Κοιτάζω τα παπουτσάκια στη βιτρίνα. Δεν θέλω να τα αγοράσω. Δεν γίνεται. Γιατί αυτή η βιτρίνα δεν είναι κάποιου μαγαζιού. Βρίσκεται μέσα σε ένα μουσείο, σε αυτό της Αρχαίας Αγοράς που πήγαμε με το σχολείο. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι ένα μικρό παιδάκι να τρέχει την οδό Παναθηναίων, να τριγυρίζει στην Αγορά, να αγκαλιάζει τη μητέρα του. Πόσο χρονών να ήτανε; Και μετά λέω όχι, όχι. Αν είναι τα παπουτσάκια ενός παιδιού τότε αυτό πέθανε μικρό.
Αλλάζω λοιπόν την ιστορία. Θέλω να σκέφτομαι πως αυτά δεν βρέθηκαν σε τάφο, αλλά ήταν από τότε σε μία βιτρίνα και περίμεναν. Αγορά δεν λέγεται το μέρος; Τα παπουτσάκια είναι από πηλό και μάλλον αποτελούσαν το σχέδιο για τις παραγγελίες. Τα ετοίμαζε ο παπουτσής και τα πήγαινε έτοιμα στο σπίτι. Η μόδα πέρασε όμως και τα παπουτσάκια αυτά δεν ήταν ελκυστικά. Τα πέταξε στην άκρη και αυτά θάφτηκαν. τα βρήκαν αιώνες μετά στις ανασκαφές. Και να που τώρα γράφουμε μια ιστορία για αυτά. Πού να ήξεραν τι τύχη τα περίμενε!
Ε. Ρούσσου, Α3