Ο συγγραφέας Γρηγόρης Χαλιακόπουλος στο σχολείο μας: Το Ταξίδι του Φερεϋντούν

Ο συγγραφέας Γρηγόρης Χαλιακόπουλος επισκέφθηκε το σχολείο μας, στα πλαίσια δράσης της βιβλιοθήκης μας για την προαγωγή της φιλαναγνωσίας και την ανάπτυξη – καλλιέργεια της κριτικής σκέψης των μαθητών. Οι μαθητές των τάξεων Γ’, Δ’, Ε’, ΣΤ’ παρακολούθησαν την παρουσίαση του πολύ επιτυχημένου βιβλίου Το Ταξίδι του Φερεϋντούν, των εκδόσεων Καλειδοσκόπιο, ενώ είχαν διαβάσει το βιβλίο και προετοιμάσει βιβλιαράκια με την κριτική τους, καθώς και πολύ ωραίες ερωτήσεις (Ε’ και ΣΤ’), και είχαν φτιάξει υπέροχες ζωγραφιές με χαρταετούς (Γ’ και Δ’).

Ο συγγραφέας μίλησε με πολύ ελκυστικό τρόπο στα παιδιά σχετικά με το βιβλίο, ενώ απάντησε με πολλή υπομονή και σε όλες τις ερωτήσεις τους. Υπήρξαν αρκετές φορές που οι μαθητές ξέσπασαν σε αυθόρμητο, γνήσιο χειροκρότημα, και ζήτησαν από τον κ. Χαλιακόπουλο να υποσχεθεί ότι θα επισκεφθεί ξανά το σχολείο μας, το Δημοτικό Σχολείο Σαβαλίων. Τον ευχαριστούμε πολύ!

a1c8812a 4a17 46c4 80d0 8ae96b5bc96c acc663af b120 41d7 9f15 b905759c19fc

586a7a46 c90b 4f6d 8bfb ab9ee82b014a d8fd110c 97f1 4f23 8275 8d6f1b4b9f09

479188020 2724726867713693 1253093122088830893 nCR e6e37d82 dd2a 4007 bf5c 45097c43e10a

ad16c744 1c5f 478e b3a5 19fcad33a14c

Ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος γεννήθηκε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος, ποιητής και ερευνητής. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1984, με την ποιητική του συλλογή «Μελλοντικά Παρελθόν του Σήμερα».

Υπήρξε συνιδρυτής της ανένταχτης και αντισυμβατικής ομάδας «Ξωτικά της Ποίησης» που έδρασε απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1990 για δέκα περίπου χρόνια, με θέατρο, ποιητικές βραδιές και πολιτιστικά δρώμενα στο κέντρο της Αθήνας.

Να επισημάνουμε ότι, το 2014, Το Ταξίδι του Φερεϋντούν ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο, ενώ τιμήθηκε με τη βραχεία λίστα του «Αναγνώστη».

Τη διετία 1994-1995 εξέδιδε και διηύθυνε την κοινωνική και λογοτεχνική εφημερίδα Αίσθηση Λόγου και Τέχνης, χωρίς χορηγούς και διαφημίσεις, με δωρεάν διανομή σε πανεπιστήμια, σχολές και βιβλιοπωλεία.

Υπήρξε πρωτεργάτης της καμπάνιας «Στείλε ένα Βιβλίο στο Κελί», για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης των Φυλακών Κορυδαλλού, ενώ βοήθησε σημαντικά αρκετές ακόμη βιβλιοθήκες της περιφέρειας.

Συνεργάστηκε με περιοδικά και τις περισσότερες εφημερίδες του ημερήσιου και κυριακάτικου τύπου.

Θεατρικά του έργα ανέβηκαν στο «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης», στο «Μέγαρο Μουσικής Αθηνών», στο «Διέλευσις», στο «Κνωσός», στο οποίο και διετέλεσε Καλλιτεχνικός Διευθυντής το 2016-17, και σε πολλές ακόμη σκηνές.

Έχει γράψει κείμενα και έρευνα για πολλά ντοκιμαντέρ που παίχτηκαν στην ΕΡΤ και στο Cosmote History, με ιστορικά και πολιτισμικά θέματα. Έχει κάνει πολυετή έρευνα, δημοσιεύοντας αρχεία του Δρομοκαΐτειου, πάνω σε πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά πρόσωπα που έζησαν μέσα στο ψυχιατρείο, ενώ έχει δημοσιεύσει ανέκδοτες επιστολές και ποίηση μεγάλων μας ποιητών.

Αυτή την εποχή τον βρίσκουμε στην Αλεξάνδρεια, όπου είναι υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της ελληνικής κοινότητας.

Παιδικό βιβλίο και κριτική σκέψη

Αναδημοσίευση του άρθρου μου από το Elniplex.com

«Οι νέες τάσεις στο παιδικό βιβλίο», «5 βιβλία που δεν πρέπει να χάσετε φέτος τα Χριστούγεννα», «Τα βιβλία που θα ξεκολλήσουν το βλέμμα των παιδιών από το τάμπλετ», είναι μερικοί μόνο τίτλοι άρθρων που προωθούν την ανάγνωση σε παιδιά, στην πραγματικότητα σε μαμαδομπαμπάδες και παππουδογιαγιάδες που έχουν πρόσβαση στη ροή του κινητού τους, και στο οποίο είναι ως επί το πλείστον εθισμένοι, την ίδια στιγμή που προσπαθούν να αποτρέψουν τα παιδιά από το να χρησιμοποιούν για πολλή ώρα τις οθόνες. Διότι, σε περίπτωση που δεν το γνωρίζατε, το παιδικό βιβλίο σήμερα –ως αγαθό που αγοράζεται και πωλείται– παίζει πλέον το παιχνίδι της οθόνης, προκειμένου να την ανταγωνιστεί: Συνήθως μάς βομβαρδίζει με περιεχόμενο που πρέπει να καταναλώσουμε, πλασάροντας τον εαυτό του ως καλή εναλλακτική επιλογή. Είναι όμως;

Πωλήσεις, πωλήσεις, πωλήσεις. Το χρήμα κάνει τον κόσμο να γυρίζει, και σε αυτήν τη ρόδα πρέπει να μπουν και τα παιδιά από νωρίς: Βλέποντας τους γονείς να λείπουν πάρα πολλές ώρες από το σπίτι, αποκτώντας την εντύπωση ότι η δουλειά είναι «πιο σημαντική», γεμίζοντας κάθε λεπτό του ελεύθερου χρόνου τους με δομημένο χρόνο – διότι ο ελεύθερος είναι εξοστρακισμένος στο πυρ το εξώτερο, μαθαίνοντας από τα βιβλία, αντί από την οικογένεια – ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα, που τώρα τα λέμε δεξιότητες.

Και κάπως έτσι, φτάσαμε να κυριαρχεί η τάση που θα ονόμαζα «βιβλία αντικατάστασης του γονιού»: Έχουμε άπειρα βιβλία για να μάθει ο Ίωνας να πηγαίνει σωστά στην τουαλέτα, η Δανάη να τρώει φρούτα, η Αρτεμισία – Χριστίνα να μη φοβάται το σκοτάδι και ο Ευάγγελος – Μιχαήλ να μην χαλάει το παρτέρι της γιαγιάς. Θέλουμε να μιλήσουμε για την απώλεια στο παιδί μας; Παίρνουμε ένα βιβλίο, για να μας βγάλει από την – τι άλλο; – άβολη θέση. Θέλουμε για σεξουαλική διαπαιδαγώγηση; Παίρνουμε ένα βιβλίο, διότι νιώθουμε – τι άλλο; – αμηχανία. Υπάρχουν βιβλία για να μάθουν να αγαπούν τα παιδιά τα ζώα. Βιβλία για να μάθουν να συμπεριλαμβάνουν στο παιχνίδι τους όλα τα παιδιά. Βιβλία για να μάθουν να διαβάζουν πριν πάνε στο Δημοτικό – κι ας επιμένουν οι δάσκαλοι ότι δεν χρειάζεται. Βιβλία για όλα τα θέματα, διότι τα βιβλία «ξέρουν καλύτερα». Και η οικογένεια; Τι θέση έχει μέσα σε όλο αυτό; Αποδέχεται το ρόλο του αγχωμένου και αδαή παραγωγού παιδιών, που στέκεται κομπάρσος, απλός παρατηρητής, βγάζοντας ένα στεναγμό ανακούφισης για το γεγονός ότι «ειδικοί» επαγγελματίες, έχουν αναλάβει τα πάντα σχετικά με τα βλαστάρια της;

Κι όμως, ένα βιβλίο είναι ζήτημα αν θα βοηθήσει στη διαχείριση δύσκολων ή δυσάρεστων καταστάσεων από μόνο του. Ακόμη κι αν υπάρχουν ορισμένα εξαιρετικά βιβλία για κάποια θέματα, δεν αρκεί μονάχα η ανάγνωση, που είναι κάτι θεωρητικό. Οφείλει παράλληλα να γίνεται σοβαρή συζήτηση και βιωματική δουλειά, να υπάρξει κάποιου είδους κατεύθυνση και εφαρμογή της «θεωρίας», είτε στο σπίτι, είτε στο σχολείο, για να μπορέσει να καλλιεργηθεί οτιδήποτε καλό απορρέει από αυτού του είδους τη φιλαναγνωσία. Για να μην αναλύσουμε τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες το παιδί λαμβάνει διπλά μηνύματα, όταν στον άμεσο περίγυρό του βλέπει να ισχύουν τα αντίθετα από εκείνα που περιγράφει ένα βιβλίο. Σκεφτείτε, λ.χ. ένα παιδί, να ακούει στο νηπιαγωγείο παραμύθι για την αγάπη προς τα ζώα, τη στιγμή που στο σπίτι αλλάζουν το ένα σκυλάκι μετά το άλλο, επειδή το βαριούνται. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι ο ρόλος ενός βιβλίου με συγκεκριμένο, πρακτικό στόχο δεν μπορεί να είναι βασικός, αλλά συμπληρωματικός, και πάλι μονάχα με τη συνεργασία της οικογένειας.

