Ζήσαμε το απόλυτο γουέστερν αγναντεύοντας αφ? υψηλού τις βουνοκορφές, πάνω από τους αετούς και τα έλατα, στα 1.600 μέτρα.
Σφηνωμένο στη γρανιτένια αγκαλιά της βόρειας Πίνδου, το ψηλότερο χωριό της Ελλάδας και των Βαλκανίων όχι μόνο δεν πέφτει σε χειμέριο ύπνο αλλά υποδέχεται εγκάρδια τον ταξιδιώτη, ολόκληρο μια ζεστή αγκαλιά. Ανηφορίζουμε για το χιλιοτραγουδισμένο βλαχοχώρι των Γρεβενών, δρόμος γεμάτος πήχεις χιονιού, καθώς εδώ ο χειμώνας δεν αστειεύεται. Η Σαμαρίνα ξεπροβάλλει χτισμένη αμφιθεατρικά στην πλαγιά του Σμόλικα, κάτω από το δάσος της Κιούρστα. Εδώ οι καμινάδες των σπιτιών κάνουν ολονυχτίες για να ξορκίσουν το χοντρό μακεδονίτικο κρύο, με τις κόκκινες λαμαρίνες στις στέγες ετοιμοπόλεμες για το χιονιά.
Ο ξυλουργός του χωριού Γιώργος Κιάκας, ένας από τους 25 μόνιμους κατοίκους της Σαμαρίνας το χειμώνα, θα μας προϋπαντήσει στο χάνι, την πλατεία με τον πλάτανο. Αναζητούμε καταφύγιο στην ταβέρνα «Ο γερο-Σμόλικας» του Λάκη Αβέλλα, δίπλα στο τζάκι, που καταπίνει αχόρταγα τα ρόμπολα. Ενας γύρος τσίπουρο με γλυκάνισο, κάτω από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες παλαιών Σαμαριναίων με τσιγκελωτές μουστάκες, και η παρέα ξεδιπλώνει την ιστορία ενός χωριού σε μόνιμο πηγαινέλα?
«Από πάντα η Σαμαρίνα ήταν κεφαλοχώρι, με κύρια πηγή εσόδων την κτηνοτροφία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Οι παππούδες έφταναν με τα ζώα ως την Τεργέστη, να πουλήσουν μάλλινα και υφαντά. Ως το 1940 το χωριό είχε 1.800 σπίτια, χτισμένα με πέτρα μαζεμένη από τα γύρω ποτάμια, τόσο κοντά το ένα με το άλλο, ώστε ίσα που χωρούσε να περάσει ένα μουλάρι φορτωμένο». Η Σαμαρίνα, περιγράφουν, είχε ζαχαροπλαστεία που έφτιαχναν καραμέλα και λουκούμι, σαμαρά και πεταλάδες για τα 2.500 μουλάρια, τα «οχήματα» της εποχής, κουδουνάδες, υφαντουργεία, νεροτριβές. «Από δω πέρασαν Τούρκοι, Ιταλοί, Γερμανοί, ο Εμφύλιος, μόνο οι Βλάχοι έμειναν και τα κοπάδια τους. Ο,τι τέχνη έμαθαν οι Σαμαριναίοι, τη μετέφεραν κάτω, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Κοζάνη, Τρίκαλα, όπου βρέθηκαν».
Ολόγυρα απ? το χωριό στρούγκες και στάνες περιμένουν τα ζώα να γυρίσουν από τα χειμαδιά κάτω στο θεσσαλικό κάμπο. «Μιλάμε για 60.000 γιδοπρόβατα κι αγελάδες που ασπρίζουν τα βουνά» περιγράφει ο κ. Κιάκας. «Φεύγουν τα κοπάδια το φθινόπωρο για τη Λάρισα και τέλη Μαΐου τα ανεβάζουν, οι περισσότεροι με τα φορτηγά, ορισμένοι ακόμα με τα πόδια». «Παλιά το χωριό κατοικούνταν Μάιο με Οκτώβριο. Γινόταν ο χαιρετισμός, στο γεφυράκι που περάσατε για να μπείτε στο χωριό ήταν οι πέτρες των δακρύων. Αλλος τραβούσε για Δράμα, άλλος για Λάρισα και Καρδίτσα. Χωρίζονταν φιλίες, μάνες, γιοι, αντρόγυνα, αρραβωνιασμένοι κι αντάμωναν πάλι στη Σαμαρίνα το άλλο καλοκαίρι».
Ο δρόμος μακρύς από τα βουνά μέχρι τα χειμαδιά κι αντίστροφα, ψυχαγωγία του αγωγιάτη τα βλάχικα τραγούδια, «από τη ζωή βγαλμένα και απ? τον αγώνα», σαν το λαϊκό άσμα «Τα παιδιά της Σαμαρίνας». Ξεκίνησε σαν μοιρολόι, εξηγεί ο κ. Κιάκας και σιγοψιθυρίζει τους στίχους για τον αρχηγό των Σαμαριναίων που τραυματίστηκε στον αγώνα κατά των Τούρκων στο Μεσολόγγι και πριν πεθάνει ζήτησε από τα κλεφτόπουλα «σαν πάτε πάνω στα βουνά, ψηλά στη Σαμαρίνα, τουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε?».
Σήμερα τα παιδιά της Σαμαρίνας, σαν τον 30χρονο Ζήση Κιάκα, εκδίδουν με μεράκι περιοδικό για τον τόπο τους που θα το ζήλευαν για την ύλη του πολλά έντυπα της πρωτεύουσας, στήνουν γουστόζικους ξενώνες, όπως το «
Οσο για το καλοκαίρι, από τις επτά το πρωί στην πλατεία γίνεται χαμός. «Τραβάει τα παιδιά η Σαμαρίνα» μας λέει ο γραμματέας της κοινότητας Χρήστος Γιώτσας, που στο μεταξύ έχει μπει στην κουβέντα. Κοσμοσυρροή σε αειθαλή στέκια, σαν το ζαχαροπλαστείο «Πανελλήνιον», αλλά και στα μοδάτα μπαράκια «Ματζάτο», «Ταμάμ», «Mad», που κρατούν τη νεολαία για clubbing στη Σαμαρίνα!
Ο ήλιος έχει γείρει, «πάμε κατά πέρα, στ? άλογα;» ρωτάει ο Χρήστος τους συντοπίτες του. Πάμε! Ανεβαίνουμε στο τζιπ του Λάκη και μπαίνουμε στο λασπωμένο χωματόδρομο για να εντοπίσουμε τα βαρβάτα με τα χαρέμια τους, τα άλογα της ράτσας της Πίνδου, που μοιρασμένα σε τρεις ομάδες, με επικεφαλής από έναν επιβήτορα και τα θηλυκά, ζουν μέρα νύχτα ελεύθερα στο δάσος, βόσκουν γρασίδι και μόνο σαν πέσει πυκνό χιόνι αναζητούν στο στάβλο καταφύγιο από τα αγρίμια και τη βαρυχειμωνιά. Ενα πουλαράκι θηλάζει τη μάνα του, ο Χρήστος σφυρίζει και το κοπάδι αρχίζει να ροβολά την πλαγιά. Αγναντεύουμε τη Βασιλίτσα, τις χιονισμένες κορφές του Ολύμπου, τη ραχοκοκαλιά του Γράμμου, 360 μοίρες βουνά, έτσι να κάνεις από δω πάνω και νομίζεις πως θα τα αγγίξεις. Μόνος ήχος η χλαπαταγή των αλόγων πάνω στο βρεγμένο χώμα. Οι χαίτες ανεμίζουν, το τρίχωμά τους γυαλίζει στο χειμωνιάτικο ήλιο, περνούν σαν θρόισμα ανάμεσά μας, άγρια Δύση στα αλπικά λιβάδια της Σαμαρίνας.
ET AGENDA
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.