ΕΡΕΥΝΑ: Εισαγωγή

Η έρευνα περιλαμβάνει τη συλλογή πληροφοριών και δεδομένων για την πρόοδο της γνώσης.

Η έρευνα αποτελεί ένα από τα κυριότερα εργαλεία ανάπτυξης και προόδου μιας κοινωνίας. Ενδεικτικά:

  • Συντελεί στην καλύτερη αξιοποίηση των πρώτων υλών
  • Αναπτύσσει συνθετικά υλικά
  • Βελτιώνει τις συνθήκες εργασίας
  • Προσπαθεί να βρει λύσεις σε διάφορα προβλήματα
  • Ελαχιστοποιεί το κόστος παραγωγής
  • Συμβάλλει στη σχεδίαση νέων προϊόντων
  • Βελτιώνει όλο το φάσμα δραστηριοτήτων της βιομηχανίας ή της επιχείρησης.
  • Συμβάλλει στην καταπολέμηση ασθενειών
  • Δημιουργεί ανθεκτικές ποικιλίες φυτών σε έντομα ή ζιζάνια
  • Βελτιώνει τις σύγχρονες κατασκευές
  • Μπορεί να μας οδηγήσει σε εφευρέσεις κ.λ.π.

 

Στην κλασσική αρχαιότητα δεν ήταν άγνωστα τα κέντρα επιστημονικής έρευνας και σε αυτά συγκαταλέγονταν η Πυθαγόρεια Σχολή, η Πλατωνική Ακαδημία, το Αριστοτελικό Λύκειο και το Μουσείο της Αλεξάνδρειας, το οποίο πλησιάζει περισσότερο στη σύγχρονη αντίληψη για την επιστημονική έρευνα.

Πάντως τα κέντρα αυτά διέφεραν σημαντικά από τα σύγχρονα ερευνητικά κέντρα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τους σκοπούς και τις μεθόδους της επιστήμης.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η κληρονομιά των επιστημονικών γνώσεων συντηρήθηκε και μεταδόθηκε από τις μονές, και αργότερα από τα πανεπιστήμια, που επεξεργάστηκαν επίσης την επιστημονική προσφορά του ισλαμικού κόσμου.

 

Ενώ τα κέντρα της επίσημης παιδείας μετέδιδαν την επιστήμη με τη μορφή βιβλίου ή διδασκαλίας, νέα εμπειρικά δεδομένα συγκεντρώθηκαν κατά την άσκηση της χειροτεχνικής δραστηριότητας.

Κατά την Αναγέννηση, άνθρωποι όπως ο Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, ο Άλμπερτ Ντίρερ και, κυρίως, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι αισθάνθηκαν ζωηρά την ανάγκη να ενοποιήσουν τις θεωρητικές και εμπειρικές γνώσεις.

 

Από τη στάση αυτή γεννήθηκε η σύγχρονη επιστήμη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, η οποία βρίσκει στον Γαλιλαίο την πρώτη ολοκληρωμένη έκφρασή της.

 

Πρωτοπόρος ο Φράνσις Μπέϊκον που τόνισε τη σημασία του πειράματος για την απόδειξη κάθε επιστημονικής θέσης.

“Οι επιστήμονες πρέπει να προσεγγίζουν τις έρευνές τους με ανοιχτό μυαλό και να μην προσπαθούν να αποδείξουν ό, τι εκ των προτέρων πιστεύουν πως γνωρίζουν…. ” έλεγε χαρακτηριστικά.

Τον 17ο αιώνα, οι επιστημονικές ακαδημίες συγκέντρωσαν την κληρονομιά από τις ιδιωτικές εταιρείες των σοφών, που είχαν συσταθεί παλαιότερα και υπήρξαν για μακρό χρονικό διάστημα,  κέντρα συντονισμού και περισυλλογής των αποτελεσμάτων που προέρχονταν από την επιστημονική έρευνα.

Σταδιακά, και ειδικότερα από το τέλος του 18ου αιώνα, η πολυπλοκότητα των ερευνών, οι οποίες όλο και συχνότερα απαιτούσαν τη συνδυασμένη δραστηριότητα περισσότερων ατόμων και το κόστος των εργαστηριακών εξοπλισμών, που ξεπέρασε τις ιδιωτικές δυνατότητες, κατέστησε την επιστημονική έρευνα ομαδική δραστηριότητα, επιχορηγούμενη από τον δημόσιο προϋπολογισμό και από τα αρμόδια ινστιτούτα καθώς και από διεθνή ινστιτούτα. Έτσι, η μορφή του απομονωμένου σοφού εξαφανίστηκε, ενώ αναδύθηκε με τρόπο όλο και πιο καθαρό η μορφή του επιστήμονα-ερευνητή.

Αυτή η σύγχρονη έρευνα προσέφερε αργότερα ζωή σε πλήθος ιδρυμάτων και οργανισμών, που είχαν σκοπό τους να συντονίσουν την επιστημονική έρευνα και να γνωστοποιήσουν στο ευρύ κοινό τα αποτέλεσμα της.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *