Δανειστική βιβλιοθήκη από το διαδίκτυο

Έφτασε και η Παρασκευή. Αν ήμασταν στο νηπιαγωγείο μας σήμερα θα μπορούσαμε να δανειστούμε κάποιο βιβλίο. Ας δοκιμάσουμε να “δανειστούμε” ένα βιβλίο από το διαδίκτυο. Επιλέξτε όποιο σας αρέσει. Ακούστε το. Επιλέξτε τι θα κάνετε στη συνέχεια:

  • Ζωγραφίστε το εξώφυλλό του και γράψτε τον τίτλο.
  • Ζωγραφίστε την αγαπημένη σας σκηνή, περιγράψτε την με λόγια στους δικούς σας.
  • Παρουσιάστε το βιβλίο στην οικογένειά σας, απαντώντας στα 4Π και 1ΓΙΑΤΙ. (ΠΟΙΟΣ; ΠΟΥ; ΠΟΤΕ; ΠΩΣ; και ΓΙΑΤΙ;)
  • Μιλήστε γι’ αυτό στην επόμενη συνάντησή μας  στους συμμαθητές σας στην ηλεκτρονική μας τάξη.
  • Πρόταση για μουσική υπόκρουση όσο κρατούν οι δραστηριότητες αυτές

https://safeYouTube.net/w/lp19

Μερικά βιβλία που μου άρεσαν από την εκπομπή Άκου μια ιστορία του Δημοτικού Ραδιοφώνου Κατερίνης και σας προτείνω είναι τα ακόλουθα

 

ΕΛΜΕΡ του Ντέβιντ Μακ Κι
https://safeYouTube.net/w/lJ19

Ο ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ του Μπουκάι
https://safeYouTube.net/w/JI19

Ο Αρκούδος και το πιάνο
https://safeYouTube.net/w/2CW9

ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΙΚΡΑ ΛΥΚΑΚΙΑ του Τριβιζά
https://safeYouTube.net/w/gH19

Η ΠΟΥΠΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΡΛΟΤΑ του Τριβιζά
https://safeYouTube.net/w/MF19

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ του Κυριτσόπουλου
https://safeYouTube.net/w/QH19

 

Θα ακολουθήσει άλλη πρόταση ακρόασης βιβλίων την επόμενη Παρασκευή.

Παραμύθι “Τα δώρα της Άνοιξης”

Ακούστε και παρακολουθείστε σε κουκλοθέατρο το παραμύθι “Τα δώρα της Άνοιξης” από την Ελένη Μπετεινάκη.

https://safeYouTube.net/w/CRT8

Μπορείτε να ζωγραφίσετε ένα από τα δώρα με όμορφα χρώματα σε μια κόλλα χαρτί; Μπορείτε να φτιάξετε κάποιο από αυτά τα δώρα με υλικά που έχετε στο σπίτι; ( χαρτιά, χαρτόνια, πλαστελίνη, υφάσματα, ρολά υγείας, ή  άλλο). Θα χαρώ να μου στείλετε τις κατασκευές σας.

το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν Ελιά.

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της, έβλεπε τον κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη.

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω, σκεφτόταν. Κι από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε. Βγήκε στη γειτονιά, κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά της λίγο φαΐ.

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη, της μαγείρεψε, της σκούπισε το σπίτι, την έπλυνε, την ταΐσε. Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα, για να πάρει αέρα και ήλιο.

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη, μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους.

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε, όσο αδυνάτιζε. Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε, ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένος.
Αυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν.

– Τι να κάνω, τι να κάνω. Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία. *   Το  σπουργίτι  που   την  είδε  τόσο  στενοχωρημένη  –  και  που   την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα – δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος.

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε:
– Τρέξε, καλή νεράιδα, η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη, χλωμή κι αδύνατη.

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε:
– Τι έχεις, Ελιά μου, κι είσαι τόσο λυπημένη;
– Αχ, καλή μου νεράιδα. Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου.
– Και τι θέλεις, δηλαδή;
– θέλω να τους γίνω χρήσιμη, θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά.

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ;

– Και βέβαια το θέλω, δε βλέπεις πως έλιωσα από τη στενοχώρια μου;

– Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι, θα σε κάνω αυτό που θέλεις. Και τσουπ! την άγγιξε με το ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα μεγάλο δέντρο, που έβγαλε φύλλα, λουλουδάκια άσπρα, που έγιναν ελιές πράσινες, μωβ, μαύρες.
Έπεσαν στη γη, τα κουκούτσια φύτρωσαν, έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο ελαιώνα.

Ήρθαν οι γείτονες, μάζεψαν τις ελιές, έβγαλαν λάδι, έφαγαν, χόρτασαν, ρόδισαν τα μαγουλά τους, ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και να ζουν ευτυχισμένοι.

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της δείξουν την αγάπη τους, πήραν το λάδι τους, το έβαλαν στο καντήλι, για να θυμίζουν στην Παναγιά και στο Χριστό, την καλοσύνη της ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο.

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε. Κι ο Χριστός κάτω απ’ την ελιά ήρθε και ξεκουράστηκε.

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση στον ελαιώνα και φρόντιζε, όταν έρχονται οι άνθρωποι να τη μαζέψουν να ‘ναι γεμάτη ελιές, να χορταίνουν οι φτωχοί, και να φωτίζονται απ’ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές.