Η μαθήτριά μας, Εβιάννα Ζουλού, με αφορμή το πρόγραμμα «Προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα του 20ού αιώνα», αλλά και μια αφήγηση της γιαγιάς της, γράφει:
Το 1922, μια οικογένεια βίωσε την καταστροφή από πρώτο χέρι. Η πενταμελής οικογένεια με το επώνυμο Σφaντός έζησε την καταστροφή στην πόλη Βούρλα, λίγο πιο μακριά από το λιμάνι της Σμύρνης. Η οικογένεια αποτελούνταν από τους γονείς, τον μεγαλύτερο αδερφό, το Γιάννη -που τον φώναζαν Γιάγκο- τον Ευθύμιο, τον Ευστάθιο -που τον φώναζαν Στάθη- και τη Μαρία. Ολα τα αγόρια ήταν σκουρόχρωμα στην επιδερμίδα και στα μαλλιά, σε αντίθεση με την κατάξανθη Μαρία.
Το πρωί της 13ης Αυγούστου, γνωρίζοντας ότι ο κίνδυνος πλησίαζε, άρχισαν να σκίζουν τα παλτά τους και να ρίχνουν μέσα στις τρύπες όσα ασημικά και χρήματα μπορούσαν. Ξεκίνησαν να βαδίζουν με βαριά καρδιά προς το λιμάνι. Ο δρόμος ήταν δύσκολος, αλλά κατάφεραν να φτάσουν. Όταν έφτασαν, ξεκίνησαν να τρέχουν προς το καράβι. Η Μαρία όμως ήταν άτυχη. Σύμφωνα με την αφήγηση της γιαγιάς μου, ένας Τούρκος την έπιασε από τα μαλλιά και απείλησε τη μητέρα της ότι είχε δυο επιλογές: ή να την σκοτώσει μπροστά της ή να την πάρει μαζί του. Ο πόνος της μάνας να βλέπει τον παιδί της να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια της ήταν μεγάλος και έτσι την άφησε πίσω.
Ο Γιάγκος και ο Ευθύμιος, ηλικίας περίπου δώδεκα χρόνων, πήραν ένα καράβι κι έφτασαν στην Σάμο. Οι γονείς τους χάθηκαν και ο Στάθης, μόλις έξι ετών, έμεινε μόνος του. Μπήκε μέσα σε ένα καράβι και έφτασε στην Κρήτη. Εκεί, υιοθετήθηκε από μια οικογένεια. Πήρε το επίθετο Σφαλτουδάκης. Τα χρόνια περνούσαν και ο Στάθης νοσταλγούσε τις παλιές καλές ημέρες με τα αδέρφια του. Ένα βράδυ αποφάσισε να το σκάσει. Έτσι κι έκανε. Μπήκε σε ένα καράβι και ξεκίνησε. Το καράβι τον έβγαλε στο Λαύριο…
Εβιάννα Ζουλού Γ’ 1