Αρχείο ετικέτας Λογοτεχνία

Ανάστημα της ποίησης

Γράφει ο Α. Ι. Καλαμάτας

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ναυαγού τάφος ειμί (επιτύμβια επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία), εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016

«Ένα νεκροταφείο είναι όλος ο κόσμος του πολιτισμού μας», γράφει στον Λύκο της στέπας ο κορυφαίος Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσσε. Και πράγματι δεν έχει άδικο, φτάνει να σκεφτεί κανείς ό,τι ο θάνατος συνιστά τη βασικότερη δοκιμασία του ανθρώπινου προσώπου. Γράφοντας ετούτες τις γραμμές για το ενδιαφέρον βιβλίο της φιλολόγου καθηγήτριας Τασούλας Καραγεωργίου με τίτλο Ναυαγού τάφος ειμί (επιτύμβια επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία), που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, συνοδευμένο με ζωγραφιές του Γιώργου Ξένου, ήρθε στο νου μου εκείνη η ξεχωριστή τοιχογραφία στη μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, η οποία παριστάνει τον αββά Σισώη, ασκητή των αρχών του 4ου αιώνα, με υψωμένα τα χέρια κι έκπληκτη έκφραση να σκύβει πάνω σε μια μαρμάρινη σαρκοφάγο που μέσα της έχει το σκελετό του Μ. Αλεξάνδρου. Στην επιγραφή, εντός περίτεχνου πλαισίου, ένα ασκημένο μάτι στην ανάγνωση επιγραφών θα διαβάσει τα εξής ποιητικότροπα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: «ορώ σε τάφε, δειλιώ σου (την) θέαν κ(αι) καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω. Χρέος το κ(οι)νόφλητον εις νουν λαμβάνω. Πώς γαρ [μέλλω διελ]θείν πέρ(ας)τοιούτον, αι [θάνατε, τις δύναται] φυγ[είν] σε;»

Κάμω αυτούς τους ιδιότυπους θα ‘λεγα συλλογισμούς, καθώς το βιβλίο της κας. Καραγεωργίου αποτελεί ξεχωριστή έκδοση για την ελληνική βιβλιογραφία του 2016. Και ετούτο γιατί η συγγραφέας καταφέρνει να προσαρμόσει ένα μνημειώδες κείμενο της αρχαιοελληνικής και  βυζαντινής γραμματολογίας στο σημερινό κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Πρόκειται για τη γνωστή Παλατινή Ανθολογία (Anthologia Palatina), καθιερωμένη σήμερα στη φιλολογική έρευνα με την ονομασία Anthologia Graeca, η οποία περιλαμβάνει 4000 περίπου ποιήματα, χωρισμένα σε 15 βιβλία, που καλύπτουν μια μακρά χρονική περίοδο 17 αιώνων (από τον 7ο π. Χ., μέχρι και τον 10ο μ.Χ.).

Αυτό το βιβλίο πριν δύο εβδομάδες, παρουσία της ίδιας συγγραφέως, έγινε γνωστό στο βιβλιόφιλο κοινό της Μυτιλήνης στην ωραία εκδήλωση που οργάνωσε και φιλοξένησε το βιβλιοπωλείο της πόλης μας Book and Art, με ομιλητές τον Παναγιώτη Σκορδά, δρ. Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και τον Παύλο Τριανταφυλλίδη, προϊστάμενο της Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Λέσβου. Διαβάζοντάς το μέσα σε μια βραδιά, διαπίστωσα ό,τι πρόκειται για ένα βιβλίο που άνετα θα μπορούσε να προσαρμοστεί στις διδακτικές ανάγκες αρκετών μαθημάτων που διδάσκονται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, κυρίως στο Λύκειο, όπως λόγου χάριν όλα τα φιλολογικά και εικαστικά μαθήματα, τα θρησκευτικά, την κοινωνιολογία. Ενταγμένο, βέβαια, στο πλαίσιο της διαθεματικότητας και της διεπιστημονικότητας. Ετούτη η πρότασή μου, δεν σχετίζεται μόνο με το φιλολογικό και ιστορικό περιεχόμενο του βιβλίου, το οποίο με περίτεχνο τρόπο η συγγραφέας μεταφέρει στον ειδικό αναγνώστη. Σχετίζεται και με το λίαν επίκαιρο πρόβλημα που σήμερα βιώνει ολάκερη η ανθρωπότητα, κι αυτό δεν είναι άλλο από την προσφυγιά και τη μετανάστευση. Γι’ αυτό ειδικά το ζήτημα η εκπαίδευση οφείλει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, κομίζοντας στους μαθητές και τις μαθήτριες κουλτούρα ανοχής και συναδέλφωσης με κάθε πολιτισμικά διαφορετικό άνθρωπο.

Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, οι άριστες μεταφραστικές δοκιμές που κάμει η συγγραφέας των επιτύμβιων επιγραμμάτων από το έβδομο βιβλίο της Παλατιανής Ανθολογίας, αφορούν ναυαγούς και ναυάγια ανθρώπων αλλοτινών καιρών αυτού του κόσμου. Κύριο, όμως, χαρακτηριστικό αυτών των μεταφραστικών δοκιμών είναι η προσαρμογή τους στις σημερινές τραγικές εικόνες αντίστοιχων ναυαγών και ναυαγίων με πρόσφυγες και μετανάστες στη Μεσόγειο Θάλασσα. Εξ’ ου και η άκρως πετυχημένη «εικαστική ανάγνωση» του γνωστού ζωγράφου Γιώργου Ξένου, με έργα που αποτυπώνουν «την τραγικότητα του ανθρώπου στην αιώνια πάλη του με το υγρό στοιχείο», (σ. 9). Ειλικρινά στην ανάγνωση που έκαμα, οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις των ζωγραφικών έργων του Γιώργου Ξένου, γραμμικά με ταξίδεψαν πίσω στο χρόνο, αλλά και με γοργούς διασκελισμούς ταυτόχρονα με μετέφεραν στην τραγικότητα σημερινών ναυαγών και ναυαγίων των προσφύγων και μεταναστών. «Ναυαγού τάφος ειμί»: παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν. Σ’ αυτήν την αυθαίρετη, αν θέλετε, προσωπική υποψία, η λειτουργία του χρόνου μέσα από δραματικές εικόνες, θέλω να πιστεύω ό,τι συνεγείρει ανθρώπινες συνειδήσεις για πρόσφυγες και μετανάστες που στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή, βιώνουν τις συνέπειες του θανάτου χάνοντας τη ζωή τους μέσα στη θάλασσα, φαινόμενο άλλωστε τόσο παλαιό: «ναυαγός είμ’ εγώ που βλέπεις· / κι αν ντράπηκε η θάλασσα / που μ’ έχει σκοτώσει / να γυμνώσει το σώμα μου από τ’ άθλια τα ράκη, / με χέρια ξεδιάντροπα άνθρωπος μ’ έχει ξεντύσει, / ντροπή τόση αποκτώντας όσο το κέρδος του. / Και μακάρι μ’ αυτά να ντυθεί / και μ’ αυτά στο παλάτι του Άδη να πάει / και ο Μίνωας είθε εκεί να τον δει / να φορεί τα δικά μου κουρέλια», (σ. 93).

Ορθά η συγγραφέας σημειώνει ό,τι οι σύντομες αφηγήσεις των επιτύμβιων σημάτων με θέμα τη βίαιη διακοπή της ζωής «κατά τη διάρκεια της πάλης του ανθρώπου με το ακαταμάχητο θηρίο της θάλασσας», (σ. 9), στη μακρά διαδρομή των αιώνων αφήνουν τον απόηχό τους και στα αντίστοιχα «θαλασσινά μοιρολόγια και αφηγηματικά τραγούδια της δημοτικής  ποίησης». Κι όχι μόνον. Αλλά και σε εικόνες σημερινές, τραγικές, σαν κι αυτή του τρίχρονου Σύρου Αϊλάν που πέρυσι το νεκρό σώμα του πετάχτηκε από τα κύματα της θάλασσας στα τουρκικά παράλια. Σ’ αυτήν την εικόνα, άνετα θα ταίριαζε το επίγραμμα του Αντίπατρου Σιδωνίου (2ος αιώνας π. Χ.), για τον «μικρόν Κλεόδημον». Η μετάφραση του εν λόγω επιγράμματος από την κα. Καραγεωργίου, πραγματικά είναι γροθιά στο στομάχι: «Τον μικρούλι Κλεόδημο, / βυζανιάρικο βρέφος, ακόμα, καθώς / στο πλευρό στηρίζονταν του πλοίου / βοριάς θρακικός το παρέσυρε / μέσα στ’ άγριο το πέλαγος / και το κύμα ευθύς την ψυχή του μωρού την αφάνισε. / Αχ Ινώ, ανελέητη νύμφη της θάλασσας, / τον ομήλικο του Μελικέρτη / απ’ τον  Άδη τον μαύρο δεν γλίτωσες», (σ. 39). Τολμώ ετούτο τον παραλληλισμό, κεντρίζοντας μέσα μου τη δύναμη να πω ό,τι η ποιητική κληρονομιά της αρχαιότητας και της βυζαντινής περιόδου – εδώ η Παλατινή Ανθολογία – όταν περίτεχνα συνταιριάζεται και προσαρμόζεται με σημερινά γεγονότα, δείχνει τη μακρά διάρκειά της στο χρόνο. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται αν κανείς λάβει υπόψη αυτά που γράφουν γι’ αυτήν οι P. E. Easterling – B. M. W. Knox, «το επίγραμμα είναι ιδιαίτερα ταιριαστό στην καλοδιατυπωμένη και σύντομη έκφραση του αισθήματος, και συγγραφείς απ’ όλες τις περιόδους έγραψαν για τις μεταπτώσεις της ζωής και ιδιαίτερα για το θάνατο», (στο: Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Ν. Κονομή, Χρ. Γριμπά, Μ. Κονομή, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σ. 809. Πρβλ. Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνική Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 1020-1021).

Για την Παλατινή Ανθολογία η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Σχετικές ειδήσεις ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο λήμμα «Ανθολογία Παλατινή· Anthologia Papatina» του Λεξικού Αρχαίων Συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων του Paul Kroh, μτφρ. Δ. Λυπουρλής – Λ. Τρομάρας, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 65-66. Αξιοσημείωτες είναι και οι πολλές εκδόσεις της, με βασική εκείνη του F. Jacobs στη Λειψία κατά τα έτη 1794-1803 σε 13 τόμους. Αντίτυπα αυτής της έκδοσης βρίσκονται στην ιστορική βιβλιοθήκη του παλαιού Γυμνασίου Μυτιλήνης. Αξιοσημείωτες, όμως, είναι και οι μεταφράσεις της στη λατινική, αγγλική, γερμανική, γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Στην ελληνική, από την πληθώρα των μεταφράσεων που κατά καιρούς έχουν γίνει, ενδεικτικά αναφέρω του Παναγή Λεκατσά, του Άρη Δικταίου, του Γιώργου Ιωάννου και του Οδυσσέα Ελύτη.

Η συγγραφέας Τασούλα Καραγεωργίου, διδάκτωρ Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης και σχολική σύμβουλος φιλολόγων, έχει στο ενεργητικό της κι άλλα βιβλία, οκτώ ποιητικές συλλογές, δύο μεταφράσεις, ένα δοκίμιο κι ένα λυρικό αφήγημα για παιδιά. Το τελευταίο της εδώ σήμερα παρουσιαζόμενο βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε ειδικό κοινό, αλλά και σε κάθε βιβλιόφιλο αναγνώστη. Εύχομαι να ‘ναι καλοτάξιδο.

“Όποιος δεν αντιστέκεται θάβεται ζωντανός”

“Φτωχός κόσμος κλειστός, άλλη μια νύχτα / κι όλα γίναν ένα μάταιο καθεστώς.

Ποιος αλήθεια ουρλιάζει στα μουλωχτά / μέσα σ’ αυτόν τον άσπρο κύκλων των θαμμένων;”

ΛΕΦΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ, “Όποιος δεν αντιστέκεται θάβεται ζωντανός¨, στο: Το αλληγορικό σχολείο, (1978), Αθήνα: Κέδρος, σ. 8, [2η έκδοση].

Αποτέλεσμα εικόνας για Διαμαντής Διαμαντόπουλος Στο δρόμο

Διαμαντής Διαμαντόπουλος, “Στο δρόμο”, (λάδι σε καμβά επικολλημένο σε ξύλο).

Συναρπαστικό βιβλίο

Η πρώτη λέξη

Ο Μιλτιάδης, καθηγητής της συγκριτικής φιλολογίας στο Παρίσι, θα ήθελε πολύ να μάθει, πριν το θάνατο του, ποια ήταν η πρώτη λέξη που ξεστόμισε ο άνθρωπος. “Έτσι θα φύγω πιο ήσυχος”, λέει. Δυστυχώς πεθαίνει πριν προλάβει να την ανακαλύψει. Την ημέρα της κηδείας του η αδελφή του τού υπόσχεται να λύσει το αίνιγμα για λογαριασμό του. Θα συναντήσει επιστήμονες κάθε λογής, που θα της μιλήσουν για τον ανθρώπινο εγκέφαλο, τη γλώσσα των βρεφών, τους χιμπατζήδες και τους Ηοmo sapiens, τον Δαρβίνο και τους δημιουργιστές, τον Φρόιντ και το πείραμα του Φαραώ Ψαμμήτιχου. Επίσης, θα διασταυρωθεί με μια σειρά χαρακτήρες, οι οποίοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα φωτίσουν κάποια πτυχή του μυστηρίου της ανθρώπινης επικοινωνίας, χαρίζοντας στην ίδια πλήθος νέες γνώσεις και εμπειρίες.

Θα προχωρήσει την έρευνα της μέχρι το τέλος, γιατί αυτή η υπόσχεση είναι από αυτές που δεν μπορεί να μην κρατήσει κανείς. Ξέρει καλά ότι ο αδελφός της περιμένει μια απάντηση. Θα τα καταφέρει άραγε να του τη δώσει;

Τα “λογοτεχνικά μας σκουπίδια”

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Τι πανικός είναι αυτός με τα βιβλία της Μαντά, της Δημουλίδου και όλων αυτών των τυχάρπαστων συγγραφέων, που πολλές γκλαμουράτες κυρίες διαβάζουν, είναι ένα πρόβλημα που πρέπει σοβαρά να απασχολήσει τον μελλοντικό ιστορικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Επισκέπτεσαι ένα βιβλιοπωλείο, στοίβες οι τίτλοι των βιβλίων της Μαντά, της Δημουιλίδου και των συναφών δήθεν «λογοτεχνών». Απολαμβάνεις το μπάνιο σου στη θάλασσα και η ματιά σου πέφτει στα ίδια ονόματα και τους ίδιους τίτλους: Λένα Μαντά, Η εκδίκηση των αγγέλων, Χρυσηίδα Δημουλίδου: Οι δαίμονες δεν έχουν πνεύμα, και πάει λέγοντας.

Κι εύλογα αναρωτιέσαι: τελικά αυτή είναι η κατάσταση της Νεοελληνικής μας Λογοτεχνίας; Η απάντηση, νομίζω, ότι δεν είναι δύσκολη. Παραφράζοντας αυτά που γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς στο Ελεύθερο Πνεύμα, το δικαίως αποκαλούμενο μανιφέστο της γενιάς του ’30, καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι όταν τελειώσεις το διάβασμα των παραπάνω βιβλίων, οι ήρωες και οι ηρωίδες των ιστοριών τους «διαλύονται σαν καπνός». Κι αυτή η λογοτεχνική αναιμική κατάσταση δεν αντέχεται πια άλλο.

ΑΛΕΞΗΣ ΑΚΡΙΘΑΚΗΣ, “Επανάσταση”, (ακρυλικό), Αθήνα 1967· Ιδιωτική Συλλογή.

Ο Χαντακωμένος

Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΝΤΟΥΛΑ

Στο χωριό του πατέρα μου μαγαζί λεν τον χώρο που λειτουργεί ως καφενείο, ως μπακάλικο κι ως χαρτοπαικτική λέσχη. Βρίσκεται στους πρόποδες του χωριού κι ανοίγει όποτε ξυπνήσει ο Γιώτης και κλείνει όποτε του αδειάσουν την γωνιά οι μεθυσμένοι και τα χαρτόμουτρα.

DSC_9459_resize

Στον αυλόγυρο του μαγαζιού μαζευόμασταν τα καλοκαίρια οι πιτσιρικάδες και παίζαμε. Ο πατέρας μας κέρναγε πορτοκαλάδες κι οι χωριανοί μας χάιδευαν τα κεφάλια. Μετά της Παναγίας ο Γιώτης έψηνε και σουβλάκια. Όσοι δεν μας ήξεραν, μας ρώταγαν «τίνος είσαι εσύ;» κι εμείς δασκαλεμένοι δεν λέγαμε τα ονόματά μας αλλά «του ΒαγγελΠερεκλή» – ήτοι του Βαγγέλη, του γυιού του Περικλή. Πάλι μας χάιδευαν τα κεφάλια και μας έλεγαν περίεργες λέξεις όπως «παλιοζάγαρα», «χαϊβάνια» κι άλλα τέτοια.

Στο μαγαζί δεν κάθονταν γυναίκες. Αν καμιά ήθελε κάποιον, στεκόταν παράμερα κι έστελνε εμάς τα παιδιά να τον ειδοποιήσουμε: «Σύρε, ωρέ καμάρι, να μου φωνάξεις το θειό σου».

Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν το χωριό. Τα λέγαν «κούρσες» και τα είχαν κάποιοι σαν εμάς που έρχονταν για διακοπές και τα φύλαγαν όλα μαζί στο προαύλιο του σχολείου. Ένα απόγευμαι ήρθε στο χωριό μια μεγάλη μερσεντές, που στάθηκε στο μαγαζί μπροστά και ξεφόρτωσε τρία ωραία κορίτσια με τα μπανιερά τους. Οδηγός της ήταν ένας χοντρός και γελαστός τύπος με μαύρα γυαλιά, φορτωμένος πολλά χρυσαφικά στο λαιμό και στα χέρια.

«Όλα απ’ εμένα» είπε όταν μπήκε στο μαγαζί και κάναμε ουρά η πιτσιρικαρία στον πάγκο του Γιώτη για επιπλέον πορτοκαλάδες. Κάποιοι ξεθάρρεψαν και πήγαν για τις επόμενες. Τους ακολούθησα κι εγώ.

Στο μεταξύ οι μεγάλοι είχαν εξαφανιστεί και τα κορίτσια γέλαγαν που πίναμε πορτοκαλάδες μέχρι να μας βγάλει η κοιλιά μας.

Στο σπίτι από κάτι μισόλογα καταλάβαμε πως ο οδηγός της μερσεντές είναι χωριανός μας. Χαμηλοκουβέντιαζαν γι’ αυτόν κι εμείς ξεκλέβαμε καινούργιες λέξεις: κωλομπαράς», «κωλογυναίκες» «κωλόμπαρο», «κωλόπαιδο». Το όνομά του δεν το μάθαμε. «Χαντακωμένο» τον έλεγε η γιαγιά κι ο παππούς έλεγε πως «έχει παράδες βρώμικους» αλλά εγώ κι ο αδερφός μου τον συμπαθούσαμε γιατί μας κέρναγε πορτοκαλάδες.

Πριν της Παναγίας έφευγε –«δεν τις σηκώνει τις παλιανθρωπιές ο τόπος»– και στο πανηγύρι ξανακατηφόριζε όλο το χωριό –κι οι γυναίκες ακόμη– στο μαγαζί που είχε κι όργανα.

Απ’ όταν πέθαναν οι γερόντοι δεν ξαναπήγα στο χωριό. Φέτος κάτι μ’ έπιασε κι είπα τον Δεκαπενταύγουστο, θα πάμε. Ντροπή να μην ξέρουν τα παιδιά πούθε κρατάει η σκούφια μας.

Είχε ερημώσει ο τόπος. Ένας Αλβανός μας έδειξε από πού να στρίψουμε για το μαγαζί. Τρόμαξαν να με γνωρίσουν κι οι χωριανοί. Εγώ πάντοτε τους μπέρδευα: Γιωργομήτσος, Μητσογιώτης, Κιτσοκώστας. Άκρη δεν έβγαζα. «Του Βαγγέλη είσαι;» δυσπιστούσαν. «Τα κούτσικα δικά σου είναι;». «Καλώς ορίσατε. Να πάτε και στο ταφείο να προσκυνήσετε. Κουφέτο τα ’χουν τα μνήματα οι γυναίκες».

Μόνο ο Γιώτης ήταν ίδιος – με βαμμένο κορακί μαλλί. Είχε φέρει και παγωτά. «Αύριο θα ρθει παπάς από τα Δερβίζιανα και θα ’χω κι όργανα το βράδυ», μας ενημέρωσε. «Ποτά και παγωτά δικά μου» είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση.

Άναψε τα κάρβουνα και ξεκίνησε να ψήνει σουβλάκια για τους πελάτες του που οι περισσότεροι χάζευαν αμίλητοι έναν αγώνα μπάσκετ σε μια τεραστίων διαστάσεων πλάσμα.

Μετά το σούρουπο ήρθε κι ο «Χαντακωμένος». Ξαναέζησα την ίδια σκηνή. Μερσεντές, κορίτσια, χρυσαφικά κι ένας χοντρός γέρος με ξανθό μαλλί. «Όλα απ’ εμένα».

Πιτσιρικάδες δεν ήταν στο μαγαζί για πορτοκαλάδες κι οι μεγάλοι δεν κινήθηκαν. Ο Γιώτης από το βάθος σήκωσε την μπύρα του. Τον μιμήθηκαν κι οι άλλοι.

«Στην υγειά σου άρχοντα».

018-napolewn

Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό: Φρέαρ

Ιδιαιτέρα αξιόλογο βιβλίο

Οι βίοι του Ιώβ

Ο Ιώβ είναι ένα από τα πιο γοητευτικά και συγχρόνως πιο αινιγματικά πρόσωπα της Βίβλου. Πεσμένος πάνω σε έναν σωρό από στάχτες, με το γυμνό του σώμα γεμάτο πληγές, έχοντας χάσει τους δικούς του ανθρώπους και την περιουσία του, γίνεται το σύμβολο του ανθρώπου που καταδικάστηκε αυθαίρετα και αντιτάσσεται μόνος στη θεϊκή δικαιοσύνη.

Από τότε που γράφτηκε το Βιβλίο του Ιώβ, αυτή η ιστορία συναρπάζει και προκαλεί το ενδιαφέρον περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Γιατί άραγε; Αναζητώντας την απάντηση, ο Assouline ακολουθεί τα ίχνη του Ιώβ ανατρέχοντας στις πηγές αυτού του κειμένου που αγνοούμε τον συγγραφέα του, κάπου είκοσι πέντε αιώνες πίσω, κι ακόμα εξετάζει τα αναρίθμητα σχόλια και τις απεικονίσεις που έχει εμπνεύσει.

Ο δρόμος του ήταν μακρύς και τον οδήγησε σε βιβλιοθήκες και μουσεία σε όλο τον κόσμο, τον έφερε κοντά σε ανθρώπους συνηθισμένους και σπάνιους, κι από την περιήγησή του αυτή γεννήθηκε ένα βιβλίο, ούτε βιογραφία ούτε μυθιστόρημα, κάτι ανάμεσα στα δυο. Προσπαθώντας να ερμηνεύσει το πλήθος των προσώπων του Ιώβ, ο Assouline αναδεικνύει τη σημασία τους για τον πολιτισμό μας σήμερα και, κυρίως, αποκαλύπτει με ποιον τρόπο η ιστορία του Ιώβ έρχεται αρωγός στη δική μας ζωή.

