Αρχείο ετικέτας Άλωση Κωνσταντινούπολης (1453)

Υπάρχει 1821 χωρίς το 1453; Ένα σχόλιο για την αφωνία της «Επιτροπής για τo 1821»

Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

Θα περίμενε κανείς μια ανακοίνωση για την Άλωση της Πόλης από τη λαλίστατη κυβερνητική Επιτροπή για τους εορτασμούς για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.  Η αφορμή δεν ήταν ασήμαντη! Τόσο γιατί χωρίς την Άλωση του 1453 δεν θα υπήρχε η ανάγκη της εξέγερσης το 1821, όσο και γιατί εκτός από τη σημασία του ιστορικού  γεγονότος, υπήρξε αυτή η προσβλητική για τους σύγχρονους Έλληνες  -αναγκαστικούς και μοναδικούς απόγονους των Βυζαντινών Ρωμαίων- χρήση της Άλωσης από τους ισλαμοεθνικιστές του Ερντογάν. 

Βεβαίως το γεγονός δεν ευνοούσε μια προσέγγιση σαν αυτές που μας είχε συνηθίσει η Επιτροπή, είτε χαρακτηρίζοντας δικτάτορα τον Καποδίστρια, είτε αναδεικνύοντας τον Καραϊσκάκη ως έναν σημαντικότατο φαλοκράτη της εποχής του. Και ίσως επειδή το γεγονός της Άλωσης δεν ευνοούσε μια τέτοια προσέγγιση, ίσως γι’ αυτό υπήρξε η αφωνία.

Ας δούμε όμως πως συνδέονται αυτές οι δύο ημερομηνίες με έναν ακατάλυτο δεσμό.

Από το 1453 στο 1821

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 έκλεισε οριστικά μια μεγάλη ιστορική περίοδο που ξεκίνησε με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μεγάλο Κωνσταντίνο και χαρακτηρίστηκε από τον  βαθμιαίο εξελληνισμό της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η Άλωση της Πόλης το 1453 και λίγο αργότερα η κατάληψη της Πάτρας (1458), του Μυστρά (1460), και η κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας στο Μικρασιατικό Πόντο (1461), επιβεβαίωσαν την οριστική κυριαρχία ενός άλλου πολιτισμικού μοντέλου που είχε γεννηθεί αιώνες πριν στις ερήμους της Αραβίας: του Ισλάμ.

Αυτή η νέα κατάσταση συνετέλεσε στο να σταματήσει η διαδικασία του αναγέννησης των γραμμάτων μέσα από τη γέννηση του Νέου Ελληνισμού από τον 13ο αιώνα και της εμφάνισης πρώιμων θεωρήσεων που θα τις συναντήσουμε και πάλι με την εμφάνιση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Για να κατανοήσουμε την έναρξη της ελληνικής εθνογένεσης τον 13ο αιώνα αρκεί να διαβάσουμε μια απάντηση του  Ιωάννη Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας της Βιθυνίας μετρά το 1204, προς τον Πάπα Γρηγόριο. Στην απάντηση αυτή αναπτύσσεται με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι ο Μέγας Κωσταντίνος κληροδότησε στο «γένος των Ελλήνων» τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Βατάτζης χρησιμοποιεί τον όρο «γένος» στη θέση του σύγχρονου όρου «έθνος» και όχι αναπαριστώντας μια  θρησκευτική ομάδα: «Γράφεις στο γράμμα σου ότι στο δικό μας γένος των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει…   Αλλά πώς συμβαίνει να αγνοείς ότι μαζί με τη βασιλεύουσα Πόλη  και η βασιλεία σ’ αυτόν τον κόσμο κληροδοτήθηκε στο δικό μς γένος από το Μέγα Κωνσταντίνο. Υπάρχει μήπως κανείς που αγνοεί ότι η κληρονομιά της δικής του διαδοχής πέρασε στο δικό μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;…»

Κατά συνέπεια, όποιος αποκόπτει τις εξελίξεις στο ελληνικό κόσμο μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αγνοώντας την ιδεολογική κληρονομιά του Νέου Ελληνισμού, διαπράττει μέγα ολίσθημα. Γιατί εκτός από την κορύφωση εκείνου του πνεύματος και της αναγέννησης που σημειώθηκε στη Νίκαια τον 13ο αιώνα και συνεχίστηκε στον Μυστρά, την Τραπεζούντα και την Κωνσταντινούπολη μέχρι και την  πλήρη επικράτηση του Οθωμανικού Ισλάμ. Ο απόηχος εκείνος θα παραμείνει ζωντανός στη Διασπορά μετά την  Άλωση και θα γονιμοποιήσει το επαναστατικό πνεύμα, μόλις διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες μετά το 1789.

Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν ένα τοπικό γεγονός, αλλά είχε παγκόσμια σημασία. Υπήρξε μια πρώιμη εθνική επανάσταση, βασισμένη σε υπαρκτές κοινωνικές διακρίσεις, εμπνευσμένη από το πρότυπο της Γαλλικής, ενάντια στην ισλαμική κυριαρχία στο χώρο της Ανατολής. Ήταν μια επανάσταση που είχε ως γενέθλια ημερομηνία την 22α Φεβρουαρίου του 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και δύο μέρες μετά εξέδωσε την προκήρυξη-κάλεσμα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Αυτό ήταν το γεγονός που πυροδότησε τις ελληνικές εξεγέρσεις σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με πιο πετυχημένη απ’ όλες αυτή του Μοριά.

Ιδού πως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το εκλάμβανε αυτή τη συνέχεια μεταξύ του 1453 και του 1821, την οποία τα μέλη της κυβερνητικής «Επιτροπής για το 1821» δείχνουν να αγνοούν:   «Όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο ‘Αμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν ‘Αμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. ‘Αλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» – «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.»  (Ἅπαντα Τσερτσέτη, τ. Γ΄, σσ. 149-150).

Εν κατακλείδι

Φαίνεται ότι για την Επιτροπή υπό την κ. Αγγελοπούλου, το 1821 είναι ένα ορόσημο εν ιστορικώ κενώ. Δεν μπορώ να υποθέσω κάτι διαφορετικό, εφόσον ουδεμία ανακοίνωση εκδόθηκε για την επέτειο, που έλαβε ιδιαίτερη σημασία λόγω της ισλαμο-εθνικιστικής φιέστας περί την Αγία Σοφία.

Τελικά, η νεοφιλελεύθερη Δεξιά έχει μια κάποια παράξενη ιδιαιτερότητα στις ιστορικές και κοινωνικές της  προτιμήσεις της!!!

ΠΗΓΗ

Ένα Blog του Βλάση Αγτζίδη

Θρήνοι για την Άλωση της Πόλης (1453) – Σίμων Καράς

Γραφή… τόσο ακριβή και ρωμαλέα…

«Οι αιώνες κύλησαν βαρυφορτωμένοι με την ιστορία των Ελλήνων, που έφτασαν κάποτε στην καρδιά της Περσίας και άπλωσαν τη γλώσσα τους και τα σπέρματά τους ως την Ινδία. Ελληνικά βασίλεια όριζαν όλη την Ανατολή. Και πάλι η ανθρώπινη μοίρα το έφερε να χάσουν τη λευτεριά τους και να υποκύψουν στους Ρωμαίους. Αλλά αιώνες παράξενης και πλούσιας ιστορικής ζωής ακολούθησαν· οι ρωμαίοι καταχτητές έχασαν κάποτε τη δύναμή τους, η ίδια η Ρώμη πατήθηκε από τους βαρβάρους, η Νέα Ρώμη χωνεύτηκε μέσα στο Βυζάντιο, αυτοί που κράτησαν το όνομά της σ’ ένα παράξενο καινούργιο εθνικό, ρωμαίοι – ρωμιοί, μιλούσαν ελληνικά και ζούσαν σ’ ένα ευρύτερο ελλαδικό χώρο και πέρα απ’ αυτόν. Άλλοι λαοί φάνηκαν από βορρά και νότο, από δύση και ανατολή. Πάλι οι ασιατικές στέπες έστειλαν προς τις ακρογιαλιές της Μεσογείου νέες φυλές. Μια απ’ αυτές κατέλυσε το κράτος του Βυζαντίου και υπόταξε όλους τους λαούς του σε μιάν εξουσία ανελέητα τυραννική. Η σκλαβιά για πρώτη φορά γινόταν έτσι αβάσταχτη και εξοντωτική, καθώς ερχόταν από ένα λαό αλλόδοξο, πρωτόγονο και με ανύπαρχτες σχεδόν πολιτιστικές καταβολές. Πώς μέσα στα ατέλειωτα χρόνια της τουρκοκρατίας επιβίωσε ο ελληνικός λαός και προπάντων πώς κατόρθωσε να κρατήσει και να καλλιεργήσει τις δυνάμεις που θα τον οδηγούσαν στο ’21 δεν είναι της ώρας αυτής να το πούμε. Μπορούμε όμως να θυμηθούμε πως από την πρώτη μέρα της σκλαβιάς ο ελληνικός λαός, τραγουδώντας τη συμφορά του, τραγουδά την ίδια ώρα και την ελπίδα του και την πίστη του πως θα ξανακερδίσει τη λευτεριά του. “Από πολλού μεν χρόνου  προ της αλώσεως της πρωτευούσης του κράτους εφέροντο χρησμοί περί της επικειμένης καταστροφής, ευθύς δ’ όμως μετά την άλωσιν εγεννήθησαν αίσιαι περί της μελλούσης του έθνους ελπίδες, και ερριζώθη η πεποίθησις παρά τω ελληνικώ λαώ ότι αφεύκτως δια της σπάθης θ’ ανακτήση την δια της σπάθης αρπασθείσαν υπό των εχθρών πατρικήν κληρονομίαν”, γράφει ο Ν. Πολίτης[*] προλογίζοντας το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς, που τελειώνει με το δίστιχο που εμψύχωνε στα μαύρα χρόνια τους ραγιάδες:

“Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,

Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά σας είναι”.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, (1999), Ιστορία και Ποίηση, Αθήνα: Ερμής, σσ. 19-20.

[*] Εκλογαί, έκδοσις 2α, Αθήνα 1925, σ. 4.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος»

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ· Επιστημονική Επιμέλεια: Ευάγγελος Χρυσός, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1994, σσ. 391· [Συλλογικός Τόμος]

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Η έρευνα για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453  εμπλουτίστηκε με τον παρόντα τόμο. Πρόκειται για συλλογική προσπάθεια ειδικών επιστημόνων που καταγράφουν τις ιστορικές συντεταγμένες που οδήγησαν στην πτώση της Βασιλεύουσας. Μολονότι τα γεγονότα της Άλωσης έχουν επανειλημμένα αναλυθεί και ερμηνευτεί, ο παρών τόμος προσφέρει στην ιστορική έρευνα ένα corpus μελετημάτων, οι οποίες σκιαγραφούν πολύπλευρα τις τελευταίες ημέρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η συλλογή των κειμένων, όπως υπογραμμίζει ο επιμελητής του τόμου καθηγητής βυζαντινολόγος Ευάγγελος Χρυσός, έγινε «sine ira et studio» και την ευθύνη για το περιεχόμενο τους έχουν αποκλειστικά οι συγγραφείς τους. Αυτό συνακόλουθα καταδεικνύει και τις «ερμηνευτικές τάσεις» του κάθε μελετήματος. Η ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων της Άλωσης συντελείται στο πλαίσιο της διακρίβωσης αυτών, υπό την «οπτική γωνία του κάθε ερευνητή». Ωστόσο, στην προσέγγιση και την κατανόησή τους παραμένει σταθερή η άποψη ότι η πτώση της Πόλης το 1453 δεν έγινε απροσδόκητα. Στην προκείμενη περίπτωση, η δουλεία που προέκυψε επέφερε μεν την πνευματική κατάπτωση, επέτρεψε δε στο Γένος να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και  να επιβιώσει. Τούτο άριστα μπορεί κανείς να το διαγνώσει στο γεγονός ότι στη μακρά περίοδο της Οθωμανοκρατίας ο Ελληνισμός ανάπλασε το παρόν με το παρελθόν του, συντήρησε τη μακραίωνη βυζαντινή παράδοση και αφομοίωσε νέες ιδέες, όπως αυτές της Αναγέννησης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στοχεύοντας έτσι στην Εθνική Παλιγγενεσία του 1821.

Οι περισσότερες μελέτες του παρόντος τόμου συγκλίνουν στην παραπάνω θέση. Η πρώτη, του Ph. Serrand, τιτλοφορούμενη «Η καταστροφή μιας εικόνας», παρουσιάζει με τρόπο ποιητικό, την «εσωτερική εικόνα» της Πόλης προς τον κόσμο της Δύσης και της καθ’ ημάς Ανατολής. Εδώ, η «εσχατολογική διάσταση» των γεγονότων, δείχνει τη «στάση των ίδιων των Βυζαντινών απέναντι στη μοίρα της Πόλης τους». Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η αίσθηση του τέλους της Κωνσταντινούπολης, για τους Ρωμηούς κατοίκους του πρώτου μισού του 15ου αιώνα, θεωρήθηκε ως αντανάκλαση φυσικών φόβων που προερχόταν από την εμπειρία πολλών επιθέσεων και πολιορκιών. Προσεκτική ανάλυση των πρωτογενών πηγών, καταδεικνύει πως σκοτεινές και αλύτρωτες δυνάμεις καταστροφής και διαφθοράς της ιδιωτικής και δημόσιας βυζαντινής κοινωνίας ενέδρευαν παντού, εξωθώντας τον επίλεκτο λαό της Νέας Ιερουσαλήμ να εκπίπτει από την υψηλή κλήση στην οποία είχε κληθεί. Για το λόγο αυτό δεν ήσαν λίγοι οι βυζαντινοί λόγιοι που πίστευαν ότι κάθε εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός, όπως η πανώλη, ο πόλεμος, ακόμη και οι σεισμοί, αποτελούσαν θεϊκή παρέμβαση ως τιμωρία για αμαρτίες που είχαν διαπραχθεί. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος ο πυρίπνους σοφός διδάσκαλος, γνωστός από τη ρήση του «ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη ορθοδοξία, ου ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας», στον 14ο αιώνα, όταν το κακό της πτώσης της Βασιλεύουσας φαινόταν μη αναστρέψιμο, με λεπτομερή τρόπο καταγράφει την αντίσταση ολίγων στην κατάσταση φθοράς στην οποία είχε περιέλθει μεγάλο μέρος του βυζαντινού λαού: «Αν η εικόνα των τιμωριών που μας επιβάλει ο Θεός, προκαλεί αμηχανία και σύγχυση, ας αναλογιστούμε τους παραλογισμούς μας και τότες θα εκπλαγούμε γιατί ακόμη δεν μας κτύπησε κεραυνός… Παραπονιόμαστε στο Θεό είτε βρέχει είτε δε βρέχει, είτε κάνει κρύο είτε κάνει ζέστη, πως δίνει πλούτο στον ένα ενώ αφήνει τον άλλο φτωχό, πως πνέει νοτιάς ή έρχεται καταιγίδα από βοριά, και εντελώς απλά μεταμορφωνόμαστε σε αδιάλλακτους δικαστές του Θεού. Πολλοί από μας αδιάντροπα βλασφημούν την ορθόδοξη πίστη, το Σταυρό, το Νόμο, τους αγίους, τον ίδιο το Θεό, όταν ακόμη κι ένας άπιστος δε θα έκανε τόσο πολύ… Αυταπατόμαστε όταν πιστεύουμε στους αστρολόγους, πως η ύπαρξή μας δηλαδή κατευθύνεται από τις Ώρες, την Τύχη, τις Μοίρες, την Ειμαρμένη, τα σημάδια του Ζωδιακού Κύκλου και των Πλανητών. Είμαστε βέβαιοι πως οι Νηρηίδες ζουν στη θάλασσα και πως Στοιχειά υπάρχουν παντού…  Προσέχουμε τα όνειρα και πιστεύουμε πως λένε το μέλλον. Κρεμάμε φυλακτά στο λαιμό μας και εξασκούμε τη μαντεία… Απομακρυνόμαστε ακόμη πιο πολύ και από την αρετή ψάχνοντας συνεχώς το κακό… Αυτές και άλλες είναι οι αμαρτίες που μας καθιστούν αξίους των τιμωριών μας, με τις οποίες ο Θεός μας επισκέπτεται ως πληρωμή γι’ αυτά τα λάθη και άλλες ίσης βαρύτητας κακοήθειες. Έτσι τιμωρεί ο Θεός το λαό Του»[1]. Η περιγραφή αυτή μαρτυρά τη αίσθηση πως το πλήθος των αμαρτιών της Πόλης έκαμε αναπόφευκτη τη θεία εκδίκηση και δεν υπάρχει αμφιβολία πως για τους βυζαντινούς το τέλος της, πέρα από οποιαδήποτε ιστορική ερμηνεία, προήλθε και μέσα από ένα ισχυρό κτύπημα εσωτερικών εχθρών έχοντας εσχατολογική διάσταση.

Η δεύτερη μελέτη, γραμμένη από τον Γ. Πρίντζιπα, εκθέτει τους  ιστορικούς, αυτόπτες μάρτυρες της Άλωσης. Οι Γ. Σφραντζής, Δούκας, Μ. Κριτόβουλος και Λ. Χαλκοκονδύλης προσεγγίζονται με βάση την παλαιότερη μελέτη του Ν. Β. Τωμαδάκη[2].

Η τρίτη μελέτη του Αθανάσιου Αγγέλου παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Προσεγγίζει από διαφορετική σκοπιά τον πρώτο μετά την Άλωση Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο. Για λόγους που έχω εξηγήσει σε σχετικό άρθρο μου[3], η μελέτη του κ. Αγγέλου παρακάμπτει τη μοναδική ως σήμερα μονογραφία του π. Θ. Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος Βίος – συγγράμματα – διδασκαλία, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980. Ωστόσο, η άποψή του ότι ως «βυζαντινός λόγιος» ο Γεννάδιος είχε μια ιδιότυπη στάση, που τον έκανε να εξαρτιέται από το δυτικό σχολαστικισμό, φρονώ ότι είναι διερευνήσιμη, στο πλαίσιο της συσχέτισής του με τον Θωμά Ακινάτη, τον οποίο και εκτενώς είχε μεταφράσει.

Ακολουθούν δύο μελέτες παρόμοιες ως προς τη θεματολογία τους. Η μία, του Κ. Κωνσταντινίδη παρουσιάζει τους Κωνσταντινοπουλίτες πρόσφυγες στην Μεγαλόνησο και τη δραστηριότητά τους στην αντιγραφή χειρογράφων στη Μονή Μαγγάνων, και η άλλη της Μ. Ευθυμίου, διαπραγματεύεται το ρόλο που έπαιξαν οι Εβραίοι κατά τις ημέρες της Άλωσης.

Τον  Νικόλαο Κουζάνο, φιλόσοφο-θεολόγο και το έργο του «De pace fidei» προσεγγίζει ο Γερμανός ιστορικός E. Meuthen. Υπό τη σκιά της άλωσης της Πόλης ο Ν. Κουζάνος, συνέγραψε τον παραπάνω διάλογο, διαπνεόμενος από την ιδέα της συγκλίσεως των θρησκειών.

Η έβδομη μελέτη, του W. Brandmuller παρουσιάζει την αντίδραση της Ρώμης στην  πτώση της Κωνσταντινούπολης. Η αξιοπιστία όμως του άρθρου είναι ελέγξιμη, γιατί με κέντρο βάρους τη στάση του Πάπα Νικολάου Ε΄ και όσα συνέβησαν στη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), ο συγγραφέας επιχειρεί  μονοσήμαντη και μεροληπτική θεώρηση των γεγονότων, στηριζόμενος  σε μονομερείς ως επί το πλείστον πηγές, όπως του G. Hofmann και του J. Gill, και αποσιωπώντας τα απομνημονεύματα του Σίλβεστρου Συρόπουλου, αλλά και το έργο του Κ. Γιαννακόπουλου, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, Εστία, Αθήνα 1966, σσ.131-170.

Τα επόμενα τέσσερα άρθρα παρουσιάζουν τον απόηχο που είχε η Άλωση της Βασιλεύουσας στον σλαυϊκό και ισλαμικό κόσμο. Η J. Kalic, μελετά το ρόλο των Σέρβων κατά την πτώση της, οι V. Tapkova-Zaimova και A. Miltenova, προσεγγίζουν την Άλωση μέσα από την ιστορικοαποκαλυπτική λογοτεχνία της Βουλγαρίας, ο ρώσος ιστορικός D. Afinogenov παραθέτει άγνωστες ειδήσεις για την Άλωση μέσα στα ρωσικά χρονικά και ο S. Aksin παρουσιάζει την οθωμανική άποψη γι’ αυτή.

Εξίσου σημαντικές είναι και οι επόμενες τρεις μελέτες. Ο Μ. Βαρβούνης προσφέρει μια διεισδυτική προσέγγιση των «λαϊκών αντιλήψεων» των Ελλήνων για την Άλωση. Λαϊκές παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια και διηγήσεις, δικαιολογούσαν κατά πολύ το χαρακτηρισμό της Πόλης ως «εθνικό και θρησκευτικό σύμβολο». Ο W. Puchner περιγράφει τη θεατρική δραματουργία του 16ου και 17ου αιώνα και τον αντίκτυπο που είχε σ’ αυτή η Άλωση. Τέλος, ο πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός με τον ευαίσθητο πάντα τρόπο που χαρακτηρίζει το λόγο του μας πλοηγεί στην ιστορική πορεία του Γένους μετά την Άλωση. Βασικός άξονας των απόψεων του πατρός Γεωργίου είναι η οικουμενική συνείδηση της Ρωμανίας, στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή διάστασή της.

Τις σελίδες του συγκεκριμένου έργου κοσμούν πολλές λιθογραφίες και χαλκογραφίες της Κωνσταντινούπολης. Ξεχωριστή είναι η χαλκογραφία του 1728 που παρατίθεται στο τέλος του τόμου. Το παράρτημα με τα χρονικά της Άλωση είναι ο μεγεθυντικός φακός, απ’ όπου αυτούσια έρχονται κοντά μας τα ιστορικά γεγονότα.

[1] L’ Etat intellectuel et moral des Byzantins au XIVe siècle, Mélanges Charles Diehl, vol. I, Paris,  225.

[2] Δούκας, Κριτόβουλος, Σφραντζής, Χαλκοκονδύλης. Περί Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1953.

[3] Ο Ποιμήν, 63 (1998) 149-151.

Δημοσιεύθηκε παλαιότερα στον ιστότοπο:

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