πληροφορίες για την επίσκεψη στο αρχαίο θέατρο Δημητριάδας

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ

Η αρχαία πόλη της Δημητριάδας, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της αρχαιότητας, καταλαμβάνει την ευρύχωρη περιοχή στα νότια του κόλπου του Βόλου, απέναντι από τη σύγχρονη πόλη. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά δημόσια κτίρια, που έχουν εντοπισθεί και ανασκαφεί, εξέχουσα θέση κατέχει το αρχαίο θέατρο.

Το αρχαίο θέατρο της Δημητριάδας βρίσκεται σε απόσταση 150 μέτρα περίπου νότια από τον συνοικισμό των Νέων Παγασών Βόλου, δυτικά του δρόμου Βόλου-Αλμυρού, στη θέση “Δόντια” (την ονομασία αυτή διατήρησε η λαϊκή παράδοση για τα ορατά, ως τις μέρες μας, κατώτερα τμήματα της σειράς των πεσσών, που ανήκαν στο ρωμαϊκό υδραγωγείο της Δημητριάδας και το οποίο περνούσε από τη νότια πλευρά του θεάτρου).

Οι ανασκαφές άρχισαν στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Απ. Αρβανιτόπουλο και συνεχίσθηκαν στη δεκαετία του 1950 από τον Δ. Ρ. Θεοχάρη. Νέα περίοδος ανασκαφών ξεκίνησε από το 1986, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Με τις ανασκαφικές έρευνες αποκαλύφθηκε το θέατρο στη μορφή που είχε κατά την τελευταία φάση της χρήσης του, ενώ παράλληλα διαπιστώθηκε το μέγεθος της λιθοθηρίας, που συντελέσθηκε από την ύστερη αρχαιότητα και αργότερα, όταν η περιοχή του θεάτρου είχε μετατραπεί σε μεγάλο λατομείο καλοδουλεμένου οικοδομικού υλικού, έτοιμου να ξαναχρησιμοποιηθεί σε νέες κατασκευές.

Παρά την απογύμνωση του κτιρίου από τη λίθινη επένδυσή του, γεγονός που δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες στη μελέτη του, η συνεχιζόμενη ανασκαφή προσθέτει διαρκώς νέα στοιχεία, που βοηθούν την όσο το δυνατόν πληρέστερη κατανόηση των λειτουργιών των τμημάτων του μνημείου.

Το θέατρο διαιρείται σε τρία μέρη: α) τη σκηνή με το προσκήνιο β) την
ορχήστρα με τις παρόδους και γ) το κοίλο με τα εδώλια των θεατών.

Η σκηνή βρίσκεται ανατολικά από την ορχήστρα και απέναντι από το κοίλο. Το τμήμα της, που είναι σήμερα ορατό, (μήκους 23.75 μ., πλάτους 8.75 μ.) ανήκει στα ρωμαϊκά χρόνια.

Περιλαμβάνει τρεις αίθουσες στη σειρά, καθεμιά από τις οποίες έχει πρόσβαση στο προσκήνιο και στην ορχήστρα. Στην είσοδο του βόρειου δωματίου σώθηκε στη θέση του το μαρμάρινο κατώφλι, που διατηρεί όλα τα σημάδια στήριξης μιας δίφυλλης πόρτας.

Η σκηνή την περίοδο αυτή ήταν τουλάχιστον διώροφη, όπως συμπεραίνεται από την ανεύρεση των τριών πρώτων βαθμίδων κτιστής κλίμακας ανόδου στον πρώτο όροφο, που βρέθηκε στη Ν.Α γωνία της βόρειας αίθουσας.

Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων της σκηνής ήταν καλυμμένες με χρωματιστά κονιάματα, μικρά κομμάτια από τα οποία βρέθηκαν πεσμένα κατά την ανασκαφή στο εσωτερικό των αιθουσών.

Σε δίλοβα ή πολύλοβα παράθυρα των ορόφων είναι πιθανόν να ανήκουν κομμάτια από μαρμάρινους αμφικίονες, που βρέθηκαν στις ανασκαφές του Δ.Ρ. Θεοχάρη.
Από την επίστεψη του τοίχου της ρωμαϊκής σκηνής είναι πιθανόν να προέρχεται ένα μεγάλο και περίτεχνα δουλεμένο κομμάτι από ιωνικό γείσο, που βρίσκεται σήμερα στη μεσαία αίθουσα.

Η σκηνή δεν είχε την ίδια μορφή καθ’ όλη τη μακραίωνη διάρκεια λειτουργίας του θεάτρου. Από τις πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες αποκαλύφθηκαν μικρά μόνον τμήματα δύο παλιότερων αρχιτεκτονικών της φάσεων, τα οποία, προς το παρόν, δε βοηθούν στην αποκατάσταση της συνολικής τους κάτοψης.

Η παλιότερη πάντως από τις δύο αυτές φάσεις είναι πολύ πιθανόν να ανήκε στην αρχική μορφή του θεάτρου, της ελληνιστικής εποχής.

Προς την πλευρά της ορχήστρας, δυτικά της σκηνής και κατά μήκος της πρόσοψής της, αναπτύσσεται το προσκήνιο. Πρόκειται για έναν στεγασμένο, στενό (πλάτους2.75 μ.) και σχετικά χαμηλό διάδρομο με στοά προς την πλευρά της ορχήστρας.

Από τη στοά σώζεται σήμερα μόνο ο στυλοβάτης με τους τόρμους (τρύπες) στήριξης των κιόνων.

Από την παλιότερη ελληνιστική στοά του προσκηνίου βρέθηκαν πώρινα κομμάτια δωρικών κιονοκράνων, ημικιόνων και δωρικού γείσου καθώς επίσης και από ένα κομμάτι επιστυλίου και ζωφόρου με τρίγλυφα και ακόσμητες μετόπες, με βάση τα οποία μπορεί να προταθεί η σχεδιαστική αναπαράσταση της όψης του θριγκούτης δωρικής στοάς της παλιότερης φάσης του προσκηνίου.
Στα ρωμαϊκά χρόνια το προσκήνιο είναι πιθανόν ότι ανακατασκευάζεται και τη θέση της πώρινης δωρικής στοάς παίρνει μια μαρμάρινη ιωνική με αμφικίονες. Προς αυτή την υπόθεση οδηγεί η ανεύρεση δύο μαρμάρινων ιωνικών κιονοκράνων αμφικιόνων και ενός μικρού τμήματος ιωνικού γείσου, που βρέθηκε σε παλιότερες ανασκαφές.
Δυτικά, μεταξύ του προσκηνίου και του κοίλου, βρίσκεται η πεταλόσχημη ορχήστρα, για τη χάραξη της οποίας χρησιμοποιήθηκε ένας κύκλος με διάμετρο 24.15 μ. Το δάπεδό της αποτελείται από πατημένο χώμα χωρίς λίθινη επένδυση. Περιμετρικά υπάρχει κτιστός αποχετευτικός αγωγός, ο οποίος δεχόταν όλα τα νερά της βροχής που κατέβαιναν ορμητικά από το κεκλιμένο επίπεδο του κοίλου. Ο αγωγός, ο οποίος διατηρεί αρκετές από τις καλυπτήριες πλάκες του, απομάκρυνε τα νερά νότια της σκηνής, διαμέσου της νότιας παρόδου.
Σε κεντρική θέση της ορχήστρας υπάρχει σε δεύτερη χρήση βάθρο αγάλματος, που πιθανόν να στήριζε τη θυμέλη (βωμό). Λίγο δυτικότερα βρέθηκαν τρεις πλακαρές πέτρες η μια από τις οποίες σώζει προσαρμοσμένο στην πάνω επιφάνειά της έναν σιδερένιο δακτύλιο.

Παρόμοιους δακτυλίους θα έφεραν και οι άλλες δύο πέτρες, όπως φαίνεται από τους τόρμους προσαρμογής τους, που υπάρχουν σε ανάλογες με τον πρώτο λίθο θέσεις. Η ακριβής χρήση των λίθων είναι προβληματική, ενώ είναι βέβαιο ότι η παρουσία τους σχετίζεται με τα δρώμενα στο χώρο του θεάτρου.

Δεξιά και αριστερά από την ορχήστρα, προς την πλευρά της σκηνής, ανοίγονται οι δύο πάροδοι διαμέσου των οποίων ήταν εφικτή η προσέλευση και αποχώρηση των θεατών. Κατά την ελληνιστική περίοδο και στις δύο παρόδους υπήρχαν μνημειακές είσοδοι με τεράστιες δίφυλλες πόρτες, από τις οποίες σώθηκαν μόνον τα λίθινα κατώφλια.

Στη βόρεια πάροδο, όπου έχει πραγματοποιηθεί εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα, διαπιστώθηκε η καταστροφή της εισόδου ύστερα από την κατάρρευση του μεγάλου αναλημματος του κοιλου, που ήταν κατασκευασμένο από ωμά πλιθιά και του οποίου το κατώτερο τμήμα είναι σήμερα ορατό.

Στην τελευταία επισκευή του θεάτρου η μνημειακή είσοδος καταργήθηκε, ένα μέρος της κατέλαβε ο νέος αναλημματικός τοίχος του κοίλου και στη θέση της επίπεδης παρόδου δημιουργήθηκε ένα κεκλιμένο επίπεδο από χώμα (ράμπα), που επέτρεπε την ομαλή μετάβαση των θεατών από το ψηλότερο επίπεδο, βόρεια της παρόδου, προς το χαμηλότερο της ορχήστρας.

Το κοίλο έχει τη μορφή αναπτύγματος ανεστραμμένου κόλουρου κώνου.Στην περιοχή αυτή του θεάτρου δεν έχει γίνει εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα πέρα από τον καθαρισμό του κεντρικού τμήματος του κοίλου, που πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1950.

Σήμερα είναι ορατό το μεγαλύτερο μέρος των βατήρων της πρώτης σειράς των εδωλίων, από τα οποία σώζονται μόνο δύο. ομάδες. Το υλικό της μιας ομάδας είναι ο πωρόλιθος (τα παλιότερα), ενώ της δεύτερης το γκρίζο μάρμαρο (τα νεότερα).

Από παρατηρήσεις, τεχνικής φύσης, στους βατήρες των εδωλίων και την υποθεμελίωσή τους διαπιστώθηκε ότι το κοίλο του θεάτρου, μετά την αρχική κατασκευή, υπέστη τρεις καταστροφές και τρεις επισκευές μεγάλης κλίμακας.

Στα ψηλότερα επίπεδα του κοίλου δεν σώζονται εδώλια, παρά μόνον, κατά διαστήματα, πλάκες πωρολίθου, πολλές από τις οποίες είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί σε παλιότερες αρχιτεκτονικές κατασκευές.

Η έλλειψη των εδωλίων του κοίλου δημιουργεί αμφιβολίες και για τη θέση των κλιμάκων, που οδηγούσαν τους θεατές από την ορχήστρα στα ψηλότερα σημεία του κοίλου και οι οποίες το διαιρούσαν σε ίσα κατακόρυφα σφηνοειδή τμήματα, τις κερκίδες.

Στο ψηλότερο και μεσαίο μόνο μέρος του κοίλου η διαμόρφωση του εδάφους δείχνει ότι υπήρχε και επιθέατρο, για το οποίο όμως δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο. Στο μέσο του ύψους του το κοίλο διασχίζεται οριζόντια από τον αγωγό του ρωμαϊκού υδραγωγείου της Δημητριάδας.

Σύμφωνα με τα νομίσματα, που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, είναι πολύ πιθανόν ότι το αρχαίο θέατρο κατασκευάσθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση της Δημητριάδας το 294-292 π.Χ. και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τα μέσα του 40υ αι. μ.Χ.

Στο χρονικό αυτό διάστημα των 650 περίπου χρόνων λειτουργίας του θεάτρου υπήρχαν και ορισμένες περίοδοι εγκατάλειψής του, που οπωσδήποτε σχετίζονται με τις διαπιστωμένες καταστροφές και αλλεπάλληλες επισκευές του.

Σε μια τέτοια περίοδο μη λειτουργίας του θεάτρου, η περιοχή νότια της νότιας παρόδου χρησιμοποιήθηκε σαν χώρος απόρριψης αποτυχημένων αγγείων ενός εργαστηρίου κεραμικής της Δημητριάδας, που είχε εγκατασταθεί κάπου εκεί κοντά.

Τα σημερινά ορατά απομεινάρια του αρχαίου θεάτρου της Δημητριάδας δίνουν αμυδρή μόνον εικόνα ενός λαμπρού έργου της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής, για το οποίο γίνονται σημαντικές προσπάθειες να επανενταχθεί στη σύγχρονη ζωή της πόλης του Βόλου.

Μπάμπης Γ. Ιντζεσίλογλου
Αρχαιολόγος
Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου
Χάρτης: Θάλεια Μακρή – Σκοτεινιώτη
Ηλεκτρονική επεξεργασία σχεδίων: Μαργαρίτης Μπατζανόπουλος
Δημοτική Τουριστική Επιχείρηση Βόλου
Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας Βόλου
ΙΓ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *