Αρχείο ετικέτας Νέα Ελληνική Γλώσσα

Μπαμπινιώτη έχουμε, τον Παπαδιαμάντη χάσαμε

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο κ. Μπαμπινιώτης στο άρθρο του της περασμένης Κυριακής –«Γλωσσική ακηδία, ένα μείζον θέμα»– περιορίστηκε στο ζήτημα της χρήσης ξένων λέξεων. Προσωπικά, δεν έχω αντίρρηση στις ελληνοποιήσεις, αρκεί να μη σου βγάζουν το μάτι με την επιτήδευσή τους. Προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη διαδίκτυο αντί για ιντερνέτ, για παράδειγμα, λέξη που τη χρωστάμε στον κ. Μπαμπινιώτη. Το θέμα, όμως, δεν είναι εκεί.

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους δύο αιώνες του νεοελληνικού κράτους για γλωσσική «ακηδία». Αντιθέτως· ήταν τέτοιο το ενδιαφέρον μας για τους τύπους της γλώσσας, που ώς και νεκρούς είχαμε. Μπορεί να πέφτω έξω, αλλά δεν ξέρω άλλο ευρωπαϊκό έθνος που να επιδόθηκε με τέτοιο πείσμα σε γλωσσικό εμφύλιο όπως εμείς με την καθαρεύουσα και τη δημοτική. Μόνο για ακηδία δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον Μιστριώτη. Όμως πόση ζημιά έκανε στην καθαρεύουσα και κατ’ επέκταση στα ελληνικά; Ο Συκουτρής αποκαλούσε τον Παναγή Λορεντζάτο «Μιστριώτη της δημοτικής». Εννοούσε πολύ απλά ότι το ζήτημα δεν είναι η δημοτική ή η καθαρεύουσα. Το ζήτημα είναι οι τυπολάτρες που τις υπηρετούν. Η ρυθμιστική τυπολατρία που στεγνώνει τη γλώσσα απ’ τους χυμούς του αισθητηρίου και του αισθήματος. Όπως έλεγε και πάλι ο Συκουτρής: Ο 19ος αιώνας έβγαλε φιλολόγους. Φιλόσοφους δεν έβγαλε. Παραφράζοντάς τον να πω: Λεξικά έχουμε. Τη γλώσσα ψάχνουμε.

Πρόσφατο παράδειγμα. Μια βουλευτής η οποία αποκάλεσε τον κ. Μητσοτάκη «επιδειξία» ενώ ήθελε να τον αποκαλέσει «επιδειξιομανή». Το λεξικό Μπαμπινιώτη, όπως και το λεξικό Δημητράκου τις δίνουν συνώνυμες. Το «Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας» ξεχωρίζει τον επιδειξία ως ψυχιατρικό όρο, που σημαίνει όποιον αρέσκεται να επιδεικνύει τα όργανά του. Πέρα από τα λεξικά, όμως, υπάρχει και το γλωσσικό αισθητήριο. Αυτό που σου επιτρέπει να διαχωρίζεις τον έναν από τον άλλο. Και οι δύο μπορεί να φορούν «γκαμπαρντίνα». Ο επιδειξιομανής τη φοράει για να επιδείξει την κομψότητά του – κάτι ευγενές και μάλλον συμπαθές. Ο επιδειξίας για να επιδείξει ό,τι κρύβεται μέσα της – κάτι αγενές και σαφώς απεχθές. Ε ναι, οι λέξεις δημιουργούν αίσθημα.

Στο λεξικό Μπαμπινιώτη, στη λέξη «φιλέλληνας» αναφέρονται οι σημασίες της. Στο τέλος υπάρχει το σχόλιο που δίνει παράδειγμα λέξεων οι οποίες σχηματίζονται με τον ίδιο τρόπο. Εκεί βλέπουμε τη λέξη «φιλόζωος». Θα μπορούσε να γράψει «φιλότεχνος», «φιλόμουσος» ή «φιλανθής», όμως έγραψε «φιλόζωος». Όσο και αν βιάζεσαι, την ώρα που το γράφεις κάτι σε τσιμπάει. Ε ναι, οι λέξεις δημιουργούν αίσθημα.

Το γλωσσικό αίσθημα μπορεί να είναι άυλη αξία, όμως δεν είναι μεταφυσική. Είναι του κόσμου τούτου. Δημιουργείται και καλλιεργείται από τα έργα των ανθρώπων, τη σκέψη τους και την ευαισθησία τους. Τράπεζά του είναι η λογοτεχνία. Με την ευρεία σημασία της. Όχι μόνον η ποίηση ή η πεζογραφία, αλλά και η ιστορία, η φιλοσοφία, οι επιστήμες, η πολιτική ή η δημοσιογραφία. Τα ελληνικά δεν κινδυνεύουν απ’ το lockdown, το kickboxing ή το τένις, που έχει αντικαταστήσει την αντισφαίριση της εφηβείας μου. Τα ελληνικά κινδυνεύουν από την απονέκρωση των αισθητηρίων τους οργάνων.

Και για την απονέκρωση αυτή ευθύνεται κατά μείζονα λόγο η εκπαίδευση. Διδάσκονται ως άχθος αρούρης. Σαν ένα σύνολο από κανόνες που ρυθμίζουν τη χρήση τους. Από τον Κοραή ώς σήμερα αφορίζουμε για τους κανόνες, αλλά δεν αναρωτιόμαστε για τη χρήση τους. Πώς θα πείσουμε το Ελληνόπουλο ότι χρειάζεται να μάθει ελληνικά όχι μόνον επειδή είναι υποχρέωσή του, αλλά επειδή μπορεί να απολαύσει και κείμενα και σκέψεις για τον εαυτό του και τον κόσμο;

Ο κ. Μπαμπινιώτης έχει καθιερωθεί ως ο λαϊκός ηγέτης της ελληνικής γλώσσας. Φτιάχνει λέξεις, φτιάχνει ορθογραφία και ορίζει δασμούς εισαγωγής. Τα λεξικά του θεωρούνται εργαλείο εκ των ων ουκ άνευ για τους εκπαιδευτικούς. Τους προσφέρει σαφείς οδηγίες συναρμολόγησης για τις εκθέσεις ιδεών. Επιτίθεται στο «Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας» διότι θεωρεί ότι το δικό του έργο έχει κλείσει οριστικά και διά παντός το θέμα.

Η γλώσσα μας έζησε έναν εμφύλιο κοντά δύο αιώνων για να αποφασίσει για την τρίτη κλίση και το απαρέμφατο. Οι τύποι της γλώσσας είναι σημαντικότεροι απ’ την ίδια τη γλώσσα. Και πού βρίσκεται η γλώσσα πέρα από τους τύπους της; Την απάντηση τη δίνει ο Ελύτης: «Όπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».

Ο Μπαμπινιώτης εξαντλεί το κύρος του για να επαναφέρει τη φροντίδα στους τύπους. Ως ταλαντούχος λαϊκός ηγέτης, ξέρει ότι απευθύνεται σε όσους έχουν χάσει το γλωσσικό τους αίσθημα. Και τους ρίχνει σωσίβια. Δεν χρειάζεται να διαβάσεις Παπαδιαμάντη όταν έχεις στο γραφείο σου Μπαμπινιώτη.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ο Γιάννης Ψυχάρης στη Μυτιλήνη

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Όποιος έχει διαβάσει το βασικότερο έργο του Γιάννη Ψυχάρη, Το ταξίδι μου, σίγουρα θα έχει πάρει κι ένα καλό μάθημα για το πώς η δημοτική γλώσσα, άλλοτε και τώρα, σημαίνει καθώς γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας «τη λύτρωση του ελληνισμού από τις πνευματικές του πέδες». Αυτό, τουλάχιστον, φάνηκε από τη θετική δεξίωση που βρήκε αυτό το έργο, κυρίως από τον Κωστή Παλαμά. Γνωστό είναι ότι ο Ψυχάρης, λίγα χρόνια πριν το θάνατό του (1929), πραγματοποίησε κάποιες διαλέξεις για την ελληνική γλώσσα, τόσο στην Αθήνα, όσο και σε κάποιες πόλεις της Ελλάδας όπως η Μυτιλήνη.

Τη χρονιά που βρέθηκε στη Μυτιλήνη, στα 1925, γνωρίστηκε με τον Ασημάκη Πανσέληνο, φοιτητή τότε της Νομικής Σχολής στην Αθήνα. Ο Λέσβιος λογοτέχνης, δοκιμιογράφος και ποιητής, αρκετά χρόνια αργότερα, καταγράφοντας τις αναμνήσεις του στο μαγευτικό βιβλίο του Τότε που ζούσαμε, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην παρουσία του Ψυχάρη στη Μυτιλήνη. Πρόκειται για μια μαρτυρία συγκλονιστική για τον χαρακτήρα και το παράστημα του Ψυχάρη, γραμμένη με γλαφυρό ύφος, αφού η παρουσία του μεγάλου δημοτικιστή προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στους κατοίκους της πόλης. Διαβάζοντας τις τελευταίες ημέρες  – για τέταρτη φορά – το Τότε που ζούσαμε του Πανσέληνου, στάθηκα περισσότερο στο αφιερωμένο στον Ψυχάρη κεφάλαιο, γιατί θεωρώ πως ο αγώνας του για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας πάντα θα είναι επίκαιρος. Αυτή την επικαιρότητα άμεσα την συνδέω με αυτά που για τον Ψυχάρη γράφει ο κορυφαίος νεοελληνιστής Άλκης Αγγέλου, όταν στα 1993, από τις εκδόσεις Ερμής, με πολυσέλιδη εισαγωγή, για τέταρτη φορά εξέδιδε Το ταξίδι μου: «Για να τα πάει κανείς καλά μαζί του – εννοώ για να τον πλησιάσει και να τον γνωρίσει σωστά – οφείλει να τον ακολουθήσει. Να παίρνει ό,τι εκείνος του προσφέρει κι όπως εκείνος του το προσφέρει». Αυτό έκαμε κι ο Ασημάκης Πανσέληνος όταν γνώρισε από κοντά τον Ψυχάρη. Ο λόγος και η γραφή του είναι ένα απαράμιλλο ψυχογράφημα τού γεννημένου στα 1854 στην «Οδέσσα» γλωσσολόγου και λογοτέχνη. Ας απολαύσουμε αυτούσια κάποια (λίγα) αποσπάσματα:

Αποτέλεσμα εικόνας

«Τότες ξεμπάρκαρε μια μέρα ο Ψυχάρης στη Μυτιλήνη και φύσηξε δυνατός αγέρας μες στο κατακαλόκαιρο, που ξύπνησε τα πνεύματα από τη νάρκη. Τι ανθρωπάρα και τούτος και τι νερομάνα πνευματική. Ο Βενιζέλος κι αυτός. Όποιος υπήρξε στα χρόνια τους – Ρωμιός – και δεν συνεπάρθηκε, και για μια στιγμή έστω, από τη δράση τους, έζησε χωρίς να το πάρει χαμπάρι […]

[…] Στη Λέσβο λοιπόν καλλιεργήθηκε ο δημοτικισμός όπως δινότανε ίσια από την ψυχαρική του πηγή, και το πλούσιο γλωσσικό όργανο του Μυριβήλη, είναι ένα δείγμα της σωστής γλωσσικής αίσθησης που καλλιεργήθηκε στον κύκλο των Μυτιληνιών δημοτικιστών […]

[…] Ένας ψηλός λεβεντόγερος, ένας καλοσυνάτος γερο-πολεμιστής. Το μάτι του λίγο μπερμπάντικο κι η μύτη του έτοιμη να χωθεί μέσα σε όλα. Ντυμένος στην τρίχα – πουκάμισο και γραβάτα από το ίδιο πανί και τα νύχια λουστραρισμένα, ο γερο-μουρντάρης. Η φωνή του βγαίνει από το λαιμό χοντρή και μακρόσυρτη, σαν μπαμπούλας, μα οι κουβέντες του είναι εγκάρδιες. Ένας αγαθός γερο-γίγας, ένας σαλιάρης παριζιάνος, ένας σωστός γερο-πλάτανος. Σαν άκουσε το όνομά μου αγρίεψε.

– Πανσέληνος, λέει… κάποιον δάσκαλο θα είχατε μες στο σόι σας!

Τον βεβαίωσα πως κανένα δάσκαλο δεν είχαμε μες στο σόι μας, πως οι δάσκαλοι απεναντίας μου φαρμάκωσαν τη ζωή και πως, ίσα ίσα, εκείνον τον αγαπούσαμε γιατί συχνά τους τις έβρεχε στα πισινά τούς δασκάλους μας.

– Μα εκείνο το νι στο Πανσέληνος, επιμένει, δεν είναι ρωμαίικο· δάσκαλος το λοιπόν υπάρχει στη μέση.

Παραδέχτηκα πως ανάμεσο στους ταπεινούς προγόνους μου, μπορεί να υπήρξε και κανείς δάσκαλος, χωρίς να τον ξέρω, και γενήκαμε φίλοι. Έτυχε αργότερα σε συζητήσεις να ακούσει γνώμες μου και να τις δεχτεί, όμως εκείνο το νι στο όνομά μου το ξέγραψε μια για πάντα. Με φώναζε Α σ ή μ η. Κι όταν μου χάρισε ένα αντίτυπο του βιβλίου του τα «Δ ύ ο  Α δ έ λ φ ι α», πάλε εκείνο το νι της πρώτης συλλαβής το παραμέρισε στην αφιέρωσή του. «Του αγαπητού μου φίλου και οδηγού Ασήμη Πα…σέληνου ολόκαρδα και ολόγλωσσα Ψ υ χ ά ρ η ς» […]

[…] Δεν θα μπορούσα ωστόσο να υποστηρίξω πως δεν υπήρχε, ενδεχομένως, μες στις κουβέντες εκείνο το βράδυ της Μυτιλήνης, μια απόχρωση τραγική. Άλλο ζήτημα τούτο. Και μολαταύτα δεν το ξεχνώ. Έπεφτε η νύχτα και μύριζε γιασεμί, πίναμε ούζο με σπιτικό μεζέ, και φαίνονταν όλα γύρω σε μια ταλαντευόμενη ισορροπία – μια αψηλή αίσθηση ζωής, δίπλα στον γερο-επαναστάτη, σάμπως η ευδαιμονία να ήταν ξεχυμένη μες στους αρμούς του κορμιού. Όταν αργά πια φεύγαμε για την πόλη, πλησιάσαμε όλοι τον Ιωάννη Ολύμπιο, τον γυμνασιάρχη, να μας πει δα τις εντυπώσεις του από τον Δάσκαλο. Σούφρωσε τούτος λίγο τα χείλια του, σα να δοκίμαζε κάτι κι η απάντηση ήρθε άμεση και πυκνή.

– Σοφός, αλλ’ αγαπά τας γυναίκας!

Σκέφτηκε μια στιγμή πάλι, σαν να ζύγιζε τον λόγο που ξέφυγε από τα χείλια του. Και πρόσθεσε αμέσως.

– Είναι το πνεύμα της Δύσεως. Το Γαλατικόν! […]

[…]  Έτσι παρουσιάστηκε τρεις φορές μπροστά στον λαό. Στις 13 Αυγούστου με θέμα ”Αρχές νεοελληνικής φιλολογίας”. Στις 16 μίλησε για το “Ζήτημα το μεγάλο”. Και στις 20 πήρε μέρος και μίλησε, μαζί με άλλους ντόπιους, στο φιλολογικό μνημόσυνο για τον Εφταλιώτη, τον Γιάννη Δελή και τον Αλβανό, τους πρώτους Μυτιληνιούς δημοτικιστές και για τον Δημήτριο Βερναρδάκη, που κάμποσοι πατριώτες μου (και οι Βασιβουζούκοι) τον θέλανε, σώνει και καλά, δημοτικιστή, επειδής έγραψε τον “Έλεγχο του ψευδαττικισμού”».

Ετούτη την ατόφια Ρωμιοσύνη του Ψυχάρη γνώρισε και κατέγραψε στο αριστουργηματικό του έργο Τότε που ζούσαμε ο Ασημάκης Πανσέληνος. Και τη μετάγγισε σε πολλά έργα του. Πανσέληνο και Ψυχάρη όσοι ακόμα και σήμερα διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν, συχνά φέρνουν στα χείλη τους εκείνον τον ακριβό ψυχαρικό λόγο: «Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο».

Μητέρα Γραμματική

Του Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ / Φιλολόγου – Συγγραφέα

Utinam essem bonus Grammaticus J. SCALIGER

Ω​​ραία φθινοπωρινή μέρα στο βορινό νησί και η σχολική τάξη είχε εμπρός της την άπλα του Αιγαίου. Δασκαλούδια και δάσκαλος είχαν κέφι κι ας ήταν ώρα Γραμματικής. Φιλοξενούσαν και επίσημον επισκέπτη, τον αναπληρωτή του ανύπαρκτου γενικού επιθεωρητή, που τους παρακολουθούσε με προσήλωση και ενθαρρυντικό χαμόγελο να παλεύουν με μια κατηγορία τριτοκλίτων. Το μάθημα κολύμπησε καλά και ο επισκέπτης δήλωσε στον διδάξαντα ότι λυπάται που δεν μπορεί, λόγω ειδικότητας, να του συντάξει έκθεση υπηρεσιακής ικανότητος.

Μηδαμινό το κακό. Η ανήκεστος βλάβη ήταν ότι αποκόπηκε, σχετικά νωρίς, από τις τάξεις της Γραμματικής και φθονούσε τρομερά τη συνάδελφό του Ειρήνη, που είχε το προνόμιο μια ζωή να αναστρέφεται με τον ευεργετικότατο Αχ. Α. Τζάρτζανο και δικαιότατα προσωνυμήθηκε «Μαμά Γραμματική»! Αυτός, που τις διδακτικές του ώρες καταβρόχθιζαν η λογική και η ψυχολογία, αναπολούσε ευτυχέστερες μέρες, όταν ενηδόνως παρέβαλλε τον Τζάρτζανο με τις παλαιότερες Γραμματικές του Φιλικού, του Παντελάκη, του Ζαγγογιάννη, του Φάβη, αλιευμένες στο Μοναστηράκι, αλλά και με την Ιστορική Γραμματική του Σταματάκου, τα Ακαδημεικά Αναγνώσματα του Γ. Χατζιδάκι και τις πανεπιστημιακές παραδόσεις Γλωσσολογίας του Γ. Κουρμούλη. Με τη συντροφιά τέτοιων γραμματικών – και συντακτικών– ανδρών είχε ταξιδέψει εύελπις, όταν άρχιζε τον διδασκαλικό του βίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και ύστερα στα ψηλά του Αιγαίου. Εκεί μετακένωσε στις τάξεις του, παίζων άμα και σπουδάζων, τα αττικά της σχολικής Γραμματικής και τα διαλεκτικά των άλλων. Οι ελπίδες του δεν αποδείχθηκαν φρούδες.

Αποτέλεσμα εικόνας για Μητέρα γραμματική

Μάθημα στην ύπαιθρο. Ήπειρος 1946. Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου.

Αυτά τού ήλθαν στον νου όταν διάβασε στο περιοδικό «Φρέαρ» (Ιούλιος 2017) το προσγειωμένο, θαρραλέο και μελαγχολικότατο άρθρο «Η φιλολογική κατάρτιση και επάρκεια των μελλοντικών φιλολόγων. Το σημαντικότερο πρόβλημα της Φιλοσοφικής Σχολής» του καθηγητή της Φιλοσοφίας –και όχι της Κλασικής Φιλολογίας– Κώστα Ανδρουλιδάκη. Εκεί διαβάζει κανείς και τις εξής καταθλιπτικές διαπιστώσεις:

«Το κυριότερο πρόβλημα, από την άποψη που μας απασχολεί, συνιστά το γλωσσικό επίπεδο των φοιτητών. Δεν πρέπει να εξακολουθήσει να παραμένει εφτασφράγιστο μυστικό ότι μεγάλο μέρος των φοιτητών των Φιλοσοφικών Σχολών έχει σοβαρότατα προβλήματα όσον αφορά στα ελληνικά τους (αρχαία και νέα): ορθογραφία, γραμματική, σύνταξη, στίξη, συλλαβισμό, τονισμό – αφήνω στην έκφραση, λεξιλόγιο, γλωσσικό πλούτο (ή μάλλον γλωσσική πενία) ή σε ακόμη ειδικότερα πεδία, όπως η ετυμολογία. Το πρόβλημα αυτό δεν περιορίζεται, φυσικά, στους φοιτητές των Φ.Σ., αλλά αφορά και μεγάλο μέρος των σημερινών “μορφωμένων”. Είναι, όμως, προφανές ότι οι ελλείψεις στην ελληνομάθεια και γενικότερα στη φιλολογική, ιστορική, ανθρωπιστική (ουμανιστική) κατάρτιση των μελλοντικών (και ικανού μέρους των σημερινών, ιδίως των νεοτέρων) φιλολόγων, είναι απαράδεκτες, ενώ οι σχετικές ελλείψεις σε άλλες κατηγορίες πολιτών είναι απλώς λυπηρές.

»Ας μου επιτραπεί εδώ να μιλήσω πιο συγκεκριμένα. Η βαθμολόγηση των γραπτών των φοιτητών κατά τις εξετάσεις αλλά και άλλων εργασιών τους αποτελεί μια δεινή εμπειρία, χωρίς υπερβολή, ένα ψυχικό τραύμα. Πολλά γραπτά (πιθανώς τα περισσότερα) βρίθουν από τερατώδη γλωσσικά σφάλματα (γραμματικά, συντακτικά, λεξιλογίου, εκφραστικά). Αμέτρητες φορές, όταν βλέπεις λάθη βαριά σε στοιχειώδη πράγματα (π.χ. στην ορθογραφία, στις κλίσεις των ουσιαστικών, των επιθέτων ή των ρημάτων, αλλά και στον συλλαβισμό ή στη στίξη, αφήνω στον τονισμό), αναρωτιέσαι: Μα είναι ποτέ δυνατόν, είναι επιτρεπτό, οι άνθρωποι αυτοί να διδάξουν φιλολογικά μαθήματα;»

Utinam essem bonus grammaticus – είθε να ήμουν καλός γραμματικός– είχε ευχηθεί ο δεινός J. J. Scaliger και ασφαλώς δεν αυθαιρετεί ο R. Pfeiffer, όταν στη σπουδαία του «Ιστορία της Κλασικής Φιλολογίας» δίνει στο grammaticus του Σκαλιγέρου ευρύτατη σημασία. Και μακάρι οι νεότερες γενιές των φιλολόγων να έκαναν την ίδια ευχή, έστω και εννοώντας το «καλός γραμματικός» ως ισοδύναμο του «επαρκής γνώστης του Τζαρτζάνου». Και πάλι, τρεις και τετράκις μακάρι να υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα δύο έστω νεόκοποι σχολικοί φιλόλογοι που θα μακάριζαν εαυτούς αν είχε μεταφραστεί στη γλώσσα μας η «Ελληνική Γραμματική» του E. Schwyzer.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Πανελλαδικές εξετάσεις αγλωσσίας

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Η φιλία, δώρο ακριβό κι ευτύχημα σπάνιο, έχει πανάρχαιους τίτλους ευγενείας. Την εχάρηκαν άνθρωποι εκλεκτοί, σε όλα τα γεωγραφικά και τα ιστορικά πλάτη της οικουμένης, και την εγκωμίασαν ποιητές, σοφοί, πολιτικοί, με τον τρόπο του ο καθένας, αλλά όλοι με την ίδια συγκίνηση». Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει; Είναι σαν να διαφωνείς με την άποψη ότι η αναπνοή είναι απαραίτητη για την ανθρώπινη ζωή ή ότι οι μέλισσες όπως και οι μέρμηγκες είναι εργατικά ζωντανά, σε αντίθεση με τους τζίτζικες που ξύνονται ολημερίς παράγοντας τον ενοχλητικό και θορυβώδη τριγμό τους, αυτόν που σου χαλάει τον μεσημεριανό ύπνο του ελληνικού καλοκαιριού. Με όλον τον σεβασμό στον Ευάγγελο Παπανούτσο, το κείμενο αυτό, απόσπασμα από το έργο του «Πρακτική Φιλοσοφία», είναι ό,τι πιο επίπεδο και αδιάφορο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Στη δε αναφορά της εκφώνησης διαβάζω πως πρόκειται για «διασκευή» – τι θέλει άραγε να πει ο ποιητής;

Και όμως το αδιάφορο και επίπεδο αυτό κείμενο που εξαντλείται στην κοινοτοπία του υπήρξε το θέμα των πανελλαδικών εξετάσεων στο μάθημα των μαθημάτων, την έκθεση ιδεών. Έκθεση ιδεών χωρίς ιδέες. Με την εκσυγχρονιστική προσθήκη: «Η φιλία στην εποχή των ΜME, δηλαδή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης». Για λόγους πνευματικής υγείας παρακάμπτω την ταύτιση των ΜΜΕ με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το θέμα, ως ανεμένετο εθεωρήθη βατόν, κοινώς φιλικόν προς τους χρήστες, τους υποψηφίους. Ένα γκάτζετ παπαγαλίας με ακριβείς οδηγίες χρήσης. Για να συμπληρωθεί δε η εικόνα, τους ζητήθηκαν τα συνώνυμα των εξής λέξεων: «Εγκωμίασαν», «ευχαρίστηση», «συναναστροφή». Τα αντώνυμα των λέξεων «οικεία», «επιδέξιος», «αξία». Και ποια «νοηματική σχέση» ορίζουν οι λέξεις: «δηλαδή», «όταν», «λοιπόν». Δεν ερωτήθηκαν για τον ρόλο του συνδέσμου «και» στη σύνταξη, λάθος κατά τη γνώμη μου, διότι έτσι θα μπορούσαν οι εξεταστές να αντιληφθούν αν ο εξεταζόμενος γνωρίζει εις βάθος τη γλώσσα του, αφού στην κοινή χρήση οι σύνδεσμοι έχουν αντικατασταθεί από το μακρόσυρτο βέλασμα εεε…

Τα παιδιά περνάνε τόσο δύσκολα με τα μνημόνια, οπότε μην τα ταλαιπωρήσουμε και με τη νεοελληνική γλώσσα. Έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους για να βρουν μια γλώσσα να τη μιλάνε και να τη γράφουν. Εξάλλου, τα παιδιά μαθαίνουν τόσο καλά αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, και ο Παπανούτσος είναι σίγουρη αξία. Και το χειρότερο δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι ότι αυτή η εις βάθος εξέταση κρίσεως και γλωσσικής επάρκειας είναι και η μόνη εξέταση ελληνικών που γίνεται για τις πανελλαδικές εξετάσεις.Το μάθημα της λογοτεχνίας έχει καταργηθεί ακόμη και για τους υποψήφιους φιλολόγους.

Τα χειρότερα έπονται. Αρκεί να αναλογισθείς ότι αυτά τα παιδιά έχουν περάσει έξι χρόνια στα θρανία της μέσης εκπαίδευσης και θα μπουν σε κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ με εφόδιο τη νοηματική σχέση του «λοιπόν» και του «δηλαδή» και την «ευχαρίστηση» που παράγεται από τη «συναναστροφή» με τα likes στις αναρτήσεις του FB.

Λοιπόν, ή μήπως δηλαδή, αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά πως η έκθεση ιδεών είναι το μάθημα όπου ο μαθητής μαθαίνει να παπαγαλίζει νομίζοντας πως κατεβάζει ιδέες. Το μάθημα των μαθημάτων. Η πληβειοποίηση αφορά πριν απ’ όλα την απονεύρωση της γλώσσας, την επιβολή του καθεστώτος της αγλωσσίας, κοινώς της συλλογικής ακρισίας.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα ελληνικά ως κάτεργο

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Φ​​ίλη μού έλεγε προχθές πως τα εγγόνια της, πρώτη και τρίτη γυμνασίου, δυσκολεύονται πολύ με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει γραμματική και συντακτικό – πού είσαι, Τζάρτζανε!

Όπως θα διαπιστώσει κανείς αν ανατρέξει στα βιβλία, τα φαινόμενα εξηγούνται με βάση τα αποσπάσματα κειμένων που διδάσκονται. Εμφανίζεται κάπου μια δοτική; Μαθαίνουν τη δοτική. Ένα τριτόκλιτο εδώ; Να σου και η τρίτη κλίσις. Όλα αυτά σε ένα πακέτο που περιλαμβάνει και εκμάθηση πολιτισμού, και εκμάθηση μιας γλώσσας η οποία έχει μεν ελληνικούς χαρακτήρες, είναι όμως γραμμένη σε μιαν αλλόκοτη για τα μάτια του δεκατριάχρονου μαθητή ορθογραφία. Στην αρχή των λέξεων ίπτανται κάτι πνεύματα, άλλα αριστερόστροφα και άλλα δεξιόστροφα, ορισμένα φωνήεντα δε τα καλύπτει ένα καλλίγραμμο συννεφάκι, που το λένε περισπωμένη.

Αν συνυπολογίσουμε σ’ αυτά και το επίτευγμα του κ. Μπαμπινιώτη, το γεγονός δηλαδή ότι έχει πείσει τους δασκάλους των ελληνικών –της σημερινής μας γλώσσας– ότι το πόνημά του είναι απαραίτητο εφόδιο για τη δουλειά τους, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του προβλήματος. Το εν λόγω λεξικό περιστασιακά αναφέρεται στην ετυμολογία, από τις λέξεις δε και τη σημασία τους λείπει η καταγραφή της ιστορικής τους ύπαρξης, αγνοείται δηλαδή το αποθεματικό κεφάλαιο της γλώσσας μας, η λογοτεχνία. Λογικόν. Διότι, πλην του κόπου που προϋποθέτει η αναζήτηση των γραπτών πηγών, ο λεξικογράφος θα ήταν αναγκασμένος να εντρυφήσει και στο περιβάλλον της καθαρευούσης, είδους που αντιμετωπίζεται ως παραβίαση του δημοκρατικού συντάγματος της εκπαίδευσης. Οι λέξεις παράγονται βάσει κανόνων που έχει εκπονήσει ο απόλυτος άρχων της, ο γλωσσολόγος, αντιστοίχως δε και η ορθή χρήση τους.

Για να εικονογραφήσω την κατάσταση, λέω ότι τα ελληνικά που διδάσκουν στον σύγχρονο έφηβο έχουν την ίδια σχέση με τα αρχαία που έχουν οι εργολαβικές πολυκατοικίες των Αθηνών με τον Παρθενώνα. Συνυπάρχουν στο λεκανοπέδιο και κοιτάζουν ο ένας τον άλλον σαν δύο ξένοι που δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον, για κάποιους λόγους όμως είναι καταδικασμένοι να συγκατοικούν. Αισθητική ασυνεννοησία στην οποία, ως γνωστόν, πολλά οφείλει η συλλογική ψυχασθένεια των κατοίκων της πρωτεύουσας.

Και για να επανέλθω στην εκπαίδευση. Απέναντι σ’ αυτόν τον τρόπο διδασκαλίας ο μαθητής, όσο παραμένει υγιής, πριν μετατραπεί σε υπόδουλο των εισαγωγικών, είναι απολύτως φυσιολογικό να μισήσει τα αρχαία ελληνικά. Ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ξένη γλώσσα η οποία, σε αντίθεση με τα αγγλικά, δεν του είναι χρήσιμη ούτε στα αεροδρόμια ούτε για να περιηγηθεί στο Διαδίκτυο. Οι ώρες που ξοδεύονται είναι σαν τις ώρες του καταδίκου που περιμένει την αποφυλάκισή του. Κάποια ποινή εκτίει. Και για ποιο έγκλημα έχει καταδικασθεί; Είναι απλό: γεννήθηκε Έλληνας, και επειδή γεννήθηκε Έλληνας πρέπει να μιλάει ελληνικά.

Όλοι κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συνηθίσουμε από μικροί στη ζωή στο κάτεργο.

Λυπούμαι, αλλά αν είναι να κάνουμε τους σημερινούς εφήβους, όπως και τους χθεσινούς και τους προχθεσινούς, να μισήσουν τα αρχαία ελληνικά, καλύτερα να μην τους τα διδάσκουμε. Έτσι υπάρχει κάποια ελπίδα, κάποια μέρα, αν και όταν ωριμάσουν, να ενδιαφερθούν γι’ αυτό το σημαντικό κεφάλαιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Υπενθυμίζω ότι βάσει της έρευνας του διαNΕΟσις του κ. Δασκαλόπουλου, οι πατεράδες και οι μανάδες αυτών των παιδιών πιστεύουν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, πως η Ευρώπη έχει ωφεληθεί πολιτισμικά από την Ελλάδα. Πιστεύουν πως έχει ωφεληθεί και οικονομικά, αλλά αυτό είναι μάλλον της αρμοδιότητος των ειδικών ψυχιάτρων.

Γνωρίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό. Το ζήτημα της διδασκαλίας των κλασικών γραμμάτων (ελληνικά και λατινικά) στη Μέση Εκπαίδευση είναι μία από τις καίριες παραμέτρους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και το αλλοπρόσαλλο είναι ότι οι ίδιοι προοδευτικοί που ζητούν την κατάργησή τους εξεγείρονται αμέσως μετά, διότι θεωρούν ότι η Ευρώπη έχει πάρει λάθος δρόμο διότι στο μυαλό της δεν έχει πάρεξ το ευρώ. Μα αν της αφαιρέσεις την κλασική παιδεία και τον χριστιανισμό, τότε τι κοινό μένει εκτός από το νόμισμα; Η μακαρίτισσα Ζακλίν ντε Ρομιγί ώς την τελευταία ημέρα της ζωής της έδινε μάχες για την υπεράσπιση της διδασκαλίας των κλασικών γραμμάτων. Είχε διδάξει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και έγραψε πως ψυχολογικά δεν θα είχε αντέξει, Εβραία ούσα, στη γερμανική κατοχή, αν δεν είχε διδάξει πριν τους λόγους του Λυσία στο λύκειο.

Ανάμεσα στην έπαρση και την ταπείνωση. Χειρότερα ακόμη: ταπεινωμένοι από την ίδια μας την έπαρση. Αν είχαμε στοιχειώδη εθνική συνείδηση, κατά συνέπεια γλωσσική και πολιτισμική συνείδηση, εμείς πρώτοι θα είχαμε επινοήσει πρότυπους τρόπους διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, αλλά και των δύσμοιρων παρ’ ημίν συγγενών τους, των λατινικών. Καταργήσαμε την καθαρεύουσα, που μας προσέφερε τόσες δυνατότητες εξοικείωσης με την κλασική γραμματεία, γλώσσα της σύγχρονης κλασικής γραμματείας κι αυτή, διότι δεν μας άρεσαν αυτοί που τη μιλούσαν. Μας έπεφταν συντηρητικοί.

Και απορρίψαμε ό,τι κλασικό, ακόμη και την αριστεία, ακολουθώντας την πεπατημένη της μετανεωτερικής Ευρώπης. Δεν μπορέσαμε να σηκώσουμε το συμβολικό βάρος που η ίδια αυτή Ευρώπη μας ανέθεσε για να γίνουμε μέλη της. Διαβάζουμε Μπαντιού, αλλά ξεχάσαμε τους Κοραήδες και τους Συκουτρήδες μας. Η κλασική παιδεία σού μαθαίνει να απαιτείς από τον εαυτό σου σκέψεις και συμπεριφορές που σε ξεπερνούν. Και η Ελλάδα απεμπόλησε το δικαίωμα να απαιτεί από τον εαυτό της.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ο πόλεμος εναντίον των Ελληνικών

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Με αφορμή προηγούμενο σημείωμά μου, αναγνώστρια με ευχαρίστησε που την παρότρυνα να διαβάσει Βιζυηνό. Είπε πως δεν πίστευε ότι θα ανακαλύψει έναν Έλληνα Τσέχοφ. Να θυμίσω απλώς ότι στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, το 1993, η Άννα Κοκκίνου είχε ανεβάσει μια συρραφή από έργα του Βιζυηνού με τον τίτλο «Μορφές από το έργο του Βιζυηνού». Το εγχείρημα είχε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν «αντιεμπορικό». Η ηθοποιός ήταν μόνη της πάνω στη σκηνή, η παράσταση διαρκούσε πάνω από δύο ώρες και ο Βιζυηνός ήταν φορτωμένος με όλα τα αρνητικά του «ξεπερασμένου» συγγραφέα. Και όμως δόθηκαν πάνω από εξακόσιες παραστάσεις σε μια αίθουσα γεμάτη από θεατές. Θυμάμαι πολλούς φίλους που μου έλεγαν «μα τι υπέροχη γλώσσα», γι’ αυτήν την υπέροχη, σφύζουσα από ζωή καθαρεύουσα του συγγραφέα.

Άλλος αναγνώστης, με αφορμή το σημείωμά μου «Κι αν επιστρέφαμε στην καθαρεύουσα;», με προκάλεσε να εφαρμόσω πρώτος εγώ τις «καθαρεύουσες» απόψεις μου και να αρχίσω να γράφω σε αρχαΐζουσα. Τον ενημερώνω απλώς ότι στο μυθιστόρημά μου «Το αδιανόητο τοπίο», το 1991, ο κεντρικός ήρωας κρατάει το ημερολόγιό του στην καθαρεύουσα. Δεν είναι αμιγής, επιπέδου Τέλλου Άγρα φερ’ ειπείν, είναι η καθαρεύουσα που άκουγα όταν ήμουν παιδί στο ραδιόφωνο ή στις συζητήσεις των μορφωμένων αστών, γιατρών, δικηγόρων, αυτήν που χρησιμοποιούσε στη Βουλή ακόμη και ο Ηλίας Ηλιού. Η προφορική καθαρεύουσα, γεμάτη σολοικισμούς, η οποία πολλές φορές εχρησιμοποιείτο επιδεικτικά για να επιδείξει κάποιο μορφωτικό επίπεδο, πριν η μόρφωση περάσει στην παρανομία. Αυτή η καθαρεύουσα την οποία γελοιοποίησε και διέσυρε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει; Η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει όχι από τις επιμειξίες ή τα αγγλικά των αεροδρομίων, την «κοινή» της εποχής της παγκοσμιοποίησης, αλλά από την περιφρόνηση με την οποία την αντιμετωπίζουμε εμείς οι ίδιοι. ¨Ενα παιδί που μεγαλώνει στην Ελλάδα του 2015 έχει κάθε λόγο να αντιπαθεί τα ελληνικά. Τα ελληνικά, έτσι όπως τα καταντήσαμε, έχουν γίνει η γλώσσα της καθημερινής ασχήμιας, του καβγά, της επιθετικότητας, της κατεστημένης μαγκιάς. Τα περιφρονεί όταν τα ακούει στην τηλεόραση, κι όταν γράφει στο Διαδίκτυο αισθάνεται πως ακόμη και οι χαρακτήρες τους είναι εμπόδιο για την επικοινωνία.

Στο σχολείο, τα ελληνικά είναι η γλώσσα της παπαγαλίας και της αποστήθισης. Το παιδί ξέρει πως αν θέλει μια μέρα να καταφέρει να σκεφτεί κάτι παραπάνω ή να προχωρήσει στο επιστημονικό στάδιο πέρα από την παπαγαλία των πανελληνίων εξετάσεων, θα πρέπει να μάθει τουλάχιστον αγγλικά. Θα μου πείτε και τα αγγλικά που διδάσκονται στην ελληνική μέση εκπαίδευση είναι κατάλληλα μόνο για τα «γκαρσόνια της Ευρώπης», αν και τα γκαρσόνια στο Άμστερνταμ μιλούν άψογα αγγλικά. Η φυματική διδασκαλία των ξένων γλωσσών στο ελληνικό σχολείο είναι κι αυτή μέρος της αγλωσσίας, όμως αυτό είναι άλλο θέμα.

Η ελληνική γλώσσα θα σωθεί εάν ξαναθυμηθούμε την καθαρεύουσα; Ελάτε τώρα. Δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να υποστηρίζω ότι αν ο μέσος Έλληνας βουλευτής θα χρησιμοποιεί την τρίτη κλίση θα χάσει την πρωτογενή χοντροκοπιά της σκέψης του. Εκείνο που υποστηρίζω είναι ότι η απαξίωση της ελληνικής γλώσσας, ο πόλεμος εναντίον των ελληνικών, ξεκίνησε με την επιβολή της δημοτικής στην εκπαίδευση ως μοναδικής εκδοχής της γλώσσας μας, θριάμβευσε με την ιστορική αμνησία που επέβαλε το μονοτονικό και ολοκληρώνεται τώρα με την ουσιαστική κατάργηση της διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Η νεοελληνική λογοτεχνία είναι το αποθεματικό κεφάλαιο της ελληνικής γλώσσας, καλώς ή κακώς είναι αυτή που είναι, και αν θέλουμε να πείσουμε το νέο παιδί πως τα ελληνικά μπορούν να παραγάγουν σκέψη, και μάλιστα σύγχρονη, μόνον μέσω της αγάπης για τη λογοτεχνία μπορούμε να το επιτύχουμε. Ο αποκλεισμός του νέου από την καθαρεύουσα σημαίνει και τον αποκλεισμό του από το σημαντικότερο ίσως κληροδότημα αυτού του κεφαλαίου. Μην ξεχνάμε ότι οι εκπαιδευτικοί κοιμούνται με το λεξικό Μπαμπινιώτη στο προσκέφαλό τους, ένα λεξικό κανονιστικό, μιας γλώσσας που την έχουν κατασκευάσει ένας γλωσσολόγος και οι μαθητές του, όπου δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά στη λογοτεχνία που θα νομιμοποιούσε την εκδοχή της ερμηνείας των λέξεων. Προχειρότητα; Ή προκεχωρημένο φυλάκιο του πολέμου κατά των ελληνικών;

Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ ασχολείσαι με την καθαρεύουσα. Ναι, γιατί πιστεύω ότι είναι σημαντικότερη η σωτηρία των ελληνικών από τις αποφάσεις του Κατρούγκαλου ή του οποιουδήποτε τυχάρπαστου κάθισε σε υπουργική καρέκλα. Και είμαι και θα παραμείνω ορκισμένος ευρωπαϊστής όταν διαπιστώνω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει με περισσότερο σεβασμό το εκπαιδευτικό μας σύστημα από ό,τι εμείς, αφού είναι ο μόνος τομέας της δημόσιας ζωής στον οποίον δεν παρεμβαίνει. Με αποτέλεσμα να το έχουμε παραδώσει στον ανεκδιήγητο Κουράκη και στα αμόρφωτα αφεντικά του, τους συνδικαλιστές.

Αξίζει τα παιδιά να χάνουν ώρες για να διαβάζουν Βιζυηνό; Ναι, αξίζει. Έτσι για να μαθαίνουν ότι αυτός ο τόπος, αυτή η γλώσσα, έβγαλε πολιτισμό, πιο εξευγενισμένο απ’ τον κόσμο του Τσακνή και των ομοίων του. Αν έχουμε ένα τεκμήριο για να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε τα κωμικά ανδρείκελα της Ιστορίας μας, αυτό είναι η γλώσσα μας. Νόθα παιδιά του Κοραή; Έστω. Πάντως, παιδιά του και όχι αποπαίδια της τύχης που μας έριξε στα ρηχά της αγλωσσίας.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