Οι πιτσιρίκοι (Δ.Ψαθάς) (Χριστίνα Γιαβάσογλου – Α1)
Εργασίες μαθητών σχολικού έτους 2012-13
Παίρνω μια συνέντευξη από τη γιαγιά μου για εμπειρίες από την κατοχή:
– Λοιπόν, γιαγιά, σε βλέπω πολύ συγκινημένη μετά την παρέλαση. Τόσο πολύ συγκινήθηκες που με είδες να παρελαύνω;
– Φυσικά και ένιωσα περήφανη για εσένα, άλλα για ακόμα μια φορά μου ήρθαν στη μνήμη σκηνές από την περίοδο της Κατοχής που αν και προσπαθώ να ξεχάσω, δεν μπορώ.
– Δηλαδή; Θέλεις να μου πεις μερικές από αυτές τις σκηνές;
– Θυμάμαι, το σπίτι μας βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την πλατεία της Κορίνθου. Εκεί τα μεσημέρια συγκεντρώνονταν τα στρατιωτικά φορτηγά των Γερμανών, που μοίραζαν μεσημεριανό φαγητό στους Γερμανούς φαντάρους. Οι Έλληνες και ειδικά τα παιδιά ήταν αποστεωμένοι από την πείνα και τις στερήσεις. Εμείς γλειφόμαστε βλέποντάς τους από το παράθυρο να τρώνε, να γελούν και να καπνίζουν χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε κάποια μικρά ελληνόπουλα που ξυπόλητα, φοβισμένα και πεινασμένα τους πλησίαζαν με τα μικρά τους τενεκεδάκια και τους εκλιπαρούσαν για λίγα από τα αποφάγια τους. Και εκείνοι, μ’ όλη την ψυχρότητα και την κακία του κατακτητή ,έριχναν στο χώμα τα αποφάγια τους, τα πατούσαν και διέταζαν τα παιδιά να τα μαζέψουν από κάτω και να τα φάνε.
– Άστα γιαγιά μην τα θυμάσαι. Είναι τραγικές καταστάσεις.
– Κι όμως έχω να σου πω και κάτι που δείχνει πως ανάμεσα στους Γερμανούς υπήρχαν και ελάχιστοι άνθρωποι φιλότιμοι. Θυμάμαι, η μάνα μου είχε μία ραπτομηχανή που τη βοηθούσε να μας μπαλώνει και να μεταποιεί τα ρούχα μας. Μία μέρα στην Κατοχή ένας Γερμανός που ζούσε σ’ ένα δωμάτιο της αυλής μας, μπήκε στο σπίτι και χωρίς να ρωτήσει κανέναν, πήρε την ραπτομηχανή και έφυγε. Εμείς που είμαστε μικρά κλαίγαμε που βλέπαμε απελπισμένη και νευριασμένη. Ένας χρόνος πέρασε από εκείνη τη μέρα και νομίζαμε ότι η μηχανή μας ήταν σίγουρα χαμένη. Ξαφνικά, ο ίδιος Γερμανός, ένα μεσημέρι την ξαναέφερε και την τοποθέτησε στο τραπεζάκι της, χωρίς να πει τίποτα άλλο. Είδες που ακόμα και στο «μαύρο σκοτάδι» υπάρχει πάντα λίγο φως ;