Αρχείο ετικέτας Ελληνισμός

Πόση δημοκρατία αντέχουμε

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η λογική λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα μπορεί να αλλάξει τα πάντα, να κατεβάσει τα αστέρια στη γη – είναι απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης. Η εμπειρία λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα, ο ικανότερος, ο «καθαρότερος», ο πιο επιδέξιος και χαρισματικός, δεν μπορεί, αν και απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης, να αλλάξει τίποτα. Ούτε τον κλητήρα που του ανοίγει κάθε πρωί την πόρτα στο ασανσέρ.

Που να πάρει η ευχή, ένας ηλικιωμένος Έλληνας έχει γνωρίσει (άθελά του, αλλά «στο πετσί» του) απειράριθμους πρωθυπουργούς. Τους έχει γνωρίσει πιο καλά από όσο γνωρίζει τον πατέρα του και τη μάνα του. Δεν είδε ποτέ τους πρωθυπουργούς με τα νυχτικά ή τις πιτζάμες. Αλλά τα νυχτικά και οι πιτζάμες δεν χαρίζουν γνώση του χαρακτήρα, της ευφυΐας ή της μικρόνοιας, της οξυδέρκειας ή της μυωπίας, της γενναιότητας ή της θρασυδειλίας. Πάντοτε, όσο πίσω φτάνει η μνήμη, η υποτέλεια στη Δύση ήταν αυτονόητη, συμφιλιωμένοι οι Νεοέλληνες με την εξάρτηση, με το «ανήκομεν». Με ποιες πρακτικές, ποια δολώματα, ποια αδιαφανή κανάλια, γίνονταν οι ελλαδικές κυβερνήσεις υποχείρια ξένων κέντρων, που αποφάσιζαν για το παρόν και το μέλλον των Ελλήνων; Από πότε, ο ελλαδίτης πολιτευτής άρχισε να θεωρεί αυτονόητο να είναι μαριονέτα, να προσαρμόζεται στα θελήματα Πρεσβειών, από πότε έπαψε να υπάρχει ενοχή για την υποτέλεια;

Σίγουρα, η μετάπλαση – μεταστοιχείωση του Ελληνισμού, από πανανθρώπινη πρόταση τρόπου του βίου (πολιτισμού) σε ορθολογική (χρηστική) οργάνωση «έθνους – κράτους», ήταν γεγονός μοναδικό, δίχως προηγούμενο στην Ιστορία. Ήταν ένας απρόσμενος θρίαμβος του συμπλεγματικού, μανιασμένου αντιπάλου της ελληνικής «οικουμένης»: της Δύσης του Καρλομάγνου και των διαδόχων του.

Το απελευθερωμένο από τους Τούρκους (με πολύ αίμα) ελάχιστο κομμάτι γης και θάλασσας, πριν διακόσια χρόνια, παγιδεύτηκε, από καταβολής του, στην ολοκληρωτική εξάρτηση και ταπεινωτική πειθάρχηση στους κυρίως αντιπάλους του Ελληνισμού (ασύγκριτα εμπαθέστερους των Τούρκων) Δυτικοευρωπαίους. Διακόσια χρόνια μετά, και αφού εξασφάλισε η Δύση τη γενοκτονία του μικρασιατικού, ποντιακού και θρακικού Ελληνισμού, ίσως είναι ευκολότερο να ερευνήσουν οι μελετητές πώς, παράλληλα με τους κατευθυνόμενους εμφυλίους και τις αποτελεσματικότατες τουρκικές σφαγές, λειτουργούσε και η αλίευση ελλαδιτών πολιτικών ως ευρωπαίων πρακτόρων.

Προέκυψε ένας, περίπου, καινούργιος ανθρωπολογικός τύπος, που επιβιώνει ως σήμερα και που διεκπεραιώνει εντολές, θελήματα και επιθυμίες της ηγεσίας δυτικό-ευρωπαϊκών κρατών, πιστεύοντας ότι όχι απλώς δεν προδίδει, αλλά ωφελεί την πατρίδα του. Το πώς χάθηκε οριστικά για τον Ελληνισμό ο τόπος – τρόπος του πολιτισμού του (Μικρασία, Πόντος, Θράκη) ήταν το δυναμικό αποκύημα της πειθήνιας υποταγής στην αγγλοφιλία – γαλλοφιλία – γερμανοφιλία: περιώνυμων Ελλήνων πολιτικών ανδρών.

