
«Το γκρι ταγιέρ»
Η Αφροδίτη μάζεψε τα τελευταία φλιτζάνια από το πρωινό. Έπρεπε να βιαστεί γιατί θα αργούσε στο ραντεβού της. Έβγαλε γρήγορα το γκρι ταγιέρ από τη ντουλάπα και το φόρεσε. Κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέφτη. Σκέφτηκε πως η φούστα ήταν κοντή και τόνιζε τα χοντρά της πόδια. Έπειτα κοίταξε τα μπράτσα της. Της φαίνονταν επίσης χοντρά και άκομψα. Χτένισε γρήγορα τα μαλλιά της και έβαψε με μια ελαφριά σκιά τα μάτια της. Θέλησε να βάλει κραγιόν, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα. Δεν είχε ούτε χρόνο ούτε τη διάθεση για άλλη μία επικριτική ματιά. Πήρε την τσάντα της και προχώρησε στην πόρτα. Ο Μιχάλης, ο άντρας της εδώ και δεκαπέντε χρόνια, την κοίταξε. Εκείνη προσπάθησε να αποφύγει τη ματιά του. Εκείνος το κατάλαβε και της μίλησε:
«Πού πας έτσι ντυμένη; Δεν είναι εμφάνιση αυτή. Τα πόδια σου είναι που είναι χοντρά πρέπει να τα δείχνεις κιόλας; Άλλαξέ το!»
Η Αφροδίτη στάθηκε, κάτι πήγε να πει αλλά η ματιά του δεν την άφησε. Γύρισε πίσω και φόρεσε το μπλε φαρδύ παντελόνι της.
Την επόμενη ώρα βρισκόταν στο γραφείο της. Η γραμματέας της έδειξε τα ραντεβού. Ήταν αρκετά. Ένιωσε πολύ κουρασμένη κι ακόμα δεν είχε ξεκινήσει. Πώς θα τα έβγαζε πέρα; Κοίταξε τα ονόματα. Πρώτο ραντεβού η κυρία Σπύρου. Μια γυναίκα μέτριας μόρφωσης και χωρίς εισόδημα. Με δύο παιδιά και έναν σύζυγο πολύ βάναυσο. Ήταν σίγουρη ότι τη χτυπούσε κι εκείνη και τα παιδιά, όμως η κυρία Σπύρου αρνιόταν να το παραδεχτεί. Φοβόταν, το καταλάβαινε αυτό και προσπαθούσε να την πείσει να το πει για να τη βοηθήσει. Μπορούσε να τη στείλει μαζί με τα παιδιά σε κάποιον ξενώνα για κακοποιημένες γυναίκες, αλλά εκείνη δεν ήθελε. Έτσι, η Αφροδίτη έκανε ότι μπορούσε για να τη δυναμώσει, να τη γεμίσει αυτοπεποίθηση, μα αυτό ήταν σχεδόν ακατόρθωτο με τη ζωή που είχε ζήσει.
Αισθανόταν μια ιδιαίτερη συμπάθεια για αυτή τη γυναίκα. Της θύμιζε τη μητέρα της, καθώς κι εκείνη αδιαμαρτύρητα υπέμενε του κόσμου τα βασανιστήρια από τον αλκοολικό και βάρβαρο πατέρα της. Τελικά, δεν άντεξε και πέθανε νέα. Η Αφροδίτη μεγάλωσε με τη γιαγιά της κι από τότε έψαχνε να βρει τη θέση της στον κόσμο. Κατάφερε να σπουδάσει ψυχολογία και να πετύχει στον τομέα της. Η δόξα όμως και τα χρήματα δεν της έδωσαν τις απαντήσεις που έψαχνε. Ποια ήταν και τι ζητούσε από τη ζωή.
Επόμενο ραντεβού ήταν η κυρία Μήτρου. Μια γυναίκα ευκατάστατη, αλλά με χαμηλή αυτοεκτίμηση, που δεν μπορούσε να υψώσει ανάστημα στην κακοποίηση της κόρης της από τον γαμπρό. Η κόρη όχι μόνο δεν καταλάβαινε ότι αυτός ζούσε με τα δικά της λεφτά, αλλά τον φοβόταν και τόσο που τον άφηνε να την κακοποιεί κιόλας. Και η κυρία Μήτρου πάλευε να βρει τη φωνή της, για να καταφέρει να βοηθήσει την κόρη της.
