Αρχείο ετικέτας Ποίηση

Ώρα δειλινή

«Λέω μη τάχαμ είναι μεταβίωση / ακόμα και βυζαντινή / μην η ψηφίδα εντός του εκκλησιδιού / που ενώπια ασπρίζει / ή που ολόσωμος ο ασβέστης άγιασε / μην είναι που ασκητεύει αντίκρυ του / γαρουφαλένια δύση / η εσπέρα / η ψύχρα / που η ψαλμουδιά ξεπόρτισε στα θάμνα / ένα με τα σπουργίτια / μην είν’ του Ίακχου τα Πάθη ετούτα ή του Χριστού / και σάστισε ο Απρίλης / μην το κερί, μην το θυμίαμα, το αρχαίο στασίδι / μην η λοξή του απ’ το βημόθυρο / κρύα ματιά του Ταξιάρχη / που ως το καρυόφυλλο η ψυχή μου τρέμει.

Μνήμη που με πονάς / μην είσαι συ η αίσθηση όπου στα δυο με σχίζει / λέω μην του μειόκαινου η καταβολή / το βιός που μου αφήσανε μέσα στα κόκαλα / οι αιώνες, κι είναι μες στους εσπερινούς / που εντός μου η πλημμύρα ανεβαίνει τόση».

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ, (1981), «Ώρα δειλινή», στα: Μαχαίρια της Κίρκης, Αθήνα: Κείμενα, σ. 26.

[ΣΧΟΛΙΟ: Η συγκεκριμένη έκδοση είναι ένα κομψοτέχνημα της τυπογραφικής τέχνης].

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΡΗΣ, Ακρογιάλι· περ. 1930.

ΠΡΟΪΟΥΣΑ ΑΡΝΗΣΗ

“Όλο περισσότερο αρνούμαι / αυξάνοντας το ναι που λέω”.

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ. (1991). Αντικριστοί καθρέφτες. Αθήνα: Στιγμή, σ. 61.

Αποτέλεσμα εικόνας για Πολύκλειτος Ρέγκος Αλέα

ΠΟΛΥΚΛΕΙΤΟΣ ΡΕΓΚΟΣ, Αλέα· (1964)

«Kαι οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε»

IX

«Εχθές έχωσα κάτω απ’ την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της. Όλο το απόγευμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ’ τις αυλές με νόημα. Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο. Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε»

Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθένα από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση, που αν δεν τη βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που νάν τη γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. (1996). Ο Μικρός Ναυτίλος. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 52.

Αποτέλεσμα εικόνας για Προμετωπίδα Γεράσιμου Στέρη

Προμετωπίδα Γεράσιμου Στέρη

«Αν ήσουν η νύχτα»…

«Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες μυστικές, να ιδείς
κάτι σκιές θα μπορούσες, που σαλεύουν μες στα πάρκα.
Δεν είναι άνθρωποι, που στον παρόν τους κινούνται ή στο μέλλον τους.
Είναι τ’ αγάλματα, που από το παρελθόν τους αναδύονται
και στο μέλλον τους μέσα περπατούν συλλογισμένα.
Θυμούνται, αναρριγούνε και τον εαυτό τους ερωτεύονται.

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που έμειναν έξω απ’ το χρόνο,
στα μεγάλα παράθυρα των πινακοθηκών θα μπορούσες
να διακρίνεις κάτι σκιές, που ασάλευτες βαριά ανασαίνουν.
Δεν είναι άνθρωποι, που μες στο χρόνο ταξιδεύουν.
Είναι τα παλιά πορτραίτα, που σταμάτησαν στο παρελθόν.
Κλείνουν τα μάτια και τον πρώτον εαυτό τους ονειρεύονται.

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν έχουνε περάσει,
θα μπορούσες απ’ τα παράθυρα των ωδείων ν’ ακούσεις
κάτι βαθείς ήχους από ξεμακρυσμένες συμφωνίες.
Δεν είναι όργανα, που ανθρώπων χέρια τα κινούνε.
Είναι οι ξεχασμένες παρτιτούρες πάνω στ’ αναλόγια,
που εντός τους γρηγορεί το πνεύμα της μεγάλης μουσικής.
Καθώς αναπολούν, κραδαίνονται οι χορδές των πενταγράμμων τους.

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν ξαναγυρίζουν,
μέσ’ απ’ των βιβλιοθηκών τα παράθυρα θα μπορούσες
ν’ ακούσεις κάτι βαθειές μελωδικές απαγγελίες.
Δεν είναι ανθρώπων φωνές, που αναδιπλώνονται στο χρόνο.
Είναι τα σκονισμένα των μεγάλων ποιητών βιβλία,
που απ’ την αρχή κατοικεί μέσα τους ο ακέριος Λόγος.

Αν ήσουν η νύχτα, σε ώρες, που όλες ίδιες είναι,
θα μπορούσες να ιδείς κι’ αγάλματα που δεν κινούνται

πορτραίτα που δεν ανασαίνουν
παρτιτούρες
βουβές και βιβλία απ’ την αρχή τους κοιμισμένα.

Είναι γιατί το μάρμαρο κ’  οι μπογιές δεν έχουν κίνηση.
Γιατί το χαρτί κ’ η μελάνη δεν μπορούν να τραγουδήσουν»
.

Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, (1978), «Αν ήσουν η νύχτα», στο: Τα Ποιήματα, Αθήνα: Κέδρος, σσ. 208-209.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ· Ο αποφατισμός στην ποίηση και στη θεολογία

Διάλεξη του κ. Χρήστου Γιανναρά, Ομότιμου Καθηγητή της Φιλοσοφίας, με θέμα: «Ο αποφατισμός στην ποίηση και στη θεολογία», Τρίτη 19 Απριλίου 2016 στην Αίθουσα Οπτικοακουστικών Μέσων της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Συντόνισε η Αναπλ. Πρόεδρος και Καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας κ. Κίρκη Κεφαλέα και συμμετείχε στην συζήτηση, μεταξύ άλλων, ο  Πρόεδρος του Τμήματος Καθηγητής κ. Σωτήριος Δεσπότης.

Η διάλεξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων με θέμα «Θεολογία και Λογοτεχνία» του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του ΕΚΠΑ.

ΠΗΓΗ

Αντίφωνο

Ένα κορίτσι με μαγιό / μπήκε στην εκκλησία. Ένα ανέκδοτο ποίημα – αναστεναγμός υπαινικτικός – του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και η ουσία της θεολογίας

Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ / Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη γνωρίζουμε οι περισσότεροι ως ιστορικό ποιητή. Έχω, όμως, την αίσθηση πως μια τέτοια σφραγίδα, εξάπαντος τιμητική, αποτελεί κάποιες φορές τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους αναγνώστες του, βρόχο που φράζει την αναπνοή και οδηγεί την ύπαρξη σε ασφυξία. Και το λέγω τούτο διότι ο Χαραλαμπίδης είναι τω όντι ποιητής  ιστορικός, μα μαζί και ερωτικός. Μια πραγματικότητα που αν παραπέσει ή εάν λησμονηθεί στερεί από τον ποιητή εκείνο το λυτρωτικό ολισμό, που επιτρέπει το δραματικό ξεπέρασμα της ιστορίας, τουτέστιν τη δικαίωσή της, δια του εμβαπτισμού της, εντός του μυστηρίου της μεθιστορίας. Με άλλα λόγια την ποιητική σωτηρία της, που ως σαρκωμένη αλήθεια δεν μπορεί παρά να γεννιέται και να αναθρέφεται από την πνοή του έρωτα και την έκσταση της αγάπης∙ νυν και αεί.

Πριν λίγα χρόνια είχα την τύχη και τη χαρά να γίνω αποδέκτης δώρου απρόσμενου. Καθόμαστε στην καρδιά της Αθήνας σε μαγειρείο όταν άνοιξε τη τσάντα του και μου πρόσφερε από τα βάθη της καρδιάς του, με κείνο το υπαινικτικό του χαμόγελο, τρία ανέκδοτα ποιήματα. Αν είσαι αντιλόπη (για τον αββά που πιάστηκε στην παγίδα των ζώων), Αποκαθήλωση και βεβαίως το Ένα κορίτσι με μαγιό. Μάλιστα μας διάβασε τα ποιήματα -στην παρέα ήταν και ο Ρήσος μαζί με τον Γιώργο Καλογήρου- και κάναμε μια πρώτη συζήτηση, την οποία διεκδίκησε σχεδόν ολοκληρωτικά το Ένα κορίτσι με μαγιό. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη συζήτηση με τον ποιητή. Έχω την τιμή και την χαρά εδώ και κάποια χρόνια να με τιμά με την φιλία του και ως εκ τούτου με κείνο το απροϋπόθετο μοίρασμα που γεννά οικειότητα και αγάπη.

Θα έλεγα, δίχως δεύτερη κουβέντα, πως το συγκεκριμένο ποίημα, γραμμένο το Δεκέμβρη του 2006, δημιουργεί στην πρώτη ανάγνωσή του ένα δυνατό σοκ. Ίσως και να φέρνει στο μυαλό εικόνες και σκέψεις που συνδέονται με μια κάποια βέβηλη πραγματικότητα ξεκομμένη από οποιαδήποτε εκκλησιαστική εμπειρία των πραγμάτων, πέρα και έξω από τη σφαίρα του ιερού.

Ένα κορίτσι με μαγιό

μπήκε στην εκκλησία

πλην όμως δεν διέκοψε

την ιεράν θυσίαν.

Και άντε καλά το κορίτσι με το μαγιό μπήκε στην εκκλησία. Αλλά εκείνο το δεν διέκοψε την ιεράν θυσίαν, που θυμίζει δίχως άλλο το κορίτσι-οπτασία που πήρε το μυαλό του Ευαγόρα εντός της Εκκλησίας του αγίου Ανδρέα, στην ταινία Το τάμα του Ανδρέα Πάντζη, εισάγει εντός της ιστορίας σκάνδαλο μέγα. Θα έλεγα και δίκαιο, εάν μείνει κανείς στην επιφάνεια των φαινομένων πραγμάτων. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Έχω την αίσθηση, πως ο ποιητής, γνώστης της εκκλησιαστικής εμπειρίας της καθ’ ημάς Ανατολής, μέτοχος μιας ασκητικής ευαισθησίας, επιχειρεί με τούτο του το ποίημα, ως άλλος δια Χριστόν σαλός, να δυναμιτίσει τη βεβαιότητα του εκκλησιαστικού σώματος, εκείνη τη συστηματοποιημένη ηθική, που αδυνατεί να δεχτεί πως κέντρο του συνολικού τρόπου, το μόνο κέντρο του εκκλησιαστικού ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να είναι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τουτέστιν ο χώρος και ο τρόπος της ιεράς θυσίας. Εντός του και εξάπαντος όχι εκτός τελούνται τόσο τα πνευματικά όσο και τα σωματικά των ανθρώπων του κόσμου, στην προσπάθεια τους να συναντήσουν Θεό και ανθρώπους σε κείνο τον ανηφορικό και στενό δρόμο, που ξεβγάζει στην ολοκληρωτική κοινωνία, που προϋποθέτει κένωση, με άλλα λόγια άδειασμα ολοκληρωτικό, έναν εθελούσιο μηδενισμό, ικανό να επιτρέψει τη συγ-χώρεση του άλλου και ως εκ τούτου την πλήρωση της ύπαρξης  μέσα από το μυστήριο της ολοκληρωτικής κατάφασης στην έκπληξη.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ο Χαραλαμπίδης, πιστός σε τούτο που ο Heidegger στο διάλογο του με τον Hölderlin ονομάζει «ποιητικώς κατοικείν», με τον τρόπο που γνωρίζουν μόνο, ή πιθανώς μόνο, οι άγιοι και οι ποιητές, καταπώς μας υπενθυμίζει στη Μικρή του πόλη, ο Thornton Wilder, αποδεικνύει την αδυνατότητα διαίρεσης του κόσμου σε ιερό και βέβηλο. Μια αδυνατότητα που απομακρύνει με μιας από το σώμα του σύνολου πολιτισμού εκείνη την ασθένεια που ονομάζεται μανιχαϊσμός και η οποία ευθύνεται για την ενοχοποίηση της σάρκας από τη μια, αλλά και του κόσμου ολάκερου από την άλλη. Και είναι αλήθεια ότι η ιερά θυσία δεν διακόπτεται, δεν μπορεί να διακόπτεται, από τα ανθρώπινα, διότι λειτουργεί τα ανθρώπινα και λειτουργείται από τα ανθρώπινα, στον τύπο και τον τόπο που εισηγείται η σάρκωση του Θεού Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, που ένωσε στο πρόσωπό του Θεό και ανθρώπους και απέδειξε με τον τρόπο αυτό τη διαλογική και εξάπαντος όχι διαλεκτική λειτουργία των πάντων εν Χριστώ. Δίχως καμία αμφιβολία και εξαιρώντας βέβαια την ενσυνείδητη πρόκληση που εισάγει στη συζήτηση το εργαλοιοποιημένο  μαγιό, ο Χαραλαμπίδης εδώ, όπως και σε άλλα βεβαίως ποιήματά του, αλλά και με τον πεζό του λόγο, αποκαλύπτει τον λειτουργικό ρεαλισμό, εντός του οποίου χωρούν οι πάντες και τα πάντα. Αποκαλύπτει την Εκκλησία της Ορθοδοξίας εντός της οποίας χωρούν όχι απλά και μόνο τα κατά φύσιν της ανθρωπινότητας, αλλά ακόμη  -γιατί όχι κυρίως και κατεξοχήν- και τα τραύματα του κόσμου και του ανθρώπου, που αναζητά την φιλάνθρωπη παραμυθία, τουτέστιν τη χώρα του αχωρήτου, εντός της οποίας ο μαργαρίτης του ποιητικού ήθους λειώνει κάθε συστημικό ηθικισμό.  Άλλωστε, καθώς σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, ο Χριστός ρητά ομολογεί, ότι «ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν»[1].

Τούτη την εκκλησιολογική και εκκλησιακή φυσιολογία, δίχως τούτο να εντάσσει το κορίτσι με το μαγιό στην χορεία των οντολογικά τσαλακωμένων από την αστοχία ανθρώπων, τουναντίον μάλιστα, υποστηρίζει η στάση του ιερέως εντός του μυστηρίου της ιεράς θυσίας.

Ο νιος παπάς αντίθετα

της χάιδεψε τα μάτια,

της γλυκοχαμογέλασε

κι ας πάει στα κομμάτια.

Στάση που έρχεται σε ευθεία ρήξη με όλες εκείνες τις ιδιόμορφες -σε ελάχιστες περιπτώσεις δικαιωμένες- εκκλησιαστικές πρακτικές, οι οποίες ολοκληρώνουν το μυστήριο της ασκητικο-ευχαριστιακής εκκλησιαστικότητας  στις οποιεσδήποτε τυπικές και κακόγουστες απαγορεύσεις για τις οποίες μας ενημερώνουν  οι άκρως ακαλαίσθητες και αφιλόκαλες τεχνολογικά και οντολογικά επιγραφές σε εισόδους μοναστηριών και ιερών ναών.

Ο Χαραλαμπίδης φαίνεται να γνωρίζει καλά, γι’ αυτό και προχωρεί με τούτη τη σαλο-σχηματική τροπολογία, πως τη γύμνια των ανθρώπων του κόσμου εντός της Εκκλησίας ντύνει ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος εν αρχή και εν τέλει αποτελεί το πρόσωπο και τη στολή των βαπτιζομένων στο βαπτισμένο[2], σταυρωμένο, λοχευμένο και αναστημένο σώμα του. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε», μας πληροφορεί άλλωστε ο απόστολος, «Χριστόν ενεδύσασθε»[3]και δείχνει με μιας το βάπτισμα της πρόσληψης, όχι απλά και μόνο της αποδοχής, το βάπτισμα της ολοκληρωτικής αγάπης, τη μαρτυρία και το μαρτύριο της απόλυτης συσσωμάτωσης, που δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει την αγάπη, την ερωτική αγάπη του  συνανθρώπου όσο και του Θεού εντός  της ιεράς θυσίας. Εξάπαντος όχι εκτός. Γιατί εν Χριστώ τα μέσα μας γίνανε εκτός και τα εκτός μας μέσα, γιατί εν Χριστώ «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Πράγμα που δικαιώνει τον ποιητή για τη μανική προσκόλλησή  του στην αποκάλυψη της ενότητας της ουσίας των πραγμάτων, στην υπαινικτική και ταυτόχρονα σαφή διαπίστωση πως «μια είναι η ουσία», τη στιγμή που έντονα μας υπενθυμίζει πως θα έρθει μια ημέρα ανέσπερος, θα έλθει μια εποχή, που ο χρόνος, ο τόπος η κτίση ολάκερη δεν θα μας εμπεριέχει, αλλά όλα θα τα εμπεριέχουμε, όλα θα είναι εντός μας μεταμορφωμένα, και εμείς μέσα στην αγάπη του Θεού.  Δεν θα έχουμε Θεό, ο Θεός  θα μας έχει[4].

Εκείνη -ακούστε τούτο δω

γιατί έχει σημασία-

του πρόσφερε τριαντάφυλλο∙

μια είναι η ουσία.


[1] Μτ. 1,13.

[2] Στο μυαλό μου, κάθε φορά που μιλώ για βάπτιση, έρχεται το θαυμάσιο ψηφιδωτό του παρεκκλησίου του Ταρχανιώτη, της Μονής του Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Χριστός απεικονίζεται κατά τη στιγμή της βάπτισής του γυμνός, ολόγυμνος, καθώς το σώμα του δεν καλύπτεται από τα νερά του ποταμού Ιορδάνη. Μάλιστα την ένταση της ιδιόμορφης και άκρως αποκαλυπτικής  ιστόρησης μεγιστοποιούν τα πρόσωπα που συμπληρώνουν την εικόνα. Συγκεκριμένα, εντός του νερού και στα δεξιά των ποδιών του Χριστού διακρίνονται να αναδύονται  δυο ανθρώπινες μορφές μια ανδρική, που εικάζεται πως είναι ο Αδάμ και μια γυναικεία, που εικάζεται πως είναι η Εύα. Ο Αδάμ κρατά στα χέρια του και υψώνει δύο ιχθύς και η Εύα κρατά στα χέρια της και υψώνει έναν ιχθύ. Πράξη άκρως συμβολική που φαίνεται πως στοχεύει στην αποκάλυψη των δυο φύσεων του Χριστού από τη μια και στην μαρτυρία του ενός και μόνου προσώπου του από την άλλη. Την εικόνα ολοκληρώνει στη δεξιά όχθη του ποταμού ο άγιος Ιωάννης που βαφτίζει σκυφτός τον Χριστό, τη στιγμή που στην αριστερή όχθη τέσσερις άγγελοι τον αναμένουν σε στάση δέησης (βλ. σχετικά Ι. Κολάκη, Η βάπτιση της Μονής Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη.

[3] Γαλ. 3,27.

[4] Βλ. σχετικά, Χ. Α .Σταμούλη, Έρως και θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 291.

[Δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Πάροδος, τχ. 37, Ιούλιος 2010, σσ. 4426-4429, στο πλαίσιο αφιερώματος του περιοδικού στον Κύπριο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη].

ΠΗΓΗ

antidosis ~ Χρυσόστομος Σταμούλης

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Παρόμοια ποιητική έκπληξη του Κυριάκου Χαραλαμπίδη είναι κι αυτή με τίτλο: “Οίκος και ανοχή”, Παλίμψηστον, τχ. 27 (Φθινόπωρο 2011) 24-25.

Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΤΡΟΠΟΥ

Με αφορμή Τα Παραμιλητά του κόσμου του Γιάννη Κωνσταντέλλη[1]

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Όταν ο Γιάννης Κωνσταντέλλης πριν λίγο καιρό με προσκάλεσε να παρουσιάσω την τελευταία ποιητική συλλογή του ένιωσα ένα καταιγισμό συναισθημάτων. Πρώτα απ’ όλα χαρά για την τιμή που μου έκαμε να είμαι ένας εκ των ομιλητών κοντά σας απόψε. Ομολογώ ότι χάρηκα ιδιαίτερα διότι ένας σημαντικός άνθρωπος των γραμμάτων του τόπου μας, συνετός, φιλομαθής, συγκροτημένος και το κυριότερο, ποιητής του κάλλους σε καιρούς δύσκολους, με τιμά με την εμπιστοσύνη του να διαβώ το μονοπάτι της βιβλιοπαρουσίασης.

Έναντι, όμως, των συναισθημάτων χαράς και περηφάνιας θα ‘λεγα, υπήρξαν και συναισθήματα δύσκολα. Ευθύς εξαρχής διερωτήθηκα: ποια εντύπωση θα αποκομίσουν θεατές και ακροατές, βλέποντας στο πάνελ έναν θεολόγο να μιλά για την ποίηση; Να παρουσιάζει ένα βιβλίο ποίησης; Το λέγω αυτό, γιατί πολλοί από εμάς έχουμε συνηθίσει να εντάσσουμε το θεολογικό κόσμο σ’ ένα αυστηρό πλαίσιο αρχών και κανόνων καθώς πρέπει, αδυνατώντας όμως να κατανοήσουμε ότι αυτό που συνιστά τη Θεολογία ως πράξη και ζωή είναι το άνοιγμά της στο κόσμο, αυτό άλλωστε σημαίνει η Εκκλησία «γίνεται όταν ανοίγεται», κι όχι η περιχαράκωση σε δεσμά και εξαρτήσεις, που πολλές φορές γίνονται ο «εφιάλτης Θεολογίας και Εκκλησίας».

Το θέμα της παρουσίασης του βιβλίου του Γιάννη είναι καθεαυτό ολίγον δύστροπο κι ανυπότακτο. Δύστροπο και ανυπότακτο, διότι από την αρχή που έπεσε στα χέρια μου, διέβλεψα κάποια αδυναμία να το τιθασεύσω. Και λέγω αδυναμία, μιας και η ποίηση δεν τιθασεύεται. Αντιθέτως απλώνεται σ’ ολάκερο τον κόσμο. Όποιος αγαπά την ποίηση, όποιος γράφει ποίηση, στοχεύει στην απόκτηση του ζητουμένου, του απόλυτου είναι. Νομίζω να γνωρίζετε ότι ο  κόσμος της τέχνης, η μουσική, η ζωγραφική, το θέατρο, η ποίηση, παν ότι αποτελεί το περιεχόμενο του κάλλους της ανθρώπινης ύπαρξης, της ομορφιάς που σώζει τον κόσμο – για να θυμηθούμε και λίγο τον Φ. Ντοστογιέφσκη – είναι μια διαφυγή που με μιας ανοίγει το δρόμο προς την αιωνιότητα, «στην πιο σκοτεινή γωνιά του σύμπαντος / η αιωνιότητα κλαίει», καθώς γράφει κι Γιάννης στην Αυταπάτη[2].

Ευθύς εξ αρχής οφείλω να σας ξεκαθαρίσω ότι το ποιητικό έργο του Γιάννη, από Το Φωτώνυμο, μέχρι και Τα Παραμιλητά του κόσμου – όλες οι ποιητικές του συλλογές, με ιδιόχειρες αφιερώσεις από τον ίδιο κοσμούν την προσωπική μου  βιβλιοθήκη –  είναι ένα έργο που κινείται ενάντια σε βεβαιότητες. Και επειδή προσωπικά μου αρέσουν οι αβεβαιότητες, οι «γλυκύτατες αβεβαιότητες, αυτές που κρύβουν μέσα τους το μυστήριο της ανεπάρκειάς μας»,καθώς γράφει ένας αγαπητός πανεπιστημιακός διδάσκαλος των θεολογικών γραμμάτων, αυτές είναι που πάντα μας οδηγούν στην επιφύλαξη, σ’ εκείνο το κόμπιασμα να βλέπουμε τον κόσμο, να τον αγγίζουμε με τα ακροδάκτυλά μας, μήπως με την ποιητική υπέρβαση καταφέρουμε και ψηλαφίσουμε το χρόνο. Γι’ αυτήν την αβεβαιότητα άλλωστε γράφει κι ο Γιάννης στο ποίημά του Έκτοτε, δίνοντας στο γεγονός του θανάτου αγαπημένων του προσώπων νόημα, καίρια επισημαίνοντας: «ήρθε στο τέλος κουτσαίνοντας κι η αβεβαιότητα»[3].

Τολμώ να πω, και το υποστηρίζω αυτό με πάθος, ότι Τα Παραμιλητά του κόσμου, με άκρως εξομολογητικό τρόπο είναι εκείνος ο ποιητικός λόγος που μέσα του κρύβει πολλές εκπλήξεις. Πρώτη ποιητική έκπληξη, ο περιορισμός των ανεπίτρεπτων αντικειμενοποιήσεων, απλουστεύσεων, γενικεύσεων, στερεοτύπων δηλαδή, με τα οποία πολλοί, στο μικρόν αυτόν εδώ τόπο για να περιοριστώ στη Λέσβο μας, όταν λένε ότι γράφουν ποίηση, συνεχώς μας βομβαρδίζουν. Ενάντια κινείται ο Γιάννης στην κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της αντοχής μας υπαρξιακή πάλη με το απόλυτο, ενάντια κινείται στον πολλαπλώς από κήρυκες στις μέρες μας πνευματικό ωφελιμισμό, ενάντια στην εδραίωση κατεστημένων σχημάτων ασφάλειας. Σε μια από τις Αντιστίξεις του, σαν να συνθέτει μουσικό κομμάτι, μιας και ο όρος αντίστιξη χρησιμοποιείται ευρέως από μουσικούς, γράφει: «Αναπάντητα ερωτήματα: / Πώς να γιατρευτεί η φλεγμονή του χρόνου; / Τί να μεταφράσει ο λόγος απ’ την αίσθηση; / Αίσθηση ή παραίσθηση του χρόνου; / Φάντασμα, άραγε, του χρόνου η ζωή μας; / Στον τυφλό χρόνο πώς να μιλήσει κανείς με νοήματα; / Η ψυχή όνειρο της σάρκας; / Είμαστε ή δεν είμαστε; / Ερωτεύεσαι μόνο την εικόνα του πόθου σου; / Ο έρωτας μνήμη ή λήθη θανάτου; / Η αιωνιότητα θα ‘ναι ακίνητη; / Το πνεύμα του ποταμού είν’ η ροή του; / Έχει, δεν έχει νόημα το τίποτα; / Το υπερβατικό μες στο εφήμερο; / Τρελαίνεσαι ή λογικεύεσαι μέσα στις αντιφάσεις; / Οι λέξεις μήπως μας αιχμαλωτίζουν; / Έφτασαν οι προπομποί; / Πού οδηγεί ο δρόμος;»[4] Σαφέστατα, εδώ, πρόκειται για εκείνα τα υπαρξιακά ζητήματα, τις «στοχαστικές ενδοσκοπήσεις» ενός ανθρώπου που διαρκώς αναζητά την υπέρβαση του εαυτού του. Μόνιμος οδηγός σ’ αυτήν την αναζήτηση η υπέρβαση της καταφυγής σε βεβαιότητες, η πορεία στο δύσκολο δρόμο της «ψηλάφησης του άθλου που γεννά ανάκραση του τρόπου να υπάρχω», ως άνθρωπος. Κάπου, εδώ, ο Γιάννης αναψηλαφεί τίμια και ειλικρινά, κάτι που ίσως φανεί παράτολμο, την πιστεύω ακράδαντα όμως τούτη την αναψηλάφηση. Ποια είναι αυτή; Τα Αναπάντητα ερωτήματα είναι ερωτήματα που λιώνουν σε χωνευτήρι και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια ξαναπλάθοντας την ανθρώπινη φύση, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο τα ίδια Αναπάντητα ερωτήματα. Άλλωστε έτσι πλάστηκε ο άνθρωπος, διαρκώς να αναζητά. Κάπου, εδώ, αγαπητέ Γιάννη συναντιέσαι με ένα μεγάλο ποιητή, βγαλμένο από τη σάρκα της Εκκλησίας, τον μεγάλο Πατέρα Γρηγόριο τον Θεολόγο, που σ’ ένα ποίημά του ύμνο προς το Θεό κι αυτός με ερωτήματα ποιητικά μάς εκπλήσσει: «Ω πάντων επέκεινα· τι γαρ θέμις άλλο σε μέλπειν; Πώς λόγος υμνήσει σε; Συ γαρ λόγω ουδενί ρητός· Πώς νοός αθροίσει σε; Σύ γαρ νόω ουδενί ληπτός»[5].

Αν και τα 80 ποιήματα των Παραμιλητών του κόσμου είναι ποιητικές εκπλήξεις, σταχυολογώ ενδεικτικά ακόμη μια και προχωρώ ευθύς αμέσως στην αποκάλυψη αυτής. Το άδειασμα της ανθρώπινης ύπαρξης κυρίες και κύριοι, η ερήμωση του ανθρώπου από το περιεχόμενό του, πάντα ήταν ένας «ανθρωπολογικός μηδενισμός». Έρχεται όμως η ποίηση και αντικαθιστά στην πράξη τούτον τον μηδενισμό, με τη μόνη δυνατότητα ίσως για ζωή, τον έρωτα. Ενάντια και εδώ κινείται ο Γιάννης, ενάντια στο σύνηθες σχήμα που απεμπολεί τον έρωτα από τη ζωή μας. Κατάδυση στον έρωτα, «ανάσταση του έρωτα» τα Ερωτικά σπαράγματά του: «…Να μυρίζω τον ύπνο σου… / Στα χείλη μου ακόμα η μυρωδιά σου… / Περίμενα τη νύχτα να με φωτίσει το βλέμμα σου. / … Στις άκρες των δακτύλων μου / σε θυμάται η αφή μου και καίγεται»[6]. Προσοχή εδώ κυρίες και κύριοι, μην με θεωρήσετε βέβηλο, ακόλαστο, που λέγω τέτοια λόγια, ούτε βέβαια τον Γιάννη που με γλώσσα ποιητική μας αποκαλύπτει τι κρύβει η ανάσταση του έρωτα. Τα ερωτήματα εδώ είναι καίρια, νομίζω. Μπορεί να ανθίζει ο έρωτας σε νεκρωμένες στάσεις ζωής, αυτές που πολλές φορές, με δική μας πάντα ευθύνη καταδικάζουμε τον εαυτό μας; Και για να γυρίσω ξανά την πλάστιγγα προς την πλευρά της Θεολογίας και να τολμήσω το ερμηνευτικό μου σχόλιο στην παραπάνω ποιητική έκπληξη του Γιάννη, θα σας ρωτήσω και τούτο: μήπως συνηθίσαμε να βλέπουμε τη Θεολογία μέσα από «δρόμους στερήσεων και ερήμωσης», για δήθεν πίστη σε έναν ανέραστο Θεό; Και αν απαντήσετε στα ερωτήματα αυτά καταφατικά, θα σας ρωτήσω ακόμη και τούτο: τότε γιατί ο Θεός δημιούργησε την κτίση και τον άνθρωπο; Και γιατί ο άνθρωπος φτιάχτηκε ελεύθερος;

Έχω τη γνώμη ότι «πίσω από την εγελιανή λογική σας» καθώς παραστατικότατα γράφει ο Γιάννης στη 2η Αντίστιξή του: «-Θα δώσει κάποτε ο Θεός / να κλάψουν κάποτε / πάνω στα ερείπια της λογικής τους»[7] – μας πολλοί από εμάς. Νομίζω ότι τα παραπάνω ερωτήματα, μολονότι μερίστηκαν μπορούν να συνοψιστούν σε ένα και μοναδικό, άκρως καταιγιστικό ερώτημα. Τί είναι αυτό που τελικά μένει στον αιώνα τον άπαντα από την αλήθεια των πραγμάτων – αυτός άλλωστε είναι ό έρωτας, η αλήθεια των πραγμάτων του ανθρώπου – και τί είναι αυτό που χάνεται; Ο ίδιος ο Γιάννης, έχω τη γνώμη ότι εδώ δίνει απάντηση: «Μες στην παλίρροια του φέγγους / τρεμάμενες φλογίτσες των ψυχών / εκεί που το φως συναντάει το φως /  Να κρατούσα το φως σου / μέσα στον ύπνο των χεριών μου»[8]. Η θέση αυτή του ποιητή Γιάννη Κωνσταντέλλη, στην προκειμένη περίπτωση, στην περίπτωση του έρωτα, αν και δύσκολη στην ανακάλυψή της, είναι άκρως καθαρή. Εντάσσεται στα πλαίσια της γιατρειάς που δίνει η ίδια ποίηση σε στάσεις ζωής που φαλκιδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη και την κλείνουν στα όρια μιας κλειστής πραγματικότητας. Το επισημαίνει ακόμη καθαρότερα αυτό ο Γιάννης  στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου του, την Ποιητική διαλεκτική: «Θα ήθελα μια Ποίηση μόνο με την αφή / να μην μπερδεύουν οι λέξεις τα αισθήματα / …Εντέλει η Ποίηση  / είναι δυσχέρεια ψυχική / μια αισθηματική βραδυγλωσσία. / Θα ταφώ μέσα στην Ποίηση / ιδεόγραμμα μιας απουσίας / σώμα μέσα στο σώμα μου / σαν διάθλαση»[9].

Ας μου επιτραπεί εδώ ξανά ένας ακόμη θεολογικός αναστοχασμός, άμεσα συνδεόμενος με την θέαση του έρωτα στην ποίηση του Γιάννη. Αν και δεν ήρθα εδώ για να σας κάμω θεολογικό σεμινάριο, έχω τη γνώμη ότι αυτό που ευθύς αμέσως θα σας εκθέσω, δένει άψογα με τις ποιητές εκπλήξεις του Γιάννη. Όταν ο άνθρωπος κυρίες και κύριοι αδυνατεί να κατανοήσει την αναφορικότητα της κτίσης – μέρος της κτίσης είναι και ο έρωτας, ας μην το ξεχνάμε αυτό – και δεσμεύεται στην ενθαδικότητά της, πέραν από το δικό του αφανισμό στην άβυσσο της ανυπαρξίας, καταδικάζει σε μηδενισμό και την ίδια την κτιστή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος που είναι ξεκομμένος από την κτίση, αδυνατεί να κατανοήσει και το ίδιο τον Θεό. Είναι ο άνθρωπος του τίποτα και του πουθενά. Γι’ αυτό και η «ποίηση έγινε για να διορθώνει τα λάθη του Θεού, ή εάν όχι, τότε, για να δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε την δωρεά του». Η τελευταία πρόταση κυρίες και κύριοι δεν είναι δική μου, είναι του Οδυσσέα Ελύτη[10]. Ναι του Ελύτη, καλά ακούσατε. Ξεκάθαρα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, κυρίες και κύριοι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη σκέψη των ποιητών μας, δεν υφίσταται καμιά υποτίμηση της κτιστής πραγματικότητας. Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς προγενέστερη ποιητική έκπληξη του Γιάννη; «Στη λόγχη παραμόνευε ο Έρωτας / θα την πιάσω την Άσπιλη, μονολογούσε· / στη λόχμη η Άσπιλη έπιασε τον Έρωτα. / Έτσι το είχε σχεδιάσει μέσα στη σκέψη της»[11].

Στα ασφυκτικά όρια μιας ομιλία – βιβλιοπαρουσίασης, είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς την ανάπτυξη της σκέψης ενός συγγραφέα. Ακόμη πιο δύσκολο είναι όταν το παρουσιαζόμενο βιβλίο είναι ποίηση. Ωστόσο, όπως προείπα και στο εισαγωγικό μου προανάκρουσμα, η τιθάσευση του ποιητικού υλικού είναι πρόκληση όμορφη, συνάμα όμως και δύσκολη. Παρά ταύτα θα ήθελα να οδηγήσω και σ’ ένα άλλο επίπεδο τη σκέψη σας. Σε επάλληλα ποιήματα των Παραμιλητών του κόσμου ο Γιάννης συγκρούεται με το γεγονός του χρόνου και του θανάτου. Ο αναγνώστης που με προσοχή θα διατρέξει τις σελίδες του βιβλίου, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει ότι ποιήματα, όπως Η Ψυχή σου, Έρημα νησιά, Η Εκφορά, Η Υποψία, Στο δόκανο του χρόνου, Ο χρόνος του θανάτου μας, Η Φαρμακεία, Ο Χρόνος μου, Έκτοτε, Η αποδημία της θείας Δομετιανής, Ο Χρόνος του και Όψεις του χρόνου, είναι μια διαρκής μνήμη θανάτου η οποία παρέχει σ’ όποιον τη γεύεται την πείρα της υπαρξιακής πάλης, της άσκησης στην αυτοσυνειδησία, στο υψηλό ρίσκο που σου δίνει η ποίηση όταν γράφεις για τον έρωτα, το θάνατο και το χρόνο. Αλλιώς δεν εξηγείται η ποιητική έκπληξη και μαστοριά στις Όψεις του χρόνου: «Χρόνος εφιάλτης ευθανασίας / Χρόνος του έρωτα και Χρόνος του θανάτου / Χρόνος για να δικαιολογείται ο θάνατος / Χρόνος σαν ρόγχος Χρόνος σαν βρόγχος»[12]. Συνεκτικός ιστός ενότητας της ποίησης του Γιάννη σ’ όλη την έκταση τούτης της θεματικής κατάταξης των ποιημάτων του, παραμένει η καθάρια νοηματοδότηση του ανθρώπινου προσώπου. Πρόκειται εδώ για εκείνη τη συνιστώσα του ποιητικού λόγου, που γεννά προσδοκίες και δεν ταλανίζεται σε μεσοβέζικες παραμορφώσεις υπαρξιακών ζητημάτων.

Ο Γιάννης Κωνσταντέλλης, κυρίες και κύριοι, σε κάθε του ποίημα αιχμαλωτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη στο κάλλος και στην ωραιότητα και την οδηγεί σε μια ζωή συνεχούς θαυμασμού. Την ντύνει με φως. Καλλοποιός ενέργεια στον άνθρωπο το φως, εντός του διασπασμένου κόσμου, αποτελεί την αληθινή ωραιότητα. «Χάρη στο φως αντέχω», φωνάζει ο ποιητής: «Φως ερπετό / Φως χρυσάνθεμο της νύχτας / Φως του ανέμου / Φως παγωμένο / Φως κυανό /  Φως ασημί στον ελαιώνα / Φως των ματιών / Φως τυφλό / Φως της λαγνείας / Φως του οργασμού / Φως των χεριών / Φως της φωνής σου / Φως εκ Φωτός»[13].

Κυρίες και κύριοι, χρέος της ύπαρξης μας είναι η ζωή, τούτη η εμπειρία, τούτος ο τρόπος, που νοηματοδοτεί συνεχώς εδώ και τώρα, ξανά και ξανά, τα πράγματα. Ο τρόπος που συνθέτει τον κόσμο, η συνάντηση με το θαύμα: «…όχι συμβάσεις πια, έλα / έλα δώσ’ μου το χέρι σου / υπάρχει και δεν υπάρχει η ουτοπία»[14], είναι ποιητικός λόγος που γεννά προσδοκία και αναμονή, πράξεις ερωτικές, που αρνούνται τις συμβάσεις, που προτιμούν το αντάρτικο ενάντια στην υποκριτική πειθαρχία σε ανέραστες καταστάσεις ζωής. Και για να τεκμηριώσω αυτή τη θέση μου θα επικαλεστώ ξανά τον Ελύτη, που ξεκάθαρα λέγει ότι «όπου υπάρχει η Ποίηση, εκεί κι ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβιούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Η Ποίηση αφαιρεί απ’ τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας, καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου, χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τ’ ασυμβίβαστα… Μ’ ένα είδος αλχημείας μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό, τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από τον θάνατο στη ζωή. Γιατί σκοπός της είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου».[15] Κι όλο αυτό το επιτυγχάνει άριστα ο Γιάννης με τον ακριβό ποιητικό του λόγο.

Από πού τα Παραμιλητά του κόσμου; Εδώ έχει την τιμητική της η Jazz μουσική και ο Αμερικανός λογοτέχνης Τζακ Κέρουακ, ο εκπρόσωπος της γενιάς των μπήτνικς , της γενιάς των χίπις και του πανκ. Ο Γιάννης από το πρώτο του κιόλας ποίημά του μας εισάγει στην γενιά αυτή: «…Χρόνια μετά σχεδιάζοντας μια ομιλία για τους μπητ / ξεχώρισα ένα χωρίο του Κέρουακ / που μου φάνηκε πως ταίριαζε μ’ αυτό το ποίημα / που είχα αρχινήσει: / Δίπλα στην κουκέτα του ένα ραδιόφωνο Ζενίθ / για ν’ ακούει τα παραμιλητά του κόσμου»[16]. Και η γενιά αυτή έχει τη διάρκεια της, ακόμη και σήμερα, να υπενθυμίζει διαρκώς το πώς μπορούμε να στεκόμαστε ενάντια σε βεβαιότητες που διχάζουν τον άνθρωπο.

[1] Ομιλία που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο Καλλονής, το Σάββατο 16 Νοεμβρίου 3013, κατά την παρουσίαση της ποιητική συλλογής του Γιάννη Κωνσταντέλλη, Τα παραμιλητά του κόσμου.

[2] Τα Παραμιλητά του κόσμου, εκδ. Αιολίδα, Μυτιλήνη 2013, 50.

[3] Αυτόθι, 61.

[4] Αυτόθι, 90.

[5] PG. 37, 507

[6] Τα Παραμιλητά του κόσμου, 96-97.

[7] Αυτόθι, 24.

[8] Αυτόθι, 28.

[9] Αυτόθι, 101-102.

[10] Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1980, 17.

[11] Κύκλω της Σελήνης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001, 35.

[12] Τα Παραμιλητά του κόσμου, 94.

[13] Αυτόθι, 83.

[14] Αυτόθι, 30.

[15] 2 χ 7 ε, εκδ.  Ίκαρος , Αθήνα 1996.

[16] Τα Παραμιλητά του κόσμου, 11-12.

Τα παραμιλητά του κόσμου

Καλή και Δημιουργική Χρονιά

ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΧΡΟΝΟΥ

“Φιλοσοφείς τρυφερότητα / χωρίς φιλοσοφία / στέργεις αιωνιότητα / μονάχα με το βλέμμα /  είσαι μια ζωντανή βαθειά / σελίδα σώματος / π’ αστράφτει σε παρθενικότητα. / Ο χρόνος είν’ ακόμη για σένα / θρίαμβος / και σου τον εύχομαι πάντα”.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