Το Σάββατο του Λαζάρου-λαζαράκια.

Tο Σάββατο του Λαζάρου.  Ο λαός γιορτάζει την πρώτη Λαμπρή, την «Έγερση» του φίλου του Χριστού, του «αγέλαστου» Λάζαρου. Ο φόβος και ο τρόμος για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, λέει η παράδοση, μετά την Ανάσταση του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά.

Τα κάλαντα του Λαζάρου ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία και τα τραγουδούσαν κοπέλες διαφόρων ηλικιών ακόμα και κορίτσια τις παντρειάς που ονομάζονταν «Λαζαρίνες».
Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια έξω από τα χωριά για να μαζέψουν λουλούδια που με αυτά θα στόλιζαν το καλαθάκι τους .

Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα.

Τα ξέρουμε; Για να τα ξαναθυμηθούμε :

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια.

-Πού ΄σουν, Λάζαρε,  πού ΄ν΄ η φωνή σου
και σε γύρευε η Μάρθα, η αδερφή σου;
– Ήμουνα στη γη, στη γη χωμένος
κι από τους νεκρούς, νεκρούς αναστημένος.

Βάγια βάγια των Βαγιώ
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε το ψητό αρνί

– Δώστε μου νερό, νερό λιγάκι
να ξεπλύνω της καρδιάς μου το φαρμάκι.

Βάγια βάγια των Βαγιώ
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε το ψητό αρνί.

-Δώστε μας αυγά
αυγά να σας τα πούμε
κι κοτούλες σας πολλά
πολλά να σας γεννούνε.

Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους «λαζάρηδες», τα «λαζαρούδια» ή και «λαζαράκια». «Λάζαρο αν δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις» έλεγαν, μια και ο αναστημένος φίλος του Χριστού πίστευαν πως είχε παραγγείλει: «Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει…»

 

 

 

 

 

Επειδή η μαγιά έχει εξαντληθεί,βάλτε μπέκιν πάουντερ.