Στη συνέχεια, έπρεπε να δει τον εκπρόσωπο του συλλόγου κακοποιημένων γυναικών. Η Αφροδίτη ήταν πρόεδρος και έπρεπε να συζητήσουν για τις νέες δράσεις. Δεν επεδίωξε η ίδια να είναι πρόεδρος, αλλά η φήμη της και τα αποτελέσματα της δουλειάς της, οδήγησαν σε αυτό. Αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο, τη φωνή όλων των κακοποιημένων γυναικών. Βαρύ το φορτίο που είχε στις πλάτες της. Ιδίως γιατί καταλάβαινε βαθιά μέσα της, ότι δεν έπρεπε να βρίσκεται σε αυτή τη θέση. Δεν της άξιζε. Δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται σε αυτή τη θέση μια γυναίκα, που εδώ και δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια δεχόταν συστηματική ψυχική κακοποίηση από τον άντρα της, χωρίς να αντιδρά.
Σηκώθηκε όρθια. Δεν ήταν ώρα για αυτές τις σκέψεις. Όπου να’ ναι θα ερχόταν η κυρία Σπύρου και έπρεπε να προετοιμαστεί. Αποφάσισε να την πιέσει να παραδεχτεί ότι ο άντρας της τη χτυπούσε. Θα της μιλούσε πιο σκληρά από ό,τι έκανε ως τώρα, και θα την ανάγκαζε να το παραδεχτεί. Θα την έστελνε στον ξενώνα προτού να ήταν αργά. Ναι, αυτό θα έκανε. Ένιωσε λίγο καλύτερα. Άρχισε να βρίσκει κάποιο νόημα μέσα σε όλο αυτό το χάος που ζούσε.
Η γραμματέας μπήκε αναστατωμένη και είπε πως η κυρία Σπύρου δεν θα έρθει. Δεν θα ερχόταν ξανά. Η Αφροδίτη σκέφτηκε ότι δεν την άφησε ο άντρας της και θύμωσε. Η γραμματέας, με φωνή γεμάτη θλίψη είπε ότι η κυρία Σπύρου βρέθηκε νεκρή. Την σκότωσε ο άντρας της το προηγούμενο βράδυ. Η Αφροδίτη πιάστηκε από την πολυθρόνα για να μην πέσει. Ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Είχε αποτύχει να τη βοηθήσει, να τη σώσει. Όπως ακριβώς είχε κάνει και με τη μητέρα της. Όπως ακριβώς είχε κάνει και με τη ζωή της. Δεν ήταν ικανή για τίποτα. Πόσο ήθελε να εξαφανιστεί, να χαθεί. Κοίταξε κάτω. Η ματιά της έπεσε στο παντελόνι της. Το παντελόνι που φόρεσε για να κρύψει τα χοντρά της μπούτια. Εκείνη τη στιγμή, σαν κάτι να ξύπνησε μέσα της. Η θλίψη έγινε οργή που ξεχείλισε και τώρα πια δεν μπορούσε να την σταματήσει. Σηκώθηκε και βγήκε.
Στάθηκε μπροστά στον άντρα της. Εκείνος πήρε το συνηθισμένο υποτιμητικό του ύφος. Τον κοίταξε στα μάτια και χωρίς να πει τίποτα, πήγε στο δωμάτιό της. Μετά από λίγο βγήκε φορώντας το γκρι ταγιέρ και κρατώντας μία βαλίτσα. Αυτός σάστισε και τη ρώτησε πού πήγαινε. Τον κοίταξε με περιφρόνηση και βγήκε. Την ακολούθησε φωνάζοντας. Η Αφροδίτη μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε. Τώρα ήξερε. Ήταν η Αφροδίτηκαι ήθελε να ζήσει ευτυχισμένη!
Πίνακας του Πάμπλο Πικάσο