Είναι περισσότερο από φανερό ότι η συντελεσμένη πια και παγιωμένη, αυτονόητη για τους πολλούς μεταλλαγή της ταυτότητας των Ελλήνων δεν αναχαιτίζεται ούτε, βέβαια, «βελτιώνεται» η ιστορικά δεδομένη αλλοτρίωση με υπουργικές αποφάσεις που αντιπαλεύουν περιπτωσιολογία. Έχει οριστικά χαθεί, μέσα σε σαράντα μόλις χρόνια (Βερυβάκης, 1981) η συνέχεια της γλώσσας (εφοδιασμένος σήμερα ο Ελλαδίτης με πτυχίο και μεταπτυχιακά, ακούει τον στίχο «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια» και δεν «πιάνει νόημα», ενώ ο αγράμματος προπάππος του ριγούσε). Ακούει ο σημερινός για άμεση δημοκρατία «αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων» και ανακαλεί προσλαμβάνουσες γελοιωδών συνελεύσεων πολυκατοικίας!

Ασφαλώς και υπάρχει ακόμα μια ελάχιστη μερίδα Ελλήνων, ασήμαντη περιθωριακή μειονότητα, που συντηρεί (με τεχνητή αναπνοή) τη βιβλιαγορά, ντρέπεται με οδύνη για την κυρίαρχη παντού φτήνια και χυδαιότητα, κυρίως για το διανοητικό και ηθικό επίπεδο πολιτικών και δημοσιογράφων. Αηδιάζει και φρίττει με την καφρίλα ιδιωτικών καναλιών. Νιώθουμε παραδομένη την άλλοτε ελληνική κοινωνία σε συνθήκες έσχατης παρακμής. Υπάρχει αυτή η ελάχιστη κοινωνική ομάδα, περιθωριακή, ανίκανη να επαναστατήσει. Και ελαττώνεται ραγδαία. Στον κοινωνικό στίβο λογαριάζεται ανύπαρκτη, πεθαμένη.

Αν υπήρχε μια σπίθα ζωής, θα είχε τολμηθεί τουλάχιστον ένα «επιστημονικό» (αποκλειστικά) συνέδριο. Με μία και μόνο θεματική: Περιπτώσεις κατάφωρης κατάλυσης της δημοκρατίας από την κομματοκρατία, ποιος θα τις αντιπαλέψει; Ποιος θα κρίνει αν μια στρατιωτική αυθαιρεσία καταλύει τη δημοκρατία ή αποκαθιστά τη δημοκρατία; Είναι «δημοκρατία» το καθεστώς, όπου ο κομματάρχης πρωθυπουργός «διορίζει» (μόνος και αυθαίρετα) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, την Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων; Πώς μπορεί να ελεγχθεί, σε μια «τύποις» δημοκρατία, ο ρόλος ξένων πρεσβειών στην ανάδειξη πρωθυπουργού και υπουργών της χώρας;

Η παρακμή κρίνεται από το πόση αλήθεια και πόση δημοκρατία αντέχουμε.

ΠΗΓΗ

Christos Yiannaras

Η νέα πραγματικότητα, οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι με το τέλος της πανδημίας

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ· πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου

Μπορεί να συναγάγει κανείς ότι, σε μία τέτοια κρίση με πολυσήμαντες διαστάσεις, όπως αυτή που έφερε η επιδημία την οποία επικαλείται η πολιτική ηγεσία -και βεβαίως πολύ σωστά- για να ζητήσει τη συλλογική μας ευθύνη και συστράτευση, αντιφάσκει με τα μηνύματα που μας εξέπεμψε με την αφορμή της 25ης Μαρτίου που ήταν πολύ διχαστικά. Και αυτό μου προκαλεί μία σημαντική απορία. Πρώτα πρώτα βρισκόμαστε μπροστά σε έναν διχαστικό πολιτικό λόγο που εστιάζεται σε αυτό που θα έπρεπε να ενώνει τους Έλληνες (όπως και οποιονδήποτε άλλο λαό), δηλαδή στην πολιτισμική του συνοχή και στην ιστορικότητά της. Επιπλέον δεν έχουμε να κάνουμε με έναν μόνο από τους πολιτειακούς παράγοντες. Πρόκειται για μία ομοβροντία διχαστικών λόγων από την πολιτειακή ηγεσία, την κυβέρνηση, την προεδρία και την αντιπολίτευση. Η κυρία Σακελαροπούλου ως πρόεδρος, στον πρώτο της δημόσιο λόγο, μας μίλησε για έναν «νέο πατριωτισμό». Πώς τον αντιλαμβάνεται; Τι ενοχλεί άραγε από τον «παλαιό πατριωτισμό» και τι περιέχει άραγε ο νέος; Να υποθέσω ότι στον «νέο πατριωτισμό» περιλαμβάνεται και η ψήφο της που απάλλαξε τον κύριο Παπακωνσταντίνου για μία καίριας σημασίας υπόθεση που αφορούσε το δημόσιο συμφέρον; Και ποιο ρώτησε αλήθεια για να εξαγγείλει την αναθεώρηση του πατριωτικού προτάγματος της κοινωνίας; Είναι υπεράνω του νόμου κατά το Σύνταγμα. Να υποθέσω ότι είναι και υπεράνω του λαού;  Ο κύριος πρωθυπουργός, από την πλευρά του, ο οποίος δικαίως εξελέγη διότι εφέρετο να εκφράζει και νομίζω με πολιτισμικό πρόσημο σημαντικά διαφορετικό από εκείνο του κυρίου Τσίπρα, μια διαφορετική οπτική του εθνικού συμφέροντος, διαπιστώνεται ότι σε ένα καίριο ζήτημα όπως η εθνική ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας, συμπίπτει απολύτως με τον πρώην πρωθυπουργό; Πώς θα διακριθεί λοιπόν ο πολιτικός του λόγος όταν ταυτίζεται σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα που δεν αφορά την ιστορική περιέργεια αλλά τον πυρήνα της οπτικής του για το μέλλον της χώρας; Το να αναγνωρίσει κανείς ότι υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το νεοελληνικό κράτος και ως εκ τούτου το έθνος συγκρότησε το νεοελληνικό κράτος, ή, αντιθέτως, ότι το κράτος συγκρότησε το έθνος γιατί δεν υπήρχε πριν ελληνικό έθνος αλλά μόνο ελληνόφωνοι, έχει τεράστια σημασία για το σήμερα. Πέραν αυτού αυτοί που διακονούν τα μηρυκάσματα αυτά πρέπει να μας εξηγήσουν γιατί επαναστάτησαν οι Έλληνες αφού δεν είχαν έθνος και κατ’επέκταση συνείδηση συλλογικής ελευθερίας. Δεν επαναστατεί κανείς ξέρετε, για να αλλάξει το σημείο του… καφενέ. Δεν του αρέσει στην μία πλευρά και θέλει να πάει στην άλλη. Επαναστατεί κανείς για μείζονα ζητήματα. Και, όλοι αυτοί που αρνούνται την εθνική αιτία της επανάστασης όφειλαν να γνωρίζουν ότι χύθηκε πολύ αίμα στο όνομα του έθνους της κοινωνίας. Το ερώτημα λοιπόν, έχει διπλή τεράστια σημασία. Πρώτα πρώτα, είναι ανεπίτρεπτο να το λέει κανείς, στο μέτρο που αυτή καθεαυτή η άποψη αυτή συνιστά λογοκρισία έναντι των ιστορικών πηγών που δεν παύουν διαχρονικά να διακηρύσσουν την εθνική ταυτότητα και την βούληση του συνόλου των Ελλήνων για ελευθερία. Να υποθέσω άραγε ότι όλες οι διακηρύξεις οι σχετικές με την επανάσταση αναφέρονται στο έθνος και στον πόθο της απελευθέρωσης; Επιπλέον η διατύπωση ότι το 1821 «συγκροτήσαμε έθνος» είναι ανεπίτρεπτη ως διχαστική αφού η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των πνευματικών του ταγών αποδέχονται ότι οι Έλληνες προεπαναστατικά συγκροτούσαν έθνος και επαναστάτησαν για να συγκροτήσουν κράτος. Από πού αντλεί το δικαίωμα ο πρωθυπουργός της χώρας να έρθει αντιμέτωπος, να προσβάλει ουσιαστικά τον ελληνικό λαό και τις κληρονομιές του. Και για ποιο λόγο το έπραξε άραγε αυτό; Μήπως δεν γνωρίζει έστω ότι το ζήτημα αυτό δίχασε επί μακρόν τα τελευταία χρόνια τον ελληνικό κόσμο καθώς η επιλογή της μιας ή τη άλλης άποψης εμπεριείχε κρίσιμες επιλογές για το μέλλον της χώρας; Αν επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οφείλετο στην άγνοια του πρωθυπουργού. Προφανώς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει ιστορία, είναι υποχρεωμένος όμως να διαλέγεται με την ιστορία. Είναι υποχρεωμένος να διαλέγεται με τους πραγματικούς δημιουργούς της ιστορίας και όχι να συντάσσεται με το μέρος μιας μειοψηφικής μερίδας ιδεολόγων της ιστορίας η οποία κατά έναν περίεργο, για όσους δεν γνωρίζουν, τρόπο μολονότι μειοψηφία, περιφέρεται με όλες τις καταστάσεις στην περίμετρο της εξουσίας. Το να εκφέρεις τον λόγο της ως πρωθυπουργός σημαίνει ότι αποδέχεσαι και το διατακτικό της το οποίο είναι γνωστό στους παρεπιδημούντες στη χώρα αυτή ποια θέση της επιφυλάσσει ή με πόση σφοδρότητα αντιμάχεται την ελληνική κοινωνία. Είναι κρίσιμες οι μέρες που περνάει η χώρα για να προσεγγίζει με αυτόν τον ακραίο διχαστικό και οπωσδήποτε ανεπίτρεπτο εξ επόψεως σκοπούμενης πολιτικής λόγο. Όπως είπα, εάν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό θα μπορούσε να έχει διαφύγει της προσοχής. Σε ό,τι με αφορά ωστόσο δεν περιήλθε στην αντίληψή μου μια διάψευση εκ μέρους του πρωθυπουργού ή του περιβάλλοντός του. Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι εγγράφεται σε έναν συνδυασμό παραδοχών του ιδίου, που κορυφαία αποτελεί η απόφασή του να συγκροτήσει την επιτροπή για τον εορτασμό της 200σιοστής επετείου από την επανάσταση με γνώμονα την αρχή της ενιαίας σκέψης. Η οποία κατά σύμπτωση δεν κρύβει ότι διακονεί με όρους ενιαίας σκέψης μηρικασμούς ιδεολογικών σκοπιμοτήτων που αντιλέγουν προς την αντίληψη ότι το κράτος δημιούργησε το έθνος  που προάγει επομένως ελληνική ιστορική πραγματικότητα και κατατείνουν στο να δικαιώσουν δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτα πρώτα την ιδεολογία του ηγεμόνα, αυτού που κατήργησε την ελληνική σημειολογία της εξέλιξης και πράγματι τον μείζονα ελληνισμό προκειμένου να δικαιώσει το νεοελληνικό κράτος και τα πεπραγμένα του. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ότι στην πραγματικότητα, θα δοξάσουν το κράτος το οποίο με τις πολιτικές του ακύρωσε την εθνική ολοκλήρωση και κατέλυσε τον ελληνικό κόσμο της εποχής με κορυφαία πράξη του την εξαφάνιση του μικρασιατικού ελληνισμού. Με τα χέρια ελεύθερα πια θα πανηγυρίσουν διότι χάρη στο κράτος το ελληνικό έθνος έφθασε τα σύνορά του έως τον Έβρο. Η επιλογή αυτή έχει και μια άλλη εξίσου συγκαιρική σημασία. Από τη στιγμή που αποσυνδέει κανείς την ελλαδική κοινωνία από τις κληρονομιές της καταργείται το συγκριτικό προηγούμενο. Εφεξής η σύγκριση των πεπραγμένων του νεοελληνικού κράτους δεν θα γίνει με τον μείζονα ελληνισμό αλλά με το ομόλογο δυτικό κράτος. Και προφανώς στο κλίμα αυτό θα εμφανισθεί δικαιωμένο στην άποψη ότι για τα κακώς κείμενα φταίει αποκλειστικά η ελληνική κοινωνία. Έτσι παρακάμπτεται και κάτι συνταρακτικά σημαντικό. Το γεγονός ότι αποφεύγει να απολογηθεί για την κατάργηση των κοινών με τα οποία έζησε και μεγαλούργησε ο ελληνισμός από την αρχαιότητα και συνακόλουθα της δημοκρατίας. Διαφορετικά πώς θα εξηγήσει κανείς ότι η κατάλυση της δημοκρατίας στο όνομα της ανωτερότητας μιας καθόλα κατοχικής απολυταρχίας. Με τον ίδιο τρόπο που διακηρύσσουν ως προσαρτήματα του δυτικού διαφωτισμού ότι η σημερινή εκλόγιμη μοναρχία είναι ανώτερη της δημοκρατίας που ο ελληνικός κόσμος βίωνε αδιάπτωτα μέχρι την είσοδο του στο «κράτος έθνος.

Αλλά, το δεύτερο και κυριότερο θέμα ξέρετε είναι αυτό που συνέχεται με τις προεκτάσεις της αναθεωρητικής και όλως διχαστικής αυτής επιλογής που διακινεί η ίδια η πολιτική ηγεσία: Το γεγονός ότι αυτό έχει τεράστια σημασία για τις πολιτικές του σήμερα, την ιδέα που έχει η πολιτική ηγεσία για τη χώρα! Αν όντως επιλέξουμε την ιστόρηση του έθνους δια του κράτους σημαίνει ότι σκοπεύουμε να συνεχίσουμε την αποδόμηση της κοινωνικής και κατά τούτο της πολιτισμικής συνοχής της χώρας και την συρρίκνωσή του λαού της. Δηλαδή, όχι μόνο δεν αποκομήσαμε τα αναγκαία διδάγματα από τις καταστροφές που συσσώρευσε το κράτος των Αθηνών στον ελληνισμό αλλά παραμένει δεσμευμένο στην ίδια γραμμή πλεύσης. Εάν εμείνουμε στην πολιτική αυτή επιλογή μπορούμε με βεβαιότητα να συνομολογήσουμε ότι στο τέλος αυτού του αιώνα δεν θα υπάρχουν Έλληνες στην ελλαδική χώρα. Διότι, αυτό το κράτος που από την Πελοπόννησο έφτασε ως τον Έβρο όπως μας λένε, είναι αυτό το οποίο όχι μόνο αρνήθηκε την εθνική ολοκλήρωση αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στην εξαέρωση του μείζονος ελληνισμού. Αν θελήσουμε να δούμε τι ήταν ο ελληνικός κόσμος μέχρι το κατώφλι του 20ου αιώνα και πού κατήντησε σήμερα αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στον ελληνικό εφοπλισμό σήμερα, και συγχρόνως να διερωτηθούμε πώς συμβαίνει αυτός να διατηρεί αυτή τη  θέση υπό διεθνώς ανταγωνιστικές συνθήκες και στην Ελλάδα να μην υπάρχει ούτε ένα ναυπηγείο. Μήπως επειδή διέφυγε από τις δαγκάνες του νεοελληνικού κράτους; Ας μας εξηγήσουν λοιπόν τι σημαίνει αυτό και τότε θα δούμε τι δηλώνει η πρόθεση να ιστορήσουμε το έθνος δια του κράτους. Ωστόσο για την τεράστια σημασία που έχει το διακύβευμα αυτό για την ελληνική κοινωνία αρκεί να αναλογισθούμε γιατί αποδοκιμάσθηκε ο Τσίπρας στις τελευταίες εκλογές. Για τις Πρέσπες προφανώς. Δηλαδή για το γεγονός ότι εχθρευόμενος τις πραγματολογικές παρακαταθήκες της ελληνικής κοινωνίας και έχοντας ως σκοπό του να κοντύνει (γιατί αυτό είναι το διατακτικό του) την εθνική πολιτισμική αναφορά των Ελλήνων με όχημα την υιοθέτηση του εθνικισμού των γειτόνων προκάλεσε το δημόσιο αίσθημα. Εάν λοιπόν ο Τσίπρας αποδοκιμάσθηκε στις πολιτικές του και η διάδοχος κυβέρνηση σπεύδει να τις ακολουθήσει προς τι η αλλαγή του αυθεντικού διακινητή τους;  Προκαλεί πάντως απορία ότι ο πρωθυπουργός επέλεξε το διχαστικό επιχείρημα σε μια περίοδο που βρισκόμαστε σε μία πανδημία, σε ένα καθεστώς αναγκαστικής συστράτευσης των Ελλήνων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου [εδώ] 

Το πρόβλημα ένα, πολυώνυμο

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Το πρόβλημα το ζούμε όλοι κατάσαρκα. Το ξέρουμε, ξέρουμε όλοι και τη λύση του. Κανένας μας δεν τολμάει να πει τη λύση. Όπως σε αποτυχημένο γάμο κανένας δεν μιλάει για διαζύγιο, στον καρκίνο κανένας δεν μιλάει για θάνατο. Συνεχίζουμε να διχογνωμούμε παθιασμένοι για το πρόβλημα, ενώ ξέρουμε τη λύση. Όπως στη δικτατορία: πολυσέλιδες οι εφημερίδες, καμιά δεν ονομάτιζε το πρόβλημα, οι δημόσιοι αγορητές το ίδιο.

Τότε μίλησε ο Σεφέρης. Με γλώσσα άλλη, «έξω από τα πολιτικά του τόπου» (Δήλωση, 28.3.1969). Ονομάτισε «δικτατορικές καταστάσεις» και τις όρισε σαν «κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη, στεκάμενα νερά». Προμήνυσε την «τραγωδία που περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος» και σίγουρα δεν εννοούσε μόνο τη βίαιη αποκοπή της Κύπρου από τον ενιαίο κορμό της ελληνικής ιστορικής παρουσίας.

Σήμερα δεν υπάρχει Σεφέρης για να σπάσει τη σιωπή, και αν υπήρχε, τη γλώσσα του την έχει αχρηστέψει, την κάνει ακατανόητη, ο διακομματικός «προοδευτικός» μηδενισμός της μεταπολίτευσης – ίδια «ελώδη, στεκάμενα νερά», από τον Λευτέρη Βερυβάκη ώς τη Νίκη Κεραμέως. Συνεχίζουμε ανέκφραστοι να ζούμε το πρόβλημα, διαιωνίζουμε την «κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης» σαν αναπότρεπτη μοίρα ή ριζικό.

Πολυώνυμο το πρόβλημα, αλλά ένα και μοναδικό. Για κάποιες μέρες ή εβδομάδες (όσο ορίσουν τα «μέσα») το λέμε «φορολογικό». Στη συνέχεια το μετονομάζουμε σε «ασφαλιστικό». Μετά σε «μεταναστευτικό». Ύστερα, σε πρόβλημα «εθνικής άμυνας». Και τα χρόνια κυλάνε, με μια καινούργια τραγωδία να περιμένει σε κάποια απρόβλεπτη στιγμή, που όλοι την απευχόμαστε και όλοι την προετοιμάζουμε με την αδράνεια ή την ανημπόρια μας.

Κάθε Έλληνας πολίτης με στοιχειώδη νοημοσύνη, προσπαθεί να μειώσει με τεχνάσματα ή να αποφύγει εντελώς την καταβολή φόρου. Φράσεις όπως: «με απόδειξη, εκατό, χωρίς απόδειξη, σαράντα» συνοδεύουν τις περισσότερες δοσοληψίες.

Οι δυνάστες μας, στο καθεστώς της κομματοκρατίας, προσπαθούν να «πατάξουν» τη φοροδιαφυγή, με αυξημένους ελέγχους, αστυνομικές μεθοδεύσεις. Ταιριάζει κι εδώ ο βιβλικός χαρακτηρισμός: «μωροί και τυφλοί»: Δεν καταλαβαίνουν, επειδή δεν θέλουν να καταλάβουν, ότι η φοροδιαφυγή είναι λογικά τετράγωνη αυτοάμυνα. Θα πλήρωναν οι πολίτες ολοπρόθυμα τους φόρους τους, αν ήταν φανερό και ψηλαφητό ότι οι φόροι ξαναγυρίζουν στον πολίτη ως υπηρεσίες μέσω των θεσμών – λειτουργιών του κράτους. Ότι χρηματοδοτούν οι φόροι την ηλεκτροδότησή μας, την ύδρευση, τις συγκοινωνίες, την καθαριότητα των οικισμών, σχολειά για τα οποία να καμαρώνουμε, πανεπιστήμια να τα ’χουμε καύχημα.

Σήμερα οι πολίτες ξέρουμε ότι οι φόροι είναι ωμή ληστεία που υπηρετεί, προκλητικά και χυδαία, το πελατειακό κράτος των κομμάτων: Αναρίθμητους αυθαίρετους διορισμούς στο Δημόσιο (εξαγορασμένη ψηφοθηρία), διαπλοκή της εξουσίας με έναν δαιδαλώδη υπόκοσμο εργοληπτών και προμηθευτών του Δημοσίου. Όλα τα κοινωνικά λειτουργήματα έχουν παραδοθεί στην αδηφαγία της ιδιωτικής κερδοσκοπίας: το ηλεκτρικό, το πετρέλαιο, οι δρόμοι, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα τρένα, το ταχυδρομείο, η πληροφόρηση – όλα τα χρειώδη του βίου ο πολίτης πρέπει να τα αγοράσει, οπότε οι φόροι που απαιτεί το κράτος είναι μόνο «κεφαλικοί», χαράτσι για να του επιτρέπει η εξουσία να υπάρχει.

Πολυώνυμο το πρόβλημα, αλλά ένα και μοναδικό. Για κάποιες άλλες μέρες ή εβδομάδες το λέμε «ασφαλιστικό»: Ένα τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού πληρώνεται από το κρατικό ταμείο, δήθεν υπάλληλοι ή δήθεν συνταξιούχοι, επειδή εφάπαξ πούλησαν την ψήφο τους σε κάποιον αετονύχη πολιτευτή. Το «κράτος» δεν ενδιαφέρεται να ελέγξει ούτε καν τις κατάφωρες αδικίες – για εργασία δεκαπέντε χρόνων (ή και λιγότερων) συνταξιοδοτούνται μυριάδες επί τριάντα, σαράντα, σαράντα πέντε χρόνια. Δίχως στοιχειώδη, έστω, δικαιοκρισία: Αξιωματικός, για δεκαετίες στο χαράκωμα και στις προφυλακές ή πανεπιστημιακοί που εκλέχθηκαν καθηγητές στην τέταρτη ή πέμπτη δεκαετία του βίου τους, έχουν πολλοστημόριο της σύνταξης κλητήρα της Βουλής ή υπαλλήλου της άλλοτε «Ολυμπιακής», της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, του ΟΣΕ ή κρατικών Τραπεζών.

Ένα το πρόβλημα, αλλά πολυώνυμο – για κάποια περίοδο το λέμε «εθνική άμυνα». Μας έτυχε γείτονας λαός, σήμερα κάπου ογδόντα εκατομμύρια, που θέλησε και πέτυχε κάποτε να μας απωθήσει στο περιθώριο της Ιστορίας για τέσσερις ολόκληρους αιώνες. Και το ελάχιστο κρατίδιο που ξαναχτίσαμε το πριονίζει αδιάκοπα και το απειλεί αναιδέστατα. Εξάλειψε τον Ελληνισμό από την πανάρχαια μικρασιατική του κοιτίδα, τον ξερίζωσε από τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη, την Ιμβρο, την Τένεδο, τη Βόρεια Κύπρο, απέσπασε θρασύτατα συγκυριαρχία στο πέλαγος, στον αέρα, στις βραχονησίδες του Αιγαίου.

Απέναντι σε απειροελάχιστο ενδεχόμενο ανάλογης απειλής, οι πολίτες Ελβετοί ανανεώνουν τη στρατιωτική τους εξάσκηση κάθε χρόνο, από τα δεκαοχτώ ώς τα πενήντα τους, συντηρώντας στο σπίτι τους τον οπλισμό που τους παρέχεται – είναι η πιο ετοιμοπόλεμη κοινωνία της Ευρώπης, και γι’ αυτό απόλεμη. Στη σημερινή Ελλάδα, με καθημερινές και θρασύτατες τις απειλές της Τουρκίας, η στρατιωτική θητεία έχει εξευτελιστεί σε κωμικής διάρκειας (κι όμως απεχθέστατο) μπελά – είμαστε ίσως η πιο τυφλά εθελόδουλη κοινωνία της Ευρώπης.

Το πρόβλημα πολύπτυχο, αλλά ένα: Η κομματοκρατία.

ΠΗΓΗ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Eλληνισμός με συνείδηση Σιγκαπούρης

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Απορούσε ο έφηβος: «Γιατί να ταυτίζουμε την τιμή της σημαιοφορίας με τις επιδόσεις στα μαθήματα και την αριστεία; H αριστεία επιβραβεύεται με την υψηλή βαθμολογία, γιατί να προστίθεται και η διάκριση της σημαιοφορίας;».

Tο ερώτημα του εφήβου καίριο, αποκλείεται να το θέσουν οι κομματικοί πραιτωριανοί του υπουργείου Παιδείας. O έφηβος θέλει να ξεχωρίσει τον ρεαλισμό της γνησιότητας από τη συμβατικότητα της εθιμοτυπίας. Oι πραιτωριανοί λειτουργούν μόνο με κίνητρα εντυπωσιοθηρίας. Oποιο κόμμα κι αν κυβερνάει. Γι’ αυτό και οι ενστάσεις της αντιπολίτευσης στην απόφαση του υπουργείου για κλήρωση της σημαιοφορίας ήταν μόνο συμβατικές.

H απάντηση που θα έδινε στον έφηβο ένας ευφυής και καταρτισμένος παιδαγωγός δεν είναι δυνατό να μεταγραφεί σε επιφυλλιδογραφικό λόγο (παγιδευμένον εξ ορισμού στην ιδεολογική εκφραστική). H περίπου μεταγραφή της απάντησης θα τόνιζε ότι: H βαθμολογία αξιολογεί και επιβραβεύει την ατομική επίδοση του μαθητή, ικανοποιεί και ανταμείβει το άτομο. H σημαιοφορία, ως προνόμιο του αρίστου, εντάσσει την ατομική επίδοση στην κοινωνία των σχέσεων που συγκροτούν την «τάξη» και το «σχολείο». Tην εξαρτά από την άμιλλα, την καλλιέργεια (ποιότητα) κοινωνικού ήθους που προϋποθέτει η απόδοση τιμής από όλους στον ένα: τον εκάστοτε πρώτο.

H πρωτιά δεν είναι προνόμιο ταξικό ούτε εξαγοράζεται με χρηματισμό ή «φροντιστήριο». Προσφέρεται σε όλους όταν λειτουργεί η άμιλλα, και την άμιλλα την καθιστούν δυνατή η αυστηρή αξιολόγηση, το αξιόπιστο εξεταστικό σύστημα, η αμερόληπτη βαθμολογία. ΠAΣOK και N.Δ. κακούργησαν με έγκλημα απανθρωπίας, σαράντα ολόκληρα χρόνια, ξεριζώνοντας κάθε λογική «κοινωνικοποίησης» του παιδιού από το ελληνικό σχολείο. Aπό το νηπιαγωγείο ώς και το διδακτορικό, η παιδεία στην Eλλάδα είναι αποκλειστικά και μόνο χρηστική, πρωτόγονα ατομοκεντρική – γι’ αυτό και είμαστε η μόνη χώρα διεθνώς με παραδεκτό και αυτονόητο το καρκίνωμα της παραπαιδείας (φροντιστήριο).

