναργιλέ, για να μην κάνει εμετό. Όμως η θεία θα του αγοράσει αυτό το μπουκαλάκι, που φυσάς και φεύγουν φούσκες  (Λεγεώνα)

Ο Τρελαντώνης βρίσκει στην άμμο ένα λάστιχο και με αυτό κάνει μπουρμπουλήθρες στη θάλασσα. Του αρέσει να κάνει μπουρμπουλήθρες. Μια φορά είχε κάνει με το ναργιλέ του θείου. Ο θείος είχε πάει στη λαϊκή να ψωνίσει, για να μαγειρέψει η θεία. Η θεία ήταν στην κουζίνα και τα κορίτσια είχαν πάει στις κούνιες το μικρό Αλέξανδρο. Έτσι ο Αντώνης που ήταν μόνος, μπήκε στο δωμάτιο του θείου και πήρε το ναργιλέ. Όμως όταν έκανε φούσκες, έτρεξε στο μπάνιο του θείου και έκανε εμετό. Για να καθαρίσει, τα δοκίμασε όλα, τη σφουγγαρίστρα, το σφουγγάρι και τελικά τα κατάφερε. Το μπάνιο έγινε λαμπερό και κανένας δεν κατάλαβε τίποτα.  (Μαρία 1)

Μπάτης ο γουρλής
« Πήρε τη φόρα του, έτρεξε, πήδηξε… κι έπεσε, πλουφ! μέσα στη στέρνα» (σ. 118)
Περίληψη: Ο Τρελαντώνης παίζει με τα ξαδέρφια του στον κήπο τους. Η Κλειώ τον προκαλεί, λέγοντάς του ότι δεν μπορεί να πηδήξει πάνω απ’ τη στέρνα. Εκείνος δοκιμάζει και πέφτει μέσα στο νερό. Η καλή του άσπρη φορεσιά γίνεται χάλια. Τα ξαδέρφια του γελάνε με το πάθημά του ενώ τα αδέρφια του ανησυχούν, επειδή πιστεύουν ότι η θεία θα τον τιμωρήσει αυστηρά.

Η θεία έπλυνε και σιδέρωσε την καλή στολή του Αντώνη κι έγινε καινούρια. Της ζήτησε να τη φορέσει και να πάει με τους φίλους του για παγωτό. Υποσχέθηκε να μην τη λερώσει κι έτσι η θεία το δέχθηκε. Μετά το παγωτό όμως σκέφτηκαν να πάνε στη θάλασσα. Ο Αντώνης έβγαλε τα ρούχα του και τα ακούμπησε στην ψάθα, για να κολυμπήσει. Τα ρούχα όμως τσαλακώθηκαν. Γύρισε στο σπίτι και μπήκε απ’ το παράθυρο, για να μην τα δει η θεία. Είδε όμως το μαγιώ του, που το είχε απλώσει στον ήλιο και τα κατάλαβε όλα. Έτσι τον τιμώρησε να μην ξαναπάει για μπάνιο όλο το Καλοκαίρι. (Χρώματα)

Την πιο κρύα μέρα του Φθινοπώρου ο Αντώνης φορά το μπουφάν, το κασκόλ και το σκουφάκι του και πηγαίνει κρυφά στο σπίτι του Γιάννη, όπου δεν είναι κανείς. Μπαίνει στον κήπο και πηδάει πάνω από τη στέρνα. Έβαλε όλη του τη δύναμη κι έτσι αυτήν τη φορά τα κατάφερε. Το είπε μόνο στα αδέρφια του, που του υποσχέθηκαν να μην τον μαρτυρήσουν στο θείο και στη θεία. (Λεγεώνα)

Η μάχη
«… -Πώς θα πολεμήσομε; ΄Η ΄Ελληνες θα είναι οι στρατιώτες σου ή Τούρκοι! Αφού οι δικοί μου είναι Έλληνες, οι δικοί σου πρέπει να είναι Τούρκοι!» (σσ. 136-137)
Περίληψη: Ο Αντώνης με τον Αλέξανδρο στήνουν τα στρατιωτάκια τους, για  να παίξουν μάχη. Το παιχνίδι εξελίσσεται σε κανονική μάχη, που συμμετέχουν όλα τα αδέρφια.

