To περιεχόμενο είναι η ιστορική αναδρομή και περιγραφή της περιοχής και των ανθρώπων της. Προέκυψε ως αποτέλεσμα εργασίας των μαθητών του σχολείου στα πλαίσια εκπαιδευτικού προγράμματος για την τοπική ιστορία που υλοποιήθηκε το σχολικό έτος 2014-2015. Οι μαθητές που ερεύνησαν, συγκέντρωσαν, επέλεξαν και συνέγραψαν το υλικό ήταν οι: Δανανά Κων/να, Δημολιού Δήμητρα-Βάγια, Δοϊνάκης Θεόδωρος, Καρφάκης Ιωάννης, Λιακόπουλος Σπυρίδων, Μανελλάρι Ρενάτο, Μανωλοπούλου Θωμαή, Μπουρσούκης Δημήτριος, Ντούσκου Γκεσιάνα, Τσαχουρίδου Σουμέλα. Συντονιστής της ομάδας των μαθητών και υπεύθυνη του έργου ήταν η φιλόλογος Ελένη Αγιάννη.

- Ιστορική αναδρομή
- Ονομασία
- Χριστιανισμός και Κίτρος
- Ιστορικά στοιχεία
- Φρόνημα και προέλευση των κατοίκων του Κίτρους
- Παρακμή
- Επανεγκατάσταση
- Γενεαλογικό δέντρο
- Θρησκεία
- Γλώσσα
- Ήθη και έθιμα
- Ξένες οικογένειες
- Εκκλησίες του Κίτρους
- Αλυκή Κίτρους
- Υδροβιότοπος
- Πηγές
Το Κίτρος με 1.506 κατοίκους είναι χωριό της Πιερίας. Ιδρύθηκε κατά τον Μεσαίωνα και θεωρείται παλαιότερο ακόμα και από την Κατερίνη. Από οικονομική άποψη σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζουν οι αλυκές του χωριού. Η Αλυκή ονομαζόταν Τούζλα μέχρι το 1927.
Οι κάτοικοι είναι ντόπιοι και πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και καλλιεργούν καπνά, ακτινίδια, πράσα και βαμβάκια στην εύφορη περιοχή τους. Μάλιστα, το χωριό θεωρείται ένα από τα πρώτα – αν όχι το πρώτο – όπου άρχισαν να καλλιεργούνται τα ακτινίδια.
Σήμερα, το Κίτρος υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Πύδνας – Κολινδρού και μαζί με την Αλυκή απαρτίζει το Δημοτικό Διαμέρισμα Πύδνας. Απέχει από την Κατερίνη 16 χιλιόμετρα. Είναι γνωστό από την εκκλησιαστική του ιστορία, καθώς υπήρξε έδρα επισκοπής, με προνόμιο να αντικαθιστά τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης σε περίπτωση απουσίας του. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας έγινε έδρα Καθολικής επισκοπής.

Υπάρχουν αρκετές εκδοχές για την ονομασία του χωριού. Μία από αυτές είναι ότι επειδή υπήρχε εκεί κοντά χάνι και έτρωγαν οι ταξιδιώτες από το Γιδά (σημερινή Αλεξάνδρεια Ημαθίας), που είχαν προορισμό τη Λάρισα, έλαβε την ονομασία «Κίτρος» (από το «εκεί τρως»). Η εκδοχή ότι το όνομα του χωριού οφείλεται στις κιτριές που υποτίθεται ότι αφθονούσαν στην περιοχή, απορρίπτεται.
Η μετονομασία της Πύδνας σε Κίτρος συντελέστηκε στην εποχή των Ρωμαίων. Ο Στράβων είναι αυτός που πρώτος αναφέρει το όνομα Citrum. Ο επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας εσφαλμένα θεώρησε ότι η ονομασία οφείλεται στις κιτριές. Η πιθανότερη εκδοχή είναι πως το Κίτρος πήρε την ονομασία του από το όνομα κάποιου Ρωμαίου άρχοντα, ο οποίος διοικούσε την περιοχή.
Η κοινότητα της περιοχής από το 1914 που ιδρύθηκε, φέρει το όνομα Πύδνα. O Ρήγας Φεραίος στην περίφημη Χάρτα του (1797), αναφέρει το χωριό Κίτρος και με τα δύο ονόματα, Πύδνα – Κίτρος.
Το 303 μ.χ. θανατώθηκε στην Πύδνα ο όσιος Αλέξανδρος, με εντολή του Μαξιμιανού. Έκτοτε λατρεύεται ως άγιος από τους Χριστιανούς όχι μόνο της Πιερίας αλλά και της Βαλκανικής.
Το 396 μ.χ. το Κίτρος καταλήφθηκε από τους Βησιγότθους και αργότερα σε αυτό εισέβαλαν οι Ούννοι και οι Οστρογότθοι. Ανάμεσα στον έκτο και έβδομο αιώνα ιδρύθηκε η Επισκοπή Κίτρους. Ο πρώτος γνωστός επίσκοπος που ξέρουμε ήταν ο Γερμανός, που έλαβε μέρος στην Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, το 867 μ.χ. Τον καιρό του Λέοντα ΣΤ΄ (886-912 μ.χ.) ο Επίσκοπος Κίτρους υπάχθηκε στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.
Στα Βυζαντινά χρόνια, το Κίτρος είναι ένα από τα τέσσερα αστικά κέντρα της περιοχής (τα άλλα ήταν ο Πλαταμώνας, η Πέτρα και ο Κολινδρός). Το 1185 μ.χ. λεηλατήθηκε από τους Νορμανδούς. Αργότερα κυριεύτηκε από τους Φράγκους, οι οποίοι επισκεύασαν και το Κάστρο.
Στις 7 Οκτωβρίου 1924 η Επισκοπή Κίτρους έγινε Μητρόπολη, με Πατριαρχική πράξη και το 1928 υποτάχθηκε, μαζί με άλλες Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας.
Το 920 μ.Χ. το Κίτρος καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, έπειτα από πολιορκία.
Ο περιηγητής Νίκος Σχοινάς αναφέρει το Κίτρος ως «τσιφλίκιον, απέχον ώρα του αιγιαλού, όπου υπάρχει καλή και ασφαλής σκάλα του χωρίου (αρχαίος λιμήν Πύδνης) και παρ’ αυτήν η αλυκή Τούζλα. Το χωρίον οικείται υπό 80 οικογενειών χριστιανικών».
Το Κίτρος αναφέρεται και από τον Έλληνα περιηγητή Βασίλη Ζώτο, τον Μολοσσό. Απέχει «μία ώρα από Αγιάννη και μισή ώρα από τα ερείπια της Πύδνας. Εκεί έχει το επίνειό της, ίνα προσορμίζουσιν μεγάλα πλοία… αι αρχαί της Επαρχίας Κίτρους εδρεύουσι εις Κολινδρόν…». Το Κίτρος καταστράφηκε το 1878.

Πολλοί από τους κατοίκους του ήταν Μακεδονομάχοι. Στα νεότερα χρόνια το Κίτρος ήταν τσιφλίκι κάποιου με το όνομα Νικόλαος Μπίτζιος. Την περίοδο της Κατοχής στο Κίτρος οι Γερμανοί είχαν τα παράκτια πυροβόλα τους και έλεγχαν από εκεί όλη την περιοχή του Θερμαϊκού. Στις 13 Νοεμβρίου 1943 εκτελέστηκαν στο αεροδρόμιο της Κατερίνης οι αντιστασιακοί αγωνιστές Ευάγγελος Μανωλόπουλος και Ευάγγελος Θεολόγης. Στις 20 Οκτωβρίου 1944 οι Ναζί εγκατέλειψαν τη βάση τους. Έφτασαν στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αλυκής και από εκεί ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις των πυροβόλων τους.
Το Κίτρος σήμερα αποτελείται από τρεις οικισμούς. Είναι ο οικισμός των γηγενών, που αποτελείται από ντόπιους και οι νεότεροι οικισμοί του Καβακλί και της Μπάνας. Οι τελευταίοι οικισμοί δημιουργήθηκαν το 1926 με την έλευση των προσφύγων, οι οποίοι ήρθαν στο μέρος αυτό από την Ανατολική Ρωμυλία.
Το Κίτρος, με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 κι ύστερα απ’ την εκτέλεση του επισκόπου Μελετίου στη Θεσσαλονίκη (18 Μαΐου 1821), του οποίου η θανάτωση θεωρήθηκε απ’ τους Οθωμανούς σαν ισχυρή απόδειξη ενοχής του χωριού και συμμετοχής του στην εξέγερση της απελευθέρωσης, εκτέθηκε στην οργή των Τούρκων και θεωρήθηκε σαν φωλιά των επαναστατών και εστία ταραχών και πονοκεφάλων για το Γιουσούφ πασά της Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτό και τα πρώτα τουρκικά στρατεύματα που αποβιβάστηκαν σ’ αυτό, με προορισμό τη Μηλιά και τα άλλα ορεινά χωριά των Πιερίων, το χτύπησαν με ιδιαίτερη μανία και το ερήμωσαν τελείως. Απόδειξη και περιγραφή του μεγέθους
της καταστροφής αυτής του Κίτρους είναι το έγγραφο του ίδιου του καταστροφέα Μπαϊράμ πασά προς τους ιεροδίκες της Πιερίας, στο οποίο με κομπασμό αναφέρει ότι «τα σπίτια τα έκαμα στάχτη, έτσι που να μην ακούγεται ούτε ένας κόκορας». Ο πληθυσμός τότε, όσος δεν πρόλαβε να φύγει στα βουνά και τα δάση, σφάχτηκε ή σκλαβώθηκε και το χωριό αποδεκατίστηκε και έσβησε.
Πριν απ’ την επανάσταση του 1821 και πριν απ’ την κάθοδο των Αλβανών και του Αλή πασά προς νότο, το Κίτρος βρισκόταν σε ακμή και ο πληθυσμός του έφτανε τους 3 χιλιάδες κατοίκους. Απ’ αυτούς, η μεγάλη πλειονότητα ήταν Έλληνες χριστιανοί και λιγοστοί μόνο Τούρκοι. Αυτό συμπεραίνεται και απ’ τους πολλούς χριστιανικούς ναούς που υπήρχαν τότε στο χωριό. Ο Leake (Βρετανός στρατιωτικός, τοπογράφος, αρχαιολόγος και περιηγητής στην Ελλάδα και Μικρά Ασία), όταν πέρασε από εδώ, βρήκε έξι εκκλησίες και μερικούς τούρκικους πύργους, πράγμα το οποίο προϋποθέτει παλιότερη ακμή του χωριού. Οι πύργοι ίσως να ήταν κονάκια μπέηδων ή δημόσια κτίρια ή πιθανόν να ήταν φρούρια για την προστασία του χωριού απ’ τους κάθε είδους οπλοφόρους των βουνών, τους πειρατές της θάλασσας και τους εχθρούς του σουλτάνου.
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι απ’ τους ναούς που είδε ο Leake ήταν ερειπωμένοι, μεταθέτει πραγματικά την ακμή του Κίτρους σε άλλες δεκάδες χρόνια πίσω. Επίσης, η παρουσία ενός μόνο μιναρέ και η απουσία παρεμφερών ερειπίων και υπολειμμάτων ή άλλων ενδείξεων, που να μαρτυρούν την παλιότερη ύπαρξη και άλλων μουσουλμανικών τεμενών στην περιοχή, βεβαιώνει την άποψη ότι ποτέ το Κίτρος δεν κατοικήθηκε από πολυάριθμες τουρκικές οικογένειες και δεν κατακλείστηκε από τουρκικό πληθυσμό, όπως τα γύρω χωριά: Τόχοβα (Τρίλοφος), Βρωμερή (Καλλιθέα), Πάλιανη (Σφενδάμη), Κορινός κ.λ.π.
Ακόμα και αν κατά καιρούς ο τουρκικός πληθυσμός αυξήθηκε, ουδέποτε υπερίσχυσε του ελληνικού. Ιδιαίτερα, μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, πολλές απ’ τις τουρκικές οικογένειες του χωριού, για περισσότερη ασφάλεια, μετοίκησαν στην Κατερίνη και το οθωμανικό στοιχείο αραίωσε περισσότερο.
Τι ήταν, όμως, εκείνο που συντέλεσε στην παρακμή του Κίτρους, στον αφανισμό του πολυάριθμου πληθυσμού του και στον περιορισμό του σε ελάχιστους μόνο κατοίκους;
Κάποιος ή κάποιοι διωγμοί, κάποιες μεγάλες καταστροφές και αλλεπάλληλες συστηματικές ερημώσεις θα συνέβαλαν ασφαλώς στον αφανισμό του. Ο μακροχρόνιος βενετοτουρκικός πόλεμος (1645-1669) και οι ασταμάτητες κατά τη διάρκειά του μετακινήσεις τουρκικών στρατευμάτων και άλλων ασκεριών απ’ τον τόπο τους, οι κάθε είδους επιδρομές των Λατίνων, πειρατικές και άλλες εναντίον του, η κάθοδος των Αλβανών και του Αλή πασά της Πιερίας, ο ασταμάτητος ένοπλος αγώνας των κλεφταρματολών του Ολύμπου και των Πιερίων, οι βαριές φορολογίες και οι κάθε είδους καταπιέσεις και βασανισμοί των κατοίκων του απ’ τους δυνάστες Οθωμανούς και οι διαρκείς ξεσηκωμοί των ραγιάδων κατά του τυράννου, καθώς και τα κύματα της πληθυσμοκτόνας πανούκλας, που ενέσκυπταν κατά καιρούς, ήταν τα κυριότερα αίτια της παρακμής και της μέχρι εξαφανισμού σμίκρυνσης του άλλοτε θαλερού και πολύκοσμου χωριού.
Κι έχουμε αρκετά τέτοια περιστατικά την εποχή εκείνη. Κι αυτά είναι: η ασταμάτητη διακίνηση τουρκικών ασκεριών προς τη νότια Ελλάδα, ιδιαίτερα ύστερα απ’ την εγκατάσταση του σουλτάνου Μεχμέτ Δ’ στη Λάρισα (1645-1669). Η διακίνηση του στρατού του Αλή Κουμουρτζή προς τη Θεσσαλία και νοτιότερα το 1714. Η επιδρομή ενετικών πλοίων στις ακτές της Πιερίας το 1686 και το 1689 και η λεηλασία του Κίτρους από Λατίνους πειρατές το 1766 και το 1770. Οι εξεγέρσεις στην Πιερία από το 1600 ως τις μέρες της μεγάλης Εθνεγερσίας• οι αβάσταχτες καταπιέσεις του πληθυσμού της περιοχής του Κίτρους απ’ τους Τούρκους, όπως επιβεβαιώνει ο Klarke (Άγγλος περιηγητής, διδάκτορας της ορυκτολογίας του Cambridge) και άλλοι περιηγητές• οι αλλεπάλληλες φοβερές επιδημίες χολέρας, που ενέσκυψαν στη Μακεδονία από το 1713 ως το 1813 κ.λ.π.
Έτσι, όταν ο Leake επισκέφτηκε το χωριό πριν απ’ τον εθνικό ξεσηκωμό, το βρήκε να αποτελείται από λιγοστά μόνο σπίτια Ελλήνων γεωργοεργατών και ενός κονακίου, το οποίο ανήκε στον Τούρκο σούμπαση, που ήταν τοποθετημένος εδώ απ’ τον μπέη της Κατερίνης, στον οποίο ανήκε και το μέγιστο μέρος της περιοχής.
Αντίθετα, ο Holland (Άγγλος γιατρός και περιηγητής) που πέρασε από εδώ το 1812-13, λέει ότι «το Κίτρος κατοικείται το πλείστον από Τούρκους». Οι «κάτοικοι», όμως, που συνάντησε στο Κίτρος ο Holland, ήταν έξι ή οχτώ Αρβανίτες, που κάθονταν γύρω-γύρω στη φωτιά, μέσα στο χάνι, όπου κατέφυγε κι ο ίδιος την κρύα εκείνη μέρα του Νοέμβρη, για να ζεσταθεί. Στο χωριό έμεινε όλο και όλο μισή ώρα ο Άγγλος περιηγητής και δεν ήξερε αν οι έξι ή οχτώ παρακαθήμενοι στη φωτιά μέσα στον στάβλο του χανιού, που τον αγριοκοίταζαν, ήταν όλοι Τούρκοι ή Αλβανοί ή ήταν διάφοροι ταξιδιώτες, περαστικοί, που καθώς ζεσταίνονταν, μιλούσαν μεταξύ τους τούρκικα. Επιπλέον, αν το 1812-13 οι κάτοικοι του Κίτρους ήταν Τούρκοι, δε θα υπήρχε λόγος να καταστρέψει τελείως το χωριό ο Μπαϊράμ πασάς το 1821, ταλαιπωρώντας και διασκορπίζοντας ομοεθνή και ομόθρησκό του πληθυσμό.
Όπως είδαμε, το Κίτρος καταστράφηκε, ερημώθηκε και ξαναχτίστηκε πολλές φορές. Έτσι, μέσα στη δίνη των συμφορών του, παλιοί κάτοικοί του διώχτηκαν, σκλαβώθηκαν ή αναγκάζονταν να το εγκαταλείψουν και να φύγουν προσωρινά ή και οριστικά σε άλλους τόπους και νέοι έρχονταν με την πάροδο των χρόνων, για να συμπληρώσουν τα κενά. Γι’ αυτό και η συνέχιση των παλιών γενεών διακόπτονταν κατά καιρούς και νέες έπαιρναν τη σκυτάλη της ζωής του πολυτάραχου χωριού. Οι παλιές οικογένειες απ’ τα ποικίλα δεινά αφανίζονταν και σε πολλές περιπτώσεις εξαφανίζονταν και νέα ονόματα ξεπρόβαλαν στο προσκήνιο. Είναι, λοιπόν, πολύ δύσκολο να ανατρέξει κανείς στο παλιό παρελθόν και να αναζητήσει αρχαίες γενεαλογικές διαδοχές και λεπτομέρειες.
Την εποχή του Αλή πασά και με την κάθοδο τη δική του και των ανθρώπων του προς νότο ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ και διάφορες οικογένειες ελληνικής ή και ελληνοαλβανικής προέλευσης απ’ τις βόρειες και βορειοδυτικές περιοχές. Με την ήττα, όμως, και τον αφανισμό του Αλή το 1822, το μεγαλύτερο μέρος των Αρβανιτών, σαν άνθρωποι που ήταν του Αλή, διώχτηκε απ’ τους Τούρκους ή έφυγε απ’ την περιοχή του Κίτρους. Αλλά και με το φούντωμα της επανάστασης του 1821, στα Πιέρια και στον Όλυμπο και την τότε καταστροφή του χωριού, οι τουρκικές οικογένειες, όσες υπήρχαν στο χωριό, αποσύρθηκαν σε άλλα ασφαλέστερα μέρη. Επιπλέον, όσες ελληνικές οικογένειες πρόλαβαν, έφυγαν σε ορεινότερα χωριά και άλλους γύρω οικισμούς κι έτσι το Κίτρος ερημώθηκε σχεδόν τελείως.

