Του ΜΑΡΙΟΥ ΜΠΕΓΖΟΥ· τέως Κοσμήτορα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η επιδημία του κορονοϊού επιβάλλει σωρεία προληπτικών μέτρων αποφυγής της ανθρώπινης επαφής: χειραψίες, ασπασμοί, χειροφιλήματα, προσκυνήσεις, συνωστισμός σε ναούς. Αυτό πλήττει το εκκλησίασμα κάθε θρησκεύματος που συν-ευρίσκεται σε δημόσιο χώρο λατρείας. Ο ανίερος ιός γίνεται ιερός! Λόγω της Μ. Τεσσαρακοστής οι χριστιανοί συνωστίζονται σε ναούς εβδομαδιαίως περισσότερες φορές από ο,τι συνήθως, τόσο σε πρωινές όσο και σε βραδινές ώρες (λειτουργίες, ακολουθίες, λιτανείες, εορτές).
Ιατρικώς συνιστάται η αποφυγή του εκκλησιασμού λόγω συνωστισμού. Απαγορεύονται χαιρετισμοί (επαφή πρόσωπο με πρόσωπο), εναγκαλισμοί, χειραψίες, ασπασμοί (εικόνων ή προσώπων). Αποτρέπεται η μετάληψη της Θείας Κοινωνίας με το ίδιο μέσο (κουταλάκι, «κοχλιάριον» ή «λαβίδα» εκκλησιαστικώς αποκαλούμενη, και «μανδήλιον» σπογγίσματος).
Όλα αυτά πλήττουν την αυτοσυνειδησία των πιστών ανθρώπων και γεννούν διχασμό συνειδήσεων. Σε φυσικό, εμπειρικό κι ανθρώπινο επίπεδο κατανοούνται όλες οι απαγορεύσεις επιστημονικώς, ιατρικώς και υγειονομικώς. Σε μεταφυσικό, υπερβατικό και υπαρξιακό επίπεδο εξανίσταται η συνείδηση κάθε πιστού. Επίσης δυσανασχετούν οι άθρησκοι (όχι απαραιτήτως άθεοι, αλλά σίγουρα δύσπιστοι συμπολίτες μας) με την θρησκευτική περιφρόνηση της προληπτικής ιατρικής. Η δικαιολογημένη (παρότι υπερβολική ίσως σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις) αντίδρασή τους διατυπώνεται ως ειρωνεία, σκώμμα, αποτροπιασμός και χλευασμός («χριστιανοταλιμπανισμός»).
Ο απολογητικός αντίλογος των πιστών είναι το παράδειγμα της δισχιλιετούς πανανθρώπινης εμπειρίας από την ορθόδοξη πρακτική της θείας κοινωνίας. Για αιώνες σε όλα τα νοσοκομεία, φθισιατρεία, λοιμοκαθαρτήρια και λεπροκομεία οι πιστοί μεταλαμβάνουν αδιατάρακτα. Οι ιερείς «καταλύουν» την θεία κοινωνία (καθαρίζουν τα σκεύη, κατεσθίουν και καταπίνουν το περιεχόμενό τους) χωρίς ποτέ να έχει αναφερθεί κι ούτε να έχει συμβεί μετάδοση νοσήματος.
Το γεγονός εκλαμβάνεται θαυματουργικά από τους χριστιανούς κι ερμηνεύεται εκκλησιολογικά από τους θεολόγους. Οι άθρησκοι δυσπιστούν υποψιαζόμενοι αποσιώπηση των ενδεχομένων κρουσμάτων και δυσανασχετούν με την κατά την κρίση τους «ευπιστία» ή «θρησκοληψία» των πιστών συνανθρώπων μας.
Θεμελιώδες κριτήριο οφείλει να είναι η ατομική ελευθερία και η προσωπική ευθύνη. Ελευθερία και ευθύνη «παντρεύονται» στην δημοκρατία μας: υπεύθυνη ελευθερία και ελεύθερη ευθύνη.
Πρέπει να αντιμετωπίζεται η προληπτική ιατρική απαγόρευση με αίσθημα προσωπικής ευθύνης, κοινωνικής αυτοσυνειδησίας και κοσμοθεωρητικής (θεολογικής ή / και ιδεολογικής) αντίληψης για την επιδημία. Καθένας συνάνθρωπος μας πράττει αυτό που νομίζει χωρίς να κρίνει τον άλλο και δίχως να κρίνεται από αυτόν: «μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε» – «συ τις ει ο κρίνων αλλότριον ικέτην;» (Καινή Διαθήκη).
Αποφεύγονται μειωτικοί χαρακτηρισμοί («χριστιανοταλιμπάν») και υποτιμητικοί αφορισμοί («αντίχριστοι»). Δοκιμάζεται από καθένα / καθεμιά όποιος τρόπος κρίνεται λυσιτελής, αποτελεσματικός κι αποδοτικός για την αποτροπή κρουσμάτων τηρώντας ταυτόχρονα και διατηρώντας, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, τις προσωπικές πεποιθήσεις, μεταφυσικές αντιλήψεις και κοσμοθεωρητικές πίστεις μας, είτε θεολογικά είτε ιδεολογικά.
ΠΗΓΗ