Αρχείο ετικέτας Ελληνικότητα

Πόση δημοκρατία αντέχουμε

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η λογική λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα μπορεί να αλλάξει τα πάντα, να κατεβάσει τα αστέρια στη γη – είναι απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης. Η εμπειρία λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα, ο ικανότερος, ο «καθαρότερος», ο πιο επιδέξιος και χαρισματικός, δεν μπορεί, αν και απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης, να αλλάξει τίποτα. Ούτε τον κλητήρα που του ανοίγει κάθε πρωί την πόρτα στο ασανσέρ.

Που να πάρει η ευχή, ένας ηλικιωμένος Έλληνας έχει γνωρίσει (άθελά του, αλλά «στο πετσί» του) απειράριθμους πρωθυπουργούς. Τους έχει γνωρίσει πιο καλά από όσο γνωρίζει τον πατέρα του και τη μάνα του. Δεν είδε ποτέ τους πρωθυπουργούς με τα νυχτικά ή τις πιτζάμες. Αλλά τα νυχτικά και οι πιτζάμες δεν χαρίζουν γνώση του χαρακτήρα, της ευφυΐας ή της μικρόνοιας, της οξυδέρκειας ή της μυωπίας, της γενναιότητας ή της θρασυδειλίας. Πάντοτε, όσο πίσω φτάνει η μνήμη, η υποτέλεια στη Δύση ήταν αυτονόητη, συμφιλιωμένοι οι Νεοέλληνες με την εξάρτηση, με το «ανήκομεν». Με ποιες πρακτικές, ποια δολώματα, ποια αδιαφανή κανάλια, γίνονταν οι ελλαδικές κυβερνήσεις υποχείρια ξένων κέντρων, που αποφάσιζαν για το παρόν και το μέλλον των Ελλήνων; Από πότε, ο ελλαδίτης πολιτευτής άρχισε να θεωρεί αυτονόητο να είναι μαριονέτα, να προσαρμόζεται στα θελήματα Πρεσβειών, από πότε έπαψε να υπάρχει ενοχή για την υποτέλεια;

Σίγουρα, η μετάπλαση – μεταστοιχείωση του Ελληνισμού, από πανανθρώπινη πρόταση τρόπου του βίου (πολιτισμού) σε ορθολογική (χρηστική) οργάνωση «έθνους – κράτους», ήταν γεγονός μοναδικό, δίχως προηγούμενο στην Ιστορία. Ήταν ένας απρόσμενος θρίαμβος του συμπλεγματικού, μανιασμένου αντιπάλου της ελληνικής «οικουμένης»: της Δύσης του Καρλομάγνου και των διαδόχων του.

Το απελευθερωμένο από τους Τούρκους (με πολύ αίμα) ελάχιστο κομμάτι γης και θάλασσας, πριν διακόσια χρόνια, παγιδεύτηκε, από καταβολής του, στην ολοκληρωτική εξάρτηση και ταπεινωτική πειθάρχηση στους κυρίως αντιπάλους του Ελληνισμού (ασύγκριτα εμπαθέστερους των Τούρκων) Δυτικοευρωπαίους. Διακόσια χρόνια μετά, και αφού εξασφάλισε η Δύση τη γενοκτονία του μικρασιατικού, ποντιακού και θρακικού Ελληνισμού, ίσως είναι ευκολότερο να ερευνήσουν οι μελετητές πώς, παράλληλα με τους κατευθυνόμενους εμφυλίους και τις αποτελεσματικότατες τουρκικές σφαγές, λειτουργούσε και η αλίευση ελλαδιτών πολιτικών ως ευρωπαίων πρακτόρων.