Χρήσιμα λοιπόν  -αν και με ερωτηματικό- τα παιδικά βιβλία δεξιοτήτων, όπως και τα βιβλία αυτοβοήθειας για εφήβους, γνώσεων κ.λπ., αλλά το πρόβλημα παραμένει: Τι θα γίνει με την αληθινή λογοτεχνία; Τα βιβλία που θα μάθουν στα παιδιά ότι είναι εντάξει να χαλαρώνει κανείς, να ταξιδεύει με τις λέξεις, να μη θέλει να αφήσει ένα βιβλίο από τα χέρια του, να μπορεί να σκέφτεται; Γιατί να διαβάζει ένα παιδί για την αγάπη, την ξενοιασιά, τη φαντασία, την περιπέτεια, την ελευθερία, όταν με ένα βιβλίο λογοτεχνίας μπορεί να τα βιώνει όλα αυτά; Πού είναι η μαγεία, που κατορθώνει να καλλιεργήσει τη γλώσσα και τη σκέψη; Πώς θα είναι πια έτοιμο ένα παιδί να περάσει στο στάδιο της πραγματικής λογοτεχνίας, όταν όλη σχεδόν η φροντίδα των γονέων εξαντλείται με αγωνία από τη νηπιακή ηλικία στα βιβλία δεξιοτήτων; Ελάχιστα από τα πρωτάκια μου, τα τελευταία χρόνια, έχουν ακούσει, έχουν δει και έχουν μυρίσει τα κλασικά παραμύθια, με τις υπέροχες, υψηλής αισθητικής, εικονογραφήσεις. Αντί των βιβλίων προτιμώνται αποκλειστικά, μαντέψτε: τα βίντεο με ψηφιακή δημιουργία μέσω όσο γίνεται φτηνών προγραμμάτων, και με αντίστοιχης αισθητικής ποιότητα.

Η εντύπωση που έχει μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού είναι ότι ολοένα και λιγότερα βιβλία, σε σχέση με το παρελθόν, μπορούν να χαρακτηριστούν πια ως «λογοτεχνία». Αρκετοί φίλοι συνάδελφοι και γονείς, διαβάζουν στα παιδιά τους τα δικά τους βιβλία, που έχουν φυλαγμένα από τα παιδικά τους χρόνια. Η εμπιστοσύνη προς τις νέες κυκλοφορίες έχει κλονιστεί. Και όχι άδικα: Η τέχνη του λόγου συχνότατα θυσιάζεται, με συνεπακόλουθο την πνευματική και γλωσσική φτώχεια στα παιδιά, ήδη από την τρυφερή ηλικία, όταν είναι σφουγγάρια και το μόνο που απορροφούν είναι “δεξιότητες” – κι αυτές στη θεωρία. Πολλές φορές, στη θέση της λογοτεχνίας μπαίνει κάποιο είδος άτεχνης ή νευρωτικής (ή και τα δύο) προώθησης μηνυμάτων και / ή ιδεών: Ο κάθε ένας θεωρεί πως μπορεί να γράψει ένα παραμύθι, για να μιλήσει στα παιδιά για το τάδε ή το δείνα θέμα. Ακόμη κι αν, όπως στην περίπτωση των ευπώλητων, υπάρχει κάποιο επίπεδο «τέχνης», (άλλωστε τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής και οι διδάσκοντες αυτήν συγκρίνονται αριθμητικά με τα μανιτάρια), πλέον τα παιδιά δεν μπορούν να σκεφτούν και πολύ, έχοντας εκπαιδευτεί κυρίως στο να καταναλώνουν: «Το γράφει το βιβλίο, επομένως έτσι θα είναι», κατά το «Το είδα σε ένα βιντεάκι, επομένως αλήθεια θα είναι», της οθόνης. Ε λοιπόν, όχι: Δεν είναι έτσι επειδή το είπε κάποιο βιβλίο, συχνά αντικαθιστώντας μάλιστα την οικογένεια, απλώς και μόνο διότι τού δόθηκε η ευκαιρία να λειτουργήσει πρωταγωνιστικά και αφοριστικά, αντί για συμπληρωματικά. Λογοτεχνία που δεν καλλιεργεί την κριτική σκέψη δεν είναι λογοτεχνία. Θα προσέθετα μάλιστα ότι «πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται», καθώς υποκρίνεται τη λογοτεχνία και εξαπατά τον κόσμο. Κοινώς: Φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Ζητούνται πραγματικά βιβλία λοιπόν. Ζητείται γλώσσα, ελευθερία, σκέψη κι ένας κόσμος – στολίδι. Οι κριτικοί του μέλλοντος δεν μπορεί παρά να επισημάνουν την παρούσα κατάσταση ως προβληματική. Αν υπάρχουν κριτικοί μέχρι τότε, διότι αφενός όσοι γράφουν κατά παραγγελία και με σκοπό προώθησης ή δυσφήμισης δεν είναι κριτικοί, αφετέρου οι αληθινοί κριτικοί σπανίζουν ήδη.