Πρώτος ρίχνει το βόλο του ο Αντώνης και πέφτουν κάτω τα μισά στρατιωτάκια του Αλέξανδρου. Περνάει τότε από κει η Πουλουδιά και λέει στον Αλέξανδρο «Καλή επιτυχία», γιατί θέλει να κερδίσει εκείνος. Όμως το χεράκι του Αλέξανδρου ήταν ιδρωμένο και ο βόλος του γλίστρησε και κύλησε χωρίς να χτυπήσει κανένα στρατιώτη του Αντώνη. Δεν θα νικήσει κανένας, γιατί η Πουλουδιά μπαίνει συνέχεια στη μέση και δεν τους αφήνει να παίξουν. Δεν θέλει με τίποτα να νικήσει ο Αντώνης, γιατί ύστερα κάνει τον έξυπνο. (Ευαγγελία)

Επειδή όποτε παίζουν κυνηγητό, δεν μπορούν να πιάσουν τον Αντώνη, ο Αλέξανδρος ζητάει να παίξουν με τα στρατιωτάκια. Τα δυο κορίτσια κάθονται δίπλα στον Αλέξανδρο, επειδή θέλουν να νικήσει εκείνος. Όμως νικάει ο Αντώνης. Αλλά δεν στεναχωριούνται, γιατί αμέσως μετά το παιχνίδι ο Αντώνης πηγαίνει κι αγοράζει μια καρδούλα κι ένα ροζ μπαλόνι για την Πουλουδιά, που έχει τα γενέθλιά της. Της Πουλουδιάς της αρέσει πολύ η έκπληξη και δίνει σε όλους από ένα φιλάκι στο μάγουλο.  (Μαρία 2)

Η βάρκα


« – Να ‘χεις μια τέτοια βάρκα… και να ‘σαι καπετάνιος! σκέφτηκε με λαχτάρα» (σ. 165).
Περίληψη: Ο Αντώνης με το φίλο του λύνουν μια βάρκα και ξανοίγονται στη θάλασσα. Όμως ο καιρός αγριεύει, τα κύματα παίρνουν τα κουπιά κι η ζωή τους κινδυνεύει. Οι δικοί τους τούς εντοπίζουν και τους σώζουν.

Ο θείος έχει ανέβει σ’ ένα καράβι και περιμένει τη θεία και τα παιδιά, για να ταξιδέψουν στο νησί. Πηγαίνουν εκεί σε μια φάρμα, για να αγοράσουν αυγά, επειδή στο θείο αρέσουν πολύ οι ομελέτες. Ο Αντώνης πηγαίνει μαζί, για να χαϊδεύει τις κότες. Ο θείος στο ταξίδι ψαρεύει με καλάμι. Η θεία κοιτάζει τη θάλασσα και τα παιδιά παίζουν με τα παιχνίδια που φέρνουν από το σπίτι τους. Όταν φτάνουν στο νησί, παίζουν με την άμμο.  (Χρώματα)

Ο Τρελαντώνης έχει βάλει τη βάρκα του στη μπανιέρα. Την σπρώχνει με το χέρι του πέρα δώθε. Η Πουλουδιά τον ρωτάει αν μπορεί να πάρει κι αυτή τη βάρκα της να παίξουν μαζί. Όμως η βάρκα της Πουλουδιάς δεν προλαβαίνει τη βάρκα του Αντώνη, που είναι πιο γρήγορη. Τότε παίρνει τη βάρκα του και μπαίνει στο παιχνίδι κι ο Αλέξανδρος. Η Αλεξάνδρα τους ψάχνει. Θέλει να τους δείξει ένα μικρό καραβάκι που είχε βρει. Το είχε ο μπαμπάς τους, όταν ήταν παιδάκι. Το δοκίμασαν κι αυτό ήταν το πιο γρήγορο απ’ όλα.  (Αστέρι)

Ο Τρελαντώνης πετάει πέτρες στη θάλασσα. Εκεί τον βρίσκει ο φίλος του ο Αλέκος και του λέει «μπαίνουμε στη βάρκα;» Αλλά έκανε φουρτούνα, το σχοινί κόπηκε κι η βάρκα βρέθηκε μακριά από τη στεριά. Τα παιδιά φοβήθηκαν να μην πνιγούν. Τότε είδαν τα κουπιά στον πάτο της βάρκας. Τα πήραν κι άρχισαν να κάνουν κουπί. Πέρασαν κάτω από μια γέφυρα. Κάποιος που ψάρευε από κει τους φώναξε: «Παιδιά, πώς βρεθήκατε μέσα;» Εκείνοι του ζήτησαν βοήθεια. Ο άνθρωπος ειδοποίησε ένα φίλο του που έχει ζωολογικό κήπο κι αυτός βρήκε μια άλλη βάρκα και πήγε και τους έσωσε.  (Λεγεώνα)

Τα δυο παιδιά, ο Αντώνης με τον Αλέκο είναι μέσα στη βάρκα. Τα κύματα πηγαίνουν τη βάρκα μακριά από τη στεριά. Με τα κουπιά τους δεν μπορούν να την σταματήσουν κι ο Αλέκος αρχίζει να κλαίει. Τα κύματα τούς παρασύρουν όλο και πιο βαθιά. Τώρα θέλει να κλάψει και ο Αντώνης. Όμως ο καιρός ξαφνικά γύρισε. Τα κύματα πήγαιναν προς την παραλία κι έβγαζαν σιγά-σιγά και τη βάρκα τους. Έτσι σώθηκαν. Όταν γύρισαν στα σπίτια τους κανένας δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί.  (Ευαγγελία)