Ύστερα απ’ την εδραίωση του ελληνικού κράτους των Αθηνών και το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1829, τον καθορισμό των ελληνοτουρκικών συνόρων μέχρι τον Αχελώο (πρωτόκολλο Λονδίνου 1830) και τον κατευνασμό της αρχικής έξαψης της επανάστασης στη Μακεδονία, ορισμένοι κάτοικοι, που διασκορπισμένοι στα γύρω ορεινότερα χωριά επέζησαν των μεγάλων καταστροφών, επέστρεψαν στο ερημωμένο σχεδόν Κίτρος και προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν το χωριό και να το ξαναφέρουν στον ρυθμό και στον δρόμο της ζωής.
Στο μεταξύ κι ύστερα απ’ τα κάποια ευεργετήματα, που έστω και φαινομενικά έδωσαν στους χριστιανούς ραγιάδες τα σουλτανικά φιρμάνια, Χάττι-Σερίφ (1853) και Χάττι-Χουμαγιούν (1856), τα οποία η αγγλική κυβέρνηση, για άμβλυνση της ρωσικής επιρροής στον οθωμανικό χώρο, επινόησε και η αγγλική διπλωματία, για συμπαράσταση τάχα και εκδούλευση του σουλτάνου, συνέταξε, αλλά για δικό της ουσιαστικά όφελος πρότεινε και επέβαλε, νέοι έποικοι ήρθαν στο Κίτρος και το χωριό άρχισε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του.
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί και η έρευνα του γενεαλογικού δέντρου των σημερινών κατοίκων του χωριού. Οι παλιότερες οικογένειες του Κίτρους σήμερα είναι: οι Παπαθανασαίοι (Τριανταφύλλου), οι Καλυβαίοι, οι Πανταζαίοι, οι Μανωλοπουλαίοι, οι Νικοπουλαίοι, οι Αβρααμαίοι, οι Πετροπουλαίοι, οι Νικολακαίοι, οι Δημολαίοι κ.λ.π. Οι Παπαθανασαίοι ήρθαν στο Κίτρος απ’ το διπλανό Ελευθεροχώρι. Οι Καλυβαίοι απ’ την Αλεξάνδρεια (Γιδά). Οι Πανταζαίοι απ’ την Κουλούρα του Κάμπου, οι Μανωλοπουλαίοι απ’ τη Σφενδάμη, οι Νικοπουλαίοι απ’ το Σταυρό της Βέροιας, οι Αβρααμαίοι και οι Πετροπουλαίοι απ’ τη Γεύγελη κ.λ.π. Οι Νικολακαίοι, που η γενιά τους πάει 120-130 χρόνια πίσω, κατέβηκαν απ’ την Ελαφίνα των Πιερίων στο Ελευθεροχώρι τη δεκαετία 1850-1860 και μετά εγκαταστάθηκαν στο Κίτρος. Σαν πιο παλιότερη, όμως, απ’ όλες τις γενεές του χωριού θεωρείται η οικογένεια των Δημολαίων. Αυτό το επιβεβαίωνε και ο γερο-Γιάνκος Βούλγαρης, που πέθανε το 1945, σε ηλικία 105 χρόνων. Και η οικογένεια των Βουλγαραίων θεωρείται μια απ’ τις παλιότερες και ήρθε στο Κίτρος απ’ τα μέρη της Βουλγαρίας, γι’ αυτό και της έμεινε και το επίθετο Βούλγαρη.
Οι πρόγονοι όλων αυτών των οικογενειών ήρθαν στο Κίτρος λίγο πριν ή λίγο μετά το 1850. Μάλλον μετοίκησαν εδώ στη δεκαετία του 1850-1860, ύστερα απ’ τον Κριμαϊκό πόλεμο και τη συνθήκη του Παρισιού (30 Μαρτίου 1856) και μετά την κατάπνιξη της ηπειροθεσσαλικής επανάστασης.
Την τάση για επανεποικισμό του Κίτρους, που επακολούθησε τις προαναφερθείσες καταστροφές και τα κατά τόπους ευεργετήματα που παρείχαν τα παραπάνω σουλτανικά διατάγματα, θα επωφελήθηκε μάλλον και ο κατόπιν μεγαλοτσιφλικάς της περιοχής Ιωάννης Μπίτζιος και μετακινήθηκε απ’ το Γιδά εδώ. Το πότε η οικογένειά του μετοίκησε απ’ το Τσεπέλοβο της Ηπείρου στο Γιδά και γιατί, μας είναι άγνωστο. Πάντως, οι προπάτορές της δεν πρέπει να ήρθαν στη Μακεδονία σαν άνθρωποι του Αλή πασά, γιατί, αν έρχονταν σαν ευνοούμενοί του, θα έπρεπε να εγκατασταθούν μέσα στην επικράτειά του και όχι έξω απ’ αυτή. Και τα όρια της δυναστείας του Αλή έφταναν ως τη Μεθώνη.
Στις αρχές της δεκαετίας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, ο Ιωάννης Μπίτζιος κατάφερε να εδραιωθεί στο Κίτρος, αποκτώντας μεγάλες εκτάσεις γης στο χωριό και στήνοντας το κονάκι της επικράτειάς του σ’ αυτό. Το τσιφλίκι του αποτελούνταν από 60 χιλιάδες στρέμματα.
Με την εγκατάσταση του Μπίτζιου στην περιοχή, θα πρέπει να ήρθαν πολλοί νέοι κάτοικοι στο χωριό, είτε σαν κολίγοι-ευνοούμενοί του ή ίσως, γιατί έλπιζαν πως κάτω απ’ την αγγλική υπηκοότητα του αφεντικού, θα έβρισκαν κάποια προστασία απ’ τις τουρκικές αυθαιρεσίες και βιαιότητες.
Έτσι, σιγά-σιγά ύστερα απ’ τις καταστροφές της περιόδου 1821-1854 το χωριό ξαναχτίστηκε, ζωντάνεψε και αναδείχτηκε σε κεφαλοχώρι της περιοχής. Οι καταπιέσεις και οι λεηλασίες των Τούρκων, βέβαια, δε σταμάτησαν εδώ, αλλά καμιά μεγάλη καταστροφή και διάλυση ή ερήμωση του χωριού δεν έγινε από τότε. Γι’ αυτό κι ένα μεγάλο μέρος των σημερινών κατοίκων είναι απόγονοι των οικογενειών που κατοικούσαν σ’ αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα και που έζησαν τις δυναμικές προσπάθειες που κατέβαλαν οι κάτοικοι της Πιερίας και της Μακεδονίας γενικότερα στις αρχές του αιώνα μας, για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και της οθωμανικής τυραννίας, που τόσα και τόσα κακά επισώρευσαν στον τόπο.
Παρά τις τόσες καταπιέσεις, τους διωγμούς και τις συμφορές που υπέστη το Κίτρος στη μακραίωνη δουλεία του, η συνείδηση των χριστιανών κατοίκων έμεινε πάντοτε ελληνική και άσπιλη διατηρήθηκε ως το τέλος της σκλαβιάς του.
Από ένα φιλολογικό κατάστιχο του 1527-28, που βρέθηκε στα αρχεία του Τεφτέρ-Χανέ της Πόλης (υπουργείο Οικονομικών), διαπιστώνουμε ότι την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, το κύριο πληθυσμιακό στοιχείο της περιοχής του Κίτρους ήταν το ελληνικό. Στο κατάστιχο αυτό, αναγράφονται τα ονόματα των αρχηγών των φορολογούμενων οικογενειών, τα προϊόντα που καλλιεργούσαν και το ποσό που ο καθένας πλήρωνε στους εισπράκτορες του σουλτάνου.
Από τα στοιχεία αυτά βλέπουμε ότι από τους 1245 κατοίκους που είχε τότε το χωριό, το 83% ήταν Έλληνες, το 8,6% Βουλγαρικής ή Σλαβικής προέλευσης και το 8,4% διάφοροι. Έτσι, διαπιστώνεται πως το μέγιστο ποσοστό του πληθυσμού της περιοχής ήταν ελληνικό εκείνη την εποχή και επικρατέστερη γλώσσα – αν όχι αποκλειστική – ήταν και τότε η ελληνική. Απ’ τον κατάλογο αυτό προκύπτει, επίσης, ότι επικρατέστερα επίθετα των κατοίκων ήταν τα επαγγελματικά, με αρκετά ενισχυμένα και τα επίθετα που προέρχονταν από παρατσούκλια.
Στις συλλογές των τουρκικών εγγράφων που έχουμε σήμερα στα χέρια μας, δε συναντούμε ομαδικές ή έστω και μεμονωμένες εντυπωσιακές σε αριθμό εξισλαμίσεις, ακόμα και στα πιο σκοτεινά χρόνια της δουλείας. Αυτό αποδεικνύει πως παράλληλα με το εθνικό ήταν ακμαίο και το θρησκευτικό φρόνημα των Κιτριωτών. Ίσως σ’ αυτό να συνέβαλε και η ύπαρξη της παλιάς και ιστορικής επισκοπικής έδρας στο χωριό.