Προέκυψε ένας, περίπου, καινούργιος ανθρωπολογικός τύπος, που επιβιώνει ως σήμερα και που διεκπεραιώνει εντολές, θελήματα και επιθυμίες της ηγεσίας δυτικό-ευρωπαϊκών κρατών, πιστεύοντας ότι όχι απλώς δεν προδίδει, αλλά ωφελεί την πατρίδα του. Το πώς χάθηκε οριστικά για τον Ελληνισμό ο τόπος – τρόπος του πολιτισμού του (Μικρασία, Πόντος, Θράκη) ήταν το δυναμικό αποκύημα της πειθήνιας υποταγής στην αγγλοφιλία – γαλλοφιλία – γερμανοφιλία: περιώνυμων Ελλήνων πολιτικών ανδρών.

Είναι περισσότερο από φανερό ότι η συντελεσμένη πια και παγιωμένη, αυτονόητη για τους πολλούς μεταλλαγή της ταυτότητας των Ελλήνων δεν αναχαιτίζεται ούτε, βέβαια, «βελτιώνεται» η ιστορικά δεδομένη αλλοτρίωση με υπουργικές αποφάσεις που αντιπαλεύουν περιπτωσιολογία. Έχει οριστικά χαθεί, μέσα σε σαράντα μόλις χρόνια (Βερυβάκης, 1981) η συνέχεια της γλώσσας (εφοδιασμένος σήμερα ο Ελλαδίτης με πτυχίο και μεταπτυχιακά, ακούει τον στίχο «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια» και δεν «πιάνει νόημα», ενώ ο αγράμματος προπάππος του ριγούσε). Ακούει ο σημερινός για άμεση δημοκρατία «αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων» και ανακαλεί προσλαμβάνουσες γελοιωδών συνελεύσεων πολυκατοικίας!

Ασφαλώς και υπάρχει ακόμα μια ελάχιστη μερίδα Ελλήνων, ασήμαντη περιθωριακή μειονότητα, που συντηρεί (με τεχνητή αναπνοή) τη βιβλιαγορά, ντρέπεται με οδύνη για την κυρίαρχη παντού φτήνια και χυδαιότητα, κυρίως για το διανοητικό και ηθικό επίπεδο πολιτικών και δημοσιογράφων. Αηδιάζει και φρίττει με την καφρίλα ιδιωτικών καναλιών. Νιώθουμε παραδομένη την άλλοτε ελληνική κοινωνία σε συνθήκες έσχατης παρακμής. Υπάρχει αυτή η ελάχιστη κοινωνική ομάδα, περιθωριακή, ανίκανη να επαναστατήσει. Και ελαττώνεται ραγδαία. Στον κοινωνικό στίβο λογαριάζεται ανύπαρκτη, πεθαμένη.

Αν υπήρχε μια σπίθα ζωής, θα είχε τολμηθεί τουλάχιστον ένα «επιστημονικό» (αποκλειστικά) συνέδριο. Με μία και μόνο θεματική: Περιπτώσεις κατάφωρης κατάλυσης της δημοκρατίας από την κομματοκρατία, ποιος θα τις αντιπαλέψει; Ποιος θα κρίνει αν μια στρατιωτική αυθαιρεσία καταλύει τη δημοκρατία ή αποκαθιστά τη δημοκρατία; Είναι «δημοκρατία» το καθεστώς, όπου ο κομματάρχης πρωθυπουργός «διορίζει» (μόνος και αυθαίρετα) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, την Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων; Πώς μπορεί να ελεγχθεί, σε μια «τύποις» δημοκρατία, ο ρόλος ξένων πρεσβειών στην ανάδειξη πρωθυπουργού και υπουργών της χώρας;

Η παρακμή κρίνεται από το πόση αλήθεια και πόση δημοκρατία αντέχουμε.

ΠΗΓΗ

Christos Yiannaras

Το πρόβλημα ένα, πολυώνυμο

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Το πρόβλημα το ζούμε όλοι κατάσαρκα. Το ξέρουμε, ξέρουμε όλοι και τη λύση του. Κανένας μας δεν τολμάει να πει τη λύση. Όπως σε αποτυχημένο γάμο κανένας δεν μιλάει για διαζύγιο, στον καρκίνο κανένας δεν μιλάει για θάνατο. Συνεχίζουμε να διχογνωμούμε παθιασμένοι για το πρόβλημα, ενώ ξέρουμε τη λύση. Όπως στη δικτατορία: πολυσέλιδες οι εφημερίδες, καμιά δεν ονομάτιζε το πρόβλημα, οι δημόσιοι αγορητές το ίδιο.

Τότε μίλησε ο Σεφέρης. Με γλώσσα άλλη, «έξω από τα πολιτικά του τόπου» (Δήλωση, 28.3.1969). Ονομάτισε «δικτατορικές καταστάσεις» και τις όρισε σαν «κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη, στεκάμενα νερά». Προμήνυσε την «τραγωδία που περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος» και σίγουρα δεν εννοούσε μόνο τη βίαιη αποκοπή της Κύπρου από τον ενιαίο κορμό της ελληνικής ιστορικής παρουσίας.

Σήμερα δεν υπάρχει Σεφέρης για να σπάσει τη σιωπή, και αν υπήρχε, τη γλώσσα του την έχει αχρηστέψει, την κάνει ακατανόητη, ο διακομματικός «προοδευτικός» μηδενισμός της μεταπολίτευσης – ίδια «ελώδη, στεκάμενα νερά», από τον Λευτέρη Βερυβάκη ώς τη Νίκη Κεραμέως. Συνεχίζουμε ανέκφραστοι να ζούμε το πρόβλημα, διαιωνίζουμε την «κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης» σαν αναπότρεπτη μοίρα ή ριζικό.

Πολυώνυμο το πρόβλημα, αλλά ένα και μοναδικό. Για κάποιες μέρες ή εβδομάδες (όσο ορίσουν τα «μέσα») το λέμε «φορολογικό». Στη συνέχεια το μετονομάζουμε σε «ασφαλιστικό». Μετά σε «μεταναστευτικό». Ύστερα, σε πρόβλημα «εθνικής άμυνας». Και τα χρόνια κυλάνε, με μια καινούργια τραγωδία να περιμένει σε κάποια απρόβλεπτη στιγμή, που όλοι την απευχόμαστε και όλοι την προετοιμάζουμε με την αδράνεια ή την ανημπόρια μας.

Κάθε Έλληνας πολίτης με στοιχειώδη νοημοσύνη, προσπαθεί να μειώσει με τεχνάσματα ή να αποφύγει εντελώς την καταβολή φόρου. Φράσεις όπως: «με απόδειξη, εκατό, χωρίς απόδειξη, σαράντα» συνοδεύουν τις περισσότερες δοσοληψίες.

Οι δυνάστες μας, στο καθεστώς της κομματοκρατίας, προσπαθούν να «πατάξουν» τη φοροδιαφυγή, με αυξημένους ελέγχους, αστυνομικές μεθοδεύσεις. Ταιριάζει κι εδώ ο βιβλικός χαρακτηρισμός: «μωροί και τυφλοί»: Δεν καταλαβαίνουν, επειδή δεν θέλουν να καταλάβουν, ότι η φοροδιαφυγή είναι λογικά τετράγωνη αυτοάμυνα. Θα πλήρωναν οι πολίτες ολοπρόθυμα τους φόρους τους, αν ήταν φανερό και ψηλαφητό ότι οι φόροι ξαναγυρίζουν στον πολίτη ως υπηρεσίες μέσω των θεσμών – λειτουργιών του κράτους. Ότι χρηματοδοτούν οι φόροι την ηλεκτροδότησή μας, την ύδρευση, τις συγκοινωνίες, την καθαριότητα των οικισμών, σχολειά για τα οποία να καμαρώνουμε, πανεπιστήμια να τα ’χουμε καύχημα.

