Του Ι. Μ. Κονιδάρη / Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Τώρα που πέρασαν τα Θεοφάνεια και τα δαιμόνια, οι «καλικάντζαροι», κατά τη λαϊκή δοξασία, επέστρεψαν και πάλι στα υποχθόνια κελιά τους, κρίνω πως είναι κατάλληλη η στιγμή να διατυπωθούν ψύχραιμα μερικές σκέψεις σχετικά με την πρόσφατη αιφνίδια κρίση στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας της Ελλάδος και της πολιτείας με αφορμή τον εορτασμό των Φώτων.
Την ασυνεννοησία των δύο πλευρών, για πρώτη φορά μετά την έναρξη της πανδημίας, ακολούθησε δημόσια συζήτηση που μόνον με τον όρο βαττολογίες μπορεί να χαρακτηρισθεί. Άσκοπες φλυαρίες, οι οποίες αναμάσησαν όλο τα φάσμα των απόψων που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί για αλλαγή στο καθεστώς σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, απόψεων που ποτέ δεν πήραν σάρκα και οστά, καθώς μεταξύ της διοικούσας Εκκλησίας και όλων των πολιτικών δυνάμεων ισχύει αυτό που λέει ο λαός μας, «μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε»…
Ιδιαίτερα θλιβερή, βέβαια, υπήρξε η σύγκριση, από συγκεκριμένες πλευρές, της λειτουργίας των Ναών με το άνοιγμα του λιανεμπορίου, πράγμα που έδωσε λαβή σε κάποιους να ισχυρισθούν ότι όλα αυτά γίνονται για «το παγκάρι». Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου…
Εξίσου θλιβερή υπήρξε η προσωπική αναφορά, από προβεβλημένους Μητροπολίτες, σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα ως υπαίτια των κυβερνητικών αποφάσεων, οι οποίες προφανώς πρέπει να τηρούνται ανεξαιρέτως από όλους. Θυμίζω, ότι κατά τη «διαβεβαίωσή» τους, ενώπιον του/της Προέδρου της Δημοκρατίας, οι Αρχιερείς δηλώνουν «υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους»…
Γεγονός είναι ότι η πανδημία συνεχίζεται, θεραπεία δεν έχει βρεθεί, οι συνέπειες του συγχρωτισμού λόγω των εορτών δεν έχουν ακόμη οριστικά αποτιμηθεί, τα κρούσματα αυξάνονται, ιδίως στην Αττική, οι θάνατοι έχουν ξεπεράσει τους 5.300, που δεν είναι ένας αριθμός, αλλά ψυχές, άνθρωποι, με συγγενείς και κοινωνικό περίγυρο, ενώ οι εμβολιασμοί, τουλάχιστον προ το παρόν, καρκινοβατούν, οι αρνητές, τόσο του ιού όσο και του εμβολίου, επιπολάζουν και η επίτευξη μιας μερικής έστω ανοσίας του πληθυσμού δεν προβλέπεται πριν από το Πάσχα…
Από την άλλη πλευρά το εκκλησιαστικό εορτολόγιο προχωρά κανονικά, μετά ένα μήνα ανοίγει το Τριώδιο, ακολουθούν οι Απόκριες και η εορτή του Ευαγγελισμού, αναζωπυρώσεις είναι πιθανές και νέες συγκρούσεις δεν πρέπει να αποκλείονται…
Εκτιμώ, λοιπόν, ότι ίσως θα πρέπει να επιχειρηθεί από την πλευρά της διοικούσας Εκκλησίας μια ρηξικέλευθη ανατροπή που δεν θίγει την εκκλησιολογία της. Ενώ δηλ. έως τώρα η Εκκλησία, με το ειδικό βάρος της, επιμένει στη διευκόλυνση της μετάβασης των πιστών στους ναούς, ας έλθει αυτή τη φορά εκείνη προς τους πιστούς, προς τα μέλη της, ασκώντας την ενισχυτική και παρηγορητική αποστολή της.
Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η Εκκλησία εκτός από το ποίμνιό της εν ζωή (στρατευομένη Εκκλησία) διατηρεί τα μέλη της στους κόλπους της και μετά το θάνατό τους (θριαμβεύουσα Εκκλησία), γιαυτό και τελούνται τρισάγια και μνημόσυνα γι αυτούς.
Ας μεταβούν, λοιπόν, όλοι οι Αρχιερείς, Μητροπολίτες και Επίσκοποι, στα νεκροταφεία των περιοχών τους και ας τελέσουν τρισάγια μπροστά στους φρεσκοσκαμμένους τάφους, όπου τα μέλη της τοπικής Εκκλησίας έχουν ενταφιασθεί, συχνά σε ξεχωριστές ζώνες και υπό μακάβριες συνθήκες.
Ας μεταβούν και οι πολλές χιλιάδες κληρικοί μας (Αρχιμανδρίτες, πρεσβύτεροι, διάκονοι) στους ενορίτες τους, σε εκείνους που γνωρίζουν ότι έχασαν δικούς τους ανθρώπους, που δεν μπόρεσαν να τους αποχαιρετήσουν, που δεν τους πένθησαν καν, καθώς τα φέρετρα των νεκρών από κορωνοϊό τυλιγμένα σε διπλούς αδιάβροχους σάκκους ενταφιάζονται, πολλές φορές χωρίς να επιτραπεί η εξόδιος ακολουθία εντός του ναού, αλλά μόνο πάνω στον τάφο, για λόγους υγειονομικούς, για μια δεκαετία.
Ας παρηγορήσουν, λοιπόν, οι κληρικοί τους άτυχους συνανθρώπους μας που έχασαν γονείς και αδέλφια, συντρόφους και παιδιά, ας τους επισκεφθούν στα σπίτια τους, ας τους δείξουν έμπρακτα τη χριστιανική αλληλεγγύη.
Όλα αυτά δεν χρειάζεται να γίνουν εντός των ναών, είναι όμως εξίσου σημαντικά, καθώς ο λόγος και η αποστολή της Εκκλησίας μας δεν είναι μόνον ευχαριστιακός και διδακτικός, αλλά και ενισχυτικός και παρηγορητικός. ‘Αλλωστε αυτή είναι η μεγάλη ανάγκη όσων κτυπήθηκαν οι ίδιοι από τον ιό και όσων έχασαν τους ανθρώπους τους από αυτή τη μάστιγα της ανθρωπότητας, καθώς η ψυχική υγεία τους έχει βαρύτατα επιβαρυνθεί.
Και για να μη θεωρηθούν όλα αυτά ακαδημαϊκές αδολεσχίες, ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης, όλως εξαιρετικώς, την κατάθεση μιας προσωπικής μαρτυρίας.
Από μικρό παιδί έβλεπα στο σπίτι μας τις φωτογραφίες το διάκου – παππού μου και της γιαγιάς μου, από την πατρική πλευρά, και γνώριζα ότι πέθαναν στην Κεφαλονιά στη διάρκεια της πανδημίας της «ισπανικής», όπως αποκλήθηκε, γρίππης του 1918/1919. Μαζί τους πέθαναν και τα τέσσερα από τα οκτώ παιδιά τους. Αυτά που επέζησαν κατέληξαν στο ορφανοτροφείο, που σημάδεψε την υγεία τους. Η οικογένεια ρήμαξε.
Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι εκατό χρόνια μετά θα ζούσα μια παρόμοια πανδημία, είχα συνειδητοποιήσει, όμως, πολύ ενωρίς, πως και οι κληρικοί δεν είναι άτρωτοι.