Η ελληνική σχεδόν σύνθεση του χωριού, η ενισχυμένη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων και η σχετική οικονομική ευμάρεια και φιλοτιμία τους, «εκτιμήθηκαν» ανάλογα απ’ τους κάθε είδους ρασοφόρους όλων των εποχών και συνέβαλαν στην αδιάκοπη και σ’ όλες τις περιόδους παρουσία ιερωμένων-ζητητών στους δρόμους του Κίτρους και στην τακτική και διαιωνιζόμενη περιφορά αγίων «λειψάνων» στα χαμόσπιτά τους. Καλόγεροι και ρασοφόροι κάθε ηλικίας, ποιότητας και προέλευσης κατέφταναν στο χωριό και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες του καλοκαιριού, όταν τα αλώνια είχαν τελειώσει και η σοδειά είχε συγκεντρωθεί. Και δεν έρχονταν τέτοιοι ζητητές μόνο απ’ τα μοναστήρια της Πιερίας και τα γύρω απ’ αυτήν. Έφταναν ως εδώ καλόγεροι με μεγάλο αριθμό μουλαριών, φορτωμένα σακιά και δισάκια, για να εισπράξουν τα «δικαιώματα» των αγίων απ’ τα Μετέωρα, την Αττική, το Άγιο Όρος και ακόμα απ’ τα μοναστήρια του Σινά και της Κωνσταντινούπολης.
Όπως διηγούνται οι γέροι, από λεγόμενα και ιστορίες των παππούδων τους, η επαιτεία των καλόγηρων είχε καταντήσει γάγγραινα για το χωριό κι ήταν εξίσου οδυνηρή, όπως και τα διάφορα χαράτσια των Τούρκων. Τα δεύτερα τα πλήρωναν οι ραγιάδες, γιατί φοβούνταν τον Τούρκο. Τα πρώτα τα έδιναν οι χριστιανοί, γιατί φοβούνταν τον άγιο. «Απ’ τον Τούρκο κρύβαμε και κάτι καμιά φορά, όταν μπορούσαμε να αποφύγουμε το μάτι του», είπε χαρακτηριστικά ένας γέροντας• «Απ’ τον άγιο, όμως, δεν μπορούσαμε, γιατί, όπως μας έλεγαν οι καλόγεροι, μας έβλεπε πάντοτε από ψηλά. Μας έλεγαν, όμως, ψέματα. Γιατί ποτέ κανένας δεν είδε από ψηλά τη φτώχεια, τη γύμνια και την εξαθλίωση που έδερνε τα σπίτια μας, παρ’ ότι οι σκεπές μας ήταν τρύπιες κι ανοιχτές από παντού όλο το χρόνο και η βροχή και το κρύο μας θέριζαν, χωρίς κανένα οίκτο».
Στις αυλές ορισμένων σπιτιών συγκέντρωναν τα τσουβάλια με το γέννημα οι καλόγεροι, έχοντας κάθε μοναστήρι το δικό του στέκι και, όταν τελείωνε «η γύρα» του χωριού, τα σήκωναν με φάλαγγα μουλαριών και τα έπαιρναν για το μοναστήρι ή τα κατέβαζαν στις κιτριώτικες ακτές κι εκεί τα φόρτωναν σε βάρκες και καΐκια, που έρχονταν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό. Πολλές φορές, τα τσουβάλια ήταν πολλά, που στο αντίκρισμά τους νόμιζες πως έσπερναν οι γεωργοί και θέριζαν οι καλόγεροι

Η γλώσσα των κατοίκων ήταν πάντοτε ελληνική, αν και με την πάροδο των αιώνων είχαν εισχωρήσει διάφορες τουρκικές ή αλβανικές λέξεις στο λεξιλόγιό τους. Η διάλεκτος που μεταχειρίζονταν οι Κιτριώτες ήταν σχεδόν αυτή που μιλιόταν σ’ ολόκληρη την Πιερία και που λίγο ή πολύ συνεχίστηκε να ομιλείται και στις μέρες μας και κυρίως μέχρι τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Μετά τον πόλεμο και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, η εξάπλωση της παιδείας και η ελαχιστοποίηση του αναλφαβητισμού εξομάλυναν περισσότερο το παλιό ιδίωμα της γλώσσας, πλούτισαν το λεξιλόγιο των κατοίκων και σχεδόν έσβησαν τις παλιές παρείσακτες λέξεις και την αρχαιότερη φρασεολογία και προφορά τους.
Οι βασικότερες γλωσσικές ιδιομορφίες που συναντούσε κανείς στα παλιότερα χρόνια και εν μέρει τις συναντάει ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα μεταξύ των γεροντότερων, ήταν η ανυπαρξία του αρσενικού άρθρου «ο», η μεταβολή των καταλήξεων «ος» και «ες» του πληθυντικού των αρσενικών σε «ους» και «ις» αντίστοιχα, η μετατροπή σε πολλές περιπτώσεις του «ες» και «αι» σε «ι», του άρθρου «το» στο «του» κ.λ.π. Επίσης, η συντόμευση ή η τέλεια συχνά εξάλειψη των καταλήξεων και η προφορά του μελλοντικού «θα» σε «δα». Δεν έλεγαν, για παράδειγμα, ο παπάς και ο δάσκαλος αλλά «η παπάς κι η δάσκαλους». Ούτε «εκείνο το παιδί θα πάρει τα λεφτά», αλλά «ικείνου του πιδί δα πάρ(ι) τα λιφτά».
Άλλη μια αξιόλογη ιδιομορφία στη γλώσσα τους ήταν και η αντιστροφή σε πολλές περιπτώσεις των γραμμάτων των καταλήξεων ορισμένων λέξεων, η αλλοίωση των καταλήξεων ή και η εξαφάνισή τους. Αντί π.χ. να πουν ο Θανάσης, έλεγαν η Θανάης, αντί ο Γιώργης, η Γιώρς, η Βαγγέλτς κ.λ.π. Επίσης, συντόμευαν τα απλά και τα εμπρόθετα άρθρα και σχεδόν τα συγχώνευαν με το ουσιαστικό ή το επίθετο που αφορούσαν και με ορισμένες άλλες γραμματικές αλλαγές, τα πρόφεραν σαν μια λέξη. Αντί να πουν «πήγα στην Κατερίνη» έλεγαν «πήγα στ Γκατερίν(ι)», αντί «έχασα την προβατίνα», έλεγαν «έχασα ντ μπρουβατίνα», αντί «δούλεψα στους Αλεξαίους», έλεγαν «δούλιψα στς Αλιξαί» κ.λ.π. Όσον αφορά τα ρήματα, πρέπει να σημειωθεί ότι στον πληθυντικό αριθμό μετέφεραν τον τόνο των προπαροξύτονων απ’ την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα. Δεν έλεγαν «πήγαμε» αλλά «πηγάμι», αντί «εφάγαμε», έλεγαν «εφαγάμι, εγραψάμι, ειδάμι, ειπάμι» κ.λ.π.
Το παρακάτω αυτοσχέδιο κείμενο θα δώσει ένα μικρό δείγμα της κιτριώτικης φρασεολογίας και προφοράς:
«Πηγάμι με τουν Γιώρ(η) στου δάσκαλου. Ήταν κι ι παπαΘανάης ικεί. Τσ’ ειπάμι κι τσ’ δυο πως δεν τα πήρι τα λιφτά του πιδί μ’. Του τάλιρου του είχαν αλλνοί φαγουμένου. Παρακάλτσι κι η Γιώρς να μι του κακουπάρουν του πιδί κι μι φύγ(ει) απ’ του σκουλειό. Στου κάτου-κάτου τα λιφτά δα τσ’ τα πληρώσου ιγώ στουν κιρό π’ δα μάσουμι τ’ αρβίθια, μια που διρπάν(ι) δεν έβανι του σπίτι μας φέτου. Η δάσκαλους κνούσι του κιφάλι τ’. Η παπάς μούλουνι κι αυτός κι ούλου τηρούσι τουν δάσκαλου. Φαίνιτι πως ήθιλαν του τάλιρου ικείν(η) ν’ ώρα. Δα τσ’ του έδουνα κι ας ήταν άδικου π’ τουν Θιο. Μα δεν του είχα όμους. Φτουχοί ανθρώπ(οι) είμαστι γλεπς. Πού να του βρούμι τέτοιουν κιρό ένα μαζουμένου τάλιρου; Αν ήθιλι η παπάς κάτ(ι) δα γένουνταν κι για του πιδί κι για τ’ ιμένα. Μα δεν του θέλτσι. Τσιμουδιά δεν έβγαλι. Ντιπ μόκουτους. Εσκιψάμι κι ιμείς τα κιφάλια μι του Γιώρ(η) κι δεν ειπάμι άλλ(η) κουβέντα. Εκαμάμι ότ(ι) μπουρούσαμι, μα η δλεια δεν θέλτσι να γέν(ει). Η φουτιά δεν έφσει. Μας τν’ είχαν καλά οι αλλνοί αναμέν(η). Καψαλνιούμασταν. Καιγουμάσταν κια οι δυο. Κι ας ιχάμι του δίκιου θκο μας Αλλά πού να σι καταλάβ(ει) η δάσκαλους, αφού δεν σι καταλαβαίν(ει) η παπάς!!».

Παράλληλα με τη γλώσσα, διαφοροποιήθηκαν μέχρι ενός βαθμού, με την πάροδο του χρόνου και τα ήθη και έθιμα των κατοίκων. Το ουσιαστικότερο στοιχείο της διαφοροποίησης αυτής είναι η απαλλαγή κατά το πλείστο απ’ τις παλιές και τις παλιότερες δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις που διατηρούσαν στο χωριό και πάνω στις οποίες στήριζαν τις συνήθειές τους και τον τρόπο της ζωής τους. Βέβαια, η διείσδυση αυτών των συνηθειών στην καθημερινή τους ζωή, αν δεν προωθούσε την εξέλιξη των κατοίκων, δεν έβλαπτε ουσιαστικά την κοινωνική τους συνοχή και αντί να απωθεί, έδενε περισσότερο τους χωριανούς μεταξύ τους. Τη συνένωση φυσικά αυτή δεν την ενίσχυε μόνο η διατήρηση από όλους γενικά των ίδιων καλών ή κακών συνηθειών στον τρόπο ζωής τους, αλλά τη δυνάμωνε περισσότερο η κοινή μοίρα του ραγιά και του κολίγου και τη συγκρατούσε ως ένα βαθμό σταθερή το πολύ χαμηλό και κοινό σε όλους μορφωτικό επίπεδο. Η μόνη παιδεία στο χωριό ήταν το δημοτικό σχολείο κι εκείνος που το τελείωνε «ήξερε γράμματα». Ύστερα, σε πολλές περιπτώσεις η φτώχεια, η ανέχεια και η ατυχία ήταν και οι βασικοί ρυθμιστές της ταλαίπωρης ζωής των κατοίκων κι αυτές, μαζί με τις επιδράσεις των δεισιδαιμονιών, των προλήψεων και των μοιρολατρικών και πεσιμιστικών επιρροών των καθημερινά σχεδόν περιφερόμενων καλόγηρων-ζητητών στο χωριό ήταν ως ένα βαθμό οι κύριοι συντελεστές της διαμόρφωσης των ηθών και των εθίμων των κατοίκων.
Ανεξάρτητα, όμως, απ’ τις προλήψεις και τις διάφορες δεισιδαιμονίες, που διατηρούνταν έντονες και αναζωπυρώνονταν σε κάθε θεομηνία, αρρώστια ή καταστροφή και παρ’ όλα τα δεινά της σκλαβιάς, η αλληλοεκτίμηση μέσα στη μικρή κοινωνία του χωριού, η σταθερότητα των λόγων των μελών της, η αλληλοπροστασία, ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους και η βοήθεια των φτωχότερων ήταν κατά κανόνα αρετές αρκετά αναπτυγμένες στο Κίτρος.
Ο Παρθένιος Βαρδάκας αποκαλεί τους Κιτριώτες φίλεργους, φιλόπονους και νομοταγείς και υπογραμμίζει το «αρρενοπρεπές» του χαρακτήρα τους, την «φιλοπατρίαν» και την «οικογενειακήν φιλοστοργίαν» τους.
Η μοίρα αντρών και γυναικών ήταν η ίδια, αν και επικρατούσε η πατριαρχική οικογένεια και εξίσου άντρας και γυναίκα μοιράζονταν τα βάρη της στερημένης τους ζωής. Μαζί δούλευαν στα χωράφια, μαζί στα αλώνια, μαζί στα αμπέλια και μαζί γενικά σ’ όλες τις γεωργικές εργασίες, που ήθελαν εργατικά χέρια και σκληρή δουλειά. Ακόμα, μαζί πήγαιναν να πλύνουν στα ρέματα και στα ρυάκια τα βαριά ρούχα, τα σκεπάσματα και τα στρωσίδια του σπιτιού μία ή δύο φορές το χρόνο.
Ο άντρας ετοίμαζε το κάρο με τα ζώα, φόρτωνε το καζάνι, την κοπάνα (σκάφη), τον κόπανο και τα ρούχα και με τη γυναίκα δίπλα του πάνω στο βοϊδόκαρο ξεκινούσαν πρωί-πρωί και κατέβαιναν στο ρέμα της προτίμησής τους. Τέτοια σημεία ήταν του παπά η βρύση, του Αγίου Δημητρίου το ρέμα ή η ρεματιά της «Σκάλας» (ανατολικά του σημερινού λιμανιού). Εκεί, ο άντρας ενδιαφερόταν για τη φωτιά, κουβαλούσε νερό και ξύλα και ενώ η γυναίκα στρωνόταν στην πλύση, αυτός έβοσκε τα ζώα στα γύρω χέρσα ξανοίγματα της ρεματιάς.
Στην εκκλησία είχαν όλοι τους μεγάλη αδυναμία – γι’ αυτό και διατηρούσαν πολλές στο χωριό – κι ο παπάς θεωρούνταν απ’ όλους σεβάσμιο και ιερό πρόσωπο. Ο λόγος του ήταν νόμος. Εκκλησιάζονταν συχνά και έκαναν τάματα και μικροδωρεές στις εκκλησίες και στους αγίους. Κάθε τόσο και ιδίως τις μέρες νηστειών και τις παραμονές μεγάλων γιορτών θυμίαζαν στα σπίτια, για να διώξουν απ’ αυτά τους διαβόλους και τα κακά πνεύματα και άνοιγαν με δέος τις πόρτες κάθε πρωτομηνιά, για να μπει και να τα «διαβάσει» ο παπάς και να τα ραντίσει με αγιασμό απ’ το μπακράτσι που κουβαλούσε μαζί του. Άλλοτε πάλι, τα ράντιζαν οι ίδιοι κάπου-κάπου με αγιασμό των Θεοφανείων, που κρατούσαν με ευλάβεια σ’ ένα μπουκαλάκι, μέσα στο εικονοστάσι του σπιτιού. Το εικονοστάσι είχε πάντοτε την καλύτερη θέση, στην πιο καλή γωνιά της καλύτερης κάμαρης. Απ’ τον αγιασμό των Θεοφανείων έριχναν στα χωράφια, για να ευλογηθούν τα σπαρτά και να αυξηθούν οι σοδειές τους ή σταύρωναν ανθρώπους και ζώα, όταν αρρώσταιναν βαριά, για να γιατρευτούν. Έκαναν το σταυρό τους σε ένδειξη έκπληξης ή φόβου. Πίστευαν στο μάτιασμα, στην κακιά ώρα, στα μάγια, στις κατάρες, στις νεράιδες και στα ξωτικά.
Τα χρόνια εκείνα, οι γάμοι γίνονταν με προξενιό και ο αρραβωνιαστικός δεν μπορούσε κατά κανόνα να δει την αρραβωνιαστικιά του από κοντά πριν απ’ τα στέφανα. Όπως διηγούνται οι σημερινοί γέροι για τους πατεράδες και τους παππούδες τους, έβλεπαν τότε τις αρραβωνιαστικές τους μόνο απ’ τις αυλές. Και χαρά σε κείνους τους αρραβωνιασμένους που τα σπίτια τους ήταν κάπως κοντά και μπορούσαν να διακρίνουν ο ένας τον άλλο από κάποια απόσταση. Ούτε και την ώρα του γάμου επιτρεπόταν παλιότερα να δει ο γαμπρός τη νύφη. Έτσι, πολλές φορές άλλη προξένευαν του γαμπρού στην αρχή και με μια άλλη απ’ τις αδερφές της τον στεφάνωναν στο τέλος, χωρίς να μπορεί πια ο δύστυχος να αντιδράσει γι’ αυτό, γιατί η στέψη θεωρούνταν τετελεσμένο γεγονός.
Η απόκτηση γιου γέμιζε με περηφάνια τους γονείς και σκορπούσε χαρά στο σπίτι, ενώ η απόκτηση κόρης τους μείωνε και τους δυσαρεστούσε. Γι’ αυτό και η γέννηση αγοριού γιορταζόταν απ’ όλο το σόι με χαρές και ξεφαντώματα, ενώ ο ερχομός κοριτσιού σκορπούσε σ’ όλους κατήφεια και ανάγκαζε ιδιαίτερα τις γριές να καταβάλουν προσπάθειες, ώστε να κάνουν τον ερχομό του όσο γινόταν πιο ανεκτό. Φυσικά, ο βραχνάς της προίκας ανάγκαζε τους γονείς να μεροληπτούν τόσο έντονα απέναντι στα παιδιά τους.
Την παραμονή των Χριστουγέννων τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια τη νύχτα και τραγουδούσαν τα κάλαντα. Θεωρούνταν δε ευτυχία, ιδιαίτερα απ’ τους μικρούς, το να χιονίζει εκείνη τη βραδιά. Οι νοικοκυρές έδιναν στις παρέες των παιδιών ξερά σύκα, σταφίδες, χαρούπια και κάπου-κάπου και καμιά δεκάρα. Η δεκάρα προξενούσε ξεχωριστή ικανοποίηση και χαρά στους μικρούς, που σπάνια την έβλεπαν στα χέρια τους.
Επίσης, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τον Άγιο Βασίλη. Τη μέρα της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων, κοντά στο σχόλασμα της εκκλησίας, μεγάλα παιδιά – και άντρες ακόμα – ντύνονταν «καπεταναραίοι» με φορεσιές κλεφταρματολών, με ξύλινες μαχαίρες στα χέρια και βαριά κουδούνια στη μέση και τραγουδούσαν και χόρευαν στους δρόμους και στις αυλές. Απ’ τα κουδούνια που φορούσαν όλοι τους, τους έλεγαν Κουδουνάρους ή κατά το κιτριώτικο «Γκδουνάρους». Οι «Γκδουνάροι», όπως ήταν μεταμφιεσμένοι με μακριά ψεύτικα μουστάκια και γένια, με φαρδιά ζωνάρια και χοντρές κάπες, με χοντροκομμένες μάσκες και χτυπητά βαψίματα, γίνονταν πολλές φορές φόβητρο των μικρών και των κοριτσιών.
Οι ενέργειές τους, τα πηδήματα και οι φιγούρες τους στους δρόμους και τα καμώματά τους στις αυλές των σπιτιών εξαρτιόνταν απ’ τη διάθεση και το χαρακτήρα του καθένα απ’ αυτούς. Παρ’ ότι φαινομενικά φοβέριζαν ή κυνηγούσαν κάποιο μικρότερο ή κάποια κοπέλα στα σοκάκια ή ανάγκαζαν και κανένα μεγάλο καμιά φορά να περάσει σκυφτός κάτω απ’ τη μαχαίρα τους σε ένδειξη προσκύνησης και υποταγής στην εξουσία τους, στην ουσία δε γίνονταν έκτροπα ή φασαρίες. Όλα, παρά την αγριάδα τους, είχαν κάποια χάρη και έδιναν ένα έντονο χρώμα στη ζωή εκείνων των γιορταστικών ημερών, που θεωρούνταν και οι «μεγάλες μέρες».

Το σημαντικότερο από τα έθιμα του Κίτρους λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στις 8 Ιανουαρίου και είναι το Έθιμο της Μπάμπως. Την ημέρα αυτή, οι γυναίκες έχουν τον πλήρη έλεγχο επί των ανδρών και δε διστάζουν να επιτεθούν σε άνδρες που δε θα τις αφήσουν να γλεντήσουν και να κάνουν ό,τι θέλουν εκείνες. Το έθιμο τηρείται ανελλιπώς εδώ και περισσότερα από 80 χρόνια και ήρθε στο Κίτρος από τους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν στο χωριό προερχόμενοι από την Ανατολική Ρωμυλία.
Επίσης, το έθιμο της Γιορτής του Τρύφωνα την 1η Φεβρουαρίου τελείται στο Κίτρος στο συνοικισμό Καβακλί. Και αυτό το έθιμο μεταφέρθηκε από πρόσφυγες και περιέχει διονυσιακά στοιχεία, που ανάγουν στα αρχαία ελληνικά έθιμα. Ωστόσο οι πρόσφυγες, προτού ακόμη φύγουν από τις πατρίδες τους, είχαν δώσει στο έθιμο αυτό νέα στοιχεία και κατά κάποιο τρόπο το είχαν μεταβάλει σε χριστιανικό έθιμο. Το έθιμο αυτό ανάμεσα στα άλλα περιλαμβάνει πάλη μεταξύ ενός νέου και ενός μεγαλύτερου σε ηλικία. Και ο νεότερος, που συνήθως κερδίζει, παίρνει ως δώρο έναν πετεινό.
Τη μέρα του Λαζάρου, οι κοπέλες γύριζαν στα σπίτια δυο-δυο, μ’ ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια και τραγουδούσαν το «Λάζαρο». Υποτίθεται πως ήταν οι αδερφές του φίλου του Χριστού, Μάρθα και Μαρία. Οι νοικοκυρές τις έδιναν συνήθως αυγά, τα οποία στο τέλος τα μοιράζονταν μεταξύ τους και τα έβαφαν κόκκινα το Πάσχα.
Τη μέρα του Πάσχα, το πρωί μετά την Ανάσταση, τα παιδιά πήγαιναν στους παππούδες τους και στον νουνό ή στη νουνά τους κόκκινα αυγά με εφτάζυμες, καλοζυμωμένες κουλούρες, τυλιγμένες σε άσπρες, καλές πετσέτες. Ήταν ένα έθιμο εκδήλωσης σεβασμού απ’ τους μικρούς προς τους μεγάλους, που διατηρείται ακόμα και σήμερα αλλά σε μικρότερη κλίμακα.
Επίσης, εκδήλωση ιδιαίτερου σεβασμού των νεότερων προς τους γεροντότερους εξωτερίκευαν και τα έθιμα της Αποκριάς. Το βράδυ εκείνο, οι μικρότεροι κάθε οικογένειας, πριν καθίσουν στο αποκριάτικο τραπέζι, έκαναν τρεις μετάνοιες στους μεγαλύτερούς τους, ζητούσαν συγχώρεση και τους φιλούσαν το χέρι λέγοντας «σχωρεμένα». «Σχουρημένα» απαντούσε κι ο παππούς ή η γιαγιά, που δέχονταν το χεροφίλημα και πρόσθεταν και καμιά επιπλέον ευχή, ανάλογα με την ηλικία του «συγχωρούμενου».
Το έθιμο αυτό εκείνη τη μέρα επεκτεινόταν και ανάμεσα στους άλλους συγγενείς, στους φίλους και στους γείτονες. Έτσι, με εξαγνισμένες ψυχές έμπαιναν στην περίοδο των νηστειών και μ’ ελαφρότερη τη συνείδηση περίμεναν τις μεγάλες μέρες του Πάσχα.
Συγχώρεση ζητούσαν μεταξύ τους και όταν επρόκειτο να κοινωνήσουν στην εκκλησία.
Στα χρόνια της κατοχής (1941-1944) και στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1944-1949), πολλές ξένες οικογένειες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό.
Οι πρώτες απ’ αυτές ήρθαν από διάφορα μέρη της Ελλάδας με δική τους πρωτοβουλία και θέληση και πέρασαν τα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας στο Κίτρος. Οι άλλες, όμως, που ήρθαν την εποχή του εμφυλίου, μεταφέρθηκαν κι εγκαταστάθηκαν εδώ απ’ τις τότε κρατικές αρχές. Για την εγκατάστασή τους επιτάχτηκαν διάφορα σπίτια Κιτριωτών. Οι προσωρινοί εκείνοι πρόσφυγες της δεύτερης περιόδου προέρχονταν ως επί το πλείστον απ’ τα γύρω ορεινότερα χωριά και ιδίως απ’ την Παλιόστανη, τη Μηλιά και τα Καταλώνια, τα οποία είχε εκκενώσει τότε ο στρατός για λόγους εξασθένισης κι αποδυνάμωσης του αντιπάλου Δημοκρατικού Στρατού, που βρίσκονταν και δρούσε στα βουνά.

Το χωριό έχει τις εξής εκκλησίες : του Αγίου Τρύφωνα, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Καβακλί, του Προφήτη Ηλία στην Μπάνα και του Αγίου Γεωργίου.

Το 1926 χτίστηκε με πλιθιά και βέργες στη θέση Αλώνια του Κίτρους (κοντά στα κοιμητήρια) ο μικρός ναός της Θείας Αναλήψεως. Το 1945 γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε με πέτρα.

Το 1955 γκρεμίστηκε και χτίστηκε νέο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, όχι πολύ μακριά από τη θέση του παλιού Μητροπολιτικού ναού Αγίου Νικολάου. Το 1957 πλάι στο παλιό παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου σε θέση με αιωνόβιες βελανιδιές και σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων από το χωριό χτίστηκε αρκετά μεγάλος και ωραίος ναός του ομώνυμου αγίου με δαπάνη των κατοίκων γειτονικών χωριών.
Το 1958-59 τα κελιά που βρίσκονταν γύρω στον Άγιο Κωνσταντίνο γκρεμίστηκαν και έτσι ο τόπος εκείνος άνοιξε και ομόρφυνε. Την ίδια χρονιά γκρεμίστηκε το παλιό σχολείο που ήταν πλάι στην εκκλησία, καθώς από το 1950 μετά από κοπιώδεις προσπάθειες όλου του χωριού και με τη βοήθεια του εράνου του βασιλιά κτίστηκε νέο διδακτήριο.

Η εκκλησία του Προφήτη Ηλία της Μπάνας μέχρι το 1956 ήταν μια παράγκα με λαμαρίνες. Αργότερα στη θέση αυτή χτίστηκε μια νέα εκκλησία, που δυστυχώς ακόμα έχει πολλές ελλείψεις.
Στο χωριό υπάρχουν ακόμη και τα εξής εξωκκλήσια:
Του Αγίου Δημητρίου κοντά στο ομώνυμο ρέμα. Κτίστηκε πάνω στα χαλάσματα του παλιού ναού, που ισοπέδωσαν οι Τούρκοι το 1821.Πρόσφατα ανακαινίσθηκε και επεκτάθηκε.

Της Ζωοδόχου Πηγής κοντά στη βρύση του Ισμαήλ. Από τα θεμέλια του ναού αναβλύζει αγίασμα.
Της Γενέσεως της Θεοτόκου στην Αλυκή Κίτρους, που ανήγειρε το μόνιμο προσωπικό της Αλυκής.
Η Αλυκή είναι οικισμός του Δήμου Πύδνας – Κολινδρού στην Πιερία με 50 κατοίκους. Αποτελεί, μαζί με το Κίτρος, μέρος του Δημοτικού Διαμερίσματος της Πύδνας. Η Αλυκή Κίτρους απέχει 27 χλμ. από την Κατερίνη. Η παραλία είναι αμμώδης και βρίσκεται πολύ κοντά στην Αρχαία Πύδνα. Η Αλυκή αναφέρεται συχνά ως λιμνοθάλασσα. Σήμερα η λιμνοθάλασσα της Αλυκής είναι προστατευμένη περιοχή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αρχαιολογικός χώρος της Πύδνας, που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αλυκή. Κατά τις εργασίες κατασκευής της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών – Θεσσαλονίκης, στη θέση Λουλουδιές, ανάμεσα στους σταθμούς Αλυκής και Κορινού, αποκαλύφθηκε συγκρότημα πρωτοβυζαντινών χρόνων. Λίγο βορειότερα ανακαλύφθηκε οικισμός με συνεχή ζωή από τους μυκηναϊκούς μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους. Εκεί έγινε το 168 π.Χ. η μάχη της Πύδνας, που έκρινε την υποδούλωση της Μακεδονίας στους Ρωμαίους.
Στην περιοχή κοντά στις αλυκές βρίσκεται υδροβιότοπος διεθνούς σημασίας, με σπάνια ορνιθοπανίδα. Ενδεικτικά, στη λιμνοθάλασσα συναντούμε το φυτό κρίνος της θάλασσας (Pancratium maritimum), ειδικά προσαρμοσμένο είδος και μέχρι το 1989 φώλιαζαν οι σπάνιοι μαυροκέφαλοι γλάροι (Larus melanocephalus), ο αριθμός των οποίων έχει πια μειωθεί αισθητά. Με οδηγία της ΕΟΚ, η Αλυκή Κίτρους εντάχθηκε στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000.

Στην Αλυκή Κίτρους ζουν περίπου 200 είδη διαφορετικών πουλιών, ανάμεσά τους πολλά σπάνια με ιδιαίτερο εθνικό και διεθνές ενδιαφέρον. Εκεί βρίσκουν άφθονη και ομοιόμορφη τροφή, παρόλο που θα περίμενε κανείς ότι μέσα στο πυκνό αλατόνερο δε θα μπορούσε να επιβιώσει καμιά μορφή ζωής. Όλα τα άγρια πουλιά είναι όμορφα, αλλά τα φλαμίγκος μαγεύουν περισσότερο με το εξωτικό χρώμα τους, που συχνά «βάφει» ροζ την επιφάνεια της θάλασσας γύρω από την αλυκή.
Η Αλυκή παρουσιάζει ενδιαφέρον όλες τις εποχές του χρόνου. Την άνοιξη τα χρώματα είναι πιο ζωντανά και η ησυχία περισσότερη, ενώ τον χειμώνα και το φθινόπωρο, παρά τις συχνές βροχές, τα τοπία είναι ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά και δραματικά. Το πυκνό αλατόνερο κάνει την επιφάνεια της αλυκής εντελώς αδιατάραχτη σαν γυαλί και η αλμύρα διαβρώνει ανελέητα το τεχνητό και φυσικό περιβάλλον, επιβάλλοντας παντού μια «νεκρική» ησυχία και ακινησία.

Οι αλυκές του Κίτρους είναι εγκαταστάσεις παραγωγής άλατος και βρίσκονται στην παραλία του Κίτρους και στην αρχαία Αθεράδα (εκεί, όπου πιστευόταν ότι υπήρχε το λιμάνι της αρχαίας Πύδνας). Βρίσκονται σε απόσταση 5 χιλιομέτρων στα ανατολικά του Κίτρους. Η συνολική τους έκταση είναι γύρω στα 10.000 στρέμματα. Από αυτά τα 1.440 καλύπτει η λίμνη, η οποία θεωρείται ως χώρος κανονικής προθέρμανσης, οι λεγόμενες «θερμάστρες» και τα υπόλοιπα 140 είναι κυρίως αλοπήγια (τα λεγόμενα «τηγάνια»). Οι αμμοθίνες αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λιμνοθάλασσας του Κίτρους και αποτελεί τη μεγαλύτερη σε πλάτος κι έκταση περιοχή με τέτοια βλάστηση στη Βόρεια Ελλάδα.

H παραγωγή αλατιού στις αλυκές φτάνει τους 40.000 τόνους το χρόνο και διαρκεί από τον Μάρτιο ως τον Οκτώβριο. Κατέχουν την 5η θέση στην Ελλάδα σε παραγωγή αλατιού.
- Πηγές
- Γ. Αγγελίδης «Αναδρομή στην ιστορία της Μακεδονίας».
- wikipedia.gr/ Κίτρος _Πιερίας.
- Διήγηση από τον ιερέα του χωριού, παπα- Θανάση Θεολόγη.