Σήμερα οι πολίτες ξέρουμε ότι οι φόροι είναι ωμή ληστεία που υπηρετεί, προκλητικά και χυδαία, το πελατειακό κράτος των κομμάτων: Αναρίθμητους αυθαίρετους διορισμούς στο Δημόσιο (εξαγορασμένη ψηφοθηρία), διαπλοκή της εξουσίας με έναν δαιδαλώδη υπόκοσμο εργοληπτών και προμηθευτών του Δημοσίου. Όλα τα κοινωνικά λειτουργήματα έχουν παραδοθεί στην αδηφαγία της ιδιωτικής κερδοσκοπίας: το ηλεκτρικό, το πετρέλαιο, οι δρόμοι, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα τρένα, το ταχυδρομείο, η πληροφόρηση – όλα τα χρειώδη του βίου ο πολίτης πρέπει να τα αγοράσει, οπότε οι φόροι που απαιτεί το κράτος είναι μόνο «κεφαλικοί», χαράτσι για να του επιτρέπει η εξουσία να υπάρχει.

Πολυώνυμο το πρόβλημα, αλλά ένα και μοναδικό. Για κάποιες άλλες μέρες ή εβδομάδες το λέμε «ασφαλιστικό»: Ένα τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού πληρώνεται από το κρατικό ταμείο, δήθεν υπάλληλοι ή δήθεν συνταξιούχοι, επειδή εφάπαξ πούλησαν την ψήφο τους σε κάποιον αετονύχη πολιτευτή. Το «κράτος» δεν ενδιαφέρεται να ελέγξει ούτε καν τις κατάφωρες αδικίες – για εργασία δεκαπέντε χρόνων (ή και λιγότερων) συνταξιοδοτούνται μυριάδες επί τριάντα, σαράντα, σαράντα πέντε χρόνια. Δίχως στοιχειώδη, έστω, δικαιοκρισία: Αξιωματικός, για δεκαετίες στο χαράκωμα και στις προφυλακές ή πανεπιστημιακοί που εκλέχθηκαν καθηγητές στην τέταρτη ή πέμπτη δεκαετία του βίου τους, έχουν πολλοστημόριο της σύνταξης κλητήρα της Βουλής ή υπαλλήλου της άλλοτε «Ολυμπιακής», της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, του ΟΣΕ ή κρατικών Τραπεζών.

Ένα το πρόβλημα, αλλά πολυώνυμο – για κάποια περίοδο το λέμε «εθνική άμυνα». Μας έτυχε γείτονας λαός, σήμερα κάπου ογδόντα εκατομμύρια, που θέλησε και πέτυχε κάποτε να μας απωθήσει στο περιθώριο της Ιστορίας για τέσσερις ολόκληρους αιώνες. Και το ελάχιστο κρατίδιο που ξαναχτίσαμε το πριονίζει αδιάκοπα και το απειλεί αναιδέστατα. Εξάλειψε τον Ελληνισμό από την πανάρχαια μικρασιατική του κοιτίδα, τον ξερίζωσε από τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη, την Ιμβρο, την Τένεδο, τη Βόρεια Κύπρο, απέσπασε θρασύτατα συγκυριαρχία στο πέλαγος, στον αέρα, στις βραχονησίδες του Αιγαίου.

Απέναντι σε απειροελάχιστο ενδεχόμενο ανάλογης απειλής, οι πολίτες Ελβετοί ανανεώνουν τη στρατιωτική τους εξάσκηση κάθε χρόνο, από τα δεκαοχτώ ώς τα πενήντα τους, συντηρώντας στο σπίτι τους τον οπλισμό που τους παρέχεται – είναι η πιο ετοιμοπόλεμη κοινωνία της Ευρώπης, και γι’ αυτό απόλεμη. Στη σημερινή Ελλάδα, με καθημερινές και θρασύτατες τις απειλές της Τουρκίας, η στρατιωτική θητεία έχει εξευτελιστεί σε κωμικής διάρκειας (κι όμως απεχθέστατο) μπελά – είμαστε ίσως η πιο τυφλά εθελόδουλη κοινωνία της Ευρώπης.

Το πρόβλημα πολύπτυχο, αλλά ένα: Η κομματοκρατία.

ΠΗΓΗ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Με αφορμή την συμμετοχή της Εκκλησίας στο αυριανό συλλαλητήριο για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, επίκαιρος ο λόγος του αξέχαστου Μάνου Χατζηδάκη