Οι διαδικασίες του λειτουργικού προγραμματισμού -που απασχολούν το εκπαιδευτικό μας υποσύστημα τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου -δεν πρέπει να προσλαμβάνονται ως απλές μηχανικές ρουτίνες, παθητικές εξειδικεύσεις γενικότερων οδηγιών που περιγράφονται στις εγκυκλίους του Υπουργείου. Έχουμε τη γνώμη ότι αποτελούν- είτε έτσι είτε αλλιώς- τη δυναμική ανταπόκριση – περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματική- των εκπαιδευτικών μας μηχανισμών στα συγκεκριμένα τοπικά «εκπαιδευτικά προβλήματα», δηλαδή τις προβληματοποιημένες πλευρές της λειτουργίας του τοπικού εκπαιδευτικού υποσυστήματος. Από την άποψη αυτή είναι θεμιτό να μεταβληθούν σταδιακά σε αντικείμενο διαλόγου ανάμεσα σε διάφορους φορείς-οι οποίοι διαθέτουν δυνατότητα κοινωνικής παρουσίας και δράσης- και να καταλήγουν σε αποφάσεις και ρυθμίσεις που θα διαμορφώνονται ως αποτέλεσμα ουσιαστικής κοινωνικής διαπραγμάτευσης και με τη σειρά τους θα εξασφαλίζουν την απαραίτητη συναίνεση γύρω από συγκεκριμένες εκπαιδευτικές στοχεύσεις.
Η εφαρμογή της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής- ως το επίπεδο κεντρικών πολιτικών αποφάσεων ή νομικών ρυθμίσεων -δεν απειλείται από μια τέτοια προσέγγιση. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι στην ουσία μια επεξεργασμένη και λειτουργική επίσημη εκπαιδευτική πολιτική: (1) καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο το οποίο με τη σειρά του υποστηρίζει ή ανακόπτει κάποιες «δυνατότητες επαγγελματικής ανάπτυξης» (κυρίως παρέχοντας κάθε φορά τους τελικούς στόχους και τις συγκεκριμένες διαδρομές μιας εξελικτικής διαδικασίας), (2) παρέχει κάποια κεντρικά σημεία διαλόγου ή σύγκρουσης τα οποία επιδρούν με το πλαίσιο επικοινωνίας του κάθε εκπαιδευτικού αρχικά (αλλά και της εκπαιδευτικής μονάδας και του τοπικού εκπαιδευτικού υποσυστήματος γενικότερα ) και με το ευρύτεροκοινωνικό περιβάλλον,(3) κατευθύνει μια σειρά πόρους προς την εκπαιδευτική μονάδα παρέχοντας τη βάση για την ανάπτυξή της (4) εμφανίζεται, κάποιες φορές, με μορφές όπως οι διορθωτικές διοικητικές παρεμβάσεις και παροτρύνσεις ή κατανομή αρμοδιοτήτων καθηκόντων και οδηγιών, (5) καταγράφεται σε επίσημα κείμενα τα οποία είναι ανοιχτά σε ερμηνείες ή επιλεκτικές προσεγγίσεις ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του γραφειοκρατικού σώματος ή του κομματικο- πελατειακού δικτύου. Ωστόσο, δεν παύει να παραμένει – από λειτουργική άποψη- εξωτερικό στοιχείο το οποίο χρειάζεται ένα εσωτερικό φορέα (ξενιστή) ώστε να αναπτύξει την εσωτερική της δυναμική. Ως τέτοιος θα μπορούσε από μια άποψη να θεωρηθεί η «εσωτερική πολιτική της σχολικής μονάδας» η οποία μπορεί να θεωρηθεί είτε ως εξειδίκευση των κεντρικών κατευθύνσεων που παρέχει ή επίσημη εκπαιδευτική πολιτική είτε ως ο διάλογος των τοπικών παραγόντων με τους κεντρικούς ώστε να διαμορφωθούν οι πραγματικές συνθήκες μέσα στις οποίες δραστηριοποιείται ο εκπαιδευτικός οργανισμός. Η διαδικασία διαμόρφωσης μιας ρητά εκφρασμένης εσωτερικής πολιτικής τις περισσότερες φορές δεν ακολουθείται στις δημόσιες εκπαιδευτικές μονάδες, οι οποίες είναι συνηθισμένες να λειτουργούν με βάση τελετουργικά επαναλαμβανόμενες και γραφειοκρατικά τυποποιημένες ρουτίνες χωρίς δηλαδή να εκδηλώνουν σταθερό ενδιαφέρον για το συνεχή εξορθολογισμό των εσωτερικών τους διαδικασιών και την αναστοχαστική προσέγγισή τους ανάλογα με τα εκάστοτε πραγματικά αποτελέσματα. Η πραγματικότητα αυτή σημαίνει ότι διαμορφώνεται ένα σύνολο άρρητων ρυθμίσεων, με βάση την δράση ιδιαίτερων στην κάθε εκπαιδευτική μονάδα παραγόντων και δυνάμεων, που οιονεί αναλαμβάνει τον ρόλο μια άρρητης εσωτερικής πολιτικής .
Στο επίπεδο της σχολικής μονάδας που αποτελεί το κύτταρο του εκπαιδευτικού συστήματος, με βασικό όργανο το σύλλογο διδασκόντων- που θα συνεδριάσει σε λίγες μέρες για τον ετήσιο προγραμματισμό-,φιλοδοξούμε να προγραμματίζεται και εξειδικεύεται η εκπαιδευτική διαδικασία, να οργανώνονται επιμέρους εκπαιδευτικές εφαρμογές του προγράμματος, να επιλέγονται τα διδακτικά μέσα, να προγραμματίζονται και εφαρμόζονται τα προγράμματα ενδοσχολικής επιμόρφωσης και αξιολογείται το έργο της σχολικής μονάδας.
Ο προγραμματισμός και η εξειδίκευση της εκπαιδευτικής διαδικασίας η οργάνωση των επιμέρους εφαρμογών του προγράμματος, η επιλογή των διδακτικών μέσων, τα προγράμματα ενδοσχολικής επιμόρφωσης, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, η διαρκής στήριξη του διδακτικού έργου, οι καινοτομίες και η τροποποίηση των παιδαγωγικών πρακτικών, η επεξεργασία σχεδίων και εκπαιδευτικού υλικού κ.α. δεν μπορεί να αφορά την κάθε εκπαιδευτική μονάδα απομονωμένα αλλά πρέπει να αποτελεί σταθερό ενδιαφέρον αλλά και στοιχείο λογοδοσίας της περιλαμβάνουσας δομής που στην περίπτωσή μας είναι η Διεύθυνση ΠΕ Βοιωτίας.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.