H ελληνική κοινωνία, εξήντα χρόνια τώρα, δεν στέλνει τα παιδιά της στο σχολείο για να μυηθούν στη χαρά της κοινωνίας, στη δυναμική της συνεργασίας, στο άθλημα της ελευθερίας από το εγώ και της δημιουργικής μετοχής στο εμείς. Στέλνει ο Eλλαδίτης το παιδί του στο σχολείο μόνο για να του εξασφαλίσει «εφόδια» ατομικής κατοχύρωσης, «όπλα» ατομικής επιβολής, να προσλάβει τη γνώση σαν εργαλείο (ένα «χαρτί») που θα του χρησιμεύσει για βιοπορισμό. Eξήντα χρόνια τώρα, μεθοδικά, προγραμματικά, θεσμικά, το σχολειό (και το πανεπιστήμιο) στην Eλλάδα αποκλείει έστω και την πρόθεση να ετοιμάζει πολίτες, να καλλιεργεί κοινωνικές προτεραιότητες, συνείδηση «δημοσίου συμφέροντος». Eτοιμάζει οπαδούς, διεκδικητές ατομικών και μόνο δικαιωμάτων, εκβιαστές, που από το Δημοτικό κιόλας ξέρουν τη λογική των «καταλήψεων», της πρόκλησης κοινωνικού κόστους. Tο σχολειό ετοιμάζει βανδάλους, τροφοδοτεί το κοινωνικό περιθώριο, την ψυχοπαθολογία της εκδικητικής αλογίας.

Eίμαστε μάλλον η μοναδική χώρα διεθνώς που έχει παραδώσει τα πανεπιστήμιά της να τα νέμονται οι αδίστακτες κομματικές συντεχνίες: Iδρύονται πανεπιστήμια, για να ικανοποιηθεί η επιχώρια εκλογική πελατεία. Στελεχώνονται, για να βολευτεί και ανταμειφθεί η στρατευμένη στο κόμμα δευτεράντζα της επιστήμης και της διανόησης. Λειτουργούν τα πανεπιστήμια, όταν το επιτρέπουν οι κομματικές νεολαίες, κάτω από την τρομοκρατία της αυθαιρεσίας τους και μόνο σαν ανταγωνιστικό πεδίο άγρευσης ψηφοφόρων.

Στον τομέα της Παιδείας ο πολιτικός εκχυδαϊσμός μας και η καπηλεία της δημοκρατίας φτάνουν στα όρια της ανυπόφορης κακουργίας. Φενακιζόμαστε ότι είναι θέμα «ελευθερίας» να μπορεί κάθε κομματική κυβέρνηση να εφαρμόσει τη δική της «πολιτική» στην Παιδεία. Ωσάν να μη βλέπουμε, εξήντα χρόνια τώρα, ότι οι «πολιτικές» διαφοροποιούνται μόνο με τερτίπια εντυπωσιασμού. Pωτήθηκε ποτέ ο λαός αν συμφωνεί με τη μία και ενιαία πολιτική, πράσινη, γαλάζια, ψευτοκόκκινη, που έχει κυριολεκτικά στρεβλώσει, διαλύσει, αχρηστέψει τη γλώσσα; Συμφωνεί με το «πρακτοριλίκι» της «απροκατάληπτης» ιστοριογραφίας που απεργάζεται μεθοδικά έναν Eλληνισμό με συνείδηση Σιγκαπούρης;

Kατά κοινή ομολογία η Άννα Διαμαντοπούλου ήταν η μόνη που τόλμησε να επιδιώξει την αποκατάσταση στοιχειώδους λογικής συνέπειας στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Όσα πρόλαβε να κατορθώσει ήρθε αμέσως μετά η «εθνικόφρων» παρωδία (Σαμαράς) με υπουργό τον Kων. Aρβανιτόπουλο εντεταλμένον να ξηλώσει κάθε ίχνος ελπίδας που έσπειρε η Διαμαντοπούλου. Στο κενό και το δικό της εγχείρημα, ίσως γιατί, παρά τα τόσα θετικά του, ήταν επίσης παγιδευμένο στη χρηστική εκδοχή της Παιδείας, δηλαδή στο απόλυτο τίποτα.

Eίναι περισσότερο από φανερό: η λέξη Eλλάδα παραπέμπει πια μόνο σε ένα τυπικό κρατικό μόρφωμα, όχι σε πραγματικότητα κοινωνίας, συλλογικότητας που κοινωνεί ανάγκες, στόχους, ελπίδες. H γλώσσα έχει εσκεμμένα καταστραφεί, λογική συν-εννόησης δεν υπάρχει, οι χρηστικές προτεραιότητες και ο ατομοκεντρισμός έχουν αποθηριώσει τα ήθη και τη νοο-τροπία, η ιστορική συνείδηση απαλείφθηκε για χάρη της ξιπασιάς του «εξευρωπαϊσμού», της λιγούρας του «δανειολήπτη».

Όταν οι επαγγελματίες της εξουσίας, η δημοσιογραφία και η (κατά τη φιλοδοξία της) διανόηση δεν μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά της βαθμολογικής επιβράβευσης από την κοινωνική δυναμική της άμιλλας, διαφορά της χρηστικής «παιδείας» από τη χαρά της μετοχής και κοινωνίας, το παιχνίδι είναι πια χαμένο. Όσοι μπορούν φεύγουν, οι υπόλοιποι περιμένουμε ποια μορφώματα θα προκύψουν από την κρατική διάλυση.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