Οι “Βίοι του Ιώβ” μπορούν να διαβαστούν ακόμα ως αφήγηση μιας εσωτερικής αναζήτησης. Ακολουθώντας έναν συγγραφέα που ο ήρωάς του τον κατοικεί και τον στοιχειώνει.

Απολαυστικό βιβλίο…

ΕΛΙ ΒΙΖΕΛ, Ο καιρός των ξεριζωμένων, μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.

Ο καιρός των ξεριζωμένων

Ο Γκαμλιέλ, ένα μικρό Εβραιόπουλο θα χάσει τους οικείους του, την πίστη του, ακόμα και το όνομά του, όταν η μητέρα του, για να τον σώσει από τους Ούγγρους φασίστες θα τον εμπιστευτεί στα χέρια της Ιλόνκα, μιας νεαρής τραγουδίστριας που δουλεύει σε καμπαρέ της Βουδαπέστης. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν του επιφυλάσσουν όμως κι άλλες επώδυνες περιπλανήσεις. Ώσπου, στα τέλη του 20ού αιώνα, ο Γκαμλιέλ Φρίντμαν βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και έχει αποκτήσει πλέον αμερικανική υπηκοότητα. Όταν η γιατρός Λίλι Ρόζενκρατς του ζητά να τη βοηθήσει με μια ηλικιωμένη ουγγαρέζα ασθενή της, η οποία μιλά μόνο ουγγρικά, το παρελθόν του ξυπνά. Η τρελή σκέψη ότι η άρρωστη μπορεί να είναι η Ιλόνκα, που έχει να τη δει από το 1956, όταν οι κάτοικοι της Βουδαπέστης εξεγέρθηκαν εναντίον των σοβιετικών δυνάμεων, θα σταθεί η αφορμή για να τον κατακλύσουν οι αναμνήσεις: τα παιδικά του χρόνια, ο αποτυχημένος γάμος του με την Κολέτ, οι δυο του κόρες, με τις οποίες δεν έχει πια καμία επαφή, οι παλιοί του φίλοι, οι σύντροφοι με τους οποίους μοιράζεται τη σκληρή μοίρα του ξεριζωμού, αλλά και οι ατάλαντοι συγγραφείς στους οποίους ο Γκαμλιέλ δανείζει τα κείμενα και το ταλέντο του, ενώ μοναδική του έγνοια είναι να τελειώσει το Μυστικό Βιβλίο του.

Μέσα σε μία μέρα ο Γκαμλιέλ, αυτός ο ισόβια ξεριζωμένος, συνειδητοποιεί ότι πρέπει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του, να ριζώσει κάπου. Πρέπει να πείσει τον εαυτό του ότι υπάρχει ακόμη χώρος στην καρδιά των ανθρώπων για το όνειρο και την ελπίδα.

Για τον Ελί Βιζέλ βλ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αξιόλογο λογοτέχνημα

Εξώφυλλο - ΣΕΡΡΑ. Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Ενόψει του εκτοπισμού των Αρμενίων απ’ την Τραπεζούντα τον Ιούνιο του 1915, ένα κορίτσι που μοιάζει να το ζωγράφισε ο ίδιος ο Θεός καταφεύγει στο σπίτι ενός αγνώστου. Στην Ορντού ένα άλλο κορίτσι εύπορης ελληνικής οικογένειας ετοιμάζεται για τον γάμο της και πασχίζει να οραματιστεί το μέλλον μ’ έναν άντρα τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει.

Ο χαρισματικός, θρήσκος και θεματοφύλακας των ηθών της εποχής Γαληνός Φιλονίδης διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες∙ δοκιμάζεται εμπρός στις ιδέες του∙ έρχεται αντιμέτωπος με την αγριότητα και το μίσος∙ συντρίβεται και θέτει ως στόχο ζωής να εκδικηθεί εκείνον που του προκάλεσε τον μέγα πόνο.

Στο παρασκήνιο της μυθοπλασίας ιχνογραφείται ο Πόντος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών∙ η ομογενοποίηση των φυλών με συνδετικό κρίκο μα και άλλοθι τη θρησκεία∙ ο φόβος, η μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός που ενσπείρουν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι Κεμαλιστές∙ η καθημερινή ζωή στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης∙ οι διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν∙ τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία και οι στέπες του Καζακστάν με αφόρητους καύσωνες το καλοκαίρι και σφοδρό ψύχος τον χειμώνα∙ οι πόθοι, τα πάθη και τα δεινά των Ποντίων.

Κι όλα, μέσα από το πολυσχιδές ταξίδι που γράφει η ζωή και το ταξίδι που γράφεται για τη ζωή, να φαντάζουν φλόγες και κινήσεις του ποντιακού χορού σέρρα, του χορού της φωτιάς.

ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ, «Αγία Σοφία η Δεύτερη»

«Όσες φορές περνώ απ’ την Αγια-Σοφιά, δε γίνεται να μη σταθώ στο πεζοδρόμιο για να σκύψω να ιδώ πόσο βαθιά κείται ο αυλόγυρος της εκκλησίας, πόσα εδαφικά στρώματα τον χωρίζουν απ’ τη σημερινή στάθμη της πόλης. Εκεί την θυμάμαι και γω αυτή τη στάθμη. Σ’ αυτή τη χιλιομπαλωμένη της άσφαλτο βαδίζω από μικρό παιδί. Σαράντα ολόκληρα, σαράντα τόσα.

Έτσι, εντελώς αβίαστα, νιώθω πόσο γηραλέος, μα ταυτόχρονα και πόσο νέος είμαι ακόμη, αφού, το βλέπω, το αισθάνομαι· κάτω απ’ τα πόδια μου βυθίζεται τ’ απέραντό μου παρελθόν. Άνθρωποι, που βίωσαν ανά τους αιώνες κι αναλώθηκαν μέσα στην τύρβη της καθημερινότητας αυτής της πόλης, καθώς και μέσα στις αέναες ανακυκλώσεις της ιστορίας της. Ιστορία των ανθρώπων και της πόλης· δοχεία συγκοινωνούντα τέλεια. Και ιδού και η τέλεια επαλήθευση της προαιώνιας δικιάς μου μοίρας, μέσα στον προγονικό και τον δικό μου τόπο, καθώς και το ανεξίτηλο συναίσθημα της μοναδικότητάς μου, που συνεχώς με διακατέχει.

Η Αγια-Σοφιά βρίσκεται εσταυρωμένη μέσα στο κιβούρι του αυλόγυρού της· τα κάτω άκρα της εισχωρούν απ’ τ’ άνοιγμα της οδού Ερμού μέσα στα έγκατα του “Φραγκομαχαλά”. Το δεξί της χέρι ανηφορίζει προς την επάνω πόλη και διαγκωνίζοντας την παμπάλαιη “βασιλική Αχειροποίητο”, χώνει τα δάχτυλά της στις σαθρές επάλξεις του “Επταπυργίου”. Το αριστερό της, πάλι, χέρι κατηφορίζει και καταδύεται μες στο Θερμαϊκό, για να εκταθεί νοητά, μέχρι το διάσελο του Ολύμπου και του Κισσάβου, που περιμένουν κάθε απόγευμα αδελφωμένοι, για να υπογραμμίσουν την ωραιότητα μιας ανεπανάληπτης, χιλιοτραγουδισμένης δύσης […]

[…] Η Αγια-Σοφιά, μαρτυρεί απερίφραστα την παλαιά μοίρα του αιώνιου δεύτερου, της αξεπέραστης αυτής – δικής μου – πόλης, καθώς και τη σημερινή της μοίρα που, πια, δεν είναι εικών ενός εν εξελίξει λαμπρού παρελθόντος της, αλλά η πενιχρή εικών της παμπάλαιης “αρρήτου δόξης της”».

ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ, «Αγία Σοφία η Δεύτερη», στο: Το τελευταίο καταφύγιο, εκδ. Νεφέλης, Αθήνα 1989, 86-88.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, “Μορφωτικά κάτεργα”

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Μορφωτικά κάτεργα, στο Κοιτάσματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2003, 163-170